1. Προέδρου της Ε.Δ.Ε., Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ- Εφέτη
2. Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Μιχάλη Καλογήρου
3. Ομιλία του Προέδρου του Αρείου Πάγου
3. Ομιλία του Προέδρου του Αρείου Πάγου
==========
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ
ΤΗΣ 15ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018
Του Προέδρου της Ε.Δ.Ε.,
Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ- Εφέτη
Κυρίες
και κύριοι,
Σας καλωσορίζουμε στην
αποψινή ετήσια Γενική Συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Η μαζική
παρουσία εκατοντάδων συναδέλφων και η υψηλή εκπροσώπηση των πολιτικών κομμάτων
καταδεικνύουν για άλλη μια χρονιά τον κομβικό ρόλο της Ένωσης που με κόπο και
δουλειά κατακτήθηκε τα τελευταία χρόνια και μας επιφορτίζουν με την ευθύνη
ουσιαστικών παρεμβάσεων στα κορυφαία θεσμικά ερωτήματα που τίθενται και αφορούν
τη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Η χρονική συγκυρία της φετινής Γενικής
Συνέλευσης που συμπίπτει με την έναρξη των διαδικασιών αναθεώρησης του
Συντάγματος μας δίνει μια ευκαιρία να διατυπώσουμε τις θέσεις και τους προβληματισμούς
μας και να ακούσουμε και τις τοποθετήσεις των πολιτικών κομμάτων. Η επικέντρωση
στο μείζον και επίκαιρο ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης δεν σημαίνει ότι
παραβλέπουμε και δεν ιεραρχούμε ως ιδιαίτερα σημαντικά άλλα θέματα που αφορούν
την καθημερινή επαφή του πολίτη με τη Δικαιοσύνη, το δομικό πρόβλημα της
καθυστέρησης, τον υπερβολικό αριθμό υποθέσεων που καλείται να χειριστεί ο κάθε
συνάδελφος με υπερένταση της εργασίας του, τις τεράστιες ελλείψεις σε
γραμματειακή υποστήριξη, τα μειωμένα κονδύλια για την κάλυψη των αναγκών
συντήρησης των δικαστικών μεγάρων σε όλη τη Χώρα. Για όλα αυτά ο αγώνας της
Ένωσης είναι καθημερινός. Η επιστροφή στο κλίμα συνεννόησης και διαλόγου με το
Υπουργείο Δικαιοσύνης τους τελευταίους μήνες έλυσε ορισμένα άμεσα θέματα και
ικανοποίησε αιτήματά μας, όπως η αναστολή του νόμου για την ιδιωτική
διαμεσολάβηση, η επικείμενη νομοθετική λύση του χρόνου πρακτικής άσκησης των
δικαστικών και εισαγγελικών Παρέδρων, η προώθηση του σχεδίου για την αναμόρφωση
του τρόπου εισαγωγής Ειρηνοδικών μέσα από εξετάσεις και σπουδές στην Εθνική Σχολή
Δικαστών. Έχουν βέβαια πολλά βήματα ακόμα να γίνουν. Έχουμε ανοιχτό το θέμα της
ψήφισης του νέου ΚΟΔΚΔΛ η επεξεργασία του οποίου έχει ολοκληρωθεί, του ποινικού
κώδικα και του κώδικα ποινικής δικονομίας, την υιοθέτηση της πρότασής μας για
την δικαστική μεσολάβηση, που θα δημιουργήσει ευνοϊκές προϋποθέσεις για την
συγκράτηση της δικαστικής ύλης σε ελεγχόμενα επίπεδα, την επαναφορά των
συντάξεων των συνταξιούχων συναδέλφων στα επίπεδα που αναγνωρίστηκαν με
αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις.
Ο κίνδυνος της άκριτης δημαγωγίας- Η ωφέλιμη κοινωνική κριτική
Στη
φετινή 61η Γενική Συνέλευση της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών στο Μαρόκο επισημάνθηκε
ιδιαίτερα ο κίνδυνος της δημαγωγίας ως απειλής για τα δικαστικά συστήματα στον
κόσμο. Υπήρξαν γραπτές αναφορές από 29 κράτη και έγινε μια διάκριση ανάλογα με
την πηγή από την οποία προέρχονταν τέτοιες επιθέσεις. Η συντριπτική πλειοψηφία
των Δικαστικών Ενώσεων αναφέρθηκε σε απαράδεκτες παρεμβάσεις και σχολιασμούς
πολιτικών προσώπων. Και για να μη μένει αμφιβολία περί του ότι το φαινόμενο
αυτό είναι εκτεταμένο όχι μόνο στον αναπτυσσόμενο κόσμο αλλά απασχολεί και τις
ανεπτυγμένες χώρες, θα αναφέρω μερικά παραδείγματα: Στην Αυστραλία ο Αν.
Υπουργός Οικονομικών επέπληξε δημόσια δικαστή, που έδειξε επιείκεια σε
κατηγορούμενο για τρομοκρατία λέγοντας ότι συμπεριφορές δικαστών σαν κι’ αυτήν
διαβρώνουν την εμπιστοσύνη στο δικαστικό σύστημα και χαρακτήρισε τον δικαστή ως
ακροαριστερό ακτιβιστή. Παρόμοιες δηλώσεις έγιναν για την ίδια υπόθεση και από
άλλους υπουργούς. Στην Αυστρία μετά την αθώωση δύο μεταναστών σε υπόθεση
βιασμού, ο αντικαγκελάριος, Στράχε, χαρακτήρισε την απόφαση σκανδαλώδη και μη
ανεκτή, ενώ άλλοι πολιτικοί πλειοδότησαν και κατηγόρησαν τη δικαιοσύνη ότι
προβαίνει σε διακρίσεις εναντίον των Αυστριακών πολιτών. Στη Γερμανία το
Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο δέχτηκε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις και
μετά από ειδικό έλεγχο πρέπει να δίνεται η δυνατότητα ευθανασίας σε ασθενείς
που βρίσκονται σε τελικό στάδιο μιας νόσου. Ο υπουργός Υγείας έδωσε εντολή στις
αρμόδιες αρχές να αγνοήσουν την συγκεκριμένη δικαστική απόφαση. Στην Πορτογαλία
μεταξύ του 2012-2014 ο τότε πρωθυπουργός κατηγόρησε το Συνταγματικό Δικαστήριο
ότι ανατρέπει τα αναγκαία δημοσιονομικά μέτρα. Πέρα από τους υπουργούς και τους
βουλευτές, ανεπίτρεπτη, αβάσιμη και προπαγανδιστική ρητορική αναφέρθηκε ότι
ασκείται από τα μέσα ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ένα από τα
πιο ενδιαφέροντα ευρήματα είναι η σύνδεση της δημαγωγίας με την ακολουθούμενη σ’
ένα δεύτερο στάδιο αυταρχική πολιτική, η οποία περιλαμβάνει μια βίαιη επίθεση
στη δικαστική ανεξαρτησία με προώθηση χειρουργικών νομοθετικών παρεμβάσεων. Χαρακτηριστικό
παράδειγμα αυταρχισμού και ελλειμματικής δημοκρατίας αποτελεί εδώ και καιρό η
Πολωνία. Μετά την διάλυση της Δικαιοσύνης η Κυβέρνηση της Πολωνίας έχει ανοίξει
το δρόμο για την καταπάτηση ατομικών δικαιωμάτων και κοινωνικών ελευθεριών. Τα
ίδια βλέπετε ότι συμβαίνουν τελευταία και στην Ουγγαρία. Έχει λεχθεί ότι η συνταγματική επιστήμη
ωριμάζει μέσα από το φαινόμενο της συσσώρευσης που προϋποθέτει μια διαδικασία
κατά την οποία συγκεντρώνονται βαθμιαία διάφορα ιζηματογενή υλικά. Υπ’ αυτήν
την μεταφορική έννοια η συσσώρευση ιζημάτων δημιουργεί νέες διαστρωματώσεις που
εξελίσσουν το Συνταγματικό Δίκαιο είτε προς μια θετική είτε προς μία
αντιδραστική κατεύθυνση. Η συνεχής και τυφλή επιθετική ρητορική απέναντι σε
δικαστές, εισαγγελείς και δικαστικές αποφάσεις, δημιουργεί σταδιακά ένα χάσμα
ανάμεσα στα δικαστήρια και στους πολίτες και μια ανεπανόρθωτη φθορά στην
αναγκαία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κοινωνίας και δικαιοσύνης. Η αντίδραση του
νομικού κόσμου της χώρας και των υπεύθυνων πολιτικών κομμάτων σ’ αυτόν τον
κίνδυνο πρέπει να είναι άμεση και αποτελεσματική πριν την εδραίωση μιας ψευδούς
κοινωνικής συνείδησης και τη δημιουργία αμετάκλητων καταστάσεων. Κύριο μέσο άμυνας είναι τα οργανωμένα γραφεία
τύπου, οι πειστικές, εμπεριστατωμένες απαντήσεις και η υπεύθυνη ενημέρωση της
κοινής γνώμης. Προτάθηκαν από τη Διεθνή Ένωση και άλλα μέτρα όπως η απλή γλώσσα
στην οποία πρέπει να είναι διατυπωμένες οι δικαστικές αποφάσεις, οι ομιλίες και
οι παρεμβάσεις δικαστών σε σχολές και χώρους εκπαίδευσης, η «Ανοιχτή
Δικαιοσύνη» με συχνές επισκέψεις πολιτών στα δικαστήρια και η ενημέρωσή τους
για τον τρόπο λειτουργίας και οργάνωσης των δικαστηρίων.
Ο
σκοπός και τα κίνητρα τέτοιων δημαγωγικών επιθέσεων, προπομπών πολιτικών
σχεδιασμών ενίσχυσης και ασυδοσίας της εκτελεστικής εξουσίας, δεν έχουν φυσικά
καμία σχέση με τον αναγκαίο σχολιασμό και την κριτική σε δικαστικές αποφάσεις,
που είναι απόλυτα θεμιτή και καλοδεχούμενη. Οι δικαστές δεχόμαστε και πρέπει να
δεχόμαστε την κοινωνική κριτική που ασκείται με αφορμή την έκδοση κάποιας
απόφασης. Η δικαστική εξουσία δεν είναι στεγανό, που βρίσκεται έξω και πάνω από
το λαό, ούτε διεκδικεί το αλάθητο. Οφείλει να αφουγκράζεται και να ακούει. Οι
αποφάσεις των δικαστηρίων εκδίδονται στο όνομα του λαού και η εξουσία μας
πηγάζει από το λαό. Κυριαρχεί μια αντίληψη τις τελευταίες δεκαετίες, η οποία
δαιμονοποιώντας τον λαϊκισμό, ως συνεκδοχή ενός πανταχού παρόντος κακού, συμπαρασύρει
και τον λαό. Η κυριαρχία ενός δήθεν αντιλαϊκιστικού ορθολογισμού θέτει τον λαό
και τα αιτήματά του στο περιθώριο. Χαρακτηρίζεται εύκολα σήμερα «λαϊκιστής»
καθένας που έστω και κατ’ ελάχιστο απομακρύνεται από την κυρίαρχη αντίληψη, την
αντίληψη των ειδικών. Φαίνεται πολύ βολικό να αποδίδεται κάθε υγιής κοινωνική
αντίδραση στη φθοροποιό δράση του λαϊκισμού, ώστε αυτομάτως να δικαιώνεται η
άποψη των τεχνοκρατών, με τους πολίτες στη γωνία, συκοφαντημένους συλλήβδην ως «συντεχνίες».
Λέει ο Jacques Ranciere «Λαϊκισμός είναι το βολικό όνομα στο οποίο υποκρύπτεται η οξυμμένη
αντίφαση ανάμεσα στη λαϊκή νομιμότητα και στην επιστημονική νομιμότητα, η
δυσκολία της κυβέρνησης της επιστήμης να αποδεχθεί τις εκφάνσεις της δημοκρατίας,
ακόμα και της μεικτής μορφής του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Το όνομα τούτο
συγκαλύπτει και συνάμα αποκαλύπτει την μεγάλη ευχή της ολιγαρχίας : να
κυβερνήσει δίχως λαό, να κυβερνήσει δίχως πολιτική». Συνάδελφοι, όπως δεν
επιθυμούμε την καταστροφική δημαγωγία το ίδιο πρέπει να απορρίπτουμε μια
δημοκρατία δίχως δήμο, εξουσίες απρόσιτες, αλαζονικές και αυτονομημένες από τον
λαό.
Συνταγματική αναθεώρηση και Δικαιοσύνη
Η
Ένωσή μας δεν βιάστηκε να τοποθετηθεί και να πάρει θέση στον πρώιμο διάλογο που
είχε ξεκινήσει με την Επιτροπή Διαλόγου για τις συνταγματικές διατάξεις που
χρειάζεται να αναθεωρηθούν. Πιστεύουμε ότι η λογική σειρά των πραγμάτων είναι η
αντίστροφη από αυτήν που ακολουθήθηκε. Πρώτα να τοποθετούνται τα πολιτικά
κόμματα, να παίρνουν αυτά τις πρωτοβουλίες και την πολιτική ευθύνη, να
χαράσσουν μια μακροχρόνια στρατηγική για το πώς θα πρέπει να λειτουργεί το
πολίτευμα με βάση την πολιτική εμπειρία που υπάρχει, ανταποκρινόμενα στον
συνταγματικό τους ρόλο και μετά να ζητούν τις απόψεις της κοινωνίας και των
φορέων ώστε να διαμορφωθεί ο κατάλογος των αναθεωρητέων διατάξεων. Αυτή τη
χρονική στιγμή που οι προτάσεις των πολιτικών κομμάτων έχουν αποκρυσταλλωθεί, θα
εκθέσω και την άποψη της Ένωσης επί αυτών των προτάσεων στο κομμάτι που αφορά
τα άρθρα 87 επ. για την Δικαστική Εξουσία.
Ένα πάγιο αίτημα του δικαστικού σώματος, το
οποίο αποτελεί σύνηθες αντικείμενο συζήτησης ιδίως σε περιόδους που
αναπτύσσονται αναθεωρητικές πρωτοβουλίες και θεωρώ ότι είναι πλέον αρκετά ώριμο
να υιοθετηθεί από τη Βουλή είναι η αλλαγή του άρθρου 90 παρ. 5 που αφορά τον
τρόπο επιλογής των προέδρων και αντιπροέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων καθώς και
του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Η επιλογή αυτή γίνεται από το Υπουργικό
Συμβούλιο, μία πρακτική που έδωσε αρκετές αφορμές να αμφισβητηθούν μέχρι σήμερα
κυβερνητικές επιλογές, να γίνεται κριτική για παραβίαση της αρχαιότητας, να
δημιουργείται μια εντύπωση στην κοινωνία περί ύπαρξης συγκοινωνούντων δοχείων
μεταξύ κυβέρνησης και δικαιοσύνης. Η διαμορφωθείσα αυτή κοινωνική αντίληψη πλήττει
βαθιά την αξιοπιστία του δικαστικού συστήματος και πολλές φορές είναι και άδικη
για ικανούς συναδέλφους που κατέχουν τέτοιες θέσεις.
Η πρόταση του κυβερνώντος
κόμματος δεν περιέχει καμία αναφορά στα άρθρα αυτά. Θα πρέπει ωστόσο να
σημειώσω ότι ο Αν Υπουργός Δικαιοσύνης σε πρόσφατο άρθρο του (εφημερίδα Νέα
Σελίδα της 30ης Σεπτεμβρίου) υποστήριξε την ανάγκη αναθεώρησης του
άρθρου 90 παρ. 5, διατυπώνοντας την άποψη ότι η ηγεσία της Δικαιοσύνης δεν θα
πρέπει να εκλέγεται από την κυβέρνηση αλλά από τους ίδιους τους δικαστές και
εισαγγελείς, όλων των βαθμών, με μυστική ψηφοφορία. Αναγνώρισε βέβαια ότι
επειδή το πολιτικό σύστημα δεν είναι ώριμο για μια τέτοια ριζική αλλαγή,
υπάρχει και μια ενδιάμεση λύση: το Υπουργικό Συμβούλιο να επιλέγει την ηγεσία
της Δικαιοσύνης μεταξύ τριών που θα έχουν προεπιλεγεί με μυστική ψηφοφορία των
συναδέλφων τους όλων των βαθμών. Η πρόταση της Ν.Δ. προβλέπει να ενεργούνται οι
προαγωγές από ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή μεταξύ των αρχαιοτέρων δικαστών,
χωρίς κυβερνητική παρέμβαση. Το ΚΚΕ να εκλέγεται από ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα.
Το ΠΟΤΑΜΙ να γίνεται προεπιλογή από το κάθε Ανώτατο Δικαστήριο, να ακολουθεί
συζήτηση στη Βουλή και η τελική επιλογή να γίνεται από τον ΠτΔ. Οι ΑΝ.ΕΛ.
προτείνουν μια προεπιλογή με ψηφοφορία μεταξύ των δικαστικών λειτουργών και μια
τελική επιλογή με κλήρωση ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου. Παρατηρούμε ήδη
μία τάση να διαμορφώνεται: Την αμφισβήτηση του ρόλου του τελικού κριτή της
επιλογής από την Κυβέρνηση καθώς και την δημιουργία ενός σταδίου προεπιλογής
από το ίδιο το Δικαστικό Σώμα.
Τις ίδιες περίπου
αντιλήψεις πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα εξέφρασε και η GRECO, η Επιτροπή κατά της Διαφθοράς του
Συμβουλίου της ΕΕ, στο τέταρτο κύκλο αξιολόγησης που έκανε για την Ελλάδα και
υιοθετήθηκε στην 68η Ολομέλειά της στις 19-6-2015, όπου τόνισε
σχετικά: «Ζητήματα ανεξαρτησίας φαίνεται να ανακύπτουν κυρίως σε σχέση με τις
ανώτερες θέσεις στο δικαστικό σώμα…Οι θέσεις αυτές υπόκεινται σε δυνητικά
έντονες επιρροές της εκτελεστικής εξουσίας. Ο ισχυρός πολιτικός ρόλος της
κυβέρνησης σε συνδυασμό με την απουσία συγκεκριμένης θητείας, σημαίνει ότι αυτά
τα ανώτερα καθήκοντα δικαστών και εισαγγελέων είναι θεωρητικώς αντικαταστήσιμα
ανά πάσα στιγμή, μαζί με τις αλλαγές στη βουλή και την κυβέρνηση που έχουν
τετραετή θητεία». Η πρόταση της GRECO ήταν επί του προκειμένου «να αναθεωρηθεί η μέθοδος επιλογής
στις ανώτερες θέσεις δικαστών και εισαγγελέων έτσι ώστε να συμμετέχουν και οι
ίδιοι στην διαδικασία». Στις 18 Οκτωβρίου 2017 εγκρίθηκε η έκθεση συμμόρφωσης
της Ελλάδας στις προτάσεις της GRECO. Στη σύσταση 12 επισημαίνεται ότι οι ελληνικές αρχές
δεν συμμορφώθηκαν με τις προτάσεις προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι η
συγκεκριμένη αλλαγή απαιτεί συνταγματική αναθεώρηση. Είναι επομένως κατάλληλη
πλέον η χρονική συγκυρία για μια βαθιά θεσμική τομή στο ζήτημα αυτό.
Ο
κοινός νομοθέτης με το ν. 3841/2010, όπως αυτός τροποποίησε το άρθρο 49 παρ. 3
ΚΟΔΚΔΛ, θέσπισε μια διαδικασία, η οποία οριοθετεί την εντελώς απεριόριστη
πολιτική ευχέρεια της Κυβέρνησης ως προς την επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης.
Προσέθεσε ακόμα ένα όργανο, το οποίο διαθέτει ευρύτερη πολιτική εκπροσώπηση. Το
Υπουργικό Συμβούλιο πλέον με εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης προεπιλέγει έξι
από τους δικαστικούς λειτουργούς που έχουν τα τυπικά προσόντα και στη συνέχεια
απευθύνεται στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, η οποία διατυπώνει τη γνώμη
της μετά από ακρόαση των υποψηφίων. Η γνώμη της διάσκεψης των Προέδρων μολονότι
ζητείται από τον Υπουργό, δεν τον δεσμεύει κατά τη διατύπωση της εισήγησής του
προς το Υπουργικό Συμβούλιο. Πέρα από τους προβληματισμούς που διατυπώθηκαν ως
προς την συνταγματικότητα μιας διαδικασίας προεπιλογής από ένα επιπλέον
συμβουλευτικό όργανο το οποίο δεν προβλέπεται στο Σύνταγμα, τίθεται εδώ και
πάλι η έλλειψη οποιασδήποτε συμμετοχής του Δικαστικού Σώματος στην διαδικασία. Συμμερίζομαι
βεβαίως κι’ εγώ την άποψη ότι η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να αποτελεί «στεγανό», να
αποκόπτεται πλήρως από τα όργανα της πολιτείας που εκλέγονται άμεσα ή έμμεσα
από το εκλογικό σώμα και λογοδοτούν για τις πολιτικές τους επιλογές στον λαό. Δεν
συνιστά επομένως απόδειξη ανωριμότητας του πολιτικού συστήματος, όπως
ισχυρίζεται ο Αν. Υπουργός Δικαιοσύνης, η μη επιλογή της ηγεσίας της
δικαιοσύνης αποκλειστικά από τους δικαστές και εισαγγελείς. Προσδίδει αντίθετα
ισχυρή λαϊκή νομιμοποίηση στη Δικαιοσύνη η τελική επιλογή της ηγεσίας της από
τη Βουλή. Η προεπιλογή ωστόσο των Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών που θα
κριθούν για τέτοιες θέσεις πρέπει να γίνεται από τους συναδέλφους τους. Οι
Δικαστές και Εισαγγελείς γνωρίζουν καλύτερα από όλους τη νομική επάρκεια, το
δικαστικό σθένος, τον ισχυρό και ανεξάρτητο χαρακτήρα του κάθε υποψηφίου. Η μακρόχρονη διαδρομή και η
πορεία του καθενός από μας στο δικαστικό σώμα είναι γνωστή και αποτελεί εγγύηση
ορθής κρίσης στην επιλογή μας.
Αναφορικά
με την πρόταση που κατατέθηκε για κατάργηση του Μισθοδικείου και ανάθεση της
επίλυσης των διαφορών για μισθολογικά θέματα δικαστών στο ΑΕΔ: Είναι αναμφίβολα
μια πρόταση θετική. Συνιστά νομικό εξάμβλωμα και παγκόσμια πρωτοτυπία η
δημιουργία Ειδικού Δικαστηρίου ως απόδειξη Συνταγματικής δυσπιστίας στην κρίση
των επιφορτισμένων να αποδίδουν Δικαιοσύνη Λειτουργών. Η πράξη έδειξε ότι οι
αποφάσεις του Μισθοδικείου κινούνται στην ίδια νομική λογική με την προηγούμενη
νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων και επομένως η συνέχιση της ύπαρξής του
είναι αδικαιολόγητη.
Κατατέθηκε
πρόταση για απαγόρευση σε εν ενεργεία ή διατελέσαντες δικαστικούς λειτουργούς
επί τριετία μετά την αποχώρησή τους από το σώμα, η συμμετοχή τους με
οποιαδήποτε ιδιότητα στην Κυβέρνηση και η τοποθέτησή τους σε πολιτικές θέσεις.
Την πρόταση αυτή την διατύπωσα για πρώτη φορά στο ΔΣ της Ένωσής μας το έτος
2014 και έκτοτε την επαναλαμβάνω σταθερά όποτε έχω την ευκαιρία. Είναι μια
πρόταση εξυγιαντική για το Δικαστικό Σώμα, θέτοντας τον αναγκαίο χρονικό
περιορισμό για κατάληψη οποιασδήποτε θέσης στο Δημόσιο ή στην πολιτική για τους
συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς και αποκλείοντας την οποιαδήποτε σκέψη
για αθέμιτη διασταύρωση των τριών κρατικών λειτουργιών. Τα συμπεράσματα αυτά
δεν είναι μόνο δικά μας. Θα αναφερθώ και πάλι στην GRECO, η οποία παρατήρησε αρχικά ότι στην
πράξη υπάρχουν φορείς και ανεξάρτητες αρχές στις οποίες συμμετέχουν κατά κανόνα
εν ενεργεία ή πρώην δικαστές. Σημείωσε τις ανησυχίες που εξέφρασε η κοινωνία
για την επικουρική απασχόληση δικαστών σε διαιτησίες ή την απασχόληση μετά την
αποχώρηση από την υπηρεσία και θεώρησε ότι η Ελλάδα ίσως χρειαστεί να μελετήσει
αυτά τα ζητήματα. Σε άλλες περιπτώσεις αξιολόγησης δικαστικών συστημάτων, όπως
στη Σλοβενία, ζήτησε να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα ώστε να αποφευχθεί μια
τέτοιου είδους σύγκρουση συμφερόντων.
Θυμίζω ότι και ο Αν. Υπουργός Δικαιοσύνης αποδέχτηκε ότι μία νομοθετική
παρέμβαση ώστε κανένας δικαστικός λειτουργός να μην τοποθετείται ως μέλος
ανεξάρτητης Αρχής πριν παρέλθει διετία από την αποχώρησή του, συμβάλει στην
θεσμική θωράκιση της Δικαιοσύνης.
Είμαστε
κάθετα αντίθετοι στην πρόταση που κατατέθηκε να εκφράζουν γνώμη οι δικηγορικοί
σύλλογοι στην υπηρεσιακή εξέλιξη ενός δικαστικού λειτουργού. Η ανεξαρτησία των
δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών από οποιαδήποτε επιρροή, αξιολόγηση και
παρέμβαση τρίτου φορέα, είτε πολιτικών κομμάτων, είτε νομομαθών είναι από τα
σημεία εκείνα στα οποία το Ελληνικό Σύνταγμα υπερέχει έναντι άλλων Συνταγμάτων
και τούτο αναγνωρίζεται και σε διεθνές επίπεδο. Αναγνωρίστηκε και πάλι από την GRECO ότι «το ελληνικό δικαστικό σύστημα
είναι έντονα αυτοδιοικούμενο, γεγονός που αποτελεί σημαντικό παράγοντα από την
άποψη της ανεξαρτησίας» και σε άλλο σημείο αναφερόμενη στην επαγγελματική
αξιολόγηση των δικαστικών λειτουργών ότι «το σύστημα αυτό αποτελεί όντως ένα
σύστημα αξιολόγησης άξιο επαίνου». Θέλουμε λοιπόν αυτό το σύστημα να το
αλλοιώσουμε και να εισάγουμε ένα μικτό σύστημα στο οποίο δικαίωμα παρέμβασης
και διατύπωσης άποψης θα έχουν και οι δικηγορικοί σύλλογοι; Μια τέτοια πρόταση
αποτελεί κατ’ αρχήν έμμεση μομφή και διατύπωση δυσπιστίας στο ρόλο του Ανωτάτου
Δικαστικού Συμβουλίου. Κατά δεύτερον βρίσκεται προφανώς εκτός πραγματικότητας
και δε λαμβάνει υπόψη της τον ελεγκτικό ρόλο των δικηγόρων στο έργο δικαστών
και εισαγγελέων, αναθέτοντάς τους τον ρόλο του κριτή του κριτή τους. Πόσο
ελεύθερος και ανεπηρέαστος θα είναι ο δικαστικός λειτουργός σε ένα επαρχιακό
δικαστήριο όταν θα κρίνει υπόθεση του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου, ο
οποίος με την σειρά του θα εκφράσει γνώμη για την προαγωγή και την μετάθεσή
του; Μια τέτοια εξέλιξη θα πρέπει να καταδικαστεί και από την δικηγορική
κοινότητα για τον απλούστατο λόγο ότι θα δημιουργήσει ανισότητες μεταξύ των
ίδιων των δικηγόρων και των πολιτών φυσικά που εκπροσωπούν.
Θετική
νομίζω είναι και η πρόταση για κατάργηση της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα
παρέμβασης του Υπουργού Δικαιοσύνης στις προαγωγές μας αλλά και στην πειθαρχική
δίωξη σε βάρος των δικαστικών λειτουργών. Άλλες προτάσεις που κατατέθηκαν όπως
η εκδίκαση εφέσεων από πολυμελή δικαστήρια ή ρυθμίσεις για την επιτάχυνση,
εισαγωγή ηλεκτρονικών τεχνολογιών αποτελούν θέματα που πιστεύουμε δεν μπορούν
να ενταχθούν στο κείμενο του Συντάγματος αλλά μπορούν να ρυθμίζονται σε επίπεδο
τυπικού νόμου. Τέλος υπάρχουν προτάσεις, όπως αυτή της αύξησης των ορίων
ηλικίας αποχώρησης των δικαστικών λειτουργών από την υπηρεσία τους, που γεννούν
προβληματισμούς, αποτελούν σημείο διαφωνιών ακόμα και μέσα στο Δικαστικό Σώμα
και για το λόγο αυτό τις οριστικές αποφάσεις καλείται να λάβει σήμερα η Γενική
Συνέλευση, το Ανώτατο Όργανο της Ένωσης.
Η Δικαιοσύνη στο επίκεντρο της πολιτικής
αντιπαράθεσης
Θα
αναφερθώ στη συνέχεια σε ορισμένες διαπιστώσεις και προτάσεις της GRECO για το ελληνικό δικαστικό σύστημα, οι
οποίες δεν είναι ευρέως γνωστές. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στο άρθρο 86 του
Συντάγματος για την ποινική ευθύνη των Υπουργών. Θεωρήθηκε ότι ο αποφασιστικός
ρόλος της Βουλής στην άσκηση ποινικών διώξεων, στην ανάκριση και στην
προανάκριση μελών της Κυβέρνησης, προκαλεί ανησυχίες για την λειτουργική
αυτονομία των εισαγγελιών και την ανεξαρτησία και αμεροληψία των διαδικασιών.
Προτάθηκε η τροποποίηση της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης έτσι ώστε να
μην παρακωλύεται ή εμποδίζεται η ποινική δίωξη προσώπων που διατελούν ή
διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης. Εκτενής αναφορά έγινε και στα άρθρα 61 και 62
του Συντάγματος και στα σχετικά άρθρα του Κανονισμού της Βουλής για την
βουλευτική ασυλία. Παρατηρήθηκε ότι η
διεθνής εμπειρία στην επεξεργασία αδικημάτων διαφθοράς δείχνει πως συχνά πρέπει
να ζητηθεί στην πράξη η δικαστική συνδρομή τρίτων χωρών σε υποθέσεις υψηλού
προφίλ και αρκετές φορές τα οικονομικά στοιχεία διατίθενται μόνο σε
μεταγενέστερο στάδιο. Η GRECO κατέληξε στην πρόταση ότι πρέπει να ληφθούν αποφασιστικά
μέτρα για να διασφαλιστεί ότι οι διαδικασίες άρσης της ασυλίας βουλευτών δεν
παρεμποδίζουν ή κωλύουν την ποινική δίωξη βουλευτών για τους οποίους υπάρχουν
υποψίες διάπραξης αδικημάτων διαφθοράς, ιδίως με τον προσδιορισμό σαφών κανόνων
και κριτηρίων στον τομέα αυτό. Ωστόσο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι πέρα από τα
συγκεκριμένα αδικήματα διαφθοράς, η βουλευτική ασυλία, που απαντάται στα
περισσότερα σύγχρονα ευρωπαϊκά συντάγματα, αποτελεί θεμελιώδη θεσμική εγγύηση
προστασίας των βουλευτών σε ένα Κράτος Δικαίου.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις ιδίως
στο ζήτημα της αναθεώρησης διατάξεων για την ποινική ευθύνη των υπουργών,
θεωρητικά θα συμβάλει στη μεγαλύτερη διαφάνεια και στην ουσιαστικότερη απονομή
δικαιοσύνης σε αδικήματα που διαπράττονται από πολιτικά πρόσωπα. Οφείλω ωστόσο
να διατυπώσω τους προβληματισμούς μου με βάση την μέχρι σήμερα εμπειρία και την
εδώ και δεκαετίες αξιοποίηση της Δικαιοσύνης ως μέσο επίλυσης πολιτικών
διαφορών.
Το 1992 στην Ιταλία
ξεκίνησε η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» με επικεφαλής τον Εισαγγελέα Ντι Πιέτρο,
διερευνώντας σκάνδαλα πολιτικών εκείνης της περιόδου. Ήρθαν στην επιφάνεια
δεκάδες υποθέσεις διαφθοράς επιχειρηματιών και πολιτικών, πολλοί από τους
οποίους φυλακίστηκαν ή αυτοεξορίστηκαν. Στους Ιταλούς πολίτες δημιουργήθηκε η προσδοκία
ότι ο κύκλος έκλεισε και το πολιτικό σύστημα εξαγνίζεται. Λίγα χρόνια αργότερα
ο Ντι Πιέτρο δημιούργησε πολιτικό κόμμα, καταλαμβάνοντας θέσεις γερουσιαστή και
Υπουργού στην Κυβέρνηση Πρόντι, ενώ η διαφθορά στην πολιτική ζωή εξακολουθούσε
να είναι το κύριο ζητούμενο. Οι Ιταλοί συνάδελφοι θυμούνται ακόμα τις δηλώσεις
του Πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι το 2003, ως αντίδραση στους ανοιχτούς
λογαριασμούς που άνοιξε από τότε με τη Δικαιοσύνη, ότι οι δικαστές είναι δύο
φορές τρελοί και ότι για να κάνει κανείς αυτή τη δουλειά πρέπει να είναι ηθικά
διεστραμμένος. Αντί να λυθεί το πρόβλημα της διαφθοράς και της διαπλοκής
πολιτικών με οικονομικά κέντρα, στοχοποιήθηκε και πολεμήθηκε η Δικαιοσύνη, με
τα απόνερα αυτής της σύγκρουσης να είναι ορατά ακόμα και σήμερα στη γειτονική
χώρα.
Την ίδια περίπου εποχή
(Μάρτιος 1991) ξεκίνησε στην Ελλάδα η δίκη για το σκάνδαλο Κοσκωτά. Είναι
νομίζω ένα χρονικό σημείο καμπής γιατί από τότε η Δικαιοσύνη έχει μπει στο
κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης καθώς σε κάθε σχεδόν βουλευτική περίοδο
συστήνονται εξεταστικές ή και προανακριτικές επιτροπές τα αποτελέσματα των
οποίων είναι ωστόσο πενιχρά. Έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια από τότε και η
ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής δεν έφερε κανένα από τα επιδιωκόμενα
αποτελέσματα. Αποδείχθηκε ότι ούτε η διαφθορά μπορεί να παταχθεί, ούτε η πολιτική
ηρεμία να επέλθει. Υπάρχει γενικευμένη πια πεποίθηση ότι στις περισσότερες
περιπτώσεις ούτε τα ίδια τα πολιτικά κόμματα δεν πιστεύουν ότι μπορούν να
νικήσουν τις εγγενείς αδυναμίες του συστήματος. Χρησιμοποιούν όμως τη
Δικαιοσύνη για να εξοντώσουν πολιτικά και ηθικά τον αντίπαλο. Ενώ με άλλα λόγια
η κοινωνία και οι θεσμοί δεν βγαίνουν ωφελημένοι από μια τέτοια κακή χρήση της
Δικαιοσύνης, οι Δικαστές και οι Εισαγγελείς επιφορτίζονται με έναν κόντρα ρόλο, όχι για
να διαλευκάνουν μια υπόθεση –πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο με τις τεχνικές
ελλείψεις, τις δαιδαλώδεις διαδρομές του χρήματος και τα νομικά εμπόδια που συχνά
ορθώνονται-, αλλά για να επιλύσουν πολιτικές διαφορές. Δικαστικοί Λειτουργοί
που οφείλουν και επιδιώκουν νηφάλια κρίση, χαρακτηρίζονται από πολιτικά κόμματα
και από φίλα προσκείμενα ΜΜΕ, «φίλοι» ή «εχθροί» ανάλογα με την θετική ή
αρνητική απόφασή τους σε υποθέσεις με πολιτικό ενδιαφέρον. Η Δικαιοσύνη μπαίνει
μόνιμα σε μια πολιτική διελκυστίνδα και πλήττεται καίρια στον πυρήνα της
λειτουργίας της, στην αμεροληψία της. Γι’ αυτό με ανησυχεί εκείνο που
φυσιολογικά θα έπρεπε να με ικανοποιεί, η δυνατότητα του Δικαστή να διερευνά
χωρίς συνταγματικούς περιορισμούς και χωρίς εξαιρέσεις, τα αδικήματα όλων των
πολιτών. Η συνταγματική αναθεώρηση των παραπάνω διατάξεων θα ήταν πράγματι μια
πρόοδος, εάν υπήρχε ως αντιστάθμισμα η πρόβλεψη να εισπράττονται από τους
καταγγέλλοντες τα επίχειρα αυθαίρετων και αβάσιμων καταγγελιών. Εάν δηλαδή η
ποινική και ηθική καταδίκη των διεφθαρμένων πολιτικών βάραινε στην κοινωνική
συνείδηση όσο και η αβάσιμη, αθεμελίωτη, σκόπιμη καταγγελία με σκοπό την
εξόντωση των αντιπάλων.
Κυρίες και Κύριοι, κλείνω
την ομιλία μου. Η Δικαιοσύνη παγκοσμίως ως θεσμός έχει γίνει το μήλον της έριδος
ανάμεσα σε πολιτικά κόμματα, ισχυρές κοινωνικές ομάδες, εμφανή και
υποκρυπτόμενα οικονομικά συμφέροντα. Όλοι ομνύουν στο όνομά της και δηλώνουν
θιασώτες της ανεξαρτησίας της. Καθένας όμως θέλει να την χρησιμοποιήσει, να την
αξιοποιήσει κατά το δικό του συμφέρον. Ο βαθμός ανεξαρτησίας της
Δικαιοσύνης σε μια χώρα είναι συνάρτηση
πολλών παραγόντων, κύρια όμως συνδέεται με το υφιστάμενο συνταγματικό πλαίσιο.
Το Σύνταγμα στην Ελλάδα κατοχύρωσε σε μεγάλο βαθμό την προσωπική και
λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και στο επίπεδο αυτό μπορούμε
ανενδοίαστα να πούμε ότι υπερέχουμε πολλών άλλων προηγμένων κρατών. Οι
παθογένειες του δικαστικού συστήματος στη Χώρα μας έχουν να κάνουν περισσότερο
με τον βαθμό αποτελεσματικότητάς του. Προσπάθησα να δώσω ένα γενικό περίγραμμα
των όσων θα αποτελέσουν αντικείμενο της συνέλευσής μας στο δεύτερο μέρος. Το
Δικαστικό Σώμα έχει την εμπειρία, τις γνώσεις, την ωριμότητα να σταθεί υπεύθυνα
μπροστά στις προτεινόμενες συνταγματικές αλλαγές στα άρθρα που αφορούν την
Δικαστική Εξουσία και με θεμελιωμένες προτάσεις να εργαστεί στην κατεύθυνση
ενίσχυσης της δικαστικής ανεξαρτησίας, αξιοποιώντας την χρονική συγκυρία και
αποβλέποντας όχι μόνο στο παρόν αλλά έχοντας κυρίως στραμμένο το βλέμμα προς το
μέλλον.
===========
2
«Στη γενική σας συνέλευση υποχρέωση των πολιτικών είναι να καταγράψουμε και όχι να καταγραφούμε. Το Υπουργείο να κάνει τον απολογισμό και η Ένωση να διεκδικήσει, με μοναδικό κοινό σκοπό την ποιοτική αναβάθμιση της δικαιοσύνης, με αποδέκτη τον πολίτη που διεκδικεί κοινωνική δικαιοσύνη», τόνισε ο Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Μιχάλης Καλογήρου στον χαιρετισμό που απηύθυνε σήμερα στην ετήσια γενική συνέλευση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.
Ο κ. Καλογήρου αναφέρθηκε στην κρίση που έπληξε με σφοδρότητα το μεγαλύτερο μέρος τής κοινωνίας, κατά τη διάρκεια της οποίας οι πολίτες έχασαν την εμπιστοσύνη τους προς τους θεσμούς: «Οφείλουμε να συνεργήσουμε για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, ο καθένας στον συνταγματικά διακριτό του ρόλο. Διευκρινίζω το αυτονόητο, για να μην δώσω χρυσή ευκαιρία για μια ακόμη διαστρέβλωση δήθεν παρεμβατικού λόγου. Εξάλλου, η παρέμβαση συντελείται με πράξη, όχι με λόγια. Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είναι ο καθρέφτης της, βλέπει τον εαυτό της, ξέρει να συγκολλήσει τις ρωγμές της και δε χρήζει αυτόκλητων υπερασπιστών», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Καλογήρου.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης είπε πως η ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής τον προηγούμενο Αύγουστο, δίνει τη δυνατότητα να επουλωθούν οι πληγές των μνημονίων. Όπως επεσήμανε ο ίδιος «είναι συνεχής η προσπάθεια της κυβέρνησης για θεσμική θωράκιση, με νομοθετικές πρωτοβουλίες για μια διαρκώς καλύτερη καθημερινότητα των λειτουργών της δικαιοσύνης και των πολιτών».
Σύμφωνα με τον Υπουργό η πολιτική της κυβέρνησης κινείται σε τρεις άξονες:
1. Νομοθετικές πρωτοβουλίες για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, για ένα ανθρωπιστικό σωφρονιστικό σύστημα, για την καταπολέμηση της διαφθοράς, για την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων και την καταπολέμηση του μίσους, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
2. Μετρήσιμα και απτά θετικά αποτελέσματα προς όφελος του δικαστικού σώματος. Ο κ. Καλογήρου χαρακτήρισε ως «δείγμα πολιτικής αξιοπιστίας» την επίλυση της εκκρεμότητας των αναδρομικών. Όπως ανακοίνωσε ο φετινός προϋπολογισμός θα είναι αυξημένος από τα 608 εκ. σε 650 εκ. €, «αύξηση σημαντική αλλά εξίσου σημαντική είναι και η σωστή κατανομή των πόρων», είπε ο ίδιος.
3. Διαφάνεια, λογοδοσία και θεσμική συνέχεια, με τη διασφάλιση στο ανθρώπινο δυναμικό δυνατότητας διαρκούς επιμόρφωσης και αξιοποίηση νέων ψηφιακών τεχνολογιών.
Τέλος, αναφερόμενος στη συνταγματική αναθεώρηση ο κ. Καλογήρου υπογράμμισε τη σημασία της εξασφάλισης της ευρύτερης δυνατής συναίνεσης από το δικαστικό σώμα, που θα δεσμεύσει το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα.
==============
3.
Ομιλία του Προέδρου του Αρείου
Πάγου στην Ετήσια Γενική
Τακτική Συνέλευση της Ένωσης
Δικαστών και Εισαγγελέων τη 15η
Δεκεμβρίου 2018
Μία ετήσια, μαζική μας
συνάθροιση, στα πλαίσια της καταστατικής
λειτουργίας της Ένωσης Δικαστών
και Εισαγγελέων, δεν θα είχε νόημα, αν
δεν λειτουργούσε, συγχρόνως και
ως μία αφορμή για υπέρβαση αδυναμιών
και αντιθέσεων, ανύψωσής μας πάνω
από τη σχετικότητα του μέρους, ώστε
να εποπτεύσουμε το όλο. Μόνον δε
αν αντιληφθούμε τις σχέσεις μας, ως
σχέσεις προσώπων, προσωπικοτήτων
φορέων θεσμικής λειτουργίας,
μπορούμε να αναβαθμίσουμε το
επίπεδο αυτογνωσίας και συνυπευθυνότητάς
μας. Η Δικαιοσύνη, πάντοτε, μέσα
από δύσβατους δρόμους προχωρούσε και
θα συνεχίσει να προχωρεί, διότι
αυτή είναι «η φύση του πράγματος», δηλαδή
το περιεχόμενο και ο χαρακτήρας
του λειτουργήματος που υπηρετούμε,
προσπαθώντας να μερίσουμε το
δίκαιο, μέσα σε συνθήκες άνισης
συγκέντρωσης δύναμης σε διάφορα
κέντρα, άνισης συγκέντρωσης πλούτου,
αλλά και υποχώρησης του
κοινωνικού κράτους. Παρά δε τις δυσκολίες και
αντιξοότητες των καιρών, παρά
τους κραδασμούς που προκαλούνται από τη
σύγκρουση αντιτιθέμενων
συμφερόντων, εν μέσω των οποίων δικαιοδοτούμε,
παρά τα βέλη της κριτικής που
δεχόμαστε, άλλοτε δικαίως, άλλοτε αδίκως,
παρά τις αδυναμίες μας, η
Δικαιοσύνη στέκεται. Στέκεται χάρη σε σας κυρίες
και κύριοι συνάδελφοι. Στέκεται,
αλλά κατά το μέρος που μας αφορά, αυτό
δεν αρκεί. Δεν αρκεί, διότι μέσα
σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης
οικονομίας, με συνεχείς
εμφανίσεις νέων μορφών συναλλακτικών σχέσεων
και συμβάσεων, με διεθνοποιημένη
την εγκληματική δραστηριότητα και
έχοντας συνδεθεί η εθνική έννομη
τάξη μας με την ευρύτερη ενωσιακή έννομη
τάξη, οι αποθησαυρισμένες γνώσεις
και εμπειρίες μας έχουν ανάγκη συνεχούς
ανανέωσης και αναβάθμισης.
Δυνατότητες υπάρχουν, μέσω πολλών
γνωστικών διαδικασιών, μα
προεχόντως απαιτείται η δική μας αυτενέργεια.
Δεν επικαλούμαι τον εμπλουτισμό
της γνώσης, ως απλή γνωστική κατάκτηση,
αλλά τον επικαλούμαι, ως κρίσιμο
παράγοντα, θεμελιωτικό της δικαστικής
ανεξαρτησίας. Ο λειτουργός της
δικαιοσύνης που διαθέτει τα γνωστικά
εφόδια για να ανταποκρίνεται στις
απαιτήσεις των καιρών, αισθάνεται
ασφαλής, πατάει γερά στα πόδια
του και δεν υπόκειται εύκολα σε
ετεροκαθορισμούς της συνείδησής
του από όπου κι αν προέρχονται ή
επιχειρούνται. Άμεσα σχετιζόμενο
με την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι
το ζήτημα της εμπιστοσύνης του
κοινού προς τη Δικαιοσύνη. Η αμεροληψία
και η αντικειμενικότητα στην άσκηση
των δικαστικών μας καθηκόντων,
αποτυπωμένη στις αποφάσεις μας,
μέσω πειστικών αιτιολογιών, η ποιότητα
της Δικαιοσύνης και η
αποτελεσματικότητά της, είναι οι βασικοί τρόποι
κατάκτησης της εμπιστοσύνης των
πολιτών. Έτσι, εξαρτάται από τους ίδιους
τους δικαστές να κερδίζουν την
εμπιστοσύνη του κοινού, ώστε εξ ιδίων
δυνάμεων να σταθεροποιούν την
ανεξαρτησία τους. Ήδη, στις συζητήσεις και
τα πορίσματα του δικτύου των
προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και των δικτύων
των δικαστικών συμβουλίων πολύς
λόγος γίνεται για το άνοιγμα της
Δικαιοσύνης προς την κοινωνία, ως ένας
άλλος τρόπος, κατάκτησης της
εμπιστοσύνης των πολιτών. Στα πλαίσια αυτά,
ο Άρειος Πάγος και η Εισαγγελία
του Αρείου Πάγου έχουν ανοίξει τις πόρτες
τους για ενημερωτικές επισκέψεις
σπουδαστών των ανώτατων εκπαιδευτικών
ιδρυμάτων, αλλά και μαθητών της
μέσης εκπαίδευσης και δημοτικών
σχολείων, που αφού ξεναγηθούν
στους χώρους του Αρείου Πάγου,
ενημερώνονται για τη λειτουργία
της δικαιοσύνης, εκφράζουν τις εύλογες
απορίες τους και λαμβάνουν
υπεύθυνες απαντήσεις. Ο σωστά ενημερωμένος
πολίτης είναι σε θέση να
κατανοήσει όσα συμβαίνουν στο δημόσιο βίο και να
ασκήσει κάποια στιγμή την
αποδεκτή, καλόπιστη κριτική του. Παραμένει,
όμως, ως αχίλλειος πτέρνα της
αποτελεσματικότητάς μας, κλονιστική της
εμπιστοσύνης του κοινού προς τη
Δικαιοσύνη, η μακρά διάρκεια δικών και οι
καθυστερήσεις στην έκδοση
αποφάσεων και ιδίως ασφαλιστικών μέτρων, που
εν μέρει οφείλονται και στην
υπερφόρτωση των δικαστηρίων. Ενδεικτικά, στο
Εφετείο Αθηνών βρίσκονται σε
εξέλιξη 39 σημαντικές ποινικές δίκες μακράς
διάρκειας, με πολυάριθμους
κατηγορουμένους, επομένως δε και
πολυάριθμους υπερασπιστές, από
τις οποίες 5 διεξάγονται στον Κορυδαλλό, 1
εναλλάξ στον Κορυδαλλό και στο
Εφετείο Αθηνών, 1 σε αίθουσα του
Αναθεωρητικού Δικαστηρίου που
διασκευάστηκε κατάλληλα, αλλά δεν αρκεί
για να στεγάσει πολυάνθρωπες
δίκες και οι υπόλοιπες στις αίθουσες του
Εφετείου, που δεν επαρκούν.
Τίθεται, λοιπόν, ζήτημα εξασφάλισης υποδομών
που να ανταποκρίνονται στον όγκο
εργασίας που συνεχώς συσσωρεύεται στα
δικαστήριά μας. Πρόβλημα
παρουσιάζεται στα Ειρηνοδικεία, στον
προσδιορισμό δικασίμων που
αφορούν τις υποθέσεις του ν. 3869/2010. Σε 63
από τα 155 συνολικά Ειρηνοδικεία
της χώρας (στα οποία 63 περιλαμβάνονται
τα μεγαλύτερα) ο προσδιορισμός
γίνεται, σε ποσοστό 50% από αυτά, από 6
έως 12 μήνες, σε ποσοστό 30% έως
2 χρόνια, σε ποσοστό 10% σε 3 χρόνια και
σε ποσοστό 10% από 4 έως 10
χρόνια. Πάντως, είναι χαρακτηριστικό ότι ο
αριθμός των αναβολών στις εν λόγω
υποθέσεις εκτινάσσεται σε ποσοστό 50%
των υποθέσεων που εισάγονται προς
συζήτηση. Ευελπιστούμε ότι η
πρόσληψη νέων ειρηνοδικών που
προβλέπεται να γίνει τον ερχόμενο
Ιανουάριο θα βοηθήσει την
κατάσταση. Για τις καθυστερήσεις στην έκδοση
των αποφάσεων θα πρέπει ο καθένας
μας να οργανώσει καλλίτερα τον τρόπο
εργασίας του, αλλά και να κάνει
αυτό το κάτι παραπάνω που έκαναν πάντοτε
και χρειάζεται κάθε φορά να
κάνουν οι δικαστικοί λειτουργοί για να
ανταποκρίνονται στις υψηλές
απαιτήσεις του λειτουργήματός τους.
Συγχρόνως, όμως, πρέπει να
χρησιμοποιηθούν και άλλοι τρόποι αποφόρτισης
της συσσωρευόμενης δικαστικής
ύλης. Οι θεσμοί της διαμεσολάβησης και της
δικαστικής μεσολάβησης μπορούν να
φανούν χρήσιμοι. Για τη
διαμεσολάβηση υπάρχει ήδη η
γνωστή απόφαση της διοικητικής ολομέλειας
του Αρείου Πάγου και πρέπει να
βρεθεί ο κατάλληλος τρόπος, ώστε το
θεσμικό αυτό εργαλείο να τεθεί
στη διάθεση και της δικής μας έννομης τάξης.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Θέλω να γνωρίζετε, ότι στον Άρειο
Πάγο ακούγεται και ο παλμός της καρδιάς
σας, οι αγωνίες σας και οι
προβληματισμοί σας. Όλα αυτά μας απασχολούν,
μας προβληματίζουν, όταν
καλούμαστε, στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο,
να αποφασίσουμε για την
υπηρεσιακή σας κατάσταση, τις μεταθέσεις,
τοποθετήσεις, αποσπάσεις,
προσπαθώντας να εναρμονίσουμε τις
υπηρεσιακές ανάγκες με τις
προσωπικές και οικογενειακές σας ανάγκες.
Γνωρίζουμε, ότι δημιουργούνται
προσωπικά και οικογενειακά προβλήματα,
όταν κατά τη διάρκεια του
δικαστικού έτους είμαστε υποχρεωμένοι, να
κάνουμε αποσπάσεις δικαστών και
εισαγγελέων, για να καλύψουμε
επιτακτικές ανάγκες κάποιων
δικαστηρίων, εξαιτίας ασθενειών και άλλων
λόγων που γνωρίζετε ή
αντιλαμβάνεστε, ώστε αυτά τα δικαστήρια να μη
δυσλειτουργήσουν, ενώ συγχρόνως
κινδυνεύει να αποσταθεροποιηθεί και η
λειτουργία των δικαστηρίων από τα
οποία γίνονται οι αποσπάσεις, διότι δεν
διαθέτουμε μία ανεξάντλητη
δεξαμενή από την οποία να μπορούμε να
αντλούμε δικαστές. Η δύσκολη αυτή
κατάσταση οφείλεται σε μία μείωση των
οργανικών θέσεων των δικαστών που
έγινε στο παρελθόν. Ήδη, έχω
απευθύνει, με έγγραφό μου, αίτημα
στο Υπουργείο της Δικαιοσύνης για την
αύξηση των οργανικών θέσεων των
πρωτοδικών, προέδρων πρωτοδικών,
εφετών και προέδρων εφετών και
ευελπιστώ, ότι ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης,
ο οποίος στη σύντομη υπουργία του
έχει δείξει το ενδιαφέρον του για την
προώθηση των ζητημάτων της
Δικαιοσύνης, να θέσει σε κίνηση τη σχετική
διαδικασία.
Από το βήμα αυτό θέλω να συγχαρώ
τις νέες και τους νέους ειρηνοδίκες,
που προέρχονται από τον τελευταίο
διαγωνισμό και αφού διήλθαν τη
δοκιμαστική τους υπηρεσία,
μονιμοποιήθηκαν, αλλά και εκείνες και εκείνους
των οποίων η μονιμοποίηση θα μας
απασχολήσει στο επόμενο Ανώτατο
Δικαστικό Συμβούλιο, διότι με
ελάχιστη εμπειρία, με ελάχιστη εξάσκηση,
κυριολεκτικά, εκτινάχτηκαν στις
έδρες των ειρηνοδικείων, για να
αντιμετωπίσουν φόρτο εργασίας, να
δικαιοδοτήσουν και σε δύσκολες
υποθέσεις, να ασκήσουν διοικητικά
καθήκοντα και τα κατάφεραν. Θέλω,
όμως, να συγχαρώ εκείνες και
εκείνους από τους δικαστικούς λειτουργούς
όλων των βαθμών, οι οποίοι
συμπαραστάθηκαν στους νέους ειρηνοδίκες, όταν
εμφανίστηκαν στις περιφέρειές
τους, τους βοήθησαν να προσανατολιστούν
στο δικαστικό χώρο και τους
μετέφεραν, στο βαθμό που μπορούσαν, μέρος
της εμπειρίας τους. Γίναμε αποδέκτες
πληροφόρησης τέτοιων καλών
συμπεριφορών και θέλω να τις
επαινέσω και να τις προβάλλω, ως καλώς
εννοούμενης συναδελφικής
αλληλεγγύης συμπεριφορές. Επιτακτικά, όμως,
ήδη τίθεται το ζήτημα δημιουργίας
ειδικής κατεύθυνσης ειρηνοδικών στην
Εθνική Σχολή Δικαστών, διότι δεν
γίνεται αλλιώς, το απαιτούν οι σύγχρονες
συνθήκες. Οι νέοι ειρηνοδίκες
πρέπει να είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι
πριν ανέβουν στις έδρες των
ειρηνοδικείων.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Το ισχυρότερο όπλο, το μεγαλύτερο
προτέρημα και εφόδιο του δικαστή είναι
το όνομά του, αυτό που κτίζει
κάθε μέρα της σταδιοδρομίας του, με τις
αποφάσεις του, με τη συμπεριφορά
του, με το ήθος του, με την επιμέλεια και
συνέπειά του, κι έτσι
καταξιώνεται στις συνειδήσεις των συναδέλφων του,
των δικηγόρων, του νομικού
κόσμου, των πολιτών και κερδίζει το σεβασμό
τους, κι έτσι διακρίνεται. Αυτό
το όνομα τον συνοδεύει στη σταδιοδρομία του,
το βάρος του ονόματός του τον
διατηρεί όρθιο μέσα στη δίνη των καιρών,
μέσα στις τρικυμίες των
περιστάσεων. Θωρακίστε, λοιπόν, το δύσκολο έργο
σας, με το σεβασμό και την
εμπιστοσύνη που θα απορρέει από το καλό σας
όνομα.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Έχοντας διανύσει 40 χρόνια
δικαστικής διαδρομής ορατό ατενίζω, πλέον,
στον ορίζοντα της ζωής μου, το
σημείο της ολοκλήρωσής της. Εκ βαθέων θέλω
να σας εξομολογηθώ ότι τη
μεγαλύτερη αίσθηση χαράς και ικανοποίησης, στη
διάρκεια αυτού του γοητευτικού,
υπέροχου ταξιδιού μέσα στη Δικαιοσύνη,
μου έδωσε το γεγονός ότι εξαιτίας
της ιδιότητας του Προέδρου του Αρείου
Πάγου μου δόθηκε η ευκαιρία να
απευθυνθώ σε σας, να σας κοιτάξω
πρόσωπο με πρόσωπο, τόσο στις
γενικές συνελεύσεις, όσο και κατά τις
συναντήσεις μας στα κατά τόπους
δικαστήρια και να προσπαθήσω να σας
κάνω κοινωνούς κάποιων
προβληματισμών και σκέψεών μου. Από αυτή,
ακριβώς, τη σχέση αντλώ την άνεση
να σας ζητήσω κάτι και να σας καλέσω σε
κάτι.
Σας καλώ, λοιπόν και σας ζητώ να
συνεχίσετε, να κρατάτε σταθερά τη
σκυτάλη της Δικαιοσύνης, για να
την παραδώσετε στις επόμενες γενεές
λειτουργών της.
Σας καλώ και σας ζητώ, να
συνεχίσετε, με σύνεση, με σωφροσύνη, αλλά και
με τόλμη, να αναζητάτε τη «δίκαιη
κρίση», αυτήν που έχουν ανάγκη οι
συμπολίτες μας, όταν προστρέχουν
σε σας, για να μην σπάσει ο ιστός της
κοινωνίας, να μην εκλείψουν οι
λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι
συγκρότησαν κοινωνίες.
Σας καλώ και σας ζητώ, να
διατηρήσετε την ενότητά σας και να αναπτύξετε
την καλώς εννοούμενη συναδελφική
αλληλεγγύη.
Σας καλώ και σας ζητώ, με
νηφαλιότητα, ωριμότητα και ορθή κρίση, να
διαβουλευθείτε και να εκφράσετε
τις απόψεις σας για την προετοιμαζόμενη
συνταγματική αναθεώρηση.
Σας καλώ και σας ζητώ, να είστε
και να γίνεστε αυτοί που στα πρόσωπά σας ο
ελληνικός λαός θέλει να βλέπει,
ως τελευταίο του καταφύγιο.
Σας καλώ και σας ζητώ, να είστε
και να γίνεστε αυτό που το Σύνταγμα και οι
νόμοι του κράτους αξιώνουν από
εσάς: εγγυητές του κράτους δικαίου, θεμέλιο
στέρεο, πυλώνας ακλόνητος του
δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish
5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"
Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ