Το Δικαστήριο της ΕΕ στην απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012 (υπόθεση C-128/11, UsedSoft GmbH κατά Oracle) έκρινε ότι είναι νόμιμη η μεταπώληση άδειας χρήσεως προγράμματος η/υ, το οποίο μεταφορτώνει ένας χρήστης από το Διαδίκτυο. Με τη νομολογία αυτή του ΔΕΕ καθίσταται πλέον σαφές ότι είναι δυνατή μεταπώληση τυποποιημένου λογισμικού, ακόμα και αν στην άδεια χρήσης αναφέρεται ότι το δικαίωμα χρήσεως του λογισμικού που παραχωρείται είναι μη εκχωρήσιμο, όπως συμβαίνει κατά κανόνα στις συμβάσεις τυποποιημένου λογισμικού (βλ. Ιγγλεζάκη, Δίκαιο της πληροφορικής, β΄εκδ. (2008), εκδ. Σάκκουλα, σελ 124 επ.).
Το ζήτημα αυτό ήταν ασαφές και ιδίως ήταν ασαφές αν μπορούσε να παραχωρηθεί σε άλλο χρήστη λογισμικό από το Διαδίκτυο. Η απόφαση αυτή αναμένεται να απασχολήσει την επιστήμη του δικαίου και κυρίως τους νομικούς που ασχολούνται με το δίκαιο της πληροφορικής, καθώς ανατρέπει τη συνήθη πρακτική των ρητρών που διατυπώνουν οι εταιρίες πληροφορικής, στην προσπάθειά τους να εμποδίσουν τη μεταπώληση ή δωρεάν διάθεση του λογισμικού από τον έναν χρήστη στον άλλο.
Στη θεωρία επιχειρήθηκε να αντιμετωπισθεί η ρήτρα αυτή με τον έλεγχο καταχρηστικότητας ΓΟΣ, ωστόσο, στην προκειμένη υπόθεση βρίσκει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 της οδηγίας 2009/24 για τη νομική προστασία των προγραμμάτων η/υ, η οποία προβλέπει ότι η "η πρώτη πώληση στην Κοινότητα αντιγράφου ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή από τον δικαιούχο του ή με τη συγκατάθεσή του, εξαντλεί το δικαίωμα διανομής του αντιγράφου αυτού εντός της Κοινότητας, εξαιρουμένου του δικαιώματος ελέγχου της περαιτέρω εκμίσθωσης του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ή αντιγράφου του" (βλ. και άρθρο 3 παρ. 1 περ. δ΄, εδ. β΄ν. 2121/1993).
Τα πραγματικά περιστατικά της δίκης έχουν, εν συντομία, ως εξής: Η εταιρία Oracle αναπτύσσει και πωλεί προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών. Έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα χρήσεως των προγραμμάτων αυτών ως δημιουργός τους βάσει των διατάξεων περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Ε Η Oracle πωλεί, στο 85 % των περιπτώσεων, τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, ήτοι λογισμικό για βάσεις δεδομένων, χρησιμοποιώντας τη δυνατότητα μεταφορτώσεως μέσω του Διαδικτύου. Οι συμβάσεις που συνάπτει η Oracle σε σχέση με τα επίμαχα προγράμματα περιλαμβάνουν, υπό τον τίτλο «Παραχώρηση δικαιώματος χρήσεως», την ακόλουθη ρήτρα: «Η καταβολή του τιμήματος για τις υπηρεσίες εξασφαλίζει, αποκλειστικά προς εξυπηρέτηση της εσωτερικής λειτουργίας της επιχειρήσεώς σας, ένα χρονικώς απεριόριστο, μη αποκλειστικό, μη εκχωρήσιμο, δωρεάν δικαίωμα χρήσεως όλων των προϊόντων που η Oracle αναπτύσσει και θέτει στη διάθεσή σας βάσει της παρούσας συμβάσεως».
Από την άλλη πλευρά, η UsedSoft εμπορεύεται μεταχειρισμένες άδειες για προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών, μεταξύ των οποίων και άδειες χρήσεως των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης προγραμμάτων της Oracle. Προς τον σκοπό αυτό, η UsedSoft αγοράζει από πελάτες της Oracle τέτοιες άδειες χρήσεως. Τον Οκτώβριο του 2005, η UsedSoft ανακοίνωσε «ειδική προσφορά για προϊόντα Oracle», στο πλαίσιο της οποίας πρότεινε προς πώληση «ήδη χρησιμοποιημένες» άδειες για τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης προγράμματα της Oracle.
Η Oracle άσκησε ενώπιον του Landgericht München I αγωγή με αίτημα να παύσει η UsedSoft να εφαρμόζει τις εμπορικές πρακτικές που προαναφέρθηκαν. Το δικαστήριο αυτό έκανε δεκτό το αίτημα της Oracle. Η έφεση της UsedSoft κατά της σχετικής αποφάσεως απορρίφθηκε. Κατόπιν τούτου, η UsedSoft άσκησε αναίρεση ενώπιον του γερμανικού Ακυρωτικού (Bundesgerichtshof.), το οποίο υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα προς το ΔΕΕ. Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι ενέργειες τόσο της UsedSoft όσο και των πελατών της θίγουν το αποκλειστικό δικαίωμα της Oracle να πραγματοποιεί ή να επιτρέπει είτε τη μόνιμη είτε την προσωρινή αναπαραγωγή των προγραμμάτων της, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2009/24. Κατά το ίδιο πάντοτε δικαστήριο, οι πελάτες της UsedSoft δεν μπορούν να στηριχθούν, για την αναπαραγωγή των επίμαχων προγραμμάτων, σε δικαίωμα το οποίο τους έχει μεταβιβαστεί εγκύρως από την Oracle. Συγκεκριμένα, από τις συμβάσεις που συνάπτει η Oracle για την παραχώρηση άδειας χρήσεως προκύπτει ότι το δικαίωμα χρήσεως των προγραμμάτων είναι «μη εκχωρήσιμο». Κατά συνέπεια, δεν επιτρέπεται στους πελάτες της Oracle να μεταβιβάσουν σε τρίτους το δικαίωμα αναπαραγωγής των προγραμμάτων αυτών. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η έκβαση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από το ζήτημα αν οι πελάτες της UsedSoft μπορούν να επικαλεστούν επιτυχώς το άρθρο 69d, παράγραφος 1, του UrhG, το οποίο μεταφέρει στο γερμανικό δίκαιο το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/24 (αφορά την ανάλωση του δικαιώματος διανομής).
Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα ήταν αν, και υπό ποιες προϋποθέσεις, η μεταφόρτωση από το Διαδίκτυο, με την άδεια του δικαιούχου, ενός αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή συνεπάγεται ανάλωση του δικαιώματος διανομής του αντιγράφου αυτού εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24.
Το Δικαστήριο κάνει τη διαπίστωση ότι, σε μια περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η μεταβίβαση από τον δικαιούχο ενός αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή στον πελάτη, σε συνδυασμό με τη σύναψη, μεταξύ των ίδιων μερών, συμβάσεως για την παραχώρηση άδειας χρήσεώς του, συνιστά «πρώτη πώληση ενός αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή» κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24.
Το ΔΕΕ επίσης σημειώνει ότι από οικονομικής απόψεως, η πώληση προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή με τη μορφή CD-ROM ή DVD και η πώλησή του μέσω μεταφορτώσεως από το Διαδίκτυο είναι παρεμφερείς. Πράγματι, η διαδικτυακή μετάδοση είναι το λειτουργικό ισοδύναμο της παραδόσεως ενός υλικού φορέα δεδομένων. Η ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24 υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως επιβεβαιώνει ότι ο προβλεπόμενος στην εν λόγω διάταξη κανόνας της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής παράγει αποτελέσματα μετά την πρώτη πώληση ενός αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή εντός της Ένωσης από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν το αντικείμενο της πωλήσεως είναι υλικό ή άυλο αντίγραφο του οικείου προγράμματος.
Η απάντηση που δίδει στο εν λόγω ερώτημα είναι ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24 έχει την έννοια ότι το δικαίωμα διανομής του αντιγράφου ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή αναλώνεται εφόσον ο δικαιούχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, ο οποίος επέτρεψε, έστω και δωρεάν, τη μεταφόρτωση του αντιγράφου αυτού από το Διαδίκτυο σε μέσο αποθηκεύσεως δεδομένων, παρέσχε επίσης, έναντι της καταβολής τιμήματος που συμφωνήθηκε προκειμένου να του εξασφαλιστεί αμοιβή αντίστοιχη προς την οικονομική αξία του αντιγράφου του έργου του οποίου είναι κύριος, και χρονικώς απεριόριστο δικαίωμα χρήσεως του εν λόγω αντιγράφου.
Παραπέρα, με το πρώτο και το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί αν, και υπό ποιες προϋποθέσεις, ο αγοραστής μεταχειρισμένων αδειών, όπως αυτών που πωλεί η UsedSoft για τη χρήση προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, μπορεί, λόγω της επελεύσεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24 αναλώσεως του δικαιώματος διανομής, να θεωρηθεί «πρόσωπο που απέκτησε νομίμως» κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/24, με συνέπεια να απολαύει του δικαιώματος αναπαραγωγής του οικείου προγράμματος στο πλαίσιο μιας σύμφωνης προς τον προορισμό του προγράμματος χρησιμοποιήσεώς του.
Η απάντηση που δίδεται είναι ότι τα άρθρα 4, παράγραφος 2, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/24 έχουν την έννοια ότι, σε περίπτωση που μεταπωλείται άδεια χρήσεως προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, με συνέπεια τη μεταπώληση ενός αντιγράφου του το οποίο είχε μεταφορτωθεί από τον ιστότοπο του δικαιούχου του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας στο Διαδίκτυο, και η ως άνω άδεια είχε παραχωρηθεί στον πρώτο αγοραστή από τον δικαιούχο για χρονικώς απεριόριστη χρήση και έναντι της καταβολής τιμήματος που συμφωνήθηκε προκειμένου να εξασφαλιστεί στον δικαιούχο αμοιβή αντίστοιχη προς την οικονομική αξία του εν λόγω αντιγράφου του έργου του, ο δεύτερος αγοραστής της άδειας αυτής, όπως και κάθε μεταγενέστερος αγοραστής της, μπορούν να επικαλεστούν την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24 ανάλωση του δικαιώματος διανομής και, ως εκ τούτου, να θεωρηθούν πρόσωπα που νομίμως απέκτησαν αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, οπότε απολαύουν του δικαιώματος αναπαραγωγής όπως κατοχυρώνεται με την τελευταία αυτή διάταξη.
Βλ. σχετικά: Was das EuGH-Urteil zu Gebrauchtsoftware bedeutet
http://informatics-and-law.blogspot.gr/2012/07/blog-post.html
Πολύ σωστή και λογική η απόφαση. Τα λογισμικά θεωρούνται πάγιος εξοπλισμός γραφείου και αποσβένονται. Προφανώς και έχω το δικαίωμα κτήσης αυτών, μιας και τα αγόρασα νόμιμα με τιμολόγια και παραστατικά, και προφανώς έχω το δικαίωμα πώλησης αυτών, από τη στιγμή που κάτι τέτοιο κρίνεται σκόπιμο προς όφελος της επιχείρησής μου (ανανέωση εξοπλισμού, πώληση της επιχείρησης κτλ)
ΑπάντησηΔιαγραφή