*** του κ. Θανάση Αλαμπάση, δικηγόρου
Αλληλόχρεος (ή ανοικτός ή τρεχούμενος) λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα συμφωνούν με σύμβαση να μην επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένα οι απαιτήσεις, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβένονται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, που θα γίνεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα, σε τρόπο ώστε να αποτελέσει τη μοναδική τους απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού, που τυχόν θα υπάρχει.
Οι πιστώσεις του τύπου αυτού, με σύναψη σύμβασης αλληλόχρεου ανοικτού ή τρεχούμενου λογαριασμού με την τράπεζα, αποτελέσαν την πλέον διαδεδομένη μορφή χρηματοδότησης επιχειρήσεων και επαγγελματιών, κυρίως λόγω της ευελιξίας τους και της αποτελεσματικότητάς τους στην κάλυψη των αναγκών σε κεφάλαιο κίνησης για την εξασφάλιση της απαιτούμενης ρευστότητας.
Στην δύσκολη ωστόσο οικονομική περίοδο που διανύουμε, τίθεται επιτακτικά το ερώτημα αν οι άκυροι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ) που αναμφίβολα περιέχονται στις συμβάσεις πιστώσεως με ανοικτό [αλληλόχρεο] λογαριασμό εμπίπτουν στις διατάξεις του νόμου περί προστασίας καταναλωτών και άρα, αν οι δανειζόμενοι μέσω του χρηματοδοτικού εν λογω προϊόντος δικαιούνται δικαστικής προστασίας θεωρούμενοι εκ των προτέρων «καταναλωτές».
Σύμφωνα με το άρθρο 1 § 4 στοιχ. Α` του ν. 2251/ 1994, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Ωστόσο, η παραπάνω υπερβολικά ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του ΔΕΚ αλλά και των εθνικών δικαστηρίων, θεωρώντας ότι επικρατέστερος γενικός ορισμός του καταναλωτή, του αντισυμβαλλομένου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο.
Έτσι, ουσιαστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του συμβαλλομένου ως καταναλωτή, πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνο οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικά ασθενέστερο μέρος. Έτσι, και στις αποφάσεις του ΔΕΚ, κοινό χαρακτηριστικό και εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή, αποτελεί η μη ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη των υπηρεσιών ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία και συνεπώς ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον αυτοί συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες. Μόνον όταν οι επιχειρούμενες, από τους τελευταίους συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικά με την άσκηση του επαγγέλματος τους, δεν τίθεται θέμα προστασίας τους με τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις (ΕφΑΘ 3884/ 2006 ΕλλΔνη 48/2007. 305).
Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι δεν προστατεύεται κάθε ασθενέστερος συναλλασσόμενος αλλά μόνο εκείνος που συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης, δεν έχει σημασία η υποκειμενική του κατάσταση [αν λ.χ. το επάγγελμα του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση], αλλά αν μπορεί να θεωρηθεί, κατ` αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής τραπεζικών προϊόντων ή ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων καταναλωτής, αποκλειστικά λόγω του γεγονότος ότι είναι αντισυμβαλλόμενος Τράπεζας. Η επίκληση και υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου, ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα το αδύνατο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής (Εφθεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009. 819).
Η ερμηνεία ωστόσο αυτή τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του ΔΕΚ, εμφανίζει σημαντικά κενά και αδυναμίες, καταλήγοντας κατά την άποψή μου σε λογικά άλματα που γίνονται εμφανή στο παράδειγμα που ακολουθεί:
Ο δικηγόρος Χ στα πλαίσια της επαγγελματικής του ιδιότητας έχει μελετήσει επισταμένα εκατοντάδες συμβάσεις πιστώσεως που συνάπτουν οι τράπεζες με τους καταναλωτές. Έχει επίσης συντάξει δεκάδες δικόγραφα που πλήττουν το κύρος κάθε είδους τραπεζικής σύμβασης πίστωσης και έχει επανειλημμένα εκπροσωπήσει δικαστικά καταναλωτές, σε δίκες με αντικείμενο τη δικαστική διάγνωση της ακυρότητας ΓΟΣ που περιέχονται σε τραπεζικές συμβάσεις πίστωσης. Με την ιδιότητά του αυτή ο Χ απευθύνεται σε υποκατάστημα της τράπεζας Ε και συνάπτει σε ιδιωτικό επίπεδο, σύμβαση καταναλωτικού δανείου για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών και συγκεκριμένα δάνειο για την αγορά αυτοκινήτου...
Η σύμβαση όμως δεν εξελίσσεται ομαλά και ο Χ σταματά να πληρώνει τις δόσεις. Η τράπεζα Ε καταγγέλλει τη σύμβαση και στη συνέχεια εκδίδεται διαταγή πληρωμής. Ο Χ ασκεί ανακοπή προσβάλλοντας το κύρος ορισμένων εκ των ΓΟΣ της σύμβασης (!) με τον ισχυρισμό ότι οι πληττόμενοι ΓΟΣ έχουν επανειλημμένα κριθεί ως άκυροι, ζητώντας από το δικαστήριο να τον προστατέψει με βάση τις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή!!!
Στη δίκη αυτή της ανακοπής η τράπεζα ισχυρίζεται -ορθώς κατά την άποψή μου-, ότι δεδομένης της αποδεδειγμένης εμπειρίας που ο Χ διαθέτει ως δικηγόρος που ειδικεύεται σε ζητήματα κύρους των ΓΟΣ που περιέχονται σε τραπεζικές συμβάσεις, η άσκηση αυτή της ανακοπής με τους λόγους που ο Χ επικαλείται, αποβαίνει καταχρηστική καθώς ο ανωτέρω συναλλασσόμενος υπερβαίνει κατά πολύ το πρότυπο του μέσου δανειολήπτη και δεν είναι απαραίτητα το αδύνατο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής.
Ο δικηγόρος Χ αντιτείνει ότι ουσιαστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του ως καταναλωτή, δεν είναι η αποδεδειγμένη εμπειρία του σχετικά με το κύρος των ΓΟΣ που προσβάλει με την ανακοπή του ως άκυρους, αλλά η ερασιτεχνική ιδιότητά του ως αποδέκτη του αγαθού (καταναλωτικό δάνειο για την αγορά αυτοκινήτου) ως προς τη συγκεκριμένη και μόνο συναλλαγή!!! Περαιτέρω, ότι η σύμβαση που σύναψε με την τράπεζα προοριζόταν για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών του και μάλιστα σε ιδιωτικό επίπεδο (!!!) και άρα η σύμβαση αυτή εμπίπτει στις διατάξεις που τον προστατεύουν ως καταναλωτή (!!!) ως θεωρούμενο οικονομικά ασθενέστερο μέρος!!! Επικαλείται μάλιστα σχετική νομολογία του ΔΕΚ, ισχυριζόμενος ότι εννοιολογικός πυρήνας του χαρακτηρισμού του ως καταναλωτή, αποτελεί στην υπό κρίση περίπτωση η μη ικανοποίηση επαγγελματικών του αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης και όχι η ιδιότητά του ως ελεύθερου επαγγελματία ή η ιδιότητα του ως δικηγόρου εξειδικευμένου στο κύρος των περιλαμβανόμενων στην επίδικη σύμβαση πληττομένων ΓΟΣ και συνεπώς ότι ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και τον ίδιο, εφόσον αυτός συνάπτει συμβάσεις για τις ιδιωτικές του ανάγκες!!!!
Καταλήγοντας, ζητά από το δικαστήριο –προκλητικά κατά την άποψή μου-, να τον προστατεύσει ως ασθενέστερο συναλλασσόμενο (!!!) με το σκεπτικό ότι σύναψε την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων! Για τη διαπίστωση μάλιστα της συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης, ισχυρίζεται ότι δεν έχει σημασία η υποκειμενική του κατάσταση [λ.χ. ότι το επάγγελμα του είναι απολύτως σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση], αλλά ότι ΔΕΝ μπορεί να θεωρηθεί, κατ` αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗΣ!!!!
Έχω από τα παραπάνω την άποψη, ότι προκειμένου το δικαστήριο να κρίνει αν ο συμβαλλόμενος με σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό [αλληλόχρεο] λογαριασμό υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή και πρέπει να τύχει της προστασίας του ν. 2251/1994, θα πρέπει να σταθμιστεί η υποκειμενική του κατάσταση [λ.χ. αν το επάγγελμα του είναι σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση], και όχι, κατ` αντικειμενική κρίση, αν συμβάλλεται ως επαγγελματίας ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΗΣ. Κατόπιν τούτου φρονώ ότι πρέπει να σταθμιστεί, αν ο χρηματοδοτούμενος με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου δανειολήπτη ήτοι αν το ύψος της χρηματοδότησης είναι υψηλό σε σχέση με τον κοινό μέσο δανειολήπτη, αν αποδεικνύεται συστηματική ενασχόληση με προϊόντα πίστωσης και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας και υπερβαίνουσα τον μέσο όρο των καταναλωτών, αν διαθέτει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, γνώση και εμπειρία από συναλλαγές και προϊόντα τέτοιου τύπου, αν διαθέτει ειδικές γνώσεις της επιστήμης (νομικής, οικονομικής κλπ) που στη συγκεκριμένη συναλλαγή δεν τον καθιστούν ασθενέστερο συναλλασσόμενο κλπ.
Συνεπώς δεκτή φρονώ ότι πρέπει να γίνεται η ένσταση της Τράπεζας περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος αναφορικά με την εφαρμογή του ν. 2251/1994 αν από τα παραπάνω κριτήρια αποδεικνύεται ότι η υποκειμενική κατάσταση του χρηματοδοτούμενου με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό είναι κατ οποιονδήποτε τρόπο σχετική με τη συγκεκριμένη σύμβαση και τους ΓΟΣ που περιέχονται σε αυτή, ενώ σε αντίθετη περίπτωση, η ένταση καταχρηστικότητας που προβάλει η Τράπεζα έχω την αίσθηση ότι πρέπει να απορρίπτεται.
Επισημαίνεται επίσης, ότι σύμφωνα με τα παραπάνω κριτήρια, κρίθηκε με την 7169/2010 ΠΠΡ ΑΘ ότι για το ποσό ύψους περίπου 100.000 ευρώ με το οποίο χρεώθηκε ο τηρούμενος στην εναγομένη τράπεζα λογαριασμός και καταβλήθηκε από πελάτη της τράπεζας προκειμένου να αγορασθούν κτηθέντα από την τελευταία σύνθετα επενδυτικά προϊόντα που φέρουν τον χαρακτηρισμό «perpetual», ήτοι ομόλογα ατελεύτητης ή αόριστης διάρκειας, ο ενάγων, κατά την κρίση του Δικαστηρίου που εξέδωσε την ανωτέρω απόφαση, υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή και πρέπει να τύχει της προστασίας του ν. 2251/1994 καθώς δεν υπερβαίνει το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή δεδομένου ότι ούτε τα ποσά, τα οποία επένδυε, ήταν τόσο υψηλά, ούτε αποδεικνύεται συστηματική ενασχόληση με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, ούτε υπερβαίνουσα τον μέσο όρο των καταναλωτών με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνώση και εμπειρία από συναλλαγές τέτοιου είδους διέθετε, απορριπτόμενης της ενστάσεως της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος αναφορικά με την εφαρμογή του ν. 2251/1994 ως ουσία αβάσιμης.
Να σημειωθεί τέλος ότι εκκρεμεί στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η κρίση περί των ζητημάτων: α) αν η ιδιότητα του συμβληθέντος ως καταναλωτή κρίνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 4 Ν. 2251/1994 όπως ίσχυαν κατά το χρόνο επίκλησης της ιδιότητας αυτής με την άσκηση σχετικής αγωγής ή ανακοπής ή την προβολή ένστασης και β) αν, με βάση τις διατάξεις που θα κριθούν εφαρμοστέες, οι δανειολήπτες, οι οποίοι έχουν συμβληθεί με σκοπό την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, έχουν την ιδιότητα των καταναλωτών (βλ. ΑΠ 1332/2012 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, με την οποία παραπέμφθηκαν στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τα ανωτέρω ζητήματα ως ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, καθώς και για την ενότητα της νομολογίας).
Με μεγάλο επίσης ενδιαφέρον αναμένεται και η κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τους εγγυητές που έχουν συμβληθεί με σύμβαση εγγύησης σε συμβάσεις πίστωσης με σκοπό την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του πιστούχου, αν έχουν την ιδιότητα των καταναλωτών όταν οι ίδιοι δεν συμμετέχουν στις επαγγελματικές ή επιχειρηματικές δραστηριότητες του πιστούχου.
Νομίζω ότι το ερώτημα αυτό είναι δύσκολο να απαντηθεί τόσο εύκολα.Δηλαδή πιστεύω ότι πρέπει να εξετάζετε κάθε φορά το ασθενές μέρος στην σύμβαση με κριτήρια καθορισμένα όπως η ιδιότητά του{άλλη γνώση έχει ο δικηγόρος ή λογιστής άλλη γνώση ο καθηγητής,μικροέμπορος,ιδιωτικός υπάλληλος κτλ} σε συνδυασμό με άλλες συνθήκες σύναψης του δανείου όπως μήπως το πιστωτικό ίδρυμα επέλεξε μονομερώς ΄΄αλληλόχρεο λογαριασμό΄΄ ακριβώς για να μην υπάρχουν πλεονεκτήματα καταναλωτή;
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ εγγυητής γιατί να μην είναι αποδέκτης των υπηρεσιών της τράπεζας αφού χωρίς αυτόν δεν υπογράφεται η σύμβαση,ακόμα και με επίκληση του παρεπόμενου...
Είναι παράλογο να μην εξομοιώνεται ο εγγυητής με καταναλωτή ,εάν ο ίδιος δεν έχει εμπορική ιδιότητα και εγγυήθηκε με αυτή την πίστωση.Άλλωστε ως καθοριστικό κριτήριο ΠΡΕΠΕΙ να λαμβάνεται η ανισομέρεια διαπραγμάτευσης,οικονομική κατωτερότητα.
Ομοίως προς το ανωτέρω σχόλιο, είναι αρκετά ριψοκίνδυνο να μην προσδίδεται η ιδιότητα του καταναλωτή λόγω της γνώσης που έχει ο συναλλασσόμενος, ακόμη κι αν αυτή θεωρείται αποδεδειγμένη. Στο παράδειγμα που τέθηκε πχ με το Δικηγόρο, αυτός μπορεί σαφέστατα να γνωρίζει εκ των προτέρων την ακυρότητα ενός όρου ο οποίος όμως τίθεται επαναληπτικά σε όλες τις σχετικές φόρμες αιτήσεων για λήψη δανείου από τις τράπεζες. Μιας που οι αιτήσεις αυτές είναι προδιατυπωμένες και μη διαπραγματεύσιμες, καθίσταται ασθενές μέρος εκ του λόγου αυτού, όχι εκ της άγνοιας νόμου, η οποία εξάλλου δε συγχωρείται. Μπορεί συνεπώς να γνωρίζει σαφέστατα τις δεσμευτικές αποφάσεις που εκδίδονται από τις ενώσεις καταναλωτών, οι οποίες έχουν ως γνωστό ισχύ δεδικασμένου απέναντι σε όλους για το θέμα που εξετάστηκε, σημασία έχει αυτή η γνώση εάν μπορεί να εξαναγκάσει τον προμηθευτή του προϊόντος, εδώ τράπεζα, να αποδεχθεί, ήδη κατά την υπογραφή της σύμβασης, τα θεσπισθέντα. Η εμπειρία δείχνει πως όχι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο νόημα συνεπώς των διατάξεων του Ν. 2251/1994 δεν είναι κατά τη γνώμη μου "αφού ήξερες κατά το χρόνο που υπέγραφες τις αγοράζεις να μην το αγόραζες" αλλά το νόημα είναι η ρύθμιση των όρων που είναι προδιατυπωμένοι κυριαρχικά, χωρίς δυνατότητα παρέμβασης.
Διαφορετική περίπτωση φρονώ πως είναι όταν ακριβώς λόγω επαγγέλματος συναλλάσσεται κάποιος με προμηθευτή. Έτσι για παράδειγμα η συναλλαγή για μεταπώληση προϊόντος ή υπηρεσίας κλπ