Σελίδες

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΕΞΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ



Ευσταθίου Κ. Βεργώνη, Αντεισαγγελέως Εφετών Αθηνών


Όλα θα ήταν χαμένα αν ο ίδιος άνθρωπος, ή το ίδιο σώμα αρχόντων, ή οι ευγενείς, ή κάποιοι από τον λαό ασκούσαν αυτές τις τρείς εξουσίες: Εκείνη του να νομοθετείς, εκείνη του να επιλύεις τις δημόσιες υποθέσεις και εκείνη του να δικάζεις τα εγκλήματα ή τις ιδιωτικές διαφορές. (Μοντεσκιέ, Το πνεύμα των Νόμων).



Η πρόσφατη κρίση στην Ένωση Εισαγγελέων, που απασχολεί έντονα τον δημόσιο διάλογο, και η οποία κατά την γνώμη μου αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου του εσωτερικού διχασμού στο σύνολο της δικαιοσύνης, οφείλεται κατά κύριο λόγο στον τρόπο απάντησης σε δύο ερωτήματα, τα οποία θα θέσω αμέσως πιο κάτω. Ειδικότερα το ζήτημα προέκυψε μετά από την ανακοίνωση του Προεδρείου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας, στην οποία διατυπώνονταν αντιρρήσεις και επιφυλάξεις ως προς την συνταγματικότητα τροποποίησης του άρθρου 177 § 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με την οποία, για μια κατηγορία μόνον εγκλημάτων, αυτών της φοροδιαφυγής και της ‘’διαφθοράς’’, μπορεί, κατά την κρίση του αρμόδιου δικαστή ή εισαγγελέα, να χρησιμοποιηθούν και αποδεικτικά μάσα που έχουν αποκτηθεί με παράνομο τρόπο, όπως οι γνωστές από τον τύπο ‘’λίστες’’ πελατών τραπεζικών ιδρυμάτων, αλλά όχι μόνο αυτών αλλά και άλλων όπως παράνομες καταγραφές ήχου ή εικόνας, υποκλαπείσες συνδιαλέξεις κλπ., όταν το αρμόδιο δικαστικό όργανο κρίνει ότι το συμφέρον που προστατεύεται με την χρήση του παράνομου αποδεικτικού μέσου είναι σημαντικότερο από αυτό που προσβλήθηκε με την λήψη του και είναι ο μοναδικός τρόπος να αποδειχτεί το έγκλημα φοροδιαφυγής ή διαφθοράς, ενώ ο τρόπος απόκτησής του δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Μια από τις αποτυπώσεις της αρχής της διάκρισης των εξουσιών στο Σύνταγμά μας είναι η πρόβλεψη της τρίτης παραγράφου του άρθρου 29, κατά την οποία απαγορεύονται στον δικαστικό λειτουργό οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος. Τέτοιες εκδηλώσεις σαφώς είναι και η αποδοχή της αφήγησης της κοινωνικής πραγματικότητας που γίνεται από κάποιο πολιτικό κόμμα, κυβερνών ή όχι, καθώς και των προτάσεών του, με βάση την αφήγησή του, σε θέματα γενικής οικονομικής ή δημοσιονομικής πολιτικής. Ειδικότερα υπάρχουν στο πεδίο του πολιτικού διαλόγου δύο διαφορετικές απόψεις για την κακή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, ως προς τα αίτια αυτής, και, με βάση την αποδοχή του διαφορετικού αιτίου, υπάρχουν διαφορετικές προτάσεις για την επίλυση του προβλήματος. Η μια άποψη είναι ότι η κρίση οφείλεται στην μη παραγωγή πλούτου και την υπερτροφία του δημοσίου τομέα, και προκρίνει ως λύση τις διαρθρωτικές αλλαγές στο δημόσιο και την οικονομία, με σκοπό την μεγαλύτερη παραγωγή πλούτου και την συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, ως εγγυητή της διαδικασίας παραγωγής πλούτου, στα πλαίσια δε της εγγυητικής αυτής λειτουργίας εντάσσεται η καταπολέμηση της διαφθοράς, η οποία είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη για την έξοδο από την κρίση. Η άλλη άποψη είναι ότι η οικονομία δεν έχει εγγενή προβλήματα, αλλά τα προβλήματα, και ειδικότερα το χρέος και τα ελλείμματα, οφείλονται στην εκτεταμένη φοροδιαφυγή και την διαφθορά, η καταπολέμηση των οποίων αρκεί να εξυγιάνει την οικονομία, θέτοντας σε δευτερεύουσα θέση τις διαρθρωτικές αλλαγές. Τα ερωτήματα, λοιπόν, που καθορίζουν και την απάντηση στην περί του δικονομικού ζητήματος διαμάχη, είναι δύο. Το πρώτο, αν ο δικαστικός λειτουργός δικαιούται να ταχθεί με μια από τις δύο απόψεις δημόσια. Το δεύτερο, αν η εκτελεστική εξουσία, στα πλαίσια του δημοσίου διαλόγου, νομιμοποιείται να καλεί δικαστικούς λειτουργούς να πάρουν θέση στο σχετικό δίλημμα.
Υπενθυμίζεται ότι η απόλυτη απαγρευση χρήσης από τον δικαστή ή τον εισαγγελέα παρανόμως κτηθέντος αποδεικτικού μέσου προβλέφθηκε για πρώτη φορά στον νόμο το 2008, ενώ μέχρι τότε επιτρέπονταν, με τις ίδιες  προϋποθέσεις στάθμισης των συγκρουομένων συμφερόντων, στον δικαστή και τον εισαγγελέα να το χρησιμοποιεί για όλα τα εγκλήματα. Για την αποφυγή παρεξηγήσεων, εν όψει του ότι η δημόσια συζήτηση κινδυνεύει να μετατραπεί σε αντιπαράθεση σχετικά με το αν είναι κάποιος υπέρ ή κατά της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς, οφείλω να δηλώσω την προσωπική μου άποψη για το θέμα που ήταν η αφορμή της διαμάχης.
Θεωρούσα πάντοτε ατυχή την τεθείσα το 2008 απόλυτη απαγόρευση των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, στην ποινική διερεύνηση όλων των εγκλημάτων, όχι μόνο των οικονομικών αλλά και ιδιαίτερα σκληρών εγκλημάτων, όπως η ανθρωποκτονία, η αποπλάνηση και ο βιασμός ανηλίκων, η διακίνηση ναρκωτικών, αλλά και σοβαρών, όπως οι κλοπές, η παθητική δωροδοκία κλπ., γιατί πράγματι δημιουργήθηκαν ιδιαίτερες δυσχέρειες στην προαποδεικτική και αποδεικτική διαδικασία, λόγω της μη παροχής της δυνατότητας στον δικαστή και τον εισαγγελέα να προβεί στην στάθμιση των δύο συγκρουομένων προστατευόμενων εννόμων αγαθών, δηλαδή της ιδιωτικότητας του δράστη (και όχι μόνο των προσωπικών του δεδομένων, όπως κατά κόρον ακούγεται), που προσβάλλεται με την καταγραφή (βίντεο, ήχος, συνομιλίες κλπ.) και της προσβολής που υπέστη το θύμα, που βέβαια δεν είναι μόνο η δημόσια περιουσία. Η επαναφορά τη δυνατότητας στάθμισης μόνο για μια κατηγορία εγκλημάτων δημιουργεί συνεπώς υποβάθμιση των λοιπών σημαντικότατων εννόμων αγαθών, των οποίων φορείς είναι οι Έλληνες πολίτες, ατομικά και ως κοινωνικό σύνολο. Δηλαδή για το σημαντικότατο έννομο αγαθό της κοινωνίας να εισπράξει φόρο, ο εισαγγελέας κατά την δικαστική διερεύνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει το παράνομο αποδεικτικό μέσο (λίστα κλπ. ) ενώ για το επίσης πολύ σημαντικό αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας, σε περίπτωση π.χ. βιασμού ανηλίκου, ή της περιουσίας, σε περίπτωση εκβίασης ή κλοπής, απαγορεύεται να χρησιμοποιήσει τυχόν βίντεο καταγραφής του δράστη.
Ξαναγυρίζουμε στη διαμάχη περί την επικριτική, για την κυβερνητική πρωτοβουλία, ανακοίνωση του Προεδρείου της Ένωσης Εισαγγελέων. Αποτέλεσμα της ανακοίνωσης ήταν μια απάντηση από τον υπουργό δικαιοσύνης, ο οποίος υπερασπίσθηκε την δυνατότητα στάθμισης συμφερόντων για την χρήση των παράνομων αποδεικτικών μέσων και από τον υφυπουργό Δικαιοσύνης, με την οποία ασκούσε κριτική στην ανακοίνωση, λέγοντας ότι η άρνηση της διάταξης αποτελεί αποδοχή των μειώσεων μισθών και συντάξεων προκειμένου οι φοροφυγάδες να εξακολουθήσουν να φοροδιαφεύγουν. Επίσης, λόγω της ανακοίνωσης, παραιτήθηκε η πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Εισαγγελέων, ζήτημα που δεν μπορεί να αναλυθεί λόγω έκτασης εδώ.
Επιστρέφοντας στο βασικό ζήτημα, ο διάλογος πάνω σε σημαντικά, όχι μόνον επιστημονικά, ζητήματα, αφορώντα στην ποινική προστασία των ατομικών και κοινωνικών εννόμων αγαθών, δεν επιτρέπεται για τον δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό να γίνεται με βάση την αποδοχή μιας πολιτικής οπτικής και πρότασης. Έτσι, δεν μπορεί να καλείται ο δικαστής και ο εισαγγελέας, στην όποια δημόσια έκφρασή του, να δηλώσει αν επιθυμεί το ένα ή το άλλο δημοσιονομικό μέτρο, με αφορμή μια επιστημονική του άποψη, για την προστασία των εννόμων αγαθών, που είναι ο σκοπός της δικαιοσύνης. Επίσης δεν μπορεί συγκεκριμένα δικαστικά όργανα, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, να εμφανίζονται ως συνενεργούντες με την εκτελεστική εξουσία, συμμετέχοντας σε συσκέψεις με φορείς της εκτελεστικής εξουσίας, για την αντιμετώπιση, σημαντικών, σύμφωνα με την ιεράρχηση της εκτελεστικής εξουσίας, ζητημάτων.
Βασική αρχή της δημοκρατικής μας λειτουργίας, είναι η διάκριση των εξουσιών, με κορωνίδα την πλήρη διάκριση της δικαστικής εξουσίας από τις άλλες δύο, οι οποίες στην εξέλιξη της δημοκρατικής μας πολιτείας, είναι αρκούντως διαπλεκόμενες μεταξύ τους, με βασικό κριτήριο ότι η νομοθετική πρωτοβουλία, με βάση και τον κανονισμό της Βουλής, ανήκει στην κυβέρνηση, δηλ. την κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας, ενώ το νομοθετικό σώμα εγκρίνει ή δεν εγκρίνει τις προτάσεις της κυβέρνησης. Η πραγματικότητα αυτή καθιστά περισσότερο αναγκαία την πλήρη ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και την με κάθε τρόπο διαφύλαξή της. Άλλωστε από την θεμελίωση και σχηματοποίηση της δημοκρατίας, ως ‘’παγκόσμιου πολιτεύματος’’ σε μεγάλο τμήμα του πλανήτη,  στην σημερινή της μορφή, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα (Αμερικανική και Γαλλική Επανάσταση), μέχρι σήμερα, δηλαδή για δυόμισι περίπου αιώνες, η εκτροπή των κοινωνιών σε απολυταρχικές και αυταρχικές λύσεις, ιδιαίτερα αυτή του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, επιτεύχθηκε με την ταύτιση της δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας, στο όνομα της αρχής ‘’ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα’’.
Η αποστολή της δικαιοσύνης είναι η, ανεξάρτητη από την εκτελεστική εξουσία και απέναντι και από αυτήν, αναζήτηση της αλήθειας και η προστασία των συλλογικών και ατομικών έννομων αγαθών και δικαιωμάτων, καθώς και η εγγυητική της λειτουργία, για την θεραπεία των στρεβλώσεων και προσβολών, με βάση το νομοθετικό πλαίσιο, που ορίζεται από το Σύνταγμα, τους κανόνες του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου, και τους σύμφωνους με αυτά εθνικούς κανόνες δικαίου. Για να δώσουν αυτά που οφείλουν η δικαιοσύνη και οι δικαστικοί λειτουργοί στην κοινωνία, πρέπει να τους παρασχεθούν από τις άλλες δύο ταυτιζόμενες μεταξύ τους εξουσίες, ένα νέο πιο ευέλικτο σύστημα λειτουργίας, χωρίς κατασπατάληση ανθρωπίνων πόρων, και με ριζική αλλαγή των υποδομών της, την αξιοποίηση της τεχνολογίας.
Ούτε η ταύτιση των εξουσιών ούτε η αντιπαράθεση με όρους πολιτικού και επικοινωνιακού διαλόγου δεν χρειάζονται. Αντίθετα οδηγούν σε επικίνδυνο δρόμο με άγνωστη κατάληξη, την οποία είχε υποψιαστεί ο Μοντεσκιέ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια πριν ο Αριστοτέλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ