Σελίδες

Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2022

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΤΡΙΑΝΔΡΙΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ-ΔΑΓΚΛΉ-ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΏΤΗ

 

  

 

Επιμέλεια: Ηλίας Δαγκλής

ΔΝ, Αντεισαγγελέας Πρωτοδικών

 

 

  

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 Η ιστορία του νεοελληνικού έθνους κάθε άλλο παρά γραμμική και απροβλημάτιστη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί. Αντικρουόμενα συμφέροντα, απεμφερείς υπολογισμοί, αλλοφυείς προβλέψεις συνθέτουν το ιδιότυπο πλέγμα του νεοελληνικού θαύματος. Αν μία στιγμή καλείται να συμπυκνώσει τον ορυμαγδό των ραγδαίων αυτών εξελίξεων δεν είναι άλλη από τον Εθνικό Διχασμό. Μία δεδομένη περίοδος, πυκνού ιστορικού χρόνου που συμπυκνώνει σε ελάχιστες στιγμές σχεδόν ολόκληρο το ιδεολογικό και παθογόνο κοινωνικό φορτίο της ελληνικής επαναστάσεως. Ίσως δε θα ήταν υπερβολικό να χαρακτηρίζαμε τον Εθνικό Διχασμό ως την πιο καθαρή αποτύπωση της πολιτικής, κοινωνικής και ταξικής ανομοιομορφίας και ανομοιογένειας που συνοδεύει την εξέλιξη της ελληνικής επαναστάσεως σε όλο το βάθος της ιστορικής της πορείας έως και τις ημέρες μας. Μίας πορείας που αποκαλύπτει τις βαθύτερες αίτιες και τα κίνητρα της ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής παθογένειας, αλλά που συγχρόνως αναδύει τη μοναδικότητα και το μεγαλείο της ψυχής που δίδει στον Έλληνα τη δύναμη να ανταπεξέλθει στα προβλήματα που του παρουσιάζονται διαρκώς και τον βοηθούν να προχωράει μπροστά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΔΙΧΑΣΜΟΥ. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

 

Μία ξεχωριστή στιγμή στην νεοελληνική ιστορία. Μία συμπαγής ιστορική μαρτυρία. Κατάρα ή  Σωτηρία όπως αποκλήθηκε ο Εθνικός Διχασμός[1] εμπεριέχει εκείνα τα στοιχεία που εάν καταφέρει να αποκρυπτογραφήσει κανείς είναι δυνατόν να ξεδιπλώσει διάφανα μπροστά του ολόκληρη την ανατομία της ιστορίας του έθνους. Πως όμως ξεκίνησε και τι σημαίνει ο Εθνικός Διχασμός; είναι τα ιστορικά γεγονότα του έτους 1916 και η δημιουργία του επονομαζόμενου ΄΄Κράτους της Θεσσαλονίκης΄΄ ή περιλαμβάνει και τα πρόδρομα και ύστερα αυτού γεγονότα και καταστάσεις;

Με τον όρο Εθνικός Διχασμός εννοείται μία αλυσιδωτή σειρά ιστορικών γεγονότων που ξεκινούν από το έτος 1909, κορυφώνονται με την ΄΄επισημοποίηση΄΄ του Εθνικού Διχασμού και τη δημιουργία του Κράτους της Θεσσαλονίκης και εκτείνονται έως και τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη δίκη των έξι. Ο Εθνικός Διχασμός δεν υπήρξε μονάχα μία τυχαία αλληλουχία γεγονότων και καταστάσεων. Υπήρξε προπαντός μία σύγκρουση αντιτιθέμενων συμφερόντων και ατομικών και συλλογικών επιδιώξεων, μία βίαιη συνάντηση δύο διαφορετικών κόσμων. Οι κόσμοι αυτοί συμπυκνώνονται και αποτυπώνονται σε δύο πρόσωπα. Από τη μία πλευρά τον πολιτικό Ελευθέριο Βενιζέλο και το κόμμα των Φιλελευθέρων, και από την άλλη τον Βασιλέα Κωνσταντίνο και το αντιβενιζελικό κίνημα. Όπως είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς, οι σχέσεις τους ήταν τόσο εχθρικές και  οι δύο πλευρές ήταν τόσο δυσμενώς διακείμενες[2] ώστε η μεταξύ τους διαφωνία έλαβε τη μορφή της προσωπικής σύγκρουσης και αντιπαράθεσης, δίχασε την κοινωνία και τους πολίτες  και έφθασε έως και την εκδήλωση βίαιων εξεγέρσεων, αφορισμών και ένοπλης σύρραξης.

 

 

Ι. Το κίνημα στο Γουδί.

Ως απαρχή της περιόδου του Εθνικού Διχασμού πρέπει να θεωρηθεί η εμφάνιση του κινήματος του Στρατιωτικού Συνδέσμου στο Γουδί το έτος 1909. Τη νύχτα προς την 15η Αυγούστου 1909, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, μια μυστική οργάνωση στρατιωτικών που γεννήθηκε από τη σύμπραξη μιας ομάδας υπαξιωματικών υπό τον ταγματάρχη Γεώργιο Σ. Καραϊσκάκη[3], εγγονό του στρατηγού της Ρούμελης, και μιας ομάδας κατώτερων αξιωματικών υπό τους Θεόδωρο Πάγκαλο και Επαμεινώνδα (Παμμίκο) Ζυμβρακάκη, προχώρησε σε στάση καλώντας την κυβέρνηση να υιοθετήσει το πρόγραμμα του Συνδέσμου. Το πρόγραμμά του, δεν είχε επαναστατικά αιτήματα αλλά συνοψιζόταν σε γενικές ευχές για μεταρρυθμίσεις στο στρατό, τη διοίκηση και την παιδεία, αποκλείοντας ρητά κάθε περίπτωση καθεστωτικής αλλαγής ή κατάργησης της κυβέρνησης. Οι αιτίες όμως της γέννησης του Συνδέσμου ήταν πιο βαθιές. Η Ελλάδα μετά την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 διέρχεται μέσα από αλλεπάλληλες κρίσεις στην οικονομία και την εξωτερική πολιτική, τα κοινωνικά προβλήματα διογκώνονται, μεγάλες κοινωνικές ομάδες παραμένουν στο περιθώριο. Για όλα αυτά ενοχοποιείται ο παραδοσιακός πολιτικός κόσμος που έχει μετατραπεί σε κατεστημένο που αδυνατεί να κατανοήσει και να προσεγγίσει τα προβλήματα του λαού και των ευάλωτων πολιτών του.

Το κίνημα υπό αυτή την οπτική γωνία αποτέλεσε τη θρυαλλίδα συσσωρευμένης δυσαρέσκειας που συμπυκνώνει υποβόσκουσες για χρόνια ανικανοποίητες ανάγκες, κοινωνική καταπίεση και  δυσφορία που προκαλούσε με τη στάση της το πολιτικό κατεστημένο της Παλαιάς Ελλάδας.[4] Με τον τρόπο αυτό στήνεται σταδιακά ο καμβάς της πολιτικής αντιπαράθεσης που κορυφώνεται στο ξέσπασμα του Εθνικού Διχασμού και την εμφάνιση και επικράτηση των δύο διαμετρικά αντίθετων ιδεολογικών πόλων που κυριαρχούν στη πολιτική ζωή της χώρας στις αρχές του 20ου αιώνα. Από τη μία πλευρά οι επιδιώξεις, τα συμφέροντα και οι φατρίες των εκπροσώπων του πολιτικού κατεστημένου  του προηγούμενου αιώνα που συνασπίζονται γύρω από το θρόνο και το πρόσωπο του Βασιλιά και από την άλλη τα αιτήματα, οι ανάγκες και οι φιλοδοξίες των απλών πολιτών που αισθάνονται παραγκωνισμένοι μέσα στην ίδια τους τη χώρα και της ανερχόμενης επιχειρηματικής τάξης που βλέπει οι επιδιώξεις της να συρρικνώνονται και να βαλτώνουν μέσα στους κλειστούς διαύλους της κρατικής γραφειοκρατίας.

ΙΙ. Πολιτικά και κοινωνικά αίτια

Τα αιτήματα του Στρατιωτικού Συνδέσμου συγκεφαλαιώνονται στην απαίτηση για την απομάκρυνση του Διαδόχου Κωνσταντίνου και των υπόλοιπων πριγκίπων από το στράτευμα και την προώθηση μίας σειράς διοικητικών μέτρων για τη στρατιωτική αναδιοργάνωση. Ασφαλώς αφορμή για τις διεκδικήσεις αυτές υπήρξε η συνεχιζόμενη παρέμβαση του παλατιού στην υπηρεσιακή εξέλιξη των στελεχών του στρατεύματος και η επιμόλυνση της επετηρίδας με τους ευνοούμενους που προωθούσε η βασιλική οικογένεια  αλλά και την γενικότερη κακή κατάσταση των ενόπλων δυνάμεων. Ωστόσο η πραγματικότητα αυτή δεν  ήταν παρά μία μόνο πλευρά της διάχυτης κοινωνικής δυσαρέσκειας που επηρέαζε μεγάλα τμήματα του ελληνικού πληθυσμού. Στη πραγματικότητα τα βαθύτερα αίτια πηγάζουν από μία αίσθηση αναξιότητας που επικρατεί σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού και στρέφεται κατά των στελεχών της πολιτικής ζωής ενώ επιρρωνύεται από την κακή οικονομική κατάσταση, την περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού και την διεθνή απομόνωση και υποτίμηση της χώρας.

Οι λόγοι αυτοί εξηγούν το γιατί το κίνημα του Στρατιωτικού Συνδέσμου, που εκ πρώτης όψεως αποτελούσε μία αθέμιτη παρέμβαση του στρατού στα πολιτικά πράγματα της χώρας, έτυχε της θερμής υποστήριξης του λαού, γεγονός που ΄΄νομιμοποιούσε΄΄ τρόπον τινά την αυθαίρετη αυτή πρωτοβουλία των στρατιωτικών. Είναι χαρακτηριστική επ αυτού η αναφορά της Εφημερίδα Χρόνος,  στο φύλλο της 15 Σεπτεμβρίου 1909[5]: ΄΄ Πλέον των εβδομήκοντα χιλιάδων πολιτών πάσης τάξεως και πάσης ηλικίας συνεκεντρώθησαν από της 2ας μεταμεσημβρινής εις τον ευρύτατον χώρον του Πολυγώνου [...]. Προ της εκκινήσεως εκ του Πεδίου του Άρεως ο Πρόεδρος των Συντεχνιών Παπαφώτης [...] ανέγνωσε το ψήφισμα του συλλαλητηρίου, διά του οποίου, αφού ενεκρίνετο η εξέγερσις του Στρατού και του Στόλου, συνιστάτο εις την Κυβέρνησιν, όπως υποβάλη τάχιστα εις την Βουλήν σύστημα νομοθεσίας καταδικάζον την συναλλαγήν και μέλλον να οδηγήση εις την ανόρθωσιν της διοικήσεως.΄΄[6]

 

ΙΙΙ.Η άφιξη του Ελευθερίου Βενιζέλου

H εκδήλωση του στρατιωτικού κινήματος του 1909 υπήρξε όπως αναφέρθηκε ανωτέρω απότοκος της γενικευμένης λαϊκής δυσαρέσκειας εις βάρος των Ανακτόρων και του παλαιού πολιτικού συστήματος[7]. Ο ίδιος ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, πλην ελαχίστων φωνών στο εσωτερικό του που επιθυμούσαν την εγκαθίδρυση δικτατορίας, είχε ως απώτερο σκοπό την μετάβαση στη πολιτειακή ομαλότητα. Στα πλαίσια αυτά έπρεπε να βρεθεί ένα πρόσωπο από το πολιτικό χώρο , που να μπορεί να υποστηρίξει τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα και να εμφορείται από τις ιδέες της πολιτικής ανανέωσης και της εθνικής ανασυγκρότησης. Το πρόσωπο αυτό βρέθηκε[8] και ταυτίσθηκε με τη μορφή και το παράστημα του κρητικού δικηγόρου και πολιτευτή Ελευθέριου Βενιζέλου.[9]

Ο Βενιζέλος, αρχηγός της επαναστάσεως στη Θέρισο[10] υπήρξε φορέας μίας σύγχρονης δημοκρατικής αντίληψης και εκφραστής της έντονης πατριωτικής στάσης που σοβούσε στο πληθυσμό των αλύτρωτων περιοχών, προϋποθέσεις που έβρισκαν ευνοϊκή ανταπόκριση στο χώρο των επαναστατών. Μετά την πρόσκληση του Συνδέσμου ο Βενιζέλος έφθασε στον Πειραιά στις 28 Δεκεμβρίου 1909 με σκοπό την συμφιλίωση της επαναστάσεως με τα πολιτικά κόμματα.[11] [12] Η λύση που υπέδειξε κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση: υπηρεσιακή κυβέρνηση και προκήρυξη εκλογών για Αναθεωρητική Βουλή.  Στις 22 Ιανουαρίου ο Βενιζέλος επέστρεψε στην Κρήτη, αφού είχε θέσει τα θεμέλια, τόσο για την έξοδο από την ανωμαλία και την αναμόρφωση της πολιτικής ζωής της χώρας, όσο και για την προσωπική του καθιέρωση ως ηγέτη.

 

   IV. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι

Την εδραίωση του Βενιζέλου στη πολιτική ζωή της χώρας ακολούθησε η έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων. Η περίοδος των ετών 1912-1913 υπήρξε για τα Βαλκάνια μία περίοδος πυκνού ιστορικού χρόνου. Τέσσερα χριστιανικά βαλκανικά κράτη νίκησαν την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία και επανακαθόρισαν την πολιτική γεωγραφία στο ανατολικότερο άκρο της ευρωπαϊκής ηπείρου. Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο και Ελλάδα επιχειρώντας ξέχωρα και έχοντας εν πολλοίς αντικρουόμενα συμφέροντα κατόρθωσαν να επιτύχουν την οριστική απομάκρυνση του Οθωμανού δυνάστη από την γειτονιά της χερσονήσου του Άιμου. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι υπήρξαν το μεγαλύτερο πολεμικό επίτευγμα  του νεοελληνικού κράτους από τη σύσταση του. Σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους[13] κατόρθωσε με σχετικά μικρό ανθρώπινο και υλικό κόστος να διπλασιάσει το έδαφος και τον πληθυσμό του. Ο πρωταρχικός στόχος επιτεύχθηκε μετά από μόλις τρεις εβδομάδες εχθροπραξιών με την κατάληψη της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου 1912.

Ωστόσο ένα απρόσμενο γεγονός έμελλε να αποτελέσει το ελλύχνιο μοιραίων και μακροχρόνιων συνεπειών για το ελληνικό έθνος. Στις 5 Μαρτίου 1913 δολοφονείται στη Θεσσαλονίκη ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες και αιτίες.[14] Οι αιτίες της αποτρόπαιας πράξης δεν μπόρεσαν ποτέ να διελευκανθούν, αλλά τούτο αποτέλεσε την αφορμή για να φουντώσουν διάφορες συνωμοσιολογικές θεωρίες γύρω από την αληθινή σκοπιμότητα πίσω από αυτήν[15]. Το αποτέλεσμα ήταν να ανέλθει στο βασιλικό θρόνο ο διάδοχος Κωνσταντίνος Ά, ο οποίος ορκίστηκε βασιλιάς στις 8 Μαρτίου 1913, το πρόσωπο δηλαδή που αποτέλεσε το βασικό καταλύτη και το κεντρικό πρόσωπο του  Εθνικού Διχασμού.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΔΙΧΑΣΜΟΥ

Ι. Αναζητώντας ερείσματα στις διεθνείς συμμαχίες

Η σύμπηξη του ενιαίου βαλκανικού μετώπου εξασφάλιζε τις βασικές προϋποθέσεις για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού από τη χερσόνησο του Αίμου. Το σύνολο όμως των διμερών συμφωνιών του Ά Βαλκανικού Πολέμου στην πράξη στάθηκε ανίκανο να  διασφαλίσει την εφαρμογή των συμφωνηθέντων όρων. Ο διαγκωνισμός από την άλλη πλευρά των μεγάλων Δυνάμεων στη περιοχή δημιουργούσε εύφορο έδαφος για την δημιουργία και ανάπτυξη συμμαχιών μεταξύ αυτών και των δυνάμεων της Βαλκανικής χερσονήσου με απώτερο σκοπό την προώθηση των οικονομικών και πολεμικών βλέψεων  των πρώτων και την ανάγκη για τη διατήρηση και επέκταση των εδαφικών κτήσεων των δεύτερων. Στα πλαίσια αυτά είχαν σχηματισθεί εξ αρχής δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Το πρώτο από αυτά είχε ως κεντρικό άξονα και υποκινητή τη Γερμανία και τους συνασπισμούς χωρών που κατόρθωνε να αναπτύξει. Οι Κεντρικές Δυνάμεις αποτελούμενες αρχικά από τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, υποστήριζαν την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από την άλλη πλευρά βρισκόταν η θαλασσοκράτειρα Αγγλία και η Γαλλία, που ως μεγάλες αποικιακές δυνάμεις επιδίωκαν και μπορούσαν να προωθήσουν τα δικά τους στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα στην ανατολική πλευρά της Μεσογείου. Το ερώτημα λοιπόν  που ετίθετο ήταν με ποιους από τους δύο συνασπισμούς θα έπρεπε να συμμαχήσει η Ελλάδα και πως τα συμφέροντα της θα εξυπηρετούνταν καλύτερα.

 

ΙΙ. Η ελληνική πολιτική σκηνή

Η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα εξαρτάτο από τις βλέψεις της κάθε μίας παράταξης. Η συμπαράταξη με τη μία ή την άλλη συμμαχία είχε αντίκτυπο τόσο στην εσωτερική πολιτική σκηνή όσο και στο διεθνές παιχνίδι. Τα συμφέροντα που καλείτο να προασπίσει η χώρα δεν αφορούσαν μόνο στη θέση της Ελλάδας ως προς τους διεθνείς συσχετισμούς ,αλλά και ως προς διαμόρφωση των κοινωνικών και πολιτικών ισορροπιών στο εσωτερικό της. Η παράταξη του βασιλιά Κωνσταντίνου που εκπροσωπούσε ένα μεγάλο τμήμα της κρατικοδιαίτης αστικής τάξης και των μικροαστών εμφορούνταν από έναν εσωστρεφή πατριωτισμό, ξενοφοβία, και μία συντηρητική διάθεση που στρεφόταν εναντίον των αλυτρωτικών βλέψεων της βενιζελικής παράταξης. Ένα τμήμα εξάλλου του πληθυσμού εξακολουθούσε να βλέπει αδιάφορα ή και εχθρικά το μεγάλωμα της χώρας. Το όραμα της Ελλάδας ΄΄των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών΄΄αφήνει ασυγκίνητους τους Μεσσήνιους ψηφοφόρους του αντιβενιζελικού βουλευτή Κ.Κουμουνδούρου ο οποίος σχίζει το χάρτη και προκαλεί τον ενθουσιασμό τους ,ενώ  όπως σημειώνει η Πηνελόπη Δέλτα στο ημερολόγιο της (11 Δεκεμβρίου 1920 ) το αντιβενιζελικό πλήθος κραύγαζε ρυθμικά στη Αθήνα για τη Θράκη και τη Σμύρνη΄΄ Δεν- τα- θέλομε!΄΄[16]

Τη στάση αυτή της πλειοψηφίας σχεδόν του λαού της Παλαιάς Ελλάδας επισημειώνει και ο ίδιος ο Βενιζέλος διαπιστώνοντας με πικρία ότι ΄΄ ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται…σήμερα πια την παράτησε τη Μεγάλη Ιδέα΄΄[17]. Η στάση αυτή είτε αποτέλεσε προϊόν εξαπάτησης, όπως δέχεται ο Γεώργιος Βεντήρης[18], είτε εκκινεί από μία κοντόφθαλμή προσέγγιση του εθνικού συμφέροντος έθεσε εκ των πραγμάτων στην αντίπερα όχθη  το  σύνολο του αλύτρωτου Ελληνισμού, που συμπαρατάχθηκε με το κίνημα του Βενιζέλου αλλά και το σύνολο της αστικής τάξης που έβλεπε στο πρόσωπο του τον κοινωνικό αναμορφωτή της χώρας, τον φιλελεύθερο πολιτικό που επιδιώκει το μεγάλωμα της Ελλάδας, τον ηγέτη που υπόσχεται νέα εδάφη και νέους εμπορικούς δρόμους για το έθνος. Ανεξαρτήτως πάντως των ιδιαίτερων συμφερόντων ή σκοπών που εξυπηρετούν οι αντίπαλες παρατάξεις, το αγεφύρωτο χάσμα που χωρίζει τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό καθιστούν τον εθνικό διχασμό και την εμφύλια σύρραξη αναπότρεπτη.

 

ΙΙΙ. Τα ιστορικά γεγονότα

Οι απαρχές του Ά Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκουν την Ελλάδα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι.  Η τύχη των κατακτημένων με τους Βαλκανικούς Πολέμους εδαφών κινδυνεύουν από τη Βουλγαρία και την Τουρκία, ενώ ακόμη εκκρεμεί η αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του ανατολικού αιγαίου και η τύχη της Βορείου Ηπείρου. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχοντας συνομιλήσει στις αρχές του 1913 με τον Υπουργό Οικονομικών της Αγγλίας Λουντ Τζωρτζ και τον Υπουργό Ναυτικών Ουίνστον Τσώρτσιλ θεωρεί ότι η συμμαχία με την Αγγλία και την Γαλλία είναι αυτή που θα διασφαλίσει για την Ελλάδα τις μεγαλύτερες δυνατές εδαφικές κατακτήσεις. Για αυτό με το ξέσπασμα του πολέμου, τον Αύγουστο 1914, ο Βενιζέλος σπεύδει να συμπαραταχθεί με την Αντάντ.[19] Η τελευταία ωστόσο αρνείται σε αυτό το στάδιο την συνεργασία για να μην προκαλέσει την Τουρκία και την Βουλγαρία που ήταν ουδέτερες,

Από την άλλη πλευρά ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν φαίνεται να συμμερίζεται την ίδια άποψη. Κατ αυτόν ο γερμανικός μιλιταρισμός αποτελεί το πρότυπο κρατικής κυριαρχίας. Προσμένει και επιθυμεί μία γερμανική νίκη προκειμένου να εδραιώσει και ο ίδιος την κυριαρχία του στο εσωτερικό της χώρας. Ωστόσο οι συνθήκες δεν του επιτρέπουν να εκδηλώσει τα φιλογερμανικά του συναισθήματα. Τα συμφέροντα της Ελλάδας δεν συμπλέουν με τα συμφέροντα της Γερμανίας και των συμμάχων της (Τουρκίας και αργότερα Βουλγαρίας). Έτσι προτιμά να επιλέξει μία στάση αποστασιοποίησης και ουδετερότητας που έμμεσα ευνοεί και ικανοποιεί την γερμανική φιλοδοξία[20].

 

ΙV.Τα υπομνήματα του Βενιζέλου

Οι στιγμές της συγκυρίας όμως δεν περιμένουν. Η Ελλάδα πρέπει να αποφασίσει τι θα πράξει μεσούσης της παγκόσμιας πολεμικής κρίσης. Πρέπει να αποφασίσει με ποιον θα συμπαραταχθεί, δεδομένου ότι ακόμα και μία στάση απομονωτισμού που φαινομενικά τηρεί ίσες αποστάσεις μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, στην πραγματικότητα πριμοδοτεί το ένα ή το άλλο. Ο ιδιοφυής πολιτικός των φιλελευθέρων αντιλαμβάνεται τη κρισιμότητα των στιγμών και το ουσιαστικό διακύβευμα που απειλείται και λαμβάνει μία τολμηρή απόφαση. Η Ελλάδα θα πρέπει να εμπλακεί στο πόλεμο καθώς οποιαδήποτε καθυστέρηση στη λήψη απόφασης ή ακόμα χειρότερα η τήρηση μία στάσης αναμονής και φαινομενικής ουδετερότητας θα ισοδυναμεί με παραίτηση από το όραμα ενός δυνατού και ανεξάρτητου κράτους. Ισοδυναμεί με εγκλωβισμό στα στενά εδαφικά όρια μίας εξαρτημένης, φτωχής και ανέλπιδης χώρας.

Για το λόγο αυτό αποφασίζει να καταστήσει τη θέση του ξεκάθαρη απέναντι στον Κωνσταντίνο θέτοντας τον προ των ευθυνών του. Μάταια είχε προσπαθήσει προηγουμένως να τον μεταπείσει προκειμένου να συμπαραταχθεί με την πλευρά των θαλασσοκράτειρων χωρών. Στις 11 Ιανουαρίου 1915 ο Βενιζέλος αποστέλλει στον βασιλιά την πρώτη από τις τρεις επιστολές που έμειναν γνωστές ως ΄΄ υπομνήματα΄΄ και οι οποίες τρόπον τινά ΄΄επισημοποιούν΄΄ την ήδη υποβόσκουσα διαφωνία μεταξύ των δυο πολιτικών αντρών[21]. Με την πρώτη επιστολή ο Βενιζέλος εκθέτει την άποψη του ότι η Ελλάδα θα πρέπει να υπερασπισθεί τις εδαφικές της βλέψεις στη Μικρά Ασία, με τη σύμπραξη της Ρουμανίας, και με το ενδεχόμενο συμμαχίας με την Βουλγαρία, ασφαλώς και με την συμπαράταξη με την Αγγλία που του είχε προτείνει ΄΄σοβαρά ανταλλάγματα΄΄ στη Μικρά Ασία εάν βοηθούσε τους Σέρβους. Ωστόσο ο πρωθυπουργός της Ρουμανίας, Ion Bratianu, ο οποίος χαρακτηρίστηκε και ως «πολιτικός μεσίτης», καθώς επιδίωκε να συμμαχήσει με τη χώρα που θα του προσέφερε τα περισσότερα ανταλλάγματα, δήλωσε πως δεν ήθελε να συμμετάσχει η χώρα του στον πόλεμο.  

Έτσι ο Βενιζέλος αναγκάζεται να αποστείλει στις 17 Ιανουαρίου δεύτερη επιστολή στον Κωνσταντίνο προτείνοντας του συμμαχία με τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Με αυτή τη λύση διαγράφεται  η προοπτική η Ελλάδα να ενσωματώσει έναν πολύ μεγάλο αριθμό Ελλήνων της Μικράς Ασίας και έναν πολύ μεγάλο εδαφικό χώρο με αντάλλαγμα την απώλεια εδαφικών περιοχών στο τμήμα Καβάλας-Δράμας-Χρυσούπολης[22]. Ο βασιλιάς σε μία πρώτη φάση φαίνεται να συμφωνεί καθώς η προοπτική της δημιουργίας μίας μεγάλης Ελλάδας ικανοποιεί τη φιλαρέσκεια του. Τα δεδομένα όμως άλλαξαν όταν έγινε γνωστό ότι η Βουλγαρία έλαβε δάνειο από τη Γερμανία και την Αυστρία, συμμαχώντας οριστικά με τις Κεντρικές Δυνάμεις ενώ προέβη και σε συμφωνία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία για χρήση του εδάφους της με σκοπό τη μεταφορά υλικού πολέμου[23]. Εξαιτίας της βουλγαρικής απειλής- η αντιμετώπιση της οποίας αποτελούσε από το 1913 το βασικό αμυντικό δόγμα του Επιτελείου- ο Βενιζέλος απαντά αρνητικά στην Αντάντ προκαλώντας όπως ήταν αναμενόμενο δυσαρέσκεια και απογοήτευση. Η ανάπτυξη όμως αγγλογαλλικών ναυτικών επιχειρήσεων για την εκπόρθηση των  Δαρδανελλίων και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης δημιουργούν κατά την άποψη του Πρωθυπουργού, μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Ελλάδα προκειμένου να καταστεί συρρυθμιστής του ζητήματος των Στενών. Στις 17 Φεβρουαρίου διαβάζει ο ίδιος ο Βενιζέλος στον Κωνσταντίνο το τρίτο υπόμνημα με το οποίο προτείνει τη συμμετοχή της Ελλάδας στις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και όπως ήταν αναμενόμενο κερδίζει την ενθουσιώδη αποδοχή του τελευταίου, ο οποίος οραματίζεται τον εαυτό του ως τον ύστατο εκπορθητή της Πόλης[24].

 

V. Η οριστική ρήξη

Ενώ όμως διαφαινόταν ότι τελικά οι απόψεις των δύο πρωταγωνιστών του Εθνικού Διχασμού θα συνέκλιναν προς την ίδια γραμμή, εμφανίζεται ένα νέο πρόσωπο που θα ταράξει τα νερά. Ο αντισυνταγματάρχης Ι.Μεταξάς, επικεφαλής του Επιτελείου μετά την απομάκρυνση του Δουσμάνη[25], εκφράζει την έντονη διαφωνία του με το ενδεχόμενο της συμμετοχής της Ελλάδας στην επιχείρηση των Δαρδανελίων και υποβάλλει την παραίτηση του. Τούτο προκαλεί με τη σειρά του αλυσιδωτές αντιδράσεις[26]. Ο Βενιζέλος παραπέμπει το ζήτημα στον βασιλιά και ο τελευταίος συγκαλεί στις 18 Φεβρουαρίου Συμβούλιο του Στέμματος, το οποίο αποτελείται από τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων Γεώργιο Θεοτόκη, Στέφανο Δραγούμη, Δημήτριο Ράλλη και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Από αυτούς μόνο ο Θεοτόκης αντιτάχθηκε στο σχέδιο του Βενιζέλου. Μετά το Συμβούλιο η θέση του βασιλιά αρχίζει να κλονίζεται. Η εμμονή του στη  τήρηση της γερμανόφιλης ουδετερότητας φαίνεται ότι δεν έχει πλέον ερείσματα στην εσωτερική πολιτική σκήνη. Για αυτό το λόγο συγκαλεί δεύτερη φορά το Συμβούλιο του Στέμματος, το οποίο όμως μετά από μία τεταμένη συνεδρίαση επαναλαμβάνει την εμπιστοσύνη του στο σχέδιο του Βενιζέλου για την αποστολή ελληνικών δυνάμεων στις επιχειρήσεις της Καλλίπολης.

Ο βασιλιάς όμως και πάλι αρνείται να αποδεχθεί το σχέδιο Βενιζέλου. Έχοντας μόνο τη στήριξη του Υπουργού Εξωτερικών Γεωργίου Στρειτ και του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Ιωάννη Μεταξά αντιτάσσεται στην απόφαση του συνόλου σχεδόν του πολιτικού κόσμου της χώρας και θέτει σε εφαρμογή τα δικά του προσωπικά σχέδια. Η στάση του αυτή αποτελεί μία μελανή στιγμή στην ιστορία του Στέμματος και επιβεβαιώνει την  εν πολλοίς εγωιστική, εμπαθή και ανάλγητη άσκηση της εξωτερικής πολιτικής την οποία θεωρεί αποκλειστικό προνόμιο της βασιλείας. Τα σύννεφα του εμφυλίου πυκνώνουν. Η ρήξη πλέον είναι αναπόφευκτη.

VI. H πρωθυπουργοποίηση του Γούναρη.

Ο Βενιζέλος παραιτείται από τη θέση του Πρωθυπουργού και προτείνει το σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Αλέξανδρο Ζαίμη. Ο τελευταίος δεν δέχθηκε να κυβερνήσει με διατάγματα και ζήτησε μέσω του βασιλέα την υποστήριξη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η απάντηση του Βενιζέλου ήταν αρνητική και θυμωμένη, θεωρώντας τη στάση αυτή του Στέμματος εμπαιγμό σε μία νόμιμα εκλεγμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν κάνει πίσω βαθαίνοντας έτι περαιτέρω το σχίσμα. Ο τυφλός εγωισμός του θα τον οδηγήσει σε μία πράξη που θα καταστήσει τον Εθνικό Διχασμό ένα αμετάκλητο ιστορικό γεγονός. Αντί να προκηρύξει εκλογές, επιλέγει τον Δημήτριο Γούναρη, έναν ανεξάρτητο φιλόδοξο βουλευτή, για να σχηματίσει κυβέρνηση. Οι απόψεις τους πάνω στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής είναι απολύτως ταυτισμένες[27]. Ο Γούναρης με το που σχηματίζει κυβέρνηση στρέφεται εναντίον του Βενιζέλου εξαναγκάζοντας τον να παραιτηθεί από την πολιτική σκηνή. Μέσα σε ένα τέτοιο εμφυλιοπολεμικό κλίμα η μόνη αναμενόμενη αντίδραση του Πρωθυπουργού ήταν η υποβολή παραίτησης. Το πολιτικό κλίμα στο εσωτερικό της χώρας είναι έκρυθμο.

 

VIΙ. Οι εκλογές της 31 Μαΐου 1915

Σε αυτό το φορτισμένο πολιτικά κλίμα η μόνη διέξοδος διαφυγής ήταν η προκήρυξη γενικών εκλογών. Στις 31 Μαΐου 1915 προκηρύσσονται εκλογές που καταλήγουν σε μία ξεκάθαρη επικράτηση του κόμματος των Φιλελευθέρων[28]. Ο εκλογικός θρίαμβος του Βενιζέλου αποτέλεσε μία σαφή απάντηση της πλειοψηφίας των πολιτών στη διαμάχη του με τον βασιλιά. Το μήνυμα που στέλνει στον Θρόνο είναι ηχηρό και δεν χωρεί παρανοήσεις. Επικυρώνοντάς την εμπιστοσύνη του στον Πρωθυπουργό η κοινοβουλευτική πλειοψηφία επικροτεί της πολιτικές επιλογές του στο πεδίο των διεθνών σχέσεων. Η νέα κυβέρνηση σχηματίστηκε τελικά την 17η/30η Αυγούστου 1915 με σχεδόν την ίδια σύνθεση με αυτή που διαλύθηκε από την παραίτηση του Βενιζέλου. Η σπουδαιότερη αλλαγή ήταν η ανάληψη του υπουργείου Στρατιωτικών από τον αντιστράτηγο Παναγιώτη Δαγκλή, νικητή των Βαλκανικών Πολέμων, στη θέση του Βενιζέλου.[29] Ο Πρωθυπουργός, έχοντας νωπή και ισχυρή λαϊκή εντολή, δεν ήταν διατεθειμένος να επιτρέψει βασιλικές παρεμβάσεις στην ενάσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Προκειμένου να εφαρμόσει την ελληνοσερβική συνθήκη ο Βενιζέλος προτείνει στην Ανταντ  την αποστολή στρατευμάτων για την ενίσχυση της Σερβίας, ενώ αγγλογαλλικά στρατεύματα αποβιβάζονται στην Θεσσαλονίκη. Η αντίδραση του βασιλιά μπροστά στην εξέλιξη αυτή είναι έντονη και οδηγεί τον Βενιζέλο σε δεύτερη παραίτηση προκειμένου να αποφύγει τα χειρότερα και την ενδεχόμενο ξέσπασμα εμφυλίου. Η διαφωνία μεταξύ των δύο αντρών έχει καταστεί πλέον ασυμβίβαστη[30].

VIIΙ. Οι ιστορικές εξελίξεις επιταχύνουν το χάσμα

Ο Κωνσταντίνος θριαμβολογόντας ότι ΄΄ξεφορτώθηκε΄΄ τον Βενιζέλο, τηλεγράφησε αμέσως στον γυναικαδελφό του Γερμανό Κάιζερ, όπως είχε συμφωνηθεί,[31] ενώ προχώρησε στο σχηματισμό Κυβέρνησης με τη σύμπραξη του Στρέιτ και του Γούναρη και Πρωθυπουργό τον Ζαίμη. O Κωνσταντίνος δεν αντιτάχθηκε φανερά στην αγγλογαλλική απόβαση στην Θεσσαλονίκη από το φόβο εξαναγκαστικών μέτρων εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι Σύμμαχοι ωστόσο γρήγορα κατάλαβαν ότι η στάση αυτή του βασιλιά ήταν προσχηματική και ότι στην πραγματικότητα δεν είχαν πολλά να περιμένουν από το Στέμμα, που παρέμενε στη γραμμή της γερμανόφιλης ουδετερότητας. Έτσι η Αντάντ προχωρούσε σε επανειλημμένες παραβιάσεις της ελληνικής ουδετερότητας με σκοπό να πιέσει την Ελλάδα να εξέλθει στον πόλεμο στο πλευρό της αλλά και να ανέβει ο Βενιζέλος στην εξουσία εκ νέου.  Η ιστορική συγκυρία πλέον είχε φθάσει σε οριακό σημείο. Στις 13 Μαΐου παραδόθηκε το οχυρό του Ρούπελ στους Βουλγάρους κατόπιν προσυμφωνημένης συννενόησης με την βασιλική Κυβέρνηση Σκουλούδη, η οποία προέκυψε από τις εκλογές της 6ης Δεκεμβρίου 1915, στις οποίες δεν συμμετείχε το κόμμα των  Φιλελευθέρων σε ένδειξη αντίθεσης της στην αντισυνταγματική δεύτερη διάλυση της Βουλής για τον ίδιο στην ουσία λόγο δηλαδή τη διαφωνία του Στέμματος με την εξωτερική πολιτική που αποφάσισε η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Άμεση ήταν η αντίδραση της Αντάντ με την κατάληψη της Θάσου, την κήρυξη στρατιωτικού νόμου στη Θεσσαλονίκη και την επιβολή μερικού ναυτικού αποκλεισμού στην Παλαιά Ελλάδα[32] Μετά από πρόσκληση του Βενιζέλου, τον  Μάιο του 1916, γαλλικές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Sarrail, κατέλαβαν οχυρές θέσεις βόρεια της Θεσσαλονίκης. Οι στιγμές αναγκάζουν τον Βενιζέλο να αναλάβει άμεσα και καίρια πρωτοβουλία. Παρουσιάζει στους πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας το σχέδιο του για τη δημιουργία προσωρινής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη με επικράτεια τις Νέες Χώρες(Μακεδονία, Ήπειρο και νησιά του Αιγαίου) και στόχο τη συγκρότηση στρατού για να πολεμήσει στο πλευρό της Αντάντ[33]. Ο Εθνικός Διχασμός έχει φθάσει στο αποκορύφωμα του.

 

ΙX.Η προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης

Στις 17 Αυγούστου 1916 εκδηλώνεται στη  Θεσσαλονίκη το κίνημα της ΄΄Εθνικής Άμυνας΄΄, μίας οργάνωσης που είχαν συγκροτήσει τον Δεκέμβριο 1915 στελέχη των Φιλελευθέρων στη Μακεδονία, με αφορμή τις επιθέσεις Γερμανών και Βουλγάρων στη Μακεδονία, που ήρθε ως αποτέλεσμα της πρόθεσης του βασιλιά και της κυβέρνησης Σκουλούδη να απωθήσουν τα στρατεύματα της Αντάντ. Ο Βενιζέλος περιμένοντας την προκήρυξη εκλογών είχε θεωρήσει αρχικά το κίνημα ΄΄πρόωρο΄΄. Ωστόσο μετά τη ματαίωση των εκλογών η πιθανότητα επανόδου στη συνταγματική τάξη είχε εκλείψει παντελώς.  Ξεπερνώντας και τους τελευταίους δισταγμούς του ο κρητικός πολιτικός επιβιβάζεται από την Αθήνα στο πλοίο που έφερε το συμβολικό όνομα Esperia, με προορισμό τη Θεσσαλονίκη, που αποτελούσε το γεωγραφικό επίκεντρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Καταφθάνει στις 26 Σεπτεμβρίου 1916.

Εκεί θα συμβεί ένα γεγονός που θα επισφραγίσει με τον πιο επίσημο τρόπο τον Εθνικό Διχασμό. Η αδυναμία εξεύρεσης οποιουδήποτε διαύλου επικοινωνίας και συνεννόησης με το κωνσταντινικό καθεστώς στην Αθήνα θα οδηγήσει αναπότρεπτα στην δημιουργία μίας άλλης κυβέρνησης, μίας άλλης διοίκησης με σκοπό την προώθηση των εθνικών συμφερόντων που πλήττονταν σφόδρα στο πεδίο των μαχών.

Με συνεργάτες τον στρατηγό Παναγιώτη Δαγκλή[34] και τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη[35] θα σχηματισθεί η επονομαζόμενη ΄΄Τριανδρία΄΄ που θα αναλάβει το ιστορικό καθήκον να φέρει εις πέρας την εθνική αποστολή και να αναλάβει την ηγεσία της Εθνικής Άμυνας στις 9 Οκτωβρίου 1916. Στο πρώτο φύλλο της, η Εφημερίς της Προσωρινής Κυβέρνησης του Βασιλείου της Ελλάδας[36] έγραφε στην προκήρυξή της πως «το ποτήριον των πικριών, των εξευτελισμών και των ταπεινώσεων υπερεπληρώθη». Και συνεχίζει ΄΄ αφού το Κράτος προέδωκε τα καθήκοντα του, υπολείπεται εις το Έθνος να επιχειρήση όπως επιτύχη το έργον, όπερ επεβάλλετο εις το Κράτος΄΄. O στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής παρουσιάζει γλαφυρά στο προσωπικό του αρχείο το αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί εξαιτίας της αμεταχώρητης εμμονής του βασιλιά στις προσωπικές του φιλοδοξίες. Γράφει :΄Δυστυχώς δε τα πράγματα  χειροτερεύουσιν ένεκα της αλλοκότου επιμονής του Βασιλεώς και φοβούμαι ότι δεν θα είναι δυνατή η παραμονή αυτού εν Ελλάδι μετά την προς τας προστάτιδας δυνάμεις απονενοημένην στάσιν του, και την οσημέραι αυξανόμενην αγανάκτησιν μεγάλου μέρους του Ελληνικού λαού΄΄[37]. Η σκέψη του Δαγκλή υπήρξε προφητική.

Η αντιπαράθεση μεταξύ του Βενιζέλου και του  Κωνσταντίνου είχε εκφύγει από τα πλαίσια της πολιτικής διαφωνίας – η οποία δεν ήταν ασυνήθης μεταξύ τους την ιστορική περίοδο που μελετούμε-και είχε εξελιχθεί σε ανοιχτή σύγκρουση. Το διακύβευμα πλέον δεν ήταν η επικράτηση της άποψης του ενός ή του άλλου πολιτικού ανδρός. Ήταν η ενσωμάτωση και διατήρηση του μεγαλύτερου μέρους του αλύτρωτου ελληνισμού που βρίσκονταν στις επονομαζόμενες Νέες χώρες και τη Μικρά Ασία. Και η σύγκρουση δεν ήταν μεταξύ του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου. Ήταν μεταξύ της πλειοψηφίας της Παλαιάς Ελλάδας που εκπροσωπούσε  το ελληνικό κράτος της εποχής και αντιπροσωπευόταν από το βασιλιά, και την πλειοψηφία του υπόλοιπου ελληνισμού: των αλύτρωτων, των Ελλήνων των Νέων χωρών και εκείνων των παροικιών. Από τη μία πλευρά λοιπόν υπήρχε το επίσημο Κράτος, η θεσμική υπόσταση του οποίου- ή τουλάχιστον ενός τμήματος αυτής- εκφραζόταν από το  Θρόνο, και από την άλλη υπήρχε το σύνολο του αλύτρωτου ελληνικού έθνους, του οποίου ο μακρόχρονος διακαής πόθος ήταν η θεσμική ενσωμάτωση του με τη μητέρα πατρίδα.

Γεωγραφικά ο Εθνικός Διχασμός αποτυπώθηκε με την κρατική διάσπαση στο ΄΄΄κράτος των Αθηνών΄΄, όπου έδρευε  το θεσμικό οικοδόμημα της Παλαιάς Ελλάδας και το ΄΄ κράτος της Θεσσαλονίκης΄΄, της μεγαλύτερης και ιστορικότερης πόλης της Μακεδονίας, που αντιπροσώπευε τις φιλοδοξίες, τα όνειρα και τις επιθυμίες του αλύτρωτου ελληνισμού. Η Κρήτη και τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου( Σάμος, Ικαρία, Χίος, Λέσβος, Λήμνος) προσχώρησαν αμέσως στην Προσωρινή Κυβέρνηση, ενώ η  Κεντρική και Δυτική Μακεδονία ελέχθησαν σταδιακά[38].

Α. Οι προτεραιότητες της Προσωρινής Κυβερνήσεως

Η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης ήταν, όπως μαρτυρεί και το όνομα της, μία Κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Στόχος της δεν ήταν να υποκαταστήσει τις δημοκρατικές λειτουργίες ενός θεσμικού κράτους αλλά να αποσοβήσει την επερχόμενη- και πιθανότατα αναπότρεπτη-εθνική ταπείνωση. Η καθυστέρηση στην ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών στο αμφικλινές και επικίνδυνο πεδίο του διπλωματικού και στρατιωτικού παιγνίου που διεξαγόταν στα Βαλκάνια στις αρχές του 20ου αιώνα θα καθόριζε τη τύχη και την ιστορία ενός ολόκληρου έθνους. Αυτό ακριβώς προσπαθεί να αποσοβήσει η πολιτική κίνηση της Τριανδρίας  και για αυτό το λόγο η άμεση προτεραιότητα της ήταν η συγκρότηση στρατού που θα πολεμούσε στο πλευρό των Συμμάχων, στο Μακεδονικό μέτωπο. Το καθήκον αυτό επωμίστηκε ο έμπειρος στρατηγός των Βαλκανικών Πολέμων, Παναγιώτης Δαγκλής ο οποίος αναλαμβάνει τη συγκρότηση του στρατού και εξασφαλίζοντας την ομαλή συνεργασία με το Συμμαχικό Στρατηγείο Ανατολής[39]. Ο αρχικός πυρήνας του νέου στρατού σχηματίσθηκε από εθελοντές ενώ στην πορεία συμπληρώθηκε με υποχρεωτική στρατολογία από τις περιοχές που έλεγχε η Προσωρινή Κυβέρνηση[40]. Ωστόσο εξαιτίας του γεγονότος ότι οι Σύμμαχοι δεν κατόρθωσαν να παράσχουν επαρκή οικονομική και υλική βοήθεια στάθηκε αδύνατο να οργανωθεί γρήγορα μία μάχιμη στρατιωτική δύναμη. Οπωσδήποτε όμως ο βασικός σκοπός της επαναστάσεως, που ήταν πολιτικός και όχι στρατιωτικός επιτεύχθηκε.

Η Προσωρινή Κυβέρνηση ζήτησε αμέσως τη διπλωματική της αναγνώριση. Οι αρχικές αντιδράσεις της Αντάντ ήταν ποικίλες. Η Ρωσία ήταν αντίθετη σε μία de jure αναγνώριση. Οι δυτικοί Σύμμαχοι επίσης κατανοούσαν ότι θα ήταν δύσκολο να αναγνωρίσουν δύο ξεχωριστές κυβερνήσεις στην Ελλάδα, αν και τούτο θα ήταν προς το συμφέρον τους. Έτσι συμφώνησαν να αναγνωρίσουν de facto την Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης χορηγώντας περιορισμένη οικονομική ενίσχυση[41]. Η Ιταλία πήρε αμέσως αρνητική στάση καθώς ο Βενιζέλος στεκόταν εμπόδιο στις δικές της επεκτατικές βλέψεις εις βάρος της  Ελλάδας. Στην πραγματικότητα η  νέα κυβέρνηση Βενιζέλου, Δαγκλή, Κουντουριώτη παρότι εγκαταστάθηκε «στο όνομα του ελληνικού λαού» με τις ευλογίες της Αντάντ και υπό την προστασία του Sarrail, κατέλαβε εξαπίνης τους εγχώριους και διεθνείς πολιτικούς και στρατιωτικούς παράγοντες και προξένησε τεράστια εντύπωση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.  Το σίγουρο είναι ότι δημιούργησε μία νέα προοπτική στο διεθνές παζάρι εδαφών στα Βαλκάνια και μία νέα δυναμική ισορροπιών

 

 X. Τα Νοεμβριανά

Ο διχασμός που προκλήθηκε από τη δημιουργία και ύπαρξη δύο κυβερνήσεων  εντός του ελλαδικού χώρου δεν ήταν δυνατόν να μείνει αναπάντητος από το Κωνσταντινικό καθεστώς. Η πρώτη σύγκρουση συνέβη όταν στρατιώτες της Εθνικής Άμυνας επιχείρησαν να καταλάβουν την Κατερίνη και συγκρούστηκαν με τον τακτικό στρατό που παρέμενε πιστός στον βασιλιά. Η ευτυχής συγκυρία ήταν ότι η συνέχιση των ένοπλων συρράξεων αποσοβήθηκε όταν η Γαλλία έσπευσε να χωρίσει τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα δημιουργώντας μία ΄΄ ουδέτερη ΄΄ ζώνη. Χωρίς την παρέμβαση αυτή ήταν σίγουρο ότι οι στρατιωτικές επιχειρήσεις θα κλιμακώνονταν και ο εμφύλιος πόλεμος θα γενικευόταν[42].

Στην Αθήνα όμως τα πράγματα έλαβαν ανεξέλεγκτη τροπή. Οι Γαλλο-βρετανικές δυνάμεις των Συμμάχων της Αντάντ (3.000 άνδρες) στις 18 Νοεμβρίου 1916 εισέβαλαν στην Αθήνα με σκοπό να επιτάξουν οπλισμό ως αντάλλαγμα για την αμαχητί παράδοση της οχυρωματικής γραμμής του Ρούπελ και την παράδοση της Ανατολικής Μακεδονίας στη Βουλγαρία από τον Βασιλιά Κωνσταντίνο και τον Ιωάννη Μεταξά, τον Μάη και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου(1916).  Ο «Συνδέσμος των Επίστρατων», που αποτελούνταν από απολυθέντες φιλοβασιλικούς αξιωματικούς από το Κράτος της Θεσσαλονίκης,  οργανωτής των οποίων ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς, αντιστάθηκε σθεναρά και εξελίχθηκε αιματηρή σύγκρουση με αποτέλεσμα 194 νεκρούς και τραυματίες από τους Συμμάχους και 82 Έλληνες. Τελικά ο Κωνσταντίνος υποχώρησε και συμφώνησε να παραδώσει μέρος του πολεμικού υλικού που είχε ζητηθεί. Μετά την απομάκρυνση των συμμαχικών δυνάμεων, το πρωί της 19 Νοεμβρίου, οι υποστηρικτές του Κωνσταντινικού καθεστώτος προέβησαν σε επαίσχυντες πράξεις βίας και τρομοκρατίας με θύματα τους Φιλελευθέρους της πρωτεύουσας. Σημειώθηκαν  δεκάδες θάνατοι από λιντσάρισμα και εκτεταμένες καταστροφές της περιουσίας τους ενώ κακοποιήθηκε και φυλακίσθηκε και ο Δήμαρχος Εμμανουήλ Μπενάκης[43]. Έκλεισαν 31 εφημερίδες που ήταν φιλικές προς τον Βενιζέλο και λεηλατήθηκαν σχεδόν 500 σπίτια και μαγαζιά όσων βενιζελικών είχαν παραμείνει στην Αθήνα. Στις 12 Δεκεμβρίου ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Α΄ θα αφορίσει τον Βενιζέλο για τον διχασμό σε μια λαϊκή τελετή στο Πεδίο του Άρεως όπου πλήθος κόσμου θα πετάει συμβολικά πέτρες καταριώντας τον, φωνάζοντας «Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος την βασιλείαν και την πατρίδα ανάθεμα έστω. Ανάθεμα και αιωνία κατάρα στον προδότη Βενιζέλο»

 Οι Αγγλογάλλοι θεωρούσαν ως αποκλειστικό υπεύθυνο για τα Νοεμβριανά τον Κωνσταντίνο και προχώρησαν σε ολοκληρωτικό θαλάσσιο αποκλεισμό της Νότιας Ελλάδας. Απόρροια του αποκλεισμού των ελληνικών ακτών και της απαγόρευσης της ακτοπλοΐας από τους Συμμάχους ήταν η παντελής έλλειψη τροφής, η οποία οδήγησε σε αρκετούς θανάτους από ασιτία[44]. Για τους Συμμάχους ο Κωνσταντίνος είναι πλέον ο πιο μισητός μετά τον Κάιζερ εχθρός τους.

ΧI. Η εκδίωξη του Κωνσταντίνου και η άφιξη του Βενιζέλου στην Αθήνα

Οι συμμαχικές δυνάμεις επιβάλλουν αυστηρό αποκλεισμό στην Παλαιά Ελλάδα και αναγκάσαν την Αθήνα να υποκύψει στις απαιτήσεις της Αντάντ. Ήταν πλέον φανερό ότι με τον Κωνσταντίνο ως ρυθμιστή των πραγμάτων στην πρωτεύουσα δεν θα μπορούσε να υπάρξει ούτε ειρήνευση στο εσωτερικό ούτε συνεργασία με τους Συμμάχους. Οι Γάλλοι, συνεπικουρούμενοι από το νέο Βρετανό Πρωθυπουργό Λόιντ Τζορτζ, απαίτησαν από τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει το θρόνο, προκειμένου να άρουν τον αποκλεισμό. Επικαλέστηκαν μάλιστα το καθεστώς των "Προστάτιδων Δυνάμεων", το οποίο κατά την άποψή τους είχαν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.  Ο βασιλιάς παρά τις αντιδράσεις μεγάλης μερίδας του λαού εξαναγκάζεται να παραχωρήσει τον θρόνο στον δευτερότοκο υιό του Αλέξανδρο, και να διοριστεί Αρμοστής της Ελλάδος ο Γάλλος ναύαρχος Ζόνναρ. Τον Ιούνιο ο βασιλιάς θα αυτοεξοριστεί με την υπόλοιπη οικογένειά του στην Ελβετία, φεύγοντας κρυφά από τον Ωρωπό λίγες μέρες προτού κατέβει ο Βενιζέλος δια του γαλλικού θωρηκτού «Προβάνς» στην Αθήνα, για να αναλάβει πρωθυπουργός του, ενωμένου πλέον, αλλά και υπό Επιτροπεία, Ελληνικού Κράτους.

 Στις 13 Ιουνίου 1917 διορίστηκε η τρίτη υπό την προεδρία του Ελευθερίου Βενιζέλου κυβέρνηση ενώ ισχυρά γαλλικά στρατιωτικά τμήματα είχαν καταλάβει επίκαιρες θέσεις σε διάφορα σημεία της Αθήνας για τη διατήρηση της τάξης και την αποτροπή επεισοδίων από τους Κωνσταντινικούς.  Στις 14 Ιουνίου καταφθάνει η νέα κυβέρνηση Βενιζέλου  στην Αθήνα από τον Πειραιά και ορκίστηκε στα Ανάκτορα. Το ίδιο βράδυ ο Βενιζέλος μίλησε στους συγκεντρωμένους οπαδούς του από τον εξώστη του ξενοδοχείου΄΄ Μεγάλη Βρετανία΄΄ και κάνοντας ένα σύντομο απολογισμό, επέμεινε στην ανάγκη συγκρότησης στρατού της Άμυνας,  χωρίς να παραλείψει να τονίσει την ευγνωμοσύνη του στις ΄΄Προστάτιδες Δυνάμεις΄΄[45]

 Η πρώτη πράξη της νέας κυβέρνησης ήταν η κήρυξη πολέμου εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων, στις 15 Ιούνη του 1917[46]. Στις 29 Ιουνίου με Βασιλικό διάταγμα του νέου βασιλιά, ο Βενιζέλος πετυχαίνει την επανασύσταση της Βουλής του 1915 που την είχε διαλύσει ο Κωνσταντίνος 2 χρόνια νωρίτερα (Οκτώβρης του 1915), και που ο τύπος της εποχής αποκάλεσε ως «Βουλή των Λαζάρων»[47]. Ακολούθως ξεκίνησε ένα κύμα εκδίωξης  των αντιβενιζελικών στελεχών που αντιμάχονταν τη νέα κυβέρνηση και με νόμο ήρε την ισοβιότητα των δικαστών και την μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Κηρύχθηκαν έκπτωτοι ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος Α' και οι μητροπολίτες που είχαν πρωτοστατήσει στο ανάθεμα. Απολύθηκαν 570 δικαστικοί όλων των βαθμίδων και 6.500 δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ αποστρατεύθηκε το 40% του συνόλου των μόνιμων αξιωματικών του στρατού. Ακολούθησαν εξορίες των πολιτικών του αντιπάλων από τους Γάλλους στην Κορσική, σε εσωτερική εξορία ή σε κατ' οίκον περιορισμό, καθώς και η «Δίκη του ΓΕΣ» των στρατιωτικών του Παλατιού για την αμαχητί παράδοση της Μακεδονίας, του Ρούπελ και του Δ' Σώματος Στρατού το 1916, όπου θα καταδικαστεί σε θάνατο για προδοσία ο Ιωάννης Μεταξάς.

Το βενιζελικό καθεστώς, ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τα επιτεύγματα του, βιώθηκε ως ΄΄τυραννία΄΄ από τα θύματα του και τους κατοίκους της Παλαιάς Ελλάδας, καθώς ήταν αναγκασμένο να προβεί σε διώξεις, εκτοπίσεις και παραγκωνισμό των αντιβενιζελικών προκειμένου να διατηρηθεί η τάξη στο εσωτερικό της χώρας και να σχηματισθεί μία ενιαία κυβέρνηση που θα συμμετείχε στις εκστρατευτικές επιχειρήσεις των συμμάχων. Αν και τυπικά ο Εθνικός Διχασμός τελείωσε τον Ιούνιο του 1917, η έλλειψη εθνικής ομόνοιας, ο φανατισμός και η δίψα για εκδίκηση οδήγησε στην πρόκληση και άλλων επεισοδίων όπως οι εξεγέρσεις νεοσύλλεκτων κατά την επιστράτευση, οι λιποταξίες από το Μακεδονικό μέτωπο, η πρώτη απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου με το τέλος του πολέμου, και το λιντσάρισμα του Δραγούμη, και έπαιξε μοιραίο ρόλο στην τραγική κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αλλά και στη Δίκη και εκτέλεση των έξι ως υπαιτίων της Καταστροφής.

 

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο Εθνικός Διχασμός υπήρξε ένα από τα πιο μελανά κεφάλαια της νεότερης πολιτικής ιστορίας του Έθνους. Μία καταρχήν πολιτική διαφωνία μεταξύ του Πρωθυπουργού της χώρας και του Βασιλέα σχετικά με τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής οδήγησε σε μία μακρόχρονη αδελφοκτόνο έχθρα που σπάραξε τον ελλαδικό χώρο, διαίρεσε τους πολίτες και προκάλεσε καταστροφικά αποτελέσματα στο εσωτερικό και εξωτερικό πολιτικό και διπλωματικό πεδίο. Η χαραυγή του 20ου αιώνα βρίσκει τα Βαλκάνια σε μία πολιτική και διπλωματική αναταραχή. Η παραπαίουσα Οθωμανική αυτοκρατορία πνέει τα λόισθα και οι νέοι γεωγραφικοί παίχτες στο χώρο της ευρωπαϊκής ανατολής σπεύδουν να εξασφαλίσουν το μερίδιο του λέοντος. Η Ελλάδα βρίσκεται σε προνομιακή θέση καθώς ο ευρύτερος εδαφικός χώρος κατοικείται  από ελληνικούς πληθυσμούς. Η χώρα όμως βρίσκεται σε κακή οικονομική κατάσταση, πριν λίγα χρόνια είχε εξέλθει από τους Βαλκανικούς πολέμους και όλοι οι πολίτες της δεν συμμερίζονται τις ίδιες εθνικές φιλοδοξίες. Η ιστοριογραφική μόνο ανάγνωση των γεγονότων του Διχασμού αποσιωπά και εξωραίζει τα πραγματικά και βαθύτερα αίτια της εθνικής διαμάχης. Τοπικιστικά και ταξικά συμφέροντα και υπολογισμοί, κοντόφθαλμη εθνική πολιτική, προσωπικές και εγωπαθείς φιλοδοξίες αποκαλύπτουν το ζοφερό παρασκήνιο της περιόδου. Το μεγαλύτερο τμήμα της Παλαιάς Ελλάδας  σε ΄΄ ανίερη΄΄ συμμαχία με τους αλλοθνείς κατοίκους των Νέων Χωρών αντιδρούν και αντιμάχονται στην ιδέα της εθνικής επέκτασης και του αλυτρωτισμού και τάσσονται υπέρ ενός εσωστρεφούς πατριωτισμού, εκφραστής του οποίου- όπως και των συντηρητικών αστικών, μικροαστικών, εργατικών και αγροτικών στρωμάτων που απειλούσε ο οικονομικός, κοινωνικός και πολιτικός εκσυχρονισμός-, τίθεται ο αντιπρόσωπος του θρόνου. Από την άλλη πλευρά η πλειοψηφία του υπόλοιπου Ελληνισμού, των αλύτρωτων, των μέχρι πρότινος αλύτρωτων Ελλήνων των Νέων Χωρών και εκείνων των παροικιών διψούν για την ένωση του έθνους και την ενσωμάτωση στην εθνική μήτρα.

Οι δύο αντίπαλοι ΄΄ πολιτικοί κόσμοι΄΄, όπως είχαν ονομαστεί, εμφορούνται από τον ίδιο εθνικισμό. Από τη μία ο βυζαντινός ρομαντισμός του Στέμματος, και από την άλλη το αλυτρωτικό όραμα των υπόδουλων πολιτών του έθνους. Η διαφορετική όμως ιδεολογική τους βάση υποκρύπτει την ετερόνομη ηθική τους θεμελίωση. Ο Βενιζελισμός αυτοκαθορίζεται και νομιμοποιείται με αναφορά στο Έθνος και το όραμα της απελευθέρωσης των ΄΄αλύτρωτων΄΄ ομοεθνών από τον ξένο ζυγό[48]. Ο Αντιβενιζελισμός από την άλλη επιδιώκει τη διατήρηση του γνώριμου status quo, την διαιώνιση της καθεστηκυιάς τάξης και τη διασφάλιση του ισχύοντος οικονομικού και κοινωνικού συστήματος, το οποίο προφανώς απειλείται από την έλευση και την ενσωμάτωση ξενικών και αλλοφερμένων στοιχείων.

 Τούτο αποτυπώνεται και στις πολιτικές επιλογές των αντιμαχόμενων πλευρών. Η Παλαιά Ελλάδα τάσσεται υπέρ της γερμανόφιλης ουδετερότητας που σκοπεί στη διαφύλαξη των εθνικών συνόρων και τη πολιτική προστασία της εσωτερικής καθεστηκυίας τάξης. Ο Βενιζέλος και οι υποστηρικτές του οραματίζονται το εδαφικό και οικονομικό μεγάλωμα της Ελλάδας, την ενσωμάτωση των αλύτρωτων Ελλήνων, το μεγάλωμα του Έθνους.

Ιστοριογραφικά και με βάση τα γεγονότα δεν έχει να διαφωνήσει κανείς. Ο Βενιζελισμός αποδεικνύεται ο πιο συνεπής ,διορατικός και πραγματιστικός φορέας της εθνικής ολοκλήρωσης. Οι επιλογές της βενιζελικής διπλωματίας δικαιώθηκαν από τη ρεαλιστική συγκυρία των  γεγονότων. Η ενεργός συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων είχε ως ουσιαστικό αποτέλεσμα τη θριαμβευτική νίκη κατά των Γερμανοβουλγάρων στα υψώματα του Σκρα Ντι Λέγκεν στις 30 Μαΐου 1918 και τη συμμετοχή των ελληνικών δυνάμεων στην τελική επίθεση και διάσπαση του μετώπου, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Λίγες μέρες αργότερα, η Βουλγαρία θα συνθηκολογούσε και τον Οκτώβριο του ιδίου έτους η Οθωμανική αυτοκρατορία θα σύναπτε ανακωχή στον Μούδρο. Η Συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920), ως επακόλουθο της Συνδιάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων, αποτέλεσε μια μεγάλη διπλωματική επιτυχία του Βενιζέλου. Με το τέλος του πολέμου, η Ελλάδα απέκτησε την Ίμβρο, την Τένεδο και την Ανατολική Θράκη μέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας, κοντά στην Κωνσταντινούπολη.

Παρά τις όποιες ωστόσο εθνικές επιτυχίες το στίγμα του Εθνικού Διχασμού παρέμεινε επί δεκαετίες ενεργό. Διαίρεσε γεωγραφικά τη χώρα σε δύο αντίπαλες παρατάξεις, την οδήγησε σε κατάσταση μειωμένης εθνικής κυριαρχίας (αρμοστεία), και την ενότητα του έθνους  διασπασμένη για τα επόμενα 20 χρόνια. Το χάσμα στην ελληνική κοινωνία άγγιξε για πρώτη φορά το στράτευμα, στρώνοντας τον δρόμο για τις δικτατορίες του μεσοπολέμου, πραξικόπημα του Πάγκαλου, δικτατορία του Μεταξά, και τη Χούντα των Συνταγματαρχών, ενώ οι βιαιότητες και η  βαρβαρότητα των Νοεμβριανών στιγμάτισαν την ελληνική κοινωνία για πολλές δεκαετίες. Στο Μικρασιατικό μέτωπο η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 άνοιξε το δρόμο για την επιστροφή του Κωνσταντίνου. Κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων , τις οποίες συνέχισε η φιλοβασιλική κυβέρνηση, ο διχασμός σιγοβράζει και τα πάθη κοχλάζουν. Η κατάληξη και το αποτέλεσμα της εσωτερικής αναταραχής και αστάθειας  είναι γνωστό: η Μικρασιατική Καταστροφή, το στρατιωτικό κίνημα του 1922 και η Δίκη των έξι αποτελούν τη τραγική κορύφωση του δράματος. Δεν είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς ποια κατάληξη μπορεί να έχει κάθε φορά η εθνική διχόνοια και αποστασία. Ούτε είναι δύσκολο να φανταστεί τι αποτελέσματα κομίζει η εθνικιστική, διχαστική και ταξική ρητορική. Τα δραματικά όμως τούτα γεγονότα των ετών 1914-1917 πρέπει να αποτελέσουν φάρο αυτογνωσίας και αυτοκατανόησης του έθνους και να αφυπνίσουν τους πολίτες στο ιερό καθήκον της εθνικής και κοινωνικής ολοκλήρωσης και ανεξαρτησίας.

 

 

 

 

 



[1] Γ.Θ.Μαυρογορδάτος, 1915, Ο Εθνικός Διχασμός, εκδ.Πατάκη, 2015, σ.167 επ.

[2] Είναι χαρακτηριστική η διάκριση των οπαδών των δύο κινημάτων σε ΄΄βενιζελικούς΄΄ και ΄΄αντιβενιζελικούς΄΄, Γ. Αναστασιάδης, Αντιβενιζελικοί λίβελοι, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 5 επ.

[3] Η ομάδα των υπαξιωματικών ιδρύθηκε πρώτη (συμμετείχαν σε αυτήν μεταξύ άλλων και οι Νικόλαος Πλαστήρας και Γεώργιος Κονδύλης) και είχε ως αιχμή επαγγελματικά αιτήματα.

[4] Θ. Βερέμης, «Το κίνημα στο Γουδί ανοίγει τον δρόμο στον Βενιζέλο», Θ. Βερέμης-Η. Νικολακόπουλος (επιμ.), Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η εποχή του, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005, σ. 67 επ..

[5] Στις 14 Σεπτεμβρίου 1909 ο λαός της Αθήνας, με ένα εντυπωσιακό συλλαλητήριο που οργανώθηκε από τον Σύνδεσμο και διάφορες επαγγελματικές οργανώσεις, εξέφρασε την υποστήριξή του προς το κίνημα.

[6] Ιστορία του ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. ΙΔ΄, 1975, σ. 262.

[7] Παράλληλα, το Κίνημα στο Γουδί επιτάχυνε την ανάδυση των μεσοαστικών στρωμάτων, αυτών των νέων κοινωνικών δυνάμεων που διεκδικούσαν με δυναμισμό τη θέση τους στο πολιτικό σύστημα αν και οι πρωταρχικοί του στόχοι ήταν εθνικιστικοί και συντεχνιακοί.

[8] Η πρόταση για την επιλογή του Βενιζέλου έγινε από τον λοχαγό Σάρρο και τον υπολοχαγό Κονταράτο που βολιδοσκόπησε  το νεαρό δικηγόρο, ο οποίος είχε σχέση με το κίνημα.

[9] Ο Βενιζέλος γεννήθηκε στο χωριό Μουρνιές, κοντά στην πόλη των Χανίων, στις 23 Αυγούστου 1864 και ήταν το πέμπτο παιδί του Κυριάκου Βενιζέλου, εμπόρου, και της Στυλιανής Πλουμιδάκη, η οποία καταγόταν από το χωριό Θέρισο. Μεγάλωσε στα Χανιά όπου περάτωσε τις εγκύκλιες σπουδές, όπως και στο λύκειο Αντωνιάδη στην Αθήνα και στο Δημόσιο Γυμνάσιο Αρρένων Σύρου στην Ερμούπολη. Το 1881 εγγράφηκε στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, και αποφοίτησε το έτος 1887.

[10] Η Επανάσταση του Θερίσου έλαβε χώρα στην Κρήτη, στις 10 Μαρτίου 1905, με σημείο έναρξης το χωριό Θέρισο Χανίων. Αφορμή υπήρξε η αυταρχική πολιτική του Υπάτου Αρμοστή, Πρίγκηπα Γεωργίου, ενώ η βαθύτερη αιτία ήταν η επιθυμία για ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.

[11]Η πολιτική ηγεσία επιχείρησε, αρχικά, να διαπραγματευτεί με τον Σύνδεσμο. Όταν, όμως, προσπάθησε, στις 12 Αυγούστου 1909, να συλλάβει την ηγεσία του, ο Σύνδεσμος, αφού ανέθεσε την αρχηγία του στον συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά, προχώρησε, στις 15 Αυγούστου 1909, στην εκδήλωση κινήματος με κέντρο το στρατόπεδο στο Γουδί (περιοχή της Αθήνας). Καθώς η κυβέρνηση δεν διέθετε δυνάμεις για να αντιμετωπίσει τους κινηματίες, δέχτηκε τους όρους τους. Τότε αυτοί επέστρεψαν στις θέσεις τους, διατηρώντας, ωστόσο, στο ακέραιο την οργάνωσή τους.

[12] Το κείμενο της προσκλήσεως έκανε λόγο ρητά και καθόριζε  την αποστολή του νέου πολιτικού ηγέτη που συνίστατο στη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για τη προσέγγιση των δύο αντιτιθέμενων μερών, Ιστορία του ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. ΙΔ΄, σ. 266

[13] Οι πολεμικές επιχειρήσεις των δύο βαλκανικών πολέμων διήρκεσαν περίπου 10 μήνες, Γ.Θ.Μαυρογορδάτος, 1915, Ο Εθνικός Διχασμός, ο.π., σ.33

[14] Ο δολοφόνος του Βασιλιά υπήρξε ο Σερραίος Αλέξανδρος Σχινάς, ο οποίος πέφτοντας από το παράθυρο του διοικητηρίου, όπου μεταφέρθηκε για να ανακριθεί, αυτοκτόνησε, θέτοντας οριστικό τέρμα στην προσπάθεια να διευκρινισθούν οι λόγοι της βδελυρής του πράξης

[15] Υπήρξαν φήμες ότι ο Σχινάς ήταν εκτελεστικό όργανο των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών και ότι σκοπός της δολοφονίας ήταν η άμεση ανάρρηση στο θρόνο του Κωνσταντίνου που  τον θεωρούσαν φιλικότερα διακείμενο προς τη Γερμανία.

[16] Γ.Θ.Μαυρογορδάτος, 1915, Ο Εθνικός Διχασμός, ο.π., σ.223

[17]Π.Δέλτα, Ελευθέριος Κ.Βενιζέλος(Αρχείο της Π.Σ.Δέλτα ΄Θ),επιμ. Π.Α.Ζάννα,Αθήνα, Ερμής,1978,σ.78

[18] Γ.Βεντήρης,Η Ελλάς του 1910-1920, τ.2, Αθήνα, Πυρσός, 1931, σ.362

[19]  Η Αντάντ ή "Εγκάρδια Συνεννόηση" (Entente Cordiale) ονομάστηκε η συμμαχία Γαλλίας και Μεγάλης Βρετανίας, η οποία έθεσε τέλος σε οχτώ αιώνες αγγλογαλλικής αντιπαλότητας.Μετά την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου η συμμαχία μετατράπηκε στην Τριπλή Αντάντ, με την εισδοχή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (καθώς και της Σερβίας και του Βελγίου). Αργότερα συνασπίστηκαν μαζί τους η Ιαπωνία (1914), η Ιταλία (1915), η Ρουμανία (1916), οι Η.Π.Α. (1917), και η Ελλάδα.

[20] Η τήρηση ουδετερότητας από τη πλευρά της Ελλάδας συνέφερε την Γερμανία και από μία άλλη άποψη. Μία ενδεχόμενη συμμαχία μαζί της θα την επιβάρυνε οικονομικά υπέρμετρα ενώ παράλληλα θα έθετε σε κίνδυνο τη διατήρηση της συμμαχίας με τους λοιπούς συνεταίρους, βλ. G. Leon, Greece and the Great Powers 1914-1917, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 32, 71.

[21] Γ.Θ.Μαυρογορδάτος, 1915, Ο Εθνικός Διχασμός, ο.π., σ.41

[22] Γ. Βεντήρης Γεώργιος, Η Ελλάς του 1910 - 1920, ο.π.τομ. 1, σ.270

[24] Είναι χαρακτηριστική μάλιστα η φράση που φέρεται να απεύθυνε στον Βενιζέλο-σύμφωνα με την αφήγηση του τελευταίου στη Βουλή στις 13 Αυγούστου  1917-ακούγοντας την πρόταση του για συμμετοχή της Ελλάδας στις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης: ΄΄ καλά λοιπόν, εις το όνομα του Θεου΄΄, εκφράζοντας έναν βαθύτερο πόθο του ιδίου και μεγάλου μέρους του αλύτρωτου κυρίως ελληνισμού.βλ σχετ. Ε.Βενιζέλος. Τα κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου, επιμ. Σ.Στεφάνου,τομ.2, Λέσχη Φιλελευθέρων, Αθήνα, 1982, σ.377

[25] Τον Μάρτιο 1915 ο Βενιζέλος με αφορμή την αποπομπή του υποστρατήγου Δουσμάνη, την οποία αμφισβήτησε ο Κωνσταντίνος, παραιτείται και η ρήξη μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών του Εθνικού Διχασμού εισέρχεται στην τελική και πιο κρίσιμη φάση. Ο βασιλιάς εκφράζει τη δυσαρέσκεια για αύτη την κίνηση του Βενιζέλου κατηγορώντας τον ότι δείχνει έλλειψη εμπιστοσύνης στις ΄΄ειλικρινές διαθέσεις του΄΄, Γ.Στρείτ,Ημερολόγιον-Αρχείον,τ.2Α,Αθήνα, 1964-66, σ.20

[26] Ο Μεταξάς για αυτή του τη στάση θα μετανιώσει αργότερα. Λίγο πριν πεθάνει γράφει στο ημερολόγιο του:΄΄΄Θα μας συγχωρήσει ο Θεός το 1915; Φταίμε όλοι! Και ο Βενιζέλος ακόμα!Τώρα αισθάνομαι πόσο έφταιξα!΄΄,Ι.  Μεταξάς, Το προσωπικό του ημερολόγιο, επιμ. Φ.Βρανα, Ικαρος, Αθήνα, τομ.Δ σ.556

[27] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους εκδ Αθηνών,τ.Ι΄Ε(1915-1941),Αθήνα, 1978,σ.22

[28] Στο σύνολο 316 εδρών το κόμμα των Φιλελευθέρων κέρδισε τις 186 και οι αντίπαλοι τους 124 έδρες

[29] Γ.Θ.Μαυρογορδάτος, 1915, Ο Εθνικός Διχασμός, ο.π., σ.60

[30] Όταν ο Κωνσταντίνος υπερασπιζόμενος τις απόψεις του επικαλέστηκε όπως συνήθιζε την ευθύνη του ΄΄απένάντι του Θεού΄΄ ο Βενιζέλος ξέσπασε απαντώντας του:΄΄΄Δεν σας έφερε ο Θεός, Μεγαλειώτατε, εις την Ελλάδα! Ήλθατε από τον πατέρα σας, ο οποίος εξελέγη Βασιλεύς δια της ψήφου των Ελλήνων΄΄ Γ. Βεντήρης Γεώργιος, Η Ελλάς του 1910 - 1920, ο.π.τομ. 2, σ.20

[31] G.Leon, Greece and the Great Powers 1914-1917, Thessaloniki, Institute for Balkan Studies,1974,σ.244

[32] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ο.π.σ.35

[33] Γ.Θ.Μαυρογορδάτος, 1915, Ο Εθνικός Διχασμός, ο.π., σ.83

 

[34]  Ο σουλιώτικης καταγωγής στρατηγός και πολιτικός Παναγιώτης Δαγκλής υπήρξε γιος του αγωνιστή της επαναστάσεως του 1821, υποστρατήγου πεζικού Γεωργίου Δαγκλή (1809-1896) και απόγονος της ιστορικής φάρας(οικογενείας) των Δαγκλαίων που μαζί με τις φάρες των  Τζαβελαίων, Μποτσαραίων, Δρακαίων, Ζερβαίων κ.α. διοικούσαν τη Συμπολιτεία του Σουλίου. Γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1853 και πέθανε στην Αθήνα στις 9 Μαρτίου το 1924. Υπηρέτησε σε ηγετικές θέσεις στο στρατό κατά τη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, υπήρξε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου κατά τους  βαλκανικούς πολέμους και αρχηγός του ελληνικού στρατού κατά τη περίοδο 1918-1919. Ήταν ο εφευρέτης του θρυλικού ορειβατικού πυροβόλου Σνάιντερ – Δαγκλή που είχε μεγάλη επιτυχία διεθνώς ενώ θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο Δαγκλής παραχώρησε την εφεύρεσή του, χωρίς ο ίδιος να την εκμεταλλευθεί εμπορικά και να πλουτίσει, αποδεικνύοντας τον ιδεαλισμό και την αφιλοκέρδειά του. Υπήρξε πρώτος Πρόεδρος του ιστορικού σωματείου της "Ηπειρωτικής Εταιρείας", που ιδρύθηκε στα Γιάννενα και συνέβαλε στην απελευθέρωση της Ηπείρου, ενώ είχε την ευθύνη του στρατιωτικού σκέλους του εξωθεσμικού μακεδονικού κομιτάτου των Αθηνών για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Θράκης.βλ. περισσότερα για το βίο του σε Δαγκλής Π., Στρατηγού Π. Γ. Δαγκλή αναμνήσεις, έγγραφα, αλληλογραφία : το αρχείον του / επιμ.Ξ.Λευκοπαρίδης, Βιβλιοπωλείον Ε. Γ. Βαγιονάκη,Αθήναι, 1965

[35] Ο Παύλος Κουντουριώτης ήταν γόνος της ονομαστής ναυτικής φαμίλιας των Κουντουριώτηδων. Γεννήθηκε στην Ύδρα στις 9 Απριλίου 1855. Ήταν γιος του πρόξενου της Μάλτας και βουλευτή, Θεόδωρου Κουντουριώτη (1824 - 1870)  και της Λουκίας Νεγρεπόντη (1831 - 1875) και  εγγονός του Γεωργίου Κουντουριώτη, πλοιοκτήτη και πρωθυπουργού της Ελλάδας, καθώς και αδελφός του τραπεζίτη και πολιτικού Ιωάννη Κουντουριώτη. Η μητέρα του Λουκία καταγόταν από την χιώτικη οικογένεια Νεγρεπόντη, ήταν εγγονή του πρίγκιπα Κωνσταντίνου Χαντζερή, ηγεμόνα της Βλαχίας.  

[36] Το πρώτο φύλλο της Εφημερίδος της Προσωρινής Κυβέρνησης του Βασιλείου της Ελλάδας είχε ημερομηνία 15 Σεπτεμβρίου

[37] Π.Δαγκλής, Στρατηγού Π. Γ. Δαγκλή αναμνήσεις, έγγραφα, αλληλογραφία : το αρχείον του / επιμ.Ξ.Λευκοπαρίδης, Βιβλιοπωλείον Ε. Γ. Βαγιονάκη,Αθήναι, 1965, σ.189-190

[38] Γ.Θ.Μαυρογορδάτος, 1915, Ο Εθνικός Διχασμός, ο.π., σ.93

[39] Π.Δαγκλής, Στρατηγού Π. Γ. Δαγκλή αναμνήσεις, έγγραφα, αλληλογραφία,ο.π.σ.192

[40] Η στρατολογία ωστόσο στην περιοχή της Χαλκιδικής συνάντησε έντονη αντίδραση με αποτέλεσμα το ξέσπασμα βίαιων επεισοδίων που καταπνίγηκαν με εξαιρετική σκληρότητα από τον λογαχό Γεώργιο Κονδύλη

[41] Χορηγήθηκε στη νέα κυβέρνηση δάνειο 10 εκατομμυρίων φράγκων και αποφασίσθηκε η αποστολή διπλωματικών αντιπροσώπων των Συμμάχων στη Θεσσαλονίκη. Ν. Πετσάλης-Διομήδης, Η Ελλάδα των δύο κυβερνήσεων 1916-17, Φιλιππότης, Αθήνα 1988, σ. 84.

[42] Γ.Θ.Μαυρογορδάτος, 1915, Ο Εθνικός Διχασμός, ο.π., σ.269

[43] Π.Δέλτα, Ελευθέριος Βενιζέλος(Αρχείο της Π.Σ.Δέλτα), επιμ.Αλ.Ζαννα, Ερμής, Αθήνα, 2008,σσ.18-23

[44] Ε. Βενιζέλος, Τα κείμενα του Ελευθερίου Βενιζέλου, τόμ. 2, επιμ. Στ. Στεφάνου, Λέσχη Φιλελευθέρων-Μνήμη Ελευθερίου Βενιζέλου, Αθήνα 1981, σ. 684.

[45] Κ. Ζαβιτσιάνος Αι αναμνήσεις του εκ της ιστορικής διαφωνίας βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου όπως την έζησε(1914-1922) , Αθήνα, 1946-1947, τ.2, σ. 18-20

[46] Α. Τούντα-Φεργάδη, Θέματα Ελληνικής Διπλωματικής Ιστορίας (1912-1940),Σιδερης, 2005, σ. 132.

[47] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ο.π.σ.48

[48] Γ.Θ.Μαυρογορδάτος, 1915, Ο Εθνικός Διχασμός, ο.π., σ.218

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ