ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΚΟΙΝΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΜΑ: «Ανταλλαγή απόψεων σχετικά με το υπό ψήφιση σχέδιο του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και τη διατύπωση προτάσεων και παρατηρήσεων επί των σχετικών ρυθμίσεων.»
Στη Θεσσαλονίκη σήμερα 2-5-2014, ημέρα Παρασκευή και ώρα 11.00’ στην αίθουσα 232 των Δικαστών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, μετά από κοινή πρόσκληση των Προέδρων του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Άννας Μιχαλοπούλου, Προέδρου Εφετών, και Παναγιώτη Παυλίδη, Εφέτη, αντίστοιχα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 και 4 του Ν. 1756/1988 (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), για την ανταλλαγή απόψεωνκαι διατύπωση προτάσεων σχετικά με το υπό ψήφιση σχέδιο του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, συγκεντρώθηκαν οι δικαστικοί λειτουργοί που υπηρετούν στο Εφετείο και στο Πρωτοδικείο της Θεσσαλονίκης αλλά και εκπρόσωποι του Δ..Σ.Θ. προκειμένου να διατυπώσουν τις απόψεις τους. Τον συντονισμό της συζήτησης ανέλαβε το μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, Ευδοξία Κιουπτσίδου – Στρατουδάκη, Εφέτης, η οποία ζήτησε από όσους επιθυμούν να αναπτύξουν προφορικά τις απόψεις τους και να τις υποβάλουν και εγγράφως.
Αρχικώς, το λόγο πήρε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης, Παναγιώτης Παυλίδης, Εφέτης, ο οποίος «ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ» ανέφερε εισαγωγικά τα εξής:
Με το υπό ψήφιση σχέδιο νόμου καταργούνται 20 διατάξεις, αντικαθίστανται ή τροποποιούνται 128 και προστίθενται 8 άρθρα. Επιχειρείται δηλαδή η αλλαγή 156 διατάξεων επί συνόλου 1054 άρθρων της Πολιτικής Δικονομίας.
Ανακύπτει λοιπόν εύλογα το ερώτημα, αρκεί ο αριθμός των ως άνω τροποποιούμενων διατάξεων, σε συνάρτηση βεβαίως με το εύρος, το ουσιαστικό περιεχόμενο και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων ρυθμίσεων, ώστε να προσδώσει στην προωθούμενη νομοθετική παρέμβαση τον χαρακτήρα σχεδίου ενός «νέου» Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ;
Για να τοποθετηθεί κανείς σ’ αυτό το ερώτημα φοβούμαι ότι πρέπει να ανατρέξει σε αυτονόητες θεωρητικές – δογματικές παραδοχές και ιστορικές – διαχρονικές αναλύσεις, φωτισμένες αναπόφευκτα από τα δικαιοπολιτικά τους συμφραζόμενα.
Επιγραμματικά συνεπώς, αν πολιτική δικονομία είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την οργάνωση και την απονομή της δικαιοσύνης στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου, τότε τυχόν επιμέρους αλλαγές, επιλεκτικές διαφοροποιήσεις και καθιερούμενες αποκλίσεις στον τρόπο, τη μορφή ή την προθεσμία άσκησης των ενδίκων βοηθημάτων ή ενδίκων μέσων ή της επίδοσης των δικογράφων ή της αρμοδιότητας εκδίκασης κάποιων υποθέσεων ή της διαδικασίας συζήτησης ορισμένου είδους διαφορών ή της εκτέλεσης των σχετικών αποφάσεων, δεν θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ένας «νέος» Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, αφού στην αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε κατά λογική αναγκαιότητα να θεωρηθεί ότι στη χώρα μας από το έτος 2001 και εντεύθεν ψηφίστηκαν και ίσχυσαν με ισάριθμους νόμους 5 «νέοι» Κώδικες Πολιτικής Δικονομίας.
Ποιοι λόγοι, ωστόσο, επέβαλαν τούτες τις αλλεπάλληλες αλλαγές ;
Κατά γενική ομολογία ένας και μόνο : Η ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης.
Ας δούμε λοιπόν που οδήγησαν κατ’ αποτέλεσμα οι προαναφερθείσες μεταβολές.
Με βάση τα επίσημα στατιστικά στοιχεία του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά τη χρονική περίοδο από 1/1/2013 μέχρι και 31/12/2013 εισήχθησαν στο Πρωτοδικείο 32.232 πολιτικές υποθέσεις, ενώ περαιώθηκαν με την έκδοση σχετικών αποφάσεων 30.220 υποθέσεις και καταργήθηκε ή δίκη ή ματαιώθηκε η συζήτηση 6.969 υποθέσεων. Εκδικάσθηκαν δηλαδή και εκδόθηκαν επί αυτών αποφάσεις ή ματαιώθηκαν 4.957 υποθέσεις περισσότερες από τις εισαχθείσες κατά την ίδια περίοδο, γεγονός που αποδεικνύει ότι, τουλάχιστον το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, θα μπορούσε να διεκπεραιώσει το σύνολο των εισαγομένων σ’ αυτό υποθέσεων εντός ενός έτους.
Τούτο επιβεβαιώνεται από τους χρόνους προσδιορισμού προς εκδίκαση των υποθέσεων που κατά μέσο όρο κυμαίνονται, για μεν την τακτική διαδικασία σε 4 έως 8 μήνες, για δε τις ειδικές διαδικασίες από 2 έως 7 μήνες, ενώ τα ασφαλιστικά μέτρα προσδιορίζονται σε 1 έως 3 μήνες, με κατά προτίμηση εκδίκαση των υποθέσεων που επείγουν ή για τις οποίες έχει εκδοθεί προσωρινή διαταγή σε ποσοστό που υπερβαίνει το 25% των υποθέσεων, χωρίς βεβαίως να αποκλείονται υπερβάσεις, οι οποίες όμως κατά τεκμήριο οφείλονται είτε σε προϋπάρχουσες εκκρεμείς υποθέσεις (stock of cases) είτε σε αδράνεια ή αδυναμία του συστήματος να ενσωματώσει τις αλλεπάλληλες αλλαγές.
Η εικόνα αυτή ασφαλώς δεν απηχεί μια γενικευμένη κατάσταση, αλλά ακόμη και στην αποσπασματική της διάσταση που αφορά στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, επιτρέπει σαφώς τη συναγωγή, κατόπιν σχετικής επεξεργασίας, χρήσιμων συμπερασμάτων, αφενός μεν ως προς τα θετικά της στοιχεία, από τα οποία θα μπορούσαμε να αντλήσουμε γενικά εφαρμοστέες λύσεις, αφετέρου δε ως προς τις ελλείψεις ή αδυναμίες για τις οποίες θα πρέπει να υιοθετηθούν άμεσα βελτιωτικές προτάσεις.
Ως τέτοιες προτάσεις εξορθολογισμού του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης θα ήταν δυνατό να τεθούν ενδεχομένως προς περαιτέρω συζήτηση :
α) Η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστικών υπηρεσιών της χώρας, αφού είναι αδιανόητο κάποιοι δικαστές να εκδίδουν περί τις 100 ή και λιγότερες αποφάσεις το χρόνο και άλλοι δικαστές του ίδιου βαθμού να φθάνουν τις 250 ή 300 και πλέον αποφάσεις ετησίως.
β) Η διαρκής εξύψωση του επιπέδου επιστημονικής κατάρτισης και υπηρεσιακής απόδοσης των δικαστών με προσανατολισμό την πλήρη και απόλυτη εξειδίκευσή τους σε επιμέρους κλάδους δικαίου και αντίστοιχη κατανομή τους σε «Ειδικά Τμήματα Δικαστηρίων» ή και «Ειδικά Δικαστήρια» (δηλαδή δικαστήρια ειδικών κατηγοριών υποθέσεων, όπως λ.χ. οικογενειακών, εμπορικών, κτηματολογικών, τραπεζικών συναλλαγών, πιστωτικών τίτλων κ.ο.κ), που θεωρώ ως καθοριστικό παράγοντα ποιοτικής αναβάθμισης και ταχείας διεκπεραίωσης του δικαιοδοτικού έργου. και
γ) Η αποσυμφόρηση της δικαστικής ύλης, που εκτρέφει τον πληθωρισμό των δικαστικών αποφάσεων με επακόλουθο την ελάττωση της εσωτερικής τους αξίας, η οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί με την υιοθέτηση διαδικαστικών λύσεων, όπως :
- Η επέκταση του τεκμηρίου ομολογίας επί ερημοδικίας σε κάθε περίπτωση και για όλες τις διαδικασίες, καθόσον τούτο ανταποκρίνεται προς τη θεμελιώδη αρχή της διαθέσεως των διαδίκων, η οποία κατοχυρώνεται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από την ΕΣΔΑ και επιβάλλει την παροχή δικαστικής προστασίας μόνον αν ζητείται, στην έκταση που ζητείται και εφόσον εξακολουθεί να ζητείται από τους διαδίκους.
- Η αναμόρφωση των διατάξεων περί δεδικασμένου με πρόβλεψη επέκτασης της ισχύος του σε όλες τις δικαιοδοσίες και διαδικασίες, ώστε αφενός μεν να εμπεδωθεί η ενότητα εφαρμογής του δικαίου, αφετέρου δε να επιτευχθεί η αναστολή λόγω εκκρεμοδικίας πολλαπλών δικών, η οποία (αναστολή της διαδικασίας) σε περίπτωση συρροής νόμων ή αξιώσεων θα μπορούσε, ύστερα από επιλογή της βάσης της απαίτησης ή της μορφής και του είδους του ενδίκου βοηθήματος από τον δικαιούχο, να καταστεί υποχρεωτική, μέχρι και την ευδοκίμηση ή άκαρπη εκτέλεση της σχετικής απόφασης, για κάθε περαιτέρω δικαστική προσφυγή του ιδίου διαδίκου.
- Η διεύρυνση της δυνατότητας έκδοσης εκτελεστών τίτλων υπό μορφή διαταγών πληρωμής για μη αμφισβητούμενες αστικές και εμπορικές χρηματικές αξιώσεις με την αξιοποίηση και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ηςΔεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής.
- Η καθιέρωση πράξεων ή διατάξεων για υποθέσεις αμιγώς διοικητικού χαρακτήρα, όπως επιχειρήθηκε με επιμέρους ρυθμίσεις για την αναγνώριση των σωματείων, τη δημοσίευση διαθηκών και την έκδοση κληρονομητηρίων, με την αντικατάσταση των άρθρων 81, 1769, 1774 του ΑΚ και 787, 807, 808 και 819 του ΚΠολΔ από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 3 και 6 και 17 παρ. 14, 16, 17 και 23 του Ν. 4055/2012.
- Η προσαρμογή της αιτιολογίας των αποφάσεων στις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας επί υποθέσεων στις οποίες οι αποφάσεις των δικαστηρίων αναγνωρίζονται ισόκυρες με πράξεις διοικητικών αρχών, όπως στις περιπτώσεις του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2003, για τη διεθνή αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας (άρθρο 2 παρ. 1-2), του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 4/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ηςΔεκεμβρίου 2008, για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής (άρθρο 2 παρ. 1-2) και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1259/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ηςΔεκεμβρίου 2010, για τη θέσπιση ενισχυμένης συνεργασίας στον τομέα του δικαίου που είναι εφαρμοστέο στο διαζύγιο και τον δικαστικό χωρισμό (άρθρο 3 παρ. 2).
- Η υιοθέτηση και στο πεδίο της πολιτικής δίκης, κατ’ αντιστοιχία με τη ρύθμιση του άρθρου 142 παρ. 2-6 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, της σύνταξης αποσπάσματος σε υποθέσεις ήσσονος σημασίας ή αποδοχής του αποτελέσματος και καθαρογραφής της απόφασης μόνον υπό την προϋπόθεση ύπαρξης εννόμου συμφέροντος ή για την άσκηση ενδίκου μέσου.
- Η εξέταση της δυνατότητας, σε περίπτωση αναθεώρησης του Συντάγματος, για την πρόσληψη ενδεχομένως δικαστών ορισμένου χρόνου και για συγκεκριμένο έργο που θα αφορά τη διεκπεραίωση χρονιζουσών εκκρεμών υποθέσεων (stock of cases).
Ανεξάρτητα όμως από τα προαναφερόμενα, σε κάθε περαιτέρω φάση ή στάδιο εξέλιξης των παρεμβάσεων, σκόπιμες φρονώ ότι θα ήταν στοχευμένες βελτιώσεις του ισχύοντος συστήματος, μετά από εμπεριστατωμένη μελέτη και ανάλυση τυχόν δυσλειτουργιών, διαβούλευση και αξιολόγηση των εκάστοτε προτεινομένων λύσεων και εμπεριστατωμένη πρόβλεψη και αποτίμηση των επιπτώσεών τους.
Στα πλαίσια αυτά, θα πρέπει νομίζω να δοθεί άμεσα ο λόγος στους Εισηγητές και όσους εκ των συναδέλφων επιθυμούν να τοποθετηθούν επί των ζητημάτων που ανακύπτουν από το υπό ψήφιση σχέδιο νόμου.
Τελειώνοντας την προφορική εισήγησή του ο Εφέτης Παναγιώτης Παυλίδης κατέθεσε και έγγραφο υπόμνημα.
Ακολούθως, η διευθύνουσα τη συζήτηση Εφέτης Ευδοξία Κιουπτσίδου- Στρατουδάκη, έδωσε το λόγο στον Πρωτοδίκη Πέτρο Αλικάκο, ο οποίος σχετικά με τα ΚΕΦΑΛΑΙΑ Α’ έως Ζ’ του ΠΡΩΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (άρθρα 1 έως 51 ΚΠολΔ) ανέφερε τα εξής:
1. Σύμφωνα με το νέο άρθρο 14 παρ. 1 περ. α΄ στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων υπάγονται: όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ. Ενώ σύμφωνα με την περ. β΄ υπάγονται στο ειρηνοδικείο όλες οι διαφορές, κύριες ή παρεπόμενες, από σύμβαση μίσθωσης, καθώς και οι διαφορές του άρθρου 601 του Αστικού Κώδικα, εφόσον σε όλες τις περιπτώσεις αυτές το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα δεν υπερβαίνει τα τετρακόσια (400) ευρώ.
Η διάταξη θεσπίζει τη μείωση της υλικής αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων σε σχέση με τα ισχύοντα (20.000 ευρώ και 600 ευρώ αντίστοιχα). Θεωρούμε ότι η μείωση αυτή κινείται στη σωστή κατεύθυνση, διότι αφενός η αξία των αγαθών και των περιουσιακών στοιχείων έχει μειωθεί και αφετέρου τα πινάκια των Ειρηνοδικείων τα τελευταία έτη έχουν υπερκορεσθεί με τις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας και ιδίως με τις υποθέσεις του ν. 3869/2010 (ρύθμιση οφειλών των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων).
Αντίστοιχα προβλέπεται μείωση της υλικής αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου (14 παρ. 2), η οποία θα κυμαίνεται πλέον για ύψος χρηματικής διαφοράς από 15.000 έως 150.000 ευρώ, από 20.000 έως 250.000 ευρώ που ισχύει σήμερα.
2. Η διατύπωση του άρθρου 17 εναρμονίζεται πλέον με τις αλλαγές στις ειδικές διαδικασίες και έτσι κατά το άρθρο αυτό: Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται πάντοτε: 1) οι διαφορές που αφορούν το διαζύγιο, την ακύρωση του γάμου, την αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του γάμου, τις σχέσεις των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, οι οποίες πηγάζουν από αυτόν, καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592, 2) οι διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 παρ. 3, καθώς και εκείνες που αφορούν τη ρύθμιση της οικογενειακής στέγης και την κατανομή των κινητών μεταξύ των συζύγων σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης (σ.σ. βλ. όμως και νέα άρθρα 610 επ. ΚΠολΔ), 3) οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας, καθώς και οι διαφορές ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ` ορόφους και στους ιδιοκτήτες ορόφων και διαμερισμάτων και 4) οι διαφορές που αφορούν την ακύρωση αποφάσεων της γενικής συνέλευσης σωματείων ή συνεταιρισμών.
Ως προς την περ. 3 του άρθρου 17 ΚΠολΔ θα μπορούσε να επισημανθεί ότι αγωγές ή διαταγές πληρωμής που αφορούν καταβολή κοινόχρηστων δαπανών ελάχιστων δεκάδων ή εκατοντάδων ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή πρέπει να υποβληθούν στο Μονομελές Πρωτοδικείο. Έτσιαγωγή για καταβολή κοινόχρηστων δαπανών π.χ. 200 ευρώ, θα πρέπει να υποβληθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο, όπου τα έξοδα δικηγορικής αμοιβής ανέρχονται σε 268 ευρώ + 23% ΦΠΑ. Θεωρούμε ότι θα πρέπει να προστεθεί περίπτωση 14 στο άρθρο 15, ώστε ειδικά οι διαφορές από κοινόχρηστες δαπάνες μεταξύ ιδιοκτητών ορόφων ή διαμερισμάτων καθώς και οι διαφορές ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ` ορόφους και στους ιδιοκτήτες ορόφων και διαμερισμάτων από την ίδια αιτία, να υπαχθούν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου (ασχέτως ποσού), ενόψει και της γενικότερης ρύθμισης της περ. 3 του άρθρου 15 ΚΠολΔ να κρίνει το ειρηνοδικείο, ανεξάρτητα από την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, υποθέσεις που προκύπτουν από διαφορές σε σχέση με αστικά ακίνητα.
3. Στο νέο σχέδιο καταργείται η διάταξη του άρθρου 17Α, σύμφωνα με το οποίο οι εφέσεις κατά των ειρηνοδικείων υπάγονται στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων, συγκροτούμενα από ένα πρόεδρο πρωτοδικών ή ένα πρωτοδίκη με πενταετή θητεία ή αν δεν επαρκεί ο αριθμός των πρωτοδικών από τον αρχαιότερο πρωτοδίκη. Επαναφέρεται έτσι το καθεστώς που ίσχυε πριν το ν. 3994/2011 και πλέον οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων. Κατά την άποψή μας η ως άνω επαναφορά δεν εξυπηρετεί την απαίτηση για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω της πολυπλοκότερης διαδικασίας που υφίσταται σε πολυμελείς συνθέσεις (προδιάσκεψη, διάσκεψη, εισήγηση, σχέδιο, διορθώσεις, θεώρηση), ενώ πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι με το νέο σχέδιο ΚΠολΔ το ειρηνοδικείο θα κληθεί να εκδικάσει υποθέσεις μειωμένης υλικής αξίας, ήτοι έως 15.000 ευρώ.
4. Με το άρθρο 19 καταργούνται τα μονομελή εφετεία και πλέον οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων, όπως ίσχυε πάντοτε για τις εφέσεις κατά των αποφάσεων των πολυμελών πρωτοδικείων, θα υπάγονται στην αρμοδιότητα των εφετείων με τριμελή σύνθεση, όπως ίσχυε και πριν το ν. 3994/2011.
Θεωρούμε ότι η θέσπιση του Μονομελούς Εφετείου ήταν μέτρο που αναμφίβολα συνέβαλε στην επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης, ενόψει του ότι για τις υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητά του περιορίζονται τα στάδια που απαιτούνται για την έκδοση αντίστοιχης αποφάσεως, έναντι των υπαγομένων στο Τριμελές Εφετείο. Επίσης, είναι δεδομένη η ποιότητα της δικαιοδοτικής κρίσης του εν λόγω Μονομελούς Δικαστηρίου, αφού αυτή διασφαλίζεται σε σημαντικό βαθμό, ενόψει του ότι προέρχεται από ανώτερο Δικαστή (Πρόεδρο Εφετών ή Εφέτη). Μάλιστα, η τελευταία άποψη ενισχύεται από το ότι σημαντικός αριθμός αποφάσεων του Μονομελούς Εφετείου, ήδη, έχει δημοσιευθεί στο νομικό τύπο συμβάλλοντας θετικά στη διάπλαση της νομολογίας. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι στις υποθέσεις που εκδικάζονται με την εφαρμογή ειδικής διαδικασίας (όχι τακτικής), σε κάθε περίπτωση, προσήκει η δικαιοδοτική λειτουργία του Μονομελούς Εφετείου, ενόψει του ότι με τις δικονομικές διατάξεις, που αφορούν τις τελευταίες υποθέσεις, επιδιώκεται η περαιτέρω επίσπευση της διαδικασίας έκδοσης σχετικής αποφάσεως, στην οποία, κατά τα προεκτεθέντα, συμβάλλει η μονομελής σύνθεση του Δικαστηρίου. Έτσι, η κατάργηση του Μονομελούς Εφετείου πιστεύουμε ότι θα επιδράσει αρνητικά στην επιτάχυνση απονομής της δικαιοσύνης, που αποτελεί το κυρίως ζητούμενο σε κάθε σύγχρονη δικονομική μεταρρύθμιση, χωρίς να θεραπεύει τυχόν άλλα δυσμενή φαινόμενα αυτής.
5. Περιττή η διάταξη του άρθρου 39Α, αφού και στο άρθρο 593 παρ. 2 αναφέρεται ότι αγωγή διατροφής κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 592 μπορεί να εισαχθεί και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η κατοικία του ενάγοντος, διατύπωση που επαναλαμβάνεται στο άρθρο 39Α ΚΠολΔ.
Κατόπιν ζητήθηκε και δόθηκε ο λόγος στην Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντία Εμμανουηλίδου, η οποία ανέφερε τα εξής:
«Η μείωση της υλικής αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων σε βάρος ης αντίστοιχης των Πρωτοδικείων, δεν είναι ορθή αν ληφθεί υπόψη ότι έχουν αυξηθεί οι θέσεις των Ειρηνοδικών. Ακολούθως, η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν χρειάζεται αλλαγή και ως εκ τούτου η αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων πρέπει να παραμείνει ως έχει.»
Αμέσως μετά ζητήθηκε και δόθηκε ο λόγος στον εφέτη Χρήστο Νάστα, ο οποίος ανέφερε τα εξής: «Αναφορικά με την κατάργηση των Μονομελών Εφετείων και την επαναφορά του Πολυμελούς Δικαστηρίου, πρέπει να επισημανθεί ότι έως τώρα είναι σαφές ότι έχει μειωθεί ο χρόνος έκδοσης των αποφάσεων από τα Μονομελή Δικαστήρια, ενώ επιχειρείται η κατάργησή τους χωρίς να έχει δοκιμαστεί ουσιαστικά στην πράξη η αποτελεσματικότητά τους. Καλό θα ήταν να διατηρηθεί ως έχει η αρμοδιότητα των Μονομελών Εφετείων»
Επίσης δόθηκε ο λόγος στην Πρόεδρο Πρωτοδικών Πασχαλίνα - Καλλιόπη Σταμάτη η οποία παρατήρησε τα εξής: «Ίσως θα έπρεπε να προβλεφθεί και να τεθεί ένα χρηματικό όριο που θα προσδιορίζει το εκκλητό των αποφάσεων, ώστε να μην ασκούνται εφέσεις με μοναδικό σκοπό την παρέλκυση της διαδικασίας, Έμμεσα, ίσως, θα μπορούσε αποτραπεί η άσκηση παρελκυστικών εφέσεων, με την αύξηση του ποσού των μικροδιαφορών, καθώς οι αποφάσεις που εκδίδονται με αυτή τη διαδικασία δεν είναι δεκτικές εφέσεως»
Τελειώνοντας την προφορική του εισήγηση ο Πρωτοδίκης, Πέτρος Αλικάκος κατέθεσε και έγγραφο υπόμνημα.
Αμέσως μετά, η Διευθύνουσα τη συζήτηση έδωσε το λόγο στην Πρωτοδίκη Φωτεινή Λιάρα, η οποία σχετικά με τα ΚΕΦΑΛΑΙΑ Η’ έως ΙΒ’ του ΠΡΩΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (άρθρα 52 έως 105 ΚΠολΔ)ανέφερε τα εξής:
Κατά το άρθρο 79 παρ.1 του Νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας «Αν ο τρίτος αντιποιείται ολόκληρο ή ένα μέρος από το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμεί ανάμεσα σε άλλους, έχει δικαίωμα να παρέμβει κυρίως». Με την εν λόγω διάταξη του Νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας καταργείται η υφιστάμενη μέχρι σήμερα δυνατότητα άσκησης κύριας παρέμβασης για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Η δυνατότητα αυτή αποτελούσε και αποτελεί μία σημαντική εξαίρεση στην αρχή της μη υπερβάσεως του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρο 12 παρ.2 ΚΠοΔ), και κατ΄ ουσίαν αναγνώριση εκ μέρους του νομοθέτη προβαδίσματος στις ανάγκες που θεραπεύει η κύρια παρέμβαση. Ειδικότερα, καθόσον σκοπός της κύριας παρέμβασης είναι πρωτίστως η οικονομία της δίκης και κατά δεύτερο λόγο η αποφυγή αντιφατικών αποφάσεων, με τη μέχρι σήμερα ισχύουσα ρύθμιση επιτυγχάνεται η κρίση σε κοινή διαδικασία ενδεχόμενων αξιώσεων τρίτων ως προς το επίδικο αντικείμενο, ώστε να θεραπεύεται έτσι τόσο το συμφέρον των τρίτων, όσο και των ήδη διαδίκων, ακριβώς επειδή αποφεύγονται με την κύρια παρέμβαση οι μελλοντικές δίκες. Ωστόσο, η νέα ρύθμιση βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με το ρόλο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ο οποίος συνίσταται στον έλεγχο της ορθότητας του διατακτικού της εκκαλουμένης απόφασης, με βάση τα παράπονα που προβάλλονται με την έφεση και το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης και τους κανόνες που εν γένει διέπουν τη δευτεροβάθμια δίκη, στο πλαίσιο της οποίας είναι καταρχήν απαράδεκτη κάθε μεταβολή του αιτήματος και του αντικειμένου της αγωγής.
Κατά το άρθρο 94 του Νέου Κώδικα Πολιτικής «1.Στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. 2. Επιτρέπεται η δικαστική παράσταση διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο μόνο για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος». Η ανάγκη αυτή είναι συνέπεια της φύσης των διαδικαστικών πράξεων, η επιχείρηση των οποίων για την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης, την προστασία των συμφερόντων του διαδίκου, τη διασφάλιση των σκοπών της δίκης και τη διευκόλυνση των δικαιοδοτικών οργάνων, προϋποθέτει νομική κατάρτιση, γνώσεις και εμπειρία, ενόψει μάλιστα της εξέλιξης του δικαίου, της πολυπλοκότητας των σχέσεων και των νομικών κανόνων που ρυθμίζουν την πορεία της δίκης. Η ευστροφία ή το υψηλό μορφωτικό επίπεδο ενός διαδίκου δεν είναι πάντοτε προσόντα ικανά να εξασφαλίσουν την προβολή των αγωγικών αξιώσεών του ή των ισχυρισμών του με τρόπο ορισμένο και επιτυχή. Βεβαίως, κατά τα προβλεπόμενα στη μέχρι σήμερα ισχύουσα διάταξη, καίτοι είναι δυνατή η παράσταση του διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο α) στο Ειρηνοδικείο, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των 12.000,00 ευρώ, β) στα ασφαλιστικά μέτρα και γ) για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, δίδεται η δυνατότητα στο δικαστή, να υποχρεώσει το διάδικο να προσλάβει δικηγόρο, ακόμη και στις ως άνω περιπτώσεις, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες περιπτώσεις, ήτοι μετά από τη στάθμιση της υπόθεσης, πριν ή μετά την έναρξη της δίκης, ωστόσο η εν λόγω λύση, όπως η μέχρι τώρα πρακτική κατέδειξε, σπανίως ακολουθείται (επιπλέον, ενέχει τον κίνδυνο πρόκλησης καθυστέρησης στη δικονομική πορεία της υπόθεσης, καθόσον η υλοποίησή της είναι δυνατόν να καταστήσει αναγκαία την αναβολή της συζήτησής της σε άλλη δικάσιμο, ώστε να είναι εφικτή η επιλογή από το διάδικο του πληρεξούσιου δικηγόρου του και η προετοιμασία του τελευταίου, όταν δεν είναι εφικτή η ενασχόλησή του με την υπόθεση κατά την ήδη ορισθείσα ημερομηνία συζήτησης της). Εξάλλου, ναι μεν το άρθρο 236 ΚΠολΔ προβλέπει την ενεργό καθοδήγηση των διαδίκων από το δικαστήριο, προκειμένου αυτοί να συμπληρώσουν ισχυρισμούς που υποβλήθηκαν ελλιπώς και αορίστως, ωστόσο δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι ο μεγάλος αριθμός των υποθέσεων που καλούμασθε να χειριστούμε, η ενδελεχής μελέτη των οποίων αναμφίβολα λαμβάνει χώρα πληρέστερα κατά το χρόνο επεξεργασίας αυτών προς το σκοπό έκδοσης αποφάσεως, καθιστά δύσκολη, σε ορισμένες περιπτώσεις, την εκ μέρους μας επιτυχή χρήση των δυνατοτήτων που η ανωτέρω διάταξη δίδει.
Ακολούθως, ζήτησε και έλαβε το λόγο ο Δικηγόρος Θεσσαλονίκης, κ. Μπιλίσης ως εκπρόσωπος του Δ.Σ.Θ., ο οποίος ανέφερε τα εξής : «Η δυνατότητα να ασκηθεί κύρια παρέμβαση το πρώτον στο Εφετείο, αποτελούσε θετικό στοιχείο και αντιμετωπίζεται ορθά με τον ισχύοντα ΚΠολΔ, καθώς με τον τρόπο αυτό μπορούσε να αχθεί προς κρίση ολοκληρωμένη μια υπόθεση. Επίσης, πρέπει να προβλέπεται ότι η παράσταση δικηγόρου είναι απαραίτητη σε όλες τις υποθέσεις, λόγω της πολυπλοκότητας που αυτές συνήθως εμφανίζουν»
Τελειώνοντας την προφορική της εισήγηση η Πρωτοδίκης, Φωτεινή Λιάρα, κατέθεσε και έγγραφο υπόμνημα.
Μετά δόθηκε ο λόγος στην Πρωτοδίκη, Σοφία Αντωνιάδου, η οποία σχετικά με τα ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΙΓ’έως ΙΖ’ του ΠΡΩΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (άρθρα 106 έως 151 ΚΠολΔ) ανέφερε τα εξής:
Στο ΙΓ΄Κεφάλαιο του Πρώτου Βιβλίου, ουσιώδης είναι η τροποποίηση του άρθρου 115 παρ.2, σύμφωνα με την οποία θεσπίζονται, προς εναρμόνιση με τα νέα άρθρα 237 και 238, εξαιρέσεις από την αρχή της προφορικότητας στο ακροατήριο και της αμεσότητας της αποδεικτικής διαδικασίας. Ειδικότερα ορίζεται ότι «με την επιφύλαξη των άρθρων 237 και 238 στον πρώτο βαθμό καθώς και στις υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική». Πρακτική συνέπεια της νέας ρύθμισης είναι ότι για τις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία στον πρώτο βαθμό, μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας και αφού έχει προηγηθεί η εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων και εγγράφων από τους διαδίκους, κατά την ορισμένη για τη συζήτηση δικάσιμο δεν εξετάζονται μάρτυρες, η υπόθεση συζητείται ακόμη και χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων και το δικαστήριο εκδίδει οριστική απόφαση με βάση τα στοιχεία του φακέλου. Σε περίπτωση που μετά τη μελέτη της δικογραφίας, το δικαστήριο κρίνει ότι η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο είναι απολύτως αναγκαία, τότε διατάσσεται επανάληψη της συζήτησης. Πρέπει να σημειωθεί ότι προβληματισμό γεννά η εν λόγω τροποποίηση ενόψει του ότι, πέρα από τα προβλήματα που εντοπίζονται στην εφαρμογή της, η προφορική επ’ακροατηρίου διαδικασία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας και μέσο υλοποίησης της επιταγής για δίκαιη διεξαγωγή της δίκης ενώ έχει κριθεί παγίως από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των δικαιωμάτων του ανθρώπου ως εγγύηση χρηστής δίκης στο πλαίσιο ερμηνείας του άρθρ.6 παρ.1 της ΕΣΔΑ.
Σύμφωνα με την παρ.3 η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική τόσο ενώπιων των Ειρηνοδικείων όσο και ενώπιον των άλλων δικαστηρίων, διάταξη που συνδέεται με την υποχρεωτική παράσταση με πληρεξούσιο δικηγόρο στα πολιτικά δικαστήρια.
116
Εκτός από τη υποχρέωση των διαδίκων, των νομίμων αντιπροσώπων τους και των πληρεξουσίων τους να τηρούν τους κανόνες των χρηστών ηθών και της καλής πίστης με την παρ.2 πουπροστίθεται το δικαστήριο, οι διάδικοι, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι και οι νόμιμοι εκπρόσωποι των διαδίκων οφείλουν να συμβάλλουν με τη γένει δικονομική συμπεριφορά τους και ιδίως με την επιμελή διεξαγωγή της δίκης, την εμπρόθεσμη επιχείρηση διαδικαστικών πράξεων και τηνέγκαιρη προβολή ισχυρισμών και προσκόμιση αποδεικτικών μέσων στην επίσπευση της δίκης και στην ταχεία επίλυση της διαφοράς.
116Α Προστίθεται
Το δικαστήριο ενθαρρύνει τη συμβιβαστική επίλυση, υποστηρίζει πρωτοβουλίες των διαδίκων και μπορεί να διατυπώσει προτάσεις συμβιβασμού, μπορεί επίσης να προτείνει την προσφυγή σε διαδικασία διαμεσολάβησης. Σε περίπτωση αποδοχής της πρότασης η συζήτηση ματαιώνεται.
Κεφάλαιο ΙΕ΄
Στο άρθρο 119 παρ.1 ορίζεται ότι τα δικόγραφα περιέχουν τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων.
Κεφάλαιο ΙΣΤ΄
Επιδόσεις – άρθρο 128
Αν ο παραλήπτης δε βρίσκεται στην οικία του το έγγραφο παραδίδεται σε έναν από τους συγγενείς του ή τα πρόσωπα που συνοικούν μαζί του που έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δε συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη - Δυνατότητα παράδοσης του εγγράφου και σε ανηλίκους αφού έχει απαλειφθεί το «ενηλίκους».
Κεφάλαιο ΙΖ΄
Στο άρθρο 148 προστίθεται εδάφιο σύμφωνα με τον οποίο η συμφωνία των διαδίκων για παράταση των προθεσμιών δεν ισχύει για τις προθεσμίες των ενδίκων μέσων.
Ακολούθως, η εφέτης Ευδοξία Κιουπτσίδου, διατυπώνοντας άποψη επί του συζητούμενου θέματος, ανέφερε ότι : «Το νέο άρθρο 116Α, διατυπώνεται ως ευχή για την επίτευξη συμβιβαστικής επίλυσης των διαφορών, αυτό όμως δεν θα είναι αποτελεσματικό. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε άλλες χώρες η απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης είναι υποχρεωτική και με αυτό τον τρόπο πολλές υποθέσεις «κλείνουν» συμβιβαστικά (π.χ. στην Ελβετία το ποσοστό αυτών ανέρχεται σε 52%)»
Αντιρρήσεις ως προς την δυνατότητα επίδοσης δικογράφων σε ανηλίκους, εξέφρασε η εφέτης Μαρία Χασιρτζόγλου, η οποία ζήτησε και έλαβε τον λόγο και διατύπωσε την άποψη ότι το άρθρο 128 ΚΠολΔ, πρέπει να παραμείνει ως έχει.
Τελειώνοντας την προφορική της εισήγηση η Πρωτοδίκης, Σοφία Αντωνιάδου, κατέθεσε και έγγραφο υπόμνημα.
Ακολούθως έλαβε το λόγο ο Πρωτοδίκης, Αργύριος Εκκλησίαρχος, ο οποίος σχετικά με ταΚΕΦΑΛΑΙΑ Α’ έως ΣΤ’ του ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (άρθρα 208 έως 285 ΚΠολΔ) ανέφερε τα εξής :
208 επ. (Απόπειρα Συμβιβασμού και Συμβιβαστική Επέμβαση)
Με το άρθρο 208 προβλεπόταν υποχρέωση του Ειρηνοδίκη για συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου και με το 209 θεσπιζόταν δυνατότητα για συμβιβαστική επέμβαση πριν από την κατάθεση της αγωγής από τον κατά τόποαρμόδιο Ειρηνοδίκη για οποιαδήποτε αγωγή (ακόμα και αγωγή για την οποία ήταν καθ’ ύλην αναρμόδιος).
Προτείνεται η κατάργηση του άρθρου 208 και έτσι της υποχρεωτικής απόπειρας συμβιβασμού στο ακροατήριο, ενώ παράλληλα προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 209, με περιορισμό της δυνατότητας συμβιβαστικής επέμβασης του Ειρηνοδίκη μόνο επί αγωγών για τις οποίες είναι «αρμόδιος» (προφανώς και καθ’ ύλην και κατά τόπον).
215 § 2 (κατάθεση αγωγής)
Καταργείται η δυνατότητα για προφορική άσκηση της αγωγής σε Ειρηνοδικεία με μη διορισμένους δικηγόρους ή δικολάβους και προβλέπεται η επίδοση της αγωγής εντός 30 ημερών από την κατάθεσή της στις περιπτώσεις του άρθρου 237 (δηλαδή στην τακτική διαδικασία). Σε περίπτωση μη επίδοσης στην προθεσμία αυτή, η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1. Από τη στιγμή που επαναφέρεται πρόβλεψη για προθεσμία ενέργειας από την κατάθεση της αγωγής, δέον είναι η διάταξη αυτή (215 § 2) να προστεθεί στις περιπτώσεις του άρθρου 147 § 2, ώστε και για την προθεσμία αυτή να μην υπολογίζεται το χρονικό διάστημα από 1-31 Αυγούστου.
2. Επίσης, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί αν η προθεσμία αυτή θα αφορά τη συντέλεση της επίδοσης στο εξωτερικό ή την επίδοση στο αρμόδιο όργανο για την προώθηση της διαδικασίας στο εξωτερικό.
3. Καθώς, η παρ. 2 εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις του άρθρου 237 (δηλαδή στην τακτική διαδικασία), διαφοροποιείται, χωρίς αποχρώντα λόγο, ο τρόπος άσκησης της αγωγής ανάλογα με το αν πρόκειται για τακτική ή για ειδική διαδικασία.
223 (μεταβολή αιτήματος αγωγής)
Ρητά προβλέπεται ότι και με δήλωση στα πρακτικά δύναται να περιοριστεί το αίτημα της αγωγής.
232 (ενέργειες του δικαστηρίου πριν από τη δικάσιμο)
Στις ήδη υφιστάμενες ευχέρειες, προστίθεται η δυνατότητα να αναζητηθούν και έγγραφα που κατέχει τρίτος (μη διάδικος και μη δημόσια αρχή, ως προς τους οποίους ήδη υφίσταται τέτοια δυνατότητα), που ομοίως απειλείται με δικαστικά έξοδα και χρηματική ποινή για την περίπτωση αδικαιολόγητης μη προσκόμισης.
233 (συζήτηση στο ακροατήριο)
Καταργούνται οι παρ. 3 και 4 που αναφέρονται στην απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς
237 (κατάθεση προτάσεων) [ΠΛΗΡΗΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ]
Παρ. 1: Κατάθεση προτάσεων εντός 100 ημερών από την κατάθεση της αγωγής μαζί με όλα τα επικαλούμενα έγγραφα, όπως και του αποδεικτικού επίδοσης της αγωγής όσο και του πληρεξουσίου κατά το 96 ΚΠΔ. Ειδική εξαίρεση του δικαστικού ενσήμου, με δυνατότητα προσκόμισης μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης.
Παρ. 2: Αντικρούσεις εντός 15 ημερών από την προθεσμία της παρ. 1, οπότε και «κλείνει» ο φάκελος της υπόθεσης. Νέοι ισχυρισμοί και αποδεικτικά μέσα με προσθήκη μόνο προς αντίκρουση ισχυρισμών που περιέχονται στις προτάσεις.
Παρ. 4: Εντός 15 ημερών από το κλείσιμο του φακέλου, ορίζεται ο δικαστής ή η σύνθεση του Πολυμελούς, όπως και ο εισηγητής. Συγχρόνως ορίζεται ημέρα και ώρα συζήτησης σε χρόνο όχι μεγαλύτερο των 30 ημερών από την παρέλευση του εν λόγω 15ημέρου, δυνατόν και αργότερα «στον απολύτως αναγκαίο χρόνο», αν έχει καλυφθεί ο προβλεπόμενος από τον κανονισμό του δικαστηρίου αριθμός υποθέσεων. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Δεν εξετάζονται μάρτυρες. Η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων τους. Δεν επιτρέπεται αναβολή της συζήτησης.
Παρ. 6: Αν από τη μελέτη του φακέλου κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, ενός από κάθε πλευρά από εκείνους που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά, με «απλή διάταξη» του προέδρου του πολυμελούς ή του δικαστή, διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης σε χρόνο όχι συντομότερο των 15 ημερών, εκτός εάν αυτό είναι χρονικά αδύνατο. Η καταχώριση της διάταξης επέχει θέση κλήτευσης όλων των διαδίκων. Αν ο χρόνος εξέτασης των μαρτύρων οριστεί στο επόμενο δικαστικό έτος και η εξέταση των μαρτύρων ενώπιον του ίδιου δικαστή δεν είναι δυνατή, γίνεται χρέωση σε άλλο δικαστή, ενώ στη θέση της υπόθεσης αυτής ανατίθεται άλλη υπόθεση στον (αρχικό) δικαστή.
Παρ. 7: Εντός 5 εργασίμων ημερών από την εξέταση των μαρτύρων δυνατότητα προσθήκης για αξιολόγηση των αποδείξεων, ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα.
Παρ. 9: Δυνατότητα κατάθεσης προτάσεων και ηλεκτρονικά, όπως επίσης δυνατότητα υποβολής και των εγγράφων ηλεκτρονικά.
Παρ. 10 και 11: Δυνατότητα τηλεσυζήτησης και τηλεεξέτασης διαδίκων, μαρτύρων και πραγματογνωμόνων.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1. Επιβάλλεται να προστεθεί και το άρθρο 237 στη διάταξη του άρθρου 147 § 2.
2. Ουσιώδης προτεινόμενη μεταβολή ο προσδιορισμός των υποθέσεων ανάλογα με τον «αριθμό» υποθέσεων ανά δικαστή που τις «χρεώνεται», η οποία είναι, όμως, πρακτικά μάλλον ανεφάρμοστη. Κατά πρώτον, με αφετηρία το κλείσιμο του φακέλου και τη χρέωση στο δικαστή πριν από τη δικάσιμο, ενόψει της πιθανότατης αδυναμίας να προσδιορίζεται η δικάσιμος εντός 30 ημερών από τη χρέωση στον εισηγητή / δικαστή, το πιθανότερο θα είναι να δημιουργηθεί ένας όγκος προς εκδίκαση δικογραφιών στις οικίες των δικαστικών λειτουργών (αφούαντενδείκνυται οι δικογραφίες να ταξινομούνται και να αποθηκεύονται ανά δικαστή σε χώρους των δικαστηρίων), συχνά μάλιστα άσκοπη όταν αυτοί θα είναι υπό προαγωγή ή θα μετατίθενται. Επίσης, σε κάθε Κανονισμό θα πρέπει να προβλέπονται διαφοροποιήσεις ανά δικαστή ανά αντικείμενο, αφού π.χ. θα είναι ανεδαφικό να υπάρχει μια γενική πρόβλεψη π.χ. 6 υποθέσεις ανά δικάσιμο, δεδομένου ότι διαφέρει η βαρύτητα ανά αντικείμενο και έτσι θα πρέπει να γίνει αναλυτική πρόβλεψη «πλαφόν» ανά είδος υπόθεσης. Προβληματική θα είναι και η χρέωση δικαστή με υποθέσεις εισαγόμενες προς συζήτηση σε επόμενο δικαστικό έτος, αφού θα δυσχεράνει την πρακτική εναλλαγής αντικειμένων στα μεγαλύτερα δικαστήρια. Κυρίως, όμως είναι ανεφάρμοστη η πρόβλεψη για ανάθεση νέας υπόθεσης στο δικαστή που είχε επιφορτιστεί με την εξέταση των μαρτύρων, στην όχι σπάνια περίπτωση της προαγωγής του ή της αλλαγής καθηκόντων με νέα καθήκοντα πλήρους απασχόλησης (π.χ. ο εισηγητής γίνεται ανακριτής αποκλειστικής απασχόλησης).
3. Επίσης, περίεργη είναι η πρόβλεψη ότι «Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων». Από μία πρώτη προσέγγιση η διάταξη φαίνεται όμοια με εκείνη του άρθρου 226 § 4 εδ. γ΄. Ωστόσο, σε εκείνη την περίπτωση «κλήτευσης εκ του πινακίου» έχει προηγηθεί κλήτευση του αντιδίκου για την αρχική δικάσιμο. Υπό την προτεινόμενη διατύπωση δημιουργούνται ερωτηματικά κατά ποσό σημαίνει ότι δεν θα είναι αναγκαία η επίδοσης κλήσης για τη συζήτηση της υπόθεσης. Δεδομένου ότι η έννοια της κλήτευσης για τη συζήτηση διατηρείται τόσο στο άρθρο 228 όσο και στο άρθρο 271 (επισημαίνεται ότι για αμφότερα προτείνονται τροποποιήσεις και έτσι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή παρέβλεψε το κείμενό τους), το νόημα της ανωτέρω διάταξης (αν ψηφιστεί ως έχει) θα πρέπει να αποδοθεί ως «πράξη προσδιορισμού δικασίμου με κλήτευση όλων των διαδίκων» και να επαφίεται στον επιμελέστερο διάδικο η επίδοση κλήσης στους αντιδίκους του.
4. Η κατάργηση της δυνατότητας αναβολής ασφαλώς επιταχύνει τη διαδικασία. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη ότι το προτεινόμενο άρθρο 238 δεν εξοβελίζει όλα τα δικονομικά ενδεχόμενα συνάφειας, θα πρέπει ρητά να προβλέπεται εξαίρεση τουλάχιστον προς συνεκδίκαση με κύρια συναφή αγωγή (στο άρθρο 238 γίνεται πρόβλεψη μόνο για ανταγωγή) όπως και για αντιμετώπιση διακοπής δίκης σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας. Η προτεινόμενη διατύπωση εμφανίζεται αντιφατική με τη διάταξη του άρθρου 226 § 4, κατά την οποία ο δικαστής που διευθύνει τη συζήτηση σημειώνει στο πινάκιο «αν η συζήτηση … αναβλήθηκε …». Διατηρείται, τυπικά, αμετάβλητο, το άρθρο 241, που προβλέπει δυνατότητα αναβολής για σπουδαίο λόγο, ωστόσο, η μη αποσαφήνιση του σπουδαίου λόγου, πέραν της αποχής των δικηγόρων η οποία ούτως ή άλλως συνιστά ένα ιδιόμορφο «δικονομικό κώλυμα» της συζήτησης, δεν συνάδει με την κατηγορηματική διατύπωση «αναβολή της συζήτησης δεν επιτρέπεται» του τελευταίου εδαφίου της προτεινόμενης παρ. 4 του άρθρου 237, καθόσον σε μια τέτοια περίπτωση, η εν λόγω προτεινόμενη διάταξη θα κατέληγε άνευ πρακτικού αντικρύσματος.
5. Η προτεινόμενη κατάργηση των μαρτύρων στην αρχική συζήτηση δημιουργεί τα ακόλουθα πρακτικά ζητήματα: α) Ενώ ορίζεται εισηγητής, στο πολυμελές την «απλή διάταξη» την εκδίδει ο Πρόεδρος. Αν ως περιεχόμενο της «απλής διάταξης» γίνει δεκτό μόνο ότι «κρίνεται αναγκαία η εξέταση μαρτύρων … και ορίζεται προς τούτο δικάσιμος …» η διατύπωση της διάταξης θα είναι εύκολη. Αν ωστόσο απαιτηθεί εξειδίκευση των αποδεικτέων ή συνοπτική αιτιολόγηση, τότε η μετάθεση του βάρους σύνταξης της διάταξης αποκλειστικά στον Πρόεδρο εμφανίζεται αδικαιολόγητη. Υπό την προτεινόμενη διατύπωση δημιουργείται και το ερμηνευτικό ζήτημα αν ο Πρόεδρος θα δύναται να εκδίδει τέτοια διάταξη (αναιτιολόγητη), ως αναγόμενη αποκλειστικά σε δική του λειτουργική αρμοδιότητα και στην περίπτωση την οποία κατά τη διάσκεψη διαφωνούν τα μέλη της σύνθεσης (περιλαμβανομένου του Εισηγητή) με τη γνώμη του Προέδρου για την «απόλυτη αναγκαιότητα» εξέτασης μαρτύρων. β) Ζήτημα δημιουργείται από τη διατύπωση περί εξέτασης μάρτυρα «… ενός από κάθε πλευρά από εκείνους που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά», καθώς δεν αποσαφηνίζεται εάν το μάρτυρα θα τον ορίζει η διάταξη ή ο διάδικος θα μπορεί να επιλέξει έναν από αυτούς που έδωσαν ένορκη βεβαίωση. Συνεπέστερο με τις ισχύουσες δικονομικές αρχές θα είναι να διευκρινιστεί ότι με τη διάταξη θα ορίζεται ο αριθμός των μαρτύρων και θα επαφίεται στο διάδικο η επιλογή του προσώπου. γ) Μόνη η καταχώριση της διάταξης στο οικείο βιβλίο, δεν μπορεί να γίνει δεκτή ως επέχουσα θέση κλήτευσης των διαδίκων. Δεδομένου ότι διατηρείται η πρόβλεψη του άρθρου 230 και στο ίδιο το άρθρο 237 γίνεται λόγος ότι «με την ολοκλήρωση της διαδικασίας της εξέτασης των μαρτύρων θεωρείται συντελεσμένη και η επανάληψη της συζήτησης», αναμφίβολα η εξέταση των μαρτύρων συνιστά «άλλη δικάσιμο» και έτσι το νόημα της ανωτέρω διάταξης θα πρέπει να αποδοθεί ως «πράξη προσδιορισμού δικασίμου με κλήτευση όλων των διαδίκων» και να επαφίεται στον επιμελέστερο διάδικο η επίδοση κλήσης προς τους αντιδίκους του. δ) Επίσης, ορθά, έχει παρατηρηθεί (από Δ. Κονδύλη σε εισήγηση ενώπιον Δ.Σ.Α.) το αντιφατικό να γίνεται λόγος για «συντελεσμένη επανάληψη της συζήτησης», ενώ αυτή λαμβάνει χώρα μόνο ενώπιον του εισηγητή από τα μέλη της σύνθεσης του πολυμελούς πρωτοδικείου (ιδίως σε αντιπρβλ. με διατύπωση 254).
6. Καθώς δεν απαιτείται η παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους κατά τη συζήτηση, παρέχεται η δυνατότητα εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 242 και στον πρώτο βαθμό (στην τακτική διαδικασία).
7. Ερωτηματικά γεννά η σκοπιμότητα ηλεκτρονικής κατάθεσης των αποδεικτικών εγγράφων, αφού είναι άδηλο αν στη συνέχεια θα παραδίδονται σε ηλεκτρονικό αρχείο στο δικαστή ή θα εκτυπώνονται από τη γραμματεία των δικαστηρίων και θα του δίνονται εκτυπωμένα.
ΑΝΤΙΠΡΟΤΑΣΗ
- να διατηρηθεί η υποχρεωτική επίδοση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας και αντίστοιχα η άσκηση παρέμβασης, προσεπίκλησης, ανακοίνωσης και ανταγωγής, εντός σύντομης προθεσμίας από την επίδοση του βασικού δικογράφου,
- να διατηρηθεί η προκατάθεση προτάσεων σε 20 ή 15 ημέρες και η αντίκρουση σε 15 ή 10 ημέρες, μετά τη λήξη της οποίας προθεσμίας η υπόθεση θα χρεώνεται σε εισηγητή δικαστή επί πολυμελούς δικαστηρίου ή σε δικαστή του μονομελούς.
- να μην προβλέπεται δυνατότητα αναβολής, αλλά με εξαίρεση για λόγους συναφείας και αντιμετώπισης βιαίας διακοπής, όπως και αποχής δικηγόρων.
- να παρέχεται η δυνατότητα παράστασης στη συζήτηση κατά το άρθρο 242 § 2,
- κατά τη συζήτηση ο Πρόεδρος ή ο δικαστής να σημειώνει στο πινάκιο αν η υπόθεση θα συζητηθεί χωρίς μάρτυρες ή αν αυτοί θα εξεταστούν κατά την ίδια ημέρα της συζήτησης, εφόσον συμφωνούν οι παριστάμενοι διάδικοι και αυτό δύναται υπηρεσιακά να συντελεστεί, ή σε άλλη ημέρα (τουλάχιστον μία εβδομάδα αργότερα επί συνηγόρου παρισταμένου με δήλωση του άρθρου 242 § 2), οπότε και η σημείωση αυτή θα επέχει θέση κλήτευσης του παρισταμένου διαδίκου (είτε με φυσική παρουσία συνηγόρου είτε με δήλωση του άρθρου 242 § 2) για την ημέρα εξέτασης των μαρτύρων.
238 (ισχυρισμοί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο) [ΠΛΗΡΗΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ]
Προβλέπεται ότι παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις, ανακοινώσεις και ανταγωγές κατατίθεται και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους εντός 60 ημερών από την κατάθεση της αγωγής, ενώ παρεμβάσεις μετά από προσεπίκληση ή ανακοίνωση κατατίθενται και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους σε 90 ημέρες από την κατάθεση της αγωγής, με πρόβλεψη για κατάθεση επ’ αυτών προτάσεων και αντικρούσεων πάλι εντός των 100 και των 115 ημερών αντίστοιχα του άρθρου 237. Η προτεινόμενη παρ. 2 έχει ως εξής: «Μέσα στην προθεσμία των εξήντα ή ενενήντα ημερών αντίστοιχα της προηγούμενης παραγράφου κατατίθενται και τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 237 αποδεικτικά μέσα και έγγραφα».
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1. Θα πρέπει να γίνει ρητή πρόβλεψη και για παρεμπίπτουσες αγωγές (αν και συνήθως ενώνονται με προσεπικλήσεις).
2. Ομοίως, με το 237, επιβάλλεται και αυτό το άρθρο να προστεθεί στη διάταξη του άρθρου 147 § 2.
3. Η παρ. 2 υπό την προτεινόμενη διατύπωσή της επιβάλλει την κατάθεση των αποδεικτικών εγγράφων πριν από την κατάθεση των προτάσεων!
3. Πρακτικά, απαιτείται να αποσαφηνιστεί αν η υποβολή τέτοιων ενδίκων βοηθημάτων συνιστά νέο «φάκελο» ή όχι. Ειδικότερα, αφού η χρέωση ανά δικαστή προτείνεται να γίνεται ανά «φάκελο», δεν μπορεί να θεωρείται αριθμητικά το ίδιο ένας φάκελος με μία αγωγή και το ίδιο ένας φάκελος με μία αγωγή, μια ανταγωγή, μια προσεπίκληση και μια παρέμβαση.
244 (παραπομπή σε ανώτερο δικαστήριο προς συμψηφισμό)
Καταργείται [διάταξη περιορισμένης εφαρμογής]
249, 250
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Παραμένουν ως έχουν. Ωστόσο, θα ήταν σκόπιμο να αποσαφηνιστεί ότι σε περίπτωση εφαρμογής τους η νέα συζήτηση θεωρείται συνέχεια της αρχικής, όπως δηλαδή στο 254 (υπάρχει νομολογιακή διχογνωμία τουλάχιστον ως προς το 249), χωρίς ωστόσο το λοιπό θεσμικό πλαίσιο του άρθρου 254.
254 (επανάληψη της συζήτησης)
Έχει προστεθεί εδάφιο με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 με την απόφαση για την επανάληψη της συζήτησης μπορεί επιπλέον, να κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο, να διαταχθεί και η εξέταση ενός μάρτυρα από κάθε πλευρά κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση».
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ:
1. Το νόημα της διάταξης θα πρέπει να αναζητηθεί σε ευχέρεια του δικαστηρίου, εφόσον διατάσσεται επανάληψη της συζήτησης για άλλο λόγο (π.χ. πραγματογνωμοσύνη) να διατάσσεται παράλληλα το πρώτον, με την ίδια απόφαση και όχι με «απλή διάταξη» του άρθρου 237, και εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο. Ουσιαστικά έτσι εισάγονται δύο δυνατότητες για εξέταση μαρτύρων: α) μία με «απλή διάταξη» (μάλλον χωρίς αιτιολογία) και β) μία με απόφαση του 254, οπότε θα απαιτείται αιτιολογία και διευκρίνιση των αποδεικτικών κενών για τα οποία απαιτείται εξέταση μαρτύρων.
2. Ενόψει της αντικατάστασης χρήσιμη θα ήταν και η προσθήκη στη διάταξη της παρ. 3 «Η υπόθεση εκδικάζεται από τον ίδιο δικαστή και από την ίδια σύνθεση επί πολυμελούς δικαστηρίου, εκτός αν αυτό είναι για φυσικούς ή νομικούς λόγους αδύνατο» και της περίπτωσης «ή πρακτικά δυσχερές», για διευκόλυνση της λειτουργίας των δικαστηρίων και προς αποφυγή αναιρέσεων για κακή σύνθεση του κατ’ επανάληψη δικάζοντος δικαστηρίου.
260 (ματαίωση της συζήτησης)
Προβλέπεται ότι εάν εντός 60 ημερών από τη ματαίωση δεν ζητηθεί προσδιορισμός νέας συζήτησης η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα.
(Υπενθυμίζεται ότι με το άρθρο 102 § 4 του Ν. 4139/2013, προβλέπεται ότι «Η για οποιονδήποτε τρόπο ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης αποτελεί διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου»)
268 (ανταγωγή)
Σε συμφωνία με την προτεινόμενη διατύπωση του άρθρου 238, προτείνεται η κατάργηση των τρόπων άσκησης ανταγωγής που ρυθμίζει σήμερα η παρ. 4 του άρθρου 268.
269 (χρόνος - τρόπος υποβολής μέσων επίθεσης - άμυνας) ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Εν μέρει υποκαθίσταται από το άρθρο 237, ωστόσο δεν λαμβάνεται πρόνοια έστω για ισχυρισμούς που προκύπτουν για πρώτη φορά μεταγενέστερα ή έστω για έγγραφα που αποκτώνται από δικαιολογημένη αιτία μεταγενέστερα.
270 (προφορική συζήτηση) ΚΑΤΑΡΓΕΙΤΑΙ.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Το περιεχόμενό του πρακτικά υποκαθίσταται με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις για τα επιμέρους ζητήματα που αντιμετωπίζονται με το προς κατάργηση άρθρο. Έτσι για την προφορικότητα ή μη της διαδικασίας ισχύουν τα 115, 237 και 242, για το ποια αποδεικτικά μέσα λαμβάνονται υπόψη ισχύει η γενική διάταξη του 340, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη και η εξέταση των διαδίκων διατάσσονται αποκλειστικά με εφαρμογή του άρθρου 254 (όπου ρητά πλέον προβλέπονται ως λόγοι επανάληψης της συζήτησης), για την εξέταση των μαρτύρων ισχύει το 237, για τις ένορκες βεβαιώσεις ισχύουν τα 421 – 424.
271 (ερημοδικία εναγομένου)
Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης επίδοσης της αγωγής και της κλήσης για συζήτηση, η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα (δεν κηρύσσεται, δηλαδή, απαράδεκτο της συζήτησης).
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
1. Με την ισχύουσα κύρωση του απαραδέκτου της συζήτησης, ακόμα και αν έχει εμφιλοχωρήσει σφάλμα του δικαστηρίου αναφορικά με την κρίση αυτή, είναι μονόδρομος για τον ενάγοντα η επίδοση νέας κλήσης (αφού η απόφαση περί απαραδέκτου ως μη οριστική δεν υπόκεται σε ένδικα μέσα), αλλά δεν χάνεται ένας βαθμός δικαιοδοσίας. Με την επιχειρούμενη τροποποίηση, ο ενάγων ή θα πρέπει να καταθέσει νέα αγωγή ή θα δύναται να ασκήσει και έφεση αμφισβητώντας την ορθότητα της απόφανσης περί «μη ασκηθείσας αγωγής», θεωρουμένης αυτής ως οριστικής απόφασης. Αν γίνει δεκτή μια τέτοια έφεση θα άγει σε απώλεια του πρώτου βαθμού στο μέτρο που δεν προβλέπεται καμία εξαίρεση παραπομπής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο από το κατ’ έφεση δικάζον δικαστήριο.
2. Συναφώς, δεδομένου αφενός ότι η κύρωση περί μη ασκηθείσας αγωγής προϋποθέτει ότι η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα (συμπλεκτική διατύπωση) και αφετέρου ότι υπό το προτεινόμενο σύστημα είναι διακριτές η επίδοση της αγωγής από την κλήση για συζήτηση, ζήτημα γεννάται: α) αν δεν επιδοθεί εμπρόθεσμα η αγωγή, αλλά επιδοθεί εμπρόθεσμα η κλήση, β) αν επιδοθεί εμπρόθεσμα η αγωγή, αλλά δεν επιδοθεί εμπρόθεσμα η κλήση. Στην πρώτη περίπτωση, ενόψει της προτεινόμενης διάταξης του άρθρου 215 § 2, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ομοίως το δικαστήριο θα πρέπει να αποφανθεί ότι η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Για τη δεύτερη περίπτωση, ως ευμενέστερο μέτρο για το διάδικο, θα πρέπει να γίνει ερμηνευτικά δεκτό ότι θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση.
272 (ερημοδικία ενάγοντος)
Ενόψει του νέου τρόπου άσκησης ανταγωγής (238), ενοποιούνται οι συνέπειες περί ερημοδικίας του αντεναγομένου, με παραπομπή στο άρθρο 271.
Ύστερα η διευθύνουσα τη συζήτηση έδωσε το λόγο στην Εφέτη, Μαρία Χασιρτζόγλου, η οποίαανέφερε τα εξής:
Παρά τις ανωτέρω λεπτομερείς παρατηρήσεις για τις επιμέρους διατάξεις του σχεδίου, ορθόείναι να μην τροποποιηθεί η διάταξη του άρθρου 237 του ΚΠολΔ καθώς και οι λοιπές διατάξεις, οι σχετικές με τη διεξαγωγή της δίκης στο πολυμελές πρωτοδικείο κατά την τακτική διαδικασία, αλλά αντιθέτως να επεκταθεί η εφαρμογή τους στην τακτική διαδικασία του Μονομελούς, όπως ήταν και η αρχική πρόβλεψη του άρθρου 7 του ν. 2915/2001. Η διαδικασία αυτή δοκιμάστηκε επί μια και πλέον δεκαετία με άριστα αποτελέσματα, εξασφαλίζει τον πλήρη σχηματισμό φακέλου πριν από τη δικάσιμο, την ενδελεχή μελέτη της υπόθεσης από τον πρόεδρο και τον εισηγητή δικαστή και, μέσω της προδιάσκεψης και της διάσκεψης, την άρτια γνώση της υπόθεσης από όλα τα μέλη της σύνθεσης και την έκδοση της απόφασης σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η μη επέκτασή της και στην τακτική διαδικασία του μονομελούς πρωτοδικείου ήταν μια παράλειψη η οποία μπορεί και πρέπει άμεσα να εκπληρωθεί.
Αντιθέτως η προτεινόμενη νέα ρύθμιση είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει σημαντικές καθυστερήσεις. Η συγκεκριμένη πρόταση μοιάζει να αγνοεί τις συνθήκες λειτουργίας των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Όπως το γεγονός ότι το έμψυχο υλικό των ακριτικών και των νησιωτικών πρωτοδικείων εναλλάσσεται με ρυθμούς τέτοιους ώστε η υπόθεση συχνά δεν θα επιλύεται από το δικαστή στον οποίο αρχικά χρεώθηκε, με αναγκαία συνέπεια την επανάληψη της συζήτησής της. Ακόμη, η αναγόρευση των ενόρκων βεβαιώσεων σε επώνυμο αποδεικτικό μέσο με το νόμο 3994/2011 συνάντησε πολλές επιφυλάξεις και επικρίθηκε σφοδρά. Αυτό οφείλεται στο γνωστό σε όλους τρόπο σύνταξής τους που δεν επιτρέπει να ελεγχθεί αν το περιεχόμενό τους αντιστοιχεί πραγματικά σε αυτό που γνωρίζει ο ενόρκως βεβαιών και σε αυτό που θα κατέθετε αν για τα ίδια γεγονότα εξεταζόταν προφορικά στο ακροατήριο. Είναι βέβαιο ότι το αντικρουόμενο περιεχόμενό των προσκομιζόμενων εκατέρωθεν ενόρκων βεβαιώσεων θα αναγκάσει το δικαστή να προκαλέσει εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο για να καταλήξει σε ασφαλή δικανική κρίση, επομένως, και στην περίπτωση αυτή, θα προκληθεί δεύτερο στάδιο συζήτησης. Τέλος, οι συνδυασμένες διατάξεις του σχεδίου επιτρέπουν στο φυγόπονο δικαστή να μεταθέσει το βάρος μια βαριάς υπόθεσης στις πλάτες του περισσότερο ευσυνείδητου συναδέλφου του, που θα προχωρήσει και αυτός σε νέα συζήτηση ώστε να μπορέσει να εκδώσει απόφαση.
Η επιτάχυνση της δικαιοσύνης είναι αδύνατον να επιτευχθεί χωρίς την επίτευξη συμβιβασμού σε σημαντικό ποσοστό των υποθέσεων. Είναι προτιμότερο, αντί για την πολλοστή τροποποίηση των δικονομικών κανόνων, να ενισχυθεί ο θεσμός αυτός έστω και με την θέσπιση δικονομικών καταναγκασμών, ωσότου δημιουργηθεί η αντίστοιχη κουλτούρα σε διαδίκους και δικαστές. Αντιθέτως η κατάργηση ενός καταξιωμένου συστήματος ( το οποίο διέσωσε την πριν από αυτό αποτελματωμένη διαδικασία του πολυμελούς, περατώνοντας την υπόθεση σε μια και μοναδική συζήτηση) και η αντικατάστασή του από το προτεινόμενο θα επαναφέρει το σύστημα των περισσότερων της μιας συζήτησης ακόμη και στο ειρηνοδικείο και είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει εντελώς αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Επίσης, ο λόγος δόθηκε στον Δικηγόρο κ. Μπιλίση, ο οποίος είπε ότι «Και από την πλευρά του, ο Δικηγορικός Σύλλογος είναι αρνητικός ως προς τις προτεινόμενες παραπάνω τροποποιήσεις, καθώς μάλιστα είναι δικαίωμα του διαδίκου να εξετάσει ή όχι μάρτυρες»
Ακολούθως έλαβε το λόγο η Πρωτοδίκης, Αθηνά Κουμούρη η οποία ανέφερε ότι «Οι ένορκες βεβαιώσεις δεν είναι αξιόπιστο μέσο, ενόψει του τρόπου σύνταξής τους, ήτοι με κατάστρωσή τους συνήθως από τους συνηγόρους και υπογραφή τους από τους μάρτυρες».
Κατόπιν, ο λόγος δόθηκε στον Εφέτη, Παναγιώτη Παυλίδη ο οποίος επισήμανε ότι : «Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι με βάση τη νέα ρύθμιση ο προσδιορισμός θα είναι κοινός για όλες τις υποθέσεις. Ποιος θα διαχειρίζεται δικογραφίες ανοιχτές επί πεντάμηνο;»
Αφού έλαβε το λόγο η Πρόεδρος Πρωτοδικών Μαρία Κουκουδέα, είπε τα εξής: «Συμφωνώ με όσα είπε η κυρία Χασιρτζόγλου, αλλά ίσως θα έπρεπε να εξετάζονται μάρτυρες στις υποθέσεις του Πολυμελούς Δικαστηρίου μετά την προδιάσκεψη. Για το λόγο αυτό θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι στο Πολυμελές είναι δυνατή η έκδοση διάταξης εάν χρειαζόμαστε εξέταση μαρτύρων. Σε κάθε περίπτωση πάντως θετική είναι η πλήρης συγκέντρωση του υλικού της υπόθεσης πριν τη συζήτηση η οποία προβλέπεται για όλα τα δικαστήρια και όχι μόνο το πολυμελές.»
Κατόπιν δόθηκε ο λόγος στον Δικηγόρο κ. Στυλιανό Μαυρίδη, ο οποίος είπε τα εξής: «Η εν λόγω διάταξη αποτελεί μεταφορά του γερμανικού μοντέλου στα ελληνικά Δικαστήρια. Βασική διαφορά είναι ότι στη Γερμανία κρατεί το ανακριτικό σύστημα, ενώ στην Ελλάδα η εξέταση μάρτυρα είναι δικαίωμα του διαδίκου. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη, για την ψήφιση της διάταξης, ο σημαντικότερος παράγοντας, που είναι το έμψυχο και άψυχο υλικό που υπάρχει για την αποτελεσματική εφαρμογή της. Επίσης, κρίνουμε ότι για τη μη εξέταση μαρτύρων θα πρέπει να υπάρχει αιτιολογία του Δικαστηρίου, αφού ο φάκελος ολοκληρώνεται με την προκατάθεση των προτάσεων»
Η διευθύνουσα τη συζήτηση εφέτης Ευδοξία Κιουπτσίδου διατύπωσε επίσης την άποψη ότι, σε κάθε περίπτωση, οι προθεσμίες κατάθεσης προτάσεων κλπ θα πρέπει να προσδιορίζονται σε μήνες (π.χ. τρεις ή τέσσερις μήνες) και όχι σε μέρες (π.χ. 100 ημέρες) για να μπορούν να υπολογισθούν εύκολα και να μη δημιουργούνται απαράδεκτα και ερημοδικίες γι΄αυτό το λόγο.
Τελειώνοντας την προφορική του εισήγηση ο Πρωτοδίκης, Αργύριος Εκκλησίαρχος, κατέθεσε και έγγραφο υπόμνημα.
Έπειτα, η διευθύνουσα τη συζήτηση έδωσε το λόγο στον Πρωτοδίκη Αντώνιο Βαθρακοκοίλη, ο οποίος σχετικά με τα ΚΕΦΑΛΑΙΑ Ζ’ έως ΙΑ’ του ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (άρθρα 286 έως 334ΚΠολΔ) ανέφερε τα εξής :
Στα παραπάνω κεφάλαια του δεύτερου βιβλίου οι τροποποιήσεις που προτείνονται είναι οι κάτωθι:
α. Στο άρθρο 293 § 1 ΚΠολΔ στο δεύτερο εδάφιο αντικαθίσταται η φράση “ή του εντεταλμένου δικαστή” με τη φράση “ή του εισηγητή δικαστή”. Ήδη γινόταν δεκτό κατά το νυν ισχύον δίκαιο, ότι, αφού αρμόδιος για την κατάρτιση του συμβιαβασμού ήταν ο ενταταλμένος δικαστής, κατά μείζονα λόγο αρμόδιος προς τούτο είναι και ο εισηγητής δικαστής. Η τροποποίηση κρίνεται αναγκαία, καθόσον η έννοια του εντεταλμένου δικαστή, που συνίσταται στον ειρηνοδίκη, ο οποίος οριζόταν για τη διεξαγωγή αποδείξεων σε ορισμένη υπόθεση εκτός της περιφέρειας του δικαστηρίου, που είχε επιληφθεί της υπόθεσης, εφόσον αυτή δεν μπορούσε να διεξαχθεί στην περιφέρειά του, έχει εκλείψει μετά την κατάργηση του άρθρου 341 και της παρ. 3 εδ. β αυτού, όπου προβλεπόταν η ενώπιόν του διεξαγωγή της απόδειξης. Διατηρείται, ίσως εκ παραδρομής, η έννοιά του στη διάταξη του άρθρου 352 § 1 ΚΠολΔ.
β. Στο άρθρο 294 § 1 ΚΠολΔ έχει απαλειφθεί, στο πρώτο εδάφιο, το επίθετο “προφορική” πριν από τη συζήτηση, ενώ προστέθηκε σε αυτό η φράση “και στην περίπτωση των άρθρων 297 και 238 πριν από την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο”. Η απάλειψη του επιθέτου “προφορική” συνάδει με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις στη διαδικασία του άρθρου 237, όπου η προφορικότητα φαίνεται να υποχωρεί έναντι της έγγραφης διαδικασίας. Η φράση που προστίθεται ορίζει, ότι η παραίτηση θα πρέπει να γίνεται στην τακτική διαδικασία πριν από την κατάθεση του εναγομένου, ανεξαρτήτως εάν αυτή κατατίθεται την καταληκτική ημέρα της προθεσμίας ή σε πλησιέστερη ημέρα προς την κατάθεση της αγωγής. Παραμένει όμως η δυνατότητα παραίτησης και μετά την κατάθεση προτάσεων από τον εναγόμενο, και στην τακτική διαδικασία, εφόσον δεν φέρβει αντίρρηση αυτός (εναγόμενος).
γ. Στο άρθρο 297 ΚΠολΔ προστίθεται στο τέλος της διάταξης η φράση “ή με δήλωση στις προτάσεις”, με την οποία λύεται νομοθετικά η διχογνωμία που είχε κάποτε αναδυθεί, ως προς το εάν είναι ισχυρή η παραίτηση με δήλωση στις προτάσεις.
δ. Καταργείται το άρθρο 311 ΚΠολΔ.
ε. Στο άρθρο 317 § 3 αντικαθίσταται η φράση “ορίζουν αυτεπαγγέλτως δικάσιμο για τη συζήτηση” με αυτή “κινούν αυτεπαγγέλτως την διαδικασία διόρθωσης”.
στ. Στο άρθρο 318 § 1 ΚΠολΔ η φράση “η συζήτηση στο ακροατήριο γίνεται κατά τη συζήτηση” αντικαταστάθηκε με τη φράση “η συζήτηση γίνεται κατά τη διαδικασία”. Πρέπει να επισημανθεί στο σημείο αυτό, ότι η εν λόγω διαδικασία θα καταστεί εξαιρετικά χρονοβόρα, εάν ήθελε ακολουθηθεί η τακτική διαδικασία, υπό τη νέα της δομή, όπως αυτή ορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, για τη διόρθωση των αποφάσεων που εκδίδονται κατά αυτή. Για το λόγο αυτό πρέπει να γίνει μνεία για πιο ευέλικτη διαδικασία ως προς τη διόρθωση των αποφάσεων.
Τελειώνοντας την προφορική του εισήγηση ο Πρωτοδίκης, Αντώνιος Βαθρακοκοίλης, κατέθεσε και έγγραφο υπόμνημα.
Ακολούθως ο λόγος δόθηκε στην Πρωτοδίκη Μαγδαληνή Πράσσα, η οποία σχετικά με ταΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ’ του ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (άρθρα 335 έως 465 ΚΠολΔ) ανέφερε τα εξής:
Άρθρο 340: Προσθήκη νέας παραγράφου αριθμουμένης ως πρώτης και αρίθμηση της ήδη υπάρχουσας ρύθμισης ως δεύτερης παραγράφου. Με την εισαγόμενη πρώτη παράγραφο υποκαθίσταται εν μέρει η ρύθμιση της ισχύουσας διάταξης του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. α' και β' ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός, συμπληρωματικά δε μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και τα αποδεικτικά μέσαπου δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394. Ήδη με τη νέα ρύθμιση διευρύνεται η χρήση των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων, αφού μετά την απάλειψη του όρου "συμπληρωματικά" τα αποδεικτικά αυτά μέσα λαμβάνονται ισότιμα υπόψη προς τα επώνυμα αποδεικτικά μέσα, με το μόνο περιορισμό της επιφύλαξης των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, ήτοι εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη. Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται, άλλωστε, και η απάλειψη από την εισαγόμενη ρύθμιση της ισχύουσας πρόβλεψης περί λήψης υπόψη των αποδεικτικών μέσων που πληρούν τους όρους του νόμου σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Η εξομοίωση, όμως, των αποδεικτικών αυτών μέσων καθιστά κάθε διάταξη που επιβάλλει την τήρηση ορισμένων όρων, προκειμένου ένα αποδεικτικό μέσο να έχει αποδεικτική δύναμη, κενό γράμμα, δεδομένου ότι το αποδεικτικό αυτό μέσο είτε πληρεί είτε όχι τους όρους του νόμου, θα εκτιμηθεί ελεύθερα από το δικαστή. Τούτο, όμως, ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε ανορθόδοξα αποτελέσματα, όπως π.χ. να εκτιμηθούν ελεύθερα και με τον ίδιο τρόπο τόσο ένα δημόσιο έγγραφο όσο και μία ιδιόχειρη σημείωση χωρίς υπογραφή ή ένα ξενόγλωσσο έγγραφο χωρίς συνοδευτική μετάφραση. Θα ήταν ίσως ορθότερη μία αντίθετη ερμηνευτική προσέγγιση, με βάση την οποία τα μεν αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου εξακολουθούν να εκτιμώνται ανάλογα με την αποδεικτική δύναμη που τους προσδίδεται, τα δε μη πληρούντα τους όρους του νόμου ελεύθερα, καθόσον με το ΣχΚΠολΔ, παρά τις εκτεταμένες τροποποιήσεις που επιφέρει, δεν σκοπείται η κατάργηση της εν μέρει ελεύθερης απόδειξης, πολλώ δε μάλλον ενόψει του ότι εξακολουθεί να παραμένει πρόβλεψη σε διάφορα άρθρα περί της πλήρους απόδειξης που παράγεται από συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα (βλ. π.χ.άρθρο 352, το οποίο δεν τροποποιείται σύμφωνα με το οποίο η ομολογία του διαδίκου αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, και άρθρο 438 που προβλέπει την πλήρη αποδεικτική δύναμη των δημόσιων εγγράφων έναντι πάντων). Επιχείρημα για την άποψη αυτή μπορεί να αντληθεί και από τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. α', που δεν τροποποιείται, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες αν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη.
Άρθρο 393: Απόρροια της ουσιώδους κάμψης της αμεσότητας της αποδεικτικής διαδικασίας, που επέρχεται συνεπεία των εκτεταμένων τροποποιήσεων του άρθρου 237 ΚΠολΔ, στο μέτρο που περιστέλλεται η χρήση του εμμάρτυρου μέσου, ως κατ' εξοχήν εκδήλωση αυτής, αποτελεί και η αυστηροποίηση των προβλεπόμενων στην ανωτέρω διάταξη περιορισμών, καθόσον αυξάνεται το ποσοτικό όριο της απαγόρευσης απόδειξης με μάρτυρες συμβάσεων, συλλογικών πράξεων και πρόσθετων συμφώνων δικαιοπραξίας που έχει συνταχθεί εγγράφως, από το ποσό των 20.000 ευρώ στο ποσό των 30.000 ευρώ, ενώ με την παρ. 2 του άρθρου αυτού εισάγεται πλέον αδιάκριτη απαγόρευση της εμμάρτυρης απόδειξης κατά του περιεχομένου εγγράφου, χωρίς εξάρτηση από συγκεκριμένο ποσοτικό όριο. Τέλος, με την τρίτη παράγραφο προβλέπεται ρητά, ως εκ περισσού, η δυνατότητα εξέτασης μαρτύρων με τηλεδιάσκεψη. Η δυνατότητα τέτοιας εξέτασης, όμως, προβλέπεται με περιγραφικό τρόπο (ταυτόχρονη μετάδοση ήχου και εικόνας) και στη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 11 του νέου ΣχΚΠολΔ, όπως, άλλωστε, ήδη προβλέπεται και στο ισχύον άρθρο 270 παρ. 8 ΚΠολΔ, που βαίνει προς κατάργηση.
Άρθρο 394: Μεταβολή επέρχεται και στην περίπτωση του εν λόγω άρθρου, σύμφωνα με το οποίο η χρήση μαρτύρων στις εκεί εξεταζόμενες περιπτώσεις επιτρέπεται πλέον εξαιρετικά και όχι σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη, χωρίς άλλη ουσιαστική διαφοροποίηση του περιεχομένου της ρύθμισης αυτής. Ωστόσο η επιλογή του νομοθέτη της χρήσης της φράσης "εξαιρετικά επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες" σε αντικατάσταση της ήδη υφιστάμενης ρύθμισης κατά την οποία "η απόδειξη με μάρτυρες επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση" ενδέχεται να προκαλέσει ερμηνευτικό ζήτημα, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή, κατά ρητή πρόβλεψη του νέου άρθρου 423, εφαρμόζεται ανάλογα και στις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες, όμως, με τις εισαγόμενες ρυθμίσεις αναγορεύονται πλέον σε ένα από τα κύρια αποδεικτικά μέσα που προσάγει ο διάδικος προαποδεικτικά στην τακτική διαδικασία, σε αντίθεση με τους μάρτυρες, η εξέταση των οποίων επαφίεται στην ελεύθερη κρίση περί της αναγκαιότητας αυτής και διακριτική ευχέρεια του δικάζοντος δικαστή. Επομένως, η λέξη "εξαιρετικά" μάλλον αφορά σ' αυτή καθ' εαυτή την εξέταση των μαρτύρων και όχι στην προσαγωγή ενόρκων βεβαιώσεων, με συνέπεια να εισάγεται πλέον ένας επιπρόσθετος περιορισμός ως προς τη χρήση του εν λόγω αποδεικτικού μέσου. Επίσης, η χρήση της συγκεκριμένης λέξης είναι δυνατόν να προκαλέσει πρόσθετο ερμηνευτικό ζήτημα στο μέτρο που ήθελε υποστηριχθεί ότι η διάταξη ή η απόφαση περί εξέτασης μαρτύρων στο ακροατήριο πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και ως προς την "κατ' εξαίρεση", σύμφωνα με τους ορισμούς της υπόψη διάταξης, επιλογή του δικαστή να διατάξει την εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο.
Άρθρο 396: Επανέρχεται η ρύθμιση του άρθρου αυτού, που είχε μεταφερθεί με το Ν. 2915/2001 στο άρθρο 270 παρ. 3 εδ. β' ΚΠολΔ, μετά την κατάργηση του τελευταίου αυτού άρθρου, η οποία αφορά φυσικά μόνο στην εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο. Επισημαίνεται ότι με βάση τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 6 ΣχΚΠολΔ, η εξέταση των μαρτύρων στο ακροατήριο διατάσσεται με διάταξη του προέδρου επί πολυμελούς πρωτοδικείου ή του δικαστή της υπόθεσης επί μονομελούς πρωτοδικείου και ειρηνοδικείου, εφόσον κριθεί αναγκαία η εξέταση συγκεκριμένου εκ των μαρτύρων που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή, σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών, εξ αυτών οι οποίοι προτείνονται από κάθε πλευρά. Η τελευταία αυτή διάταξη, όμως, στο μέτρο που εννοεί ότι η επιλογή του προς εξέταση μάρτυρα εναπόκειται στον πρόεδρο του πολυμελούς ή στον εισηγητή δικαστή, οι οποίοι και πρέπει να κατονομάζουν στην ανωτέρω διάταξη το μάρτυρα που σκοπεύουν να εξετάσουν προφορικά στο ακροατήριο, προσκρούει στην υπόψη διάταξη, η οποία εξυπηρετεί τους σκοπούς της αρχής της προφορικότητας και αμεσότητας της διαδικασίας, που επιδιώκει να κάμψει το ΣχΚΠολΔ. Εξάλλου, η επιλογή του προσώπου του μάρτυρα από το δικαστή αντί του διαδίκου προσκρούει στην καθιερωμένη από τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ αρχή της συζήτησης, σύμφωνα με την οποία η προσαγωγή των κυριότερων αποδεικτικών μέσων, δηλαδή των μαρτύρων και των εγγράφων, γίνεται από τους διαδίκους και όχι από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως.
Άρθρο 400: Καταργείται ως λόγος εξαίρεσης μάρτυρα η εξάρτηση συμφέροντος αυτού από την έκβαση της δίκης. Ούτως ή άλλως η αξία της ρύθμισης αυτής ήταν τουλάχιστον περιορισμένη, καθόσον, ακόμη και στις περιπτώσεις που συντρέχει τέτοια περίπτωση εξαίρεσης, γίνεται δεκτή η δυνατότητα του δικαστηρίου να λάβει υπόψη και να εκτιμήσει ελεύθερα την εξέτασή του για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο, κατά την πρόβλεψη του ισχύοντος άρθρου 270 παρ. 2 εδ. β' ΚΠολΔ.
Άρθρα 421 - 424: Θεσπίζεται πλέον ειδικό κεφάλαιο στα άρθρα 421 - 424 για τις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες είχαν ήδη αναγορευθεί σε επώνυμο αποδεικτικό μέσο με το Ν. 3994/2011.
Με το άρθρο 421 ενσωματώνονται ρυθμίσεις αναφορικά με την υλική και τοπική αρμοδιότητα του φορέα της λήψης της ένορκης βεβαίωσης (ειρηνοδίκης ή συμβολαιογράφος της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή προξένου). Ελλείψει διάκρισης μεταξύ ημεδαπού και αλλοδαπού συμβολαιογράφου και παρά τη μη ύπαρξη ρητής μνείας, δεν μπορεί μάλλον να αποκλειστεί η δυνατότητα λήψης ένορκης βεβαίωσης ενώπιον αλλοδαπού συμβολαιογράφου.
Με το άρθρο 422 α) μεταβάλλεται η προθεσμία λήψης της ένορκης βεβαίωσης από δύο σε τρεις εργάσιμες ημέρες, ενώ καταργείται η ισχύουσα πρόβλεψη περί οκταήμερης προθεσμίας για τη λήψη της στην αλλοδαπή. Μετά δε την κατάργηση των άρθρων 650 παρ. 1 και 671 παρ. 1 ΚΠολΔ που αφορούσαν στα αποδεικτικά μέσα στις ειδικές διαδικασίες των μισθωτικών και εργατικών διαφορών, ελλείψει δε ειδικής πρόβλεψης για τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων στις ειδικές διαδικασίες, η ανωτέρω προθεσμία των τριών εργάσιμων ημερών τυγχάνει εφαρμογής και σ' αυτές. Η προθεσμία αυτή, όμως, εκ των πραγμάτων, είναι αντικειμενικά αδύνατο να τηρηθεί για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης εντός της προθεσμίας της αντίκρουσης στο πλαίσιο των ειδικών διαδικασιών, όπου ρητά προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 περ. στ' ΣχΚΠολΔ ότι μπορούν οι διάδικοι μέχρι τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση να προσκομίσουν με την προσθήκη στις προτάσεις τους ένορκες βεβαιώσεις για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν, β) προβλέπεται πλέον αναγκαίο περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης που αφορά στα προσωπικά στοιχεία του ενόρκως βεβαιούντος, ήτοι στοιχεία ταυτότητας, στοιχεία προσωπικής και επαγγελματικής κατάστασης, ενώ τυγχάνουν εφαρμοστέες όλες οι διατάξεις περί αποκλεισμού και περιορισμού της εμμάρτυρης απόδειξης, περί των λόγων εξαίρεσης και άρνησης εξέτασης των μαρτύρων, περί της όρκισης των μαρτύρων και των περιστατικών για τα οποία δεν έχουν υποχρέωση μαρτυρίας, γ) αυξάνεται ο αριθμός τους από τρεις (3) σε πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση. Ο αριθμός αυτός θα ισχύει πλέον και στις ειδικές διαδικασίες, στις οποίες μέχρι σήμερα δεν υπήρχε περιορισμός του αριθμού των προσαγόμενων από κάθε διάδικο ενόρκων βεβαιώσεων. Όλες οι παραπάνω ρυθμίσεις τίθενται επί ποινή απαράδεκτου, αν και όχι ρητά διατυπωμένου, πλην, όμως, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 424 ότι ένορκη βεβαίωση που δίνεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Συνεπώς, η παράβαση οποιασδήποτε των διατάξεων αυτών καθιστά την ένορκη βεβαίωση ανυπόστατο και όχι μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο.
Άρθρο 461: Καταργείται η δυνατότητα προφορικής προβολής της ένστασης πλαστότητας στις διαδικασίες όπου η κατάθεση προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική ως αναγκαία συνέπεια της καθιέρωσης της υποχρεωτικής κατάθεσης προτάσεων ενώπιον όλων των δικαστηρίων και σε όλες τις διαδικασίες (άρθρο 115 παρ. 3 ΣχΚΠολΔ).
Άρθρο 340: Προσθήκη νέας παραγράφου αριθμουμένης ως πρώτης και αρίθμηση της ήδη υπάρχουσας ρύθμισης ως δεύτερης παραγράφου. Με την εισαγόμενη πρώτη παράγραφο υποκαθίσταται εν μέρει η ρύθμιση της ισχύουσας διάταξης του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. α' και β' ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός, συμπληρωματικά δε μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και τα αποδεικτικά μέσαπου δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394. Ήδη με τη νέα ρύθμιση διευρύνεται η χρήση των μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων, αφού μετά την απάλειψη του όρου "συμπληρωματικά" τα αποδεικτικά αυτά μέσα λαμβάνονται ισότιμα υπόψη προς τα επώνυμα αποδεικτικά μέσα, με το μόνο περιορισμό της επιφύλαξης των άρθρων 393 και 394 ΚΠολΔ, ήτοι εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρη απόδειξη. Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται, άλλωστε, και η απάλειψη από την εισαγόμενη ρύθμιση της ισχύουσας πρόβλεψης περί λήψης υπόψη των αποδεικτικών μέσων που πληρούν τους όρους του νόμου σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Η εξομοίωση, όμως, των αποδεικτικών αυτών μέσων καθιστά κάθε διάταξη που επιβάλλει την τήρηση ορισμένων όρων, προκειμένου ένα αποδεικτικό μέσο να έχει αποδεικτική δύναμη, κενό γράμμα, δεδομένου ότι το αποδεικτικό αυτό μέσο είτε πληρεί είτε όχι τους όρους του νόμου, θα εκτιμηθεί ελεύθερα από το δικαστή. Τούτο, όμως, ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε ανορθόδοξα αποτελέσματα, όπως π.χ. να εκτιμηθούν ελεύθερα και με τον ίδιο τρόπο τόσο ένα δημόσιο έγγραφο όσο και μία ιδιόχειρη σημείωση χωρίς υπογραφή ή ένα ξενόγλωσσο έγγραφο χωρίς συνοδευτική μετάφραση. Θα ήταν ίσως ορθότερη μία αντίθετη ερμηνευτική προσέγγιση, με βάση την οποία τα μεν αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου εξακολουθούν να εκτιμώνται ανάλογα με την αποδεικτική δύναμη που τους προσδίδεται, τα δε μη πληρούντα τους όρους του νόμου ελεύθερα, καθόσον με το ΣχΚΠολΔ, παρά τις εκτεταμένες τροποποιήσεις που επιφέρει, δεν σκοπείται η κατάργηση της εν μέρει ελεύθερης απόδειξης, πολλώ δε μάλλον ενόψει του ότι εξακολουθεί να παραμένει πρόβλεψη σε διάφορα άρθρα περί της πλήρους απόδειξης που παράγεται από συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα (βλ. π.χ.άρθρο 352, το οποίο δεν τροποποιείται σύμφωνα με το οποίο η ομολογία του διαδίκου αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, και άρθρο 438 που προβλέπει την πλήρη αποδεικτική δύναμη των δημόσιων εγγράφων έναντι πάντων). Επιχείρημα για την άποψη αυτή μπορεί να αντληθεί και από τη διάταξη του άρθρου 394 παρ. 1 περ. α', που δεν τροποποιείται, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες αν υπάρχει αρχή έγγραφης απόδειξης που πηγάζει από έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη.
Άρθρο 393: Απόρροια της ουσιώδους κάμψης της αμεσότητας της αποδεικτικής διαδικασίας, που επέρχεται συνεπεία των εκτεταμένων τροποποιήσεων του άρθρου 237 ΚΠολΔ, στο μέτρο που περιστέλλεται η χρήση του εμμάρτυρου μέσου, ως κατ' εξοχήν εκδήλωση αυτής, αποτελεί και η αυστηροποίηση των προβλεπόμενων στην ανωτέρω διάταξη περιορισμών, καθόσον αυξάνεται το ποσοτικό όριο της απαγόρευσης απόδειξης με μάρτυρες συμβάσεων, συλλογικών πράξεων και πρόσθετων συμφώνων δικαιοπραξίας που έχει συνταχθεί εγγράφως, από το ποσό των 20.000 ευρώ στο ποσό των 30.000 ευρώ, ενώ με την παρ. 2 του άρθρου αυτού εισάγεται πλέον αδιάκριτη απαγόρευση της εμμάρτυρης απόδειξης κατά του περιεχομένου εγγράφου, χωρίς εξάρτηση από συγκεκριμένο ποσοτικό όριο. Τέλος, με την τρίτη παράγραφο προβλέπεται ρητά, ως εκ περισσού, η δυνατότητα εξέτασης μαρτύρων με τηλεδιάσκεψη. Η δυνατότητα τέτοιας εξέτασης, όμως, προβλέπεται με περιγραφικό τρόπο (ταυτόχρονη μετάδοση ήχου και εικόνας) και στη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 11 του νέου ΣχΚΠολΔ, όπως, άλλωστε, ήδη προβλέπεται και στο ισχύον άρθρο 270 παρ. 8 ΚΠολΔ, που βαίνει προς κατάργηση.
Άρθρο 394: Μεταβολή επέρχεται και στην περίπτωση του εν λόγω άρθρου, σύμφωνα με το οποίο η χρήση μαρτύρων στις εκεί εξεταζόμενες περιπτώσεις επιτρέπεται πλέον εξαιρετικά και όχι σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη, χωρίς άλλη ουσιαστική διαφοροποίηση του περιεχομένου της ρύθμισης αυτής. Ωστόσο η επιλογή του νομοθέτη της χρήσης της φράσης "εξαιρετικά επιτρέπεται η απόδειξη με μάρτυρες" σε αντικατάσταση της ήδη υφιστάμενης ρύθμισης κατά την οποία "η απόδειξη με μάρτυρες επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση" ενδέχεται να προκαλέσει ερμηνευτικό ζήτημα, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή, κατά ρητή πρόβλεψη του νέου άρθρου 423, εφαρμόζεται ανάλογα και στις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες, όμως, με τις εισαγόμενες ρυθμίσεις αναγορεύονται πλέον σε ένα από τα κύρια αποδεικτικά μέσα που προσάγει ο διάδικος προαποδεικτικά στην τακτική διαδικασία, σε αντίθεση με τους μάρτυρες, η εξέταση των οποίων επαφίεται στην ελεύθερη κρίση περί της αναγκαιότητας αυτής και διακριτική ευχέρεια του δικάζοντος δικαστή. Επομένως, η λέξη "εξαιρετικά" μάλλον αφορά σ' αυτή καθ' εαυτή την εξέταση των μαρτύρων και όχι στην προσαγωγή ενόρκων βεβαιώσεων, με συνέπεια να εισάγεται πλέον ένας επιπρόσθετος περιορισμός ως προς τη χρήση του εν λόγω αποδεικτικού μέσου. Επίσης, η χρήση της συγκεκριμένης λέξης είναι δυνατόν να προκαλέσει πρόσθετο ερμηνευτικό ζήτημα στο μέτρο που ήθελε υποστηριχθεί ότι η διάταξη ή η απόφαση περί εξέτασης μαρτύρων στο ακροατήριο πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και ως προς την "κατ' εξαίρεση", σύμφωνα με τους ορισμούς της υπόψη διάταξης, επιλογή του δικαστή να διατάξει την εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο.
Άρθρο 396: Επανέρχεται η ρύθμιση του άρθρου αυτού, που είχε μεταφερθεί με το Ν. 2915/2001 στο άρθρο 270 παρ. 3 εδ. β' ΚΠολΔ, μετά την κατάργηση του τελευταίου αυτού άρθρου, η οποία αφορά φυσικά μόνο στην εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο. Επισημαίνεται ότι με βάση τη διάταξη του άρθρου 237 παρ. 6 ΣχΚΠολΔ, η εξέταση των μαρτύρων στο ακροατήριο διατάσσεται με διάταξη του προέδρου επί πολυμελούς πρωτοδικείου ή του δικαστή της υπόθεσης επί μονομελούς πρωτοδικείου και ειρηνοδικείου, εφόσον κριθεί αναγκαία η εξέταση συγκεκριμένου εκ των μαρτύρων που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή, σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών, εξ αυτών οι οποίοι προτείνονται από κάθε πλευρά. Η τελευταία αυτή διάταξη, όμως, στο μέτρο που εννοεί ότι η επιλογή του προς εξέταση μάρτυρα εναπόκειται στον πρόεδρο του πολυμελούς ή στον εισηγητή δικαστή, οι οποίοι και πρέπει να κατονομάζουν στην ανωτέρω διάταξη το μάρτυρα που σκοπεύουν να εξετάσουν προφορικά στο ακροατήριο, προσκρούει στην υπόψη διάταξη, η οποία εξυπηρετεί τους σκοπούς της αρχής της προφορικότητας και αμεσότητας της διαδικασίας, που επιδιώκει να κάμψει το ΣχΚΠολΔ. Εξάλλου, η επιλογή του προσώπου του μάρτυρα από το δικαστή αντί του διαδίκου προσκρούει στην καθιερωμένη από τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ αρχή της συζήτησης, σύμφωνα με την οποία η προσαγωγή των κυριότερων αποδεικτικών μέσων, δηλαδή των μαρτύρων και των εγγράφων, γίνεται από τους διαδίκους και όχι από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως.
Άρθρο 400: Καταργείται ως λόγος εξαίρεσης μάρτυρα η εξάρτηση συμφέροντος αυτού από την έκβαση της δίκης. Ούτως ή άλλως η αξία της ρύθμισης αυτής ήταν τουλάχιστον περιορισμένη, καθόσον, ακόμη και στις περιπτώσεις που συντρέχει τέτοια περίπτωση εξαίρεσης, γίνεται δεκτή η δυνατότητα του δικαστηρίου να λάβει υπόψη και να εκτιμήσει ελεύθερα την εξέτασή του για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος ως μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο, κατά την πρόβλεψη του ισχύοντος άρθρου 270 παρ. 2 εδ. β' ΚΠολΔ.
Άρθρα 421 - 424: Θεσπίζεται πλέον ειδικό κεφάλαιο στα άρθρα 421 - 424 για τις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες είχαν ήδη αναγορευθεί σε επώνυμο αποδεικτικό μέσο με το Ν. 3994/2011.
Με το άρθρο 421 ενσωματώνονται ρυθμίσεις αναφορικά με την υλική και τοπική αρμοδιότητα του φορέα της λήψης της ένορκης βεβαίωσης (ειρηνοδίκης ή συμβολαιογράφος της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή προξένου). Ελλείψει διάκρισης μεταξύ ημεδαπού και αλλοδαπού συμβολαιογράφου και παρά τη μη ύπαρξη ρητής μνείας, δεν μπορεί μάλλον να αποκλειστεί η δυνατότητα λήψης ένορκης βεβαίωσης ενώπιον αλλοδαπού συμβολαιογράφου.
Με το άρθρο 422 α) μεταβάλλεται η προθεσμία λήψης της ένορκης βεβαίωσης από δύο σε τρεις εργάσιμες ημέρες, ενώ καταργείται η ισχύουσα πρόβλεψη περί οκταήμερης προθεσμίας για τη λήψη της στην αλλοδαπή. Μετά δε την κατάργηση των άρθρων 650 παρ. 1 και 671 παρ. 1 ΚΠολΔ που αφορούσαν στα αποδεικτικά μέσα στις ειδικές διαδικασίες των μισθωτικών και εργατικών διαφορών, ελλείψει δε ειδικής πρόβλεψης για τη λήψη ενόρκων βεβαιώσεων στις ειδικές διαδικασίες, η ανωτέρω προθεσμία των τριών εργάσιμων ημερών τυγχάνει εφαρμογής και σ' αυτές. Η προθεσμία αυτή, όμως, εκ των πραγμάτων, είναι αντικειμενικά αδύνατο να τηρηθεί για τη λήψη ένορκης βεβαίωσης εντός της προθεσμίας της αντίκρουσης στο πλαίσιο των ειδικών διαδικασιών, όπου ρητά προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 περ. στ' ΣχΚΠολΔ ότι μπορούν οι διάδικοι μέχρι τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας από τη συζήτηση να προσκομίσουν με την προσθήκη στις προτάσεις τους ένορκες βεβαιώσεις για την αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν, β) προβλέπεται πλέον αναγκαίο περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης που αφορά στα προσωπικά στοιχεία του ενόρκως βεβαιούντος, ήτοι στοιχεία ταυτότητας, στοιχεία προσωπικής και επαγγελματικής κατάστασης, ενώ τυγχάνουν εφαρμοστέες όλες οι διατάξεις περί αποκλεισμού και περιορισμού της εμμάρτυρης απόδειξης, περί των λόγων εξαίρεσης και άρνησης εξέτασης των μαρτύρων, περί της όρκισης των μαρτύρων και των περιστατικών για τα οποία δεν έχουν υποχρέωση μαρτυρίας, γ) αυξάνεται ο αριθμός τους από τρεις (3) σε πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση. Ο αριθμός αυτός θα ισχύει πλέον και στις ειδικές διαδικασίες, στις οποίες μέχρι σήμερα δεν υπήρχε περιορισμός του αριθμού των προσαγόμενων από κάθε διάδικο ενόρκων βεβαιώσεων. Όλες οι παραπάνω ρυθμίσεις τίθενται επί ποινή απαράδεκτου, αν και όχι ρητά διατυπωμένου, πλην, όμως, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 424 ότι ένορκη βεβαίωση που δίνεται κατά παράβαση των προηγούμενων διατάξεων δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Συνεπώς, η παράβαση οποιασδήποτε των διατάξεων αυτών καθιστά την ένορκη βεβαίωση ανυπόστατο και όχι μη πληρούν τους όρους του νόμου αποδεικτικό μέσο.
Άρθρο 461: Καταργείται η δυνατότητα προφορικής προβολής της ένστασης πλαστότητας στις διαδικασίες όπου η κατάθεση προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική ως αναγκαία συνέπεια της καθιέρωσης της υποχρεωτικής κατάθεσης προτάσεων ενώπιον όλων των δικαστηρίων και σε όλες τις διαδικασίες (άρθρο 115 παρ. 3 ΣχΚΠολΔ).
Τελειώνοντας την προφορική της εισήγηση, η Πρωτοδίκης, Μαγδαληνή Πράσσα, κατέθεσε και έγγραφο υπόμνημα.
Ακολούθως ο λόγος δόθηκε στον Πρωτοδίκη Χρήστο Τριανταφυλλίδη, ο οποίος σχετικά με ταΚΕΦΑΛΑΙΑ ΙΓ’ έως ΙΕ’ του ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (άρθρα 466 έως 494 ΚΠολΔ) ανέφερε τα εξής:
Ειδικές διατάξεις
Από τις ειδικές διατάξεις των άρθρων 466 επ. που δεν συνιστούν, ως γνωστόν, ειδική διαδικασία, αλλαγές έχουμε μόνο στις ειδικές διατάξεις των μικροδιαφορών του ειρηνοδικείου(άρθρα 466 επ. ΚΠολΔ).
Συγκεκριμένα, τροποποιείται η διάταξη του άρθρου 468§1 ΚΠολΔ, όπου αφαιρείται η δυνατότητα προφορικής άσκησης αγωγής ενώπιον του ειρηνοδίκη(οπότε συντασσόταν έκθεση).
Επίσης, καταργείται η διάταξη του άρθρου 472 ΚΠολΔ που ορίζει την εκπροσώπηση του διαδίκου που δεν εμφανίζεται στο ακροατήριο, οπότε μπορούσε να αντιπροσωπευτεί από τον σύζυγο, τους ανιόντες ή κατιόντες ή συγγενείς δευτέρου βαθμού αλλά και τους υπαλλήλους του(472§1 ΚΠολΔ)ενώ η §2 της ίδιας διάταξης προέβλεπε υπογραφή πληρεξούσιου εγγράφου από τον ιερέα ή το δάσκαλο ή τον αστυνόμο ή το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας όταν ο εντολέας ήταν αγράμματος.
Οι ως άνω τροποποιήσεις είναι συνεπείς με την τροποποίηση της γενικής διάταξης του άρθρου 115 ΚΠολΔ που ισχύει και στο ειρηνοδικείο,αφού πλέον η αγωγή θα ασκείται με το νέο σύστημα των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ(115§2 ΣχΚΠολΔ),πληρεξούσιο θα κατατίθεται υποχρεωτικά μαζί με τις προτάσεις εντός 100 ημερών από την κατάθεσή της(237§1 εδ.β’ ΣχΚΠολΔ) ενώ γίνεται υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων και στο ειρηνοδικείο(115§3 ΣχΚΠολΔ).
Προτείνεται, ενόψει ιδίως της μείωσης της λόγω ποσού αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου (από 20.000 σε 15.000 ευρώ) και του μονομελούς πρωτοδικείου(από 20.000-250.000 σε 15.000-150.000 ευρώ)-προφανώς λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κρίση-να μειωθεί αντίστοιχα και η λόγω ποσού αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου όταν δικάζει με τις ειδικές διατάξεις περί μικροδιαφορών σε 0-1.500 ευρώ, στο ίδιο δηλαδή όριο που ήταν αρχικά μέχρι την τροποποίηση του άρθρου 466§1 με το άρθρο 42 του ν.3994/2011.
Σκόπιμη κρίνεται και η επανεξέταση του ανακριτικού συστήματος κατά την εκδίκαση των απαιτήσεων με τις ανωτέρω διατάξεις έτσι ώστε και εδώ να εφαρμόζεται η εν μέρει ελεύθερη απόδειξη και επί ερημοδικίας τα άρθρα 271 και 272 ΚΠολΔ.
Τελειώνοντας την προφορική του εισήγηση ο Πρωτοδίκης, Χρήστος Τριανταφυλλίδης, κατέθεσε και έγγραφο υπόμνημα.
Στη συνέχεια, ο λόγος δόθηκε στην Πρωτοδίκη Θεοδώρα Θεοδοσιάδου, η οποία σχετικά με ταΚΕΦΑΛΑΙΑ Α’ έως ΣΤ’ του ΤΡΙΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (άρθρα 495 έως 590 ΚΠολΔ) ανέφερε τα εξής:
ΕΦΕΣΗ
1) Αρθρα 17 Α, 19 : Η πρώτη και πλέον βασική τροποποίηση που επέρχεται είναι η κατάργηση των Μονομελών Εφετείων (και Πρωτοδικείων που δικάζουν κατ’έφεση). Συγκεκριμένα καταργείται η διάταξη του άρθρου 17Α ΚΠολΔ σύμφωνα με την οποία «στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικέιων υπάγονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και πλέον σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 18 ΚΠολΔ «υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων». Ομοίως και στο Εφετείο, με την τροποποίηση που επέρχεται στο άρθρο 19 «οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Μονομελών και Πολυμελών Πρωτοδικείων υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εφετείου». Η τροποποίηση αυτή, θα επιφέρει το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκει ο νομοθέτης και συγκεκριμένα θα οδηγήσει σε επιβράδυνση και όχι επιτάχυνση της δικαιοσύνης. Η καθιέρωση των Μονομελών Εφετείων που ψηφίσθηκε με το ν.3994/2011 συνέβαλλε ουσιαστικά στην επιτάχυνση, αφού μειώθηκε σημαντικά ο χρόνος έκδοσης των αποφάσεων. Χαρακτηριστικό είναι ότι σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, ο χρόνος δημοσίευσης των αποφάσεων που εκδόθηκαν στο Πρωτοδικείο επί εφέσεων κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων (από μονομελή σύνθεση), κατά τη διάρκεια των δύο ετών που ισχύει η διάταξη αυτή, μειώθηκε σε 1,5-2 μήνες κατά μέσο όρο. Οσο αφορά την εμπειρία των Δικαστών που δικάζουν αυτές τις υποθέσεις, στο Εφετείο είναι εύλογο, ότι δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Στα Πρωτοδικεία ωστόσο ίσως υπάρχει ένα ζήτημα, στα επαρχιακά κυρίως, όπου πολλές φορές τυχαίνει να υπηρετούν Πρωτοδίκες με εμπειρία ενός ή δύο ετών. Για το λόγο αυτό θα μπορούσε να ορισθεί στη σχετική διάταξη ότι θα πρέπει υποχρεωτικά ναδικάζονται από Προέδρους Πρωτοδικών. Σε κάθε δε περίπτωση η διάταξη που θεσπίσθηκε με το ν.3994/2011, ίσχυσε μόλις δύο έτη και δεν έχει ακόμη δοκιμασθεί η αποτελεσματικότητά της σε σχέση με το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης.
2) Αρθρο 518 : Με το άρθρο 518 μειώνεται η καταχρηστική προθεσμία της εφέσεως, ήτοι σε περίπτωση μη επιδόσεως της προσβαλλομένης απόφασης, από τρία έτη σε δύο έτη που αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη. Ωστόσο προστέθηκε ένα νέο εδάφιο (β), σύμφωνα με το οποίο «η πάροδος της προθεσμίας λογίζεται ως επίδοση της απόφασης». Η προσθήκη του εδαφίου αυτού θα δημιουργήσει προβλήματα για το κρίσιμο θέμα του ακριβούς χρονικού σημείου απώλειας της προθεσμίας της έφεσης για την περίπτωση που δεν επιδοθεί η απόφαση, καθόσον δημιουργείται το ζήτημα αν η πλασματική επίδοση που καθιερώνει η ανωτέρω διάταξη, τίθεται ως αφετηρία για την έναρξη της γνήσιας προθεσμίας του άρθρου 518 εδ.1 ΚΠολΔ. Η διάταξη ωστόσο αυτή θα μπορούσε να έχει κάποια σημασία επί των ερήμην εκδιδόμενων αποφάσεων, ώστε να μην διαιωνίζεται η προθεσμία άσκησης της ανακοπής ερημοδικίας.
3) Αρθρο 524 (έχουμε πλέον (εν μέρει) προσαρμογή στις νέες διατάξεις για τη συζήτηση): 1. «Στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 236, 237 παρ.8 έως 11, 239 έως 312, 591 παρ.1 εδ.α έως γ και 591 παρ.4.Η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση.2.Η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528.3.Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται». Με τις νέες αυτές διατάξεις ωστόσο, κατά παρέκκλιση του πρώτου βαθμού, οι προτάσεις και η προσθήκη εξακολουθούν να κατατίθενται όπως και σήμερα, το δε επιτρεπτό προσκομιδής ενόρκων βεβαιώσεων και νέων αποδεικτικών μέσων το πρώτον ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, θα πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο του 529 ΚΠολΔ. Επίσης, παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις και ανακοινώσεις ασκούνται υποχρεωτικώς έως και οκτώ ημέρες πριν τη συζήτηση και προσδιορίζονται υποχρεωτικά στην αυτή δικάσιμο. Συνεπώς και οι προτάσεις επ’αυτών θα πρέπει να κατατίθενται επί της έδρας. Η κύρια δε παρέμβαση δύναται ν’ασκηθεί το πρώτον ενώπιον του Εφετείου (μέσω της παραπομπής στο 591 παρ.1 στ.β). Οσον αφορά όμως την περίπτωση της προφορικής συζήτησης της υπόθεσης η οποία παραμένει υποχρεωτική στην περίπτωση του 528 ΚΠολΔ (όταν η έφεση ασκείται από τον ερημοδικασθέντα στον πρώτο βαθμό διάδικο), η σχετική διαδικασία έρχεται σε αντίθεση με την ισχύουσα διαδικασία του πρώτου βαθμού και τίθεται ζήτημα ως προς το χρόνο προβολής των μέσων επίθεσης και άμυνας, εφόσον οι προτάσεις θα κατατεθούν επί έδρας. Εαν δε ταυτόχρονα ασκηθεί κύρια παρέμβαση το πρώτον ενώπιον του Εφετείου, ανακύπτει το ζήτημα ποια διαδικασία θα εφαρμοσθεί .
4) Αρθρο 527: Καταργείται η δυνατότητα προβολής στην κατ’εφεση δίκη των ισχυρισμών του άρθρου 269, ήτοι α): αυτών που λαμβάνονται υπ’όψη αυτεπαγγέλτως ή είναι προνομιακοί (η έλλειψη δικαιοδοσίας, εκκρεμοδικία, παράλειψη εγγραφής στα βιβλία διεκδικήσεων, 281 κλπ) β) δεν προβλήθηκαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία (ενώ υπό την ισχύουσα δικονομία θα μπορούσε ο εκκαλών να καθορίσει το λόγο της μη έγκαιρης προβολής τους) π.χ επί αγωγής για μισθούς υπερημερίας προτείνεται ένσταση από το άρθρο 656 εδ.β ΑΚ (ήτοι καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού (ΕφΑθ 3313/1988)) στο Εφετείο το πρώτο διότι ο εναγόμενος πληροφορήθηκε το γεγονός μετά τη δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου γ) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία (ενώ υπό την παλαιά δικονομία θα μπορούσε να επικαλεσθεί ότι δε γνώριζε ούτε μπορούσε να πληροφορηθεί την ύπαρξή του). Κρίνεται ως άστοχη η αδικαιολόγητη κατάργηση του 269 που έδινε τη δυνατότητα εισαγωγής στη δευτεροβάθμια δίκη των σχετικών ισχυρισμών. Το αποτέλεσμα μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες αποφάσεις αναντίστοιχες με την πραγματικότητα, καθώς για παράδειγμα δεν θα λαμβάνονται υπ’όψη αποδείξεις για τις οποίες ο διάδικος έλαβε γνώση ενδεχομένως μετά την πρωτόδικη δίκη (π.χ κάποιο έγγραφο) και στηρίζουν κάποιο ισχυρισμό (π.χ ένσταση 656 εδ.βΑΚ).Βέβαια από τη άλλη, με το να υποχρεώνεται ο διάδικος να προβάλλει όλους τους ισχυρισμούς του πρωτοδίκως, αποφεύγεται η διαιώνιση της υπόθεσης και ο αιφνιδιασμός του αντιδίκου με την κατάθεση έφεσης και την επίκληση νέων λόγων. Για το λόγο αυτό ίσως θα έπρεπε να περιληφθεί η περίπτωση για την οποία «δεν προβλήθηκαν εγκαίρως από δικαιολογημένη αιτία» και να εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου το παραδεκτό ή μη του σχετικού ισχυρισμού.
Αυτές είναι οι επερχόμενες βασικές αλλαγές στο κεφάλαιο της έφεσης, από τις οποίες δύνανται να ανακύψουν ζητήματα. Ωστόσο μία βασική διάταξη που χρήζει αλλαγής είναι αυτή του άρθρου 498, με την οποία θα πρέπει να θεσπισθεί η υποχρέωση του εκκαλούντος να προσδιορίζει την έφεση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος (30 ημερών) και να την επιδίδει στον εφεσίβλητο, για να επέρχονται οι συνέπειες άσκησής της, άλλως να θεωρείται ως μηδέποτε ασκηθείσα. Με τον τρόπο αυτό αφενός δεν θα στοιβάζεται σωρεία εφέσεων οι οποίες δεν προσδιορίζονται, αφετέρου δεν θα υποχρεώνεται ο νικήσας διάδικος να προσδιορίζει και να υπόκειται σε έξοδα και ταλαιπωρία, την έφεση που άσκησε ο κακόπιστος διάδικός του προκειμένου να καθυστερήσει την τελεσιδικία της αποφάσεως
ΑΝΑΨΗΛΑΦΗΣΗ
1) Αρθρο 538: καταργείται το «σε κάθε περίπτωση, εφόσον πρόκειται για στηριζόμενο στον αριθμό 10 του άρθρου 544 λόγου»
2) Αρθρο 544 (λόγοι αναψηλάφησης): Καταργείται η παρ.10 (αν το περιεχόμενο της απόφασης επηρρεάσθηκε από δωροληψία δικαστή, παράβαση καθήκοντος….» και τίθεται νέαπαρ.10 «αν είναι αναγκαία η εξαφάνιση ή τροποποίηση της απόφασης για να αποκατασταθεί η παραβίαση δικ/τος της ΕΣΔΑ που διαπιστώθηκε με απόφαση του ΕΔΔΑ». Με τη νέα αυτή διάταξη ελλοχεύει ο κίνδυνος να ανατραπούν διαμορφωμένες και τελεσιδίκως κριθείσες με ισχύ δεδικασμένου έννομες σχέσεις.
3) Αρθρο 545 (προθεσμία): στην παρ.10 (ανωτέρω) «από τη δημοσίευση της απόφασης του ΕΔΔΑ».
ΑΝΑΙΡΕΣΗ
1. Αρθρο 560 : Τροποποιείται η διάταξη του άρθρου 560 με την οποία ορίζονται περιορισμένοι λόγοι αναίρεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων καθώς και των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων ειρηνοδικείων. Ειδικότερα, σε σχέση με την προηγούμενη διάταξη, που προέβλεπε μόνο τέσσερις λόγους αναίρεσης (έναντι είκοσι λόγων που προβλέπονταν στη γενική διάταξη του άρθρου 559), εκ των οποίων μόνο ο με αριθ.1, περί παράβασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου είχε ουσιαστική εφαρμογή, προστίθενται δύο ακόμη λόγοι αναίρεσης, ήτοι αυτοί που προβλέπονται στους αριθ.8 και 19 του άρθρου 559, και αφορούν, ο πρώτος τη λήψη υπόψη πραγμάτων που δεν προτάθηκαν ή τη μη λήψη πραγμάτων που προτάθηκαν και είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και ο δεύτερος, την έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης , που αφορά στην πληρότητα της αιτιολογίας της. Με την τροποποίηση αυτή είναι προφανές ότι θα επέλθει αύξηση των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων (αποφάσεων κατά τεκμήριο ήσσονος σπουδαιότητας) που θα οδηγούνται, δια της άσκησης αναίρεσης στο ανώτατο ακυρωτικό, αφού θα είναι ευκολότερο για τον ηττώμενο διάδικο, ιδίως με την χρήση του με αριθ. 6 λόγου (περί έλλειψης νομίμου βάσεως) να αναιρεσιβάλλει κυρίως τις αποφάσεις των ειρηνοδικείων, με απώτερο αποτέλεσμα να ανατροφοδοτείται η ύλη των ως άνω δικαστηρίων, με υποθέσεις που θα επιστρέφουν από τον Άρειο Πάγο για νέα κρίση, μετά την αναίρεση των σχετικών αποφάσεων. Από την άποψη αυτή, σε συνδυασμό και με την μείωση του ποσού της καθ’ύλην αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων , η υπόψη τροποποίηση ελέγχεται ως ασύμβατη με την επιδιωκόμενη επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και την αποσυμφόρηση των πινακίων των δικαστηρίων, πλην όμως ασφαλώς παρέχει στους διαδίκους μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου αφού καθιστά ευχερέστερη την πρόσβασή τους στον Άρειο Πάγο, ενώ οπωσδήποτε αποτρέπει φαινόμενα έκδοσης εντελώς αναιτιολόγητων αποφάσεων ή /και αυθαίρετων παραδοχών.
2. Αρθρο 564: Η σύντμηση της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως σε περίπτωση μη επίδοσης της απόφασης από 3 σε 2 έτη (όπως και η έφεση).
3. Αρθρο 569, 571, 573, 574, 575, 580: Κατάργηση του θεσμού του Εισηγητή και όλων των διατάξεων που σχετίζονταν με αυτόν. Κρίνεται ως λανθασμένη, εφόσον συνέβαλλε στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης και αποτελούσε ένα είδος προδικαστικού ελέγχου των αναιρετικών ισχυρισμών .
ΑΝΑΚΟΠΗ
Αρθρο 585 :Καθιερώνεται η υποχρέωση κοινοποίησης του δικογράφου των πρόσθετων λόγων μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεση της ανακοπής ή όταν πρόκειται για ειδικές διαδικασίες οκτώ ημέρες πριν από τη συζήτηση. Ορθή η διάταξη καθώς αποφεύγεται ο αιφνιδιασμός του αντιδίκου.
Τελειώνοντας την προφορική της εισήγηση η Πρωτοδίκης, Θεοδώρα Θεοδοσιάδου, κατέθεσε και έγγραφο υπόμνημα.
Ακολούθως, ο λόγος δόθηκε στην Πρωτοδίκη Αλεξάνδρα – Ελένη Σταυροπούλου, η οποίασχετικά με τα ΚΕΦΑΛΑΙΑ Α’ έως Δ’ του ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (άρθρα 591 έως 681Δ ΚΠολΔ) ανέφερε τα εξής:
Τέταρτο Βιβλίο του νέου ΚΠολΔ, περιλαμβάνει τα άρθρα 591 έως 681 Δ του ισχύοντος σήμερα Κώδικα.
Με το νέο άρθρο 591 (Γενικές Διατάξεις), δίνονται οι κατευθυντήριες γραμμές που θα ισχύουν στις ειδικές διαδικασίες, οι οποίες πλέον συμπτύσσονται καθώς ουσιαστικά περιλαμβάνουν όλες τα έως τώρα πινάκια των ειδικών διαδικασιών. Έτσι, το νέο άρθρο, κατά πολύ εκτενέστερο σε σχέση με το σημερινό, πλην των όσων ορίζονταν, περιέχει διατάξεις επί θεμάτων που αφορούν όλες τις υπαγόμενες υποθέσεις. Ωστόσο, αρκετές από τις ρυθμίσεις που περιέχει, ουσιαστικά αναιρούνται από άλλες παραγράφους του ιδίου άρθρου. Ειδικότερα, ενώ στο εδάφιο γ’ προβλέπεται ότι η κατάθεση των προτάσεων στις διαδικασίες αυτές κατατίθενται το αργότερο κατά τη συζήτηση, στην παράγραφο 2 του άνω άρθρου ορίζεται ότι ο Δικαστής οφείλει πριν τη συζήτηση να έχει ενημερωθεί όχι μόνο επί της αγωγής, αλλά και επί των εκατέρωθεν ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων. Ακολούθως, ενόψει του ότι κατά τη συνήθη πρακτική, οι συνήγοροι καταθέτουν τις προτάσεις τους στην έδρα (εφόσον δεν υποχρεούνται σε προκατάθεση αυτών με ποινή απαραδέκτου), η διάταξη αυτή δεν φαίνεται ότι μπορεί να έχει οποιοδήποτε αποτέλεσμα ή συνέπεια στην διαδικασία στο ακροατήριο (όπως σαφώς θα συνέβαινε εάν από τον δικάζοντα δικαστή υπήρχε γνώση ολόκληρου του φακέλου) και σε κάθε περίπτωση δεν διευκολύνεται η απόδειξη των ισχυρισμών που προβάλλουν οι διάδικοι. Στην ίδια λογική, ουσιαστικά κενή περιεχομένου παραμένει και η παράγραφος 4 του ιδίου άρθρου, με την οποία προβλέπεται η διάταξη πραγματογνωμοσύνης από έδρας, που σαφώς προϋποθέτει γνώση της υπόθεσης, καθώς και σαφή πρόβλεψη από το δικάζοντα ότι θα χρειαστούν ειδικές γνώσεις, ώστε να τεθούν ορθώς ταθέματα της πραγματογνωμοσύνης. Προφανής σκοπός της διάταξης αυτής, είναι η επιτάχυνση της διαδικασίας. Ωστόσο παρόμοια πρόβλεψη, δεν είχε θετική εξέλιξη ούτε στα Πολυμελή Δικαστήρια, όταν εισήχθη το πρώτον με παλαιότερη τροποποίηση, παρά το ότι, μάλιστα, σε εκείνη την περίπτωση, ο Δικαστής είχε πλήρη γνώση της δικογραφίας, αφού ήταν αναγκαστική η προ 20ημέρου προκατάθεση προτάσεων επί ποινή απαραδέκτου. Ακολούθως, στην πράξη θα είναι ανέφικτο, να κατατεθούν προτάσεις στην έδρα, να προβληθούν εκατέρωθεν ισχυρισμοί των διαδίκων και το Δικαστήριο να είναι σε θέση να διατάξει από έδρας πραγματογνωμοσύνη, με προφορική ανακοίνωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Περαιτέρω, ορίζεται ότι η ανταγωγή, η αντέφεση, οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης αλλά και η παρέμβαση, η προσεπίκληση και η ανακοίνωση ασκούνται με ποινή απαραδέκτου με ξεχωριστά δικόγραφα, με τη μεσολάβηση 8 ημερών προ της συζήτησης, γεγονός που ουσιαστικά αποτρέπει τον αιφνιδιασμό του αντιδίκου και επιπλέον διευκολύνει τον δικάζοντα, που πλέον δεν θα χρειάζεται στην έδρα να λαμβάνει για πρώτη φορά γνώση, μακροσκελών δικογράφων ανταγωγών που ασκήθηκαν με προτάσεις, επιπλέον δε όλα τα παραπάνω, ως αυτοτελείς αιτήσεις δικαστικής προστασίας, πρέπει να προσδιορίζονται ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ κατά την ημερομηνία συζήτησης της κύριας υπόθεσης. Στην πράξη, τελικά, ο αριθμός των εκάστοτε προσδιοριζόμενων υποθέσεων θα είναι γνωστός 8 ημέρες πριν τη δικάσιμο.
Θα ήταν προτιμότερο, εφόσον ζητείται η επιτάχυνση της διαδικασίας με την εφαρμογή των ανωτέρω νέων ρυθμίσεων, να υπάρχει προκατάθεση προτάσεων και στις ειδικές διαδικασίες, τουλάχιστον 3 ημέρες προ της συζήτησης.
ΑΡΘΡΟ 592
Ουσιαστικά πρόκειται για ένωση των παλαιών άρθρων για τις γαμικές διαφορές, τις διαφορές γονέων και τέκνων και τις διαφορές του άρθρου 681 Β για την ανάθεση επιμέλειας, γονικής μέριμνας κ.λ.π. Οι τελευταίες περιγράφονται ως ΛΟΙΠΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΕΣ διαφορές.
Σε όλες τις παραπάνω ορίζονται οι συνέπειες της ερημοδικίας διαδίκου κατά το πρότυπο που έως τώρα ισχύει στις ειδικές, δηλαδή η ερημοδικία οποιουδήποτε διαδίκου δεν συνεπάγεται απόρριψη αγωγής, αλλά εκδίκαση της υπόθεσης ωσεί παρόντος του απολειπόμενου διαδίκου. Με αυτήν τη διάταξη, διαφοροποίηση επέρχεται κυρίως στις δίκες διαζυγίων, όπου επί ερημοδικία του ενάγοντος απορριπτόταν η αγωγή, με τις γενικές περί ερημοδικίας διατάξεις. Θετική η πρόταση και συμβάλλει στην εκκαθάριση των διαφορών, καθώς πολλές φορές, υπάρχει παρέλκυση δικών με την μη εμφάνιση του ενάγοντος, ο οποίος ενδεχομένως δεν έχει ενδιαφέρον πλέον για την έκδοση διαζυγίου.
ΑΡΘΡΟ 610
ΟΡΙΖΕΙ ότι «Οι διαφορές της παραγράφου 3 του άρθρου 592 αν ενωθούν με τις διαφορές των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 592 μπορεί να εισάγονται και στο πολυμελές πρωτοδικείο».
Φαίνεται, λοιπόν ότι ουσιαστικά θα υπάρχει Πολυμελές Δικαστήριο για την εκδίκαση των διαφορών που έως τώρα χαρακτηρίζουμε ως γαμικές διαφορές και διαφορές από σχέσεις γονέων τέκνων οι οποίες παρασύρουν τις διαφορές που αφορούν επιμέλεια, διατροφή κ.λ.π. σε ανώτερο Δικαστήριο, σε περίπτωση ένωσής τους στο ίδιο δικόγραφο. ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΗ, όμως είναι η ρύθμιση με το άρθρο 17 αριθ. 1, που καθορίζει την καθ’ ύλην αρμοδιότητα των Δικαστηρίων, ορίζοντας ότι στην αρμοδιότητα των ΜΟΝΟΜΕΛΩΝ υπάγονται ΠΑΝΤΟΤΕ οι διαφορές που αφορούν το διαζύγιο, ακύρωση γάμου κ.λ.π., αλλά και εκείνες του νέου άρθρου 592 παρ. 2, ήτοι οι διαφορές γονέων τέκνων. Επίσης, οι διατροφές, δίκες επιμέλειας κ.λ.π. κατά το 17 αριθ. 2, υπάγονται ομοίως στην αρμοδιότητα του ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ, όπως συμβαίνει και τώρα. Ομοίως, η αναφορά του Πολυμελούς Δικαστηρίου στο άρθρο 611 (για τη συμβιβαστική προσέγγιση των διαδίκων) αλλά και στο άρθρο 612 (για την επικοινωνία του δικαστή με το ανήλικο) είναι αντιφατική, λαμβανομένης υπόψη της γενικής ρύθμισης του άρθρου 17 .
ΆΡΘΡΟ 613
Ορθή η ρύθμιση του άρθρου 613, όπου ορίζεται οι με την απόφαση, με την οποία ανατίθεται η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου στον ένα γονέα, διατάσσεται αυτεπαγγέλτως και η απόδοση ή παράδοση του τέκνου σ’ αυτόν, και η απόφαση εκτελείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 943 και 950 του ΚΠολΔ. Με την ρητή αυτή πρόβλεψη, για αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου, υφίσταται πλέον δυνατότητα να εκτελεστούν οι αποφάσεις που αφορούν επιμέλεια τέκνου, οι οποίες πολλές φορές (ακόμη και μετά την τελεσιδικία τους) δεν υπήρχε τρόπος να εκτελεστούν, παρά μόνο μετά από οικειοθελή συμμόρφωση του διαδίκου, στις περιπτώσεις που το Δικαστήριο ανέθετε την επιμέλεια στον γονέα με τον οποίο δεν διέμενε το παιδί. Ωστόσο θα πρέπει να διευκρινιστεί, η διαδικασία της εκτέλεσης (αρθρ. 943 ή αρθρ. 950)
Άρθρο 614
Στο νέο άρθρο 614 ορίζεται ότι κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, δικάζονται οι μισθωτικές διαφορές, οι διαφορές από οριζόντια ή κάθετη ιδιοκτησία, οι εργατικές διαφορές, οι διαφορές επαγγελματιών και οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, οι διαφορές από αμοιβές, οι διαφορές για ζημιές από αυτοκίνητα, οι διαφορές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές και οι διαφορές από πιστωτικούς τίτλους.
Ως προς τους ορισμούς των διαφορών, ακολουθείται η αντίστοιχη με αυτή του ήδη ισχύοντος κώδικα. Αυτή θα πρέπει να είναι η κατευθυντήρια αρχή, για τον δικάζοντα δικαστή, εάν, μετά την κατάργηση των επιμέρους ειδικών διαδικασιών και των υπαγόμενων σε αυτές διαφορών, τεθούν θέματα υπαγωγής υποθέσεων στην τακτική ή στην ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Ειδικότερα, για τις μισθωτικές συνεχίζουν να ισχύουν, χωρίς διαφοροποιήσεις τα έως τώρα άρθρα 658, 659, 660, 661 και 662 αλλά και το 651. Δεν προβλέπονται ειδικότερα οι συνέπειες της ερημοδικίας και ως εκ τούτου ανατρέχουμε στις διατάξεις του γενικού μέρους του Κώδικα.
Εργατικές άρθρο 621
Απαλείφεται η δυνατότητα να παρασχεθεί η πληρεξουσιότητα ενώπιον του ΑΠ με ιδιωτικό έγγραφο και ως εκ τούτου πλέον επανέρχεται η ανάγκη για συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, όπως ορίζεται στο άρθρο 96 του νέου ΚΠολΔ. Ενόψει του ότι ζητούμενη είναι η επιτάχυνση και λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερα δυσχερών οικονομικών συνθηκών, ιδίως για εργαζόμενους που επιθυμούν να υποστηρίξουν υποθέσεις τους στα Δικαστήρια, υπήρξε ικανοποιητική η ρύθμιση του 4055/2012, δυνάμει της οποίας αρκούσε για την παροχή πληρεξουσιότητας ιδιωτικό έγγραφο, με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από ΚΕΠ ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια, δημοτική ή κοινοτικήαρχή, που σαφώς ελάφρυνε τον πολίτη από ένα μέρος των εξόδων της δίκης.
ΔΙΑΤΑΓΗ πληρωμής άρθρο 624
Επιτρεπτή πλέον η έκδοση διαταγής πληρωμής και σε βάρος καθ’ ων – κατοίκων εξωτερικού αλλά και αγνώστου διαμονής υπό την προϋπόθεση ότι ο καθ’ ου – αγνώστου διαμονής έχει νόμιμα διορισμένο αντίκλητο σύμφωνα με το άρθρο 142, ήτοι με τη γνωστή διαδικασία δήλωσης στην Γραμματεία του Δικαστηρίου.
Περισσότερο ευέλικτη πλέον η έκδοση, αλλά στην πράξη μάλλον μικρή εφαρμογή θα υπάρξει.
Ενόψει πλέον της δυνατότητας, να υπάρξει διαταγή πληρωμής σε βάρος προσώπου – κατοίκου εξωτερικού, ίσως στην πράξη φανεί ανεπαρκής η προθεσμία των δύο μηνών (άρθρο 630 Α), που είναι το απώτατο χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να επιδοθεί η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής, προκειμένου να μην αποβάλλει την ισχύ της, λαμβανομένης υπόψη της καθυστέρησης που συνήθως παρατηρείται στις επιδόσεις στο εξωτερικό. Θα ήταν περισσότερο συνεπές προς εξισορρόπηση των δικαιωμάτων των διαδίκων μερών, να υπάρξει διαφορετική πρόβλεψη στο άρθρο 630 Α, ως προς τις προθεσμίες, αφού μάλιστα ήδη στο άρθρο 636 ΚΠολΔ, διαφοροποιείται η προθεσμία για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, ανάλογα με το εάν ο ανακόπτων είναι κάτοικος Ελλάδας (15 εργάσιμες ) ή εξωτερικού ή άγνωστης διαμονής αντίστοιχα (30 εργάσιμες).
Ορθά καταργείται η σχετική διάταξη (ήδη ισχύον άρθρο 626 εδ γ’) περί προφορικής υποβολής της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής, που έχει περιπέσει σε αχρησία.
Δυσμενή, ωστόσο, σχόλια έχει δεχθεί η επιμήκυνση των προθεσμιών για την διαταγή απόδοση χρήσης του μισθίου. Ειδικότερα, έως τώρα η έκδοση διαταγής απόδοσης, απαιτούσε εξώδικη όχληση προ 15 ημερών, άμεση εκτελεστότητα του τίτλου και εκτέλεση μετά από 20 ημέρες από την κοινοποίηση, κάτι που σήμαινε ότι ο οφειλέτης, εφόσον δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του, περίπου σε 1,5 μήνα μπορούσε να αποβληθεί από το μίσθιο. Με τις νέες διατάξεις απαιτείται περισσότερο χρονοβόρες διαδικασίες και πιο ειδικά για την έκδοση διαταγής απόδοσης χρειάζεται εξώδικη όχληση προ 2 μηνών, περιαφή του εκτελεστήριου τύπου μετά από 30 ημέρες και εκτέλεση μετά από 3 ημέρες από την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, ήτοι με το καθεστώς που προτείνεται ο μισθωτής θα αποβάλλεται -στην καλύτερη περίπτωση- μετά από 4 μήνες περίπου. Μάλλον ατυχής η ρύθμιση, αφού ουδόλως συμβάλλει στην ταχεία εκκαθάριση της διαφοράς.
Τέλος, ανεξαρτήτως όλων των ανωτέρω, ενόψει πλέον της ύπαρξης ΜΙΑΣ και μοναδικής ΕΙΔΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ, η κατανομή των υποθέσεων (ΟΛΩΝ των ειδικών διαδικασιών, ανεξαρτήτως αντικειμένου), τίθεται θέμα εσωτερικής οργάνωσης των (μεγάλων τουλάχιστον) Δικαστηρίων, αναφορικά με την κατανομή των υποθέσεων, που φαίνεται ότι δεν θα είναι η ίδια με τον έως τώρα ισχύοντα τρόπο (ήτοι της εκδίκασης υποθέσεων της ίδιας διαδικασίας όπως έως τώρα ήταν επιμερισμένες και ακολουθούσε η κατανομή τους), καθώς θα υπάρχει ανάγκη ενιαίας αντιμετώπισης, ως προς τον χρόνο προσδιορισμού δικασίμου (που σαφώς σήμερα διαφέρει από μια ειδική σε έτερη ειδική διαδικασία). Ακολούθως, σε περίπτωση ύπαρξης μιας ενιαίας διαδικασίας, χωρίς περαιτέρω εσωτερικές προβλέψεις αναφορικά με την κατανομή τωναντικειμένων (με συνέπεια ο κάθε Δικαστής να χρεώνεται υποθέσεις με διάφορα αντικείμενα όλων των επιμέρους περιλαμβανόμενων διατάξεων), είναι περισσότερο από σαφές ότι θα προκαλέσει καθυστέρηση στην έκδοση αποφάσεων, ενόψει και του συνήθους μεγάλου αριθμού δικογραφιών που χρεώνονται κατ’ έτος οι υπηρετούντες στα μεγάλα Δικαστήρια.
Ακολούθως ο λόγος δόθηκε στον Εφέτη, Παναγιώτη Παυλίδη ο οποίος ανέφερε ότι «Με τις νέες ρυθμίσεις ουσιαστικά προβλέπονται δυο τρόποι άσκησης της αγωγής, ένα τρόπος για την τακτική διαδικασία και ένας για τις ειδικές διαδικασίες»
Τελειώνοντας την προφορική της εισήγηση η Πρωτοδίκης, Αλεξάνδρα Ελένη Σταυροπούλου, κατέθεσε και έγγραφο υπόμνημα.
Ακολούθως, ο λόγος δόθηκε στην Πρόεδρο Πρωτοδικών Βασιλική Τσαμπάζη, η οποία σχετικά με τα ΚΕΦΑΛΑΙΑ Α’ έως Η’ του ΠΕΜΠΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (άρθρα 682 έως 738 ΚΠολΔ) ανέφερε τα εξής:
Στο πέμπτο βιβλίο του Σχεδίου, (όπως και στον ισχύοντα ΚΠολΔ), θεσπίζεται και ρυθμίζεται ειδικότερα η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στην αμφισβητούμενη δικαιοδοσία. Εξακολουθεί, όπως και στον ισχύοντα ΚΠολΔ να αποτελεί χωριστό κεφάλαιο, μολονότι συστηματικά η ύλη του εντάσσεται στις ειδικές διαδικασίες. Οι τροποποιήσεις που επέρχονται με το σχέδιο δεν είναι ουσιώδεις. Διατηρείται κατ’ αρχήν η μορφή της διαδικασίας ως ταχύτερης και πιο ευέλικτης από την τακτική και τις λοιπές ειδικές διαδικασίες. Επίσης διατηρούνται οι βασικές αρχές που τη διέπουν, ήτοι οι, της ελεύθερης απόδειξης, της προφορικότητας της διαδικασίας, του εν μέρει ανακριτικού συστήματος και της απαγόρευσης ασκήσεως ενδίκων μέσων, καθώς κατ’ αυτή δεν λαμβάνει χώρα αυθεντική διάγνωση της διαφοράς, αλλά ο σκοπός των ασφαλιστικών μέτρων που λαμβάνονται κατ’αυτή εξαντλείται στην προσπάθεια αποφυγής μη αναστρέψιμων καταστάσεων, οι οποίες θα αποδυνάμωναν ή θα ματαίωναν τη δραστικότητα της οριστικής δικαστικής προστασίας. Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής το γεγονός ότι η διαδικασία αυτή, λόγω της ταχύτητάς της κυρίως, επιλέγεται από το νομοθέτη ως εφαρμοστέα και σε περιπτώσεις που με την απόφαση τέμνεται οριστικά η διαφορά (π.χ. ανακοπές κατά πρωτοκόλλων, ρυθμιστικά μέτρα εκτέλεσης και ήδη με το νέο σχέδιο όλα τα ένδικα βοηθήματα, οποιασδήποτε μορφής στο στάδιο της εκτελέσεως, με τα οποία τέμνεται οριστικά και δη αμετάκλητα η διαφορά!).
Οι διατάξεις που τροποποιούνται ειδικότερα είναι οι εξής:
ΆΡΘΡΟ 682
Στη διάταξη του άρθρου 682 στην πρώτη παράγραφο προστίθεται στο τελευταίο εδάφιο οι φράσεις«ή να αφορά μέλλουσα απαίτηση». Η δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων και για μέλλουσα απαίτηση ήταν αναμφισβήτητη, εφόσον το δικαίωμα από το οποίο απορρέουν είναι γεγενημένο και προφανώς προβλέφθηκε, πλέον και ρητά προς άρση οποιασδήποτε αμφισβήτησης.
lex ferenda
Στην ίδια διάταξη στη δεύτερη παράγραφο (682 παρ.2) που αναφέρεται ότι «τα ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διαταχθούν και κατά τη διάρκεια της δίκης που αφορά την κύρια υπόθεση», θα πρέπει να προστεθεί μετά το «να διαταχθούν» και οι φράσεις «ν’ ανακληθούν ή να μεταρρυθμιστούν», για να υπάρχει εναρμόνιση με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου και αυτή του άρθρου 697 ΚΠολΔ.
ΆΡΘΡΟ 686
Από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 686 (686 παρ.1) διαγράφονται οι φράσεις «στα ειρηνοδικεία υποβάλλεται και προφορικά, οπότε συντάσσεται έκθεση», καταργούμενης ως εκ τούτου της δυνατότητας υποβολής αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων στο ειρηνοδικείο χωρίς έγγραφη προδικασία. Ομοίως στην πέμπτη παράγραφο από το πρώτο εδάφιο (686 παρ.5 εδ.α’) στο οποίο προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής αιτήσεως κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης και με τις προτάσεις, διαγράφηκαν οι φράσεις «Στα ειρηνοδικεία και προφορικά».
-Οι παραπάνω διαγραφές που έγιναν προκειμένου να προσαρμοστεί και η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με τα προβλεπόμενα στο σχέδιο για την τακτική διαδικασία (κατάργηση του άρθρου 215§2 ΚΠολΔ) κρίνεται ορθή, καθώς οι δικαιολογητικοί λόγοι που είχαν υπαγορεύσει τη δυνατότητα αυτή και συγκεκριμένα «η υποβολή προφορικώς αιτήσεως σε ειρηνοδικεία στην έδρα των οποίων δεν υπήρχαν διορισμένοι δικηγόροι ή δικολάβοι κλπ» (άρθρο 215 ΚΠολΔ), έχουν εκλείψει παντελώς.
-Βασική συνέπεια της κατάργησης αυτής, είναι ιδίως το απαράδεκτο κατά τη συζήτηση ενώπιον του ειρηνοδικείου μεταβολής του σκληρού πυρήνα της αιτήσεως, που είναι αφενός το ασφαλιστέο δικαίωμα και αφετέρου το είδος της ζητούμενης προστασίας (ρυθμιστικά ή συντηρητικά μέτρα). Αυτή δε η συνέπεια αξιολογείται θετικά, προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικότερης, ορθότερης και δικαιότερης, από την άποψη της προετοιμασίας του δικαστή και του μη αιφνιδιασμού του αντιδίκου του αιτούντος, απονομής προσωρινής δικαστικής προστασίας και στα ειρηνοδικεία.
lex ferenda
Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 686 (686παρ.1), θα έπρεπε να προστεθεί επίσης η δυνατότητα ηλεκτρονικής κατάθεσης της αιτήσεως όπως και στις αγωγές, ώστε να είναι προσαρμοσμένη η ρύθμιση στα προβλεπόμενα στο γενικό μέρος του σχεδίου και ειδικότερα στη διάταξη του άρθρου 215παρ1.
Στην τέταρτη παράγραφο, εδάφιο πρώτο του άρθρου 686 (686 παρ. 4εδ.α’) του σχεδίου, που αφορά στην κλήση προς συζήτηση του καθ’ ου η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων προστέθηκαν οι φράσεις «ή με ηλεκτρονικά μέσα με δαπάνες του αιτούντος», στα πλαίσια της επιδιωκόμενης και καλοδεχούμενης οπωσδήποτε «ηλεκτρονικής δικαιοσύνης».
lex ferenda
α) Επίσης και σε αντιστοιχία με τη δυνατότητα ηλεκτρονικής κατάθεσης της αίτησης και ηλεκτρονικής κλήσης θα έπρεπε να προστεθεί στο επόμενο εδάφιο της ίδιας παραγράφου πάντα, όπου προβλέπεται η γνωστοποίηση της αιτήσεως στον καθ’ ου, και η δυνατότητα της ηλεκτρονικής αποστολής και της αίτησης.
β) Στην πέμπτη παράγραφο του άρθρου 686 (686παρ5), όπου προβλέπεται ότι «το πολυμελές πρωτοδικείο δικάζει αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μόνον κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης», θα έπρεπε να προστεθεί, «καθώς και την αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης αυτού», ώστε να αποκλεισθεί η δυνατότητα δημιουργίας στο Πολυμελές Δικαστήριο (τέτοιο και το Εφετείο) αυτοτελούς στάσης δίκης με αίτηση ανάκλησης/μεταρρύθμισης, ενώ δεν προβλέπεται αυτό με την αίτηση λήψης, με αντίστοιχη τροποποίηση και της διατάξεως του άρθρου 697 (βλ. κατωτέρω αναλυτικά), καθώς δεν υφίσταται κανένας λόγος για τη διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού.
Τέλος στην 6η παράγραφο του άρθρου 686 προστέθηκε η φράση «πρόσθετη» και πλέον δεν υπάρχει δυνατότητα για την προφορική άσκηση κύριας παρέμβασης. Ο περιορισμός της δυνατότητας ασκήσεως προφορικά, μόνο, της πρόσθετης παρέμβασης, με την οποία δεν εισάγεται νέο αντικείμενο δίκης, όπως αντίθετα με την κύρια, αξιολογείται θετικά όπως και ο αποκλεισμός ασκήσεως αιτήσεως προφορικά στα ειρηνοδικεία κατά τα ανωτέρω. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι στη θεωρία η κρατούσα άποψη ήταν ούτως ή άλλως ότι η δυνατότητα προφορικής ασκήσεως αφορούσε μόνο στην πρόσθετη παρέμβαση.
ΆΡΘΡΟ 689 ΚΠολΔ
Με τη διάταξη του άρθρου 689 ΚΠολΔ καταργείται η εξάρτηση του παραδεκτού της υποβολής αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων κατά αλλοδαπού δημοσίου από την προηγούμενη παροχή άδειας του Υπουργού Δικαιοσύνης αλλά σχετική του άδεια απαιτείται μόνο στο στάδιο της εκτέλεσης, άλλως η εκτέλεση είναι άκυρη.
Για την παραπάνω ισχύουσα διάταξη του ΚΠολΔ, έχουν διατυπωθεί σοβαρές επιφυλάξεις για την εναρμόνισή της με το άρθρο 20 Συντ και του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και προφανώς για το λόγο αυτό τροποποιείται, ως ανωτέρω.
Σημειώνεται δε ότι ενόψει του ισχύοντος εν γένει συστήματος περί δικονομικών ακυροτήτων στην πολιτική δικονομία (159 ΚΠολΔ), όπου δεν υφίσταται αυτοδίκαιη τέτοια, η προβλεπόμενη ως άνω ακυρότητα της εκτέλεσης, πρέπει να προταθεί από τον εκάστοτε καθ’ ου η εκτέλεση (δηλαδή το αλλοδαπό δημόσιο εν προκειμένω). Η διάταξη, συνεπώς, όπως τροποποιείται δευτερευόντως διευκολύνει τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου, υπό τις προϋποθέσεις που μπορεί να γίνει αυτό, βέβαια, αλλά και την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του. Ταυτόχρονα διευκολύνεται και η εκτελεστική εξουσία, που δεν καλείται προκαταβολικά να αποφανθεί για την αντιδικία αυτή, ενώ ενόψει της γραφειοκρατίας που επικρατεί στην Ελλάδα και της σημαντικής καθυστέρησης που συνεπάγεται η εξάρτηση της αίτησης από μια τέτοια άδεια, αξιολογείται θετικά η τροποποίηση της διάταξης αυτής, δεδομένου ότι στα ασφαλιστικά μέτρα εκ προοιμίου υφίσταται επείγουσα περίπτωση ή κίνδυνος για το ασφαλιστέο δικαίωμα.
ΆΡΘΡΟ 690
Διαγράφονται από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 690 (690παρ.1) οι φράσεις «είναι υποχρεωτική η προαπόδειξη και»
Η προαπόδειξη είχε προβλεφθεί με στόχο την παροχή γρήγορης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα έκδοσης προδικαστικής απόφασης που τάσσει αποδείξεις, αλλά οι διάδικοι θα έπρεπε να προσκομίζουν όλα τα αποδεικτικά μέσα στο ακροατήριο. Να σημειωθεί βέβαια ότι πρακτικά στο ακροατήριο εξετάζονται μόνο οι μάρτυρες και τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία προσκομίζονται εντός της παρεχόμενης σχεδόν πάντα από το Δικαστήριο προθεσμίας για την υποβολή σημειώματος και των σχετικών αποδεικτικών στοιχείων.
Με τη διαγραφή ωστόσο των άνω φράσεων δίδεται ενδεχομένως η εντύπωση της κατάργησης της προαπόδειξης και ως εκ τούτου της δυνατότητας εκδόσεως προδικαστικής απόφασης και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, που δεν συνάδει, ωστόσο με την ταχύτητα και την ευελιξία της διαδικασίας αυτής. Παρόλο που δεν υπάρχει στο στάδιο αυτό αιτιολογική έκθεση της επιτροπής, δε φαίνεται η κατάργηση να υπαγορεύτηκε ώστε να ανοίξει τη δυνατότητα αυτή και στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, αλλά πρέπει μόνο να συνδυαστεί με τις ελαστικότερες αρχές πουισχύουν στην απόδειξη στα ασφαλιστικά μέτρα, ήτοι της πιθανολόγησης, της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων και κυρίως της εισαγωγής εν μέρει ανακριτικού συστήματος που διατηρούνται και υπαγόρευσαν όλες μαζί την παραπάνω διαγραφή, χωρίς πρόθεση αλλαγής στο σύστημα απόδειξης που κρατεί, απαιτείται ωστόσο σχετική διευκρίνιση.
ΆΡΘΡΑ 691-691Α
Το πολύπαθες και ευμετάβλητο άρθρο 691 ΚΠολΔ, διασπάται σε δύο άρθρα: στο άρθρο 691 στο οποίο διατηρούνται κατ’ αρχήν οι διατάξεις των παραγράφων 1, 3 και 5 και στο άρθρο 691Α στο οποίο μεταφέρονται οι διατάξεις των παραγράφων 2, 4 και 6.
Η διάσπαση κατ’ αρχάς αξιολογείται ως ορθή και επιβεβλημένη ενδεχομένως, αφού οριοθετείται πλήρως η προσωρινή διαταγή από την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, ως δύο διαφορετικές διατάξεις του δικαστηρίου. Η μεν αίτηση και η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων συνδέονται τελολογικά και αποτελούν παρεπόμενο του κυρίου ενδίκου βοηθήματος, η δε προσωρινή επιταγή συνδέεται τελολογικά και αποτελεί παρεπόμενο της αίτησης των ασφαλιστικών μέτρων.
ΑΡΘΡΟ 691
Στο άρθρο 691 και στην πρώτη παράγραφο (961παρ1) διαγράφονται οι φράσεις «και με την απόφασή του δέχεται ή απορρίπτει ολόκληρη ή εν μέρει την αίτηση», προφανώς διότι αυτό είναι αυτονόητο και συνεπώς περιττό.
Η πέμπτη παράγραφος του ισχύοντος άρθρου, που προστέθηκε από 13.5.2012 δυνάμει των άρθρων 16§2 και 110§20 Ν. 4055/2012, (ΦΕΚ Α 51/12.3.2012), αριθμείται στο σχέδιο ως τρίτη παράγραφος (691 παρ3) και με λίγο διαφορετική διατύπωση επαναλαμβάνονται οι ίδιες διατάξεις.
Σκοπός της διάταξης αυτής ήταν και είναι η ταχύτερη περάτωση της δίκης. Οι προθεσμίες ωστόσο είναι ασφυκτικές, ειδικά το 48ώρο ανεφάρμοστο τελείως και ξένο προς την πρακτική εκδόσεως πολιτικών αποφάσεων. Πρακτικά δε οι ίδιοι οι πληρεξούσιοι δικηγόροι ζητούν προθεσμία τουλάχιστον 48 ωρών για να υποβάλλουν το σημείωμά τους και τα σχετικά τους αποδεικτικά στοιχεία, οι δε δικαστές, ειδικά, στα επαρχιακά πρωτοδικεία έχουν το επόμενο 48ωρο συνεχείς υπηρεσίες, ανελαστικές. Σε κάθε περίπτωση με τη διχοτόμηση της απόφασης σε διατακτικό και λοιπές προτάσεις, υπάρχει κίνδυνος ενώ δημοσιεύτηκε το διατακτικό, κατά την σύνταξη της απόφασης και την παράθεση των αιτιολογιών ο δικαστής να μεταβάλλει γνώμη, αλλά εγκλωβισμένος στο δημοσιευμένο διατακτικό να μη μπορεί να μεταβάλλει και την απόφαση, με αποτέλεσμα να δεσμεύεται να συντάξει μία λανθασμένη απόφαση, κατά προφανή και συνειδητή παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.
Εξάλλου ο επιθετικός προσδιορισμός της προθεσμίας ως «αποκλειστικής» είναι αδόκιμος. Ποιες θα είναι, δηλαδή, οι συνέπειες για την απόφαση που θα εκδοθεί εκτός της αποκλειστικής προθεσμίας; θα είναι αυτή άκυρη, ανυπόστατη, ως μία νέα κατηγορία, μη προβλεπόμενη ως τώρα, αποφάσεων ή θα αφαιρείται από το δικαστή η δικογραφία ή μήπως θα θεωρείται ματαιωμένη η συζήτηση της αίτησης; Επίσης θα πρέπει να διευκρινιστεί εάν δεν απαλειφτεί.
Αναφορικά δε με τη συνοπτική αιτιολογία, που διατηρείται στο σχέδιο, ορθώς κατά την κρίση μας, ενόψει των σοβαρών αντιρρήσεων των δικηγόρων κατά το στάδιο της διαβούλευσης, πρέπει να επισημανθούν τα εξής: η απαίτηση και εν τέλει η ύπαρξη «συνοπτικής αιτιολογίας» δεν ισοδυναμεί με «μη αιτιολογία», όπως λανθασμένα υπολαμβάνεται από τους σχολιαστές αλλά και στο σχετικό υπόμνημα του ΔΣΘ που υπέβαλε για το νέο σχέδιο του κώδικα και που ειδικά στο ζήτημα αυτό, υιοθέτησε πλήρως σχόλια σχετικά από τη διαβούλευση. Από τα σχόλια δε αυτά διακρίνεται ότι ειδικότερα δεν απαιτείται αιτιολογία μόνο στις δικαστικές αποφάσεις, αλλά«απολογία» του δικαστή γιατί έκρινε έτσι κι όχι αλλιώς. Απαιτούν επιτακτικά να απαντούμε όχι μόνο στους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους, όπως έχουμε υποχρέωση, αλλά και στα πραγματικά και κάθε είδους επιχειρήματά τους και στους λοιπούς ισχυρισμούς τους, ώστε να αποδείξουμε ότι διαβάσαμε τη δικογραφία. Η δυσπιστία τους αυτή, για την οποία και οι δικαστές δεν είναι άμοιροι ευθυνών, έχει σχέση με τη διασάλευση της εμπιστοσύνης της κοινωνίας στους θεσμούς γενικά και στη δικαιοσύνη ειδικότερα, ωστόσο τους διαφεύγουν ορισμένα σημαντικά δεδομένα εν προκειμένω, όπως: α) ότι η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων δεν στηρίζεται σε αυθεντική διάγνωση της διαφοράς, β) ότι η πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δεν συνάδει με τη πιθανολόγηση, ως βαθμό αποδεικτικής ωριμότητας, αφού η πρώτη θέλει πεποίθηση η δεύτερη πιθανότητα. γ) Ότι το ουσιαστικό δικαίωμα στα ασφαλιστικά μέτρα υπόκειται στην ίδια μεταχείριση που θα υπόκειται και στη διαδικασία της οριστικής διαγνώσεως μόνο από την άποψη του νόμω βάσιμου. Στην ουσιαστική του όμως βασιμότητα δεν αποτελεί το κύριο αντικείμενο της δίκης αλλά προδικαστικό που εξετάζεται παρεμπιπτόντως ώστε να καταλήξει ή μη το δικαστήριο στην διάπλαση προσωρινά των σχέσεων των διαδίκων. δ) Σε κάθε περίπτωση εάν η αιτιολογία δεν είναι συνοπτική, αναγκαία προκαταλαμβάνει και ίσως υποκαθιστά την οριστική διάγνωση της διαφοράς που θα γίνει από άλλο δικαστήριο και από άλλον νόμιμο δικαστή (άρθρο 8 Συντ). Μάλιστα, επειδή κατά κανόνα τα ασφαλιστικά μέτρα εκδίδονται από προέδρους πρωτοδικών ενώ οι οριστικές αποφάσεις εκδίδονται κατά κανόνα από πρωτοδίκες, μία απόφαση με πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες θα καταστήσει κατά πολύ οριστική και τελική την προσωρινή κρίση του δικαστή, κατά παράβαση και του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, κατά την οποία «η προσωρινή δικαστική προστασία δεν υποκαθιστά την οριστική», όχι μόνο τύποις αλλά και ουσιαστικά. Η ύπαρξη συνοπτικής αιτιολογίας, αντίθετα, συνάδει με το είδος της δικαστικής προστασίας που παρέχεται με τα ασφαλιστικά μέτρα και τη φύση και το σκοπό αυτών. Αντισταθμιστικά, εξάλλου, προς την έλλειψη σημαντικών εγγυήσεων ορθής κρίσης (πιθανολόγηση/μη άσκηση ενδίκων μέσων), λειτουργούν ως δικλείδες ασφαλείας, αφενός η αρχή της μη πλήρους ικανοποίησης του δικαιώματος (692 ΙV) και αφετέρου η δυνατότητα ανάκλησης/μεταρρύθμισης (696-698, 702ΙΙ) αυτών και η προσωρινή τους ισχύ (695).
ΑΡΘΡΟ 691Α
Στο άρθρο 691Α του σχεδίου, όπως προαναφέρθηκε ρυθμίζεται η προσωρινή διαταγή. Εκ προοιμίου θα ήθελα να αναφέρω ότι η προσωρινή διαταγή αφορά μόνο στα μέτρα που άμεσα πρέπει να ληφθούν για την εξασφάλιση του δικαιώματος/ρύθμιση κατάστασης. Αυτή ως συνάρτηση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και τελολογικό παρεπόμενο αυτής, δεν μπορεί να είναι περισσότερο εξασφαλιστική από την ίδια την απόφαση. Δεν μπορεί να υπερακοντίζει την εξασφάλιση του δικαιώματος και την αναλογία μέσων – σκοπού, κάτι που ίσως πρέπει να διευκρινιστεί προς άρση αμφοβολιών και συγχωρείται να λαμβάνεται χωρίς παράθεση αιτιολογιών (οι οποίες όχι ότι δεν υπάρχουν, απλά δεν καταγράφονται κάπου ρητά), για το λόγο ακριβώς αυτό.
lex ferenda
Στην πρώτη παράγραφο (691Απαρ1) που είναι αυτούσια, χωρίς τροποποιήσεις η παράγραφος δύο του άρθρου 691ΚΠολΔ, προβλέπεται μεταξύ άλλων η δυνατότητα αυτεπάγγελτης λήψης προσωρινής διαταγής από το Δικαστήριο, κατά πλήρη παράκαμψη της διαθετικής αρχής (άρθρο 106 ΚΠολΔ) που διέπει όλη την πολιτική δίκη και αποτελεί βασική και θεμελιώδη αρχή αυτής, χωρίς να υφίσταται επαρκής δικαιολογητικός λόγος γι’ αυτό, εφόσον μάλιστα δεν προβλέπεται η αυτεπάγγελτη λήψη ασφαλιστικών μέτρων από το Δικαστήριο σε καμία περίπτωση, ούτε λ.χ. ακόμη και κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, οπότε ο δικαστής θα έχει σχηματίσει μία άποψη για την επίδικη διαφορά. Θα πρέπει δε, να ισχύσει κι εδώ η αρχή της διαθέσεως, πλήρως, να απαιτείται σε κάθε περίπτωση αίτημα σχετικό, ενόψει και του απαλλοτριωτού των ιδιωτικών δικαιωμάτων, με μόνη εξαίρεση ίσως στα λειτουργικά δικαιώματα, που ενέχουν ταυτόχρονα και υποχρέωση κι εκεί με επιφυλάξεις. Η μερική παρέκκλιση εξάλλου από την διαθετική αρχή με τη διάταξη του άρθρου 692§1 ΚΠολΔ και του σχεδίου, ομοίως, κατά την οποία το δικαστήριο έχει την ευχέρεια να διατάξει τα αρμόζοντα κατά την κρίση του ασφαλιστικά μέτρα, δεν αναιρεί τα ανωτέρω, αλλά τα επιρρωνύει, αφού προϋποθέτει αίτημα, το οποίο μάλιστα οριοθετεί το είδος των μέτρων που μπορεί εκάστοτε να λάβει το Δικαστήριο, ρυθμιστικά η συντηρητικά, χωρίς να μπορεί να τα εναλλάσσει το δικαστήριο δίχως προσβολή της ανωτέρω αρχής.
Στη δεύτερη παράγραφο (691Απαρ.2), που αποτελεί την τέταρτη του άρθρου 691ΚΠολΔ, η οποία είχε προστεθεί με την παρ. 2 άρθρ.3 Ν. 3327/2005,ΦΕΚ Α΄ 70 και αντικατασταθεί διαδοχικά με το άρθρο 48 παρ.1 Ν.3994/2011,ΦΕΚ Α 165 και άρθρο 16 παρ.1 και 110 παρ.20 Ν. 4055/2012, ΦΕΚ Α 51 και αντικαταστάθηκε τελικά με το άρθρο 105 παρ.1 Ν.4172/2013, ΦΕΚ Α 167/23.7.2013) διαγράφονται οι φράσεις «Η συζήτηση της προσωρινής διαταγής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) ημερών από την κατάθεση της αίτησης». Το εδάφιο αυτό είχε προστεθεί με το Ν. 4055/2012, αλλά προφανώς κρίθηκε ανεφάρμοστο, ιδίως στο Πρωτοδικείο της Αθήνας και γι’ αυτό προβλέφθηκε η διαγραφή. Διατηρούνται επιφυλάξεις ως προς την ορθότητα, εκτός κι αν άλλη είναι η αιτία της διαγραφής.
Επίσης επανέρχεται η δυνατότητα παράτασης της προσωρινής διαταγής από το Δικαστήριο, ακόμη κι αν αναβληθεί η συζήτηση, κάτι που επίσης στην πρακτική γινόταν ούτως ή άλλως από την πλειοψηφία των δικαστών. Ίσως εν προκειμένω θα έπρεπε να προστεθεί ότι η νέα δικάσιμος δεν θα απέχει περισσότερο από τριάντα ημέρες από την αρχική, ώστε να μη καταστρατηγείται η αμέσως προηγούμενη διάταξη και να μη ρυθμίζονται επί μακρόν ιδιωτικές σχέσεις μόνο με προσωρινή διαταγή.
Ακόμη διαγράφονται οι φράσεις «Αν η συζήτηση της αίτησης ματαιωθεί, δεν επιτρέπεται χορήγηση νέας προσωρινής διαταγής». Τυχόν όμως νέα χορήγηση προσωρινής διαταγής θα προσέκρουε ούτως ή άλλως στο προσωρινό δεδικασμένο κατ’ άρθρο 695 ΚΠολΔ (non bis in idem).
lex ferenda
Επίσης προβλέπεται ότι «για την έκδοση προσωρινής διαταγής καλείται με οποιονδήποτε τρόπο ο καθού η αίτηση, αν ο δικαστής κρίνει αναγκαία την εμφάνισή του». Ορθότερο φαίνεται, ωστόσο, να μη πρέπει ποτέ να εκδίδεται προσωρινή διαταγή χωρίς αντιδικία, αλλά αντίθετα πρέπει πάντα να προβλέπεται κλήση του καθ’ ου με οποιοδήποτε τρόπο. Διαφορετικά εμφιλοχωρεί πάντα ο κίνδυνος σύγκρουσης με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, χωρίς εν προκειμένω στη στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος για παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας αφενός και του δικαιώματος ακροάσεως αφετέρου να υπερτερεί το πρώτο, ενόψει και της υφιστάμενης δυνατότητας κλήσεως του καθ’ ου, έστω και τηλεφωνικώς. Πρακτικά βέβαια όλοι οι δικαστές απαιτούν κλήτευση του καθ’ου και συνεπώς η παγιωμένη και πριν από το 2005, (που προβλέφθηκε το πρώτον η δυνατότητα κλήσης του καθ’ ου), πρακτική των δικαστηρίων θα έπρεπε να θεσπιστεί ρητά και να μην υπάρχει άλλη δυνατότητα.
ΆΡΘΡΟ 693
Με το άρθρο 693 επιβεβαιώνεται η τελολογική σύνδεση του ασφαλιστικού μέτρου με την κύρια δίκη και επανέρχεται η διάταξη στη μορφή που είχε πριν από τις δύο τροποποιήσεις της, αρχικά με το άρθρ. 4ε παρ.1 Ν.3388/2005, (ΦΕΚ Α 225/12.9.2005) και εν συνεχεία με το άρθρο 49 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α’ 165/25.7.2011). Δηλαδή προβλέπεται πλέον στην παράγραφο 1 ότι : «αν το ασφαλιστικό μέτρο έχει διαταχθεί πριν από την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, ο δικαστής που το διατάσσει μπορεί να ορίσει, κατά την κρίση του, προθεσμία για την άσκηση της, όχι όμως μικρότερη από τριάντα (30) ημέρες και στην παράγραφο 2 ότι : «Αν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της παραγράφου 1 αίρεται αυτοδικαίως το ασφαλιστικό μέτρο, εκτός αν ο αιτών μέσα στην προθεσμία αυτή επιδώσει διαταγή πληρωμής», ενώ διαγράφηκε ορθά η δυνατότητα άσκησης νέας αίτησης.
lex ferenda
Εν προκειμένω απαιτούνται προς άρση αμφισβητήσεων που προέκυψαν από την εφαρμογή της διατάξεως, αφενός να οριστεί ότι η προθεσμία ξεκινά από τη δημοσίευση και όχι από την επίδοση της απόφασης και αφετέρου να διευκρινιστεί στη δεύτερη παράγραφο, από πότε ξεκινούν τα αποτελέσματα της άρσης του μέτρου, αναδρομικά ή μετά την παρέλευση της προθεσμίας, δεδομένου ότι για το ζήτημα έχουν υποστηριχτεί και οι δύο απόψεις καθώς και τρίτη, ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα, με δύο παραλλαγές. Το ζήτημα δε αυτό δεν έχει μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον αλλά και εξόχως πρακτικό. Η άποψη που φαίνεται ορθότερη είναι ότι η άρση αφορά στο μέλλον μόνο και δεν μπορεί να ισχύει αναδρομικά καθώς δεν απώλεσε την ισχύ της ούτε μεταρρυθμίσθηκε με κάποιο ένδικο μέσο η προσωρινή διαταγή. Η ερμηνεία αυτή ανταποκρίνεται και στο γράμμα της διάταξης που ορίζει ότι μετά την πάροδο της προθεσμίας η απόφαση παύει να ισχύει.
ΑΡΘΡΟ 696
Στο άρθρο 696 του σχεδίου προβλέπεται η δυνατότητα ανάκλησης του ασφαλιστικού μέτρου από το δικαστήριο που το εξέδωσε είτε με αίτηση ερημοδικασθέντος, είτε λόγω μεταβολής συνθηκών, όπως ίσχυε.
Στο σχέδιο από το άρθρο 696 ΚΠολΔ ορθά απαλείφθηκε η δεύτερη παράγραφός του κατά την οποία προβλέπονταν ότι «το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση της ανάκλησης ή αφού τη δεχτεί, να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει ολικά ή εν μέρει την απόφασή του», καθώς τούτο είναι αυτονόητο και διαφορετικό διατακτικό δεν θα μπορούσε προφανώς να υπάρξει.
ΑΡΘΡΟ 697
Στο σχέδιο προβλέπεται πλέον ότι το δικαστήριο της κύριας δίκης και χωρίς μεταβολή και επί απορριπτικής απόφασης πλέον μπορεί να μεταρρυθμίσει ή να ανακαλέσει το ασφαλιστικό μέτρο.
Η ανωτέρω προσθήκη αξιολογείται ως άστοχη και μη συνάδουσα με το είδος της διαδικασίας αυτής, καθώς παρέχεται η δυνατότητα ανάκλησης απορριπτικής απόφασης και λήψης τελικά ασφαλιστικών μέτρων, κατά παράβαση του άρθρου 695 του σχεδίου (προσωρινό δεδικασμένο). Εξάλλου η διάταξη αυτή έρχεται σε αντίθεση και με άλλες διατάξεις του πέμπτου βιβλίου και ειδικότερα τις εξής:
Όταν το Δικαστήριο της κύριας δίκης είναι το ειρηνοδικείο ή το μονομελές πρωτοδικείο, που απορροφούν την συντριπτική πλειοψηφία των εκδικαζόμενων διαφορών στον πρώτο βαθμό, αυτό που απαγορεύεται με τη διάταξη του άρθρου 696 επιτρέπεται με αυτή του άρθρου 697 και συνεπώς είναι αντιφατικές μεταξύ τους, αφού το Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων είναι ένα, που απλά καλείται να δικάσει με διαφορετική διαδικασία.
Όταν δε το Δικαστήριο είναι Πολυμελές, έρχεται η διάταξη σε αντίθεση με αυτή των άρθρων 684 και 686§5, καθώς όταν μεν το Δικαστήριο διατάζει ασφαλιστικά μέτρα δεν μπορεί να το κάνει αυτοτελώς, αλλά μόνο κατά τη διάρκεια της κύριας δίκης, ενώ όταν τα ανακαλεί /μεταρρυθμίζει (και διατάζει τελικά αν απορριπτική η αίτηση) μπορεί να προκληθεί νέα αυτοτελής στάση δίκη γι’ αυτά και να τα δικάσει χωριστά από την κύρια δίκη.
Σε κάθε περίπτωση με τη διάταξη ουσιαστικά εισάγεται ένδικο μέσο και ο μόνος σκοπός της είναι η δημιουργία επιπλέον δικηγορικής ύλης, έρχεται όμως σε αντίθεση με τη φύση όλης της διαδικασίας, (που τη χαρακτηρίζουν η ταχύτητα και η ευελιξία, βλ. ανωτέρω) και ιδίως με την απαγόρευση ασκήσεως ενδίκων μέσων στη διαδικασία αυτή (με εξαίρεση τα ασφαλιστικά μέτρα νομής).
lex ferenda
H διάταξη του άρθρου 697, θα έπρεπε να τροποποιηθεί και να παρέχεται η δυνατότητα ανάκλησης/μεταρρύθμισης των ασφαλιστικών μέτρων από το Δικαστήριο της κύριας δίκης μόνο κατά την εκδίκαση αυτής και όχι αυτοτελώς και για τους ίδιους ακριβώς λόγους με τους προβλεπόμενους στη διάταξη του άρθρου 696.
ΑΡΘΡΟ702
Στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 702 ΚΠολΔ αντικαθίσταται ορθά η φράση «αν το δικαστήριο πείθεται» από αυτή «αν το δικαστήριο πιθανολογεί», ώστε να εναρμονιστεί η διάταξη με το βαθμό της δικανικής πεποίθησης που απαιτείται στη διαδικασία αυτή και προς άρση τυχόν αμφισβητήσεων ότι δεν αρκεί πιθανολόγηση αλλά απαιτείται πλήρης δικανική πεποίθηση.
Τελειώνοντας την προφορική της εισήγηση η Πρόεδρος Πρωτοδικών Βασιλική Τσαμπάζη, κατέθεσε και έγγραφο υπόμνημα.
Ακολούθως, ο λόγος δόθηκε στην Πρωτοδίκη Αθηνά Κουμούρη, η οποία σχετικά με ταΚΕΦΑΛΑΙΑ Α’ έως Η’ του ΠΕΜΠΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (άρθρα 682 έως 738 ΚΠολΔ) ανέφερε τα εξής:
Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις που αφορούν στα κεφάλαια Β εως και Η του ΚΠολΔ είναι μικρής έκτασης και απηχούν κυρίως τις θέσεις της νομολογίας και της θεωρίας στα πλαίσια ερμηνείας των διατάξεων όπως ισχύουν. Ειδικότερα:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β ΕΓΓΥΟΔΟΣΙΑ
Άρθρα 704, 705 ως έχουν
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ ΕΓΓΡΑΦΗ ΠΡΟΣΗΜΕΙΩΣΗΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ
Άρθρο 706 ως έχει
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ
Άρθρα 707- 723 ως έχουν
Άρθρο 724 (τροποπ.)
Προγενέστερο κείμενο
1. Ο δανειστής μπορεί με βάση διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, καθώς και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που ορίζεται με τη διαταγή πληρωμής, ότι πρέπει να καταβληθεί.
2. Το δικαστήριο που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής μπορεί με αίτηση εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η διαταγή και κατά τη διαδικασία του άρθρου 702 παρ.1 να αναστείλει ολικά ή εν μέρει την εκτέλεση των ασφαλιστικών μέτρων που αναφέρονται στην παρ. 1, αν πιθανολογείται η εξόφληση ή η ανυπαρξία, ολική ή εν μέρει, της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής ή να περιορίσει την εκτέλεση σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, αν πείθεται ότι τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή για την εξασφάλιση της απαίτησης.
Προτεινόμενο κείμενο
1. Ο δανειστής μπορεί με βάση οριστική απόφαση, καθώς και με διαταγή πληρωμής χρηματικών απαιτήσεων να ζητήσει εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και να επιβάλει συντηρητική κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη ή τρίτου για το ποσό που επιδικάζεται με την απόφαση ή ορίζεται ότι πρέπει να καταβληθεί με τη διαταγή πληρωμής.
2. Το δικαστήριο που εξέδωσε την οριστική απόφαση ή τη διαταγή πληρωμής μπορεί με αίτηση εκείνου κατά του οποίου στρέφονται και κατά τη διαδικασία του άρθρου 702 παρ. 1 να αναστείλει ολικά ή εν μέρει την εκτέλεση των ασφαλιστικών μέτρων που αναφέρονται στην παρ. 1, αν πιθανολογείται η εξόφληση ή η ανυπαρξία, ολική ή εν μέρει, της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η οριστική απόφαση ή η διαταγή πληρωμής ή να περιορίσει την εκτέλεση σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, αν πιθανολογείται ότι τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή για την εξασφάλιση της απαίτησης.
ΣΧΟΛΙΑ:
-Στη δεύτερη παράγραφο του άρθρου 724 ΚΠολΔ αντικαθίσταται ορθά η φράση «αν πείθεται ότι τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή για την εξασφάλιση της απαίτησης» από αυτή «αν πιθανολογείται ότι τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή για την εξασφάλιση της απαίτησης», ώστε να εναρμονιστεί η διάταξη με το βαθμό της δικανικής πεποίθησης που απαιτείται στη διαδικασία αυτή και προς άρση τυχόν αμφισβητήσεων ότι δεν αρκεί πιθανολόγηση αλλά απαιτείται πλήρης δικανική πεποίθηση.
-Ήδη έχει υποστηριχθεί η δυνατότητα εγγραφής προσημείωσης υποθήκης και επιβολής συντηρητικής κατάσχεσης και με οριστική απόφαση ενόψει όχι της υπεροχής της οριστικής απόφασης έναντι της διαταγής πληρωμής, αλλά της ρύθμισης του άρθρου 519 παρ. 1 και 521 παρ. ΚΠολΔ [Άρθρο 519.-1. Όσο διαρκεί η προθεσμία της έφεσης δεν μπορεί να εκτελεσθεί η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Κάθε πράξη που ενεργείται κατά τη διάρκεια της προθεσμίας της έφεσης είναι άκυρη, επιτρέπεται όμως να ληφθούν Ασφαλιστικά μέτρα - Άρθρο 521.-1. Η έφεση που έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νόμιμα αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Κάθε πράξη που ενεργείται μετά την άσκηση της έφεσης είναι άκυρη, επιτρέπεται όμως να ληφθούν Ασφαλιστικά μέτρα], που προβλέπουν τη δυνατότητα επιβολής αυτοδύναμων ασφαλιστικών μέτρων και σε μη τελεσίδικη απόφαση (Ματθίας Δίκη 10/347, Δίκη Μπέης 724/583, Βασ. Αντων. Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 724).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ E ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ MΕΣΕΓΓΥΗΣΗ
Άρθρα 725-726 ως έχουν
Άρθρο 727 (τροποπ.)
Προγενέστερο κείμενο
Τα άρθρα 709, 711, 715, 720, 721 και 722 παρ. 1 εφαρμόζονται και στη δικαστική μεσεγγύηση.
Προτεινόμενο κείμενο
Τα άρθρα 709, 711, 713, 714, 715, 720, 721 και 722 παρ. 1 εφαρμόζονται και στη δικαστική μεσεγγύηση
ΣΧΟΛΙΑ:
Σκοπείται η διασφάλιση κοινής νομοθετικής ρύθμισης των ασφαλιστικών μέτρων συντηρητικής κατάσχεσης και δικαστικής μεσεγγύησης, που ως συνέπεια έχουν την υλική και νομική δέσμευση αντικειμένου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ
Άρθρο 728 ως έχει
Άρθρο 729 (τροποπ.)
Προγενέστερο κείμενο
1. Η προσωρινή επιδίκαση απαίτησης περιοδικών παροχών γίνεται σε παροχές που πρέπει να πληρώνονται κατά μήνα.
2. Το ποσό που επιδικάζεται προσωρινά δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά το μισό της πιθανολογούμενης απαίτησης, εκτός αν πρόκειται για διατροφή που πηγάζει από το νόμο, από σύμβαση ή από διάταξη τελευταίας βούλησης ή για συνεισφορά για τις ανάγκες της οικογένειας ή για έξοδα θεραπείας ή ανάρρωσης ή για αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής ή για μισθούς υπερημερίας ή καθυστερούμενους μισθούς.
3. Απαγορεύεται η συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση, ο συμψηφισμός και η εκχώρηση του ποσού που επιδικάζεται προσωρινά.
4. Τα άρθρα 694 και 705 δεν εφαρμόζονται σε προσωρινή επιδίκαση απαίτησης.
5. Μέσα σε τριάντα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης που επιδικάζει προσωρινά απαίτηση ή μεταρρυθμίζει προσωρινά απόφαση κατά το άρθρο 728 παρ. 2, εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η προσωρινή επιδίκαση ή μεταρρύθμιση οφείλει να ασκήσει αγωγή για την απαίτηση που επιδικάστηκε ή για τη μεταρρύθμιση της απόφασης. Η απόφαση παύει αυτοδικαίως να ισχύει αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή. Δεν απαιτείται να ασκηθεί αγωγή, αν αυτή έχει ασκηθεί.
Προτεινόμενο κείμενο
1. Η προσωρινή επιδίκαση απαίτησης περιοδικών παροχών γίνεται σε παροχές που πρέπει να πληρώνονται κατά μήνα.
2. Το ποσό που επιδικάζεται προσωρινά δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά το μισό της πιθανολογούμενης απαίτησης, εκτός αν πρόκειται για διατροφή που πηγάζει από το νόμο, από σύμβαση ή από διάταξη τελευταίας βούλησης ή για συνεισφορά για τις ανάγκες της οικογένειας ή για έξοδα θεραπείας ή ανάρρωσης ή για Αποζημίωση λόγω στέρησης διατροφής ή για μισθούς υπερημερίας ή καθυστερούμενους μισθούς.
3. Απαγορεύεται η συντηρητική ή αναγκαστική κατάσχεση, ο συμψηφισμός και η εκχώρηση του ποσού που επιδικάζεται προσωρινά.
4. Τα άρθρα 694 και 705 δεν εφαρμόζονται σε προσωρινή επιδίκαση απαίτησης.
5. Μέσα σε εξήντα ημέρες από τη επίδοση της απόφασης που επιδικάζει προσωρινά απαίτηση ή μεταρρυθμίζει προσωρινά απόφαση κατά το άρθρο 728 παρ. 2, εκείνος υπέρ του οποίου έγινε η προσωρινή επιδίκαση ή μεταρρύθμιση οφείλει να ασκήσει αγωγή για την απαίτηση που επιδικάστηκε ή για τη μεταρρύθμιση της απόφασης. Η απόφαση παύει αυτοδικαίως να ισχύει, αν περάσει άπρακτη η προθεσμία αυτή. Δεν απαιτείται να ασκηθεί αγωγή, αν αυτή έχει ασκηθεί.
ΣΧΟΛΙΑ:
-Εν προκειμένω επεκτείνεται η διάρκεια ισχύος της απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς να προβλέπεται καταχρηστική προθεσμία, αφού για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης αγωγήςαπαιτείται πλέον επίδοση της απόφασης που επιδικάζει προσωρινά απαίτηση ή μεταρρυθμίζει προσωρινά απόφαση. Σκόπιμο θα ήταν να μην καταργηθεί η προθεσμία αποδυνάμωσης της απόφασης ως εκτελεστού τίτλου.
Άρθρο 729Α (καταργ.)
Προγενέστερο κείμενο
Οι αποφάσεις επί αιτήσεων προσωρινής εκδικάσεως απαιτήσεων για μισθούς υπερημερίας και για καθυστερημένους μισθούς εκδίδονται υποχρεωτικώς εντός πέντε ημερών από την ημέρα της συζητήσεως.
Προτεινόμενο κείμενο
Το άρθρο 729 Α καταργείται
ΣΧΟΛΙΑ:
Ορθώς προτείνεται η κατάργηση του εν λόγω άρθρου διότι η εφαρμογή του στην πράξη ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής.
Άρθρο 730 (τροποπ.)
Προγενέστερο κείμενο
1. Η απόφαση που επιδικάζει προσωρινά την απαίτηση παύει αυτοδικαίως να ισχύει, αν δημοσιευθεί οριστική απόφαση για την ουσία της κύριας υπόθεσης.
2. Αν απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση κατ' ουσίαν η αγωγή για την κύρια υπόθεση, το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση ή το δικαστήριο που διέταξε την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης διατάζει, ύστερα από αίτηση, την απόδοση όσων έχουν καταβληθεί.
3. Το δικαστήριο που αναφέρεται στην παρ. 2 μπορεί να επιτρέψει για την απόδοση και την κατάσχεση ακατάσχετων πραγμάτων στο μέτρο που επιτρέπεται για απαιτήσεις διατροφής συζύγου.
Προτεινόμενο κείμενο
1. Η απόφαση που επιδικάζει προσωρινά την απαίτηση, παύει αυτοδικαίως να ισχύει αν δημοσιευθεί οριστική απόφαση για την ουσία της κύριας υπόθεσης.
2. Αν απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση κατ' ουσίαν η αγωγή για την κύρια υπόθεση, το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση ή το δικαστήριο που διέταξε την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης διατάζει, ύστερα από αίτηση, την απόδοση όσων έχουν καταβληθεί.
3. Το δικαστήριο που αναφέρεται στην παρ. 2 μπορεί να επιτρέψει για την απόδοση και την κατάσχεση ακατάσχετων πραγμάτων και απαιτήσεων στο μέτρο που επιτρέπεται για απαιτήσεις διατροφής συζύγου.
ΣΧΟΛΙΑ:
Ήδη στη θεωρία έχει υποστηριχθεί ότι στην κατηγορία των «ακατάσχετων» που το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την κατάσχεση περιλαμβάνονται τόσο οι ακατάσχετες απαιτήσεις (μισθοί, συντάξεις, ασφαλιστικές παροχές όσο και τα κινητά πράγματα υπό τους περιορισμούς του άρθρου 982 παρ. 2 δ του ΚΠολΔ (Βασ. Αντ. Βαθρακοκοίλης- Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας- Απαλαγάκη).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Άρθρα 731, 732, 733, 735, 736 ως έχουν
Άρθρο 734 (τροποπ.)
Προγενέστερο κείμενο
1. Στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου επιδίδεται πάντοτε αντίγραφο της αίτησης με επισημείωση της πράξης που ορίζει τόπο και χρόνο για τη συζήτηση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση.
2. Το ειρηνοδικείο για την προσωρινή ρύθμιση της νομής ή της κατοχής δικαιούται να διατάξει οποιοδήποτε ασφαλιστικό μέτρο κρίνει πρόσφορο και ιδίως να επιτρέψει ή να απαγορεύσει πράξεις νομής ή κατοχής ή να επιδικάσει τη νομή ή την κατοχή σε κάποιον από τους διαδίκους, είτε με παροχή είτε χωρίς παροχή εγγύησης.
3. Κατά της απόφασης του ειρηνοδικείου επιτρέπεται έφεση μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοσή της. Η έφεση δικάζεται κατά την ίδια διαδικασία, εφαρμόζονται όμως και τα άρθρα 226 και 652 παρ. 3.
4. Η προθεσμία της έφεσης και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης του ειρηνοδικείου, εκτός αν η αναστολή διαταχθεί κατά το άρθρο 912.
5. Στα ασφαλιστικά μέτρα νομής ή κατοχής δεν εφαρμόζεται το άρθρο 696 παρ. 3 και ο ειρηνοδίκης δικάζει με τη σύμπραξη γραμματέα που τηρεί πρακτικά.
Προτεινόμενο κείμενο
1. Στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου επιδίδεται πάντοτε αντίγραφο της αίτησης με επισημείωση της πράξης που ορίζει τόπο και χρόνο για τη συζήτηση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η αίτηση.
2. Το ειρηνοδικείο για την προσωρινή ρύθμιση της νομής ή της κατοχής δικαιούται να διατάξει οποιοδήποτε ασφαλιστικό μέτρο κρίνει πρόσφορο και ιδίως να επιτρέψει ή να απαγορεύσει πράξεις νομής ή κατοχής ή να επιδικάσει τη νομή ή την κατοχή σε κάποιον από τους διαδίκους, είτε με παροχή είτε χωρίς παροχή εγγύησης.
3. Κατά της απόφασης του ειρηνοδικείου επιτρέπεται έφεση μέσα σε δέκα ημέρες από την επίδοσή της. Η έφεση δικάζεται κατά την ίδια διαδικασία, εφαρμόζεται όμως και το άρθρο 226.
4. Η προθεσμία της έφεσης και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της απόφασης του ειρηνοδικείου, εκτός αν η αναστολή διαταχθεί κατά το άρθρο 912.
5. Στα ασφαλιστικά μέτρα νομής ή κατοχής δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 696 παρ. 2 και 697 και ο ειρηνοδίκης δικάζει με τη σύμπραξη γραμματέα που τηρεί πρακτικά.
ΣΧΟΛΙΑ:
Εν προκειμένω διέλαθε προφανώς από παραδρομή:
«δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 696 παρ. 2» αντί του ορθού «δεν εφαρμόζεται το άρθρο 696 παρ. 3»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η ΣΦΡΑΓΙΣΗ, ΑΠΟΣΦΡΑΓΙΣΗ, ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΑΤΑΘΕΣΗ
Άρθρα 737, 738 ως έχουν
Τελειώνοντας την προφορική της εισήγηση η Πρωτοδίκης Αθηνά Κουμούρη, κατέθεσε και έγγραφο υπόμνημα.
Ακολούθως, ο λόγος δόθηκε στην Πρωτοδίκη Ελισάβετ Κούτρα η οποία σχετικά με ταΚΕΦΑΛΑΙΑ Α’ έως Β’ του ΕΚΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (άρθρα 739 έως 866 ΚΠολΔ) ανέφερε τα εξής:
ΒΙΒΛΙΟ ΕΚΤΟ – ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
Α. Έως τη θέση σε ισχύ του Ν. 4055/2012 οι υποθέσεις της εκουσίας δικαιοδοσίας υπάγονταν στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων, πλην εκείνων που αφορούσαν την υιοθεσία, οι οποίες υπάγονταν στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων και εκείνων που κατ’ εξαίρεση υπάγονταν στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων (789 σύγκληση συνέλευσης συνεταιρισμού, 790 διορισμός εκκαθαριστών συνεταιρισμού, 792 άδεια εκποίησης ή απόδοσης ενεχύρου, 793 διορισμός μεσεγγυούχου, 794 διορισμός πραγματογνώμονα, 826 σφράγιση πραγμάτων, 861 βεβαιωτικός όρκος).
Με το άρθρο 17 του Ν. 4055/2012 (ΦΕΚ Α 51/12-3-2012), μεταφέρθηκαν στο ειρηνοδικείο όλες οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας (και οι υποθέσεις ακούσιας νοσηλείας), πλην εκείνων που αφορούν τον πτωχευτικό κώδικα και το κτηματολόγιο, και της ανακοπής του άρθρου 787 ΚΠολΔ και 82 ΑΚ (ανακοπή κατά διαταγής ειρηνοδίκη για αναγνώριση σωματείου ή τροποποίηση καταστατικού), με σκοπό την επιτάχυνση και αποσυμφόρηση των πρωτοδικείων.
Με το άρθρο 1 του Ν. 4077/2012 (ΦΕΚ Α 168/31-8-2012) οι τροποποιήσεις του Ν. 4055/2012 ανεστάλησαν και ορίστηκε ότι ισχύουν από 1-3-2013.
Με το άρθρο 9 του Ν. 4138/2013 (ΦΕΚ Α 72/19-3-2013) εξαιρέθηκαν από την αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και οι υποθέσεις υιοθεσίας, θέσης προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση ή σε ακούσια νοσηλεία, με αιτιολογία τη βαρύτητα και την ιδιαιτερότητα των υποθέσεων, οι οποίες δικάζονται από τα μονομελή πρωτοδικεία.
Με το άρθρο 8 του Ν. 4198/2013 (ΦΕΚ Α 215/11-10-2013) εξαιρέθηκαν από την αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και οι υποθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 1457, 1458 (ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή), 1532, 1533 (αφαίρεση γονικής μέριμνας) και 1660 έως και 1663 ΑΚ (υποθέσεις που αφορούν την αναδοχή ανηλίκου).
Με το νομοσχέδιο προτείνεται η τροποποίηση, για τέταρτη φορά τα τελευταία δύο χρόνια, του άρθρου 740 ΚΠολΔ, ώστε οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας να επανέλθουν στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, πλην εκείνων που αφορούν την υιοθεσία και την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, οι οποίες προτείνεται να υπάγονται στην αρμοδιότητα των πολυμελών πρωτοδικείων και εκείνων που από το νόμο υπάγονται στην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων.
Μετά από τροποποιήσεις που επέρχονται και στις ειδικές διατάξεις του κεφαλαίου της εκουσίας δικαιοδοσίας προκύπτει ότι με το εν λόγω νομοσχέδιο:
Α) Στα πολυμελή πρωτοδικεία υπάγονται οι υποθέσεις:
1. 800 υιοθεσίας
2. 799 ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Β) Στα μονομελή πρωτοδικεία υπάγονται οι υποθέσεις:
1. ακούσιας νοσηλείας
2. ανακοπή των άρθρων 787 ΚΠολΔ και 82 ΑΚ
3. 783 κήρυξης ή άρσης αφάνειας
4. 786 διορισμού προσωρινής διοίκησης ή εκκαθαριστών
5. 788 ελέγχου ανωνύμων εταιριών
6. 791 άρνησης καταχώρησης σε δημόσια βιβλία
7. 795 διορισμού διαχειριστή επικαρπίας
8. 796 διορισμού επιτρόπου και εποπτικού συμβουλίου
9. 801 δικαστικής συμπαράστασης
10. 1532, 1533 ΑΚ αφαίρεσης γονικής μέριμνας
11. 1660 έως και 1663 ΑΚ υποθέσεις που αφορούν την αναδοχή ανηλίκου.
Γ) Στα ειρηνοδικεία υπάγονται οι υποθέσεις:
1. 782 βεβαίωσης γεγονότος – διόρθωσης ληξιαρχικής πράξης
2. 787 αναγνώρισης σωματείου ή τροποποίησης καταστατικού
3. 789 άδειας για σύγκληση συνέλευσης συνεταιρισμού
4. 790 διορισμού εκκαθαριστών συνεταιρισμού
5. 792 άδειας εκποίησης ή απόδοσης ενεχύρου
6. 793 διορισμού μεσεγγυούχου
7. 794 διορισμού πραγματογνώμονα
8. 797 άδειας προς ενέργεια πράξεων (σε ανηλίκους, δικαστικούς συμπαραστάτες κλπ)
9. 798 άδειας προς ενέργεια πράξεων για λοιπές περιπτώσεις
10. 807 δημοσίευσης διαθήκης
11. 808 κήρυξης ιδιόγραφης διαθήκης ως κυρίας
12. 810 επ. όλες οι υποθέσεις που αφορούν το δικαστήριο της κληρονομίας (811 διάταξης κατάθεσης διαθήκης, 812 δήλωσης αποδοχής ή αποποίησης κληρονομίας, 813 διορισμού ειδικού κηδεμόνα για διεξαγωγή δίκης, 814 εκκαθάρισης κληρονομίας και διορισμού εκκαθαριστή, 815 παύση εκτελεστή διαθήκης, 817 δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας, 818 άδειας προς διάθεσης κληρονομιαίων, 819 823 παροχής – αφαίρεσης κληρονομητηρίου
13. 826 επ. σφράγισης πραγμάτων
14. 843 πρόσκλησης για αναγγελία δικαιώματος
15. 850 κήρυξης αξιογράφου ανίσχυρου
16. 861 βεβαιωτικού όρκου
Δ) Στο Εφετείο υπάγονται οι υποθέσεις ερμηνείας διαθήκης ή άλλης πράξης όταν διάθεση υπέρ του κράτους ή κοινωφελών σκοπών 825
Οι συνεχείς τροποποιήσεις τα τελευταία δύο έτη ως προς την αρμοδιότητα στις υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας δημιουργούν όχι μόνο σύγχυση, αλλά και σημαντικά πρακτικά προβλήματα στη λειτουργία των δικαστηρίων, με την αυξομείωση της ύλης τους. Επίσης, δεν κρίνεται απαραίτητη η υπαγωγή των υποθέσεων υιοθεσίας και ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής στα πολυμελή πρωτοδικεία. Η απασχόληση τριών δικαστών για τέτοιου είδους υποθέσεις δεν εξυπηρετεί ούτε την επιτάχυνση ούτε την ποιότητα, σημειώνοντας μάλιστα ότι όλες οι άλλες υποθέσεις οικογενειακού δικαίου υπάγονται πλέον στα μονομελή πρωτοδικεία.
Β. Καταργείται το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του ίδιου άρθρου 747, που όριζε τη δυνατότητα άσκησης της αίτησης και προφορικά. Ωστόσο, στο ίδιο άρθρο 747 παραμένει ως έχει η παρ. 2, που ορίζει ότι «το δικόγραφο της αίτησης ή η έκθεση πρέπει να περιέχει, εκτός από όσα ορίζονται στο άρθρο 118 ή 117 ….». Η παραπομπή στο 117, που αφορά τα ουσιώδη προαπαιτούμενα για κάθε έκθεση, πρέπει να διαγραφεί, εφόσον καταργείται η δυνατότητα άσκησης της αίτησης και προφορικά, οπότε και μόνο θα συντασσόταν έκθεση.
Γ. Εσφαλμένες παραπομπές σε άλλα άρθρα του ΚΠολΔ:
1) Στο 759 παρ. 2 ορίζεται «2. Η διεξαγωγή αυτοψίας ή πραγματογνωμοσύνης μπορεί να γίνει και κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 591». Όμως είναι προφανές ότι η σωστή παραπομπή είναι η παρ. 4 του άρθρου 591 του σχεδίου.
2) Στο 796 παρ. 4 ορίζεται ότι εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 681Γ. Όμως το άρθρο αυτό καταργείται με το ίδιο νομοσχέδιο.
Δ. Τροποποιείται το άρθρο 800 για την υιοθεσία. Καταργείται το α΄ εδάφιο της παρ. 1 που, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 4138/2013, όριζε ότι «Αρμόδιο για την τέλεση της υιοθεσίας είναι κάθε δικαστήριο της Επικράτειας», χωρίς να επανέρχεται η προηγούμενη διατύπωση του εδαφίου, που όριζε ότι «Αρμόδιο για την τέλεση υιοθεσίας είναι το δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχουν τη συνήθη διαμονή τους εκείνος που υιοθετεί ή εκείνος που υιοθετείται». Επίσης στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου υπάρχει συντακτικό λάθος, καθώς ορίζει ότι «οι συναινέσεις δηλώνονται ενώπιον σε ιδιαίτερο γραφείο χωρίς δημοσιότητα». Κατά πάσα πιθανότητα, σε αρμονία και με το εδάφιο 1 της ίδιας παραγράφου, εφόσον οι υποθέσεις υιοθεσίας (προτείνεται να) υπάγονται πλέον στην αρμοδιότητα των πολυμελών δικαστηρίων, ή πρέπει να παραλειφθεί η λέξη «ενώπιον», ή να προστεθεί το «ενώπιον μέλους της σύνθεσης».
Ε. Ως προς τις συνέπειες της ερημοδικίας των διαδίκων στον πρώτο βαθμό, με το νομοσχέδιο προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 754, ώστε ακόμη και αν δεν εμφανιστεί ο αιτών ή εμφανιστεί αλλά δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση, εφόσον εμφανισθεί ο καθ’ ου η αίτηση ή ο τρίτος που έχει κλητευθεί ή έχει παρέμβει, η συζήτηση να προχωρεί σαν αυτός (αιτών) να είχε εμφανισθεί και η υπόθεση να εξετάζεται κατ’ ουσίαν.
ΣΤ. Καταργείται το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 748, που όριζε «κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών, των Χριστουγέννων, Νέου Έτους και του Πάσχα, η δικάσιμος ορίζεται υποχρεωτικά, εντός τριάντα ημερών από την επανέναρξη της κανονικής λειτουργίας των δικαστηρίων».
Ζ. Καταργείται το άρθρο 755, περί σύνταξης συνοπτικών πρακτικών.
Η. Καταργείται το άρθρο 756, περί δημοσίευσης της απόφασης μετά την περάτωση της ακροαματικής διαδικασίας και το αργότερο εντός 48 ωρών, και σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 30 ημερών κλπ.
Θ. Στο 786 προστίθεται τέταρτη παράγραφος, που ορίζει «4. Η ευθύνη των διορισμένων μελών της προσωρινής διοίκησης και των εκκαθαριστών περιορίζεται στις πράξεις ή παραλείψεις αυτών κατά τη διάρκεια της θητείας τους».
Ι. Στο 749 προστίθεται ότι δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη διαμεσολάβηση (πλέον εκείνων για απόπειρα συμβιβασμού).
Τελειώνοντας την προφορική της εισήγηση η Πρωτοδίκης Ελισάβετ Κούτρα, κατέθεσε και έγγραφο υπόμνημα.
Στη συνέχεια, ο λόγος δόθηκε στην Πρόεδρο Πρωτοδικών, Πασχαλίνα -Καλλιόπη Σταμάτη, η οποία σχετικά με τα ΚΕΦΑΛΑΙΑ Α’ έως Θ’ του ΟΓΔΟΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (άρθρα 904 έως 1054 ΚΠολΔ) ανέφερε τα εξής:
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ (904- 940Α)
Τροποποιείται το άρθρο 924 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα εξαλείφεται το τμήμα του άρθρου που όριζε ότι «Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση και στην περίπτωση του άρθρου 915 και αντιγράφου του αποδεικτικού εγγράφου που αναφέρεται στο άρθρο αυτό. Η επιταγή γράφεται κάτω από το αντίγραφο του αντιγράφου και πρέπει να ορίζει με ακρίβεια την απαίτηση». Βεβαίως η επιταγή συνεχίζει να υφίσταται ως διαδικαστική πράξη της εκτέλεσης, η δε εξάλειψη της «με ακρίβεια» περιγραφής της απαίτησης, προσδοκούμε πως θα μας απαλλάξει από σωρεία λόγων ανακοπής κατά της επιταγής προς πληρωμή, σύμφωνα με τους οποίους ήταν απαραίτητη η αναγραφή αναρίθμητων λεπτομερειών. Επίσης, η εξάλειψη της υποχρέωσης συνεπίδοσης με την επιταγή των εγγράφων που αποδεικνύουν την πλήρωση της αιρέσεως ή της προθεσμίας καταργεί τον σχετικό λόγο ανακοπής για τη μη συνεπίδοση, παραμένει όμως η υποχρέωση πλήρωσης της αίρεσης κατά το 915 ΚΠολΔ, η αμφισβήτηση της οποίας στηρίζει άλλο λόγο ανακοπής. Το δεύτερο τμήμα του άρθρου αυτού που αφορά τον διορισμό αντικλήτου,τροποποιείται και η υποχρέωση διορισμού αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του τόπου της εκτέλεσης είναι πλέον ανεξάρτητη με το εάν ο επισπεύδων κατοικεί στην περιφέρεια του τόπου της εκτέλεσης, ο διορισμός δε, γίνεται μόνο με την επιταγή και όχι με αυτοτελές δικόγραφο, όπως ορίζεται στον ισχύοντα κώδικα. Αν δεν οριστεί αντίκλητος, αντίκλητος, όπως και πριν θεωρείται ο πληρεξούσιος δικηγόρος που υπογράφει την επιταγή. Βεβαίως, ο δικηγόρος μπορεί να μην κατοικεί στον τόπο της εκτέλεσης, καθώς δεν απαιτείται τούτο για να υπογράψει την επιταγή. Καταργείται όμως το εδάφιο που ορίζει ότι στον αντίκλητο μπορούν να γίνουν όλες οι επιδόσεις και οι προσφορές που αφορούν την εκτέλεση.
Εκτενείς παρεμβάσεις σημειώνονται στη σημαντική διάταξη του άρθρου 933 ΚΠολΔ που αφορά την ανακοπή κατά της εκτέλεσης, η οποία θα εκδικάζεται πλέον με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, δηλαδή με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έτσι θα εφαρμόζεται πλέον το ανακριτικό σύστημα, θα αρκεί η πιθανολόγηση και κατ’ αρχήν δε θα συμπράττει γραμματέας (690&2 ΣχέδιοΚΠολΔ). Δεν μεταβάλλονται τα πρόσωπα που νομιμοποιούνται ενεργητικά στην άσκηση της ανακοπής, δεν μεταβάλλεται η υλική αρμοδιότητα του δικαστηρίου της ανακοπής και οι αντιρρήσεις αφορούν, όπως και στο ισχύον δίκαιο την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση. Στην παράγραφο 1 προβλέπεται πλέον η δυνατότητα άσκησης πρόσθετων λόγων ανακοπής με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται η ανακοπή, η σύνταξη έκθεσης και η κοινοποίηση οκτώ ημερών πριν τη συζήτηση. Κατ’ ουσίαν η διάταξη αυτή δεν εισάγει κάτι νέο αφού τα ίδια δεχόμασταν και κατά το ισχύον δίκαιο με εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 585&2 ΚΠολΔ. Καλοδεχούμενη πάντως η διευκρίνιση, καθώς η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων που εφαρμόζεται θα μπορούσε να δημιουργήσει ερωτηματικά. Επίσης, στην ίδια παράγραφο 1 ορίζεται ότι αν ασκηθούν περισσότερες ανακοπές με ξεχωριστά δικόγραφα προσδιορίζονται και εκδικάζονται όλες υποχρεωτικά στην ίδια δικάσιμο. H διάταξη έχει ιδιαίτερη σημασία κυρίως στις ανακοπές κατά του ίδιου πίνακα κατάταξης, όπου συνεχίζουν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 933 επ. (979&2 ΚΠολΔ). Η πληροφόρηση όμως για το ότι εκκρεμούν και άλλα δικόγραφα κατά του ιδίου πίνακα κατάταξης δεν είναι δεδομένη, όσο το Πρωτοδικείο δεν καταχωρεί και στοιχεία στις ανακοπές αυτές, όχι μόνο των ονομάτων των διαδίκων, αλλά και του αριθμού του πίνακα κατάταξης. Από την παρ. 1 του νέου άρθρου λείπει η δυνατότητα επίδοσης της ανακοπής στον πληρεξούσιο δικηγόρο που υπέγραψε την επιταγή ή παρείχε την εντολή για την επιχείρηση κάθε διαδικαστικής πράξης, δυνατότητα που είχε προστεθεί με το άρθρο 19&1 ν. 4055/2012. Το ίδιο συμβαίνει και στη νέα διάταξη του άρθρου 938&1 ΚΠολΔ.
Η εφαρμοστέα διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν μεταβάλει τη μέχρι σήμερα (936&2 ΚΠολΔ) υποχρέωση προσδιορισμού της σε εξήντα ημέρες, που προβλέπεται πλέον στη διάταξη του άρθρου 933&2 ΚΠολΔ και συνεπώς η αλλαγή της διαδικασίας στο σημείο αυτό δεν παρέχει κάτι επιπλέον από άποψη επιτάχυνσης της δίκης. Περαιτέρω, για την έκδοση της απόφασης δεν υπάρχει βεβαίως παραπομπή στη διάταξη του άρθρου 643 ΚΠολΔ, αφού αλλάζει η διαδικασία εκδίκασης, όπως συμβαίνει παντού όπου γινόταν παρόμοια αναφορά (π.χ. 937&3 ΚΠολΔ), πλην όμως στην παράγραφο 6 του άρθρου 933 ΚΠολΔ προβλέπεται η έκδοση απόφασης εντός εξήντα ημερών από τη συζήτησή της. Η εισαγωγή της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων θα εμποδίζει τη δημιουργία θετικού δεδικασμένου για την απαίτηση, όταν κριθεί ως παρεμπίπτον ζήτημα στη δίκη της ανακοπής κατά της εκτέλεσης (331 ΚΠολΔ), λόγω της διάταξης του άρθρου 695 ΚΠολΔ. Λόγος για τη δημιουργία αρνητικού δεδικασμένου από την απόφαση της δίκης περί την εκτέλεση στη δίκη που αφορά την απαίτηση, δεν μπορεί να γίνει λόγω της διαφοράς των αντικειμένων των δικών. Πολύ σημαντική είναι η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 933&2 ΚΠολΔ δια της οποίας καταργείται το ένδικο μέσο της έφεσης, εκτός αν πρόκειται για απόφαση που έκρινε επί ανακοπής κατά απαίτησης που στηρίζεται σε συμβολαιογραφικό έγγραφο. Μάλιστα στην περίπτωση αυτή συγχωρείται και ανακοπή ερημοδικίας (937&2 και 933&2 εδ. β’). Προφανώς η κατάργηση της έφεσης στοχεύει στην ανακούφιση του Εφετείου και στην ταχύτερη ολοκλήρωση της δίκης περί την εκτέλεση, ενώ η εξαίρεση για την απαίτηση που στηρίζεται σε συμβολαιογραφικό έγγραφο είναι δικαιολογημένη, καθώς το πλήθος των αιρέσεων που συνοδεύουν τις συμβάσεις που καταρτίζονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο καθιστούν αναγκαία τη δικαστική εξέταση της υπόθεσης και σε δεύτερο βαθμό. Ορθή φαίνεται και η ρύθμιση που προβλέπει στην περίπτωση αυτή τη δυνατότητα αναστολής της προόδου της εκτέλεσης με ή χωρίς εγγύηση, από το δικαστήριο που θα δικάσει το ένδικο μέσο, εφόσον πιθανολογεί την ευδοκίμησή του. Επιτρεπτή είναι η αίτηση αναίρεσης, όπως και πριν και χωρίς αλλαγές στις σχετικές διατάξεις (937&2 ΚΠολΔ).
Στην παράγραφο 3 του άρθρου 937 παρέμεινε η ισχύς του άρθρου 591&1α’ που ορίζει ότι η προθεσμία για την κλήτευση των διαδίκων είναι τριάντα ημέρες και αν ο διάδικος διαμένει στο εξωτερικό ή είναι αγνώστου διαμονής η προθεσμία κλήτευσης είναι εξήντα ημέρες, ώστε παρά την εκδίκαση με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων να μην εφαρμόζεται το 686&2, αλλά η ειδικότερη αυτή διάταξη.
Στη διάταξη του άρθρου 933&3 ΚΠολΔ ρυθμίζεται η τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου που θα δικάσει την ανακοπή και αναφέρεται το δικαστήριο του τόπου της εκτέλεσης. Συνεπώς δεν βρίσκει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 584 ΚΠολΔ. Όταν όμως η ανακοπή αφορά πλημμέλεια της επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή (δηλαδή για χρηματικές απαιτήσεις) και δεν υπάρχει τόπος εκτέλεσης μπορούν να εφαρμοστούν οι γενικές διατάξεις 22 επ. ΚΠολΔ που είναι συμβατές και με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Σε επιταγή προς εκτέλεση (π.χ. απόδοσης ακινήτου ή διενέργειας υλικής πράξης μπορούμε να πούμε ότι ήδη γνωρίζουμε τον τόπο εκτέλεσης πχ του τόπου του ακινήτου ή του τόπου που επιχειρείται η υλική πράξη).
Στην παράγραφο 4 του άρθρου 933 ΚΠολΔ ορίζεται πλέον ότι «Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο σύμφωνα με τα άρθρα 330 και 633&2βεδ.γ’ αντίστοιχα». Το απαράδεκτο λόγω δεδικασμένου στο ισχύον δίκαιο επιφυλάσσονταν μόνο για τις δικαστικές αποφάσεις. Η διάταξη αυτή πάντως δεν προσφέρει κάτι ουσιαστικό, διότι η νομολογία από έτη και παγίως εφάρμοζε τη ρύθμιση και για τη διαταγή πληρωμής που είχε αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας μετά τη δεύτερη επίδοση της διαταγής πληρωμής (βλ. όλη την προσβηματική σε Πανταζόπουλο, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, β’ εκδοση 2013, σελ. 350,351). Σε κάθε περίπτωση πάντως έτσι σιγούν κάποιες αντίθετες φωνές της θεωρίας που υποστήριζαν ότι το δεδικασμένο αυτό περιορίζονταν στο δεδικασμένο που δημιουργείται μόνο για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής και δεν ήταν ισοδύναμο με το εκ της αποφάσεως δεδικασμένο.
Στην παράγραφο 5 ορίζεται ότι οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται μόνο με έγγραφα. Δηλαδή, δεν είναι επιτρεπτή πλέον η απόδειξη δια δικαστικής ομολογίας, όπως δεχόμαστε για την «παραχρήμα» απόδειξη στο ισχύον δίκαιο. Ειδικότερα όσον αφορά την προφορική δικαστική ομολογία, επειδή στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν τηρούνται πρακτικά, δεν θα μπορούσε ασφαλώς να επιβεβαιώνεται σε περίπτωση που τη δεχόταν το δικαστήριο. Εξάλλου, η πιθανότητα προφορικής ομολογίας του αντιδίκου δανειστή, θα μπορούσε να επιστρατεύεται από τον ανακόπτοντα για να αιτείται την τήρηση πρακτικών από τον δικάζοντα δικαστή ή μαγνητοφώνηση της διαδικασίας, πέραν του ότι, λόγω της δυνατότητας ανάκλησης, είναι επίφοβο αποδεικτικό μέσο. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή του νομοθέτη να διενεργείται απόδειξη μόνο με έγγραφα, είναι θεμιτή και σαφής, έναντι του όρου «παραχρήμα» που ταλαιπώρησε θεωρία και νομολογία μέχρι να παγιωθεί στη νομολογία και στην πλειοψηφία της θεωρίας (βλ. για το ζήτημα αυτό, Π.Γέσιου-Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό Μέρος, 1998, σελ. 639 επ.).
Στην παράγραφο 6 της διάταξης του άρθρου 933 ΚΠολΔ διαλαμβάνεται και ρύθμιση σύμφωνα με την οποία αν γίνει δεκτή ανακοπή που διατάσσει τη διόρθωση της κατασχετήριας έκθεσης, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση και την τιμή πρώτης προσφοράς, τον τόπο και τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, η απόφαση δημοσιεύεται τη δέκατη ημέρα πριν τον πλειστηριασμό στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων. Η διάταξη συστηματικά ανήκει στο άρθρο 954 ΚΠολΔ το οποίο στην παράγραφο 4 ορίζει τα σχετικά με την ανακοπή διόρθωσης της κατασχετήριας έκθεσης. Με την ευκαιρία σημειώνουμε σχετικά ότι παραμένει η υποχρέωση η ανακοπή να κατατίθεται το αργότερο πέντε (5) ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό και εφόσον ασκηθεί στο όριο αυτό, βεβαίως δεν επαρκούν οι ημέρες για την τήρησητων προθεσμιών, ώστε η συγκεκριμένη ανακοπή συνεχίζει ατύπως να δίνει μία ευκαιρία, εφόσον ευδοκιμήσει, έμμεσης αναστολής του πλειστηριασμού. Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 954 από λάθος γίνεται παραπομπή για τις διατυπώσεις δημοσιότητας της διάταξης του άρθρου 960 & 2 το οποίο καταργείται στο Σχέδιο.
Το άρθρο 934&1 που αφορά την προθεσμία της ανακοπής υπό τη νέα του μορφή περιλαμβάνει δύο αντί τρία σκέλη: Στην περίπτωση (α) αναφέρεται ότι ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 ΚΠολΔ είναι παραδεκτή για όλες τις πλημμέλειες του χρονικού διαστήματος από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 (δηλαδή δημοσίευση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων) μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης (β) αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης μέσα σε τριάντα ημέρες, αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, αν πρόκειται για κινητά μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού και αν πρόκειται για ακίνητα μέσα σε εξήντα ημέρες από τη μεταγραφή της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης. Στην παράγραφο 2 σημειώνεται ότι τελευταία πράξη της εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Δεν γίνεται πλέον αναφορά στην προδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, διότι δεν έχει πρακτικό ενδιαφέρον με βάση τη διατύπωση των δύο πλέον σταδίων. Απουσιάζει επίσης από το Σχέδιο η παράγραφος 3 του άρθρου 934 ΚΠολΔ κατά την οποία «Η παράλειψη επιβολής κατάσχεσης μπορεί να προσβληθεί μέχρι την παρέλευση της προθεσμίας 934&1β’ ΚΠολΔ». Η μη διάκριση πλέον, από άποψη προθεσμίας, των λόγων που αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου και εκείνων που αφορούν την απαίτηση, είναι επιδοκιμαστέα, διότι οι λόγοι συχνά συγχέονταν (π.χ. εικονικότητα του συμβολαίου, βλ. σχετικά Νικολόπουλο, β’ έκδοση, 2012, σελ.188).
Η αίτηση αναστολής συζητείται υποχρεωτικά κατά την ορισθείσα δικάσιμο της ανακοπής. Η ρύθμιση προϋπήρχε και στο ισχύον δίκαιο. Αν η μη μέχρι τώρα εφαρμογή της στα μεγάλα Πρωτοδικεία οφείλονταν στη διαφορά της διαδικασίας, η ταυτότητα της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων που θα εφαρμόζεται πλέον στην ανακοπή και στην αναστολή πρέπει να έχει αποτελέσματα, λόγω της δυνατότητας σώρευσης, η οποία θα συμβάλει στη μείωση των εξόδων του ανακόπτοντος-αιτούντος. Στην περίπτωση αυτή βέβαια ο δικάζων δικαστής θα υποχρεούται μάλλον να εκδώσει την απόφασή του στην προθεσμία που προβλέπεται για την αναστολή και όχι των εξήντα ημερών που προβλέπεται για την ανακοπή.
Στο 938&4 πρέπει να διορθωθεί «η εγγυοδοσία» και να προταχθεί « ή» διαζευκτικό.
Στο άρθρο 939 η γνωστοποίηση της αναστολής προβλέπεται ότι μπορεί πλέον να γίνει και με ηλεκτρονικά μέσα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΜΕΣΑ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ (941-952)
Τροποποιήσεις επήλθαν στο άρθρο 950 και συγκεκριμένα στην παράγραφο 1 αυξήθηκε το ανώτατο όριο χρηματικής ποινής που επιβάλλεται στον γονέα που δεν αποδίδει ή δεν παραδίδει τέκνο μέχρι 100.000 ευρώ (από 50.000 ευρώ) και επιβάλλεται σωρευτικά και προσωπική κράτηση μέχρι ένα έτος (πριν υπήρχε επιλογή επιβολής σωρευτικά ή διαζευκτικά). Επίσης προστέθηκε στο άρθρο 950, παράγραφος 3 σύμφωνα με την οποία κατά την επικύρωση από το δικαστήριο της κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνίας των συζύγων με την οποία ρυθμίζεται η επιμέλεια των τέκνων, διατάσσεται αυτεπαγγέλτως και η απόδοση ή παράδοση του τέκνου στον γονέα στον οποίο ανατίθεται η επιμέλεια και εφαρμόζονται οι απειλούμενες ποινές της παραγράφου 1 και τα ίδια ισχύουν για την επικοινωνία με εφαρμογή της διάταξης 950&2 ΚΠολΔ. Τέλος, στο άρθρο 952 που αφορά την υποβολή αναλυτικού καταλόγου των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, ο οφειλέτηςυποχρεώνεται να αναφέρει τον ακριβή τόπο που βρίσκονται, αν έχει απαιτήσεις που πρέπει να τις αναφέρει με νομική αιτία, αντικείμενο, εξασφαλίσεις, αποδεικτικά έγγραφα, όπως επίσης να αναφέρει και απαλλοτριώσεις ακινήτων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ – ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ -ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Α. 1. ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ (953-958 και 962) και ΤΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΗ, ΠΛΟΙΟΥ Η ΑΕΡΟΣΚΑΦΟΥΣ (992-997 και 999)
Στο άρθρο 953 καταργείται η περιπτωσιολογία στα ακατάσχετα κινητά, τόσο όσον αφορά τα απολύτως απαραίτητα πράγματα για τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του, όσο και για τα πράγματα που είναι απαραίτητα για την εργασία των προσώπων που βιοπορίζονται από την προσωπική τους εργασία.
Όσον αφορά το περιεχόμενο της κατασχετήριας έκθεσης και ειδικότερα όσον αφορά την ημέρα του πλειστηριασμού αναφέρεται στην περ. ε του άρθρου 953&2 ότι ορίζεται υποχρεωτικά οκτώ μήνες από την ημέρα της κατάσχεσης. Η διάταξη δια της οποίας προφανώς εννοείται ότι η ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται εντός οκτώ μηνών από την ημέρα της κατάσχεσης, καθώς παρατηρείται σε όλες τις διατάξεις μία σύντμηση των προθεσμιών και μία βούληση επίσπευσης της διαδικασίας της εκτέλεσης, πρέπει να διατυπωθεί επιτυχέστερα, διότι θα μπορούσε να εννοηθεί ότι η ημέρα του πλειστηριασμού πρέπει να ορίζεται σε οκτώ μήνες από την ημέρα της κατάσχεσης, παρότι τούτο δεν φαίνεται να εξυπηρετεί κάποιο σκοπό. Στη διορθωτική ανακοπή της κατασχετήριας έκθεσης έγινε ήδη αναφορά.
Περαιτέρω στον καθ’ ου η εκτέλεση επιδίδεται πλέον αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης και δεν υπάρχει η δυνατότητα να του επιδοθεί περίληψη. Η ρύθμιση είναι εξασφαλιστική του οφειλέτη η επίδοση της περίληψης στον οποίο θα μπορούσε να τον στερήσει από χρήσιμες πληροφορίες και να τον καθυστερήσει αναζητώντας το πλήρες κείμενο. Αυτό ισχύει και για την κατάσχεση κινητών και ακινήτων, πλοίων και αεροσκαφών και αφορά και την κατάσχεση ενυπόθηκου κτήματος που γίνεται κατά του τρίτου, κυρίου ή νομέα (995&3). Η αλλαγή αυτή τροποποιεί ανάλογα και τις διατάξεις των άρθρων 958&1, 997&2 εδ. α και β και όπου στο ισχύον δίκαιο μπορεί να επιδοθεί περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης διαζευκτικά με το αντίγραφο αυτής. Απόσπασμα της έκθεσης δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων. Τα ανωτέρω προβλέπονται ομοίως για την κατάσχεση κινητών και ακινήτων (955 και 995). Η επίδοση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στον απόντα καθ’ ου η εκτέλεση γίνεται την επομένη ημέρα της κατάσχεσης και αν δεν έχει την κατοικία του στον τόπο της εκτέλεσης μέσα σε τρεις ημέρες και για τα κινητά και για τα ακίνητα. Οι προθεσμίες δημοσίευσης του αποσπάσματος στην ιστοσελίδα είναι για τα κινητά μέχρι οκτώ ημέρες από την κατάσχεση και για τα ακίνητα δεκαπέντε ημέρες. Αν πρόκειται για κατασχεμένα κινητά που μπορεί να υποστούν φθορά τα οποία πλειστηριάζονται αμέσως απαιτείται δημοσίευση στον ιστότοπο δύο ημέρες πριν τον πλειστηριασμό (962). Στη διάταξη 995&4 ΚΠολΔ για τα ακίνητα υπάρχει η διατύπωση ότι το απόσπασμα δημοσιεύεται την 15η ημέρα από την κατάσχεση, αλλά προφανώς είναι εσφαλμένη, διότι δεν υπάρχει λόγος να απαιτείται ακριβώς την δέκατη πέμπτη ημέρα η δημοσίευση. Επίσης γίνονται συντομότερες οι προθεσμίες επίδοσης αντιγράφου της έκθεσης κατάσχεσης κινητών στον Γραμματέα του Ειρηνοδικείου (τρεις από οκτώ ημέρες), κατάθεσης των εγγράφων της κατάσχεσης κινητών στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (πέντε ημέρες από δέκα), επίδοσης του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στον Υποθηκοφύλακα – κτηματολόγιο (πέντε από οκτώ), παράδοσης πιστοποιητικών από τον Υποθηκοφύλακα, τηρούντα το νηολόγιο ή μητρώο (τρεις ημέρες απότέσσερεις), κατάθεσης των εγγράφων κατάσχεσης ακινήτων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού ( δέκα ημέρες από δεκαπέντε), καταγγελίας εκ μέρους του υπερθεματιστή της εκμίσθωσης ή παραχώρησης του κατασχεθέντος ακινήτου, μετά την κατάσχεση (ένας μήνας από τρεις) ενώ συντομεύεται και ο χρόνος που επέρχεται η λύση μετά την καταγγελία από έξι μήνες σε δύο.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η δυνατότητα επιβολής κατάσχεσης στο κατασχεθέν από άλλον δανειστή, τόσο για τα κινητά (958&2), όσο και για τα ακίνητα (997&5) ώστε οι διαφορετικές διαδικασίες να διενεργούνται ξεχωριστά, χωρίς να επηρεάζει η μία την άλλη και να μην επιτρέπεται η αναζήτηση των εξόδων εκτέλεσης για τη διαδικασία που δεν περατώθηκε. Ερχόμαστε συνεπώς στο σύστημα του επιτρεπτού των πολλών αναγκαστικών κατασχέσεων. Το σύστημα αυτό το γνωρίζουμε από την κατάσχεση στα χέρια τρίτου, τον ΚΕΔΕ, το νδ 17.7/13.8.1923 περί ειδικών διατάξεων ΑΕ και του ν. 4332/1929 περί ΑΤΕ.
2. ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΡΙΤΟΥ (982-991)
Στο συγκεκριμένο τέταρτο κεφάλαιο υπάρχει αλλαγή μόνο στο άρθρο 983, όπου προστίθεται πέμπτη παράγραφος με το εξής περιεχόμενο «το απόρρητο των κάθε μορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα καθώς και των άϋλων μετοχών που καταχωρίζονται στο σύστημα άυλων τίτλων (Σ.Α.Τ) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης ή της μετοχής. Το απόρρητο αίρεται μόνο για το χρηματικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή. Για την κατάσχεση στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος ως τρίτου το έγγραφο επιδίδεται είτε στην έδρα του, είτε στο κατάστημα στο οποίο τηρείται ο λογαριασμός. Επίσης στη διάταξη του άρθρου 985&1 ΚΠολΔ προστίθεται εδάφιο σύμφωνα με το οποίο όταν η κατάσχεση επιβάλλεται στα χέρια πιστωτικού ιδρύματος, αυτό θα πρέπει να δηλώσει αν υφίσταται στα χέρια του ακατάσχετη απαίτηση κατά την έννοια του άρθρου 982 &2 στοιχ. γ και δ (απαιτήσεις από μισθούς, διατροφές, συνεισφορά, ασφαλιστικές παροχές).
Β. ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ
Καταργείται η δυνατότητα ορισμού ως τόπου πλειστηριασμού κινητών του τόπου εκτέλεσης ή φύλαξης κατ’ επιλογή του δικαστικού επιμελητή (959&2) και ορίζεται πια ως μόνος τόπος ο τόπος της κατάσχεσης. Επίσης καταργείται η κατ’ επιλογή του επισπεύδοντος τόπος πλειστηριασμού αν το ακίνητο βρίσκεται στην περιφέρεια περισσοτέρων ειρηνοδικείων και ισχύει ο τόπος της περιφέρειας που βρίσκεται το ακίνητο (δηλαδή παύει να αποτελεί κριτήριο η περιφέρεια των ειρηνοδικείων) 998. Καταργείται η διάταξη του άρθρου 960 (δημοσίευση περίληψης κατασχετήριας έκθεσης) και 963 (κήρυξη πριν τον πλειστηριασμό), διατάξεις που μειώνουν τα έξοδα εκτέλεσης. Συνεπώς καταργείται και η παρ. 1 του άρθρου 1001 για την κήρυξη στα ακίνητα. Η κατάργηση της σύνταξης περίληψης κατασχετήριας έκθεσης είναι μεγάλης σημασίας, καθώς μετά τις αναβολές ή ματαιώσεις του πλειστηριασμού δε θα χρειάζεται σύνταξη νέας περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης, αλλά όπως θα πούμε και παρακάτω η συνέχιση του πλειστηριασμού θα γίνεται με δήλωση στον συμβολαιογράφο-υπάλληλο του πλειστηριασμού και ανάρτηση της δήλωσης στον ιστότοπο (973). Η ρύθμιση αυτή θα μειώσει κατακόρυφα τα έξοδα εκτέλεσης, καθώς για κάθε ματαίωση ή αναβολή έπρεπε να γίνουν πάρα πολλές επιδόσεις (π.χ. στο ΙΚΑ, στα τελωνεία, στο Δημόσιο κλπ) και κοστοβόρες δημοσιεύσεις. Η δημοσίευση επίσης στον ιστότοπο, όπου θα είναι γνωστό πως πρέπει να ανατρέχει ο κάθε ενδιαφερόμενος, εξασφαλίζει μεγαλύτερη διαφάνεια και ευρύτερη ενημέρωση. Επίσης, αν αναλογιστεί κανείς ότι μπορούσε να ασκείται ανακοπή κατά της εκτέλεσης και προς ακύρωση κάθε περιλήψεως, καταλαβαίνουμε ότι η ρύθμιση αυτή μπορεί να αποβεί προς όφελος τόσο του οφειλέτη που ενώ χάνει τα περιουσιακά του στοιχεία παραμένει με αμείωτο το χρέος του, λόγω των υψηλότατων εξόδων εκτέλεσης, των δανειστών που θα ωφελούνται ανάλογα, αλλά και των δικαστηρίων. Περαιτέρω, τροποποιείται ελαφρώς η διαδικασία του πλειστηριασμού για την περίπτωση που υποβάλλονται δύο ή περισσότερες προσφορές οπότε η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι να προσφερθεί μεγαλύτερο ποσό από οποιονδήποτε υπέβαλε προσφορά και όχι μόνο μεταξύ εκείνων που είχαν υποβάλει τις μεγαλύτερες 959&4 και αντίστοιχα τροποποιείται και το άρθρο 998&1. Στο τελευταίο αυτό άρθρο καταργείται η περίπτωση ότι πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει πριν περάσουν σαράντα πέντε ημέρες από την κατάσχεση.
Εισάγεται υποχρέωση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού (965&4) μέχρι την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό να καταθέσει εντόκως το πλειστηρίασμα σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα και οι τόκοι προσαυξάνουν το πλειστηρίασμα. Η κατάθεση είναι ακατάσχετη δεν εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία και δεν υπόκειται στις δεσμεύσεις που επιβάλλει το Δημόσιο για τη διασφάλιση των συμφερόντων του.
Στο άρθρο 970 εισάγεται υποχρέωση του υπερθεματιστή στον οποίο παραδίδεται το πράγμα να διορίσει με δήλωση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού αντίκλητο στην περιφέρεια του τόπου του πλειστηριασμού στον οποίο γίνονται όλες οι επιδόσεις που αφορούν την εκτέλεση.
Στο άρθρο 972 ρυθμίζεται πάλι η αναγγελία των οφειλετών του καθ’ ου η εκτέλεση. Τροποποιείται η διάταξη ως προς το περιεχόμενο της αναγγελίας στην οποία πρέπει οπωσδήποτε να ορίζεται αντίκλητος που να κατοικεί στην περιφέρεια του τόπου της εκτέλεσης, ανεξάρτητα με τον τόπο κατοικίας του δανειστή που αναγγέλλει την απαίτησή του και αν δεν οριστεί αντίκλητος, αντίκλητος είναι ο δικηγόρος που τυχόν υπέγραψε την αναγγελία. Το τυχόν υποδηλώνει ότι η υπογραφή του αναγγελτηρίου από δικηγόρο δεν είναι υποχρεωτική και έτσι κοπάζουν οι σχετικοί προβληματισμοί για το θέμα (βλ. για τις απόψεις υπό το ισχύον δίκαιο, Πίψου, Η αναγγελία δανειστή στην αναγκαστική εκτέλεση, σελ.179 επ.). Επίσης η διάταξη τροποποιείται και ως προς την προθεσμία επίδοσης της αναγγελίας και κατάθεσης των αποδεικτικών της απαίτησης εγγράφων από δεκαπέντε σε δέκα ημέρες.
Η δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού (973) γίνεται με δήλωση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Παραλείπεται η παρουσία του δικαστικού επιμελητή που έπαιρνε εντολή και την κατέθετε στον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η νέα ημέρα του πλειστηριασμού ορίζεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού πέντε μήνες από την ημέρα της δήλωσης. Πρέπει να διορθωθεί σε «εντός πέντε μηνών», αλλιώς μπορεί να θεωρηθεί ότι ο πλειστηριασμός γίνεται μόνο σε πέντε μήνες, λόγω της κακής διατύπωσης. Η γνωστοποίηση της δήλωσης πρέπει εντός τριών ημερών να αναρτάται με επιμέλεια του συμβολαιογράφου στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμού του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων. Για την περίπτωση που τη δήλωση κάνει άλλος δανειστής εκτός του επισπεύδοντα (υποκατάσταση) ορίζεται πως αν είχε επιβάλει δική του κατάσχεση η δήλωση συνέχισης του πλειστηριασμού επέχει θέση ανάκλησης της δικής του κατάσχεσης. Επίσης στην παράγραφο 6 προβλέπεται η άσκηση ανακοπής κατά της δήλωσης συνέχισης μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την ανάρτηση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών. Η συζήτηση προσδιορίζεται εντός εξήντα ημερών από την κατάθεση, συζητείται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και πρέπει να εκδίδεται απόφαση σε ένα μήνα από τη συζήτηση. Πρόσθετοι λόγοι κατατίθενται με ιδιαίτερο δικόγραφο και κοινοποιούνται οκτώ ημέρες πριν τη συζήτηση. Δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων. Σε όλες τις περιπτώσεις των προσθέτων λόγων θα ήταν συνεπές με την ταχύτητα που φαίνεται να θέλει να επιβάλει ο νομοθέτης να ορίζεται ότι πρέπει να προσδιορίζονται για συζήτηση μαζί με την ανακοπή, ώστε να μην μπορούν να ασκηθούν (κατάθεση- επίδοση) σε απώτερο χρόνο από το οκταήμερο πριν τη συζήτηση της ανακοπής και έτσι να μην παρελκύεται η συζήτηση, καθώς σήμερα προσδιορίζονται σε μεταγενέστερη δικάσιμο της συζήτησης της ανακοπής και στη συνέχεια αναβάλλεται εκεί και η ανακοπή. Το 933 ΣχΚΠολΔ ρυθμίζει την περίπτωση άσκησης πολλών ανακοπών και όχι της μίας που ασκείται με κύριο και πρόσθετο δικόγραφο νέων λόγων ανακοπής.
Αλλαγές σημειώνονται στον πίνακα κατάταξης δανειστών (975-978) και 1007 ΚΠολΔ. Ειδικότερα το προνόμιο της πρώτης τάξης του 975&1 ισχύει και για την πτώχευση, εφόσον προέκυψαν οι σχετικές απαιτήσεις κατά τους τελευταίους 12 μήνες από την κήρυξη της πτώχευσης. Το ίδιο ισχύει και για τη δεύτερη τάξη των γενικώς προνομιούχων απαιτήσεων καθώς και για τις απαιτήσεις της τρίτης τάξης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 975 (απαιτήσεις από παροχή εξαρτημένης εργασίας, απαιτήσεις δασκάλων και δικηγόρων) και της έκτης (απαιτήσεις συνεγγυητικού κεφαλαίου). Οι γενικώς προνομιούχες απαιτήσεις τέταρτης τάξης (απαιτήσεις αγροτών ή αγροτικών συνεταιρισμών από πωλήσεις αγροτικών προϊόντων) περιορίζονται χρονικά μόνο αν προέκυψαν κατά τον τελευταίο χρόνο πριν την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης. Από την πέμπτη τάξη των γενικώς προνομιούχων απαιτήσεων φεύγουν οι απαιτήσεις των ΟΤΑ. Στο άρθρο 977&&1,2 ρυθμίζεται με τον ίδιο ως τώρα τρόπο η συνύπαρξη γενικώς προνομιούχων απαιτήσεων και ειδικώς προνομιούχων και η προτίμηση απαιτήσεων που ανήκουν στη μία ή στην άλλη κατηγορία, εφόσον όμως υπό το νέοδίκαιο δεν υπάρχουν μη προνομιούχες απαιτήσεις. Πάντως, όπως και στο ισχύον δίκαιο, η διαίρεση του πλειστηριάσματος κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 977, γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τρίτης τάξης των γενικώς προνομιούχων απαιτήσεων (απαιτήσεις από παροχή εξαρτημένης εργασίας, φορέων κοινωνικής ασφάλισης, δικηγόρων). Αν υπάρχουν εκτός των προνομιούχων και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε εφαρμόζεται η παράγραφος 3 του άρθρου 977 ΚΠολΔ που προβλέπει τρεις περιπτώσεις: (Α) ύπαρξη γενικώς προνομιούχων, ειδικώς προνομιούχων και μη προνομιούχων, ώστε οι γενικώς προνομιούχοι να ικανοποιούνται στο 25%, οι ειδικώς προνομιούχοι στο 65% και οι μη προνομιούχοι στο 10%. Αν απομείνει υπόλοιπο από τους προνομιούχους κατατάσσεται η άλλη κατηγορία προνομιούχων. Στο υπόλοιπο από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών κατατάσσονται οι ειδικώς προνομιούχες απαιτήσεις και στη συνέχεια οι γενικώς. (Β) ύπαρξη ειδικώς προνομιούχων απαιτήσεων και μη προνομιούχων, ώστε οι ειδικώς προνομιούχες να κατατάσσονται στο 90% και οι μη προνομιούχες στο 10% και (Γ) ύπαρξη γενικώς προνομιούχων απαιτήσεων και μη προνομιούχων, ώστε κάθε κατηγορία να ικανοποιείται ως το 50%. Οι μη προνομιούχοι πιστωτές πάντοτε ικανοποιούνται συμμέτρως. Στο άρθρο 978 προβλέπεται ότι ικανοποιούνται οι απαιτήσεις που κατατάχθηκαν τυχαία με προσκόμιση ισόποσης εγγυητικής επιστολής. Αν δεν πληρωθεί ο όρος της τυχαίας κατάταξης ο δανειστής υποχρεούται να επιστρέψει έντοκα το ποσό που ανέλαβε. Επίσης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού, πρέπει στον πίνακα κατάταξης να προβλέπει πώς θα κατανεμηθεί η απαίτηση που κατετάγη τυχαία μετά των τόκων της αν πάψει να υφίσταται. Τέλος στο άρθρο 980 ορίζεται πάλι ότι ο υπάλληλος του πλειστηριασμού δεν μπορεί να ικανοποιήσει δανειστή του οποίου η κατάταξη προσβάλλεται με ανακοπή του 979. Δίνεται η δυνατότητα όμως να ικανοποιηθεί με προσκόμιση ισόποσης κεφαλαίου και τόκων εγγυητικής επιστολής σε πρώτη ζήτηση τράπεζας νόμιμα εγκατεστημένης στην Ελλάδα. Αν ευδοκιμήσει τελεσίδικα η ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης ο δανειστής υποχρεούται να επιστρέψει στο υπάλληλο του πλειστηριασμού εντόκως το κεφάλαιο που εισέπραξε. Σημειώνεται ότι επί της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η άσκηση έφεσης και ανακοπής ερημοδικίας, εκτός αν η ανακοπή αφορά τη διάγνωση απαίτησης από συμβολαιογραφικό έγγραφο, ώστε για την περίπτωση αυτή να δικαιολογείται ο όρος τελεσίδικα, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 979 &2 ΣχΚΠολΔ παραπέμπει πάλι στα άρθρα 933 επ.
Στον πλειστηριασμό των ακινήτων τα ζητήματα αντιμετωπίστηκαν παράλληλα, πλην όμως ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην αίτηση αναστολής της διαδικασίας του πλειστηριασμού με το άρθρο 1000 ΚΠολΔ, της οποίας η κατάθεση πρέπει να γίνει δεκαπέντε εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Επίσης με τη νέα διάταξη καταργείται η δυνατότητα δεύτερης αναστολής αν το δικαστήριο δεν είχε εξαντλήσει το εξάμηνο με την πρώτη αναστολή, όπως επίσης καταργείται και η δυνατότητα χορήγησης αναστολής με τον όρο καταβολής ποσού μικρότερου του ¼ του οφειλομένου κεφαλαίου στην περίπτωση που συνέτρεχαν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Επίσης στο 1009 η ρύθμιση αφορά πλέον όχι το πλειστηριασθέν ακίνητο που ήταν μισθωμένο, αλλά εκείνο που ήταν μισθωμένο με την άσκηση σ’ αυτό επιχείρησης και προβλέπεται ότι ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, οπότε αυτή λύεται με την πάροδο δύο μηνών από την καταγγελία και στην περίπτωση αυτή η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης εκτελείται κατά του μισθωτή και του υπομισθωτή, καθώς και κατά οποιουδήποτε αντλεί τα δικαιώματα απ’ αυτούς ή κατέχει το μίσθιο γι’αυτούς.
Αλλαγές δεν υπάρχουν στα κεφάλαια ΣΤ (Διατάξεις κοινές για τον πλειστηριασμό κινητών και ακινήτων), Ζ’ (Κατάσχεση ειδικών περιουσιακών στοιχείων), Η’ (Αναγκαστική διαχείρηση), ενώ όσον αφορά το κεφάλαιο Θ’ (Προσωπική κράτηση) παρατηρούνται τροποποιήσεις στην παράγραφο 1 του άρθρου 1047 όπου πλέον ορίζεται ότι «Προσωπική κράτηση διατάσσεται στις περιπτώσεις που ορίζει ρητώς ο νόμος. Μπορεί να διαταχθεί επίσης και κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες» και στην παράγραφο 1 του άρθρου 1049 όπου προστίθεται ότι απόφαση που διατάσσει την προσωπική κράτηση σύμφωνα με το άρθρο 1047 δεν εκτελείται αν εκείνος που καταδικάστηκε βρίσκεται κατά τον χρόνο της εκτέλεσης σε αδυναμία να εκπληρώσει τη χρηματική οφειλή του», ρύθμιση που στην παρούσα συγκυρία στοχεύει στην αποτροπή απώλειας της προσωπικής ελευθερίας, κυρίως των εμπόρων, όταν από αδυναμία δεν μπορούν να εξοφλήσουν τα χρέη τους.
Τέλος, πρέπει να σημειωθεί πως μεγάλος αριθμός διατάξεων έμεινε ανέπαφος, παρότι διαλαμβάνουν αναφορές σε άρθρα που καταργήθηκαν όπως πχ. 908&1 περ ε (αναφορά στο καταργηθέν 663), 917 (αναφορά στο 670-676), 943&3 (αναφορά στο 963), 954&4 (στο 960&2), 965&5 (960&2), 988&2 (960&&1,2), 999&2 (959&3 αντί του 6 ), 1021 (969, 1001) κ.ά. παροράματα που αναμένουμε να απουσιάζουν από τον Κώδικα.-
Τελειώνοντας την προφορική της εισήγηση η Πρόεδρος Πρωτοδικών Πασχαλίνα - Καλλιόπη Σταμάτη, κατέθεσε και έγγραφο υπόμνημα.
Ακολούθως, ο λόγος δόθηκε στην Πρωτοδίκη Σοφία Λυμπεριάδου, η οποία σχετικά με ταΚΕΦΑΛΑΙΑ Α’ έως Θ’ του ΟΓΔΟΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ (άρθρα 904 έως 1054 ΚΠολΔ) ανέφερε τα εξής:
Θα ήθελα και εγώ από τη θέση μου ως Πρωτοδίκης, να σας εκθέσω κάποιες προσωπικές μου παρατηρήσεις επί του προτεινόμενου σχεδίου Νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και δη επί του όγδοου κεφαλαίου που αφορά την αναγκαστική εκτέλεση, με γνώμονα στο πίσω μέρος του μυαλού μου, ότι τα δικαστήρια εφαρμόζουν το νόμο, με στόχο την απονομή της δικαιοσύνης, όπως ρητά επιτάσσει το αρθ 87 του Συντάγματος, ήτοι με σκοπό την πραγμάτωση της ιδέας δικαίου στην ατομική περίπτωση.
Σαφώς τα χρονικά περιθώρια μελέτης, εκ μέρους μου, των εν λόγω διατάξεων του σχεδίου ήταν πολύ μικρά, και γι’ αυτό το λόγο αποδέχομαι εκ των προτέρων να μην αντιλήφθηκα σωστά κάποιες διατάξεις, οπότε και καλώ οποιονδήποτε από τους παρευρισκόμενους, των οποίων την εμπειρία και τις γνώσεις σέβομαι, να με διακόψει σε οποιοδήποτε σημείο, αν έχει την άποψη ότι κάτι που λέω δεν είναι σωστό ή στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, λόγω εσφαλμένης εκ μέρους μου αντίληψης κάποιας προτεινόμενης με το σχέδιο διάταξης.
Άρθρο 909. Ορίζει ότι προσωρινή εκτέλεση δεν μπορεί να διαταχθεί στις διαφορές του 618. Το άρθρο 618 του σχεδίου είναι άσχετη διάταξη. Αφορά κατάργηση της δίκης αποδόσεως του μισθίου, λόγω δυστροπίας. Πρέπει να γίνει παραπομπή στη σωστή διάταξη.
Άρθρο 924. Το υπάρχον άρθρο προέβλεπε στο πρώτο εδάφιο την επίδοση, σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση. Πλέον καταργείται το υπάρχον α εδάφιο και προβλέπεται μόνον επίδοση της επιταγής για εκτέλεση. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να διατηρηθεί το ως άνω εδάφιο, ώστε να επιδίδεται αντίγραφο απογράφου του εκτελεστού τίτλου και να ελέγχονται τυχόν πλημμέλειες επ’ αυτού. Εξάλλου πως θα γνωρίζει ο οφειλέτης βάσει ποιου τίτλου επισπεύδεται εκτέλεση. Νομίζω ότι δεν δικαιολογείται η κατάργησήτου.
Άρθρο 933
Η διάταξη της παρ. 2 ορίζει ότι η ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης δικάζεται από το ειρηνοδικείο ή το μονομελές πρωτοδικείο μέσα σε εξήντα ημέρες από την κατάθεσή της κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (υπενθυμίζω ότι η απόφαση πρέπει να εκδοθεί εντός 48 ωρών ή το αργότερο 30 ημερών), χωρίς δικαίωμα ασκήσεως ένδικου μέσου. Η διάταξη, εξάλλου αυτή εφαρμόζεται και για την ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης, άρθρο 979.
Καταρχήν η υπαγωγή της εν λόγω ανακοπής στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν νομίζω ότι είναι ορθή, διότι δεν νοείται, σε δίκη που μπορεί να προβληθεί ουσιαστική ένσταση, όπως αυτή της εξόφλησης λόγω συμψηφισμού, να κρίνεται με πιθανολόγηση η ύπαρξη ή όχι της έννομης σχέσης που αποτελεί τη βάση της απαίτησης που τάσσεται σε συμψηφισμό και εκ της κρίσεως αυτής να παράγεται δεδικασμένο. Δηλαδή η ταχύτητα που επιχειρείται με τη διάταξη αυτή, θα είναι σε βάρος της ποιότητας της ποιότητας της απόφασης που θα εκδίδεται. Και όταν μιλώ για υποβάθμιση της ποιότητας της απόφασης δεν μέμφομαι επ’ ουδενί την δικαιοδοτική κρίση των προέδρων που θα δικάζουν τις εν λόγω ανακοπές, αλλά σαφώς, το γεγονός ότι ο εκάστοτε Πρόεδρος θα αρκείται, λόγω της τηρητέας διαδικασίας, σε πιθανολόγηση για τη δικαιοδοτική του κρίση. Εξάλλου μία άλλη παράμετρος που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το γεγονός ότι μπορεί μεν στα μεγάλα Πρωτοδικεία, όπου υπάρχουν αντίστοιχα τμήματα, η εκδίκαση των εν λόγω υποθέσεων να γίνεται μόνον από Προέδρους Πρωτοδικών, αλλά στα μικρά Πρωτοδικεία θα παρατηρηθεί το φαινόμενο, λόγω της επερχόμενης εξ αυτού του λόγου αύξησης της ύλης των Προέδρων (δηλαδή των υποθέσεων που δικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων), να χρεώνονται αυτές σε πρωτοδίκες με πολύ μικρή εμπειρία, οι οποίοι θα καλούνται να εκδώσουν απόφαση εντός της ως άνω συντομότατης προθεσμίας για τόσο σοβαρά ζητήματα (εδώ να πω λ.χ όταν εγώ πρωτοδιορίστηκα Πρωτοδίκης στο Πρωτοδικείο Κέρκυρας, αυτό απαρτίζονταν, πλην των προέδρων, από 5 νεοδιορισθέντες όπως εγώ πρωτοδίκες και 4 πρωτοδίκες μία σειρά αρχαιότερους από τη δική μου).
Την αγωνία μου από την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης έρχεται να επιτείνει το γεγονός ότι με αυτήν προβλέπεται επίσης ότι κατά της απόφασης που θα εκδίδεται δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων. Καθιερώνεται λοιπόν αποκλεισμός ελέγχου των εν λόγω αποφάσεων, παρά τις πλημμέλειες που μπορεί να παρουσιάζουν, μολονότι απ’ αυτές εξαρτάται η απώλεια ή όχι της περιουσίας των οφειλετών. Και τούτο διότι με την εν λόγω ανακοπή δεν κρίνονται μόνο πλημμέλειες επί της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης αλλά προβάλλονται και λόγοι που αφορούν την απαίτηση. Ας αναλογιστούμε όλοι για παράδειγμα την περίπτωση να εκδοθεί μία διαταγή πληρωμής, κατά της οποίας δεν ασκείται ανακοπή του 632, αλλά μόνον ανακοπή του 933 στην οποία προβάλλονται λόγοι που αφορούν τόσο τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, όσο και την απαίτηση. Οι ισχυρισμοί του εν λόγω οφειλέτη θα κρίνονται από μία και μοναδική απόφαση, με πιθανολόγηση των πραγματικών περιστατικών. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι επικίνδυνο και μπορεί να προκαλέσει αδικία και συνακόλουθα κοινωνική έκρηξη.
Εξάλλου κατ’ αποτέλεσμα των ανωτέρω, η νομολογία θα διαμορφώνεται αποκλειστικά από αποφάσεις του Ειρηνοδικείου ή Μονομελούς Πρωτοδικείου αντίστοιχα, γεγονός πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, όπου μέχρι τώρα η νομολογία διαμορφώνεται με τα εχέγγυα του θεσμού του ΑΠ.
Μια άλλη παράμετρος, που ίσως δεν λήφθηκε υπόψη για την πρόταση της εν λόγω διάταξης, είναι ότι πλέον με την τήρηση της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων επί της εν λόγω ανακοπής του 933, δεν θα μπορούν εκ των πραγμάτων, να σωρρευτούν στο ίδιο δικόγραφο η ανακοπή του 632 και η ανακοπή του 933, λόγω της διαφορετικής διαδικασίας που θα ακολουθείται για την εκδίκαση εκάστης εξ αυτών. Βέβαια αυτό συνέβαινε σε πολλές περιπτώσεις και μέχρι τώρα, αφού η εκδίκαση της ανακοπής του 933 γινόταν κατά την τακτική διαδικασία και η ανακοπή του 632 όπως γινόταν παγίως δεκτό, εκδικαζόταν κατά την τακτική διαδικασία και μόνον αν η διαφορά από την απαίτηση, για την οποία είχε εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, δικαζόταν σύμφωνα με την ειδική διαδικασία, η ανακοπή εκδικαζόταν κατά τις διατάξεις της ειδικής διαδικασίας (άρθρο 632 παρ. 3 ΚΠολΔ). Όμως τώρα εκ των πραγμάτων οι δύο αυτές ανακοπές δεν θα μπορούν ποτέ να συνεκδικαστούν, γεγονός που σημαίνει αφενός αύξηση των εξόδων του οφειλέτη (αφού θα πρέπει να κατατεθούν δύο ξεχωριστά δικόγραφα), αφετέρου επιφόρτηση των δικαστηρίων με περισσότερα δικόγραφα.
Σ’ όλα αυτά βέβαια, πρέπει να προστεθεί το γεγονός, ότι η εν λόγω τροποποίηση, προτείνεται σε μία εποχή που η ελληνική κοινωνία βιώνει μια πρωτόγνωρη για ειρηνική περίοδο οικονομική κρίση, όπου πολλοί σημερινοί οφειλέτες δεν είναι οι γνωστοί, ας μου επιτραπεί η έκφραση γνωστοί «καθ’έξη πατακτσήδες» παλαιότερων εποχών, αλλά οφειλέτες που αδυνατούν να πληρώσουν τις τοκοχρεολυτικές δόσεις των στεγαστικών τους δανείων, διότι έχασαν ξαφνικά τις δουλειές τους, στις οποίες αναμφίβολα στήριζαν τον οικογενειακό προγραμματισμό και αφού στερούνται των πόρων για να ζήσουν τις οικογένειες τους, κινδυνεύουν τώρα πλέον να χάσουν και την οικογενειακή τους στέγη, αν δεν διατηρηθεί η αναστολή των πλειστηριασμών για την πρώτη κατοικία. Όλα τα ανωτέρω τα λέω, όχι βέβαια κάνοντας κοινωνική πολιτική, αλλά απλώς με γνώμονα την πραγμάτωση της ιδέας του δικαίου στις ατομικές περιπτώσεις που θα δικάσουμε, η οποία κατά την ταπεινή μουγνώμη μας επιτάσσει ως εκ της θέσεως μας ως δικαστών, να προβάλλουμε, πριν την ψήφιση και την εφαρμογή του σχεδίου, τις αντιρρήσεις μας, εφόσον εκ των προτέρων συμφωνήσουμε βέβαια, ότι υφίστανται οι κίνδυνοι που εγώ προσωπικά διαβλέπω (διότι μπορεί όπως είπα και στην αρχή να αντιλαμβάνονται εσφαλμένα το νόημα των προτεινόμενων διατάξεων, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση, σαφώς και δεν θα έχω προσωπικό λόγο για να αντιλέξω επ’ αυτών).
Ακολούθως στην παρ. 1 του 933, όπως ισχύει προβλέπεται ότι η ανακοπή μπορεί να επιδοθεί και στον πληρεξούσιο δικηγόρο που υπέγραψε την επιταγή του άρθρου 924 ή παρέσχε την εντολή για την διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης. Με την τροποποίηση όμως που επέρχεται κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται, οπότε τι γίνεται ; ο οφειλέτης θα πρέπει να επιδίδει την ανακοπή του στην κατοικία του επισπεύδοντα, ψάχνοντας αυτόν ακόμη και αν κατοικεί σε άλλη πόλη, ή θα μπορεί να την επιδίδει και στον πληρεξούσιο δικηγόρο που υπέγραψε την επιταγή του άρθρου 924, κατ’ εφαρμογή των όσων προβλέπονται σ’ αυτή ;
Τέλος, στην παρ. 5 του άρθρου 933 που αναφέρεται στην απόδειξη των ισχυρισμών που αφορούν την απαίτηση, θα πρέπει να συμπληρωθεί στα έγγραφα και η δικαστική ομολογία, διότι δίνεται η εντύπωση ότι εξαιρείται το εν λόγω αποδεικτικό μέσο.
Αρθρο 934
Η προθεσμία της ανακοπής της περ. α, των 45 ημερών πρέπει να εκκινεί από την επόμενη της επίδοσης της έκθεσης κατάσχεσης στον οφειλέτη και όχι από την ημέρα της κατάσχεσης, όπως ακριβώς προβλέπεται και με το ισχύον.
Με το ισχύον 934 προβλέπεται ότι
---ανακοπή που αφορά την εγκυρότητα του τίτλου είναι παραδεκτή αν ασκηθεί μέσα σε 15 ημέρες αφότου γίνει η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης, δηλαδή εντός 15 ημερών από τη σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης.
----ανακοπή που αφορά την απαίτηση είναι παραδεκτή αν ασκηθεί έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης δηλαδή έως τη σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού.
Με το νέο 934 δεν ορίζεται τίποτα επ’ αυτών, αφού οι δύο πλέον κατηγορίες προθεσμιών κάνουν λόγο για ανακοπές που αφορούν μόνον σε πλημμέλειες της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Τι θα γίνει λοιπόν ως προς την προθεσμία των ανακοπών που αφορούν την εγκυρότητα του τίτλου και την απαίτηση (δεδομένου ότι με νέο άρθρο 933, διατηρείται σαφώς η δυνατότητα ανακοπής που αφορά την εγκυρότητα του τίτλου και την απαίτηση).
Σε ποια προθεσμία θα υπαχθεί κάθε μία από τις δύο αυτές ανακοπές και με ποιο κριτήριο;
Στην προθεσμία της νέας παρ. β, ως επικεικέστερη για τον οφειλέτη αλλά δυσμενέστερη για τον επισπεύδοντα;
Ή, στην προθεσμία της παρ. α (αντλώντας επιχείρημα από πού ;)
Η προσπάθεια εξάλλου να ερμηνευτεί το εν λόγο κενό, υπέρ της μίας ή της άλλης προθεσμίας, με βάση το ισχύον 934 δεν είναι δυνατή, λαμβανομένου υπόψη ότι με αυτό (ισχύον 934) οι δυο αυτές ανακοπές ασκούνται εντός τελείως διαφορετικής προθεσμίας, εκ των οποίων αυτή που αφορά την εγκυρότητα του τίτλου εγγίζει πιο πολύ προς την α περίπτ του νέου 934, ενώ αυτή που αφορά την απαίτηση εγγίζει πιο πολύ προς την περ. β του νέου 934.
Αρθρο 938
Στην παρ. 1 του 938, όπως ισχύει προβλέπεται ότι η αίτηση αναστολής μπορεί να επιδοθεί και στον πληρεξούσιο δικηγόρο που υπέγραψε την επιταγή του άρθρου 924 ή παρέσχε την εντολή για την διενέργεια οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης. Με την τροποποίηση όμως που επέρχεται κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται, οπότε τι γίνεται ; ο οφειλέτης θα πρέπει να επιδίδει την αίτηση στην κατοικία του επισπεύδοντα, ψάχνοντας αυτόν ακόμη και αν κατοικεί σε άλλη πόλη, ή θα μπορεί να την επιδίδει και στον πληρεξούσιο δικηγόρο που υπέγραψε την επιταγή του άρθρου 924, κατ’ εφαρμογή των όσων προβλέπονται σ’ αυτή ;
Η εφαρμογή της διάταξης αυτής, ενόψει του γεγονότος ότι η ανακοπή του 933 θα εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δεν έχει λόγο ύπαρξης. Θα μπορεί δηλαδή, στα πλαίσια της εκδίκασης της ανακοπής του 933 και μέχρι να εκδικαστεί αυτή, να χορηγείται προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης.
Άρθρο 954
Το νέο 954 προβλέπει ότι ο πλειστηριασμός κινητών ορίζεται υποχρεωτικά οκτώ μήνες από την ημέρα κατάσχεσης, έναντι του ισχύοντος 959 παρ. 4 που ορίζει ότι ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει πριν περάσουν 15 ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης και όχι μετά τριμήνου, διότι στην περίπτωση αυτή μπορεί άλλος δανειστής να ζητήσει να επισπεύσει αυτός τον πλειστηριασμό αν….973 παρ. 4
Αν γίνει δεκτό ότι ένας από τους στόχος των τροποποιήσεων είναι η επιτάχυνση της διαδικασίας, τότε είναι σίγουρο ότι εδώ ξεχάστηκε ο εν λόγω στόχος. Από την άλλη πλευρά από τη διατύπωση της νέας διάταξης δεν καταλαβαίνω τον ορισμό της εν λόγω προθεσμίας. Δηλαδή ο πλειστηριασμός πρέπει να γίνει οποτεδήποτε αλλά πάντως όχι πριν περάσουν 8 μήνες από την ημέρα της κατάσχεσης, ή ότι ο πλειστηριασμός πρέπει να γίνει οπωσδήποτε μόνον μετά την παρέλευση των 8 μηνών από την κατάσχεση και μέχρι πότε, ή ο πλειστηριασμός μπορεί να γίνει μόνον την συγκεκριμένη ημέρα που συμπληρώνεται το 8μηνο από την ημέρα της κατάσχεσης ; Διότι όπως είναι διατυπωμένο φαίνεται σαν να εννοείται η τελευταία περίπτωση, αλλά δεν νομίζω ότι ήθελε να πει αυτό η επιτροπή του σχεδίου, αντιθέτως νομίζω ότι ήθελε να ορίσει προθεσμία εντός οκτώ μηνών, οπότε πρέπει να γίνει διόρθωση «εντός προθεσμίας 8 μηνών», αλλά να προβλεφθεί παράλληλα και ελάχιστη προθεσμία από την κατάσχεση, εντός της οποίας δεν θα μπορεί να γίνει ο πλειστηριασμός.
Αρθρο 958
Με το νέο 958 προβλέπεται η δυνατότητα περισσοτέρων της μιας κατασχέσεων στα κινητά (στα ακινητα προβλέπεται με το αρθ. 997 παρ. 5).
Εκ πρώτης όψεως τα επιχειρήματα υπέρ της νέας ρύθμισης είναι η μείωση της υπερβολικής προστασίας του μέχρι τώρα μοναδικού επισπεύδοντος, η επιβράβευση του πιο επιμελούς δανειστή και όχι μόνο του πιο γρήγορου (που είχε προλάβει να επιβάλει την μοναδική προβλεπόμενη κατάσχεση), αλλά και η αποφυγή συμπαιγνιών μεταξύ επισπεύδοντος και οφειλέτη.
Δείτε όμως τώρα πια είναι τα επιχειρήματα κατά της ρύθμισης και ας κάνουμε μια στάθμιση μεταξύ των τελευταίων με τα πρώτα (επιχειρήματα υπέρ της ρύθμισης)
Α) Με τη ρύθμιση αυτή θα είναι δυνατόν να συμπίπτουν πολλοί πλειστηριασμοί των ίδιων ακινήτων και κινητών την ίδια ημέρα που θα διενεργούνται από διαφορετικούς υπάλληλους του πλειστηριασμού. Είναι δε προφανές ότι στην περίπτωση των κινητών, μετά την 1η κατάσχεση οι άλλοι δανειστές θα κατάσχουν με μικρότερες τιμές εκτίμησης και 1ης προσφοράς και ο 1ος ορισθείς πλειστηριασμός δεν θα γίνεται και ο 1ος κατασχών θα κάνει αδικαιολόγητα έξοδα, τα οποία δεν λαμβάνει ποτέ, διότι ενόψει της νέας διάταξης προβλέπεται ότι «δεν επιτρέπεται η αναζήτηση των εξόδων της εκτέλεσης που προκατέβαλε εκείνος ο δανειστής, η εκτέλεση του οποίου δεν περατώθηκε». Λόγω του ενδεχόμενου αυτού θα δημιουργείται κάθε φορά «διαγωνισμός» μεταξύ των δικαστικών επιμελητών που ενεργούν επάλληλες εκτελεστικές διαδικασίες, ποιος θα βάλλει τη μικρότερη τιμή εκτίμησης και 1ης προσφοράς, ώστε να γίνει ο δικός του πλειστηριασμός, με αποτέλεσμα τα κινητά να απαξιώνονται εντελώς (το πρόβλημα αυτό δεν θα υπάρχει στον πλειστηριασμό ακινήτων λόγω της ελάχιστης τιμής πρώτης προσφοράς, ίσης με την αντικειμενική αξία του ακινήτου) .
Β) Ενόψει της διάταξης που προβλέπει ότι «δεν επιτρέπεται η αναζήτηση των εξόδων της εκτέλεσης που προκατέβαλε εκείνος ο δανειστής, η εκτέλεση του οποίου δεν περατώθηκε» είναι προφανές ότι μπορεί κάποιοι δανειστές, με το φόβο ότι δεν θα περατωθεί ο δικός τους πλειστηριασμός, να μην προβαίνουν σε αναγκαστική εκτέλεση, και να δίνεται έτσι πάντοτε το προβάδισμα της επίσπευσης στα πιστωτικά ιδρύματα που δεν έχουν αντίστοιχο πρόβλημα να ξοδέψουν χρήματα.
Γ) Αναρωτιέμαι ποιο το νόημα ύπαρξης της διάταξης του άρθρου 1000 (που επιτρέπει την αναστολή του πλειστηριασμού εφόσον προσδοκάται βάσιμα ότι οφειλέτης θα ικανοποιήσει τον επισπεύδοντα), στην περίπτωση που έχουν επιβληθεί περισσότερες της μίας κατασχέσεις και έχουν προσδιοριστεί περισσότεροι πλειστηριασμοί την ίδια ημέρα. Δηλαδή στην περίπτωση ύπαρξης περισσότερων κατασχέσεων του ίδιου ακινήτου ή κινητού του οφειλέτη την ίδια ημέρα, θα καταστεί κενό γράμμα το 1000, αφού ο οφειλέτης ακόμη και αν ικανοποιήσει τον επισπεύδοντα του ενός πλειστηριασμού και αυτός ανασταλεί, την ίδια ημέρα μπορεί να διενεργηθεί άλλος πλειστηριασμός σε βάρος του από άλλο επισπεύδοντα. Εξάλλου επειδή το 1000 προβλέπει αναστολή, πάντοτε υπό τον όρο της καταβολής α) των τυχόν εξόδων επίσπευσης του πλειστηριασμού και β) του ενός τετάρτου τουλάχιστον του οφειλόμενου κεφαλαίου στον επισπεύδοντα, τότε στην περίπτωση ύπαρξης περισσότερων κατασχέσεων και επίσπευσης περισσότερων πλειστηριασμών, ο οφειλέτης αν θέλει να πετύχει την αναστολή με το 1000, εκτός από την καταβολή του ¼ σε έκαστο των επισπευδόντων (πράγμα προφανώς αδύνατον), θα πρέπει να καταβάλει και τα έξοδα του κάθε ενός πλειστηριασμού που θα ανασταλεί, χωρίς να είναι γνωστό εκ των προτέρων, ποιος πλειστηριασμός θα περατωθεί τελικά, (διότι εκ των πραγμάτων μόνον ένας πλειστηριασμός θα περατωθεί) μολονότι προβλέπεται με τη νέα διάταξη του 958 ότι «δεν επιτρέπεται η αναζήτηση των εξόδων της εκτέλεσης που προκατέβαλε εκείνος ο δανειστής, η εκτέλεση του οποίου δεν περατώθηκε».
Δ) Περισσότερες κατασχέσεις του ίδιου κινητού ή ακινήτου από διάφορους πιστωτές, σε περίπτωση πλημμελειών τους επί της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης εκάστου, θα δημιουργήσουν ταυτόχρονα ανάγκη για περισσότερες ανακοπές εκ μέρους του οφειλέτη, ο οποίος όμως ευρισκόμενος σε οικονομική αδυναμία θα αδυνατεί να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του, αφού για κάθε μία από τις ανακοπές θα πρέπει να υποβάλλεται σε αντίστοιχα έξοδα.
Τελικά δηλαδή στην περίπτωση επιβολής περισσότερων κατασχέσεων και επίσπευσης περισσότερων πλειστηριασμών την ίδια ημέρα, ο οφειλέτης ακόμη και αν έχει πρόθεση σταδιακά να εξοφλήσει, δεν έχει κανένα περιθώριο να αποφύγει τον πλειστηριασμό. Θα σύρεται σαν πρόβατο στην σφαγή από τους πιστωτές του, χωρίς καμία δυνατότητα αντίδρασης, αφού κατ’ επίφαση και μόνον θα έχει δικαιώματα, τα οποία λόγω οικονομικής αδυναμίας του, θα αδυνατεί ν’ ασκήσει.
Η στάθμιση των ανωτέρω επιχειρημάτων, δε νομίζω ότι αφήνει περιθώρια υπέρ της νέας ρύθμισης. Σαφώς όμως ούτε η διατήρηση της υπάρχουσας ρύθμισης δίνει λύση στο πρόβλημα. Όμως ποιος λέει ότι πρέπει να επιλέξουμε μόνον επί της ήδη ισχύουσας ρύθμισης και της προτεινόμενης με το σχέδιο ρύθμισης. Οφείλουν οι αρμόδιοι που έχουν επωμιστεί το βάρος αυτό να βρουν μία τρίτη λύση, η οποία θα συγκεράζει τα δικαιώματα των δανειστών και του οφειλέτη, διότι νομίζω ότι η ρύθμιση που προτείνεται είναι σαφώς υπέρ του δανειστή και υπέρμετρα δυσβάσταχτη σε βάρος του οφειλέτη. Και μπορεί όλοι από εμάς, από τη δικαστηριακή μέχρι τώρα εμπειρία μας, να έχουμε διαπιστώσει ότι με τις υπάρχουσες ρυθμίσεις προστατεύεται υπέρμετρα ο οφειλέτης, που σε πολλές περιπτώσεις είναι αποδεδειγμένα κακόπιστος. Όμως νομίζω ότι η πολιτεία οφείλει να παρέχει τα εγγέχυα μέσω των ανάλογων ρυθμίσεων ώστε να μην αντιμετωπίζεται εκ των προτέρων με τόση αυστηρότητα ο οφειλέτης ως κατά τεκμήριο «κακόπιστος», αλλά αντίθετα να υπάρχει μία ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δανειστή και οφειλέτη και οι ρυθμίσεις να εκκινούν και να διαπνέονται από την αντίληψη, ότι πρέπει να απονέμεται δικαιοσύνη και να πραγματώνεται η ιδέα του δικαίου στην κάθε ατομική περίπτωση.
Αρθρο 965 παρ. 4
Με την εν λόγω διάταξη προβλέπεται ότι «Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει, το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό, να καταθέσει εντόκως το πλειστηρίασμα σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα και οι τόκοι της κατάθεσης προσαυξάνουν το πλειστηρίασμα. Η κατάθεση είναι ακατάσχετη, δεν εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία και δεν υπόκειται στις δεσμεύσεις που επιβάλλει το Δημόσιο για τη διασφάλιση των συμφερόντων του», έναντι της αντίστοιχης ισχύουσας διάταξης που προέβλεπε ότι «Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει, το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό, να προβεί σε δημόσια κατάθεση του πλειστηριάσματος στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων».
Νομίζω ότι εισάγεται αδικαιολόγητα διάταξη υπέρ των συμφερόντων των Τραπεζών, καθώς όλα τα χρήματα που τηρούνται σήμερα στο ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων από πλειστηριάσματα μέχρι το αμετάκλητο του πίνακα και τη διανομή του πλειστηριάσματος, περιέρχονται σε αυτές. Το μέτρο θα προκαλέσει προφανή βλάβη στα συμφέροντα του δημοσίου, λόγω στέρησης του συγκεκριμένου πόρου και της προερχόμενης από αυτόν ρευστότητας, η οποία θα επηρεάσει την πολιτική του ταμείου για την επίτευξη των κύριων σκοπών του που είναι: α) οι δανειοδοτήσεις των οργανισμών τοπικής και νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, β) η χορήγηση δανείων για την απόκτηση 1ης κατοικίας σε υπαλλήλους του δημοσίου και γ) η πληρωμή των αποζημιώσεων λόγω απαλλοτρίωσης. Εξάλλου στο τυχόν επιχείρημα της τοκοδοσίας αν τα χρήματα τελικά περιέλθουν στις τράπεζες, νομίζω ότι με αλλαγή της νομοθεσίας μπορεί και το Τ.Π.Δ. να δίδει τόκο για τις καταθέσεις των πλειστηριασμάτων, όπως ακριβώς πράττει με τους λογαριασμούς ταμιευτηρίου του.
Αρθρο 1009
Προβλέπεται με τη νέα ρύθμιση ότι «Αν το ακίνητο που πλειστηριάστηκε ήταν μισθωμένο με την άσκηση σε αυτό επιχείρησης, ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, οπότε αυτή λύεται μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από την καταγγελία. Στην περίπτωση αυτή η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης εκτελείται κατά του μισθωτή και του υπομισθωτή, καθώς και κατά οποιουδήποτε αντλεί τα δικαιώματά του από αυτούς ή κατέχει το μίσθιο γι’ αυτούς».
Η προτεινόμενη τροποποίηση για αποβολή του μισθωτή νομίζω ότι είναι επικίνδυνη, διότι δίνει το δικαίωμα στον υπερθεματιστή να διαρρήξει εμπορική μίσθωση, κατά παράβαση της γενικής αρχής ότι μεταβολή στο πρόσωπο του εκμισθωτή δεν λύει τη μισθωτική σύμβαση εφόσον αυτή προκύπτει από έγγραφο βέβαιης χρονολογίας ( αρ. 614 Α.Κ.) και ο νέος κτήτορας του μισθίου υπεισέρχεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της μίσθωσης. Επιπλέον αντίκειται και στη διάταξη του αρ. 1005 παρ. 2 από την προκύπτει ότι η περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης είναι τίτλος εκτελεστός για την αποβολή του καθ’ ού η εκτέλεση και των διαδόχων του και σε περίπτωση διαδοχής δυνάμει ενοχικής σχέσης (και άρα και μίσθωσης) εφόσον η διαδοχή επέλθει μετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων. Θα δούμε ξαφνικά επιχειρήσεις, που ούτως ή άλλως λόγω της οικονομικής κρίσης δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα, να βάζουν λουκέτο, λόγω αποβολής τους από το μίσθιο, παρά το γεγονός ότι στήριζαν τη συνέχεια της λειτουργίας τους στην υφιστάμενη εμπορική μίσθωση και τις περισσότερες φορές είχαν ξοδέψει και μεγάλα χρηματικά ποσά για να διαμορφώσουν κατάλληλα το μίσθιο. Πως δηλαδή θα μπορούν να προστατευτούν οι μισθωτές, εκτός κι αν θα πρέπει να απαιτούμε από αυτούς να διενεργούν πριν την κατάρτιση της μίσθωσης έρευνα για την φερεγγυότητα του εκάστοτε εκμισθωτή (πράγμα εντελώς παράλογο).
Αν ο λόγος της διάταξης είναι να αντιμετωπιστούν οι συμπαιγνίες υπάρχει άλλος τρόπος αντιμετώπισης και όχι η συλλήβδην «επί δικαίους και αδίκους» ακύρωση επαγγελματικών μισθώσεων που οδηγεί στην οικονομική καταστροφή των καλόπιστων μισθωτών. Η λύση είναι ηεξής :Το δικαστήριο της εκτέλεσης δικάζον με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μετά από αίτηση του υπερθεματιστή ελέγχει την επικαλούμενη από αυτόν εικονικότητα της μίσθωσης και στην περίπτωση παραδοχής της αίτησης διατάσσει την άμεση αποβολή του φερόμενου ως μισθωτή (Αναφέρω εδώ περίπτωση οφειλέτη, ο οποίος προβλέποντας ότι η σύμβαση αλληλοχρέου λογαριασμού που είχε συνάψει με την τράπεζα όδευε προς καταγγελία εκ μέρους της τράπεζας λόγω υπερημερίας του, προέβη στη σύναψη μίσθωσης της κατοικίας του για δέκα έτη με συμβολαιογραφικό έγγραφο, στο οποίο αναφερόταν ότι είχαν προκαταβληθεί και τα μισθώματα από τον τρίτο προς αυτόν, ενώ αυτός συνέχιζε να κατοικεί εντός αυτού. Εδώ σαφώς και επρόκειτο για εικονική μίσθωση που συνήφθη μετά από συμπαιγνία οφειλέτη και τρίτου δικού του έμπιστου προσώπου, προς βλάβη των συμφερόντων της πιστώτριας τράπεζας, όμως όλες οι περιπτώσεις δεν είναι σαν και αυτή).
Τελειώνοντας την προφορική της εισήγηση η Πρωτοδίκης Σοφία Λυμπεριάδου, κατέθεσε και έγγραφο υπόμνημα.
Ακολούθως επί των ζητημάτων του δικαίου της αναγκαστικής εκτελέσεως ζήτησε και έλαβε τον λόγο η πρόεδρος Πρωτοδικών Βασιλική Τσαμπάζη, η οποία παρενέβη λέγοντας τα εξής:
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 1009 ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ
Κατά το ισχύον άρθρο 1009 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «αν το ακίνητο που πλειστηριάστηκε ήταν μισθωμένο, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 614 και 616 του Αστικού Κώδικα. Στην περίπτωση του άρθρου 615 ΑΚ η περίληψη εκτελείται κατά του μισθωτή, αφού περάσουν οι προθεσμίες του άρθρου αυτού που αρχίζουν αφότου η περίληψη επιδοθεί στον μισθωτή».
Με το σχέδιο εξάλλου τροποποιείται το άρθρο 1009 ΚΠολΔ ως εξής «Αν το ακίνητο που πλειστηριάστηκε ήταν μισθωμένο με την άσκηση σε αυτό επιχείρησης, ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, οπότε αυτή λύεται μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από την καταγγελία. Στην περίπτωση αυτή η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης εκτελείται κατά του μισθωτή και του υπομισθωτή, καθώς και κατά οποιουδήποτε αντλεί τα δικαιώματά του από αυτούς ή κατέχει το μίσθιο γι’ αυτούς».
Η ανωτέρω τροποποίηση αξιολογείται ως ορθή για τους εξής λόγους: Κατά τα ισχύοντα, κατά τη διάταξη του άρθρου ΑΚ, σε περίπτωση μισθώσεως που αποδεικνύεται με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας, εάν ο εκμισθωτής κατά τη διάρκεια της μίσθωσης μεταβιβάσει σε τρίτο την κυριότητα του μισθίου, ο νέος κτήτορας υπεισέρχεται στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της μίσθωσης, εκτός και αν έγινε αντίθετη συμφωνία στο μισθωτήριο έγγραφο, εφόσον όμως πριν από τη κατά τα ανωτέρω μεταβίβαση, έλαβε χώρα και εγκατάσταση του μισθωτή στην χρήση του μισθίου (ΟλΑΠ 557/1978, ΕΕΝ 1978.710-711, όπου και αντίθετη μειοψηφία ως προς την προϋπόθεση της προηγούμενης της μεταβιβάσεως εγκατάστασης του μισθωτή, Στ. Παπαδάτο, Αποτελέσματα της εκποίησης του μισθίου, ΝΔ 4.320 επ.) Η παραπάνω διάταξη του άρθρου 614 ΑΚ ισχύει επίσης και σε περίπτωση περαιτέρω μεταβιβάσεως του μισθίου από το νέο κτήτορα σε τρίτο κ.ο.κ.ε. (βλ. Ι. Δεληγιάννη – Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Ι, 1992, παρ.127, σελ. 463). Με την παραπάνω διάταξη, η θέσπιση της οποίας κρίθηκε απαραίτητη, καθώς κατά τα ισχύοντα στο ενοχικό δίκαιο δεν είναι κατ’ αρχήν δυνατή η εκχώρηση σε τρίτο ολόκληρης έννομης σχέσης, παρά μόνον συγκεκριμένων αξιώσεων, χωρίς όμως και τις αντίστοιχες προς τις αξιώσεις αυτές υποχρεώσεις, επέρχεται διάσπαση της αρχής της σχετικότητας των ενοχικών σχέσεων, ήτοι της ανάπτυξης εννόμων (ενοχικών) αποτελεσμάτων μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Τέθηκε δε αυτή προκειμένου να προστατευθεί ο μισθωτής σε περίπτωση μεταβίβασης της κυριότητας του μισθίου, οπότε θα βρισκόταν αυτός εκτεθειμένος στην εκάστοτε διάθεση του νέου κτήτορα, κάτι όμως που εμφανίζεται ασυμβίβαστο με τη λογική αλλά και το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Βέβαια και αν ακόμη πρόκειται για μίσθωση που δεν αντιτάσσεται κατ’ αρχήν στο νέο κτήτορα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 615 ΑΚ, η δέσμευση αυτού και πάλι θα μπορούσε να καταφανθεί, αν από το μεταβιβαστικό συμβόλαιο ή από μεταγενέστερη συμπεριφορά του νέου κτήτορα, μπορούσε να προκύψει κάποιου είδους συναίνεση στη μίσθωση από τον αγοραστή (βλ. σχ. Γ. Μιχαηλίδη –Νουάρο, Εκχώρησις της αγωγής εξώσεως εις αγοραστήν του μισθίου, ΕΕΝ 1945 . 8 επ., ο οποίος ειδικότερα αντλεί επιχείρημα προς αυτή την κατεύθυνση με αναφορά στο ρωμαϊκό δίκαιο και δη από τα χωρία Κωδ. (4.65) 9, Βας. (20 1) 11 και Πανδ. (19.14) 60, ΜΠΙωαν 596/1971, ΑρχΝ 1971.746, ΜΠΤριπ 124/1951, ΕΕΝ 1952.163). Σε περίπτωση δε, που συνομολογήθηκε διάρκεια μισθώσεως που υπερβαίνει τα εννέα έτη, αυτή δεσμεύει κατά τα ανωτέρω το νέο κτήτορα, για το χρόνο πέρα των εννέα ετών, μόνο εάν, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 618 ΑΚ, η σύμβαση μισθώσεως συντάχθηκε συμβολαιογραφικώς και μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία του κατά τόπο αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 1009 ΚΠολΔ με αυτή του άρθρου 614 ΑΚ, στην οποία ρητά παραπέμπει η πρώτη διάταξη, συνάγεται ότι και σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης (για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων), αν εκπλειστηριασθεί ακίνητο που είχε εκμισθωθεί από τον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη πριν από την επιβολή της κατασχέσεως, υπεισέρχεται από το νόμο ο υπερθεματιστής στη μισθωτική σχέση καιδεσμεύεται από αυτή, μολονότι κατά τα λοιπά αποκτά ελεύθερο το ακίνητο από βάρη ακόμη και αν πρόκειται για (περιορισμένα) εμπράγματα δικαιώματα (άρθρο 1005 παρ.3 ΚΠολΔ, βλ. σχ. Γ. Μητσόπουλο, γνμδ, Δ 1991 . 856επ., Γ. Νικολόπουλο, σε Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέως – Κονδύλη –Νίκα, τόμος ΙΙ, υπό το άρθρο 1009, Χ. Φραγκίστα «Μίσθωσις ακινήτου υπέρ ενναετίαν…» ΝοΒ 1962 . 337επ., ΕφΑθ 7693/1985, Δ 1987.566 με παρατηρήσεις Χ. Παπαδάκη, ΕφΘεσ 3348/1987, Αρμ.1988.359, ΜΠΠατρ 1747/1983, ΝοΒ 1984.1255, πρβλ. ΜΠΑθ 8391/1984, ΝοΒ 1985.143-145 με σύμφωνες παρατηρήσεις Φ. Δωρή). Η θέσπιση της διάταξης και πάλι είχε κριθεί απαραίτητη, ενόψει της διχογνωμίας που επικράτησε περί της δυνατότητας ή μη της αναλογικής εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων του ΑΚ και στον πλειστηριασμό ακινήτων (υπέρ βλ. Π. Ζέπο, Ενοχικόν Δίκαιον Β΄ εκδ. 1964. 247 σημ 2., αντίθετα πρβλ. Γ. Ράμμο, Ζητήματα υποκειμενικών ορίωντου ουσιαστικού δεδικασμένου, Αρμ 1979.97-100), καθώς ο υπερθεματιστής δεν είναι ειδικός διάδοχος του καθ’ ου η εκτέλεση, ούτε η κατακύρωση συνιστά μεταβίβαση του ιδιωτικού δικαίου. Επί εμπορικών δε μισθώσεων παρέχονταν ευρύτερη προστασία, μη εφαρμοζόμενων των παραπάνω διατάξεων του ΑΚ και του ΚΠολΔ αλλά της νομοθεσίας περί εμπορικών μισθώσεων, ο δε υπερθεματιστής υπεισέρχονταν στην εμπορική μίσθωση εκ του νόμου (κρατούσα στη νομολογία άποψη). Παρόλα η δέσμευση αυτή του υπερθεματιστή από τη μίσθωση οδηγεί, συχνά δε και με τη συνδρομή του μισθωτή, σε καταδολιεύσεις σε βάρος α) των δανειστών του παλαιού κτήτορα και β) του νέου κτήτορα - υπερθεματιστή του εκπλειστηριασθέντος μισθίου, χωρίς δυνατότητα αντίδρασης εκ μέρους τους. Τούτο δε συνακόλουθα ως αναπόδραστη συνέπεια συνεπάγεται και απροθυμία συμμετοχής σε πλειστηριασμό δεσμευμένων με μισθώσεις ακινήτων και εν τέλει η αδυναμία εκτέλεσης επιδικασμένων απαιτήσεων. Ένα δε δίκαιο χωρίς εκτέλεση είναι όπως παρατηρήθηκε ένα σώμα δίχως χέρια και καθιστά αναποτελεσματική τη δικαιοσύνη. Η αντίθετη άποψη, συνεπώς, ότι έπρεπε να διατηρεί ως είχε η διάταξη του άρθρου 1009 ΚΠολΔ βλάπτει ουσιωδώς τα ενοχικά δικαιώματα του νέου κτήτορα και των δανειστών του παλαιού κτήτορα, που προστατεύονται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, στην οποία συνεπώς αντιτίθεται (βλ ΟλΑΠ 6/2004). Σε κάθε δε περίπτωση συντελεί η ισχύουσα ρύθμιση, ειδικά επί εμπορικών μισθώσεων, σε μία εμπραγματοποίηση ενοχικών σχέσεων, που ακόμη και από αυτή την οπτική δεν θα έπρεπε να απολαμβάνουν μείζονα προστασία ακόμη και από τα περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα και την κατάσχεση (βλ 1005 παρ.3 ΚΠοΛΔ). Ως εκ τούτου σταθμίζοντας αφενός το δικαίωμα του πολίτη σε παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας αφενός και του ενοχικού δικαιώματος των μισθωτών, δίδεται ενόψει και της συνταγματικής και υπερνομοθετικής κατοχύρωσης του πρώτου σαφές προβάδισμα σ’ αυτό και ορθώς στο σχέδιο τροποποιείται η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 1009 ΚΠολΔ (ομοίως και επί ειδικής εκκαθαρίσεως, χωρίς ναθεωρηθεί ότι παραβιάζονται τα δικαιώματα των μισθωτών σε σχέση με την επιδίωξη αναβίωσης της υπό εκκαθάριση επιχείρησης).
Η ως άνω παρεμβάσα κατέθεσε έγγραφο υπόμνημα της παρέμβασής της.
Ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης Αντώνιος Μπιλίσης ζήτησε και έλαβε το λόγο επί του παραπάνω θέματος και δήλωσε ότι το άρθρο 1009 ΚΠολΔ δεν πρέπει να τροποποιηθεί, αλλά να παραμείνει όπως έχει σε αρμονία με τις σχετικές διατάξεις του Α.Κ., διότι η προτεινόμενη τροποποίησή του μπορεί να προκαλέσει μεγάλη ζημία σε καλόπιστους μισθωτές επαγγελματικών χώρων.
Στο σημείο αυτό παρενέβη, επί των ζητημάτων της αναγκαστικής εκτέλεσης, και η διευθύνουσα τη συζήτηση, Εφέτης Ευδοξία Κιουπτσίδου και ανέφερε τα ακόλουθα:
Οι σημαντικότερες τροποποιήσεις στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτελέσεως εντοπίζονται στις ρυθμίσεις που αναφέρονται στις ανακοπές του άρθρου 933 και στις προθεσμίες άσκησής τους, στη θέσπιση δυνατότητας επιβολής πολλαπλών κατασχέσεων επί του ιδίου πράγματος (κινητού ή ακινήτου), στην εισαγωγή διαφοροποιήσεων στην προδικασία του πλειστηριασμού κινητών σε σχέση με την προδικασία πλειστηριασμού ακινήτων, στην κύρια διαδικασία του πλειστηριασμού, στην κατάταξη των δανειστών και τέλος στις προϋποθέσεις επιβολής προσωπικής κρατήσεως ως μέσου αναγκαστικής εκτελέσεως. Αξίζει να ασχοληθούμε εκτενέστερα με τα εξής θέματα:
1)Ανακοπές του άρθ. 933- Προθεσμίες άρθ. 934
Η διάταξη του άρθρου 933, που αναφέρεται σε δυνατότητα προβολής αντιρρήσεων κατά της εγκυρότητας του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της εκτέλεσης και την απαίτηση, παραμένει ως έχει, προβλέπεται δε προσδιορισμός και εκδίκαση των τυχόν περισσότερων ανακοπών κατά την ίδια δικάσιμο (ευλόγως όμως όχι αναγκαίως και συνεκδίκαση, ζήτημα που θα κριθεί από το δικαστήριο), ρύθμιση που προδήλως θα εφαρμόζεται εφόσον αυτό είναι δυνατό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εισαγωγή της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων για την εκδίκαση όλων των ανωτέρω ανακοπών, χωρίς δυνατότητα άσκησης οποιουδήποτε (τακτικού ή έκτακτου) ένδικου μέσου, εκτός εάν πρόκειται για ανακοπή κατά της εκτέλεσης απαίτησης στηριζόμενης σε συμβολαιογραφικό έγγραφο, οπότε επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας ή έφεσης. Η διαδικασία αυτή υιοθετείται μάλιστα και για τις άλλες ανακοπές που αφορούν την εκτελεστική διαδικασία, ανάγεται δε σε μία από τις κεντρικές επιλογές του προτεινόμενου σχεδίου. Αυτή η ρύθμιση φαίνεται εκ πρώτης όψεως να επιταχύνει την επίλυση των σχετικών διαφορών. Σοβαρότατο όμως αντεπιχείρημα κατά της συγκεκριμένης επιλογής αποτελεί η πιθανότητα σφαλμάτων στην, ουσιαστικά αμετάκλητη, κρίση του απαρτιζόμενου από ένα μόνο δικαστή δικαστηρίου, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέως που θα τηρεί πρακτικά. Η κρίση δε αυτή θα σχηματίζεται ταχέως και κατά πιθανολόγηση, θα αιτιολογείται δε συνοπτικώς, ενώ συχνά θα διακυβεύονται σημαντικά συμφέροντα των διαδίκων από την έκβαση των παραπάνω δικών (συμφέροντα όχι μόνον του οφειλέτη αλλά και των δανειστών). Η αναγκαστική εκτέλεση, που αποτελεί συχνά το τέλος μίας μακράς διαδικασίας για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου, πρέπει βεβαίως να είναι ταχεία, στο βωμό όμως της ταχύτητας δεν είναι δυνατό να θυσιασθούν όλες οι εγγυήσεις ορθής απονομής δικαιοσύνης. Επιτάχυνση μπορεί να επιτευχθεί και με την εκδίκαση της ανακοπής κατά το σύστημα που ακολουθείται σήμερα μετά τις τροποποιήσεις του ν. 4055/2012 (το οποίο παραπέμπει σε σύστημα ειδικής διαδικασίας) εφόσον αυτή προσδιορίζεται να δικασθεί εντός 60 ημερών (άρθ. 933 παρ. 1, όπως τροποπ. με άρθ. 19 παρ.1 ν. 4055/2012) και εφόσον προβλεφθεί περαιτέρω ότι η απόφαση επ΄αυτής θα εκδοθεί εντός μηνός, όπως προβλέπεται για τα ασφαλιστικά μέτρα. Επιβάλλεται δε αυτή η απόφαση να μπορεί να προσβληθεί, αλλά μόνον με το ένδικο μέσο της έφεσης, για την εκδίκαση και την έκδοση απόφασης επί της οποίας θα ισχύουν οι ίδιοι κανόνες, ώστε να διασφαλισθεί η δυνατότητα ελέγχου της και από άλλο ανώτερο δικαστήριο. Αυτή η λύση είναι αναγκαία για να προληφθούν μη δυνάμενα να αποκλεισθούν (ανθρώπινα) σφάλματα, που θα οδηγήσουν σε ανεπανόρθωτη βλάβη, ενόψει του χαρακτήρα της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Το άρθρο 934, που προβλέπει την σε τρία στάδια προσβολή των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, τροποποιείται ώστε να παραμείνουν δύο μόνο στάδια, να απορροφηθεί δε ουσιαστικά το ενδιάμεσο από τα άλλα δύο. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι όλες οι πλημμέλειες από την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έως τη θεσπιζόμενη δημοσίευση της κατασχετήριας έκθεσης προβάλλονται μέσα σε 45 ημέρες από την κατάσχεση. Εάν η ανακοπή αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, ασκείται παραδεκτώς μέσα σε τριάντα μέρες απ΄αυτήν, εάν πρόκειται δε ειδικότερα για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μέσα σε 30 ημέρες από τη σύνταξη της έκθεσης πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού και κατακύρωσης εφόσον εκπλειστηριάσθηκε κινητό ή σε εξήντα ημέρες από τη μεταγραφή της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης επί ακινήτων. Η διατύπωση μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα. Δεν αποσαφηνίζεται πλήρως μέχρι πότε μπορούν να προβληθούν λόγοι ανακοπής που αφορούν την εγκυρότητα του τίτλου ή την απαίτηση, αφού τέτοιοι λόγοι δεν φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να υπάγονται σε οποιαδήποτε από τις καθιερούμενες κατηγορίες. Αυτό είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει σοβαρότατα ερμηνευτικά προβλήματα, όπως ήδη διαφαίνεται από προηγούμενες εισηγήσεις. Αρνητικό είναι, σε κάθε περίπτωση, ότι με την προτεινόμενη ρύθμιση πλημμέλειες της προδικασίας του πλειστηριασμού, οι οποίες δεν αφορούν παραβάσεις υποχρεώσεων που τάσσονται ρητώς με ποινή ακυρότητας αλλά επιφέρουν ακυρότητα μόνο με τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, θα μπορούν να προβληθούν και μετά τον πλειστηριασμό με συνέπεια να ανατρέπεται εκ των υστέρων η νέα δημιουργηθείσα δι΄αυτού κατάσταση, εις βάρος των συμφερόντων όχι μόνον του επισπεύδοντος και των αναγγελθέντων δανειστών αλλά και του υπερθεματιστή. Τέτοιες παραβάσεις είναι, σύμφωνα και με την κρατούσα έως σήμερα νομολογία, όχι η καθόλου παράλειψη των ως άνω διατυπώσεων, για την οποία προβλέπεται ρητώς η ποινή της ακυρότητας του πλειστηριασμού επί ακινήτων κατ΄ άρθρο 999 (το οποίο δεν μεταβάλλεται), αλλά αυτές οι οποίες αφορούν πράξεις που έλαβαν μεν χώρα, αλλά κατά τρόπο δικονομικώς άκυρο. Για τον πλειστηριασμό των κινητών τέτοιες παραβάσεις θα μπορεί να αφορούν πλημμέλειες της ανάρτησης στην ιστοσελίδα του ΔΔΔ του Τ.Α.Ν. του ΕΤΑΑ της νέας ημέρας πλειστηριασμού, εφόσον αυτός δεν πραγματοποιηθεί κατά την αρχικώς ορισθείσα ημερομηνία, όπως η σχετική ανάρτηση προβλέπεται στο προτεινόμενο άρθρο 973 παρ. 1. Η συρρίκνωση των σταδίων προσβολής των πράξεων της εκτέλεσης σε δύο επιφέρει απλούστευση, που περιορίζεται όμως σε επίπεδο νομοθεσίας και όχι ουσίας. Εφόσον ο νομοθέτης επιθυμεί να συντάμει τον χρόνο που καταναλώνεται εξαιτίας της άσκησης ανακοπών, εύλογο και πολύ πιο σκόπιμο θα ήταν να περιορίσει την ειδική μη υπαγόμενη στις ως άνω περιπτώσεις προθεσμία της άσκησης της συνηθέστερης όλων των ανακοπών, δηλαδή της ανακοπής διόρθωσης του άρθρου 954 παρ. 4 ΚΠολΔ. Η παραδοχή αυτής της ανακοπής οδηγεί και θα συνεχίσει και υπό το προτεινόμενο νέο καθεστώς να οδηγεί συνήθως στη ματαίωση του πλειστηριασμού κατά την αρχικώς ορισθείσα ημερομηνία του, διότι ο χρόνος δεν επαρκεί για την επανάληψη των διατυπώσεων δημοσιότητας σύμφωνα με τη διόρθωση που επήλθε. Η σχετική προθεσμία θα έπρεπε να περιορισθεί σε τριάντα τουλάχιστον μέρες πριν τον πλειστηριασμό, με πρόβλεψη για έκδοση της απόφασης εντός δέκα ημερών, ώστε να μην παρέχεται περιθώριο παρελκύσεων. Αυτό δεν θα θίξει τα δικαιώματα του καλόπιστου οφειλέτη, ο οποίος θα γνωρίζει τα τυχόν σφάλματα της κατασχετήριας έκθεσης ή και της περίληψης αυτής επί ακινήτων πολύ νωρίτερα (βλ. συνδυασμό άρθ 954 παρ. 4, 973 παρ.1 και 999 παρ. 3 και 5) .
¨Ηδη εντοπίσθηκε, κατά την προηγηθείσα διαβούλευση επί του νομοσχεδίου, ότι, εάν εισαχθεί η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων για την εκδίκαση των ανακοπών του άρθρου 933, περιττεύει η πρόβλεψη περί δυνατότητας αναστολής της εκτελέσεως κατ΄άρθρο 938, με αίτηση που θα εκδικάζεται επίσης κατά την ίδια διαδικασία. Σ΄αυτή την περίπτωση η αναστολή της εκτέλεσης θα πρέπει να χορηγείται πλέον μόνο βάσει προσωρινής διαταγής, όπως είναι δογματικώς ορθό. Έτσι θα περισταλεί σ΄ένα βαθμό, και η δικαστική ύλη, η οποία θα διογκωθεί σημαντικά με τη δυνατότητα των πολλαπλών κατασχέσεων.
2)Δυνατότητα πολλαπλών κατασχέσεων
Το προτεινόμενο σχέδιο υιοθετεί, σε αντίθεση με τις ισχύουσες ρυθμίσεις (958 παρ. 2 και 997 παρ. 5), τη δυνατότητα επιβολής πολλαπλών κατασχέσεων επί του ιδίου πράγματος. Το σύστημα των πολλαπλών κατασχέσεων δεν είναι και σήμερα άγνωστο στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο, που επιτρέπει επιβολή και άλλων κατασχέσεων επί του ιδίου πράγματος όταν προηγείται ή έπεται κατάσχεση επιβαλλόμενη κατά διαφορετικό σύστημα από αυτό του ΚΠολΔ και ειδικότερα κατά τον ΚΕΔΕ [άρθ. 12 ν.δ. 356/1974] ή κατά το ν.δ. της 17-7/13-8-1923 περί ανωνύμων εταιριών [άρθ. 58/ βλ. και ΑΠ 1587/1998 ΕλλΔνη 1999.1722). Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις οι εκτελεστικές διαδικασίες βαίνουν παραλλήλως και με την πρώτη κατακύρωση που θα επιτευχθεί στα πλαίσια οποιασδήποτε, ματαιώνεται η συνέχιση των υπολοίπων (βλ. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, τόμ. IV σ. 1678). Με την προτεινόμενη ρύθμιση επιλέγεται η ίδια λύση και για τις επιβαλλόμενες με βάση τον ΚΠολΔ κατασχέσεις, διευκρινίζεται δε ότι η κάθε διαδικασία θα διενεργείται ξεχωριστά χωρίς να επηρεάζει η μία την άλλη. Τα ζητήματα που θα προκύψουν θα αντιμετωπίζονται κατά κανόνα με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίσθηκαν ήδη στα πλαίσια και του σημερινού διττού, υπό την ανωτέρω έννοια, συστήματος.
Για να αξιολογηθεί ορθά η αναγκαιότητα ή μη αλλαγών στο ισχύον σύστημα πρέπει να επισημανθεί ότι αναμφισβήτητα αυτό είναι χρονοβόρο και σε πολλές περιπτώσεις αναποτελεσματικό, παρέχει δε ευχέρεια συμπαιγνιών μεταξύ οφειλέτη και επισπεύδοντος δανειστή. Επομένως είναι αδιαμφισβήτητη η αναγκαιότητα τροποποίησής του και εναπομένει η κριτική αποτίμηση της προτεινόμενης λύσης.
Αυτά που μπορούν να χαρακτηρισθούν ως σοβαρότερα μειονεκτήματα αυτής είναι: α) Η μη παροχή στον οφειλέτη επαρκούς χρόνου για να τακτοποιήσει ενδεχομένως σταδιακώς τις οφειλές του, όταν υπάρχει πράγματι τέτοια δυνατότητα και πρόθεση, έχοντας απέναντί του ένα δανειστή και δη τον επισπεύδοντα. β) Ο αγώνας δρόμου στον οποίο ενδεχομένως θα επιδίδονται ορισμένοι δανειστές προκειμένου να καταλήξει πρώτη η αρξάμενη από τους ίδιους διαδικασία σε πλειστηριασμό, ώστε να λάβουν τα έξοδα που δαπάνησαν. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των περισσοτέρων επισπευδόντων θα είναι ενδεχόμενο να τους οδηγήσει και σε αθέμιτες ενέργειες, όπως π.χ. στον ορισμό όλο και μικρότερης αξίας του πλειστηριαζομένου κινητού (για τα ακίνητα διατηρείται ο προσδιορισμός με βάση την αντικειμενική αξία, οπότε δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος) σε κάθε νέα κατάσχεση, με κίνδυνο να εκπλειστηριάζεται το κατασχεθέν κινητό σε ευτελή τιμή. γ) Το ενδεχόμενο δημιουργίας περισσότερων δικών περί την εκτέλεση αφού ο οφειλέτης θα στρέφεται, εφόσον έχει την οικονομική δυνατότητα, καθ΄ όλων των εκτελεστικών διαδικασιών, προκειμένου να τις καθυστερήσει ή και προκειμένου να προβάλει τις βάσιμες αντιρρήσεις του. δ) Η κατανάλωση σημαντικών ποσών για την κάλυψη των δαπανών των παράλληλων εκτελέσεων, δηλαδή για μη παραγωγικούς σκοπούς.
Τα πλεονεκτήματα της προτεινόμενης ρύθμισης είναι τα ακόλουθα: α) Σε παράλληλη αναγκαστική εκτέλεση θα μπορούν να προβαίνουν πλέον όχι μόνον οι υπαγόμενες στο ν.δ. της 17-7/13-8-1923ανώνυμες εταιρείες και ειδικότερα οι τράπεζες, που κυρίως χρησιμοποιούν αυτό το σύστημα, ή το Δημόσιο και όσα άλλα νομικά πρόσωπα δικαιούνται να εισπράξουν κατά τον ΚΕΔΕ, αλλά και οποιοσδήποτε ιδιώτης, στον οποίο θα παρέχεται η δυνατότητα ανταγωνισμού με τους υπόλοιπους δανειστές με ίσους όρους και χωρίς διακρίσεις. Το πλεονέκτημα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό. Πολλοί ιδιώτες επιχειρηματίες, στους οποίους οφείλονται χρήματα (από παροχή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών) που η είσπραξή τους είναι συχνά καθοριστική για την επιχειρηματική τους επιβίωση, θα έχουν τη δυνατότητα να επιδιώξουν αμέσως την ικανοποίησή τους χωρίς να εξαρτώνται από τις διαθέσεις του αρχικού επισπεύδοντος, που θα αρκείται να εισπράττει μικρό μέρος της δικής του απαίτησης χορηγώντας αναβολές του πλειστηριασμού, όπως συμβαίνει σήμερα, και οδηγώντας την εκτελεστική διαδικασία σε αποτελμάτωση προς βλάβη των υπόλοιπων δανειστών. β) Η αποφυγή συμπαιγνιών μεταξύ εικονικού δανειστή- επισπεύδοντος και οφειλέτη, που, χρησιμοποιώντας το υπάρχον σύστημα, έχει δυνατότητα να αναβάλει την ικανοποίηση των υπόλοιπων δανειστών του για μεγάλο διάστημα προς βλάβη αυτών. γ) Η ταχύτερη ολοκλήρωση της εκτελεστικής διαδικασίας, ενόψει του ανταγωνισμού μεταξύ των επισπευδόντων δανειστών. δ) Η ταχύτερη στο σύνολό της επίλυση των δικαστικών διενέξεων που αναφύονται κατά την εκτελεστική διαδικασία λόγω της παράλληλης παρέλευσης των προθεσμιών για την υποβολή αντιρρήσεων ή της παράλληλης εκδίκασης των σχετικών υποθέσεων. Ειδικότερα η δυνατότητα επιβολής πολλαπλών κατασχέσεων είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε υποχώρηση το θεσμό της υποκατάστασης, ο οποίος αναγκαίως οδηγεί σε διαδοχική προβολή αντιρρήσεων. Παρότι δε εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι θα διογκωθεί η δικαστική ύλη λόγω άσκησης περισσότερων ανακοπών, η διόγκωση αυτή είναι πολύ πιθανό να μην είναι σημαντική, αφού ο οφειλέτης πλειόνων θα γνωρίζει ότι υπάρχει πιθανότητα επιβολής και άλλων κατασχέσεων, που θα οδηγήσουν σε πλειστηριασμό.
Προκειμένου να αποφευχθούν τα προβλήματα που θα δημιουργήσει το περιεχόμενο στο νέο νομοσχέδιο, προτείνεται ήδη να θεσπισθεί υποχρεωτική υποκατάσταση του επισπεύδοντος σε περίπτωση δύο αναβολών ή ματαιώσεων του πλειστηριασμού. Η πρόταση αυτή συμπληρώνεται και από άλλη πρόταση (ομάδας εργασίας του ΔΣΘ) για υποχρεωτική υποκατάσταση στη θέση του επισπεύδοντος του ενδιαφερόμενου δανειστή που έχει τον παλαιότερο εκτελεστό τίτλο, η δε απαίτησή του αποδεικνύεται ως προς τον χρόνο γένεσής της με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας ή με καταχωρίσεις στα τηρούμενα επίσημα εμπορικά βιβλία του δανειστή. Αυτή η λύση θα εξισορροπούσε μεν τα πράγματα σε πολλές περιπτώσεις, δεν θα επέλυε όμως το πρόβλημα της συμπαιγνίας μεταξύ επισπεύδοντος- εικονικού δανειστή και του προνοητικού, γνωρίζοντος τον νόμο, οφειλέτη της χειρότερης μάλιστα κατηγορίας οφειλετών, που ξεκινούν τη δραστηριότητά τους έχοντας εξ υπαρχής σκοπό να μην εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Δεν θα επέφερε επίσης συνήθως συντόμευση της εκτελεστικής διαδικασίας ενόψει της δυνατότητας του οφειλέτη που έχει δημιουργήσει περισσότερα χρέη να ικανοποιεί μερικώς και τμηματικώς μόνον τον εκάστοτε επισπεύδοντα. Το γεγονός ότι για την αναβολή (αναστολή) του πλειστηριασμού απαιτείται συναίνεση και των υπολοίπων αναγγελθέντων δανειστών δεν αρκεί για να αποτρέψει αυτήν την επικρατούσα πρακτική, αφού στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων οι αναγγελίες γίνονται μετά τον πλειστηριασμό.
Σε μία πολιτεία όπου οι οφειλέτες είναι κατά κανόνα καλόπιστοι και αναγνωρίζουν τις υποχρεώσεις τους, καταβάλουν δε κάθε δυνατή προσπάθεια για να τις εξυπηρετήσουν, δεχόμενοι και να αποξενωθούν από περιουσιακά τους στοιχεία προκειμένου να ικανοποιηθούν οι δανειστές τους, το ισχύον σύστημα, με μικρές βελτιώσεις, θα ήταν ιδανικό. Πρέπει όμως να παραδεχθούμε ότι αυτό δεν συμβαίνει. Δυστυχώς, οι οφειλέτες στην πλειοψηφία τους θεωρούν ότι παρά τη δημιουργία σωρείας χρεών εκ μέρους τους, δικαιούνται να κρατήσουν όλα όσα απέκτησαν με ουσιαστικά ξένα (δανεικά) χρήματα, παρακωλύουν δε με κάθε τρόπο την εκτελεστική διαδικασία. Δεδομένου ότι αυτή πρέπει, ακριβώς λόγω του σκοπού και της φύσης της, να είναι ταχεία και αποτελεσματική, να εξυπηρετούνται δε στα πλαίσιά της τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα τόσο του οφειλέτη, όσο και των δανειστών του, φαίνεται ότι, υπό τις υπάρχουσες συνθήκες, η προτεινόμενη με το ΣχΝ λύση των πολλαπλών κατασχέσεων αποτελεί μονόδρομο. Το επιχείρημα, ότι σε μία περίοδο οικονομικής κρίσης, όπως η παρούσα, η λύση αυτή θα έδινε το τελειωτικό κτύπημα στους ευλόγως μη δυνάμενους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους οφειλέτες, δεν φαίνεται να ευσταθεί, διότι αυτοί προστατεύονται με άλλες ρυθμίσεις, όπως τις υποχρεωτικές βάσει του νόμου αναστολές των πλειστηριασμών ή τον νόμο περί υπερχρεωμένων (ν. 3869/2010), που προστατεύει και την κύρια κατοικία τους και οδηγεί στην απαλλαγή τους από μεγάλο μέρος των χρεών τους, εφόσον συμμορφωθούν στη ρύθμιση που ορίζει το δικαστήριο.
3)Διαφοροποιήσεις στη διαδικασία κατάσχεσης και την προδικασία πλειστηριασμού κινητών από την αντίστοιχη διαδικασία επί ακινήτων
Σε γενικές γραμμές, στο νομοσχέδιο γίνεται προσπάθεια απλοποίησης της διαδικασίας κατάσχεσης επί κινητών και της προδικασίας του πλειστηριασμού τους, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίησή της από την αντίστοιχη διαδικασία επί ακινήτων. Η προσπάθεια αυτή είναι εύλογη. Η εφαρμοζόμενη και επί κινητών δαπανηρή, περίπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία, που δικαιολογείται και επιβάλλεται να τηρηθεί όταν πρόκειται να εκπλειστηριασθεί ακίνητο, αποτρέπει σήμερα, ακόμη και εκείνους τους δανειστές που έχουν μικρές απαιτήσεις, να επιδιώξουν την ικανοποίησή τους δια του πλειστηριασμού κινητών. Αυτό έχει δυσμενείς συνέπειες και για τον οφειλέτη, ο οποίος θα αποξενωθεί τελικώς από ακίνητό του, ενώ ορισμένοι δανειστές του θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν με τη θυσία πολύ μικρότερου περιουσιακού του στοιχείου. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις η δημοσιότητα της κατάσχεσης κινητών επιτυγχάνεται, εκτός από την καταχώριση της κατάσχεσης στο ειδικώς τηρούμενο από τον Ειρηνοδίκη βιβλίο, και δια της καταχωρήσεως αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στο Δ.Δ.Δ. του ΤΑΝ του ΕΤΑΑ. Αυτή η καταχώρηση και οι επιδόσεις της κατασχετήριας έκθεσης, που γίνονται στον καθ΄ου και στον γραμματέα του Ειρηνοδικείου (άρθ. 955 ΣχΝ) μετά την κατάσχεση, αποτελούν ταυτοχρόνως και την προδικασία του πλειστηριασμού, εάν λάβει χώρα κατά την αρχικώς ορισθείσα ημερομηνία. Αν αυτός δεν πραγματοποιηθεί για οποιονδήποτε λόγο, η νέα επίσπευσή του γίνεται με δήλωση του επισπεύδοντος προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, ο οποίος ορίζει νέα ημερομηνία και μεριμνά για την ανάρτηση γνωστοποίησης της δήλωσης και της ημερομηνίας που ορίσθηκε στο ίδιο παραπάνω δελτίο (άρθ. 973 παρ. 1). Είναι αμφισβητήσιμο κατά πόσον η μέριμνα γι΄αυτή την ανάρτηση πρέπει να ανατεθεί στον συμβ/φο και όχι στον δικαστικό επιμελητή, καθώς και κατά πόσον είναι σκόπιμη η κατάργηση της δημοσιότητας δια του τύπου, που διασφάλιζε τη γνώση του πλειστηριασμού και από ένα αρκετά ευρύ κύκλο πιθανών ενδιαφερομένων πλειοδοτών που δεν έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Η επερχόμενη όμως κατάργηση της πολυτελούς, δυσανάλογης συχνά με την αξία των εκπλειστηριαζομένων κινητών, προδικασία της σύνταξης περιλήψεως κατασχετήριας έκθεσης και των επιδόσεων αυτής, που πρέπει μάλιστα να επαναληφθούν σε περίπτωση μη πραγματοποίησης του πλειστηριασμού, επιφέρει σημαντική απλούστευση της προδικασίας του πλειστηριασμού των κινητών και σημαντική μείωση των απαιτουμένων δαπανών. Αρνητική κριτική πρέπει να ασκηθεί, ενόψει της γενικώς επιδιωκόμενης ταχύτητας της σχετικής διαδικασίας, κατά της ρύθμισης, που προβλέπει προθεσμία οκτώ μηνών από την ημέρα της κατάσχεσης (άρθ. 954 παρ. 2 ε) εντός της οποίας πρέπει να προσδιορισθεί η αρχική ημερομηνία πλειστηριασμού κινητών, ενώ σήμερα η προθεσμία αυτή ανέρχεται σε τρεις μόλις μήνες (άρθ. 959 παρ. 4 ΚΠολΔ), ρύθμιση που πρέπει να παραμείνει ως έχει ή να επεκταθεί για ένα ή δύο μήνες μόνο. Η προτεινόμενη διάταξη θα δημιουργήσει και πλείστα όσα προβλήματα σε σχέση με την ανατροπή της κατάσχεσης, οι προθεσμίες της οποίας παραμένουν οι ίδιες..
Αντίθετα με όσα αλλάζουν στη προδικασία του πλειστηριασμού κινητών, επί ακινήτων εξακολουθεί σύμφωνα με το ΣχΝ να ισχύει η προδικασία του πλειστηριασμού, που στηρίζεται στη σύνταξη περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης από τον δικαστικό επιμελητή, στις επιδόσεις αυτής και τις δημοσιεύσεις της όπως ορίζονται από το άρθρο 999 του ισχύοντος κώδικος, το οποίο παραμένει αναλλοίωτο. Πρόβλημα υπάρχει όμως ως προς την τηρητέα προδικασία του πλειστηριασμού, σε περίπτωση μη πραγματοποίησής του κατά την προηγουμένως ορισθείσα ημερομηνία. Η τελευταία παράγραφος του άρθρου 999 συνεχίζει να παραπέμπει στο άρθρο 973, που δεν θα προβλέπει πλέον την επίσπευση του πλειστηριασμού βάσει περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης αλλά την προπεριγραφόμενη συρρικνωμένη προδικασία πλειστηριασμού (απλή ανάρτηση της γνωστοποίησης για τη δήλωση συνέχισης και την νέα ημέρα πλειστηριασμού στο δελτίο δικαστικών δημοσιεύσεων), η οποία θα ισχύει για τα κινητά. Από το συνδυασμό των σχετικών διατάξεων διαφαίνεται ότι ο νομοθέτης επιλέγει να μη συντάσσονται επαναληπτικές περιλήψεις της κατασχετήριας έκθεσης των ακινήτων και να μην επαναλαμβάνονται οι επιδόσεις και οι επιπλέονπροβλεπόμενες δημοσιεύσεις, επιδιώκοντας την απλούστευση της διαδικασίας των, μετ΄αναβολή ή ματαίωση, πλειστηριασμών και των ακινήτων. Το ζήτημα είναι σημαντικό, διότι στη συντριπτική πλειονότητά τους οι πλειστηριασμοί ακινήτων δεν πραγματοποιούνται και θα συνεχίσουν να μην πραγματοποιούνται (ενόψει και των εύλογων προβλέψεων του άρθ. 1000, 954 παρ. 4 κλπ) κατά την αρχικώς ορισθείσα ημέρα, αλλά σε μεταγενέστερες ημερομηνίες. Ορθό είναι να διασφαλισθεί, πέραν της ανάρτησης στο ΔΔΔ, η γνώση συγκεκριμένων τρίτων για τον προσδιοριζόμενο εκ νέου πλειστηριασμό ακινήτων, όπως του τρίτου κυρίου ή νομέως καθώς και των ενυπόθηκων δανειστών, και η ευρύτερη δημοσιότητα για την προσέλκυση περισσότερων πλειοδοτών. Δεν πρέπει δε να παροράται, ότι αν τυχόν διορθωτική ανακοπή του άρθ. 954 παρ. 4 γίνει δεκτή, θα υπάρχει ανάγκη νέων γνωστοποιήσεων ακόμη και για άλλα ζητήματα πέραν της νέας ημερομηνίας του πλειστηριασμού, όπως ενδεχομένως της αξίας και της τιμής πρώτης προσφοράς ή της περιγραφής του πλειστηριαζομένου. Επομένως πρέπει προβλεφθεί τρόπος γνωστοποίησης της νέας ημέρας πλειστηριασμού ή των τυχόν μεταβολών της κατασχετήριας έκθεσης (ή της περίληψής της) που επήλθαν, χωρίς μεν σύνταξη πολυδάπανων επαναληπτικών περιλήψεων, αλλά δια της επιδόσεως και δημοσιεύσεως και στον τύπο απλών ανακοινώσεων. Αυτό είναι απαραίτητο, παρότι θα επιβαρύνει με ορισμένα επιπλέον έξοδα την εκτελεστική διαδικασία, τα οποία θα είναι όμως σημαντικά μικρότερα από τα απαιτούμενα σήμερα.
Ως προς την κατάσχεση ακινήτων αδικαιολόγητη είναι η καθιέρωση, και μάλιστα επί ποινή ακυρότητας, υποχρέωσης επίδοσης αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης και στον γραμματέα του Ειρηνοδικείου, που θα έχει υποχρέωση καταχώρησής της σε ειδικό βιβλίο (άρθ. 995 παρ. 2 ΣχΝ). Η όμοια πρόβλεψη, που ίσχυε και θα εξακολουθεί, κατά το σχέδιο νόμου, να ισχύει επί κινητών, αποσκοπεί στη δημοσιότητα της κατασχέσεώς τους, που έχει ως συνέπεια την απαγόρευση διάθεσής τους. Επί ακινήτων όμως η δημοσιότητα αυτή εξασφαλίζεται πλήρως με την καταχώριση της κατάσχεσης στο υποθηκοφυλακείο ή το κτηματολόγιο, περιττεύει δε και η επίδοση στο ειρηνοδικείο, η οποία επαυξάνει απλώς τις διατυπώσεις της κατάσχεσης ακινήτων και τα έξοδά τους χωρίς ουσιαστικό λόγο. Ούτως ή άλλως δε, στον Ειρηνοδίκη επιδιδόταν και θα συνεχίζει να επιδίδεται η περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης ακινήτου στα πλαίσια της προδικασίας του πλειστηριασμού (άρθ. 999 παρ. 3 ΚΠολΔ και ΣχΝ), προκειμένου να επιτευχθεί δημοσιότητα ως προς την ημέρα του, δεδομένου και ότι η περίληψη δεν καταχωρείται στα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολόγια. Η καθιερούμενη παραπάνω διπλή επίδοση στα ειρηνοδικεία, αντιστρατεύονται στις βασικές αρχές της οικονομίας και της απλούστευσης των διαδικασιών.
Θετικό είναι το γεγονός ότι, στην κατάσχεση ακινήτων και πάλι, παραμένει η πρόβλεψη ότι η εκτίμηση της αξίας τους δεν μπορεί να υπολείπεται από την αντικειμενική τους αξία, εφόσον βεβαίως υπάρχει (άρθ. 993 παρ. 2 εν τέλει ΚΠολΔ και ΣχΝ), καταργείται όμως ορθώς η δέσμευση ότι στην αντικειμενική αξία θα πρέπει να ανέρχεται και η οριζόμενη τιμή πρώτης προσφοράς (995 παρ.1 ΚΠολΔ εν τέλει). Με τα νέα δεδομένα της πτώσης της αγοραίας τιμής των ακινήτων σε επίπεδα κάτω και από την αντικειμενική τους αξία σε πολλές περιπτώσεις, θα ήταν ουτοπικό να αναμένεται ενδιαφέρον πλειοδοτών με τέτοια τιμή πρώτης προσφοράς. Μετά τις τροποποιήσεις η τιμή πρώτης προσφοράς θα ανέρχεται στα 2/3 τουλάχιστον της εκτιμηθείσας (ίσης με την αντικειμενική όπου υπάρχει) αξίας (άρθ. 993 παρ. 2, 954 παρ. 2 ΚΠολΔ και ΣχΝ).
Τέλος, εσφαλμένη παρίσταται η πρόβλεψη στο τέλος της παρ. 4 του άρθρου 995 ότι η μη τήρηση των διατυπώσεων της κατάθεσης των εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού εκ μέρους του δικαστικού επιμελητή του επισπεύδοντος και η μη ανάρτηση αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στο ΔΔΔ θα έχει ως συνέπεια την ακυρότητα του πλειστηριασμού. Οι διατυπώσεις αυτές συνδέονται με την επιβολή της κατάσχεσης επί ακινήτων και όχι με την προδικασία του πλειστηριασμού, αφού διατηρείται σε ισχύ το άρθρο 999, που αναφέρεται στην τελευταία και που προβλέπει τη σύνταξη και τη γνωστοποίηση περίληψης και ακυρότητα του πλειστηριασμού εφόσον δεν τηρηθούν οι τασσόμενες σ΄αυτό διατυπώσεις. Το ζήτημα είναι καθοριστικό, διότι, εάν το άρθρο 995 του ΣχΝ εισαχθεί ως έχει, οι πλημμέλειες που αφορούν την επιβολή της κατάσχεσης δεν θα προβάλλονται εντός της προθεσμίας που προβλέπεται από το νέο άρθρο 934 παρ. 1 α, αλλά στην προθεσμία της παρ. 1 β και θα μπορούν να οδηγήσουν στην ακύρωση του ήδη γενόμενου πλειστηριασμού. Ορθό είναι να τεθεί στο άρθρο 995 παρ. 4 ότι η παράλειψη των διατυπώσεων τίθεται με ποινή ακυρότητας, οπότε θα προκύπτει ότι αναφέρεται σε ακυρότητα της κατάσχεσης, που θα προβάλλεται πριν τον πλειστηριασμό και εντός της πρώτης παραπάνω προθεσμίας.
4)Τροποποιήσεις στην κύρια διαδικασία του πλειστηριασμού
Η σημαντικότερη τροποποίηση στην κύρια διαδικασία του πλειστηριασμού έγκειται στην ακόμη μεγαλύτερη αναβάθμιση των ενσφράγιστων γραπτών προσφορών, μέσω των οποίων και μόνον θα διεξάγεται στις περισσότερες περιπτώσεις η διαδικασία της πλειοδοσίας. Προβλέπεται ειδικότερα ότι, αν υποβλήθηκαν δύο ή περισσότερες γραπτές προσφορές, το πλειστηριαζόμενο (κινητό ή ακίνητο) κατακυρώνεται σε εκείνον που έκανε τη μεγαλύτερη (γραπτή) προσφορά, ενώ σε προφορικές προσφορές προχωρεί η διαδικασία μόνον εάν οι γραπτές είναι ίσες (άρθ. 959 παρ. 4 ΣχΝ). Δημιουργεί ερωτηματικά η σκοπιμότητα της κατάργησης των προφορικών προσφορών μεταξύ των δύο πλειοδοτών που προσέφεραν τη μεγαλύτερη τιμή ή μεταξύ του πρώτου και των υπολοίπων περισσότερων πλειοδοτών με ίση αμέσως χαμηλότερη τιμή. Θα μπορούσε βεβαίως να υποστηριχθεί, όχι εντελώς αβάσιμα, ότι αυτή η μέθοδος θα οδηγήσει στην εξ υπαρχής υποβολή μεγαλύτερων γραπτών προσφορών, εάν οι πλειοδότες επιθυμούν σοβαρά να αποκτήσουν το πλειστηριαζόμενο. Εάν όμως συντρέχει πράγματι αυτή η περίπτωση, αυτοί θα προβούν και σε μεγαλύτερες προφορικές προσφορές στη συνέχεια, ανταγωνιζόμενοι φανερά μεταξύ τους, με ενδεχόμενο και να υπερβούν το ποσό που θα θέσουν στη γραπτή προσφορά τους.
5)Τροποποιήσεις στις ρυθμίσεις για την κατάταξη δανειστών
Το νομοσχέδιο επιφέρει αρκετές μεταβολές και όσον αφορά την κατάταξη των δανειστών, όταν συντάσσεται σχετικός πίνακας.
Αξιοσημείωτη είναι η κατάργηση του γενικού προνομίου των Δήμων που προβλεπόταν στην πέμπτη σειρά των γενικών προνομίων, όπου παραμένουν μόνον οι απαιτήσεις του δημοσίου.
Όταν συντρέχουν απαιτήσεις με γενικά και ειδικά προνόμια εξακολουθεί να ισχύει η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε 1/3 και 2/3 αντιστοίχως (αφού προηγηθεί όμως η πλήρης ικανοποίηση αυτών που κατατάσσονται στην τρίτη τάξη του 975). Η καινοτομία συνίσταται στην πρόβλεψη ικανοποίησης των μη προνομιούχων απαιτήσεων με ποσοστό 10% του πλειστηριάσματος, όταν αυτές συντρέχουν με απαιτήσεις εξοπλισμένες με γενικά και ειδικά προνόμια. Το ποσοστό αυτό θα κατανέμεται μεταξύ των μη προνομιούχων συμμέτρως. Η βασική αυτή επιλογή είναι ορθή, διότι το ισχύον σύστημα εκμηδένιζε σχεδόν πλήρως την πιθανότητα ικανοποίησης, έστω σε ένα μικρό βαθμό, των εγχειρόγραφων δανειστών. Πρέπει όμως να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις ως προς τις περαιτέρω λεπτομέρειες της σχετικής ρύθμισης: Η εξεύρεση του 10% γίνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου εις βάρος των γενικών προνομιούχων δανειστών. Ορίζεται ειδικότερα ότι στην παραπάνω περίπτωση οι απαιτήσεις με ειδικό προνόμιο θα κατατάσσονται έως το 65%, ενώ στα 2/3 δηλαδή στο 66,66% θα κατατάσσονταν εάν συνέτρεχαν μόνο με απαιτήσεις με γενικό προνόμιο, οι δε τελευταίες θα κατατάσσονται έως το 25%, ενώ διαφορετικά θα κατατάσσονταν στο 1/3, δηλαδή στα 33,33 %. Συνεπέστερο θα ήταν να κατανεμηθεί η μείωση της κάθε κατηγορίας αναλόγως με τα γενικώς οριζόμενα, δηλαδή σε 60 και 30% (90% επί 2/3 και 1/3) αντιστοίχως. Αλλά και αν γίνει δεκτό ότι αυτή η κατανομή της ζημίας από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων πιστωτών είναι δίκαιη, διότι εξισορροπεί σ΄ένα βαθμό τα πράγματα όταν υπάρχουν και απαιτήσεις εξοπλισμένες με το γενικό υπερπρονόμιο του άρθ. 975 περ. 3, ανακόλουθη παρίσταται μία άλλη περαιτέρω επιλογή: Αν απομείνει υπόλοιπο από το 10% μετά την ικανοποίηση των μη προνομιούχων δανειστών, αυτό διανέμεται πρώτα για την ικανοποίηση των απαιτήσεων με ειδικό προνόμιο και μόνον μετά, εάν απομείνει ακόμη κάτι, διανέμεται αυτό στους μη ικανοποιηθέντες γενικούς προνομιούχους. Δηλαδή από τους τελευταίους αφαιρείται σχεδόν εξ ολοκλήρου το ποσοστό που θα πρέπει να διανεμηθεί στους μη προνομιούχους, αλλά αυτό επιστρέφεται, εάν περισσέψει, κατ΄αρχήν στους ειδικούς προνομιούχους. Κριτική επίσης πρέπει να ασκηθεί στη διάταξη που προβλέπει ότι όταν συντρέχουν απαιτήσεις με γενικό προνόμιο και μη προνομιούχες, το πλειστηρίασμα θα κατανεμηθεί ισοϋψώς στις δύο αυτές κατηγορίες, δηλαδή από 50%, ρύθμιση που ουσιαστικά τις εξισώνει, ενώ εύλογη θα ήταν ή διαφοροποίησή τους (π.χ. σε 70 και 30%), όταν για τις απαιτήσεις με ειδικό προνόμιο τα αντίστοιχα προτεινόμενα ποσοστά ανέρχονται σε 90 και 10%. Πάντως το προτεινόμενο σύστημα είναι περίπλοκο και είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε σωρεία σφαλμάτων κατά τη σύνταξη των πινάκων κατάταξης, αυξάνοντας τις ανακοπές που θα ασκούνται κατ΄αυτών.
6)Προσωπική κράτηση
Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει και τροποποιήσεις στο κεφάλαιο της προσωπικής κράτησης. Επαναφέρει την προσωπική κράτηση κατά εμπόρων για εμπορικές απαιτήσεις, που είχε καταργηθεί, με δυνητική όμως πλέον μορφή. Εφόσον δε η προσωπική κράτηση απαγγέλλεται δυνητικώς από το δικαστήριο, αυτό θα συνεκτιμά, για την απαγγελία της ή μη, όλες τις περιστάσεις, μεταξύ των οποίων κυρίαρχη θέση θα έχει και η δυνατότητα ικανοποίησης του δανειστή με άλλους τρόπους ή άλλα μέσα εκτέλεσης, αφού η προσωπική κράτηση αποτελεί το επαχθέστερο και έσχατο απ΄ αυτά. Ενόψει όμως του άρθρου 11 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα της 16ης-12-1966 (που κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν. 2462/1997), τα περιθώρια απαγγελίας προσωπικής κράτησης κατά εμπόρων θα είναι τόσο στενά, που θα καθιστούν τη σχετική διάταξη άνευ σοβαρής σημασίας.
Περαιτέρω, με το νομοσχέδιο (άρθ. 1049 παρ. 1 ΣχΝ) ορίζεται, προφανώς προς σύμπλευση με το ως άνω Διεθνές Σύμφωνο, ότι απόφαση που διατάζει την προσωπική κράτηση κατ΄άρθρο 1047, δεν εκτελείται αν εκείνος που καταδικάσθηκε βρίσκεται κατά τον χρόνο της εκτέλεσης σε αδυναμία να εκπληρώσει τη χρηματική οφειλή του. Παρέχεται με αυτόν τον τρόπο δυνατότητα στον καταδικασθέντα να υποβάλει αντιρρήσεις για την εκτέλεση της απόφασης που διέταξε την προσωπική του κράτηση, επικαλούμενος ότι, κατά τον χρόνο της εκτέλεσης πλέον, έχει αδυναμία να εκπληρώσει την οφειλή του, προκειμένου να επανακριθεί με άλλο κρίσιμο χρόνο το ζήτημα που συχνά θα έχει ήδη κριθεί, μετά την προβολή σχετικής ενστάσεως, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης. Πέραν της δημιουργίας και νέων δικών με αυτό το αντικείμενο, οι νέες ρυθμίσεις ενέχουν ουσιαστικά μία αντίφαση. Η δυνητικώς απαγγελλόμενη προσωπική κράτηση, που θα διατάσσεται κυρίως όταν ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος, δεν θα μπορεί τελικώς να εκτελεσθεί ακριβώς διότι αυτός θα βρίσκεται, κατά τον χρόνο επιβολής της, σε αδυναμία να προβεί στην ικανοποίηση του δανειστή του. Το νομοσχέδιο δε δεν κάνει, ως προς τη δυνατότητα του οφειλέτη να επικαλεσθεί αδυναμία, διάκριση μεταξύ εμπορικών απαιτήσεων και απαιτήσεων από αδικοπραξία. Επομένως την αδυναμία θα μπορεί να επικαλεσθεί και ο ευθυνόμενος από αδικοπραξία, κατά του οποίου κρίθηκε, ενόψει όλων των περιστάσεων (και του είδους της ζημίας και της βαρύτητας του πταίσματός του), ότι πρέπει να απαγγελθεί προσωπική κράτηση, ενώ το προαναφερόμενο Διεθνές Σύμφωνο δεν αναφέρεται σε απαιτήσεις από αδικοπραξίες, που μπορεί να ενέχουν ιδιαίτερη απαξία. Ενόψει όλων αυτών, αλλά και του γεγονότος ότι ο εμπορικός κόσμος της χώρας δεν αντέδρασε αρνητικά στην κατάργηση της προσωπικής κράτησης κατά εμπόρων, όπως είχε συμβεί κατά το παρελθόν, γεγονός που φανερώνει ότι οι συνθήκες για την κατάργηση αυτή είχαν ωριμάσει, ορθό φαίνεται να μην επέλθουν τροποποιήσεις στο σχετικό κεφάλαιο.
Οι προτεινόμενες με το ΣχΝ μεταβολές είναι πολλές και εκτεταμένες. Ένα τέτοιο εγχείρημα απαιτεί αναγκαίως περισσότερο χρόνο και μεγαλύτερη επεξεργασία για να μη διαταράξει την ισορροπία του δικονομικού δικαίου της εκτέλεσης με απρόβλεπτες συνέπειες. Ορθότερο θα ήταν οι τροποποιήσεις να περιορισθούν στη δυνατότητα πολλαπλών κατασχέσεων, που από μόνη της αποτελεί σημαντικό μηχανισμό για την επίτευξη ταχύτητας και αποτελεσματικότητας, στον περιορισμό της προθεσμίας των διορθωτικών ανακοπών του άρθρου 954 παρ. 4, καθώς και στην απλούστευση της διαδικασίας της κατάσχεσης και πλειστηριασμού κινητών.
Ακολούθως, ο λόγος δόθηκε στον Εφέτη Παναγιώτη Παυλίδη, ο οποίος ανέφερε τα εξής: «Η επιλογή της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων για την εκδίκαση των ανακοπών κατά της εκτέλεσης, και η αδυναμία ασκήσεως ένδικου μέσου θα αποβεί προβληματική. Τουλάχιστον, εάν παραμείνει στο νέο ΚΠολΔ η ίδια ρύθμιση, θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά των αποφάσεων αυτών. Παρά δε το γεγονός ότι η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρωνεμφανίζεται κατ’ επίφαση απλούστερη και ταχύτερη, θα έχει εν τέλει δυσμενείς συνέπειες για τους διαδίκους.».
Το λόγο επίσης πήρε ο Δικηγόρος Αντώνιος Μπιλίσης , ο οποίος είπε ότι «Ο Δικηγορικός Σύλλογος δεν υποστηρίζει την άποψη περί πολλαπλών κατασχέσεων. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην προβλεπόμενη σύντομη προθεσμία των 8 μηνών (για τον πλειστηριασμό), το πιθανότερο είναι να μη υπάρξει δυνατότητα του οφειλέτη να ρυθμίσει τις οφειλές του.»
Προτάθηκε, επίσης, από τις Προέδρους Πρωτοδικών Μαρία Κουκουδέα και Βασιλική Τσαμπάζη, να παραμείνει η διαδικασία των ανακοπών κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης ως έχει, με την πρόβλεψη ωστόσο ότι οι εκδοθησόμενες αποφάσεις θα υπόκεινται μόνο σε έφεση.
Παρατηρήθηκε ακόμη ότι η πρόβλεψη προσωπικής κράτησης είναι αναχρονιστικό μέτρο που θα δημιουργήσει νέες δίκες.
Επιγραμματικά, πλην των ως άνω λεπτομερώς αναφερομένων, ομοφώνως προτείνεται από την κοινή Ολομέλεια του Εφετείου και Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης : Ως προς τη διαδικασία ενώπιον των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων, να θεωρηθεί ορθός ο σχηματισμός του φακέλου της υπόθεσης δια της καταθέσεως προτάσεων και προσκομιδής όσων αποδεικτικών μέσων μπορούν να προσκομισθούν σε έγγραφη μορφή πριν τη συζήτηση της υπόθεσης, εντός ορισμένης προθεσμίας, ενώπιον όλων των πρωτοβαθμίων δικαστηρίων και μάλιστα να προταθεί η επέκτασή της ακόμη και στις ειδικές διαδικασίες με τον ορισμό όμως μικρότερων προθεσμιών πριν τη συζήτηση (πλην βεβαίως της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων), να διατηρηθεί όμως η διαδικασία στο ακροατήριο όπως έχει σήμερα, με μία και μόνη συζήτηση της αγωγής, κατά την οποία θα εξετάζονται και μάρτυρες εφόσον είναι αναγκαίο και ζητείται από τους διαδίκους, διότι η διαδικασία αυτή αποδείχθηκε, όπου εφαρμόσθηκε ορθώς, ιδιαίτερα ταχεία, ενώ η εμπεριεχόμενη στο ΣχΝ διαδικασία είναι βέβαιο ότι θα προξενήσει σοβαρή επιβράδυνση στην απονομή της δικαιοσύνης. Ως προς τις τροποποιήσεις επί των ενδίκων μέσων να μην υπάρξει κατάργηση των Μονομελών δευτεροβάθμιων Δικαστηρίων και η επαναφορά της μορφής των πολυμελών συνθέσεων. Επί των τροποποιήσεων της αναγκαστικής εκτέλεσης η κοινή Ολομέλεια: Α) Ομοφώνως τάχθηκε υπέρτης διατήρησης της διαδικασίας εκδίκασης των ανακοπών όπως αυτή διαμορφώθηκε με βάση το ν. 4055/2012 και υπέρ της καθιέρωσης ενός μόνο ένδικου μέσου κατά των εκδιδομένων αποφάσεων και συγκεκριμένα του ένδικου μέσου της έφεσης. Β) Ως προς το ζήτημα της δυνατότητας επιβολής πολλαπλών κατασχέσεων διχάσθηκε σε δύο ίσα μέρη, το ένα από τα οποία τάχθηκε υπέρ τηςσχετικής πρόβλεψης, το δε άλλο κατά. Τέλος, κοινή ήταν η θέση, περί μη κατάργησης των Μονομελών δευτεροβάθμιων Δικαστηρίων και η επαναφορά της μορφής των πολυμελώνσυνθέσεων, που σαφώς δεν θα βοηθήσουν στην επιτάχυνση της διαδικασίας.
Στο σημείο αυτό η διευθύνουσα την Ολομέλεια και Μέλος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης εφέτης Ευδοξία Κιουπτσίδου, κήρυξε τη λήξη της συζήτησης και δήλωσε ότι οι απόψεις όλων, όπως αυτές καταγράφηκαν στα παρόντα πρακτικά από την παριστάμενη γραμματέα (δικαστική υπάλληλο του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης), καθώς και τα έγγραφα υπομνήματα θα διαβιβασθούν στον Πρόεδρο του ΑΠ, τον Υπουργό Δικαιοσύνης, την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και το Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης.
Η ΔΙΕΥΘΥΝΟΥΣΑ ΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
ΚΑΙ ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΤΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΩΣ ΤΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΕΥΔΟΞΙΑ ΚΙΟΥΠΤΣΙΔΟΥ- ΣΤΡΑΤΟΥΔΑΚΗ
ΕΦΕΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish
5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"
Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ