Σελίδες

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ (ΑΝΤΙ) ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ.


Το βασικό ιστορικό, πολιτικό και – πρωτίστως – νομικό χαρακτηριστικό του τυπικού Συντάγματος είναι η αυξημένη τυπική ισχύς των διατάξεών του: η νομική υπεροχή του Συντάγματος απέναντι σε όλους τους άλλους κανόνες δικαίου, οι οποίοι συνθέτουν το «κοινό δίκαιο» και παράγονται με τον τρόπο που ορίζει το Σύνταγμα, δηλαδή από τα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα όργανα και κατά την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διαδικασία.
Το Σύνταγμα βέβαια δεν προβλέπει μόνο οργανωτικού χαρακτήρα ρυθμίσεις, που αφορούν τα όργανα και τη διαδικασία θέσπισης των υποδεέστερων κανόνων δικαίου. Επιβάλλει και ουσιαστικού χαρακτήρα ρυθμίσεις, οι οποίες αναφέρονται κατά βάση στην προστασία των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, στις ατομικές ελευθερίες και στα δικαιώματα ομαδικής δράσης, που, ακριβώς επειδή διασφαλίζονται στο επίπεδο του Συντάγματος, αντιτάσσονται προς όλα τα συντεταγμένα κρατικά όργανα και περιορίζουν τη δράση και τις επιλογές του κοινού νομοθέτη και της Διοίκησης, ενώ εφαρμόζονται κατά τρόπο άμεσο και υποχρεωτικό από το δικαστή, κάθε φορά που αυτός έρχεται σε επαφή με σχετικές διαφορές ή υποθέσεις. Διαμορφώνονται έτσι τα δύο βασικά νομικά προσόντα του Συντάγματος: Η νομική υπεροχή του απέναντι σε όλους τους άλλους κανόνες δικαίου και η άμεση εφαρμογή του από όλα τα κρατικά όργανα, χωρίς να είναι αναγκαία η μεσολάβηση του κοινού νομοθέτη (Ευάγγελος Β. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Ι, Κεφάλαιο Δ΄ - Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, σελ. 167).
Οι δύο βασικές όψεις της συνταγματικότητας είναι η τυπική συνταγματικότητα και η ουσιαστική συνταγματικότητα. Η τελευταία αναφέρεται στο ίδιο το κανονιστικό περιεχόμενο των διατάξεων του κοινού νόμου, το οποίο δεν πρέπει να είναι αντίθετο προς τις ουσιαστικές διατάξεις του Συντάγματος. Πρόκειται επομένως κατά κυριολεξία για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα – και όχι συνταγματικότητα – του νόμου. Ο έλεγχος της ουσιαστικής συνταγματικότητας είναι κατά νομική ακριβολογία έλεγχος μη αντίθεσης και όχι έλεγχος συμφωνίας. Στο πλαίσιο, λοιπόν, του κράτους δικαίου η δράση της Διοίκησης, καθώς οφείλει να κινείται εντός του νόμου και υπό το νόμο, οφείλει καταρχήν και κατά βάση να κινείται εντός του Συντάγματος και υπό το Σύνταγμα, το οποίο δεσμεύει απευθείας τη Διοίκηση, ακόμα και όταν δεν προβλέπεται η έκδοση νόμου ή δεν έχει εκδοθεί ο προβλεπόμενος νόμος (όπου παραπάνω, σελ. 168 - 170).
Εξάλλου, ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων οργανώνεται και ασκείται σε δύο μεγάλες φάσεις: πριν από τη δημοσίευση και τη θέση σε ισχύ του νόμου, οπότε και χαρακτηρίζεται προληπτικός και μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου, οπότε και χαρακτηρίζεται κατασταλτικός. Ο κατασταλτικός έλεγχος της συνταγματικότητας στην ελληνική έννομη τάξη ταυτίζεται με τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Στην Ελλάδα ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα η αρμοδιότητα των δικαστηρίων να προβαίνουν σε έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων που είναι κρίσιμοι για τις διαφορές ή τις υποθέσεις που άγονται ενώπιόν τους θεωρήθηκε ως αυτονόητη. Η αρμοδιότητα αυτή των ελληνικών δικαστηρίων θεμελιώθηκε ευθύς εξ αρχής στην αυξημένη τυπική ισχύ, δηλαδή στη νομική υπεροχή και προτεραιότητα των συνταγματικών διατάξεων έναντι όλων των διατάξεων της κοινής νομοθεσίας – τόσο των προγενέστερων όσο και των μεταγενέστερων του Συντάγματος – και στην άμεση εφαρμογή του Συντάγματος από το δικαστή, ο οποίος ενεργεί ως αποδέκτης των συνταγματικών επιταγών. Δευτερευόντως, ο δικαστικός έλεγχος θεμελιώθηκε στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών και θεωρήθηκε αναπόσπαστο τμήμα της ανεξάρτητης δικαιοδοτικής λειτουργίας (όπου παραπάνω, σελ. 171 - 173).   
 Περαιτέρω, σε διεθνές επίπεδο έχουν διαμορφωθεί δύο βασικά συστήματα δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων: α)  το συγκεντρωτικό σύστημα ελέγχου, που οργανώνει τη συνταγματική δικαιοσύνη ως ειδικό δικαιοδοτικό κλάδο και έχει στο επίκεντρό του ένα ειδικό Συνταγματικό Δικαστήριο και β) το σύστημα του διάχυτου ελέγχου, το οποίο όλα τα δικαστήρια, όλων των βαθμών και των δικαιοδοσιών, είναι αρμόδια να προβαίνουν σε δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων με αφορμή τις διάφορες υποθέσεις που ανήκουν στη δικαιοδοσία τους και για τις ανάγκες των υποθέσεων αυτών. Βέβαια, ο πραγματικός βαθμός διάχυσης του ελέγχου εξαρτάται από την έκταση του δεδικασμένου που παράγουν και την επιρροή που ασκούν στα κατώτερα ιδίως δικαστήρια οι αποφάσεις των ανωτέρων και κυρίως των ανωτάτων δικαστηρίων, όταν σε αυτές περιλαμβάνονται και ζητήματα σχετικά με τη συνταγματικότητα του νόμου (όπου παραπάνω, σελ. 171 - 173).
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τη βασική διάταξη του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Από τη διάταξη αυτή προκύπτουν τα τρία βασικά χαρακτηριστικά του ελέγχου: α) Ο έλεγχος είναι διάχυτος: Αυτό σημαίνει ότι αρμόδια για την άσκησή του είναι όλα τα δικαστήρια, όλων των βαθμών και όλων των κλάδων στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους. Εξαίρεση αποτελεί μόνο το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (εφεξής Α.Ε.Δ.), β) ο έλεγχος είναι επίσης παρεμπίπτων: Το ζήτημα της αντισυνταγματικότητας δεν είναι το κύριο αντικείμενο μιας ειδικής δίκης περί αντισυνταγματικότητας, αλλά τίθεται παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο μιας οποιασδήποτε δίκης ανοιχτής σε οποιοδήποτε δικαστήριο. Για το λόγο αυτό, το ζήτημα της συνταγματικότητας – με την εξαίρεση του Α.Ε.Δ. – δεν περιλαμβάνεται ποτέ στο διατακτικό της σχετικής απόφασης, αλλά παραμένει απλά και μόνο στο σκεπτικό της και γ) ο έλεγχος είναι συγκεκριμένος: Το χαρακτηριστικό αυτό είναι αφενός μεν δικονομικό, αφετέρου δε μεθοδολογικό. Ως δικονομικό χαρακτηριστικό σημαίνει ότι το κατά περίπτωση αρμόδιο δικαστήριο κρίνει τη συνταγματικότητα της κρίσιμης – και μόνο – διάταξης του νόμου, χωρίς να επεκτείνεται στο σύνολο του νόμου ή στην αρχή του νόμου. Άμεσο και βασικό αποτέλεσμα των τριών αυτών χαρακτηριστικών είναι ή έννομη συνέπεια του ελέγχου, η οποία περιορίζεται στον παραμερισμό της αντισυνταγματικής διάταξης, δηλαδή τη μη εφαρμογή της στη συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ κατά τα λοιπά η διάταξη εξακολουθεί να ισχύει. Από τη βασική αυτή αρχή αποκλίνει  - υπό όρους – μόνο το Α.Ε.Δ. Στα κοινά δικαστήρια – δηλαδή σε όλα εκτός από το Α.Ε.Δ. – το ζήτημα της συνταγματικότητας - που στην πράξη επικράτησε να ονομάζεται «ένσταση αντισυνταγματικότητας» είναι ένας νομικός ισχυρισμός, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από δικαστήριο σε οποιαδήποτε φάση και στάση της δίκης, ακόμη και αν τίθεται για πρώτη φορά στο δεύτερο βαθμό ή στην αναιρετική δίκη. Κατά την ίδια λογική ο κάθε διάδικος ή ο εισαγγελέας μπορεί να προβάλλει τον ισχυρισμό αυτό μέσα από τους δικονομικούς μηχανισμούς κάθε δικαιοδοτικού κλάδου σε κάθε στάση της πολιτικής, ποινικής ή διοικητικής δίκης και σε οποιονδήποτε βαθμό (όπου παραπάνω, σελ. 179 – 180 - 181). Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας έχει στο στόχαστρό του μόνο την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα του νόμου. Η εσωτερική τυπική συνταγματικότητα ελέγχεται μόνο κατά τη φάση του προληπτικού ελέγχου, που ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ενώ εκφεύγει του δικαστικού ελέγχου. Ο περιορισμός του δικαστικού ελέγχου μόνο στην ουσιαστική αντισυνταγματικότητα προβλέπεται ρητά στο άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, που κάνει λόγο για «περιεχόμενο» του νόμου, το οποίο είναι  - ενδεχομένως – αντίθετο προς το Σύνταγμα (όπου παραπάνω, σελ. 186).  
Επιπλέον, κατ’ άρθρο 19α παρ. 2 του Ν. 4015/2011, όπως η παρ. 2 του άρθρου 19α του Ν. 4015/2011 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 19 του Ν. 4224/2013: «2. Οι διατάξεις του άρθρου 115 του Ν. 2238/1994, του άρθρου 14 του Ν. 2523/1997, με εξαίρεση τις φορολογικές παραβάσεις της παραγράφου 1 του εδαφίου 4 του άρθρου αυτού, όπως ισχύουν, του άρθρου 55 του Ν. 2859/2000, καθώς επίσης και οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις νόμων, οι οποίες προβλέπουν ατομική και αλληλέγγυο ευθύνη φυσικών προσώπων με νομικό πρόσωπο ή προσωπική κράτηση ή διοικητικά μέτρα ή διοικητικές κυρώσεις ή ποινική ή αστική ευθύνη, για τη μη καταβολή φόρων, τελών, εισφορών, δασμών προς το Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. συμπεριλαμβανομένων των οργανισμών κυρίας και επικουρικής ασφάλισης, αναστέλλονται, τα δε επιβληθέντα αίρονται, για χρονικό διάστημα ενός έτους, για τους Προέδρους και τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων των Αγροτικών Συνεταιριστικών Οργανώσεων κάθε βαθμού (του Ν. 2810/ 2000, όπως ισχύει, συμπεριλαμβανομένων και των συνεταιριστικών εταιρειών ΑΕ του άρθρου 32 του ιδίου νόμου), καθώς και για τους Γενικούς Διευθυντές, τους Διευθυντές, τους Διαχειριστές, τους Γραμματείς, τους Ταμίες των Οργανώσεων αυτών, εφόσον διαρκεί η θητεία τους ή έχει καθ` οιονδήποτε τρόπο λήξει μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, με την προϋπόθεση ότι οι οργανώσεις αυτές συγχωνεύονται ή και μετατρέπονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού ή τίθενται σε καθεστώς εκκαθάρισης ή έχουν τεθεί σε εκκαθάριση με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εκκαθαρίσεως και αυτή δεν έχει περατωθεί. Για τα πρόσωπα της παραγράφου αυτής, χορηγείται φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα. Για το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται και όλες οι ποινικές υποθέσεις, που εκκρεμούν ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων, για τα προαναφερόμενα πρόσωπα και για τις ίδιες αιτίες. Η άνω διάταξη δεν έχει εφαρμογή για τις περιπτώσεις, που τα προαναφερόμενα πρόσωπα έχουν καταδικαστεί για αδικήματα από δόλο σε βάρος της περιουσίας όλων των προαναφερόμενων νομικών προσώπων. Η ανωτέρω προθεσμία μπορεί να παραταθεί για χρονικό διάστημα ενός έτους με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο χρόνος της ανωτέρω αναστολής δεν συνυπολογίζεται στο χρόνο κάθε είδους αστικής ή ποινικής παραγραφής τυχόν αδικημάτων, παραβάσεων και απαιτήσεων του Δημοσίου. Η αναστολή εκτέλεσης ισχύει και για κατασχέσεις απαιτήσεων των ως άνω φυσικών προσώπων, που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων».
 Με αφορμή αφενός μεν το με αριθμό 191/2013 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας (Ποιν.Χρ. ΞΓ, Οκτώβριος 2013, Τεύχος 8, σελ. 618 - 619), αφετέρου δε το με αριθμό 1/2014 Βούλευμα του Συμβουλίου της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, δια του οποίου νομολογήθηκε ότι η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 2 εδ. θ του Ν. 3943/2011 εφαρμόζεται ακόμα και για εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις, καθίσταται αν μη τι άλλο παράδοξο να δεχθούμε την συνταγματικότητα του άρθρου 19α παρ. 2 του Ν. 4015/2011, όταν ασκείται ποινική δίωξη σε βάρος απλών πολιτών για χρέος προς το Δημόσιο που υπερβαίνει μόλις το ποσό των 5.000 ευρώ (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990) ή για μη απόδοση σε ετήσια βάση Φ.Π.Α. από το πρώτο ευρώ χρέους (άρθρο 18 παρ. 1 εδ.α΄ του Ν. 2523/1997). Μάλιστα, η αιτιολογική έκθεση του Ν. 4015/2011 που μνημονεύεται και στο προεκτεθέν με αριθμό 191/2013 Βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας και η οποία αναφέρει για το άρθρο 19α παρ. 2 του Ν. 4015/2011 ότι «η προτεινόμενη διάταξη κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να ανασταλούν οι αστικές και ποινικές διώξεις και τα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας των φυσικών προσώπων που διετέλεσαν μέλη Δ.Σ. που ανέλαβαν τη διαχείριση των ΑΣ, ΕΑΣ, ΚΑΣΟ, ΚΕΣΕ και ΣΕ ή εξακολουθούν να την ασκούν, με παρότρυνση όλων των ενδιαφερομένων, διώξεις που ασκούνται για πράξεις των Οργανώσεών τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 115 περί ευθύνης διοικούντων νομικά πρόσωπα του Ν. 2338/1994, τις διατάξεις του Ν. 2523/1997, του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 και όσων άλλων διατάξεων καθιερώνουν ατομική και αλληλέγγυο ευθύνη φυσικών προσώπων με νομικά πρόσωπα και που επιφέρουν μεταξύ των άλλων την επιβολή ποινικών κυρώσεων και τη δέσμευση ή κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων των φυσικών προσώπων», παρέχει περισσότερα επιχειρήματα υπέρ της κήρυξης της αντισυνταγματικότητας της προεκτεθείσας διάταξης παρά αιτιολογεί την συνταγματική αυτή παρέκκλιση, ενώ και ο ως άνω νόμος συνολικά μάλλον εγείρει σοβαρές υπόνοιες για μία ακόμη περίπτωση ανεπίτρεπτης κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο κρατικής ενίσχυσης (βλ. έκθεση επί του νομοσχεδίου της Α΄ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ - ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΝΟΜΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ).
Εισέτι, κατ’ άρθρο 97 παρ. 4 του Ν. 4139/2013: «Όσοι κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχουν καταδικαστεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης για εγκλήματα που προβλέπονται στον παρόντα Κώδικα (εννοεί το νόμο με αριθμό 4139/2013 (ΦΕΚ Α' 74/20/03/2013) «περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις» - η σημείωση δική μας) απολύονται υφ` όρον αν έχουν συμπληρώσει το 1/3 πραγματικής έκτισης της ποινής που τους επιβλήθηκε. Την απόλυση τους διατάσσει ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής», ενώ κατά τα γενικώς ισχύοντα σύμφωνα με το άρθρο 105 παρ. 1 του Π.Κ. για τους λοιπούς «κοινούς θνητούς» καταδικασθέντες ισχύει ότι: «Όσοι καταδικάσθηκαν σε ποινή στερητική της ελευθερίας μπορούν να απολυθούν υπό τον όρο της ανάκλησης σύμφωνα με τις πιο κάτω διατάξεις και εφόσον έχουν εκτίσει : α) … β) προκειμένου για πρόσκαιρη Κάθειρξη, τα τρία πέμπτα της ποινής τους». Η επίμαχη ρύθμιση θυμίζει εν μέρει τις περιλαμβανόμενες στους διάφορους νόμους για την «αποσυμφόρηση των φυλακών», όπως ενδεικτικά ο Ν. 4043/2012. Ωστόσο, διαφοροποιείται από αυτές τόσο κατά την αιτιολόγησή της όσο και κατά το κριτήριο εφαρμογής της. Συγκεκριμένα, οι μεν νόμοι για την αποσυμφόρηση των φυλακών έχουν ως σκοπό ακριβώς την αποσυμφόρηση αυτή και την επιτάχυνση της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, ενώ η συγκεκριμένη διάταξη έχει ως σκοπό τη μετρίαση της σωφρονιστικής μεταχείρισης όσων καταδικάστηκαν υπό το καθεστώς των προηγούμενων, αυστηρότερων σε κάποια σημεία, νόμων για τα ναρκωτικά. Εξάλλου, οι διατάξεις για την απόλυση υπό όρο των νόμων για την αποσυμφόρηση των φυλακών εφαρμόζονται με βάση το είδος και το ύψος των επιβληθεισών ποινών και μόνο κατ’ εξαίρεση έχει σημασία το είδος του εγκλήματος. Αντιθέτως, η επίμαχη διάταξη εφαρμόζεται αποκλειστικά στην περίπτωση της επιβολής ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης για εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών. Εν προκειμένω, με την επίμαχη ρύθμιση εισάγεται μια ευνοϊκή διάκριση για συγκεκριμένη κατηγορία καταδικασθέντων, ήτοι για αυτούς οι οποίοι έχουν καταδικαστεί σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης για εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών, βάσει των προϊσχυσάντων νόμων. Η διαφοροποίηση αυτή, σε σχέση με τους καταδικασθέντες για άλλα εγκλήματα ίδιας απαξίας (κακουργήματα απειλούμενα με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης), επιχειρείται να δικαιολογηθεί με την πιθανολόγηση ότι υπό την ισχύ του νέου νόμου η αντιμετώπισή τους θα ήταν ελαφρύτερη, θέση η οποία αφενός μεν δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφοροποίηση στην ποινική μεταχείριση του συνόλου των καταδικασθέντων για εγκλήματα διακίνησης ναρκωτικών, στους οποίους θα εφαρμοστεί η επίμαχη υφ’ όρον απόλυση, αφετέρου δε συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής, καθώς ουσιαστικά αμφισβητείται η ορθότητα των δικαστικών κρίσεων σε αυτές τις περιπτώσεις (Για την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 97 παρ. 4 του Ν. 4139/2013 βλ. αναλυτικά κ. Εισαγγελέα Εφετών Ευάγγελο Κ. Ζαχαρή, «Η διάταξη του άρθρου 97 παρ. 4 του Ν. 4139/2013 και το Σύνταγμα», Ποιν.Χρ. ΞΓ, Μάιος 2013, Τεύχος 5, σελ. 399 – 400).
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω προκύπτει, κατά τη γνώμη μας, ότι οι ανωτέρω νομοθετικές διατάξεις (άρθρο 19α παρ. 2 του Ν. 4015/2011 και 97 παρ. 4 του Ν. 4139/2013) παραβιάζουν ευθέως άρθρα του Συντάγματος όπως το άρθρο 4 παρ. 1 (Ισότητα των Ελλήνων), τα άρθρο 26 (Διάκριση των εξουσιών) και 87 παρ. 1 - 2 (Ανεξαρτησία των δικαστών), αλλά και το άρθρο 47 παρ. 4 (Χάρη και αμνηστία - απαγόρευση αμνηστίας επί κοινών εγκλημάτων, έστω και δια νόμου) και καθίσταται ανάγκη τα ποινικά μας Δικαστήρια και οι Λειτουργοί τους (Δικαστές και Εισαγγελείς), ακόμα και του πρώτου βαθμού (δεδομένης της ύπαρξης στην ελληνική έννομη τάξη του διάχυτου (κατασταλτικού) δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα), να προβούν σε κατασταλτικό έλεγχο της συνταγματικότητας των προαναφερθέντων νόμων, γεγονός που άλλωστε αποτελεί και υποχρέωσή τους δυνάμει του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος.
                                                                  Αθήνα, 25 – 02 - 2014
                                                                                  
                                                             ΙΩΑΝΝΗΣ Π. ΠΙΕΡΡΟΣ

                                                   ΑΝΤΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ

3 σχόλια:

  1. Συγχαρητήρια κ.συνάδελφε!! Το υψηλό δικαστικό σας φρόνημα, η νομική σας κατάρτιση, οι κοινωνικές σας ευαισθησίες και η συναδελφικότητα είναι στοιχεία που τα βιώνουμε καθημερινά όσοι έχουμε την τύχη να συνυπηρετούμε μαζί σας...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ