Σελίδες

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Οι σημαντικότερες τροποποιήσεις του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίαςστο Δίκαιο της Αναγκαστικής Εκτελέσεως.

Τα προβλήματα, που ανακύπτουν ενόψει της έναρξης του νέου δικαστικού έτους (2016-2017)
Κωνσταντίνου Βουλγαρίδη, Προέδρου Πρωτοδικών, Μέλους του ΔΣ της ΕΔΕ (Από την εισήγηση στο συνέδριο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων για τις νέες διατάξεις του
ΚΠολΔ) 
Κατά τις προηγούμενες δύο διετίες η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων κλήθηκε να δώσει λύσεις σε πολλά ζητήματα του Σώματος. Η αύξηση των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών περισσότερο από κάθε άλλη φορά, η αποκατάσταση του, κατά την απόφαση του Μισθοδικείου, συνταγματικού (και όχι ειδικού) μισθολογίου μας, η επιτυχής έκβαση των φορολογικών και άλλων θεσμικών διεκδικήσεων, οι, με θετικές έννομες συνέπειες, νομοθετικές βελτιώσεις σε διατάξεις νόμων, υπήρξαν αναμφισβήτητα ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του προηγούμενου Προεδρείου. Υιοθετήσαμε προτάσεις, πρόσφορες κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να φέρουν αποτέλεσμα, όπως και έγινε, χωρίς να ανοίγουμε ζητήματα εκεί που δεν υπάρχουν. Παράλληλα, όμως, κατά τις προηγούμενες δύο διετίες η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων επιχείρησε με τις προτάσεις, που έχει κατά καιρούς υποβάλλει να δώσει λύσεις και σε πολλά άλλα θέματα.Κομβικής σημασίας γεγονός αποτέλεσε ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, που εισήχθη με το Ν. 4335/2015. Από την πρώτη στιγμήεπισημάναμε τις δυσκολίες, που θα ανακύψουν από την εφαρμογή του, τόσο ως προς τις νέες ρυθμίσεις για την τακτική διαδικασία, όσο και αναφορικά με τις νέες ρυθμίσεις για την αναγκαστική εκτέλεση. Διότι, απλά, οι νέες διατάξειςείναι αμφίβολο εάν θα επιφέρουν θετικά αποτελέσματα προς την κατεύθυνση της ταχείας απονομής της Δικαιοσύνης αφ΄ ης στιγμής θα ισχύουν παράλληλα και για τα επόμενα τουλάχιστον πέντε χρόνια (με τις πιο αισιόδοξεςπροβλέψεις) δύο δικονομικά συστήματα και συγκεκριμένα αφενός το προγενέστερο για τις εκκρεμείς μέχρι την εφαρμογή του νέου κώδικα υποθέσεις και αφετέρου το νέο δικονομικό σύστημα για τις υποθέσεις μετά την εφαρμογή του. Είναι προφανές ότι στο πλαίσιο αυτό η αύξηση του αριθμού των οργανικών θέσεων των δικαστών στον πρώτο βαθμό προβάλλει πλέον σαν επιτακτική ανάγκη. Ως γνωστό, η ΕΔΕ, στο πλαίσιο αυτό, οργάνωσε και τη διεξαγωγή ιδιαίτερα επιτυχημένου συνεδρίουστη διάρκεια του οποίου αναδείχθηκαν όλα τα ζητήματα, που ανακύπτουν από την εφαρμογή του νέου κώδικα πολιτικής δικονομίας.
Ως γνωστό, με το Ν. 4335/2015 επήλθαν, μεταξύ άλλων, σημαντικές νομοθετικές τροποποιήσεις των σχετικών με την αναγκαστική εκτέλεσηδιατάξεων του ΚΠολΔ. Οι διατάξεις αυτές, σύμφωνα με μεταβατική διάταξη του ιδίου νόμου εφαρμόζονται στις περιπτώσεις των αναγκαστικών εκτελέσεων επί των οποίων η σχετική επιταγή προς πληρωμή ή προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1-1-2016. Στις γραμμές, που ακολουθούν παρατίθενται οι σημαντικότερες από τις τροποποιήσεις αυτές και μάλιστα συγκριτικά με το προγενέστερο δίκαιο αναγκαστικής εκτελέσεως (που εξακολουθεί και ισχύει για τις εκτελέσεις, που διενεργήθηκαν πριν την 1-1-2016) με σκοπό να αναδειχθούν τα ζητήματα, που ανακύπτουν, κυρίως σε οργανωτικό επίπεδο, με την έναρξη του νέου δικαστικού έτους (2016 – 2017), ενώ παράλληλα θα τρέχουν οι εκκρεμείς, προς εκδίκαση, σχετικές με την εκτέλεση, υπόθεσεις, με βάση το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς.
Ειδικότερα:
Στο όγδοο βιβλίο του ΚΠολΔ περιλαμβάνονται οι διατάξεις (άρθρα 904 έως 1054), που αφορούν στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως. Η αναγκαστική εκτέλεση, συνιστά, ουσιαστικά, το τελευταίο στάδιο προς ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή και κατ΄ ακολουθία υλοποίησης στον εξωτερικό κόσμο του διατακτικού της δικαστικής αποφάσεως, αποτελεί, δε,ειδικότερη έκφανση του συνταγματικού δικαιώματος του κάθε πολίτη προς παροχή εννόμου προστασίας, καθόσον η είσπραξη της απαίτησης λαμβάνει χώρα με τη συνδρομή της Πολιτείας δια μέσου των οργάνων που παρεμβάλονται στην εκτελεστική διαδικασία (δικαστικός επιμελητής, επί του πλειστηριασμού υπάλληλος κλπ.).
Από την αρχή επισημαίνεται ότι: α) οι νέες διατάξεις του ΚΠολΔ για την αναγκαστική εκτέλεση (στο σύνολο τους) εφαρμόζονται για τις αναγκαστικές εκτελέσεις ως προς τις οποίες η σχετική επιταγή προς πληρωμή ή προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1-1-2016. Κρίσιμοςχρόνος δηλαδή για την εφαρμογή των νέων διατάξεων είναι ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή ή της επιταγής προς εκτέλεσηκαι β) επί της ανακοπής κατά της εκτέλεσης δεν εφαρμόζονται οι νέες διατάξεις του ΚΠολΔ, που ρυθμίζουν την άσκηση της αγωγής στην τακτική διαδικασία, αλλά οι ειδικότερες διατάξεις του όγδοου βιβλίου του ΚΠολΔ.
Η έννομη προστασία βάσει του δικαιϊκού μας συστήματος υλοποιείται σε τρεις επιμέρους μορφές: α) στα ασφαλιστικά μέτρα, β) στη διαγνωστική δίκη και γ) στην αναγκαστική εκτέλεση. Η αναγκαστική εκτέλεση διαχωρίζεται, περαιτέρω, σε διάφορες κατηγορίες ανάλογα με το είδος της εκτελούμενης αξιώσεως και συγκεκριμένα: α) στην αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση αξίωσης παράδοσης ή απόδοσης κινητών πραγμάτων (άμεση εκτέλεση), που ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 941-942 ΚΠολΔ ή ακινήτων, που ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 943 ΚΠολΔ (επίσης άμεση εκτέλεση),β) στην αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση αξίωσης προς ενέργεια πράξεως, που ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 945 και 946 ΚΠολΔ (έμμεση εκτέλεση)καθώς και για ικανοποίηση αξίωσης για παράλειψη ή ανοχή πράξεως, που ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 947 ΚΠολΔ (επίσης έμμεση εκτέλεση) και γ) στην αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, που ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 951-1054 ΚΠολΔΗ συνηθέστερη μορφή αναγκαστικής εκτέλεσης είναι αυτή προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων. Μέσα αυτής της εκτελέσεως (προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων) είναι: η κατάσχεση, ειδικότερη μορφή της οποίας αποτελεί η κατάσχεση εις χείρας τρίτου, η αναγκαστική διαχείριση, που ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 1034-1046 ΚΠολΔ και η προσωπική κράτηση, που ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 1047-1054 ΚΠολΔ. 
Από την αιτιολογική έκθεση του νόμου 4335/2015 προκύπτει ότι  ο σκοπός του νομοθέτη, δια της θεσπίσεως των νέων διατάξεων, συνίσταται στον εξορθολογισμό της σχετικής διαδικασίας με σκοπό την ταχεία περαίωση της. Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις ανακοπών του άρθρου 933 ΚΠολΔ (λ.χ. επί ανακοπών κατά της εκτελέσεως, που επισπεύδεται δυνάμει διαταγής πληρωμής, η οποία δεν έχει αποκτήσει την ισχύ δεδικασμένου) η διάγνωση του ουσιαστικού δικαιώματος ξεκινά ουσιαστικά στο στάδιο της αναγκαστικής εκτελέσεως. Πριν από την παράθεση των τροποποιήσεων, που επιφέρει ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (Ν. 4335/2015) στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτελέσεως κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε στα εξής: α) στη διάκριση μεταξύ της έννοιας της εκτελεστότητας και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Ως εκτελεστότητα νοείται η ιδιότητα του εκτελεστού τίτλου ενσωμάτωσης της απαίτησης του δανειστή έναντι του οφειλέτη και αξίωσης του πρώτου έναντι της Πολιτείας για παροχή έννομης προστασίας υπό τη μορφή της αναγκαστικής εκτελέσεως. Υπό την έννοια αυτή η εκτελεστότητα αποτελεί έννοια λογικώς προθύστερη αυτής της αναγκαστικής εκτελέσεως. Ειδικότερη έκφανση της εκτελεστότητας αποτελεί η προσωρινή εκτελεστότητα, που ρυθμίζεται ειδικώς στις διατάξεις των άρθρων 907 έως 914 του ΚΠολΔ, β)συμφωνίες με τις οποίες τα διάδικα μέρη αποκλείουν την αναγκαστική εκτέλεση, ή δυσχεραίνουν αυτήν σε ουσιώδη ζητήματα, ή μεταβάλλονται τα όργανα ή καταργούνται οι διατυπώσεις ή προϋποθέσεις αυτής είναι άκυρες. Αντίθετα, έγκυρη είναι η συμφωνία όταν τα δικαιώματα του δανειστή περιορίζονται είτε χρονικά (λ.χ. όταν συμφωνείται ότι η εκτέλεση θα αρχίζει μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου), είτε κατά το αντικείμενο (λ.χ. όταν συμφωνείται ότι η εκτέλεση θα περιορίζεται σε μερικά περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και όχι σε ολόκληρη την περιουσία του). Σε περίπτωση αθέτησης των ανωτέρω έγκυρων συμφωνιών παρέχεται δικαίωμα στον οφειλέτη προς άσκηση σχετικής ανακοπής. Οι συμφωνίες, επίσης, για ενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης χωρίς εκτελεστό τίτλο, ή χωρίς προδικασία, ή πλειστηριασμού χωρίς κατάσχεση κλπ. είναι άκυρες, γ) η αναγκαστική εκτέλεση ναι μεν δεν συνιστά δικαστική διαδικασία με τη στενή τεχνική του όρου έννοια πλην όμως αποτελεί διαδικασία προς υλοποίηση της παροχής έννομης προστασίας αποτελούμενη από κατ΄ ιδίαν διαδικαστικές πράξεις επί των οποίων δεν εφαρμόζονται καταρχήν οι γενικές επί δικαιοπραξιών διατάξεις, εφόσον όμως βρίσκονται σε αντίθεση με το χαρακτήρα και τη φύση της σχετικής εκτελεστικής διαδικασίας, δ) Οι πράξεις της αναγκαστικής εκτελέσεως υπόκεινται σε τύπο συστατικό, ο οποίος όταν ενεργούνται από τα όργανα της εκτελέσεως είναι η έκθεση και όταν ενεργούνται από τους διαδίκους ή τους πληρεξουσίους τους είναι το δικόγραφο, που πρέπει να περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολΔ, ε) σε επίπεδο διεθνούς δικονομικού δικαίου όταν η εκτέλεση γίνεται στην ημεδαπή ανεξαρτήτως της προέλευσης του εκτελεστού τίτλου εφαρμόζονται πάντοτε οι διατάξεις του ΚΠολΔ, ενώ για τα θέματα, που άπτονται του ουσιαστικού δικαίου εφαρμόζονται οι βάσει του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου διατάξεις και στ) κριτήριο εφαρμογής του προγενέστερου ή του ισχύοντος δικαίου όπως προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 50 παρ.1 ΕισΝΚΠολΔ, αλλά και από τις μεταβατικές διατάξεις του νέου νόμου (4335/2015) αποτελεί ο χρόνος επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση (ή πληρωμή). Ειδικότερα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, στις μεταβατικές διατάξεις του Ν. 4335/2015 (άρθρο 9 παρ.3) ορίζεται ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1-1-2016. Τέλος, η απαρίθμηση των εκτελεστών τίτλων στο νόμο είναι περιοριστική, ενώ στο πλαίσιο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως ισχύει το σύστημα της πρωτοβουλίας των διαδίκων.
Σε ότι αφορά τις νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015, που αφορούν στο όγδοο βιβλίο αυτού, οι σημαντικότερες αλλαγές και τροποποιήσεις, που θα αναφερθούν ανά θεματικές ενότητες είναι οι ακόλουθες: 
Σημειωτέον ότι με το Ν. 4335/2015 καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 938, 960, 963, 999 και 1001 παρ.1 και αντικαθίστανται οι διατάξεις των άρθρων 908 παρ.1 (μόνο η παράγραφος αυτή), 909 (στο σύνολο), 912 παρ.1 (μόνο η παράγραφος αυτή), 913 παρ.1 (μόνο η παράγραφος αυτή), 914 (στο σύνολο), 917 (στο σύνολο), 924 (στο σύνολο), 933 (στο σύνολο), 934 (στο σύνολο), 937 παρ.1 και 3 (μόνο οι παράγραφοι αυτοί), 939 παρ.1 (μόνο η παράγραφος αυτή), 943 παρ.3 (μόνο η παράγραφος αυτή), 947 παρ.1 (μόνο η παράγραφος αυτή), 950 (στο σύνολο), 952 (στο σύνολο), 953 (στο σύνολο), 954 παρ.1, 2 και 4 (μόνο οι παράγραφοι αυτοί), 955 (στο σύνολο), 956 παρ.1 (μόνο η παράγραφος αυτή), 958 (στο σύνολο), 959 (στο σύνολο), 962 (στο σύνολο), 965 παρ.1, 2, 3, 4 και 5 (οι παράγραφοι αυτοί), 966 παρ.4 (μόνο η παράγραφος αυτή), 971 παρ.2 (μόνο η παράγραφος αυτή), 972 παρ.1 (μόνο η παράγραφος αυτή), 973 (στο σύνολο), 975 (στο σύνολο), 977 (στο σύνολο), 978 (στο σύνολο), 979 παρ.2 (μόνο η παράγραφος αυτή), 980 παρ.2 (μόνο η παράγραφος αυτή), 985 παρ.1 (μόνο η παράγραφος αυτή), 988 παρ.2 (μόνο η παράγραφος αυτή), 993 παρ.2 (μόνο η παράγραφος αυτή), 995 (στο σύνολο), 997 (στο σύνολο), 998 (στο σύνολο), 1000 (στο σύνολο), 1001 Α (στο σύνολο), 1009 (στο σύνολο), 1011 παρ.2 (μόνο η παράγραφος αυτή), 1012 (στο σύνολο), 1015 (στο σύνολο), 1021 (στο σύνολο), 1047 παρ.1 (μόνο η παράγραφος αυτή) και 1049 παρ.1 (μόνο η παράγραφος αυτή). Δεν θίγονται οι λοιπές παράγραφοι των άνω άρθρων όπως και τα άρθρα που δεν περιλαμβάνονται ανωτέρω.    
1) Διατάξεις περί προσωρινής εκτελεστότητας (άρθρα 907 έως 914 ΚΠολΔ):
Δεν επέρχονται ουσιώδεις τροποποιήσεις ούτε ως προς τις περιπτώσεις κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής ούτε ως προς τις προϋποθέσεις αναστολής της προσωρινής εκτελεστότητας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 912 ΚΠολΔ. Σημειώνεται, δε, ότι σε επίπεδο δικαστηριακής πρακτικής επί των σχετικών περί την προσωρινή εκτελεστότητα ζητημάτων δεν ανακύπτουν ιδιαίτερα νομικά ζητήματα. Επίσης, και στη νέα διάταξη του άρθρου 909 του νέου ΚΠολΔ επαναλαμβάνεται ότι προσωρινή εκτέλεση δεν μπορεί να διαταχθεί (περ.1) κατά του δημοσίου, των δήμων και των κοινοτήτων. Επισημαίνουμε, ωστόσο, ότι μέχρι σήμερα έχει κριθεί νομολογιακά ότι: Το αίτημα για την κήρυξη απόφασης κατά ΟΤΑ ως προσωρινώς εκτελεστής είναι νόμιμο στηριζόμενο στις διατάξεις του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 7 του π.δ. 166/ 2003 καθώς και σε εκείνες των άρθρων 904, 907, 908 ΚΠολΔ, διότι η διάταξη του άρθρου 909 § 1 ΚΠολΔ που απαγορεύει την προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και των ΟΤΑ θεωρείται καταργημένη, ως ευρισκόμενη σε αντίθεση με τις αρχές του κράτους δικαίου και της παροχής πλήρους, έγκαιρης και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, που θεμελιώνονται στις διατάξεις των άρθρων 20 § 1, 94 § 4, 95 § 5 Συντ, 6 § 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της, 2 § 3 και 14 § 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και ΠολιτικάΔικαιώματα (πρβλ. Εφ Αθ 6457/2011, ΕλλΔνη 2012, 1064, Πρακτικά 7ης Γεν.Συνεδρίασης της ΟλΕλΣυν της 12.3.2003, ΕΔΚΑ 2003.674, Απαλαγάκη  X., Διαδικαστικά ζητήματα από την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως κατά του Ελληνικού Δημοσίου, Δ 2004.773-774, Χρυσόγονος Κ., Η αναγκαστικήεκτέλεση κατά του Δημοσίου ή άλλου ΝΠΔΔ υπό την ισχύ του άρθρου 94 § 4Συντ, ΝοΒ 2003. 15,16, Σταμάτης Κ., Αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεως κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, ΝοΒ 2003. 3).

2) Α) Αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων – διαδικασία εκτελέσεως μέχρι τον πλειστηριασμό
Σχετικές είναι οι διατάξεις των νέων άρθρων 933, 934, 937 παρ.1 και 3 και 954 παρ.1, 2 και 4 ΚΠολΔ, ενώ η διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ (αναστολή εκτελεστικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό), πλέον, καταργείται.
Για να γίνει σαφής ο σκοπός του νομοθέτη μέσω των σχετικών τροποποιήσεων χρησιμοποιούμε το ακόλουθο συγκριτικό παράδειγμα λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της δικαστηριακής πρακτικής:
Βάσει των σχετικών περί την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας πριν την τροποποίηση του με το Ν. 4335/2015 η εκτελεστική διαδικασία (προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων) εξελισσόταν σε γενικές γραμμές ως εξής:
Έστω λ.χ. ότι ο εκτελεστός τίτλος είναι τελεσίδικη δικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Βάσει απογράφου της αποφάσεως αυτής κοινοποιείται στον οφειλέτη αντίγραφο του απογράφου με επιταγή λ.χ. προς πληρωμή ήτοι επιταγή προς καταβολή του ποσού, που επιδικάστηκε τελεσίδικα. Μετά παρέλευση τριών ημερών χωρίς να συμμορφωθεί ο οφειλέτης στην εκτέλεση της αποφάσεως (βλ. άρθρο 926 παρ.1 ΚΠολΔ) ακολουθεί κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων αυτού (κινητών ή ακινήτων), στην σχετική κατασχετήρια έκθεση καθορίζεται η τιμή της πρώτης προσφοράς του κατασχεθέντος (λ.χ. ακινήτου) και ορίζεται η ημερομηνία και ο τόπος του πλειστηριασμού (βλ. αναλυτικά άρθρ. 954 ΚΠολΔ), γίνεται ο πλειστηριασμός, συντάσσεται η έκθεση πλειστηριασμού και κατακύρωσης, ακολουθεί η διαδικασία των αναγγελιών (που με βάση τον προϊσχύοντα κώδικα πολιτικής δικονομίας οι αναγγελίες έπρεπε να επιδίδονται εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών το αργότερο από τον πλειστηριασμό) και διανέμεται το πλειστηρίασμα στους δανειστές σύμφωνα με το πίνακα κατάταξης (εφόσον το πλειστηρίασμα δεν επαρκεί για την ικανοποίηση όλων των δανειστών), τον οποίο συντάσσει ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος (συμβολαιογράφος). 
Ειδικότερα, κατά στάδια, η διαδικασία, πριν την τροποποίηση των σχετικών διατάξεων με το Ν. 4335/2015, είχε ως εξής:
α) Με βάση (στο ανωτέρω παράδειγμα) την ανωτέρω τελεσίδικη δικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και το σχετικό πιστοποιητικό, που εκδίδεται από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου από το οποίο προκύπτει ότι η απόφαση αυτή έχει καταστεί τελεσίδικη ζητείται η έκδοση σχετικού απογράφου της αποφάσεως. Στο πρωτότυπο της αποφάσεως (αυτό ισχύει για κάθε εκτελεστό τίτλο) και στην κεφαλίδα αυτής αναγράφεται η φράση ΄΄Στο όνομα του Ελληνικού Λαού΄΄ και στην τελευταία σελίδα (του πρωτοτύπου) αυτής (συνήθως με έντυπη σφραγίδα) η διαταγή προς όλα τα αρμόδια όργανα να εκτελέσουν τον τίτλο (συνήθως τίθεται η φράση ΄΄ εντέλλονται όλα τα αρμόδια όργανα να εκτελέσουν τον τίτλο΄΄ κλπ.). Τα δύο αυτά στοιχεία, ήτοι η αναγραφή της φράσης ΄΄Στο όνομα του Ελληνικού Λαού΄΄ και η διαταγή προς όλα τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας να εκτελέσουν τον τίτλο αποτελούν τον λεγόμενο εκτελεστήριο τύπο (βλ. αρθρ. 918 παρ.1 εδ. β΄ ΚΠολΔ) που περιέχεται στο πρωτότυπο της αποφάσεως (και εν γένει κάθε εκτελεστού τίτλου). Το απόγραφο είναι ουσιαστικά αντίγραφο του εκτελεστού τίτλου, που περιλαμβάνει τον ανωτέρω εκτελεστήριο τύπο. Η εκτέλεση επισπεύδεται βάσει αντιγράφου του απογράφου, που πρέπει να περιλαμβάνει και αυτό (το αντίγραφο του απογράφου δηλαδή) τον εκτελεστήριο τύπο. Η έλλειψη του εκτελεστήριου τύπου από τον εκτελεστό τίτλο ή από το αντίγραφο αυτού, συνιστά ακυρότητα της προδικασίας της εκτελέσεως, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή του στοιχείου της βλάβης (συνιστά δηλαδή ακυρότητα του άρθρου 159 παρ.1 ΚΠολΔ) καθόσον στη διάταξη του άρθρου 918 παρ.1 εδ. α΄ ΚΠολΔ ορίζεται ότι εκτέλεση μπορεί να γίνει μόνο βάσει αντιγράφου του εκτελεστού τίτλου, που περιλαμβάνει τον εκτελεστήριο τύπο. Σημειώνεται ότι ο εκτελεστήριος τύπος δίδεται από το δικαστή, που εξέδωσε την απόφαση κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 918 παρ.2 ΚΠολΔ.  
β) Ακολούθως, αντίγραφο του απογράφου με επιταγή προς πληρωμή (ή εκτέλεση) επιδίδεται σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση. Επομένως, μετά τη λήψη του απογράφου και για την περαιτέρω εγκυρότητα της προδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως απαιτείται: ι) σύνταξη επιταγής προς πληρωμή (όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις), η οποία (επιταγή προς πληρωμή) ως φέρουσα χαρακτήρα δικογράφου πρέπει να περιλαμβάνει τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολΔ και ενσωματώνεται συνήθως στο αντίγραφο του απογράφου αλλά μπορεί να δοθεί και χωριστά και ιι) επίδοση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση τόσο αντιγράφου του απογράφου, όσο και της επιταγής προς πληρωμή. Ουσιαστικά, σε γενικές γραμμές, η προδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως αφορά το στάδιο από τη λήψη του απογράφου μέχρι την πάροδο του τριημέρου από την επίδοση του αντιγράφου του απογράφου και της επιταγής προς πληρωμή (ή εκτέλεση), μετά το οποίο (τριήμερο) μπορεί να ξεκινήσει το κύριο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης (κατάσχεση κλπ.). Ακυρότητα της επιταγής και γενικότερα της προδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 159 παρ.1 ΚΠολΔ, δηλαδή χωρίς να απαιτείται επιπροσθέτως και η συνδρομή του στοιχείου της βλάβης, αποτελούν: η έλλειψη εκτελεστού τίτλου για την απαίτηση (πολύ σπάνια περίπτωση), η μη ισχύς του εκτελεστού τίτλου, η μη ύπαρξη απαίτησης βέβαιης και εκκαθαρισμένης από τον τίτλο, η μη πλήρωση αίρεσης ή η μη πάροδος προθεσμίας για την απαίτηση (όπου απαιτείται), η έλλειψη απογράφου ή η μη έγκυρη έκδοση του, η έλλειψη επίδοσης αντιγράφου από απόγραφο σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, η έλλειψη επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή, η έλλειψη της επίδοσης των νομιμοποιητικών για τους διαδόχους εγγράφων (925 ΚΠολΔ), η έλλειψη της επίδοσης των αποδεικτικών εγγράφων του άρθρου 915 προς εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και η μη τήρηση των προθεσμιών του άρθρου 926 ΚΠολΔ. Η έλλειψη οιουδήποτε εκ των ανωτέρω στοιχείων, ως προαναφέρθηκε, επιφέρει ακυρότητα της προδικασίας της εκτελέσεως χωρίς να απαιτείται η συνδρομή του στοιχείου της βλάβης (αρθρ. 159 παρ.1 ΚΠολΔ). Λοιπές δικονομικές ελλείψεις λ.χ. ως προς το εάν η επιταγή προς πληρωμή (προς εκτέλεση γενικότερα) περιέχει ή δεν περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολΔ  κλπ. στοιχειοθετούν συνήθως ακυρότητα εφόσον, όμως, συντρέχει και το στοιχείο της βλάβης (αρθρ. 159 παρ.3 ΚΠολΔ). Γενικώς, όταν για μια πράξη εκτελέσεως ή για μια πράξη της προδικασίας εκτελέσεως ορίζεται από το νόμο ότι η παράλειψη της ή οι περί αυτήν ελλείψεις επάγονται ακυρότητα ή όταν από το νόμο προκύπτει (όπως στην περίπτωση του απογράφου) ότι η διενέργεια της πράξης είναι αναγκαία για την περαιτέρω διαδικασία, στην περίπτωση αυτή οι σχετικές ελλείψεις επάγονται ακυρότητα του άρθρου 159 παρ.1 ΚΠολΔ (χωρίς να απαιτείται δηλαδή και η συνδρομή του στοιχείου της βλάβης), ενώ στις λοιπές περιπτώσεις λ.χ. του περιεχομένου της επιταγής πρόκειται περί ακυροτήτων για την κήρυξη των οποίων απαιτείται και η συνδρομή του στοιχείου της βλάβης. Συνήθως στις ανακοπές του άρθρου 933 ΚΠολΔ και κυρίως όταν πρόκειται περί τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων δεν προβάλλονται λόγοι, που αφορούν την εγκυρότητα του τίτλου και όταν με την ανακοπή ζητείται η ακύρωση της προδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως (προκειμένου να μην ακολουθήσει η κατάσχεση) αφορούν κυρίως στο περιεχόμενο της επιταγής προς εκτέλεση. Τα ανωτέρω αναφερόμενα (περί της προδικασίας της εκτελέσεως και των αναγκαίων πράξεων αυτής) ισχύουν και υπό το νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Ν. 4335/2015).
Το στάδιο λοιπόν αυτό (εγκυρότητας του εκτελεστού τίτλου ή της προδικασίας της εκτελέσεως) μπορούσε να προσβληθεί υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς (πριν το Ν. 4335/2015 δηλαδή) με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που πρέπει να ασκηθεί εντός 15 ημερών αφότου γίνει η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτελέσεως, η οποία αν πρόκειται για εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων είναι η σύνταξη έκθεσης για την κατάσχεση (αρθρ. 934 παρ.1α και 2 ΚΠολΔ). Η ανακοπή αυτή δύναται να ασκηθεί και προ πάσης ενάρξεως της προθεσμίας αυτής. Συγχρόνως, δε, στο στάδιο αυτό με την άσκηση της ανακοπής δύναται να ζητηθεί με την υποβολή σχετικής αιτήσεως, που δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (πάντοτε υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς) η αναστολή της εκτέλεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ, η οποία, σε περίπτωση, που γίνει δεκτή, αναστέλλεται η εκτέλεση και δεν δύναται να ακολουθήσει η κατάσχεση ή, εάν έχει γίνει κατάσχεση, ο πλειστηριασμός και η εν γένει περαιτέρω εκτελεστική διαδικασία. Αλλά και με την έκδοση αποφάσεως επί της ανακοπής, που ακυρώνει λ.χ. την πράξη της εκτελέσεως και βάσει της διατάξεως του άρθρου 937 παρ.1 περ. 3 ΚΠολΔ (υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς), που ορίζει ότι η προθεσμία και η άσκηση των ενδίκων μέσων δεν αναστέλλει την εκτέλεση της αποφάσεως, ήτοι δεν αναστέλλεται ουσιαστικά η ισχύς της αποφάσεως (που ακυρώνει την πράξη της εκτέλεσης όταν γίνεται δεκτή η ανακοπή) δεν δύναται να προχωρήσει η σχετική εκτελεστική διαδικασία, αφού ουσιαστικά δεν αναστέλλονται οι διαπλαστικές συνέπειες της ακυρωτικής αποφάσεως.  
γ) Ακολούθως (πάντοτε υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς), μετά την ολοκλήρωση της προδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και την πάροδο της προθεσμίας του άρθρου 926 ΚΠολΔ ακολουθεί επί εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων η κατάσχεση, για την οποία ο δικαστικός επιμελητής συντάσσει έκθεση στην οποία, μεταξύ άλλων, ορίζεται και η ημερομηνία του πλειστηριασμού. Τα σχετικά με την κατάσχεση ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 953 επ. ΚΠολΔ αναφορικά με τα κινητά και στις διατάξεις των άρθρων 992 επ. αναφορικά με τα ακίνητα. Και το στάδιο αυτό της εκτελέσεως δύναται να προσβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ.1 β ΚΠολΔ (όπως και οι λόγοι ανακοπής, που αφορούν την απαίτηση), ήτοι μέχρι την έναρξη της τελευταίας πράξεως εκτελέσεως, που επί εκτελέσεως για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης και ακολούθως να ζητηθεί, ως προαναφέρθηκε, η αναστολή της εκτέλεσης κατ΄ άρθρο 938 ΚΠολΔ και δη του πλειστηριασμού. 
δ) Ακολούθως (υπό το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς) μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού και την κατακύρωση δύναται να προσβληθεί η εγκυρότητα αυτών (ως τελευταίας πράξεως εκτελέσεως) επίσης με ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ.1 γ ΚΠολΔ (εντός έξι μηνών αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για την εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά και ενενήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης αν πρόκειται για ακίνητα). 
Υπό το νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Ν. 4335/2015) ο νομοθέτης, πλέον, ορίζει ότι στο πλαίσιο της εκτελεστικής διαδικασίας τα ζητήματα που αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, την προδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, την απαίτηση και τις πράξεις εκτελέσεως της κύριας εκτελεστικής διαδικασίας μέχρι τον πλειστηριασμό προτείνοται μέσα στην προθεσμία του νέου άρθρου 934 ΚΠολΔ, ενώ καταργείται η διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ (περί αναστολής εκτελέσεως στον πρώτο βαθμό). Καθιερώνονται δηλαδή δύο στάδια προβολής των λόγων ανακοπής, ένα πρώτο, που αφορά την εγκυρότητα των πράξεων εκτελέσεως (και της προδικασίας αυτής αλλά και την απαίτηση) μέχρι τον πλειστηριασμό, και ένα δεύτερο, που αφορά στην τελευταία πράξη εκτελέσεως καθ΄ εαυτή (πλειστηριασμό και κατακύρωση).Ειδικότερα: σύμφωνα με τη νέα διάταξη του άρθρου 954 παρ.2 ΚΠολΔ, μεταξύ των άλλων, στη σχετική έκθεση κατάσχεσης καθορίζεται η ημερομηνία του πλειστηριασμού, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά σε επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή (κατωτέρω θα εξηγηθούν οι λόγοι πρόβλεψης αυτών των χρονικών ορίων). Αν στο ανωτέρω παράδειγμα ασκηθούν περισσότερες ανακοπές (με χωριστά δικόγραφα) για την ακύρωση κατ΄ ιδίαν πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας ή της προδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, αλλά και για λόγους, που αφορούν την απαίτηση (για εν γένει δηλαδή ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση αποσπάσματος της κατασχετήριας εκθέσεως κατ΄ άρθρα 955 και 995) και μέσα στη νέα, πλέον, προθεσμία των 45 ημερών από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης (ή και προ πάσης ενάρξεως της προθεσμίας αυτής), αν δηλαδή ασκηθούν λ.χ. μία ανακοπή κατά της επιταγής προς πληρωμή, μία δεύτερη ανακοπή κατά της κατάσχεσης για λόγους λ.χ. ακυρότητας ως προς τη διαδικασία κατασχέσεως και μία τρίτη ανακοπή (κατά της κατάσχεσης) για λόγους, που αφορούν λ.χ. την απαίτηση, οι ανακοπές αυτές σύμφωνα με τη νέα διάταξη του άρθρου 933 παρ.1 εδ. β΄ ΚΠολΔ προσδιορίζονται με την επιμέλεια της γραμματείας και συνεκδικάζονται στην ίδια δικάσιμο, ενώ πρόσθετοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται στον αντίδικο τουλάχιστον οκτώ (8) ημέρες πριν από τη συζήτηση, ενώ στα πλαίσια άσκησης των ανακοπών αυτών στον πρώτο βαθμό δεν προβλέπεται δυνατότητα υποβολής αιτήσεως αναστολής της εκτέλεσης διότι η διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ, ως προαναφέρθηκε, καταργείται. Καταργείται δηλαδή πλέον η διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ στον πρώτο βαθμό και μεταφέρεται, πλέον, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δεδομένου ότι η αναστολή εκτελέσεως συνέχεται άμεσα με το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας, που κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ.1 Σ) και δεν νοείται η πλήρης κατάργηση αυτής. Σημειώνεται, δε, ότι ενόψει της διατάξεως του άρθρου 935 ΚΠολΔ, οι άνω νέες ρυθμίσεις (ειδικώς ως προς την προβολή πρόσθετων λόγων ανακοπής) θα δημιουργήσουν ερμηνευτικά ζητήματα. 
Τι σημαίνουν αυτές οι διατάξεις πρακτικά και σε τι στοχεύει ο νομοθέτης του Ν. 4335/2015:
Έστω ότι στο άνω παράδειγμα αντίγραφο του απογράφου με επιταγή προς πληρωμή του ποσού, που επιδικάζεται με την τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (το αυτό ισχύει για κάθε περίπτωση εκτελεστού τίτλου) επιδίδεται στον καθ΄ ου η εκτέλεση οφειλέτη στις 24 Σεπτεμβρίου 2016. Ο οφειλέτης ασκεί ανακοπή κατά της επιταγής (λ.χ. προ πάσης ενάρξεως της προθεσμίας των 45 ημερών του νέου άρθρου 934 περ.α ΚΠολΔ) έστω στις 25-9-2016, η οποία (ανακοπή) σύμφωνα με τη νέα διάταξη του άρθρου 933 παρ.2 ΚΠολΔ προσδιορίζεται υποχρεωτικά για συζήτηση μέσα σε εξήντα ημέρες, έστω, στο άνω παράδειγμα, στις 25 Νοεμβρίου 2016.Μετά παρέλευση τριών ημερών από τις 25-9-2016 (χρόνο επίδοσης δηλαδή της επιταγής) ο οφειλέτης δεν καταβάλλει. Ακολουθεί η κατάσχεση, η οποία περατώνεται λ.χ. στις 30 Σεπτεμβρίου 2016 και επομένως η προθεσμία προς άσκηση ανακοπής του πρώτου σταδίου λήγει στις 14 Νοεμβρίου 2016, ενώ συγχρόνως, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, στη σχετική έκθεση κατάσχεσης ορίζεται ημερομηνία πλειστηριασμού η 10 Μαΐου 2017 (έστω δηλαδή 7 μήνες και 10 ημέρες μετά την περάτωση της κατάσχεσης). Ασκείται δεύτερη ανακοπή (λ.χ. κατά της κατάσχεσης) στις 10 Νοεμβρίου 2016 και προσδιορίζεται δικάσιμος για συζήτηση αυτής (εντός του 60ημέρου) η 10 Ιανουαρίου 2017. Στη δικάσιμο αυτή (10 Ιανουαρίου 2017) θα πρέπει να συνεκδικαστούν οι ανωτέρω δύο ανακοπές με ήδη ορισθέντα πλειστηριασμό την 10 Μαΐου 2017 χωρίς αυτός να μπορεί να ανασταλεί στον πρώτο βαθμό δεδομένου ότι, ως προαναφέρθηκε, καταργείται η διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ. Ουσιαστικά, δηλαδή, μέχρι τον πλειστηριασμό και μάλιστα σε ένα εύλογο χρόνο πριν από τον πλειστηριασμό για τους λόγους, που θα αναφερθούν, θα πρέπει να έχει έκδοθεί απόφαση σε πρώτο βαθμό, διότι: εάν μεν, γενομένης δεκτής της ανακοπής, η πράξη εκτελέσεως ακυρωθεί, δεν θα μπορεί να γίνει ο πλειστηριασμός, εάν, δε, απορριφθεί η ανακοπή, το μοναδικό ένδικο βοήθημα που απομένει στον οφειλέτη θα είναι η αίτηση αναστολής εκτελέσεως ενώπιον του δευτεροβάθμιου, πλέον, Δικαστηρίου, που πρέπει να ασκηθεί πέντε ημέρες πριν τον πλειστηριασμό (νέο άρθρο 937 παρ.1 περ. β εδ. ε΄ ΚΠολΔ)  ενόψει ασκήσεως σχετικής εφέσεως και το δευτεροβάθμιο, πλέον, Δικαστήριο θα πρέπει να εκδώσει ουσιαστικά απόφαση επί της αιτήσεως αναστολής του πλειστηριασμού, που επίκειται, μέχρι τη Δευτέρα πριν τον πλειστηριασμό, εφόσον πιθανολογήσει την ευδοκίμηση της έφεσης, ήτοι σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Για το λόγο αυτό θεωρούμε ότι στο αρχικό σχέδιο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και για τους λόγους που προαναφέρθηκαν είχε προβλεφθεί ότι η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ θα δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, στην οποία περιλαμβάνεται και η διάταξη του άρθρου 691 παρ.5 εδ.β΄ ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις εκδίδονται με συνοπτική αιτιολογία. Εκτιμούμε, δηλαδή ότι η ανακοπή κατά της εκτέλεσης θα αποκτήσει, στην πράξη, λόγω του επείγοντος χαρακτήρα, που θα έχει, ενόψει του πλειστηριασμού, που θα επίκειται και η ημερομηνία του οποίου δεν θα δύναται πλέον να μεταβληθεί, χαρακτήρα της μέχρι την ισχύ του νέου ΚΠολΔ αναστολής του άρθρου 938. Τέλος, σύμφωνα με τη νέα διάταξη του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ η απόφαση, που διορθώνει την τιμή πρώτης προσφοράς δεν μεταβάλλει, επίσης, την ημερομηνία του αρχικού πλειστηριασμού (στο ανωτέρω παράδειγμα την 10 Μαΐου 2017) γι αυτό και ο νομοθέτης όρισε νέες προθεσμίες τόσο για την κατάθεση της αιτήσεως (20 ημέρες πριν τον πλειστηριασμό) όσο και για την υποχρέωση έκδοσης απόφασης (10 ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό) ώστε εντός του διαστήματος, που θα μεσολαβεί από την έκδοση της αποφάσεως μέχρι τον πλειστηριασμό (των 10 ημερών δηλαδή) να γίνονται και οι σχετικές δημοσιεύσεις περί της νέας τιμής της πρώτης προσφοράς με την ημερομηνία του πλειστηριασμού να παραμένει αμετάβλητη (προβλέπεται ειδικώς στη νέα διάταξη του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ η ανάρτηση της αποφάσεως με επιμέλεια της γραμματείας στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων). Ουσιαστικά, δηλαδή, και σε περίπτωση απόρριψης της ανακοπής και άσκησης εφέσεως από τον καθ΄ ου οφειλέτη, η αναστολή (του πλειστηριασμού, ουσιαστικά, που επίκειται) θα μπορεί πλέον να ζητηθεί μόνο από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στο οποίο μεταφέρεται ο όγκος των αιτημάτων αναστολών (και των αντίστοιχων αιτημάτωνπροσωρινών διαταγών), που εκδικάζονται σήμερα στον πρώτο βαθμό με ότι αυτό συνεπάγεται δεδομένου μάλιστα ότι, ως προαναφέρθηκε, η αίτηση αναστολής του άρθρου 938 ΚΠολΔ εμπίπτει στο πεδίο της παροχής έννομης προστασίας και δεν δύναται να καταργηθεί ως ένδικο βοήθημα. Όπως, προαναφέρθηκε, δημιουργούνται ασφυκτικές προθεσμίες και για τον Δικαστή, που θα εκδώσει την απόφαση επί της ανακοπής λόγω του ότι θα επίκειται πλειστηριασμός, χωρίς μάλιστα να υπολογίζεται και ο χρόνος, που χάνεται από μία ενδεχόμενη αναβολή της υποθέσεως κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, αλλά και μετέπειτα για τους διαδίκους αφού ο ενδεχόμενα ηττηθείς οφειλέτης στο μικρό συνήθως μεσοδιάστημα, που θα απομένει, μεταξύ εκδόσεως της αποφάσεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και του πλειστηριασμού, θα πρέπει να ασκήσει έφεση και ενόψει ασκήσεως εφέσεως να ζητήσει την αναστολή. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι ο όγκος σήμερα των σχετικών ανακοπών είναι εξαιρετικά μεγάλος με αποτέλεσμα να υπάρχει ο κίνδυνος να καταστεί ανέφικτη η εκδίκαση του όγκου αυτού των ανακοπών πριν από τον πλειστηριασμό, με αποτέλεσμα την απώλεια καταρχήν του ενδίκου βοηθήματος της αναστολής στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και με περαιτέρω ενδεχόμενο την άσκηση αιτήσεων επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση για αναστολή πλειστηριασμού, που θα έχει ήδη γίνει. Το πρόβλημα, δε, επιτείνεται ακόμη περισσότερο αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στα Δικαστήρια εκκρεμεί, ήδη, προς εκδίκαση μεγάλος όγκος ανακοπών κατά εκτελεστικών διαδικασιών, που διενεργήθηκαν υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, ενώ παράλληλα ήδη και αναφορικά με τις εκτελεστικές διαδικασίες, που διενεργούνται μετά την 1-1-2016 έχει αρχίσει να τρέχει η εκδίκαση των νέων ανακοπών σε νέα πινάκια με την τήρηση της νέας προθεσμίας  προσδιορισμού συζήτησης (εντός των 60 ημερών από την κατάθεση της ανακοπής αφού δεν προβλέπεται, πλέον, η αναστολή του άρθρου 938 ΚΠολΔ στον πρώτο βαθμό και θα επίκειται ανά πάσα στιγμή η ακώλυτη συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας και ο καθορισμός ημερομηνίας πλειστηριασμού, η οποία ημερομηνία δεν δύναται να μεταβληθεί ούτε με την ανακοπή του άρθρου 954 παρ.4 ΚΠολΔ)Ενόψει της έναρξης του νέου δικαστικού έτους οφείλουμε να επισημάνουμε τα σχετικά ανωτέρω ζητήματα.  
Ακολούθως, δε, το διαδικαστικό στάδιο μετά τον πλειστηριασμό θα αποτελεί ουσιαστικά ένα δεύτερο στάδιο και αφού προγουμένως θα έχει ολοκληρωθεί το πρώτο.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 Ν. 4335/2015 οι διατάξεις των άρθρων 933, 934, 937 παρ.1 και 3 (η διάταξη του άρθρου 938 καταργείται), 939 παρ.1 και 954 παρ.1, 2 και 4 ΚΠολΔ αντικαθίστανται ως εξής (με έντονη υπογράμμιση επισημαίνονται οι σχετικές τροποποιήσεις):

Άρθρο 933
1. Αντιρρήσεις εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον και αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση ασκούνται μόνο με ανακοπή, που εισάγεται στο ειρηνοδικείο, αν ο εκτελεστός τίτλος έχει εκδοθεί από το δικαστήριο αυτό, και στο μονομελές πρωτοδικείο σε κάθε άλλη περίπτωση. Αν ασκηθούν περισσότερες ανακοπές με χωριστά δικόγραφα, με επιμέλεια της γραμματείας προσδιορίζονται και εκδικάζονται όλες υποχρεωτικά στην ίδια δικάσιμο. Πρόσθετοι λόγοι ανακοπής μπορούν να προταθούν μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση.
2. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεσή της και η κλήτευση του καθ’ ου η ανακοπή γίνεται είκοσι (20) ημέρες πριν από τη συζήτηση.
3. Αρμόδιο κατά τόπο είναι το δικαστήριο της περιφέρειας του τόπου της εκτέλεσης, εφόσον μετά την επίδοση της επιταγής ακολούθησαν και άλλες πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλιώς αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 584.
4. Αν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες στην έκταση που ισχύει το δεδικασμένο σύμφωνα, με τα άρθρα 330 και 633 παράγραφος 2 εδάφιο γ`, αντίστοιχα.
5. Οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται μόνο με έγγραφα ή με δικαστική ομολογία.
6. Η απόφαση επί της ανακοπής εκδίδεται υποχρεωτικά μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τη συζήτησή της.

Άρθρο 934

1. Ανακοπή σύμφωνα με το άρθρο 933 είναι παραδεκτή:
α) Αν αφορά ελαττώματα από τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση μέχρι και τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης κατά τα άρθρα 955 και 995 ή την απαίτηση ή σε περίπτωση κατάσχεσης στα χέρια τρίτου μέχρι και την επίδοση του κατασχετήριου εγγράφου στον καθ’ ου, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την ημέρα της κατάσχεσης. Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης, η ανακοπή κατά της επιταγής προς εκτέλεση ασκείται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την επίδοση της επιταγής.
β) Αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης της εκτέλεσης, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά, και εξήντα (60) ημέρες αφότου μεταγράφει η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, αν πρόκειται για ακίνητα.
2. Αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, τελευταία πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης.

Άρθρο 937
1. Στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση:
α) έχει δικαίωμα να παρέμβει κάθε δανειστής εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση.
β) Σε περίπτωση εκτέλεσης που στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ή διαταγή πληρωμής, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση μόνο έφεσης. Στις λοιπές περιπτώσεις των εκτελεστών τίτλων του άρθρου 904 παράγραφος 2, κατά της απόφασης που εκδίδεται επί της ανακοπής επιτρέπεται η άσκηση όλων των ένδικων μέσων πλην της ανακοπής ερημοδικίας. Στις περιπτώσεις των προηγούμενων εδαφίων, η άσκηση ένδικου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός αν το δικαστήριο του ένδικου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται και αυτοτελώς, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή, με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ένδικου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Ειδικά, όταν ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού, αυτή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00` το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού.
γ) Σε περίπτωση άμεσης εκτέλεσης το δικαστήριο στο οποίο εκκρεμεί ανακοπή, μπορεί μετά από αίτηση του ανακόπτοντος, που δικάζει με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης με παροχή ή και χωρίς παροχή εγγύησης.
3. Στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση των ανακοπών εφαρμόζονται οι διατάξεις της διαδικασίας των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ.

Άρθρο 939
1. Η απόφαση που διατάζει να ανασταλεί η αναγκαστική εκτέλεση ή απόσπασμά της γνωστοποιείται στα εκτελεστικά όργανα με επιμέλεια των διαδίκων ή της γραμματείας του δικαστηρίου. Σε επείγουσες περιπτώσεις η γνωστοποίηση μπορεί να γίνει από το δικαστήριο με υπηρεσιακό τηλεγράφημα, με ηλεκτρονικά μέσα ή προφορικά, αφού το όργανο της εκτέλεσης κληθεί να παρουσιαστεί στο δικαστήριο για να του γίνει η γνωστοποίηση και αυτό βεβαιωθεί με απλή σημείωση επάνω στην απόφαση της αναστολής.

Άρθρο 954
1. Η κατάσχεση, με την επιφύλαξη του άρθρου 956 παράγραφος 1 εδάφιο γ`, γίνεται με την αφαίρεση του πράγματος από το δικαστικό επιμελητή και συντάσσεται σχετική έκθεση μπροστά σε ενήλικο μάρτυρα. Το κατασχεμένο το εκτιμά ο δικαστικός επιμελητής ή ο πραγματογνώμονας που ο επιμελητής προσλαμβάνει κατά την κρίση του για αυτό το σκοπό.
2. Η κατασχετήρια έκθεση πρέπει να περιέχει, εκτός από τα ουσιώδη που απαιτούνται από το άρθρο 117 και
α) ακριβή περιγραφή του κατασχεμένου πράγματος, ώστε να μη γεννιέται αμφιβολία για την ταυτότητά του, β) αναφορά της εκτίμησης του κατασχεμένου που έκανε ο δικαστικός επιμελητής ή ο πραγματογνώμονας, γ) τιμή πρώτης προσφοράς που πρέπει να είναι τουλάχιστον τα δύο τρίτα της αξίας, στην οποία εκτιμήθηκε το κατασχεμένο, δ) αναφορά του εκτελεστού τίτλου στον οποίο βασίζεται η εκτέλεση, της επιταγής που επιδόθηκε στον οφειλέτη και του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, ε) αναφορά της ημέρας του πλειστηριασμού, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά επτά (7) μήνες από την ημέρα περάτωσης της κατάσχεσης και όχι πάντως μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την ημέρα αυτή, του τόπου του πλειστηριασμού, καθώς και του ονόματος του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Στην έκθεση αναφέρονται επίσης οι όροι που τυχόν έθεσε, σχετικά με τον πλειστηριασμό, ο υπέρ ου η εκτέλεση με την κατά το άρθρο 927 εντολή.
4. Ύστερα από ανακοπή του επισπεύδοντος ή του καθ’ ου η εκτέλεση ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον, το αρμόδιο κατά το άρθρο 933 δικαστήριο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί να διατάξει τη διόρθωση της έκθεσης, ιδίως ως προς την περιγραφή του κατασχεθέντος, την εκτίμηση και την τιμή πρώτης προσφοράς. Η ανακοπή είναι απαράδεκτη αν δεν κατατεθεί το αργότερο είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12:00` το μεσημέρι της δέκατης πριν από τον πλειστηριασμό ημέρας και αναρτάται την ίδια ημέρα με επιμέλεια της γραμματείας στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων.
Η διάταξη του άρθρου 954 παρ.1 εδ. β΄και 2 έως 4 ΚΠολΔ εφαρμόζονται αναλόγως και επί κατασχέσεως ακινήτων σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 993 ΚΠολΔ



Περαιτέρω, σημαντικές καινοτομίες, που επέρχονται με τις νέες διατάξεις αποτελούνα) η πρόβλεψη της δυνατότητας των πολλαπλών κατασχέσεων επί του ιδίου κινητού ή ακινήτου, που σημαίνει ότι θα δύνανται να συνυπάρχουν δύο διαφορετικές εκτελεστικές διαδικασίες επί του ιδίου λ.χ. ακινήτου και β) ως τιμή πρώτης προσφοράς ορίζεται η εμπορική αξία, πλέον, του ακινήτου και επομένως δύναται να ορισθεί και αξία κατώτερη της αντικειμενικής στις περιπτώσεις, που η εμπορική αξία του ακινήτου υπολείπεται αυτής (της αντικειμενικής δηλαδή), ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις, που ίσχυαν πριν, η τιμή πρώτης προσφοράς δεν ήταν δυνατόν να υπολείπεται της αντικειμενικής αξίας και δεν μπορούσε επομένως να ορισθεί τιμή πρώτης προσφοράς κατώτερη αυτής (της αντικειμενικής). Τέλος, σύμφωνα με τη νέα διάταξη του άρθρου 972 ΚΠολΔ οι αναγγελίες επιδίδονται πριν από τον πλειστηριασμό και συγκεκριμένα πέντε (5) ημέρες το αργότερο πριν από αυτόν.
Οι λοιπές επιμέρους τροποποιήσεις στο δίκαιο εν γένει της διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως (άρθρα 924, 953, 955, 956 παρ.1, 958, 959, 962, 965 παρ.1,2,3,4 και 5, 966 παρ.4, 993, 995, 997, 998, 1000, 1001 Α, 1009ΚΠολΔ)  είναι οι ακόλουθες (με την έντονη επισήμανση):
Άρθρο 924
Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση και στην περίπτωση του άρθρου 915 και αντιγράφου του αποδεικτικού εγγράφου που αναφέρεται στο άρθρο αυτό. Η επιταγή γράφεται κάτω από το αντίγραφο του απογράφου και πρέπει να ορίζει με ακρίβεια την απαίτηση. Όποιος επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση, έχει υποχρέωση να διορίσει, με την επιταγή που κοινοποιείται σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση, αντίκλητο που να κατοικεί στην περιφέρεια του πρωτοδικείου (αντί μέχρι τώρα ειρηνοδικείου) του τόπου της εκτέλεσης, διαφορετικά αντίκλητος θεωρείται ο πληρεξούσιος δικηγόρος που υπογράφει την επιταγή. Στον αντίκλητο μπορούν να γίνουν όλες οι επιδόσεις και οι προσφορές που αφορούν την εκτέλεση.

Άρθρο 953
1. Κατάσχεση μπορεί να γίνει στα κινητά πράγματα που βρίσκονται στα χέρια του οφειλέτη, καθώς και στα χέρια μεσεγγυούχου κατά την έννοια του άρθρου 956 παράγραφος 1 ως συνέπεια προηγούμενης κατάσχεσης(ενόψει των πολλαπλών κατασχέσεων στη νέα διάταξη του άρθρου 958 παρ.2 ΚΠολΔ).
2. Οι διατάξεις για την κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη εφαρμόζονται και
α) όταν κινητά πράγματα του οφειλέτη βρίσκονται στα χέρια του δανειστή ή τρίτου πρόθυμου να τα αποδώσει,
β) όταν κατάσχεται εμπράγματο δικαίωμα του οφειλέτη επάνω σε ξένο κινητό πράγμα,
γ) όταν πρόκειται για κινητά πράγματα που είχαν μεταβιβαστεί από τον οφειλέτη σε τρίτο, εφόσον η κατάσχεση επιβάλλεται από δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της μεταβίβασης ως καταδολιευτικής κατά τα άρθρα 939 επ. του Αστικού Κώδικα.
3. Εξαιρούνται από την κατάσχεση τα πράγματα που είναι απολύτως απαραίτητα για τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του και, προκειμένου για πρόσωπα που με την προσωπική τους εργασία αποκτούν όσα τους χρειάζονται για να ζήσουν, τα πράγματα, τα οποία είναι απαραίτητα για την εργασία τους (ευρεία διατύπωση των ακατάσχετων).
4. Αν τα κατασχεμένα πράγματα είναι ασφαλισμένα η κατάσχεση ισχύει και για την αποζημίωση που οφείλεται από την ασφάλιση.

Άρθρο 955
1 (επί ποινή ακυρότητας της κατασχέσεως χωρίς τη συνδρομή βλάβης)Αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης (όχι της περίληψης η οποία πλέον καταργείται) επιδίδεται μόλις περατωθεί η κατάσχεση στον καθ’ ου η εκτέλεση, αν ήταν παρών, και, αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο επιμελητής συντάσσει έκθεση για την άρνησή του. Αν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου, η επίδοση γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που περατώθηκε η κατάσχεση, εφόσον εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την περάτωση της κατάσχεσης. Μέσα στην ίδια πενθήμερη προθεσμία η έκθεση επιδίδεται στον γραμματέα του ειρηνοδικείου του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση, ο οποίος οφείλει να την καταχωρίσει σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο εκείνων κατά των οποίων γίνεται η κατάσχεση. Η παράλειψη των διατυπώσεων αυτών επιφέρει ακυρότητα της κατάσχεσης.
2 (επί ποινή ακυρότητας του πλειστηριασμού χωρίς τη συνδρομή βλάβης)Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει, μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα της περάτωσης της κατάσχεσης, να καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τον εκτελεστό τίτλο, την έκθεση επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, την κατασχετήρια έκθεση και τις εκθέσεις επίδοσής της στον οφειλέτη και τον γραμματέα του ειρηνοδικείου και, στην περίπτωση του άρθρου 956 παράγραφος 3, και το γραμμάτιο της δημόσιας κατάθεσης, ο οποίος συντάσσει έκθεση για όλα αυτά. Απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, που περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ’ ου η εκτέλεση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου αυτών και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, περιγραφή των κατασχεθέντων κινητών, την τιμή της πρώτης προσφοράς, του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού που θέτει τυχόν ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν στο δικαστικό επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927, το όνομα και τη διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, εκδίδεται από το δικαστικό επιμελητή και δημοσιεύεται με επιμέλειά του μέχρι τη δέκατη ημέρα από την κατάσχεση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηρια-σμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων. Το απόσπασμα αυτό επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία στον ενεχυρούχο δανειστή, εφόσον το ενέχυρο είναι γραμμένο σε δημόσιο βιβλίο. Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των προηγούμενων εδαφίων, διαφορετικά είναι άκυρος.

Άρθρο 956
1. Ο δικαστικός επιμελητής παραδίδει τα κατασχεμένα πράγματα για φύλαξη σε μεσεγγυούχο. Μεσεγγυούχος μπορεί να οριστεί εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση, αν συναινεί εκείνος κατά του οποίου στρέφεται ή και εκείνος κατά του οποίου στρέφεται, αν συναινεί εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση. Η ιδιότητα του κατά το προηγούμενο εδάφιο μεσεγγυούχου διατηρείται και για τις κατασχέσεις που ενδεχομένως θα ακολουθήσουν.

Άρθρο 958
1. Αφότου γίνει η επίδοση αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης κατά το άρθρο 955 παράγραφος 1, απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση και των δανειστών που αναγγέλθηκαν η διάθεση του κατασχεμένου από εκείνον κατά του οποίου έγινε η κατάσχεση.
2. Η αναγκαστική κατάσχεση κινητών πραγμάτων δεν εμποδίζει την κατάσχεσή τους και από άλλο δανειστή. Κάθε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης διενεργείται ξεχωριστά και δεν επηρεάζει η μια την άλλη. Δεν επιτρέπεται η αναζήτηση των εξόδων της εκτέλεσης που προκατέβαλε εκείνος ο δανειστής, η εκτέλεση του οποίου δεν περατώθηκε.


Με την νέα διάταξη του άρθρου 958 παρ.2 ΚΠολΔ, ως προαναφέρθηκε, προβλέπεται πλέον η δυνατότητα των πολλαπλών κατασχέσεων επί των ιδίων κινητών πραγμάτων στα οποία έχει επιβληθεί ήδη κατάσχεση. Ανάλογη ρύθμιση (περί δυνατότητας πολλαπλών κατασχέσεων) προβλέπεται και για τα ακίνητα στη νέα διάταξη του άρθρου 997 παρ.5 ΚΠολΔ. Οι διαφορετικές διαδικασίες διενεργούνται ξεχωριστά. Από πρώτη άποψη διαφαίνεται ότι αυτός που θα υπερθεματίσει και μεταγράψει πρώτος την περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης καθίσταται κύριος λ.χ. του εκπλειστηριαζόμενου ακινήτου. Ωστόσο, όμως, θα ανακύψουν σοβαρά ερμηνευτικά ζητήματα, για παράδειγμα: έστω ότι σε δύο χωριστές εκτελεστικές διαδικασίες επί του ιδίου λ.χ. ακινήτου στην πρώτη από αυτές ο πλειστηριασμός αναστέλλεται, στο τέλος, δε, η ασκηθείσα ανακοπή κατά της εκτέλεσης απορρίπτεται τελεσίδικα, που σημαίνει ότι ο πλειστηριασμός μπορεί να προχωρήσει. Έστω, όμως, ότι συγχρόνως έχει ολοκληρωθεί ο δεύτερος πλειστηριασμός στα πλαίσια της δεύτερης εκτελεστικής διαδικασίας επί του ιδίου ακινήτου, η οποία δεν ανεστάλη. Εάν δεν μεσολαβούσε η αναστολή της πρώτης εκτελεστικής διαδικασίας υπήρχε το ενδεχόμενο να ολοκληρωθεί χρονικά προγενέστερα η πρώτη εκτελεστική διαδικασία. Τι θα ισχύσει σε μια τέτοια περίπτωση; Περαιτέρω, ο δανειστής του οποίου η εκτέλεση δεν περατώθηκε δεν δύναται να αναζητήσει τα έξοδα. 

Άρθρο 959 (υπάρχει αναρίθμηση της διαδικασίας πλειστηριασμού σε χωριστές παραγράφους)
1. Τα κατασχεμένα πράγματα πλειστηριάζονται δημόσια ενώπιον συμβολαιογράφου της περιφέρειας του τόπου όπου έγινε η κατάσχεση, ο οποίος ορίστηκε για τον πλειστηριασμό. Ο πλειστηριασμός διενεργείται ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου που ορίστηκε αρχικά και στην περίπτωση πολλαπλών κατασχέσεων. Ο πλειστηριασμός γίνεται με την υποβολή γραπτών και ενσφράγιστων προσφορών και στη συνέχεια διαδοχικών προφορικών προσφορών κατά την παράγραφο 4. Κατά την έναρξη του πλειστηριασμού όλοι οι υποψήφιοι πλειοδότες οφείλουν με δήλωση προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, να διορίσουν αντίκλητο στην περιφέρεια του πρωτοδικείου του τόπου του πλειστηριασμού, στον οποίο μπορούν να γίνονται όλες οι επιδόσεις που αφορούν την εκτέλεση.
2. Ο πλειστηριασμός γίνεται στο κατάστημα του ειρηνοδικείου στην περιφέρεια του οποίου έγινε η κατάσχεση, εργάσιμη ημέρα Τετάρτη. Αν τα κατασχεμένα πράγματα βρίσκονται στην περιφέρεια περισσότερων ειρηνοδικείων, ο πλειστηριασμός γίνεται στο κατάστημα του ειρηνοδικείου, που ορίζει ο δικαστικός επιμελητής με την κατασχετήρια έκθεση. Αν ο πλειστηριασμός αφορά κινητά πράγματα ο πλειστηριασμός μπορεί να γίνει, κατά την κρίση του δικαστικού επιμελητή είτε στο ειρηνοδικείο του τόπου της εκτέλεσης είτε στον τόπο της κατάσχεσης είτε στον τόπο που φυλάσσονται τα πράγματα.
3. Οι γραπτές και ενσφράγιστες προσφορές, με ποινή ακυρότητας, δεν πρέπει να περιλαμβάνουν αίρεση ή όρο, είναι ανέκκλητες και υποβάλλονται, μαζί με την εγγύηση του άρθρου 965 παράγραφος 1 και το τυχόν πληρεξούσιο του άρθρου 1003 παράγραφος 2, στον υπάλληλο του πλειστηριασμού είτε στο γραφείο του την αμέσως προηγούμενη εργάσιμη ημέρα του πλειστηριασμού κατά τις ώρες 10 το πρωί έως 2 το απόγευμα, με σύνταξη σχετικής πράξης είτε την ημέρα του πλειστηριασμού στον τόπο του από τις 4 έως τις 5 το απόγευμα, οπότε καταχωρίζονται στην έκθεση του πλειστηριασμού. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει κατά την έναρξη του πλειστηριασμού να καταχωρίσει στην έκθεσή του τα στοιχεία ταυτότητας των πλειοδοτών, που έχουν ήδη καταθέσει προσφορές, και τις εγγυήσεις τους. Στις 5 το απόγευμα και εφόσον δεν υπάρχει άλλος πλειοδότης, ο οποίος αναμένει να καταθέσει προσφορά, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού κηρύσσει περαιωμένη τη διαδικασία συγκέντρωσης των προσφορών και αμέσως μετά προβαίνει δημόσια στην αποσφράγισή τους, καταχωρίζοντας το περιεχόμενό τους στην έκθεσή του.
4. Αν υποβλήθηκε μία μόνο γραπτή προσφορά, τα πράγματα που πλειστηριάζονται κατακυρώνονται στο μοναδικό πλειοδότη, ακόμα και αν δεν παρευρίσκεται στον τόπο του πλειστηριασμού. Αν υποβλήθηκαν δύο ή περισσότερες γραπτές προσφορές, τα πράγματα που πλειστηριάζονται κατακυρώνονται σε εκείνον που προσφέρει τη μεγαλύτερη προσφορά. Αν οι περισσότερες αυτές προσφορές είναι ίσες, τότε η διαδικασία συνεχίζεται με την υποβολή προφορικών προσφορών προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
5. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μετά την ολοκλήρωση των προφορικών προσφορών προβαίνει στην κατακύρωση, αφού προηγουμένως προσκαλέσει τρεις φορές για μεγαλύτερη προφορική προσφορά. Σε περίπτωση ίσων γραπτών προσφορών με τη μεγαλύτερη τιμή, χωρίς να υποβληθεί προφορική προσφορά, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού διενεργεί αμέσως κλήρωση, από την οποία αναδεικνύεται ο υπερθεματιστής.
6. Με ανακοπή, εκείνου υπέρ του οποίου έγινε ή εκείνου κατά του οποίου έχει στραφεί η εκτέλεση ή δανειστή που έχει αναγγελθεί που δικάζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., το αρμόδιο δικαστήριο μπορεί να ορίσει άλλο τόπο πλειστηριασμού και να ορίσει συγχρόνως και τον υπάλληλο του πλειστηριασμού, αν ο τόπος του πλειστηριασμού βρίσκεται έξω από την περιφέρεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού που είχε οριστεί αρχικά, ενώ κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι ορισμοί του άρθρου 954 παράγραφος 4.
7. Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει από 1 έως 31 Αυγούστου, εκτός αν πρόκειται για πράγματα που μπορούν να υποστούν φθορά.

Άρθρο 960: Καταργείται η διάταξη περί σύνταξης περίληψης κατασχετήριας εκθέσεως
Άρθρο 963: Καταργείται η διάταξη περί κήρυξης του πλειστηριασμού από κήρυκα (αποτελούσε σε πολλές περιπτώσεις λόγο ανακοπών)
Άρθρο 962
Αν τα κατασχεμένα πράγματα μπορεί, κατά την κρίση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, να υποστούν φθορά, πλειστηριάζονται αμέσως(παραλείπεται η κήρυξη με κήρυκα). Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού μπορεί να προβεί σε κάθε κατάλληλη ενέργεια για την εξασφάλιση δημοσιότητας. Αν διαφωνήσει εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται ή εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, αποφασίζει το ειρηνοδικείο του τόπου της εκτέλεσης, που δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ..

Άρθρο 965
1. Η πλειοδοσία αρχίζει με βάση την τιμή της πρώτης προσφοράς. Δεν μπορούν να πλειοδοτήσουν ο οφειλέτης, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και οι υπάλληλοί του. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει, αν προβληθεί αντίρρηση από τον επισπεύδοντα ή τον καθ’ ου η εκτέλεση ή από οποιονδήποτε πλειοδότη να αποκλείσει από την πλειοδοσία κάθε πρόσωπο εις βάρος του οποίου επισπεύδεται αναπλειστηριασμός, εφόσον το γεγονός αυτό προκύπτει από δημόσιο έγγραφο ή ομολογείται. Κάθε πλειοδότης οφείλει να καταθέτει, σε μετρητά ή με εγγυητική επιστολή τράπεζας, διάρκειας 
τουλάχιστον ενός (1) μηνός ή με επιταγή που έχει εκδοθεί από τράπεζα ή άλλο πιστωτικό ίδρυμα, εγγυοδοσία ίση προς το τριάντα τοις εκατό (30%) της τιμής της πρώτης προσφοράς. Αν υπερθεματιστής αναδείχθηκε άλλος ή αν η κατακύρωση ματαιώθηκε από οποιονδήποτε λόγο, η εγγυοδοσία επιστρέφεται σε εκείνον που την είχε καταθέσει αμέσως μετά το πέρας του πλειστηριασμού.
2. Τα πράγματα που πλειστηριάζονται κατακυρώνονται στον πλειοδότη που προσφέρει τη μεγαλύτερη τιμή. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού πρέπει να καταχωρίζει στην έκθεσή του όλες τις προσφορές που έγιναν.
3. Ο υπερθεματιστής έχει υποχρέωση να καταβάλει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού το πλειστηρίασμα σε μετρητά ή με επιταγή έκδοσης τράπεζας που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, μόλις γίνει η κατακύρωση, και αμέσως μετά του παραδίδεται το κατακυρωμένο πράγμα. Η παράδοση του πράγματος στον υπερθεματιστή δεν μπορεί να γίνει πριν αυτός καταβάλει το πλειστηρίασμα.
4. Ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει, το αργότερο την τρίτη εργάσιμη ημέρα από τον πλειστηριασμό, να καταθέσει εντόκως το πλειστηρίασμα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και οι τόκοι προσαυξάνουν το πλειστηρίασμα. Η κατάθεση είναι ακατάσχετη, δεν εμπίπτει στην πτωχευτική περιουσία και δεν υπόκειται στις δεσμεύσεις που επιβάλλει το Δημόσιο για τη διασφάλιση των συμφερόντων του.
5. Αν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλει εμπροθέσμως το πλειστηρίασμα, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει μέσα στις επόμενες δύο (2) εργάσιμες ημέρες να τον οχλήσει με εξώδικη πρόσκληση που επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή. Αν ο υπερθεματιστής δεν καταβάλει το πλειστηρίασμα μέσα στις επόμενες από την όχληση πέντε (5) εργάσιμες ημέρες, η κατακύρωση σε αυτόν ανατρέπεται, η εγγυοδοσία που έχει καταθέσει καταπίπτει, καλούνται δε οι επόμενοι πλειοδότες, η προσφορά των οποίων, αθροιζομένη με το ποσό της εγγυοδοσίας που κατέπεσε, είναι ίση με το πλειστηρίασμα, να καταβάλουν σε τακτή ημέρα που ορίζεται στην πρόσκληση, το ποσόν που είχαν προσφέρει. Η πρόσκληση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή. Αν εμφανισθούν περισσότεροι ενδιαφερόμενοι συντάσσεται σχετική έκθεση από το συμβολαιογράφο και η κατακύρωση γίνεται σε εκείνον που είχε προσφέρει κατά τον πλειστηριασμό το μεγαλύτερο ποσόν. Το πλειστηρίασμα συνίσταται στο άθροισμα του ποσού που καταβλήθηκε και της εγγυοδοσίας του αρχικού υπερθεματιστή που κατέπεσε. Αν, κατά την ελεύθερη κρίση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, η κατά τα προηγούμενα εδάφια πρόσκληση των επόμενων πλειοδοτών είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής για λόγους που εκτίθενται σε σχετική έκθεση, καθώς και σε κάθε περίπτωση που η διαδικασία αυτή δεν τελεσφόρησε, γίνεται αναπλειστηριασμός κατά τις διατάξεις των επόμενων εδαφίων. Η επίσπευση του αναπλειστηριασμού γίνεται είτε με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού είτε από τον υπέρ ου ή από τον καθ’ ου η εκτέλεση ή από κάθε δανειστή που έχει αναγγελθεί με τίτλο εκτελεστό. Ο αναπλειστηριασμός επισπεύδεται με πράξη του υπαλλήλου του πλειστηριασμού ή με δήλωση προς τον υπάλληλο του πλειστηριασμού του υπέρ ου ή του καθ’ ου ή του δανειστή, για την οποία συντάσσεται πράξη. Περίληψη της πράξης, η οποία περιέχει και όσα πρέπει να περιλαμβάνονται στο απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, δημοσιεύεται με επιμέλεια του υπαλλήλου του πλειστηριασμού στην Ιστοσελίδα Δημοσιεύσεων Πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων.Η διάταξη του άρθρου 959 παράγραφος 7 ισχύει αναλόγως και η σχετική προθεσμία υπολογίζεται αφότου συνταχθεί η πράξη. Ο αρχικός υπερθεματιστής, που δεν κατέβαλε το πλειστηρίασμα, δεν μπορεί να πλειοδοτήσει, δικαιούται όμως, έως ότου αρχίσει η πλειοδοσία, να καταβάλει το οφειλόμενο πλειστηρίασμα, με τον τόκο υπερημερίας, καθώς και τα έξοδα του αναπλειστηριασμού και να ζητήσει να του κατακυρωθεί το πράγμα.

Άρθρο 966
4. Αν και ο νέος πλειστηριασμός έμεινε χωρίς αποτέλεσμα ή δεν κατορθώθηκε η ελεύθερη εκποίηση, το αρμόδιο δικαστήριο του άρθρου 933, που δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να άρει την κατάσχεση ή να διατάξει να γίνει αργότερα νέος πλειστηριασμός με την ίδια ή κατώτερη τιμή πρώτης προσφοράς.

Άρθρο 993 (κατάσχεση ακινήτων): με την αντικατάσταση της παραγράφου 2 του άρθρου αυτού, ως προαναφέρθηκε και ενώ μέχρι τώρα δεν δύναται να ορισθεί ως αξία του ακινήτου, τιμή, που υπολείπεται της αντικειμενικής του αξίας (όπου ισχύει το σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού) ορίζεται ότι για την εκτίμηση της αξίας του κατεσχεμένου ακινήτου λαμβάνεται υπόψη η εμπορική αξία αυτού και επομένως δύναται να καθορισθεί και αξία κατώτερη της αντικειμενικής στις περιπτώσεις, που η εμπορική αξία του ακινήτου είναι κατώτερη της αντικειμενικής. Η νέα παράγραφος 2 έχει ως εξής:  
2. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 εδάφιο β` και 2 έως 4 του άρθρου 954 εφαρμόζονται και εδώ. Το κατασχεμένο ακίνητο πρέπει, ύστερα από επιτόπια μετάβαση του δικαστικού επιμελητή, να περιγράφεται με ακρίβεια ως προς το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και τα παραρτήματα που κατασχέθηκαν, ώστε να μη χωρεί αμφιβολία για την ταυτότητά του. Για την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου, που κατάσχεται, λαμβάνεται υπόψη η εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο της κατάσχεσης.

Άρθρο 995
1 (διατυπώσεις επί ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης). Αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης (όχι πλέον περίληψης αυτής) επιδίδεται μόλις περατωθεί η κατάσχεση στον καθ’ ου η εκτέλεση, αν ήταν παρών, και, αν αυτός αρνηθεί να παραλάβει το έγγραφο που του επιδίδεται, ο επιμελητής συντάσσει έκθεση για την άρνησή του. Αν είναι απών ή δεν είναι δυνατή η άμεση κατάρτιση του αντιγράφου, η επίδοση γίνεται το αργότερο την επομένη της ημέρας που έγινε η κατάσχεση, εφόσον εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση έχει την κατοικία του στην περιφέρεια του δήμου όπου έγινε η κατάσχεση, διαφορετικά μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την κατάσχεση. Η παράλειψη των διατυπώσεων αυτών επιφέρει ακυρότητα. Ως τιμή πρώτης προσφοράς για τον πλειστηριασμό ακινήτου ορίζεται η εμπορική του αξία, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο της κατάσχεσης.
2 (επί ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης). Με ποινή ακυρότητας, αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης επιδίδεται στον υποθηκοφύλακα (κτηματολόγιο) της περιφέρειας όπου βρίσκεται το κατασχεμένο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την κατάσχεση. Αν πρόκειται για πλοία νηολογημένα στην Ελλάδα, η επίδοση γίνεται σε εκείνον που τηρεί το νηολόγιο, όπου είναι γραμμένο το πλοίο, και αν πρόκειται για αεροσκάφη γραμμένα σε μητρώο που τηρείται στην Ελλάδα, η επίδοση γίνεται σε εκείνον που το τηρεί. Ο υποθηκοφύλακας ή όποιος τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο οφείλει να εγγράφει την ίδια ημέρα την κατάσχεση σε ειδικό βιβλίο κατασχέσεων που τηρείται για το σκοπό αυτό και να παραδώσει μέσα σε προθεσμία τριών (3) ημερών, αφότου κατά τα προαναφερόμενα του έγινε η επίδοση, το σχετικό πιστοποιητικό βαρών στον αρμόδιο για την εκτέλεση δικαστικό επιμελητή, ενώ ο γραμματέας του ειρηνοδικείου οφείλει αυθημερόν να καταχωρίσει την κατασχετήρια έκθεση σε ειδικό βιβλίο με αλφαβητικό ευρετήριο, με βάση τα ονοματεπώνυμα των καθ’ ων η κατάσχεση.
3 (επί ποινή ακυρότητας της κατασχέσεως). Αν πρόκειται για κατάσχεση ενυπόθηκου κτήματος και η κατάσχεση έγινε κατά του τρίτου, κυρίου ή νομέα, πρέπει να επιδοθεί σ’ αυτόν και στον οφειλέτη αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης, αλλιώς επέρχεται ακυρότητα. Αν η κατάσχεση έγινε κατά του οφειλέτη, πρέπει να επιδοθεί στον τρίτο, κύριο ή νομέα, αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης, αλλιώς επέρχεται ακυρότητα.
4 (επί ποινή ακυρότητας του πλειστηριασμού). Ο δικαστικός επιμελητής οφείλει, μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κατάσχεση, να καταθέσει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τον εκτελεστό τίτλο, την έκθεση επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση, την κατασχετήρια έκθεση και τις εκθέσεις επίδοσής της στον οφειλέτη, τον τρίτο κύριο ή νομέα και τον υποθηκοφύλακα ή όποιον τηρεί το νηολόγιο ή το μητρώο, καθώς και το πιστοποιητικό βαρών, ο οποίος συντάσσει έκθεση για όλα αυτά. Απόσπασμα της κατασχετήριας έκθεσης, που περιλαμβάνει τα ονοματεπώνυμα του υπέρ ου και του καθ’ ου η εκτέλεση, καθώς και τον αριθμό φορολογικού μητρώου αυτών και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα την επωνυμία και τον αριθμό φορολογικού τους μητρώου, συνοπτική περιγραφή του ακινήτου που κατασχέθηκε κατά το είδος, τη θέση, τα όρια και την έκτασή του, με τα συστατικά και όσα παραρτήματα συγκατάσχονται, καθώς και μνεία των υποθηκών ή προσημειώσεων που υπάρχουν επάνω στο ακίνητο, την τιμή της πρώτης προσφοράς, του ποσού για το οποίο γίνεται η κατάσχεση, τους όρους του πλειστηριασμού που θέτει τυχόν ο υπέρ ου η εκτέλεση και που γνωστοποιήθηκαν στο δικαστικό επιμελητή με την εντολή για εκτέλεση του άρθρου 927, το όνομα και τη διεύθυνση του υπαλλήλου του πλειστηριασμού, καθώς και τον τόπο, την ημέρα και την ώρα του πλειστηριασμού, εκδίδεται από το δικαστικό επιμελητή και δημοσιεύεται με επιμέλεια αυτού μέχρι την δέκατη πέμπτη ημέρα από την κατάσχεση στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων. Το απόσπασμα αυτό επιδίδεται μέσα στην ίδια προθεσμία στον τρίτο κύριο ή νομέα και στους ενυπόθηκους δανειστές. Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των προηγούμενων εδαφίων, διαφορετικά είναι άκυρος.
5. Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι διατάξεις των άρθρων 972 και 973 εφαρμόζονται και εδώ.
6. Μέσα στην ίδια προθεσμία του εδάφιο α` της παραγράφου 4 ο δικαστικός επιμελητής καταθέτει στον υπάλληλο του πλειστηριασμού έγγραφο σημείωμα στο οποίο καθορίζονται ημέρες και ώρες επίσκεψης από υποψήφιους πλειοδότες του ακινήτου που κατασχέθηκε, το αργότερο επτά (7) ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η επίσκεψη πραγματοποιείται με τη συνοδεία του δικαστικού επιμελητή. Το σημείωμα συμπεριλαμβάνεται στην έκθεση που συντάσσει ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το περιεχόμενό του δημοσιεύεται μέσα στην προθεσμία της παραγράφου 4 στην ανωτέρω ιστοσελίδα.

Άρθρο 997
1. Απαγορεύεται και είναι άκυρη υπέρ εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση και υπέρ των δανειστών που αναγγέλθηκαν η διάθεση του κατασχεμένου από τον οφειλέτη· αν πρόκειται για ενυπόθηκο ακίνητο είναι άκυρη η διάθεσή του και από τον τρίτο, κύριο ή νομέα. Μετά την κατάσχεση του ακινήτου η εκμίσθωσή του από τον οφειλέτη ή τον τρίτο κύριο ή νομέα ή η παραχώρηση της χρήσης ή κατοχής του με βάση άλλη έννομη σχέση μπορεί να καταγγελθεί από τον υπερθεματιστή μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από τη μεταγραφή της περίληψης της κατακυρωτικής έκθεσης. Με την καταγγελία αυτή η μίσθωση ή άλλη έννομη σχέση λύεται μετά από δύο (2) μήνες και χωρεί η κατά το άρθρο 1005 παράγραφος 2 εκτέλεση. Δικαίωμα καταγγελίας της μίσθωσης κατά το άρθρο 615 ΑΚ δεν θίγεται και η περίληψη εκτελείται κατά του μισθωτή αφού περάσουν οι προθεσμίες του άρθρου αυτού που αρχίζουν αφότου η περίληψη επιδοθεί στο μισθωτή.
2. Τα αποτελέσματα της παραγράφου 1 αρχίζουν αναδρομικά, α) για τον οφειλέτη, αφότου του επιδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 995 αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης ή συνταχθεί η έκθεση, που πιστοποιεί την άρνησή του να παραλάβει το αντίγραφο κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 995, με την προϋπόθεση ότι θα ακολουθήσει η επίδοση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών, β) για τον τρίτο, κύριο ή νομέα, αφότου του επιδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 995 αντίγραφο της κατασχετήριας έκθεσης ή συνταχθεί η έκθεση, που πιστοποιεί την άρνησή του να παραλάβει το αντίγραφο κατά το άρθρο 995 παράγραφοι 1 και 4, με την προϋπόθεση ότι θα ακολουθήσει η επίδοση του αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών, γ) για τους τρίτους, μόνο αφότου η κατάσχεση εγγράφει κατά το άρθρο 995 στο βιβλίο κατασχέσεων και εφόσον έγιναν οι, κατά τις περιπτώσεις α` και β` της παραγράφου αυτής, επιδόσεις στον οφειλέτη και τον τρίτο, κύριο ή νομέα.
3. Σε όποιον επέβαλε την κατάσχεση και στους δανειστές που αναγγέλθηκαν δεν αντιτάσσεται η μεταγραφή ή η εγγραφή υποθήκης που έγινε μετά την εγγραφή της κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων σε οποιονδήποτε τίτλο και αν στηρίζεται η υποθήκη. Η τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, που έγινε μετά την εγγραφή της κατάσχεσης, είναι έγκυρη και για το δανειστή που επέβαλε την κατάσχεση και για τους δανειστές που έχουν αναγγελθεί.
4. Αν συμπέσει την ίδια ημέρα εγγραφή κατάσχεσης και μεταγραφή ή εγγραφή υποθήκης στο ίδιο ακίνητο, προτιμάται αυτή που καταχωρίστηκε έστω και ελάχιστο χρόνο νωρίτερα.
5. Μετά την εγγραφή της αναγκαστικής κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων επιτρέπεται να επιβληθεί και άλλη αναγκαστική κατάσχεση επάνω στο ίδιο ακίνητο από άλλο δανειστή του οφειλέτη. Οι διαφορετικές διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης διενεργούνται ξεχωριστά, χωρίς να επηρεάζει η μια την άλλη. Δεν επιτρέπεται η αναζήτηση των εξόδων της εκτέλεσης που προκατέβαλε εκείνος ο δανειστής, η εκτέλεση του οποίου δεν περατώθηκε.

Άρθρο 998
1. Το κατασχεμένο ακίνητο πλειστηριάζεται δημόσια ενώπιον του συμβολαιογράφου της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο, ο οποίος ορίστηκε για τον πλειστηριασμό. Ο πλειστηριασμός γίνεται με την υποβολή γραπτών και ενσφράγιστων προσφορών και στη συνέχεια διαδοχικών προφορικών προσφορών. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εδάφιο β` και δ` του άρθρου 959, καθώς και των παραγράφων 2 έως 5 του ίδιου άρθρου εφαρμόζονται και εδώ.
2. Ο πλειστηριασμός δεν μπορεί να γίνει από την 1η έως και τις 31 Αυγούστου, καθώς και την προηγουμένη και την επομένη Τετάρτη της ημέρας των εκλογών για την ανάδειξη βουλευτών, αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Οργάνων Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για τις επαναληπτικές εκλογές και μόνο για τις περιφέρειες που διεξάγονται τέτοιες.
3. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου σχετικά με την απαγόρευση πλειστηριασμού από την 1 η έως και τις 31 Αυγούστου δεν εφαρμόζεται, όταν πρόκειται για πλοία και αεροσκάφη.
4. Αν το ακίνητο βρίσκεται σε περιφέρειες περισσότερων ειρηνοδικείων, ο πλειστηριασμός γίνεται κατά την επιλογή όποιου επισπεύδει, σε οποιοδήποτε ειρηνοδικείο.
5. Ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, το δικαστήριο του άρθρου 933 δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί να διατάξει να γίνει ταυτόχρονα η πώληση του κατασχεμένου ακινήτου, ολόκληρου ή τμηματικά, με βάση σχεδιάγραμμα ή σχέδιο μηχανικού ή γεωμέτρηση, που υποβάλλεται μαζί με την αίτηση. Στην περίπτωση αυτή η κατακύρωση τότε μόνο γίνεται τμηματικά σε όποιους πλειοδοτούν τμηματικά, όταν το σύνολο των προσφορών τους είναι μεγαλύτερο από την τιμή που προσφέρεται για να πωληθεί συνολικά.
6. Μετά από αίτηση του οφειλέτη, το δικαστήριο του άρθρου 933, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί να επιτρέψει να πουληθεί ελεύθερα το ακίνητο με τίμημα το οποίο ορίζεται από το δικαστήριο. Η πώληση αυτή γίνεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού το αργότερο δέκα (10) ημέρες πριν από τον πλειστηριασμό με ταυτόχρονη εξόφληση του τιμήματος. Αν η πώληση δεν πραγματοποιηθεί κατά το προηγούμενο εδάφιο, ο πλειστηριασμός διεξάγεται κατά την ορισθείσα ημερομηνία.

Άρθρο 1000
Ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, η οποία κατατίθεται, με ποινή απαραδέκτου, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού, το δικαστήριο του άρθρου 933, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., μπορεί να αναστείλει τη διαδικασία του πλειστηριασμού έως έξι (6) μήνες από την αρχική ημέρα του πλειστηριασμού, αν δεν υπάρχει κίνδυνος βλάβης του επισπεύδοντος και εφόσον προσδοκάται βάσιμα ότι ο οφειλέτης θα ικανοποιήσει μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα τον επισπεύδοντα ή ότι, αν περάσει το χρονικό αυτό διάστημα, θα επιτευχθεί μεγαλύτερο πλειστηρίασμα. Η απόφαση εκδίδεται υποχρεωτικά έως τις 12:00` το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού και η αναστολή χορηγείται πάντοτε υπό τον όρο της καταβολής: α) των τυχόν εξόδων επίσπευσης του πλειστηριασμού, τα οποία καθορίζονται κατά προσέγγιση στην απόφαση και β) του ενός τετάρτου τουλάχιστον του οφειλόμενου κεφαλαίου στον επισπεύδοντα. Η απόφαση με την οποία αναστέλλεται ο πλειστηριασμός γνωστοποιείται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού αυθημερόν με την έκδοσή της. Η καταβολή γίνεται υποχρεωτικά μέχρι την 10.00 πρωινή της ημέρας διεξαγωγής του πλειστηριασμού και αν αυτή δεν γίνει ο πλειστηριασμός διεξάγεται κανονικά.

Άρθρο 1001A
Σε περίπτωση κατάσχεσης ακινήτων, στα οποία έχουν εγκατασταθεί βιομηχανικές, βιοτεχνικές, ξενοδοχειακές ή τουριστικές επιχειρήσεις ή άλλες παραγωγικές μονάδες, που διαθέτουν εξοπλισμό και αποτελούν οικονομικό σύνολο, εφαρμόζονται οι επόμενες διατάξεις:
α. Το ακίνητο εκτίθεται σε πλειστηριασμό με τα παραρτήματά του εφόσον έχουν κατασχεθεί μαζί. Χωριστή πλειστηρίαση των παραρτημάτων μπορεί να διαταχθεί, σύμφωνα με το άρθρο 994, μόνο αν κατά τον πρώτο πλειστηριασμό δεν επιτεύχθηκε κατακύρωση.
β. Αν έχουν κατασχεθεί με την ίδια έκθεση περισσότερα ακίνητα, πλειστηριάζονται μαζί, εφόσον έχουν λειτουργική ενότητα για την εξυπηρέτηση της επιχείρησης ή της παραγωγικής μονάδας, που έχει εγκατασταθεί σε ένα από αυτά. Αν τα παραπάνω ακίνητα βρίσκονται σε διάφορες περιφέρειες, αρμόδια για την εκτέλεση είναι τα όργανα της περιφέρειας στην οποία βρίσκεται οποιοδήποτε από αυτά κατ` επιλογή του επισπεύδοντος. Η διάταξη του άρθρου 998 παράγραφος 4 εφαρμόζεται αναλόγως.
γ. Η αναστολή κατά το άρθρο 1000 δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τους τέσσερις (4) μήνες.

Άρθρο 1009
Αν το ακίνητο που πλειστηριάστηκε ήταν μισθωμένο για την άσκηση σε αυτό επιχείρησης, ο υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση, οπότε αυτή λύεται μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από την καταγγελία. Στην περίπτωση αυτή η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης εκτελείται κατά του μισθωτή και του υπομισθωτή, καθώς και κατά οποιουδήποτε αντλεί τα δικαιώματά του από αυτούς ή κατέχει το μίσθιο γι’ αυτούς.

Παρατήρηση: Η διάταξη αυτή τέθηκε προκειμένου να είναι δυνατός ο πλειστηριασμός μισθωμένου ακινήτου, δεδομένου ότι η μίσθωση και ειδικά όταν πρόκειται για πολυετή επαγγελματική λειτουργούσε μέχρι σήμερα αποτρεπτικά. Ο νομοθέτης στο πλαίσιο σχετικών σταθμίσεων προέταξε προφανώς ως πρωταρχικής σημασίας σκοπό την ολοκλήρωση του πλειστηριασμού

3) Άμεση αναγκαστική εκτέλεση  
Στην αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση αξίωσης παράδοσης ή απόδοσης κινητών πραγμάτων (941 – 942) η εκτέλεση συντελείται με δύο υλικές πράξεις, την αφαίρεση και την παράδοση. Συντάσσεται έκθεση χωρίς να απαιτείται η επίδοση αυτής αφού ο οφειλέτης έλαβε γνώση της σε βάρος του διαδικασίας με την επιταγή. Δεν υπάρχει τροποποίηση στις διατάξεις αυτές
Στην αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση αξίωσης παράδοσης ή απόδοσης ακινήτου 943: τροποποιείται η παρ.3 και έχουμε παράλειψη δημόσιας κήρυξης του πλειστηριασμού απο κήρυκα στην περίπτωση των κινητών που βρίσκονται στο ακίνητο. Είναι η μόνη τροποποίηση

4) Έμμεση αναγκαστική εκτέλεση 
Στην αναγκαστική εκτέλεση (έμμεση) η ικανοποίηση αξίωσης προς ενέργεια πράξεως, ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 945 και 946 ΚΠολΔ, οι οποίες δεν τροποποιούνται ούτε καταργούνται
Στην αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση αξίωσης για παράλειψη ή ανοχή πράξεως, που ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 947 ΚΠολΔ: τροποποιείται η παρ.1 και έχουμε αύξηση του ανώτατου ορίου χρηματικής ποινής και για τη βεβαίωση της παράβασης εφαρμόζεται ηδιαδικασία του άρθρου 614 επ. (αντί 670 έως 676).
Άρθρο 950: τροποποιείται η παρ.1 ως προς τη χρηματική ποινή επί υποχρέωσης για παράδοση και απόδοση τέκνου έως 100.000 ευρώ (αντί 50.000 ευρώ) κατ΄ ανώτατο όριο, ενώ στην παρ.2 επί παρεμπόδισης του δικαιώματος για επικοινωνία γίνεται παραπομπή στο άρθρο 947 και τίθεται νέα παρ.3 για τη συμφωνία επί συναινετικού διαζυγίου και εφαρμόζεται αναλόγως η παρ.1 αν παραβιάζεται η υποχρέωση για παράδοση ή απόδοση τέκνου στην επιμέλεια και η παρ.2 για την παρεμπόδιση του δικαιώματος επικοινωνίας.
Άρθρο 952 βεβαιωτικός όρκος: Αποτελεί οιονεί μέσο εκτέλεσης αφού αν δεν δοθεί ή αν δοθεί ψευδώς διατάσσεται προσωπική κράτηση (διαδικασία άρθρων 861 έως 866 ΚΠολΔ). Η τροποποίηση περιλαμβάνει και αναφορά του τόπου όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη εφόσον η περιουσία που κατασχέθηκε δεν επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή.  


Τέλος, σημαντικές τροποποιήσεις είναι οι σχετικές με τα προνόμια στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος: Η σημαντικότερη νομοθετική αλλαγή συνίσταται στο ότι ενώ μέχρι τώρα οι απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει προς εξασφάλιση αυτών ενέχυρο ή υποθήκη (αρθρ. 976 αριθμ. 2 ΚΠολΔ), που συνέτρεχαν με τις απαιτήσεις του άρθρου 975 περ. 3 ΚΠολΔ (εργατικές απαιτήσεις, απαιτήσεις δικηγόρων κλπ.) κατατάσσονταν κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 977 ΚΠολΔ μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 975 περ.3 ΚΠολΔ, υπό τη νέα διάταξη του άρθρου 975 περ.3 ΚΠολΔ η σχετική πρόβλεψη έχει απαλειφθεί και επομένως γίνεται διανομή του πλειστηριάσματος σε 2/3 (από τα οποία ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 976 αριθμ. 2 ΚΠολΔ για τις οποίες υπάρχει προς εξασφάλιση αυτών ενέχυρο ή υποθήκη) και σε 1/3, χωρίς να προηγείται, πλέον, η πλήρης ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 975 αριθμ. 3 ΚΠολΔ. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι νέες διατάξεις ως προς τη διανομή του πλειστηριάσματος κατά ποσοστά σε περίπτωση συρροής των προνομίων.
Τέλος απόφαση, που διατάσσει προσωπική κράτηση κατ΄ άρθρο 1047 ΚΠολΔ δεν εκτελείται εάν εκείνος που καταδικάστηκε βρίσκεται κατά το χρόνο της εκτέλεσης σε αδυναμία να εκπληρώσει τη χρηματική οφειλή του. 

Γενικές παρατηρήσεις – συμπεράσματα:
Με τις νέες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την αναγκαστική εκτέλεση, ο νομοθέτης στοχεύει, πρωτίστως, στην ταχεία περαίωση της σχετικής διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως. Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα:
Α) Η διαδικασία της κατασχέσεως, καθώς και του πλειστηριασμού, που διενεργούνται, μάλιστα, από δημόσια όργανα (δικαστικό επιμελητή και συμβολαιογράφο, αντιστοίχως) είναι αναγκαίο να καθορισθεί κατά τρόπο τυποποιημένο, ενιαίο και ομοιόμορφο ανά την Επικράτεια, με την επιμέλεια όλων των αρμόδιων φορέων, ώστε σε καθαρά διαδικαστικό επίπεδο οι εν λόγω πράξεις (της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού) να είναι αναμφισβήτητης εγκυρότητας (ώστε να μη θεμελιώνονται περαιτέρω και αντίστοιχοι λόγοι ανακοπής, που θα καθιστούσαν τη σχετική εκτελεστική διαδικασία χρονοβόρα)
Β) Συνήθη λόγο ακύρωσης του πλειστηριασμού (και αντίστοιχο λόγο ανακοπής) αποτελούσε ο ισχυρισμός του ανακόπτοντος ότι δεν τηρήθηκαν οι σχετικές διατάξεις περί κηρύξεως του πλειστηριασμού με κήρυκα. Οι σχετικές διατάξεις, πλέον, καταργούνται
Γ) Συγχρόνως η ευρεία διατύπωση, πλέον, στις νέες διατάξεις του άρθρου 953 παρ.3 ΚΠολΔ της έννοιας των ακατάσχετων θα θεμελιώσει επιπρόσθετους λόγους ανακοπής στις περιπτώσεις της κατασχέσεως κινητών πραγμάτων
Δ) Δημιουργούνται ουσιαστικά, ως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω, ασφυκτικά χρονικά πλαίσια έκδοσης αποφάσεως επί της ανακοπής του πρώτου σταδίου του άρθρου 933 ΚΠολΔ, εξαιτίας του αμετάβλητου της ημερομηνίας του αρχικού πλειστηριασμού (βλ. ανωτέρω), ενώ περαιτέρω υπάρχει ο κίνδυνος του ανέφικτου της τήρησης των σχετικών προθεσμιών εξαιτίας του μεγάλου όγκου των εκδικαζομένων υποθέσεων. Θα προτείναμε, τουλάχιστον, την αναλογική εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 691 παρ.5 ΚΠολΔ, ώστε οι σχετικές αποφάσεις επί της ανακοπής να εκδίδονται με συνοπτική αιτιολογία, δεδομένου, μάλιστα, ότι στο αρχικό σχέδιο νόμου είχε προβλεφθεί ότι η ανακοπή θα δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Περαιτέρω, η αναστολή του πλειστηριασμού (της εκτέλεσης γενικότερα) μεταφέρεται στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας με αποτέλεσμα τη μεγάλη επιβάρυνση των δικαστών του δεύτερου βαθμού αν ληφθεί υπόψη ότι στα δευτεροβάθμια δικαστήρια, σήμερα, πέραν των άλλων, δικάζονται τα κακουργήματα, η εκδίκαση των οποίων απαιτεί πολυήμερες συνεδριάσεις, με τη νέα, δε, ρύθμιση, προκύπτουν αναγκαίως νέες και επιπρόσθετες υπηρεσιακές ανάγκες στο δεύτερο βαθμό
Τέλος, η ίδια η πράξη στο άμεσο μέλλον θα καταδείξει εάν οι νομοθετικές αλλαγές στην αναγκαστική εκτέλεση και οι εν γένει νομοθετικές αλλαγές στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας κινούνται ή όχι προς την κατεύθυνση μιας πιο ταχείας απονομής Δικαιοσύνης στη χώρα μας ώστε να δικαιολογούν και το χαρακτηρισμό τους ως μεταρρυθμίσεων.
               Με εκτίμηση
Κωνσταντίνος Βουλγαρίδης
Πρόεδρος Πρωτοδικών
Μέλος του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ