Απόφαση 1026 / 2017 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 1026/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.15/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αριστείδη Πελεκάνο, Αρτεμισία Παναγιώτου - Εισηγήτρια, Χρήστο Βρυνιώτη και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε Κ. του Χ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σ. Χ., για αναίρεση της υπ’ αριθ.4960/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Σ. Σ. του Γ. (μόνο για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης), που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Βλάχο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ.πρωτ..../22-10-2015 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 22-4-2016 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../15.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 21-10-2015 (αριθμ. πρωτ. .../22-10-2015) αίτηση του Ε. Κ. του Χ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4960/24-9-2015 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών καθώς και οι από 22-4-2016 πρόσθετοι λόγοι, που κατατέθηκαν με χωριστό δικόγραφο στις 22-4-2016, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να συνεκδικαστούν ως συναφείς. Σημειωτέον ότι η προκείμενη δικογραφία κατά το μέρος που αφορά την με την ως άνω απόφαση καταδίκη του αναιρεσείοντα για την πράξη της παράβασης του άρθρου 17 ν. 1337/83 αποσύρθηκε και τέθηκε στο αρχείο σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 4411/2016. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής δεν εισάγονται ως προς την πράξη αυτή.
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης και τον πρώτο πρόσθετο λόγο ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και έλλειψη ακροάσεως επειδή το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, προέβη, κατά τη δικάσιμο της 24-9-2015^στην εκδίκαση της εφέσεως του κατά της υπ’ αριθμ. 7754/15 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καίτοι με την υπ’ αριθμ. 64655/2-9-15 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είχαν ανασταλεί από 16-9-15 έως και 25-9-15 οι εργασίες όλων των δικαστηρίων ενόψει των βουλευτικών εκλογών της 20-9-15, ενώ η υπόθεσή του δεν ενέπιπτε στις προβλεπόμενες από την ως άνω απόφαση εξαιρέσεις. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι και πρέπει ν’ απορριφθούν καθόσον, όπως προκύπτει από την, παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης, ο εδώ κατηγορούμενος - αναιρεσείων δεν προέβαλε για τον ως άνω λόγο αντιρρήσεις κατά της προόδου της δίκης, παρά μόνο ο συγκατηγορούμενός του Χ. Κ. ως προς τον οποίο η υπόθεση αποσύρθηκε και τέθηκε στο αρχείο κατ’ άρθρο 9 του ν. 4411/2016. Και τούτο πέραν του γεγονότος ότι η ως άνω αναστολή των εργασιών των δικαστηρίων, λόγω της διενέργειας των βουλευτικών εκλογών, δεν προβλέφθηκε με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας αλλά μόνο προς διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων και διευκόλυνση των πολιτών στην άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος, εφόσον δε ο αναιρεσείων παρέστη κατά τη συζήτηση της υποθέσεως του με συνήγορο της επιλογής του, ουδεμία βλάβη των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων υπέστη εκ του ως άνω λόγου.
Για την επίδοση της κλήσης στον εκκαλούντα, προς εμφάνιση του στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, συντάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 161 ΚΠΔ, αποδεικτικό επίδοσης, στο οποίο, με ποινή ακυρότητας της επίδοσης, πρέπει να σημειώνεται με ακρίβεια ο τόπος, το έτος, ο μήνας, η ημέρα και το ονοματεπώνυμο του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε η κλήση και να υπογράφεται το αποδεικτικό από το πρόσωπο αυτό και από εκείνον που ενεργεί την επίδοση. Με το αποδεικτικό αυτό επίδοσης αποδεικνύεται, σύμφωνα με το άρθρο 162 του ίδιου Κώδικα, η προς τον εκκαλούντα επίδοση της κλήσης για εμφάνιση του στο δικαστήριο προς υποστήριξη της εφέσεως του. Και ναι μεν κατά την παρ. 2 του άρθρου 161 ορίζεται ότι εκείνος που επιδίδει το έγγραφο οφείλει σε κάθε περίπτωση να σημειώσει σ’ αυτό τη χρονολογία και τον τρόπο της επίδοσης καθώς και το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε και να υπογράψει τη σχετική σημείωση, πλην όμως η σχετική αυτή σημείωση στο επιδιδόμενο έγγραφο, καθώς και η έλλειψη αναγραφής των στοιχείων αυτής, δεν επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας της σχετικής επίδοσης, δεδομένου μάλιστα ότι η ως άνω διάταξη (άρθρο 161 παρ. 2) δεν είναι από εκείνες, η μη τήρηση των οποίων επιφέρουν, κατ’ άρθρο 154 παρ. 2 του ΚΠΔ ακυρότητα της επίδοσης. Έτσι, η παράλειψη αναγραφής στην επιδιδόμενη προς τον εκκαλούντα ή σε περίπτωση θυροκόλλησης προς τον ορισμένο αντίκλητο του (αρθρ. 155 παρ. 2 εδ. β’ , γ’ , δ’ ΚΠΔ) κλήση προς συζήτηση της έφεσης του της ως άνω σημείωσης ή η μη αναγραφή στην σημείωση αυτή κάποιου από τα ως άνω στοιχεία, ή η μη υπογραφή της από τον επιδίδοντα δεν επιφέρει ακυρότητα της επίδοσης της κλήσης ούτε επιδρά στην αποδεικτική δύναμη του αποδεικτικού επίδοσης, που νομότυπα συντάχθηκε για την επίδοση αυτή (ΑΠ 1070/13 ΑΠ 433/2013, ΑΠ 983/2003), σε περίπτωση δε διαφοράς μεταξύ του αποδεικτικού και της σημειώσεως επικρατεί το αποδεικτικό (ΑΠ 1937/07). Τέλος, η επίδοση της κλήσεως ημέρα Σάββατο ή γενικά μη εργάσιμη ημέρα δεν προκαλεί ακυρότητα, έχει δε σημασία μόνο για τον κατ’ άρθρο 168 παρ. 1 ΚΠΔ υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών (ΑΠ 1791/2004).
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 4960/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων, που παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της εφέσεως του κατά της υπ’ αριθμ. 7754/15 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάσθηκε σε φυλάκιση ενός (1) έτους για ψευδή καταμήνυση, πράξη ως προς την οποία και μόνο εξετάζεται η ένδικη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, αφού, ως ήδη ειπώθηκε, κατά τα λοιπά η υπόθεση του αποσύρθηκε και τέθηκε στο αρχείο. Κατά την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, ο αναιρεσείων, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, προέβαλε τον ισχυρισμό, περί απαραδέκτου της κλητεύσεώς του, διότι αφενός η επιδοθείσα προς αυτόν κλήση του Εισαγγελέως Εφετών, για εμφάνιση του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προς υποστήριξη της εφέσεως του, του επιδόθηκε δια θυροκολλήσεως ημέρα Σάββατο, ήτοι ημέρα κατά την οποία, ως ισχυρίζεται, δεν γίνονται επιδόσεις, αφετέρου δε διότι η επιδοθείσα, ωσαύτως δια θυροκολλήσεως, κλήση προς τον ορισμένο αντίκλητο του δικηγόρο Σ. Χ. δεν ανέγραφε την ημερομηνία θυροκολλήσεως με το όνομα και την υπογραφή του επιδίδοντος, με αποτέλεσμα να στερηθεί των δικαιωμάτων του προετοιμασίας και υπεράσπισης της εφέσεως του. Ο ισχυρισμός του αυτός καθώς και ο όμοιος ισχυρισμός του συγκατηγορουμένου του Χ. Κ., απορρίφθηκε από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με τις ακόλουθες αιτιολογίες: "Όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά επιδόσεως που είναι τα μοναδικά μέσα απόδειξης, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι κλήθηκαν νομότυπα με θυροκόλληση στις 16-6-2015 ημέρα Σάββατο και ώρα 10,50 στην αναγραφόμενη στις εκθέσεις εφέσεως διεύθυνση κατοικίας τους για τη συνεδρίαση της 9-9-2015 η οποία συνεχίσθηκε στις 24-9-2015 για να υποστηρίξουν τις εφέσεις τους κατά της υπ’ αριθμ. 7754/2015 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Νομότυπα επίσης κλήθηκε με θυροκόλληση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά επίδοσης, και ο αντίκλητος Δικηγόρος των κατηγορουμένων Χ. Σ. στη διεύθυνση του γραφείου του επί της οδού ... στις 18-6-2015 ημέρα Πέμπτη και ώρα 10 για την προαναφερθείσα συνεδρίαση και το γεγονός ότι δεν φέρουν οι προς αυτόν επιδοθείσες κλήσεις χειρόγραφη σημείωση χρονολογίας, τόπου επιδόσεως, τη λέξη θυροκόλληση, το όνομα του επιδίδοντος και την υπογραφή της σχετικής σημείωσης δεν επιδρά επί του κύρους της επιδόσεως και δεν αποδείχτηκε ότι υπέστησαν βλάβη οι κατηγορούμενοι και ούτε ότι δεν κατέστη δυνατόν ο αντίκλητος Δικηγόρος τους να προπαρασκευάσει την υπεράσπιση τους, απορριπτόμενων κατόπιν αυτών ως κατ’ ουσίαν αβασίμων της ένστασης-αυτοτελών ισχυρισμών των κατηγορουμένων περί ακυρότητας των κλητεύσεων προς εμφάνιση αυτών στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και του απαραδέκτου της συζήτησης" . Έτσι κρίνοντας το Εφετείο, ορθά και με την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε την ένσταση περί απαραδέκτου της κλήτευσης του αναιρεσείοντα στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο καθώς και τον ισχυρισμό αυτού ότι στερήθηκε το δικαίωμα υπεράσπισης του, αφού παρέστη με πληρεξούσιο δικηγόρο της επιλογής του και προέβαλε όλους τους ισχυρισμούς του χωρίς να στερηθεί ή να περιορισθεί στο δικαίωμα υπεράσπισης του. Όλα δε τα διαλαμβανόμενα στην άνω αιτιολογία αυτή, προκύπτουν από την, παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης και των εγγράφων της δικογραφίας και δη των παραπάνω αποδεικτικών επιδόσεως και κλήσεων, ενώ στον παραπάνω ισχυρισμό ουδόλως ενσωματώνεται, ούτε εμμέσως, ορισμένο αίτημα αναβολής της δίκης, ως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, στο οποίο το Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα. Κατά συνέπεια, οι ελεγχόμενες, από το άρθρο 510 στοιχ. Α’ , Β’ , Δ’ και Η’ του ΚΠΔ, ανωτέρω πλημμέλειες, που αποδίδονται με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης και τον δεύτερο, κατά το πρώτο σκέλος του, πρόσθετο λόγο στην προσβαλλόμενη απόφαση, για απόλυτη ακυρότητα, έλλειψη ακροάσεως, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας, αναφορικά με την απόρριψη του παραπάνω ισχυρισμού, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες.
Επειδή κατά το άρθρο 17 κεφ. Β του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988) σε όσα εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δέκα πέντε (15) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση (παρ. 1). Ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το εφετείο καταρτίζει πίνακα ο οποίος περιλαμβάνει κατ’ αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα των νεώτερων προέδρων εφετών και των αρχαιότερων εφετών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των τριμελών εφετείων (παρ. 3). Η μη τήρηση της διαδικασίας αυτής συνεπάγεται ακυρότητα που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης (παρ. 10). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης προβάλλεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση αναγράφεται μεν η σύνθεση του δικάσαντος Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου Αθηνών), στην οποία προήδρευε ο εφέτης Ι. Λ., χωρίς να αναφέρεται ότι κωλύονταν οι Πρόεδροι και οι αρχαιότεροι του εφέτες, με αποτέλεσμα οι παραλείψεις αυτές να δημιουργούν κακή σύνθεση του δικάσαντος Δικαστηρίου και κατά συνέπεια λόγο αναίρεσης από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και 171 παρ. 1 εδ. α του ΚΠΔ. Όμως, εκτός από το ότι, σε περίπτωση που σε σύνθεση προερχόμενη από κλήρωση στην οποία προεδρεύει Εφέτης, δεν υπάρχει υποχρέωση, να αναγράφεται στην απόφαση ότι κωλύονταν οι Πρόεδροι Εφετών και οι αρχαιότεροι αυτού Εφέτες και επομένως δεν ιδρύεται οποιοσδήποτε λόγος αναίρεσης, η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 2 έως και 8 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988) συνεπάγεται ακυρότητα που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης (παρ. 10). Τέτοια όμως πρόταση ούτε ο αναιρεσείων επικαλείται ούτε από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι προβλήθηκε. Εξάλλου, εφόσον ο Πρόεδρος του δικάσαντος Ποινικού Εφετείου ορίσθηκε με κλήρωση, δεδομένου ότι στο Εφετείο Αθηνών προβλέπεται οργανικός αριθμός μεγαλύτερος των δέκα πέντε (15) δικαστών και όχι με πράξη του Δικαστή που διευθύνει το Εφετείο Αθηνών, δεν υπήρχε υποχρέωση να αναγράφεται στην απόφαση ότι ο συγκεκριμένος εφέτης ορίσθηκε επειδή κωλύονται οι Πρόεδροι Εφετών και οι αρχαιότεροι του Εφέτες (ΑΠ 259/2015, ΑΠ 327/06). Επομένως ο σχετικός ως άνω τέταρτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνυει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι’ αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του υπ’ αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέστηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση το δε περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ήτοι ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως είναι ψευδές και να προέβη στη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού, αρκεί να είναι δυνατή η δίωξη του τελευταίου. Περαιτέρω, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι κατ’ αρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων. Όταν όμως, όπως συμβαίνει επί του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως ή η τέλεση της πράξεως με τον "σκοπό" προκλήσεως ορισμένου αποτελέσματος, δηλαδή άμεσος δόλος, η ύπαρξη αυτού πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν, ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της καταμηνύσεως ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειας του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 4960/2015 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων (ανωμοτί κατάθεση πολιτικώς ενάγοντα, ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατηγορίας, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογία κατηγορουμένου), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Α) Ο δεύτερος κατηγορούμενος Ε. Κ. του Χ. στο ... στις 25-7-2010 εν γνώσει κατεμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι’ αυτήν και συγκεκριμένα με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του νυν εγκαλούντος Σ. Σ. του Γ. για την αξιόποινη πράξη της απειλής, υπέβαλε ενώπιον των αστυνομικών του AT Ηρακλείου Αττικής, την επέχουσα Θέση εγκλήσεως από 25-7-2010 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα με την οποία αιτήθηκε την ποινική δίωξη του, καταγγέλοντας εν γνώσει του ψευδώς ότι την 25-7-2010 τον απείλησε με την φράση "μείνε εδώ και μην κουνηθείς γιατί σας έφαγα" κινούμενος με έντονο και απειλητικό ύφος εναντίον του. Το ανωτέρω όμως περιστατικό, το οποίο ο κατηγορούμενος διέλαβε στην από 25-7-2010 ένορκη κατάθεση του ήταν ψευδές, ο ίδιος δε τελούσε εν γνώσει της αναληθείας αυτού, αφού γνώριζε ότι ουδέποτε τον απείλησε ο εγκαλών. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι στο ... κατά την ως άνω ημερομηνία, ο ως άνω εγκαλών (μηνυτής) είχε επισκεφθεί στην περιοχή δικό του ακίνητο, όταν αντιλήφθηκε ότι οι κατηγορούμενοι βρίσκονταν σε ακίνητο (οικόπεδο) επί των οδών ..., το οποίο γνώριζε ότι ανήκει στην θεία του Ε.-Ζ. Α. και διενεργούσαν (οι κατηγ/νοι) εργασίες περίφραξης σε αυτό, αφού αφαίρεσαν την υπάρχουσα παλαιά περίφραξη. Συγκεκριμένα δε ο εγκαλών ανέφερε "είδα και τους δυο να περιφράζουν το οικόπεδο της θείας μου, της αδελφής της μητέρας μου". Ακολούθως ο εγκαλών τηλεφώνησε στη θεία του και την ρώτησε αν είχε δώσει κάποια εντολή να γίνουν εργασίες στο εν λόγω οικόπεδο. Εκείνη του απάντησε αρνητικά και του ζήτησε να καλέσει τους κατηγορουμένους να παραμείνουν εκεί μέχρι να φθάσει η Αστυνομία, διότι όταν τον είδαν (τον εγκαλούντα) οι κατηγ/νοι, άρχισαν να τα μαζεύουν. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι αυτός (εγκαλών) τους απείλησε με την παραπάνω φράση ("μείνε εδώ και μην κουνηθείς γιατί σας έφαγα"). Αντίθετα, τόσο απ’ όσα σαφώς και πειστικώς αναφέρει στην ανωμοτί κατάθεση του ο εγκαλών-πολιτικώς ενάγων όσο κι’ από αυτά που επίσης αναφέρει στην κατάθεση της η ετέρα μάρτυρας του κατηγορητηρίου Ε. - Ζ. Α., προκύπτει ότι ο εγκαλών δεν απείλησε τους κατηγορουμένους αλλά ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος, προέβη στην καταμήνυση του κατά τα προεκτεθέντα, αφενός μεν για να τον αποτρέψει (τον εγκαλούντα) από το να υπερασπιστεί τα συμφέροντα στο εν λόγω ακίνητο της γηραιάς ως άνω θείας του Ε.-Ζ. Α. (80 ετών τότε και ήδη 85 ετών σήμερα), αφετέρου δε διότι είχε ήδη προηγηθεί μήνυση της τελευταίας (όταν προσήλθε η Αστυνομία και μετέβησαν όλοι στο AT Ηρακλείου) κατά του κατ/νου για αυτοδικία, σχετικά με το ως άνω συμβάν στο ακίνητο. Άλλωστε, δεν είναι λογικό ο εγκαλών, ο οποίος δεν γνώριζε μέχρι τότε τους κατηγορουμένους και επρόκειτο καν για δικό του ακίνητο, ώστε να δικαιολογείται τέτοια ένταση εκ μέρους του, να απειλήσει τους κατηγορουμένους, οι οποίοι μάλιστα ήταν δυο άνδρες (γιος και πατέρας αντίστοιχα), ενώ ο εγκαλών ήταν μόνος του, καθώς δεν υπήρχε άλλος πολύ κοντά τους στην περιοχή. Πρέπει συνεπώς, ο δεύτερος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος κατά τα προεκτεθέντα της ως άνω πρώτης πράξης (ψευδούς καταμήνυσης) για την οποία κατηγορείται. Πρέπει να σημειωθεί δε, ότι μετά το εν λόγω συμβάν, ξεκίνησε δικαστική διαμάχη μετά της Ε. - Ζ. Α. και των κατ/ων στα αστικά δικαστήρια σχετικά με το επίμαχο αυτό ακίνητο, εκδόθηκε δε η υπ’ αριθ. 762/13 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αναγνώρισε κυρία του επίδικου ακινήτου την προαναφερθείσα (Α.) και διέταξε την παύση εκ μέρους των κατηγορουμένων της διατάραξης της κυριότητας της επ’ αυτού, η οποία (απόφαση) επικυρώθηκε από την υπ’ αριθ. 199/2015 (αναγνωσθείσα) απόφαση του Εφετείου Αθηνών, μετά από έφεση των κατηγορουμένων" Ακολούθως το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως και ειδικότερα κήρυξε αυτόν ένοχο του ότι: "Στο ... στις 25-7-2010 εν γνώσει του κατεμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του για αυτής και συγκεκριμένα με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του νυν εγκαλούντος Σ. Σ. του Γ. για την αξιόποινη πράξη της απειλής, υπέβαλε ενώπιον των αστυνομικών του AT Ηρακλείου Αττικής την επέχουσα θέση έγκλησης από 25-7-2010 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, με την οποία αιτήθηκε την ποινική δίωξη του, καταγγέλλοντας εν γνώσει του ψευδώς ότι την 25-7-2010 τον απείλησε με τη φράση "μείνε εδώ και μην κουνηθείς, γιατί σας έφαγα" κινούμενος με έντονο και απειλητικό ύφος εναντίον του. Το ανωτέρω όμως περιστατικό, το οποίο ο κατηγορούμενος διέλαβε στην από 25-7-2010 ένορκη κατάθεση του ήταν ψευδές, ο ίδιος δε τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτού, ήτοι γνώριζε ότι ουδέποτε ο εγκαλών τον απείλησε." Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σΛ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. Ι και 27 παρ. 1 και 229 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, παρατίθεται στην απόφαση : α) ο τρόπος με τον οποίο τελέστηκε εκ μέρους του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντα η αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, με την υποβολή δηλαδή ενώπιον των αστυνομικών του AT Ηρακλείου Αττικής της επέχουσας θέση εγκλήσεως από 25-7-2010 έκθεσης ένορκης εξέτασης μάρτυρα κατά του εγκαλούντος, β) ότι όσα ανέφερε σ’ αυτήν για τον εγκαλούντα ήσαν ψευδή με παράλληλη αναφορά των αληθών πραγματικών περιστατικών και γ) ο σκοπός αυτού, που ήταν να προκαλέσει την ποινική δίωξη του εγκαλούντα για την αξιόποινη πράξη της απειλής, είναι δε αδιάφορο το ότι ο σκοπός αυτός τελικά δεν επετεύχθη, αφού κατά το χρόνο υποβολής της εγκλήσεως, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα, μπορούσε να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του εγκαλούντος Σ. Σ. δια της κινήσεως της αυτοφώρου διαδικασίας (η οποία τελικά δεν εφαρμόστηκε), καίτοι δεν είχε καταβληθεί το απαιτούμενο υπέρ του Δημοσίου παράβολο, το οποίο, ενόψει του χρόνου υποβολής της εγκλήσεως (25-7-2010, ημέρα Κυριακή), μπορούσε κατ’ άρθρο 46 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρο 42 παρ. 4 ΚΠΔ (ως ίσχυαν κατά το χρόνο υποβολής της εγκλήσεως) να καταβληθεί εντός τριών ημερών. Και τούτο πέραν του ότι η ανωτέρω, αφορώσα την προδικασία, ακυρότητα, κατά τον αναιρεσείοντα, της ποινικής δίωξης δεν προτάθηκε μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αλλ’ ούτε και ενώπιον του Εφετείου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Επίσης, αιτιολογείται πλήρως και ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντα, ήτοι η γνώση της αναλήθειας των όσων καταγγέλλει στην ένδικη κατάθεση του, θεμελιούμενη (η γνώση του) σε ιδία αυτού αντίληψη, λόγω της προσωπικής εμπλοκής του στο ένδικο επεισόδιο και επομένως δεν απαιτείτο παράθεση και άλλων σχετικά με τη γνώση αυτή περιστατικών. Εξάλλου, από το σύνολο του παραπάνω σκεπτικού της προσβαλλομένης, προκύπτει με βεβαιότητα ότι συνεκτιμήθηκαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο όλες οι μαρτυρικές καταθέσεις και όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, δεν ήταν δε υποχρεωμένο το Δικαστήριο να προβεί σε χωριστή αξιολόγηση αυτών και να αντικρούσει ειδικά το περιεχόμενο τους, το γεγονός δε ότι εξαίρει ορισμένα εξ αυτών δεν σημαίνει ότι δεν συνεκτιμήθηκαν και τα υπόλοιπα. Επομένως, οι σχετικοί, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, τέταρτος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος αναίρεσης και πέμπτος και έκτος πρόσθετοι λόγοι, που πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής του αναιρεσείοντα κρίση της καθώς και για εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 229 ΠΚ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, ενώ οι λοιπές, περιεχόμενες στους λόγους αυτούς αιτιάσεις, κατά τις οποίες το Δικαστήριο δέχτηκε τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που προέκυπταν από τα αναφερόμενα από τον αναιρεσείοντα αποδεικτικά στοιχεία, πλήττουν, υπό την επίκληση της έλλειψης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον δεν δύναται να θεμελιωθεί επ’ αυτών παραδεκτός λόγος αναιρέσεως.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα από την παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντα στην επ’ ακροατηρίου διαδικασία, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, επέρχεται μόνο όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντα ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 ΚΠΔ ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής. Κατά το άρθρο 63 του ίδιου Κώδικα η πολιτική αγωγή για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης που επήλθε από το έγκλημα μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό σύμφωνα με άρθρα 914 και 932 ΑΚ, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να υποβάλει την απαίτηση του στο ποινικό δικαστήριο ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία χωρίς έγγραφη προδικασία. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντα κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωση του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. Τέλος, κατά το άρθρο 470 εδ. α’ ΚΠΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Η παραβίαση της διατάξεως αυτής συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, Στην προκειμένη περίπτωση από τα, παραδεκτά επισκοπούμενα, πρακτικά της πρωτόδικης (αριθμ. 7754/2015) και της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά τη διαδικασία στις 20-2-2015 ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό την ένδικη υπόθεση με παρόντα τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Ε. Κ., εμφανίστηκε ο Σ. Σ. και δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Β. Τ. δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων κατά του προαναφερθέντος κατηγορουμένου και του συγκατηγορουμένου του Χ. Κ. και ζήτησε να υποχρεωθούν αυτοί να του καταβάλουν 42 ευρώ με επιφύλαξη ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη εκ του αδικήματος. Κατά της παράστασης αυτής του πολιτικώς ενάγοντα δεν προβλήθηκε αντίρρηση. Το ανωτέρω ποσό επιδικάσθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως χρηματική ικανοποίηση στον ανωτέρω Σ. Σ.. Στη συνέχεια, κατά τη διαδικασία ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση επί εφέσεως κατά της ως άνω πρωτοβάθμιας απόφασης, εμφανίστηκε ο ίδιος ως άνω πολιτικώς ενάγων και δήλωσε στην αρχή της διαδικασίας ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων κατά του δευτέρου κατηγορουμένου (και ήδη αναιρεσείοντα) για την πρώτη πράξη της κατηγορίας, ήτοι την ψευδή καταμήνυση και ζήτησε από αυτόν χρηματική ικανοποίηση 42 ευρώ με επιφύλαξη, λόγω ηθικής βλάβης, που του προκάλεσε η ανωτέρω πράξη, πρόσθεσε δε δια του συνηγόρου του ότι στην πρωτόδικη απόφαση εκ παραδρομής γράφτηκε ότι η πολιτική αγωγή στρεφόταν και κατά των δύο κατηγορουμένων, ενώ ήταν μόνο για τον 2° και για την ψευδή καταμήνυση. Τότε ο συνήγορος του αναιρεσείοντα κατέθεσε γραπτή ένσταση, την οποία ανέπτυξε και προφορικά, περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ως προς την πράξη της παράβασης του άρθρου 17 παρ. 1, 8 του ν. 1337/83, που αποδίδετο σε αμφότερους τους ως άνω κατηγορουμένους. Το Δικαστήριο με παρεμπίπτουσα απόφαση του επέτρεψε την παράσταση πολιτικής αγωγής μόνο κατά του δευτέρου κατηγορουμένου και μόνο για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, κατά τα λοιπά δε διέταξε την αποβολή αυτής (πολιτικής αγωγής). Στη συνέχεια, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον οι κατ’ αυτής εφέσεις των κατηγορουμένων έγιναν τυπικά δεκτές, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορθά προέβη στην κατ’ ουσίαν έρευνα της υπόθεσης εξ αρχής (αρθρ. 502 ΚΠΔ) και ουδόλως ήταν υποχρεωμένο να παραπέμψει την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, σε ουδεμία δε υπέρβαση εξουσίας υπέπεσε εκ του λόγου τούτου ως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Περαιτέρω, από την εκ μέρους του συνηγόρου του πολιτικώς ενάγοντα προσκόμιση στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου τεσσάρων (4) φωτογραφιών της περίφραξης του επίδικου οικοπέδου και από την αναφορά αυτού κατά την αγόρευση του ότι "οι φωτογραφίες στη δικογραφία καταδεικνύουν ότι τα πλέγματα ήταν στέρεα εγκαταστημένα οπότε στοιχειοθετείται και το αδίκημα του ν. 1337/83", ουδεμία βλάβη υπέστη ο αναιρεσείων αναφορικά με την άσκηση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων ως προς την ενδιαφέρουσα εν προκειμένω πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, αφού οι εν λόγω φωτογραφίες αναμφίβολα δεν λήφθηκαν υπόψη για την καταδικαστική για την ως άνω πράξη κρίση του Δικαστηρίου, οι περιλαμβανόμενες δε στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αναφορές στην περίφραξη του επιδίκου οικοπέδου αναφέρονται απλώς διηγηματικά για την πληρέστερη εξιστόρηση των περιστατικών και δεν στηρίζουν την συγκεκριμένη κατηγορία, ήτοι αυτή της ψευδούς καταμήνυσης. Περαιτέρω, εφόσον οι διατάξεις του άρθρου 350 ΚΠΔ δεν απαγγέλουν ακυρότητα για τη μη απομάκρυνση των μαρτύρων από το ακροατήριο, ούτε αφορούν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των προσηκόντων σ’ αυτόν δικαιωμάτων, δεν δημιουργείται καμία ακυρότητα, απόλυτη ή σχετική, από την παράσταση μάρτυρα κατά την εξέταση των λοιπών μαρτύρων στο ακροατήριο (ΑΠ 1540/2006), όπως στην προκειμένη περίπτωση από την παραμονή στο ακροατήριο της μάρτυρα Ζ. Α. κατά την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα Σ. Σ.. Τέλος, ενόψει του ότι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντα ήταν εξ αρχής νόμιμη μόνο ως προς την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με το να επιδικάσει σ’ αυτόν το ίδιο, ως και πρωτοδίκως, ποσό των 42 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, δεν κατέστησε χειρότερη τη θέση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου και δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ, ως αβάσιμα υποστηρίζει ο τελευταίος, πολύ περισσότερο δε αφού ο πολιτικώς ενάγων είχε ζητήσει την επιδίκαση του ανωτέρω συμβολικού μόνο ποσού με επιφύλαξη, επιφυλασσόμενος δηλαδή να ζητήσει το υπόλοιπο από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ , Β’ και Η’ ΚΠΔ, τρίτος λόγος αναίρεσης και τρίτος πρόσθετος λόγος, με τους οποίους, υπό την επίκληση των ανωτέρω πλημμελειών, πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για απόλυτη και σχετική ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και για υπέρβαση εξουσίας, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε για πρώτη φορά από την Ελλάδα με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ 53/74 και αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης εσωτερικού νόμου, ορίζεται ότι "Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεση του δικασθεί δικαίως, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίσει είτε......, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως". Η παραβίαση της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, δε δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της ποινικής απόφασης, πέρα από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια, που υπάγεται στους προβλεπόμενους από την εν λόγω διάταξη λόγους αναίρεσης, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ, όπως το στοιχ. δ’ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 3904/23-12-2010. Κατά συνέπεια, εφόσον, στην προκειμένη περίπτωση, δεν συντρέχει βάσιμος λόγος αναίρεσης εκ των προβλεπομένων στο άρθρο 510 ΚΠΔ, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει και ο τέταρτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγος της κρινομένης αιτήσεως καθώς και οι σχετικοί, κατά τα αντίστοιχα σκέλη τους, πρόσθετοι λόγοι, με τους οποίους προβάλλεται η αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας, λόγω παραβίασης του ανωτέρω άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης, οι οποίοι όμως θεμελιώνονται στις προαναφερθείσες αβάσιμες και ήδη απορριφθείσες πλημμέλειες, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα, της προσβαλλομένης απόφασης.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι αναίρεσης, κύριοι ή πρόσθετοι προς έρευνα, πρέπει ν’ απορριφθούν στο σύνολο τους η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντα (αρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, καθ’ ο μέρος εισήχθησαν προς συζήτηση κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό, την από 21-10-2015 (αριθμ. πρωτ. .../22-10-2015) αίτηση του Ε. Κ. του Χ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4960/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών καθώς και τους από 22-4-2016 πρόσθετους λόγους, που κατατέθηκαν με χωριστό δικόγραφο στις 22-4-2016. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντα εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Μαΐου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αριθμός 1026/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.15/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αριστείδη Πελεκάνο, Αρτεμισία Παναγιώτου - Εισηγήτρια, Χρήστο Βρυνιώτη και Ιωάννη Μαγγίνα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ε Κ. του Χ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σ. Χ., για αναίρεση της υπ’ αριθ.4960/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγοντα τον Σ. Σ. του Γ. (μόνο για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης), που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Απόστολο Βλάχο.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ.πρωτ..../22-10-2015 αίτησή του αναιρέσεως και στους από 22-4-2016 προσθέτους λόγους, τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../15.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 21-10-2015 (αριθμ. πρωτ. .../22-10-2015) αίτηση του Ε. Κ. του Χ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4960/24-9-2015 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών καθώς και οι από 22-4-2016 πρόσθετοι λόγοι, που κατατέθηκαν με χωριστό δικόγραφο στις 22-4-2016, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και πρέπει να συνεκδικαστούν ως συναφείς. Σημειωτέον ότι η προκείμενη δικογραφία κατά το μέρος που αφορά την με την ως άνω απόφαση καταδίκη του αναιρεσείοντα για την πράξη της παράβασης του άρθρου 17 ν. 1337/83 αποσύρθηκε και τέθηκε στο αρχείο σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 4411/2016. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής δεν εισάγονται ως προς την πράξη αυτή.
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης και τον πρώτο πρόσθετο λόγο ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και έλλειψη ακροάσεως επειδή το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, προέβη, κατά τη δικάσιμο της 24-9-2015^στην εκδίκαση της εφέσεως του κατά της υπ’ αριθμ. 7754/15 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών καίτοι με την υπ’ αριθμ. 64655/2-9-15 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είχαν ανασταλεί από 16-9-15 έως και 25-9-15 οι εργασίες όλων των δικαστηρίων ενόψει των βουλευτικών εκλογών της 20-9-15, ενώ η υπόθεσή του δεν ενέπιπτε στις προβλεπόμενες από την ως άνω απόφαση εξαιρέσεις. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι και πρέπει ν’ απορριφθούν καθόσον, όπως προκύπτει από την, παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης, ο εδώ κατηγορούμενος - αναιρεσείων δεν προέβαλε για τον ως άνω λόγο αντιρρήσεις κατά της προόδου της δίκης, παρά μόνο ο συγκατηγορούμενός του Χ. Κ. ως προς τον οποίο η υπόθεση αποσύρθηκε και τέθηκε στο αρχείο κατ’ άρθρο 9 του ν. 4411/2016. Και τούτο πέραν του γεγονότος ότι η ως άνω αναστολή των εργασιών των δικαστηρίων, λόγω της διενέργειας των βουλευτικών εκλογών, δεν προβλέφθηκε με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας αλλά μόνο προς διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των δικαστηρίων και διευκόλυνση των πολιτών στην άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος, εφόσον δε ο αναιρεσείων παρέστη κατά τη συζήτηση της υποθέσεως του με συνήγορο της επιλογής του, ουδεμία βλάβη των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων υπέστη εκ του ως άνω λόγου.
Για την επίδοση της κλήσης στον εκκαλούντα, προς εμφάνιση του στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, συντάσσεται, σύμφωνα με το άρθρο 161 ΚΠΔ, αποδεικτικό επίδοσης, στο οποίο, με ποινή ακυρότητας της επίδοσης, πρέπει να σημειώνεται με ακρίβεια ο τόπος, το έτος, ο μήνας, η ημέρα και το ονοματεπώνυμο του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε η κλήση και να υπογράφεται το αποδεικτικό από το πρόσωπο αυτό και από εκείνον που ενεργεί την επίδοση. Με το αποδεικτικό αυτό επίδοσης αποδεικνύεται, σύμφωνα με το άρθρο 162 του ίδιου Κώδικα, η προς τον εκκαλούντα επίδοση της κλήσης για εμφάνιση του στο δικαστήριο προς υποστήριξη της εφέσεως του. Και ναι μεν κατά την παρ. 2 του άρθρου 161 ορίζεται ότι εκείνος που επιδίδει το έγγραφο οφείλει σε κάθε περίπτωση να σημειώσει σ’ αυτό τη χρονολογία και τον τρόπο της επίδοσης καθώς και το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκε και να υπογράψει τη σχετική σημείωση, πλην όμως η σχετική αυτή σημείωση στο επιδιδόμενο έγγραφο, καθώς και η έλλειψη αναγραφής των στοιχείων αυτής, δεν επιβάλλεται με ποινή ακυρότητας της σχετικής επίδοσης, δεδομένου μάλιστα ότι η ως άνω διάταξη (άρθρο 161 παρ. 2) δεν είναι από εκείνες, η μη τήρηση των οποίων επιφέρουν, κατ’ άρθρο 154 παρ. 2 του ΚΠΔ ακυρότητα της επίδοσης. Έτσι, η παράλειψη αναγραφής στην επιδιδόμενη προς τον εκκαλούντα ή σε περίπτωση θυροκόλλησης προς τον ορισμένο αντίκλητο του (αρθρ. 155 παρ. 2 εδ. β’ , γ’ , δ’ ΚΠΔ) κλήση προς συζήτηση της έφεσης του της ως άνω σημείωσης ή η μη αναγραφή στην σημείωση αυτή κάποιου από τα ως άνω στοιχεία, ή η μη υπογραφή της από τον επιδίδοντα δεν επιφέρει ακυρότητα της επίδοσης της κλήσης ούτε επιδρά στην αποδεικτική δύναμη του αποδεικτικού επίδοσης, που νομότυπα συντάχθηκε για την επίδοση αυτή (ΑΠ 1070/13 ΑΠ 433/2013, ΑΠ 983/2003), σε περίπτωση δε διαφοράς μεταξύ του αποδεικτικού και της σημειώσεως επικρατεί το αποδεικτικό (ΑΠ 1937/07). Τέλος, η επίδοση της κλήσεως ημέρα Σάββατο ή γενικά μη εργάσιμη ημέρα δεν προκαλεί ακυρότητα, έχει δε σημασία μόνο για τον κατ’ άρθρο 168 παρ. 1 ΚΠΔ υπολογισμό των δικονομικών προθεσμιών (ΑΠ 1791/2004).
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη 4960/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο αναιρεσείων, που παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της εφέσεως του κατά της υπ’ αριθμ. 7754/15 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, καταδικάσθηκε σε φυλάκιση ενός (1) έτους για ψευδή καταμήνυση, πράξη ως προς την οποία και μόνο εξετάζεται η ένδικη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, αφού, ως ήδη ειπώθηκε, κατά τα λοιπά η υπόθεση του αποσύρθηκε και τέθηκε στο αρχείο. Κατά την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο, ο αναιρεσείων, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, προέβαλε τον ισχυρισμό, περί απαραδέκτου της κλητεύσεώς του, διότι αφενός η επιδοθείσα προς αυτόν κλήση του Εισαγγελέως Εφετών, για εμφάνιση του στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προς υποστήριξη της εφέσεως του, του επιδόθηκε δια θυροκολλήσεως ημέρα Σάββατο, ήτοι ημέρα κατά την οποία, ως ισχυρίζεται, δεν γίνονται επιδόσεις, αφετέρου δε διότι η επιδοθείσα, ωσαύτως δια θυροκολλήσεως, κλήση προς τον ορισμένο αντίκλητο του δικηγόρο Σ. Χ. δεν ανέγραφε την ημερομηνία θυροκολλήσεως με το όνομα και την υπογραφή του επιδίδοντος, με αποτέλεσμα να στερηθεί των δικαιωμάτων του προετοιμασίας και υπεράσπισης της εφέσεως του. Ο ισχυρισμός του αυτός καθώς και ο όμοιος ισχυρισμός του συγκατηγορουμένου του Χ. Κ., απορρίφθηκε από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με τις ακόλουθες αιτιολογίες: "Όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά επιδόσεως που είναι τα μοναδικά μέσα απόδειξης, αμφότεροι οι κατηγορούμενοι κλήθηκαν νομότυπα με θυροκόλληση στις 16-6-2015 ημέρα Σάββατο και ώρα 10,50 στην αναγραφόμενη στις εκθέσεις εφέσεως διεύθυνση κατοικίας τους για τη συνεδρίαση της 9-9-2015 η οποία συνεχίσθηκε στις 24-9-2015 για να υποστηρίξουν τις εφέσεις τους κατά της υπ’ αριθμ. 7754/2015 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Νομότυπα επίσης κλήθηκε με θυροκόλληση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά επίδοσης, και ο αντίκλητος Δικηγόρος των κατηγορουμένων Χ. Σ. στη διεύθυνση του γραφείου του επί της οδού ... στις 18-6-2015 ημέρα Πέμπτη και ώρα 10 για την προαναφερθείσα συνεδρίαση και το γεγονός ότι δεν φέρουν οι προς αυτόν επιδοθείσες κλήσεις χειρόγραφη σημείωση χρονολογίας, τόπου επιδόσεως, τη λέξη θυροκόλληση, το όνομα του επιδίδοντος και την υπογραφή της σχετικής σημείωσης δεν επιδρά επί του κύρους της επιδόσεως και δεν αποδείχτηκε ότι υπέστησαν βλάβη οι κατηγορούμενοι και ούτε ότι δεν κατέστη δυνατόν ο αντίκλητος Δικηγόρος τους να προπαρασκευάσει την υπεράσπιση τους, απορριπτόμενων κατόπιν αυτών ως κατ’ ουσίαν αβασίμων της ένστασης-αυτοτελών ισχυρισμών των κατηγορουμένων περί ακυρότητας των κλητεύσεων προς εμφάνιση αυτών στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και του απαραδέκτου της συζήτησης" . Έτσι κρίνοντας το Εφετείο, ορθά και με την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απέρριψε την ένσταση περί απαραδέκτου της κλήτευσης του αναιρεσείοντα στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο καθώς και τον ισχυρισμό αυτού ότι στερήθηκε το δικαίωμα υπεράσπισης του, αφού παρέστη με πληρεξούσιο δικηγόρο της επιλογής του και προέβαλε όλους τους ισχυρισμούς του χωρίς να στερηθεί ή να περιορισθεί στο δικαίωμα υπεράσπισης του. Όλα δε τα διαλαμβανόμενα στην άνω αιτιολογία αυτή, προκύπτουν από την, παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης και των εγγράφων της δικογραφίας και δη των παραπάνω αποδεικτικών επιδόσεως και κλήσεων, ενώ στον παραπάνω ισχυρισμό ουδόλως ενσωματώνεται, ούτε εμμέσως, ορισμένο αίτημα αναβολής της δίκης, ως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, στο οποίο το Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και μάλιστα αιτιολογημένα. Κατά συνέπεια, οι ελεγχόμενες, από το άρθρο 510 στοιχ. Α’ , Β’ , Δ’ και Η’ του ΚΠΔ, ανωτέρω πλημμέλειες, που αποδίδονται με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης και τον δεύτερο, κατά το πρώτο σκέλος του, πρόσθετο λόγο στην προσβαλλόμενη απόφαση, για απόλυτη ακυρότητα, έλλειψη ακροάσεως, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας, αναφορικά με την απόρριψη του παραπάνω ισχυρισμού, είναι απορριπτέες ως αβάσιμες.
Επειδή κατά το άρθρο 17 κεφ. Β του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988) σε όσα εφετεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δέκα πέντε (15) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση (παρ. 1). Ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το εφετείο καταρτίζει πίνακα ο οποίος περιλαμβάνει κατ’ αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα των νεώτερων προέδρων εφετών και των αρχαιότερων εφετών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των τριμελών εφετείων (παρ. 3). Η μη τήρηση της διαδικασίας αυτής συνεπάγεται ακυρότητα που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης (παρ. 10). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης προβάλλεται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση αναγράφεται μεν η σύνθεση του δικάσαντος Δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου Αθηνών), στην οποία προήδρευε ο εφέτης Ι. Λ., χωρίς να αναφέρεται ότι κωλύονταν οι Πρόεδροι και οι αρχαιότεροι του εφέτες, με αποτέλεσμα οι παραλείψεις αυτές να δημιουργούν κακή σύνθεση του δικάσαντος Δικαστηρίου και κατά συνέπεια λόγο αναίρεσης από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και 171 παρ. 1 εδ. α του ΚΠΔ. Όμως, εκτός από το ότι, σε περίπτωση που σε σύνθεση προερχόμενη από κλήρωση στην οποία προεδρεύει Εφέτης, δεν υπάρχει υποχρέωση, να αναγράφεται στην απόφαση ότι κωλύονταν οι Πρόεδροι Εφετών και οι αρχαιότεροι αυτού Εφέτες και επομένως δεν ιδρύεται οποιοσδήποτε λόγος αναίρεσης, η παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17 παρ. 2 έως και 8 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 1756/1988) συνεπάγεται ακυρότητα που καλύπτεται αν δεν προταθεί πριν αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία της υπόθεσης (παρ. 10). Τέτοια όμως πρόταση ούτε ο αναιρεσείων επικαλείται ούτε από τα επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι προβλήθηκε. Εξάλλου, εφόσον ο Πρόεδρος του δικάσαντος Ποινικού Εφετείου ορίσθηκε με κλήρωση, δεδομένου ότι στο Εφετείο Αθηνών προβλέπεται οργανικός αριθμός μεγαλύτερος των δέκα πέντε (15) δικαστών και όχι με πράξη του Δικαστή που διευθύνει το Εφετείο Αθηνών, δεν υπήρχε υποχρέωση να αναγράφεται στην απόφαση ότι ο συγκεκριμένος εφέτης ορίσθηκε επειδή κωλύονται οι Πρόεδροι Εφετών και οι αρχαιότεροι του Εφέτες (ΑΠ 259/2015, ΑΠ 327/06). Επομένως ο σχετικός ως άνω τέταρτος πρόσθετος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνυει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι’ αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του υπ’ αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται αντικειμενικώς μεν να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέστηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση το δε περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές, υποκειμενικώς δε άμεσος δόλος, ήτοι ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως είναι ψευδές και να προέβη στη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού, αρκεί να είναι δυνατή η δίωξη του τελευταίου. Περαιτέρω, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι κατ’ αρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων. Όταν όμως, όπως συμβαίνει επί του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως ή η τέλεση της πράξεως με τον "σκοπό" προκλήσεως ορισμένου αποτελέσματος, δηλαδή άμεσος δόλος, η ύπαρξη αυτού πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν, ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της καταμηνύσεως ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειας του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ.ΑΠ 3/2008).
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 4960/2015 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων (ανωμοτί κατάθεση πολιτικώς ενάγοντα, ένορκη κατάθεση μάρτυρα κατηγορίας, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, αναγνωσθέντα έγγραφα και απολογία κατηγορουμένου), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Α) Ο δεύτερος κατηγορούμενος Ε. Κ. του Χ. στο ... στις 25-7-2010 εν γνώσει κατεμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι’ αυτήν και συγκεκριμένα με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του νυν εγκαλούντος Σ. Σ. του Γ. για την αξιόποινη πράξη της απειλής, υπέβαλε ενώπιον των αστυνομικών του AT Ηρακλείου Αττικής, την επέχουσα Θέση εγκλήσεως από 25-7-2010 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα με την οποία αιτήθηκε την ποινική δίωξη του, καταγγέλοντας εν γνώσει του ψευδώς ότι την 25-7-2010 τον απείλησε με την φράση "μείνε εδώ και μην κουνηθείς γιατί σας έφαγα" κινούμενος με έντονο και απειλητικό ύφος εναντίον του. Το ανωτέρω όμως περιστατικό, το οποίο ο κατηγορούμενος διέλαβε στην από 25-7-2010 ένορκη κατάθεση του ήταν ψευδές, ο ίδιος δε τελούσε εν γνώσει της αναληθείας αυτού, αφού γνώριζε ότι ουδέποτε τον απείλησε ο εγκαλών. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι στο ... κατά την ως άνω ημερομηνία, ο ως άνω εγκαλών (μηνυτής) είχε επισκεφθεί στην περιοχή δικό του ακίνητο, όταν αντιλήφθηκε ότι οι κατηγορούμενοι βρίσκονταν σε ακίνητο (οικόπεδο) επί των οδών ..., το οποίο γνώριζε ότι ανήκει στην θεία του Ε.-Ζ. Α. και διενεργούσαν (οι κατηγ/νοι) εργασίες περίφραξης σε αυτό, αφού αφαίρεσαν την υπάρχουσα παλαιά περίφραξη. Συγκεκριμένα δε ο εγκαλών ανέφερε "είδα και τους δυο να περιφράζουν το οικόπεδο της θείας μου, της αδελφής της μητέρας μου". Ακολούθως ο εγκαλών τηλεφώνησε στη θεία του και την ρώτησε αν είχε δώσει κάποια εντολή να γίνουν εργασίες στο εν λόγω οικόπεδο. Εκείνη του απάντησε αρνητικά και του ζήτησε να καλέσει τους κατηγορουμένους να παραμείνουν εκεί μέχρι να φθάσει η Αστυνομία, διότι όταν τον είδαν (τον εγκαλούντα) οι κατηγ/νοι, άρχισαν να τα μαζεύουν. Από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι αυτός (εγκαλών) τους απείλησε με την παραπάνω φράση ("μείνε εδώ και μην κουνηθείς γιατί σας έφαγα"). Αντίθετα, τόσο απ’ όσα σαφώς και πειστικώς αναφέρει στην ανωμοτί κατάθεση του ο εγκαλών-πολιτικώς ενάγων όσο κι’ από αυτά που επίσης αναφέρει στην κατάθεση της η ετέρα μάρτυρας του κατηγορητηρίου Ε. - Ζ. Α., προκύπτει ότι ο εγκαλών δεν απείλησε τους κατηγορουμένους αλλά ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος, προέβη στην καταμήνυση του κατά τα προεκτεθέντα, αφενός μεν για να τον αποτρέψει (τον εγκαλούντα) από το να υπερασπιστεί τα συμφέροντα στο εν λόγω ακίνητο της γηραιάς ως άνω θείας του Ε.-Ζ. Α. (80 ετών τότε και ήδη 85 ετών σήμερα), αφετέρου δε διότι είχε ήδη προηγηθεί μήνυση της τελευταίας (όταν προσήλθε η Αστυνομία και μετέβησαν όλοι στο AT Ηρακλείου) κατά του κατ/νου για αυτοδικία, σχετικά με το ως άνω συμβάν στο ακίνητο. Άλλωστε, δεν είναι λογικό ο εγκαλών, ο οποίος δεν γνώριζε μέχρι τότε τους κατηγορουμένους και επρόκειτο καν για δικό του ακίνητο, ώστε να δικαιολογείται τέτοια ένταση εκ μέρους του, να απειλήσει τους κατηγορουμένους, οι οποίοι μάλιστα ήταν δυο άνδρες (γιος και πατέρας αντίστοιχα), ενώ ο εγκαλών ήταν μόνος του, καθώς δεν υπήρχε άλλος πολύ κοντά τους στην περιοχή. Πρέπει συνεπώς, ο δεύτερος κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος κατά τα προεκτεθέντα της ως άνω πρώτης πράξης (ψευδούς καταμήνυσης) για την οποία κατηγορείται. Πρέπει να σημειωθεί δε, ότι μετά το εν λόγω συμβάν, ξεκίνησε δικαστική διαμάχη μετά της Ε. - Ζ. Α. και των κατ/ων στα αστικά δικαστήρια σχετικά με το επίμαχο αυτό ακίνητο, εκδόθηκε δε η υπ’ αριθ. 762/13 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία αναγνώρισε κυρία του επίδικου ακινήτου την προαναφερθείσα (Α.) και διέταξε την παύση εκ μέρους των κατηγορουμένων της διατάραξης της κυριότητας της επ’ αυτού, η οποία (απόφαση) επικυρώθηκε από την υπ’ αριθ. 199/2015 (αναγνωσθείσα) απόφαση του Εφετείου Αθηνών, μετά από έφεση των κατηγορουμένων" Ακολούθως το Εφετείο κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως και ειδικότερα κήρυξε αυτόν ένοχο του ότι: "Στο ... στις 25-7-2010 εν γνώσει του κατεμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του για αυτής και συγκεκριμένα με σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη του νυν εγκαλούντος Σ. Σ. του Γ. για την αξιόποινη πράξη της απειλής, υπέβαλε ενώπιον των αστυνομικών του AT Ηρακλείου Αττικής την επέχουσα θέση έγκλησης από 25-7-2010 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, με την οποία αιτήθηκε την ποινική δίωξη του, καταγγέλλοντας εν γνώσει του ψευδώς ότι την 25-7-2010 τον απείλησε με τη φράση "μείνε εδώ και μην κουνηθείς, γιατί σας έφαγα" κινούμενος με έντονο και απειλητικό ύφος εναντίον του. Το ανωτέρω όμως περιστατικό, το οποίο ο κατηγορούμενος διέλαβε στην από 25-7-2010 ένορκη κατάθεση του ήταν ψευδές, ο ίδιος δε τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας αυτού, ήτοι γνώριζε ότι ουδέποτε ο εγκαλών τον απείλησε." Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σΛ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. Ι και 27 παρ. 1 και 229 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, παρατίθεται στην απόφαση : α) ο τρόπος με τον οποίο τελέστηκε εκ μέρους του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντα η αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, με την υποβολή δηλαδή ενώπιον των αστυνομικών του AT Ηρακλείου Αττικής της επέχουσας θέση εγκλήσεως από 25-7-2010 έκθεσης ένορκης εξέτασης μάρτυρα κατά του εγκαλούντος, β) ότι όσα ανέφερε σ’ αυτήν για τον εγκαλούντα ήσαν ψευδή με παράλληλη αναφορά των αληθών πραγματικών περιστατικών και γ) ο σκοπός αυτού, που ήταν να προκαλέσει την ποινική δίωξη του εγκαλούντα για την αξιόποινη πράξη της απειλής, είναι δε αδιάφορο το ότι ο σκοπός αυτός τελικά δεν επετεύχθη, αφού κατά το χρόνο υποβολής της εγκλήσεως, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα, μπορούσε να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του εγκαλούντος Σ. Σ. δια της κινήσεως της αυτοφώρου διαδικασίας (η οποία τελικά δεν εφαρμόστηκε), καίτοι δεν είχε καταβληθεί το απαιτούμενο υπέρ του Δημοσίου παράβολο, το οποίο, ενόψει του χρόνου υποβολής της εγκλήσεως (25-7-2010, ημέρα Κυριακή), μπορούσε κατ’ άρθρο 46 παρ. 1 σε συνδ. με άρθρο 42 παρ. 4 ΚΠΔ (ως ίσχυαν κατά το χρόνο υποβολής της εγκλήσεως) να καταβληθεί εντός τριών ημερών. Και τούτο πέραν του ότι η ανωτέρω, αφορώσα την προδικασία, ακυρότητα, κατά τον αναιρεσείοντα, της ποινικής δίωξης δεν προτάθηκε μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αλλ’ ούτε και ενώπιον του Εφετείου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση. Επίσης, αιτιολογείται πλήρως και ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντα, ήτοι η γνώση της αναλήθειας των όσων καταγγέλλει στην ένδικη κατάθεση του, θεμελιούμενη (η γνώση του) σε ιδία αυτού αντίληψη, λόγω της προσωπικής εμπλοκής του στο ένδικο επεισόδιο και επομένως δεν απαιτείτο παράθεση και άλλων σχετικά με τη γνώση αυτή περιστατικών. Εξάλλου, από το σύνολο του παραπάνω σκεπτικού της προσβαλλομένης, προκύπτει με βεβαιότητα ότι συνεκτιμήθηκαν από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο όλες οι μαρτυρικές καταθέσεις και όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, δεν ήταν δε υποχρεωμένο το Δικαστήριο να προβεί σε χωριστή αξιολόγηση αυτών και να αντικρούσει ειδικά το περιεχόμενο τους, το γεγονός δε ότι εξαίρει ορισμένα εξ αυτών δεν σημαίνει ότι δεν συνεκτιμήθηκαν και τα υπόλοιπα. Επομένως, οι σχετικοί, εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, τέταρτος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγος αναίρεσης και πέμπτος και έκτος πρόσθετοι λόγοι, που πλήττουν την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την περί ενοχής του αναιρεσείοντα κρίση της καθώς και για εσφαλμένη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 229 ΠΚ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν, ενώ οι λοιπές, περιεχόμενες στους λόγους αυτούς αιτιάσεις, κατά τις οποίες το Δικαστήριο δέχτηκε τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που προέκυπταν από τα αναφερόμενα από τον αναιρεσείοντα αποδεικτικά στοιχεία, πλήττουν, υπό την επίκληση της έλλειψης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, καθόσον δεν δύναται να θεμελιωθεί επ’ αυτών παραδεκτός λόγος αναιρέσεως.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 του ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα από την παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντα στην επ’ ακροατηρίου διαδικασία, που δημιουργεί λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ΚΠΔ, επέρχεται μόνο όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντα ή όταν δεν τηρήθηκε η διαδικασία που επιβάλλεται από το άρθρο 68 ΚΠΔ ως προς τον τρόπο και χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής. Κατά το άρθρο 63 του ίδιου Κώδικα η πολιτική αγωγή για την επιδίκαση αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης που επήλθε από το έγκλημα μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τα πρόσωπα που έχουν το δικαίωμα αυτό σύμφωνα με άρθρα 914 και 932 ΑΚ, κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να υποβάλει την απαίτηση του στο ποινικό δικαστήριο ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία χωρίς έγγραφη προδικασία. Το επιτρεπτό της παραστάσεως του πολιτικώς ενάγοντα κρίνεται από το περιεχόμενο της απαιτήσεως που περιέχει η δήλωση του και από το κατηγορητήριο που διαλαμβάνει την άδικη πράξη, ενώ η ουσιαστική βασιμότητα της αξιώσεως από την αποδεικτική διαδικασία. Τέλος, κατά το άρθρο 470 εδ. α’ ΚΠΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Η παραβίαση της διατάξεως αυτής συνιστά υπέρβαση εξουσίας και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, Στην προκειμένη περίπτωση από τα, παραδεκτά επισκοπούμενα, πρακτικά της πρωτόδικης (αριθμ. 7754/2015) και της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά τη διαδικασία στις 20-2-2015 ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε πρώτο βαθμό την ένδικη υπόθεση με παρόντα τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Ε. Κ., εμφανίστηκε ο Σ. Σ. και δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Β. Τ. δήλωσε ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων κατά του προαναφερθέντος κατηγορουμένου και του συγκατηγορουμένου του Χ. Κ. και ζήτησε να υποχρεωθούν αυτοί να του καταβάλουν 42 ευρώ με επιφύλαξη ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη εκ του αδικήματος. Κατά της παράστασης αυτής του πολιτικώς ενάγοντα δεν προβλήθηκε αντίρρηση. Το ανωτέρω ποσό επιδικάσθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως χρηματική ικανοποίηση στον ανωτέρω Σ. Σ.. Στη συνέχεια, κατά τη διαδικασία ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση επί εφέσεως κατά της ως άνω πρωτοβάθμιας απόφασης, εμφανίστηκε ο ίδιος ως άνω πολιτικώς ενάγων και δήλωσε στην αρχή της διαδικασίας ότι παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων κατά του δευτέρου κατηγορουμένου (και ήδη αναιρεσείοντα) για την πρώτη πράξη της κατηγορίας, ήτοι την ψευδή καταμήνυση και ζήτησε από αυτόν χρηματική ικανοποίηση 42 ευρώ με επιφύλαξη, λόγω ηθικής βλάβης, που του προκάλεσε η ανωτέρω πράξη, πρόσθεσε δε δια του συνηγόρου του ότι στην πρωτόδικη απόφαση εκ παραδρομής γράφτηκε ότι η πολιτική αγωγή στρεφόταν και κατά των δύο κατηγορουμένων, ενώ ήταν μόνο για τον 2° και για την ψευδή καταμήνυση. Τότε ο συνήγορος του αναιρεσείοντα κατέθεσε γραπτή ένσταση, την οποία ανέπτυξε και προφορικά, περί αποβολής της πολιτικής αγωγής ως προς την πράξη της παράβασης του άρθρου 17 παρ. 1, 8 του ν. 1337/83, που αποδίδετο σε αμφότερους τους ως άνω κατηγορουμένους. Το Δικαστήριο με παρεμπίπτουσα απόφαση του επέτρεψε την παράσταση πολιτικής αγωγής μόνο κατά του δευτέρου κατηγορουμένου και μόνο για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, κατά τα λοιπά δε διέταξε την αποβολή αυτής (πολιτικής αγωγής). Στη συνέχεια, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον οι κατ’ αυτής εφέσεις των κατηγορουμένων έγιναν τυπικά δεκτές, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ορθά προέβη στην κατ’ ουσίαν έρευνα της υπόθεσης εξ αρχής (αρθρ. 502 ΚΠΔ) και ουδόλως ήταν υποχρεωμένο να παραπέμψει την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, σε ουδεμία δε υπέρβαση εξουσίας υπέπεσε εκ του λόγου τούτου ως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Περαιτέρω, από την εκ μέρους του συνηγόρου του πολιτικώς ενάγοντα προσκόμιση στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου τεσσάρων (4) φωτογραφιών της περίφραξης του επίδικου οικοπέδου και από την αναφορά αυτού κατά την αγόρευση του ότι "οι φωτογραφίες στη δικογραφία καταδεικνύουν ότι τα πλέγματα ήταν στέρεα εγκαταστημένα οπότε στοιχειοθετείται και το αδίκημα του ν. 1337/83", ουδεμία βλάβη υπέστη ο αναιρεσείων αναφορικά με την άσκηση των υπερασπιστικών του δικαιωμάτων ως προς την ενδιαφέρουσα εν προκειμένω πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, αφού οι εν λόγω φωτογραφίες αναμφίβολα δεν λήφθηκαν υπόψη για την καταδικαστική για την ως άνω πράξη κρίση του Δικαστηρίου, οι περιλαμβανόμενες δε στο σκεπτικό της προσβαλλομένης αναφορές στην περίφραξη του επιδίκου οικοπέδου αναφέρονται απλώς διηγηματικά για την πληρέστερη εξιστόρηση των περιστατικών και δεν στηρίζουν την συγκεκριμένη κατηγορία, ήτοι αυτή της ψευδούς καταμήνυσης. Περαιτέρω, εφόσον οι διατάξεις του άρθρου 350 ΚΠΔ δεν απαγγέλουν ακυρότητα για τη μη απομάκρυνση των μαρτύρων από το ακροατήριο, ούτε αφορούν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των προσηκόντων σ’ αυτόν δικαιωμάτων, δεν δημιουργείται καμία ακυρότητα, απόλυτη ή σχετική, από την παράσταση μάρτυρα κατά την εξέταση των λοιπών μαρτύρων στο ακροατήριο (ΑΠ 1540/2006), όπως στην προκειμένη περίπτωση από την παραμονή στο ακροατήριο της μάρτυρα Ζ. Α. κατά την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντα Σ. Σ.. Τέλος, ενόψει του ότι η παράσταση του πολιτικώς ενάγοντα ήταν εξ αρχής νόμιμη μόνο ως προς την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με το να επιδικάσει σ’ αυτόν το ίδιο, ως και πρωτοδίκως, ποσό των 42 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, δεν κατέστησε χειρότερη τη θέση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου και δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ ΚΠΔ, ως αβάσιμα υποστηρίζει ο τελευταίος, πολύ περισσότερο δε αφού ο πολιτικώς ενάγων είχε ζητήσει την επιδίκαση του ανωτέρω συμβολικού μόνο ποσού με επιφύλαξη, επιφυλασσόμενος δηλαδή να ζητήσει το υπόλοιπο από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο. Επομένως, οι σχετικοί από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ , Β’ και Η’ ΚΠΔ, τρίτος λόγος αναίρεσης και τρίτος πρόσθετος λόγος, με τους οποίους, υπό την επίκληση των ανωτέρω πλημμελειών, πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση για απόλυτη και σχετική ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και για υπέρβαση εξουσίας, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 εδ. α’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε για πρώτη φορά από την Ελλάδα με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ 53/74 και αποτελεί, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης εσωτερικού νόμου, ορίζεται ότι "Παν πρόσωπο έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεση του δικασθεί δικαίως, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίο θα αποφασίσει είτε......, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως". Η παραβίαση της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, δε δημιουργεί ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης της ποινικής απόφασης, πέρα από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, εκτός αν συνδυάζεται με άλλη πλημμέλεια, που υπάγεται στους προβλεπόμενους από την εν λόγω διάταξη λόγους αναίρεσης, σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ, όπως το στοιχ. δ’ της παρ. 1 αντικαταστάθηκε από την παρ. 2 του άρθρου 11 του Ν. 3904/23-12-2010. Κατά συνέπεια, εφόσον, στην προκειμένη περίπτωση, δεν συντρέχει βάσιμος λόγος αναίρεσης εκ των προβλεπομένων στο άρθρο 510 ΚΠΔ, απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει και ο τέταρτος, κατά το δεύτερο σκέλος του, λόγος της κρινομένης αιτήσεως καθώς και οι σχετικοί, κατά τα αντίστοιχα σκέλη τους, πρόσθετοι λόγοι, με τους οποίους προβάλλεται η αιτίαση της απόλυτης ακυρότητας, λόγω παραβίασης του ανωτέρω άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ περί δίκαιης δίκης, οι οποίοι όμως θεμελιώνονται στις προαναφερθείσες αβάσιμες και ήδη απορριφθείσες πλημμέλειες, κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα, της προσβαλλομένης απόφασης.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι αναίρεσης, κύριοι ή πρόσθετοι προς έρευνα, πρέπει ν’ απορριφθούν στο σύνολο τους η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (αρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ) καθώς και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντα (αρθρ. 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, καθ’ ο μέρος εισήχθησαν προς συζήτηση κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό, την από 21-10-2015 (αριθμ. πρωτ. .../22-10-2015) αίτηση του Ε. Κ. του Χ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4960/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημ/των) Αθηνών καθώς και τους από 22-4-2016 πρόσθετους λόγους, που κατατέθηκαν με χωριστό δικόγραφο στις 22-4-2016. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται, σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντα εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Μαΐου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish
5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"
Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ