Απόφαση 1278 / 2016 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 1278/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Γεωργέλλη), Μαρία Χυτήρογλου - Εισηγήτρια, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χρήστο Βρυνιώτη και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Μαΐου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Γ. Κ. του Α. και 2)Δ. Κ. του Α., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Παπαλάμπρου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2962/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις υπ’ αριθμ.110 και 111 από 18 Ιουνίου 2015 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 709/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: Α) να γίνουν εν μέρει δεκτές οι αιτήσεις αναίρεσης και δη αναφορικά με: α) την καταδίκη των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων για την μερικότερη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, πράξη που φέρεται ότι τέλεσαν στην Αργυρούπολη Αττικής το έτος 2008 και β) την επιβολή ποινής για την μερικότερη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, πράξη που φέρεται ότι τέλεσαν στην Αργυρούπολη Αττικής το έτος 2009, Β) να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το δεύτερο ως άνω αναιρούμενο μέρος και Γ) να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι της πρώτης προηγουμένως αναφερόμενης μερικότερης πράξης, που φέρεται ότι τελέστηκε στην Αργυρούπολη Αττικής, το έτος 2008, με την παρακράτηση ΦΠΑ ποσού 24.805,43 €.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται ενώπιον του Αρείου Πάγου οι από 12-6-2015 (δύο) αιτήσεις των κατηγορουμένων για αναίρεση της 2962/2014 απόφασης του Β’ Τριμελούς Εφετείου (επί των πλημμελημάτων), Αθηνών με την οποία καταδικάστηκαν για παράβαση των αρθ. 2 παρ. 1,2,3 περ. Ιη, 45 περ.στ του ν. 3691/2008 σε συνδυασμό με αρθ. 18 παρ. 1 περ.β του νόμου 2523/1997 οι οποίες είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ ουσία .
Σύμφωνα με την διάταξη του αρθ. 3 ν.3691/2008 ως εγκληματικές δραστηριότητες που εντάσσονται και τιμωρούνται με τον άνω νόμο που αφορά την "Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και Αλλες διατάξεις", στην νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα εντάσσεται η διάπραξη ενός ή περισσότερων από τα ακόλουθα αδικήματα που καλούνται εφεξής "βασικά αδικήματα": α) εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ)), β) τρομοκρατικές πράξεις και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (άρθρο 187Α ΠΚ) ιη) Τα αδικήματα της φοροδιαφυγής που προβλέπονται στα άρθρα 17 ,18 με την εξαίρεση της περίπτωσης α της παραγράφου 1 και του αρθ 19 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α), όπως ισχύουν, και β) τα αδικήματα της λαθρεμπορίας που προβλέπονται στα άρθρα 155,156 και 157 του ν. 2360/2001 (ΦΕΚ 265 Α), όπως ισχύουν. "και γ) της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο που προβλέπονται στο αρθ. 25 του ν.1882/1990 όπως ισχύει με την εξαίρεση της περίπτωση α της παραγράφου 1 καθώς και της μη καταβολής χρεών που προκύπτουν από χρηματικές ποινές ή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια ή από διοικητικές ή άλλες αρχές ιθ ) τα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις του αρθ. 28 παράγραφος 3 εδ α του ν. 1650/1986 ...κ) κάθε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερία της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των εξ μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος . Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του αρθ. 18 παρ.1 εδ.β ν.2523/1997, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεως της ένδικης πράξης, (Ιανουάριος του 2008 έως Δεκέμβριο του 2009), αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας του φόρου κύκλου - εργασιών και των παρακρατουμένων και επιρριπτομένων φόρων τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας την φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή ΦΠΑ και τιμωρείται με α) φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους εφόσον το προς απόδοση ποσό του κυρίου φόρου, τέλους, ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίστηκε ή επιστράφηκε ή δεν αποδόθηκε υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1000.000) δραχμών (3000 ευρώ) β) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εικοσιπέντε εκατομμύρια δραχμές (25.000.000). Με το αρθ 8 του ν. 4337/2015 που ρυθμίζονται εγκλήματα φοροδιαφυγής και οι ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται ορίζονται τα εξής. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως, παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές, (ολικά ή μερικά), δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, β) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές, γ) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο το φόρο αυτόν. 2. Παρακρατούμενοι φόροι, τέλη και εισφορές είναι εκείνοι που ρητά ορίζονται σε επί μέρους διατάξεις ότι παρακρατούνται και τελικά αποδίδονται στο Δημόσιο ή άλλο φορέα από πρόσωπο διάφορο του πραγματικού φορολογούμενου. 3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στη παράγραφο 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών: α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρύβει υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, ή β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος: αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση.4. Επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας, ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς. Περαιτέρω, κατά το αρθ. 45 του νόμου 3691/2008 1α, β, γ, δ, ε στ αν στ. αν η προβλεπόμενη ποινή για βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση, ο υπαίτιος αυτού τιμωρείται για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ ζ. Αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό αδίκημα, η τυχόν ποινή κατ’ αυτού ή τρίτου από τους αναφερόμενους στο δεύτερο εδάφιο του στοιχείου στ’ για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από το ίδιο βασικό αδίκημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για την τέλεση του βασικού αδικήματος. η. Οι διατάξεις των στοιχείων στ’ και ζ’ δεν ισχύουν στις περιστάσεις του στοιχείου γ’ και στα βασικά αδικήματα που αναφέρονται στην περίπτωση β’ του παρόντος άρθρου. θ. Αν η προβλεπόμενη ποινή για βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση και τα προκύψαντα έσοδα δεν υπερβαίνουν το ποσόν των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι φυλάκιση έως δύο ετών. Αν στην περίπτωση αυτή συντρέχουν στο πρόσωπο του υπαιτίου του βασικού αδικήματος ή τρίτου οι περιστάσεις του στοιχείου γ’ , η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων είναι φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. 2. Η άσκηση ποινικής δίωξης και η καταδίκη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες δεν προϋποθέτει ποινική δίωξη ή καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό αδίκημα. Στις περιπτώσεις εξάλειψης του αξιόποινου, αθώωσης λόγω του ότι η πράξη κατέστη ανέγκλητη ή απαλλαγής του υπαιτίου από την ποινή λόγω ικανοποίησης του ζημιωθέντος για το βασικό αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ότι η ικανοποίηση του ζημιωθέντος επιφέρει αυτό το αποτέλεσμα, αίρεται το αξιόποινο ή κηρύσσεται αθώος ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος από την ποινή και για τις συναφείς πράξεις νομιμοποίησης εσόδων. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται όταν το αξιόποινο εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής. Από τις άνω διατάξεις προκύπτει α) ότι το αδίκημα της φοροδιαφυγής εντάσσεται στα βασικά αδικήματα στα οποία αναφέρεται ο νόμος 3691/2008 ανεξαρτήτως του χρόνου τελέσεως του, ήτοι, πριν ή μετά την εφαρμογή των νόμων 3842/2010 (αρθ. 77) και 4174/2013 και την προσθήκη στα βασικά αδικήματα του ν. 3691/2008 και εκείνου της φοροδιαφυγής των αρθ. 17 και 18 του ν.2523/1997 όπως ισχύουν, αφού, ως τιμωρούμενα με ποινή στερητική της ελευθερίας της το ελάχιστο όριο της οποίας είναι άνω των εξ μηνών και από την διάπραξη των προκύπτει περιουσιακό όφελος εντάσσονται στην εξυπαρχής προβλεφθείσα διάταξη των βασικών αδικημάτων του άνω νόμου (ήδη περίπτωση κ του αρθ. 3).- Έτσι, ο σχετικός λόγος αναίρεσης εκ του αρθ. 510 αριθμό 1 στοιχ. Ε, κατ’ εκτίμηση του οποίου, οι αναιρεσείοντες αιτιώνται εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου (ν. 3691/2008) διότι καταδικάστηκαν για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ήτοι από φοροδιαφυγή παρά το γεγονός ότι κατά τον χρόνο τέλεσης των ένδικων πράξεων (2008-2009) δεν ίσχυαν οι άνω διατάξεις των ν.3842/10 και ν.4174/2013 που συμπεριέλαβαν και την φοροδιαφυγή στα βασικά αδικήματα του ν.3691/2008, πρέπει να απορριφθεί ώς αβάσιμος, δεδομένου ότι οι πράξεις της φοροδιαφυγής, ως αποφέρουσες όφελος στον δράστη, και τιμωρούμενες με ποινή της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών, ανήκαν από την αρχή ισχύος του νόμου 3691/2008 στα βασικά αδικήματα του αρθ. 3 περ κ, και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Αντίθετα για την μερικότερη πράξη που φέρεται ότι τέλεσαν με την παρακράτηση, για τη χρήση 2008, ποσού ΦΠΑ 24. 805, 43 ευρώ, ενόψει της πρόβλεψης του επιεικέστερου νόμου του άρθρου 66 παρ.1, 3β ν.4337/2015, που προβλέπει όπως αναφέρθηκε πιο πάνω ότι τιμωρείται η πράξη της φοροδιαφυγής μόνο εφόσον το ποσό που αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας υπερβαίνει το ποσό των 50000 ευρώ θα πρέπει, αναιρουμένης της αποφάσεως κατά τούτο και αφού κρατηθεί από τον Άρειο Πάγο, κατά το μέρος αυτό, κηρυχθούν αθώοι (άρθρα 511, 514, 518 ΚΠΔ).
Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπό επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπ’ όψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, δέχθηκε κατά πλειοψηφία (ενός εκ των μελών του έχοντος την γνώμη ότι έπρεπε να κηρυχθούν αθώοι οι αναιρεσείοντες), κατά την αναιρετικώς, ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που, κατ’ είδος αναφέρει, απεδείχθησαν-κατά πιστή μεταφορά τα εξής : "Στην Αργυρούπολη Αττικής εντός του χρονικού διαστήματος από τον Ιανουάριο του 2008 μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του 2009 οι κατηγορούμενοι προέβησαν σε χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την διακίνηση μέσω αυτού εσόδων προερχομένων από εγκληματικές δραστηριότητες και ειδικότερα όπως προκύπτει από την υπ αριθμόν 122/2011 από 24.10.2011 απόφαση του Προέδρου της Αρχής του αρθ. 7 ν.3691/2008 παρακράτησαν για τις χρήσεις και 2009 το ποσό των 64.671,68 ευρώ ...ως νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές της εταιρείας με την επωνυμία "..." και στη συνέχεια το ανέμειξαν με άλλα νομίμως κατεχόμενα από αυτούς περιουσιακά στοιχεία και το χρησιμοποίησαν στις εν γένει οικονομικές δραστηριότητες τους διακινώντας το παράλληλα μέσω του τραπεζικού συστήματος με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα. Για το βασικό αδίκημα της μη απόδοσης του ανωτέρου ποσού ΦΠΑ οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι με την υπ αριθμόν 7251/2013 οριστική απόφαση του παρόντος δικαστηρίου και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, η υπόθεση όμως κατελήφθη από την διάταξη του αρθ. 8 παρ.4 εδ α και β του ν 4198/2013 λόγω του ύψους της ποινής και τέθηκε στο αρχείο με την υπ αριθμόν 1/2014 διάταξη του εισαγγελέα του παρόντος δικαστηρίου χωρίς εκ του λόγου τούτου, όμως, να επηρεασθεί ως ανωτέρω εξετέθη το αξιόποινο της παρούσας πράξης της νομιμοποίησης των εσόδων από το βασικό αδίκημα.
Συνεπώς, κατά την κρατήσασα γνώμη πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι κατά το κατηγορητήριο και τους αναγνωρισθεί ομοφώνως το και πρωτοδίκως αναγνωρισθεί σε αυτούς ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων". Με το διατακτικό της, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες - κατηγορούμενους ως υπαίτιους του ότι "Στην Αργυρούπολη Αττικής εντός του χρονικού διαστήματος από Ιανουάριο μέχρι τέλους Δεκεμβρίου 2009, προέβησαν στην χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την διακίνηση μέσω αυτού εσόδων προερχομένων από εγκληματολογικές δραστηριότητες και ειδικότερα όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν 122/2011 από 24-10-2011 απόφαση του Προέδρου της Αρχής του αρθ. 7 του ν.3691/2008 παρακράτησαν για την χρήση του έτους 2009 ποσό ΦΠΑ 64.671,68 ευρώ αντιστοίχως ως εκπρόσωποι και διαχειριστές της εταιρείας ... και στην συνέχεια το ανέμειξαν με άλλα νομίμως κατεχόμενα από αυτούς περιουσιακά στοιχεία και το χρησιμοποίησαν στις εν γένει οικονομικές τους δραστηριότητές, διακινώντας το παράλληλα μέσω του Τραπεζικού συστήματος με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, χωρίς εξειδίκευση ή αναφορά των περιουσιακών στοιχείων των αναιρεσειόντων με τα οποία ανέμειξαν το ποσό των 64,671, 68 ευρώ που αντιστοιχούσε στον ΦΠΑ που δεν απέδοσαν, όπως και το είδος των οικονομικών των δραστηριοτήτων, για τις οποίες το χρησιμοποίησαν ή έστω τον τρόπο διακίνησης του στην προσπάθεια των να του δώσουν νομιμοφανή υπόσταση, μη αρκούσης της αόριστης αναφοράς ότι το διακίνησαν μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος (το οποίο ουδέ κάν προσδιορίζουν κατά λογαριασμό ή τραπεζικό φορέα), η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που απαιτεί η διάταξη του αρθ.93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ. ώστε να είναι ευχερής ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής των άνω διατάξεων. Επομένως, ο εκ του αρθ 510 παρ. 1 στοιχ, Δ του Κ.Ποιν.Δ., λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός κατά τούτο, αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το άνω μέρος, και, παραπεμφθεί κατά τούτο για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 2962/2014 απόφαση του Β Τριμελούς Εφετείου (επί των πλημμελημάτων) Αθηνών.
Κηρύσσει τους αναιρεσείοντες 1) Δ. Κ. του Α. και της Α. και 2) Γ. Κ. του Α. και της Α. κατοίκων ... (...) αθώους για την μερικότερη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που φέρεται ότι τέλεσαν στην Αργυρούπολη Αττικής το έτος 2008 με την μη απόδοση στο Δημόσιο, με την ιδιότητα των εκπροσώπων και διαχειριστών της εταιρείας "...", του φόρου προστιθέμενης αξίας για το άνω έτος ποσού 24.805,43 ευρώ.
Παραπέμπει κατά τα λοιπά την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές προκειμένου να ερευνηθεί για την (άλλη) μερικότερη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα με την μη απόδοση στο Δημόσιο εκ μέρους των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων, ως εκπροσώπων και διαχειριστών της εταιρείας ..., του φόρου προστιθέμενης αξίας 64.671,68 ευρώ που αφορούσε το έτος 2009.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιουνίου 2016.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αριθμός 1278/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Γεωργέλλη), Μαρία Χυτήρογλου - Εισηγήτρια, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χρήστο Βρυνιώτη και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Μαΐου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1)Γ. Κ. του Α. και 2)Δ. Κ. του Α., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ευάγγελο Παπαλάμπρου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2962/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις υπ’ αριθμ.110 και 111 από 18 Ιουνίου 2015 αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 709/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: Α) να γίνουν εν μέρει δεκτές οι αιτήσεις αναίρεσης και δη αναφορικά με: α) την καταδίκη των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων για την μερικότερη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, πράξη που φέρεται ότι τέλεσαν στην Αργυρούπολη Αττικής το έτος 2008 και β) την επιβολή ποινής για την μερικότερη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, πράξη που φέρεται ότι τέλεσαν στην Αργυρούπολη Αττικής το έτος 2009, Β) να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το δεύτερο ως άνω αναιρούμενο μέρος και Γ) να κηρυχθούν αθώοι οι κατηγορούμενοι της πρώτης προηγουμένως αναφερόμενης μερικότερης πράξης, που φέρεται ότι τελέστηκε στην Αργυρούπολη Αττικής, το έτος 2008, με την παρακράτηση ΦΠΑ ποσού 24.805,43 €.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρονται ενώπιον του Αρείου Πάγου οι από 12-6-2015 (δύο) αιτήσεις των κατηγορουμένων για αναίρεση της 2962/2014 απόφασης του Β’ Τριμελούς Εφετείου (επί των πλημμελημάτων), Αθηνών με την οποία καταδικάστηκαν για παράβαση των αρθ. 2 παρ. 1,2,3 περ. Ιη, 45 περ.στ του ν. 3691/2008 σε συνδυασμό με αρθ. 18 παρ. 1 περ.β του νόμου 2523/1997 οι οποίες είναι τυπικά δεκτές και πρέπει να ερευνηθούν περαιτέρω κατ ουσία .
Σύμφωνα με την διάταξη του αρθ. 3 ν.3691/2008 ως εγκληματικές δραστηριότητες που εντάσσονται και τιμωρούνται με τον άνω νόμο που αφορά την "Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και Αλλες διατάξεις", στην νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα εντάσσεται η διάπραξη ενός ή περισσότερων από τα ακόλουθα αδικήματα που καλούνται εφεξής "βασικά αδικήματα": α) εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα (ΠΚ)), β) τρομοκρατικές πράξεις και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (άρθρο 187Α ΠΚ) ιη) Τα αδικήματα της φοροδιαφυγής που προβλέπονται στα άρθρα 17 ,18 με την εξαίρεση της περίπτωσης α της παραγράφου 1 και του αρθ 19 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α), όπως ισχύουν, και β) τα αδικήματα της λαθρεμπορίας που προβλέπονται στα άρθρα 155,156 και 157 του ν. 2360/2001 (ΦΕΚ 265 Α), όπως ισχύουν. "και γ) της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο που προβλέπονται στο αρθ. 25 του ν.1882/1990 όπως ισχύει με την εξαίρεση της περίπτωση α της παραγράφου 1 καθώς και της μη καταβολής χρεών που προκύπτουν από χρηματικές ποινές ή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια ή από διοικητικές ή άλλες αρχές ιθ ) τα προβλεπόμενα και τιμωρούμενα από τις διατάξεις του αρθ. 28 παράγραφος 3 εδ α του ν. 1650/1986 ...κ) κάθε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερία της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των εξ μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος . Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του αρθ. 18 παρ.1 εδ.β ν.2523/1997, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεως της ένδικης πράξης, (Ιανουάριος του 2008 έως Δεκέμβριο του 2009), αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας του φόρου κύκλου - εργασιών και των παρακρατουμένων και επιρριπτομένων φόρων τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας την φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή ΦΠΑ και τιμωρείται με α) φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους εφόσον το προς απόδοση ποσό του κυρίου φόρου, τέλους, ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίστηκε ή επιστράφηκε ή δεν αποδόθηκε υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1000.000) δραχμών (3000 ευρώ) β) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εικοσιπέντε εκατομμύρια δραχμές (25.000.000). Με το αρθ 8 του ν. 4337/2015 που ρυθμίζονται εγκλήματα φοροδιαφυγής και οι ποινικές κυρώσεις που επιβάλλονται ορίζονται τα εξής. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως, παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές, (ολικά ή μερικά), δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, β) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές, γ) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο το φόρο αυτόν. 2. Παρακρατούμενοι φόροι, τέλη και εισφορές είναι εκείνοι που ρητά ορίζονται σε επί μέρους διατάξεις ότι παρακρατούνται και τελικά αποδίδονται στο Δημόσιο ή άλλο φορέα από πρόσωπο διάφορο του πραγματικού φορολογούμενου. 3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στη παράγραφο 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών: α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρύβει υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, ή β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος: αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση.4. Επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας, ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς. Περαιτέρω, κατά το αρθ. 45 του νόμου 3691/2008 1α, β, γ, δ, ε στ αν στ. αν η προβλεπόμενη ποινή για βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση, ο υπαίτιος αυτού τιμωρείται για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ ζ. Αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για βασικό αδίκημα, η τυχόν ποινή κατ’ αυτού ή τρίτου από τους αναφερόμενους στο δεύτερο εδάφιο του στοιχείου στ’ για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από το ίδιο βασικό αδίκημα δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για την τέλεση του βασικού αδικήματος. η. Οι διατάξεις των στοιχείων στ’ και ζ’ δεν ισχύουν στις περιστάσεις του στοιχείου γ’ και στα βασικά αδικήματα που αναφέρονται στην περίπτωση β’ του παρόντος άρθρου. θ. Αν η προβλεπόμενη ποινή για βασικό αδίκημα είναι φυλάκιση και τα προκύψαντα έσοδα δεν υπερβαίνουν το ποσόν των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες είναι φυλάκιση έως δύο ετών. Αν στην περίπτωση αυτή συντρέχουν στο πρόσωπο του υπαιτίου του βασικού αδικήματος ή τρίτου οι περιστάσεις του στοιχείου γ’ , η ποινή για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων είναι φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή από τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. 2. Η άσκηση ποινικής δίωξης και η καταδίκη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες δεν προϋποθέτει ποινική δίωξη ή καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό αδίκημα. Στις περιπτώσεις εξάλειψης του αξιόποινου, αθώωσης λόγω του ότι η πράξη κατέστη ανέγκλητη ή απαλλαγής του υπαιτίου από την ποινή λόγω ικανοποίησης του ζημιωθέντος για το βασικό αδίκημα, για το οποίο προβλέπεται ότι η ικανοποίηση του ζημιωθέντος επιφέρει αυτό το αποτέλεσμα, αίρεται το αξιόποινο ή κηρύσσεται αθώος ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος από την ποινή και για τις συναφείς πράξεις νομιμοποίησης εσόδων. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται όταν το αξιόποινο εξαλείφθηκε λόγω παραγραφής. Από τις άνω διατάξεις προκύπτει α) ότι το αδίκημα της φοροδιαφυγής εντάσσεται στα βασικά αδικήματα στα οποία αναφέρεται ο νόμος 3691/2008 ανεξαρτήτως του χρόνου τελέσεως του, ήτοι, πριν ή μετά την εφαρμογή των νόμων 3842/2010 (αρθ. 77) και 4174/2013 και την προσθήκη στα βασικά αδικήματα του ν. 3691/2008 και εκείνου της φοροδιαφυγής των αρθ. 17 και 18 του ν.2523/1997 όπως ισχύουν, αφού, ως τιμωρούμενα με ποινή στερητική της ελευθερίας της το ελάχιστο όριο της οποίας είναι άνω των εξ μηνών και από την διάπραξη των προκύπτει περιουσιακό όφελος εντάσσονται στην εξυπαρχής προβλεφθείσα διάταξη των βασικών αδικημάτων του άνω νόμου (ήδη περίπτωση κ του αρθ. 3).- Έτσι, ο σχετικός λόγος αναίρεσης εκ του αρθ. 510 αριθμό 1 στοιχ. Ε, κατ’ εκτίμηση του οποίου, οι αναιρεσείοντες αιτιώνται εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου (ν. 3691/2008) διότι καταδικάστηκαν για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, ήτοι από φοροδιαφυγή παρά το γεγονός ότι κατά τον χρόνο τέλεσης των ένδικων πράξεων (2008-2009) δεν ίσχυαν οι άνω διατάξεις των ν.3842/10 και ν.4174/2013 που συμπεριέλαβαν και την φοροδιαφυγή στα βασικά αδικήματα του ν.3691/2008, πρέπει να απορριφθεί ώς αβάσιμος, δεδομένου ότι οι πράξεις της φοροδιαφυγής, ως αποφέρουσες όφελος στον δράστη, και τιμωρούμενες με ποινή της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών, ανήκαν από την αρχή ισχύος του νόμου 3691/2008 στα βασικά αδικήματα του αρθ. 3 περ κ, και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Αντίθετα για την μερικότερη πράξη που φέρεται ότι τέλεσαν με την παρακράτηση, για τη χρήση 2008, ποσού ΦΠΑ 24. 805, 43 ευρώ, ενόψει της πρόβλεψης του επιεικέστερου νόμου του άρθρου 66 παρ.1, 3β ν.4337/2015, που προβλέπει όπως αναφέρθηκε πιο πάνω ότι τιμωρείται η πράξη της φοροδιαφυγής μόνο εφόσον το ποσό που αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας υπερβαίνει το ποσό των 50000 ευρώ θα πρέπει, αναιρουμένης της αποφάσεως κατά τούτο και αφού κρατηθεί από τον Άρειο Πάγο, κατά το μέρος αυτό, κηρυχθούν αθώοι (άρθρα 511, 514, 518 ΚΠΔ).
Περαιτέρω η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Η ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπό επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπ’ όψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης, δέχθηκε κατά πλειοψηφία (ενός εκ των μελών του έχοντος την γνώμη ότι έπρεπε να κηρυχθούν αθώοι οι αναιρεσείοντες), κατά την αναιρετικώς, ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που, κατ’ είδος αναφέρει, απεδείχθησαν-κατά πιστή μεταφορά τα εξής : "Στην Αργυρούπολη Αττικής εντός του χρονικού διαστήματος από τον Ιανουάριο του 2008 μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του 2009 οι κατηγορούμενοι προέβησαν σε χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την διακίνηση μέσω αυτού εσόδων προερχομένων από εγκληματικές δραστηριότητες και ειδικότερα όπως προκύπτει από την υπ αριθμόν 122/2011 από 24.10.2011 απόφαση του Προέδρου της Αρχής του αρθ. 7 ν.3691/2008 παρακράτησαν για τις χρήσεις και 2009 το ποσό των 64.671,68 ευρώ ...ως νόμιμοι εκπρόσωποι και διαχειριστές της εταιρείας με την επωνυμία "..." και στη συνέχεια το ανέμειξαν με άλλα νομίμως κατεχόμενα από αυτούς περιουσιακά στοιχεία και το χρησιμοποίησαν στις εν γένει οικονομικές δραστηριότητες τους διακινώντας το παράλληλα μέσω του τραπεζικού συστήματος με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα. Για το βασικό αδίκημα της μη απόδοσης του ανωτέρου ποσού ΦΠΑ οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι με την υπ αριθμόν 7251/2013 οριστική απόφαση του παρόντος δικαστηρίου και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 6 μηνών, η υπόθεση όμως κατελήφθη από την διάταξη του αρθ. 8 παρ.4 εδ α και β του ν 4198/2013 λόγω του ύψους της ποινής και τέθηκε στο αρχείο με την υπ αριθμόν 1/2014 διάταξη του εισαγγελέα του παρόντος δικαστηρίου χωρίς εκ του λόγου τούτου, όμως, να επηρεασθεί ως ανωτέρω εξετέθη το αξιόποινο της παρούσας πράξης της νομιμοποίησης των εσόδων από το βασικό αδίκημα.
Συνεπώς, κατά την κρατήσασα γνώμη πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι κατά το κατηγορητήριο και τους αναγνωρισθεί ομοφώνως το και πρωτοδίκως αναγνωρισθεί σε αυτούς ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων". Με το διατακτικό της, κήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες - κατηγορούμενους ως υπαίτιους του ότι "Στην Αργυρούπολη Αττικής εντός του χρονικού διαστήματος από Ιανουάριο μέχρι τέλους Δεκεμβρίου 2009, προέβησαν στην χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα με την διακίνηση μέσω αυτού εσόδων προερχομένων από εγκληματολογικές δραστηριότητες και ειδικότερα όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμόν 122/2011 από 24-10-2011 απόφαση του Προέδρου της Αρχής του αρθ. 7 του ν.3691/2008 παρακράτησαν για την χρήση του έτους 2009 ποσό ΦΠΑ 64.671,68 ευρώ αντιστοίχως ως εκπρόσωποι και διαχειριστές της εταιρείας ... και στην συνέχεια το ανέμειξαν με άλλα νομίμως κατεχόμενα από αυτούς περιουσιακά στοιχεία και το χρησιμοποίησαν στις εν γένει οικονομικές τους δραστηριότητές, διακινώντας το παράλληλα μέσω του Τραπεζικού συστήματος με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, χωρίς εξειδίκευση ή αναφορά των περιουσιακών στοιχείων των αναιρεσειόντων με τα οποία ανέμειξαν το ποσό των 64,671, 68 ευρώ που αντιστοιχούσε στον ΦΠΑ που δεν απέδοσαν, όπως και το είδος των οικονομικών των δραστηριοτήτων, για τις οποίες το χρησιμοποίησαν ή έστω τον τρόπο διακίνησης του στην προσπάθεια των να του δώσουν νομιμοφανή υπόσταση, μη αρκούσης της αόριστης αναφοράς ότι το διακίνησαν μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος (το οποίο ουδέ κάν προσδιορίζουν κατά λογαριασμό ή τραπεζικό φορέα), η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που απαιτεί η διάταξη του αρθ.93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ. ώστε να είναι ευχερής ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής των άνω διατάξεων. Επομένως, ο εκ του αρθ 510 παρ. 1 στοιχ, Δ του Κ.Ποιν.Δ., λόγος αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός κατά τούτο, αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και κατά το άνω μέρος, και, παραπεμφθεί κατά τούτο για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Ποιν.Δ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 2962/2014 απόφαση του Β Τριμελούς Εφετείου (επί των πλημμελημάτων) Αθηνών.
Κηρύσσει τους αναιρεσείοντες 1) Δ. Κ. του Α. και της Α. και 2) Γ. Κ. του Α. και της Α. κατοίκων ... (...) αθώους για την μερικότερη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα που φέρεται ότι τέλεσαν στην Αργυρούπολη Αττικής το έτος 2008 με την μη απόδοση στο Δημόσιο, με την ιδιότητα των εκπροσώπων και διαχειριστών της εταιρείας "...", του φόρου προστιθέμενης αξίας για το άνω έτος ποσού 24.805,43 ευρώ.
Παραπέμπει κατά τα λοιπά την υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους δικαστές προκειμένου να ερευνηθεί για την (άλλη) μερικότερη πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα με την μη απόδοση στο Δημόσιο εκ μέρους των κατηγορουμένων - αναιρεσειόντων, ως εκπροσώπων και διαχειριστών της εταιρείας ..., του φόρου προστιθέμενης αξίας 64.671,68 ευρώ που αφορούσε το έτος 2009.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουνίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Ιουνίου 2016.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish
5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"
Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ