Σελίδες

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ



Προς τον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

Προς την Ομάδα Εργασίας για την υποστήριξη του έργου της τεχνικής βοήθειας για την αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης που συγκροτήθηκε δυνάμει της από 1/8/2023 απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΑΔΑ ΨΚΙΘΩ-ΡΒΖ)

Προς την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων




ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΩΝ – ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝΤΩΝ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΩΝ – ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ










ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

     Ενόψει του εξαγγελθέντος σχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, η εφαρμογή του οποίου συνεπάγεται πρακτικώς την ενοποίηση των Ειρηνοδικείων με τα Πρωτοδικεία, λαμβανομένου δε υπόψη ότι η σχεδιαζόμενη ενοποίηση εξαγγέλθηκε με γνώμονα την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη απονομή της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, οι παρακάτω υπογράφοντες, άπαντες υπηρετούντες Ειρηνοδίκες, δηλώνουμε την αντίθεσή μας στην ανωτέρω ενοποίηση, η οποία όχι μόνο δε θα εισφέρει στην επιτάχυνση των ρυθμών απονομής της Δικαιοσύνης, τουναντίον θα δημιουργήσει σοβαρές επιπλέον καθυστερήσεις και ουσιώδη προβλήματα στην υπηρεσιακή ζωή απάντων των Δικαστικών Λειτουργών του πρώτου βαθμού, Ειρηνοδικών και Πρωτοδικών.

     Το κείμενο που ακολουθεί συντίθεται από τέσσερεις ενότητες: 1) Την περιγραφική αποτύπωση της υπηρεσιακής κατάστασης του σύγχρονου Ειρηνοδίκη, 2) αναγκαίες τομές προς τον σκοπό της βελτιστοποίησης και του εκσυγχρονισμού της λειτουργίας των Ειρηνοδικείων και της υπηρεσιακής κατάστασης των υπηρετούντων σε αυτά Δικαστικών Λειτουργών, 3) προβληματισμούς και ενστάσεις αναφορικά με τη σχεδιαζόμενη ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και 4) προτεινόμενες αλλαγές στο ευρύτερο σύστημα απονομής Δικαιοσύνης.



1. Περιγραφική αποτύπωση της υπηρεσιακής κατάστασης του σύγχρονου Ειρηνοδίκη

1.1 Οριοθέτηση της υφιστάμενης κατάστασης


     Επικρατεί δυστυχώς το τελευταίο διάστημα η άποψη πως οι Ειρηνοδίκες, μετά από την ποσοτική μείωση των υποθέσεων του Ν. 3869/2010, δεν επιφορτίζονται πλέον με επαρκή για το λειτούργημά τους δικαστική ύλη, οπότε προτείνονται λύσεις για μεταφορά ύλης από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία, ενοποίηση του πρώτου βαθμού, καθετοποίηση κλπ, έτσι ώστε να «αναπληρωθεί» η δικαστική ύλη των υποθέσεων του Ν. 3869/2010. Στην πραγματικότητα ωστόσο αυτό δεν είναι ακριβές. Οι υποθέσεις με αντικείμενο τον Ν.3869/2010 που εισρέουν ενώπιον των Ειρηνοδικείων συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να αποτελούν ένα αντικείμενο σεβαστής δικαστικής ύλης, καθώς σήμερα τα Ειρηνοδικεία εκδικάζουν, εκτός από τις αιτήσεις του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010, αιτήσεις ερμηνείας του άρθρου 9 του ίδιου νόμου, αιτήσεις οριστικής απαλλαγής από τα υπόλοιπα των οφειλών του άρθρου 11, αιτήσεις μεταρρύθμισης δικαστικών αποφάσεων ένταξης στο ρυθμιστικό πλαίσιο του νόμου, γεγονός που μπορεί μεν να υποδηλώνει πως έχει περιοριστεί ο συσσωρευμένος όγκος υποθέσεων του Ν. 3869/2010, χωρίς όμως να σημαίνει ότι έχουν ρυθμιστεί πλήρως οι προς διάγνωση/διάπλαση έννομες καταστάσεις που αφορούν τον ως άνω νόμο, καθώς οι εν λόγω υποθέσεις απασχολούν συστηματικά τα Ειρηνοδικεία ακόμη και σήμερα. Περαιτέρω, δέον ληφθεί υπόψη πως ο όγκος των υποθέσεων του Ν. 3869/2020, ως νεοεισαχθέν είδος δικαστικής ύλης, αποτέλεσε έναν πρόσθετο όγκο στα ήδη βεβαρυμμένα Ειρηνοδικεία της χώρας, οι Δικαστές των οποίων ήδη βρίσκονταν σε οριακή κατάσταση διαχείρισης της προ του Ν. 3869/2010 ετήσιας χρέωσής τους. Αποτέλεσμα της προσαύξησης της ύλης των Ειρηνοδικείων με τις υποθέσεις του Ν. 3869/2010, το οποίο σημειωτέον αποτέλεσε νομοθέτημα αναφοράς στο εθνικό μας δικαιοδοτικό σύστημα από πλευράς απήχησης στους προσφεύγοντες προς τον σκοπό της ρύθμισης των οφειλών τους, ήταν να δημιουργηθούν και «υπερχρεωμένα» Ειρηνοδικεία, με τους Ειρηνοδίκες να καλούνται να καταβάλουν υπερβατική προσπάθεια, προκειμένου να αντεπεξέλθουν και κατ’ ουσίαν να στηρίξουν πρωτοδίκως – μόνοι τους από το σύνολο του Δικαστικού Σώματος - αυτό το κομβικής σημασίας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας νομοθέτημα. Επομένως, με τον περιορισμό της δικαστικής ύλης των υποθέσεων του Ν. 3869/2010 δεν προκύπτουν «αδρανή» Ειρηνοδικεία που υπολείπονται σε δικαστική ύλη, αλλά Ειρηνοδικεία που, στην πλειοψηφία τους, επιστρέφουν εν μέρει στην προ του Ν. 3869/2010 υφιστάμενη συνθήκη του οριακά διαχειρίσιμου όγκου προς διεκπεραίωση δικογραφιών, αφού δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι ο σύγχρονος Ειρηνοδίκης δεν έχει υπηρεσιακά καμία σχέση με τον Ειρηνοδίκη των περασμένων δεκαετιών, που είχε περιορισμένο συγκριτικά αντικείμενο και όγκο εργασίας. Επισημαίνεται ενδεικτικά ότι ο Ειρηνοδίκης σήμερα, πέραν της άσκησης αυστηρά δικαιοδοτικών καθηκόντων μέσω της εκδίκασης πληθώρας πολιτικών υποθέσεων, αναλαμβάνει κατ’ αποκλειστικότητα και τα κάτωθι:

-Να εκδίδει διατάξεις σύστασης και τροποποίησης σωματείων, καθώς και κληρονομητηρίων

- Να δημοσιεύει διαθήκες

- Να συντάσσει ένορκες βεβαιώσεις

- Να τελεί σε υπηρεσιακή ετοιμότητα στα περιφερειακά Ειρηνοδικεία της χώρας 24 ώρες το 24ωρο, επί επτά ή περισσότερες μέρες το μήνα, ανάλογα με το πόσο διαρκεί η υπηρεσία του, για ενδεχόμενη κατ’ οίκον έρευνα που θα προκύψει στις περιοχές αρμοδιότητάς του Πρωτοδικείου.

- Να επιθεωρεί τα βιβλία των δικαστικών επιμελητών, κατ’ αναπλήρωση των καθηκόντων του Εισαγγελέα Πρωτοδικών

- Να αναλαμβάνει και να διεκπεραιώνει μεγάλο όγκο προανάκρισης ελλείψει Πταισματοδίκη στην έδρα του Πρωτοδικείου, χωρίς καμία προηγούμενη προς τούτο εκπαίδευση και πολλές φορές χωρίς την αυτονόητη συνδρομή της αρμόδιας Εισαγγελίας, συνθήκη που επικρατεί σε πάρα πολλά Ειρηνοδικεία της χώρας.

      Η συντριπτική πλειοψηφία των ανωτέρω αρμοδιοτήτων βαρύνουν αποκλειστικά τους Ειρηνοδίκες, ενώ δεν επιφορτίζουν στο ελάχιστο τους Πρωτοδίκες. Περαιτέρω, οι Ειρηνοδίκες αναλαμβάνουν την έκδοση διαταγών πληρωμής, την εγγραφή και εξάλειψη προσημειώσεων υποθήκης και αποτελούν παγίως και συστηματικά το τρίτο μέλος στις συνθέσεις Τριμελών Πλημμελειοδικείων, παρά το ότι στην πλειοψηφία των Πρωτοδικείων στη χώρα δεν υπάρχει ανάγκη αναπλήρωσης, κατά παράβαση του άρθρου 5 §1 περ. δ΄ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (Ν. 4938/2022).

      Στο σημείο αυτό, εφορμούμενοι από συναισθήματα αξιοπρέπειας και σεβασμού για το Λειτούργημα που έχουμε κληθεί να επιτελέσουμε, κρίνουμε σκόπιμο να αποσαφηνίσουμε μία ακόμη εξαιρετικά σοβαρή παρανόηση που πρέπει άμεσα να λάβει τέλος, καθώς αδικεί κατάφωρα τον κλάδο των Ειρηνοδικών - από τον κλάδο των οποίων άλλωστε ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους προ της ίδρυσης της ΕΣΔΙ πλείστοι όσοι Αρεοπαγίτες, φτάνοντας μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι και τον βαθμό του Προέδρου του Αρείου Πάγου - ήτοι την λανθάνουσα αίσθηση ότι οι Ειρηνοδίκες δικάζουν «εύκολες» υποθέσεις, η οποία κάθε άλλο παρά αληθής είναι. Ο διαχωρισμός της καθ’ ύλην αρμοδιότητας μεταξύ Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων γίνεται, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, κατά βάση με τον καταμερισμό των υποθέσεων στα ανωτέρω Δικαστήρια δυνάμει του ύψους του αντικειμένου της διαφοράς, πλην ορισμένων διαδικασιών, την εκδίκαση των οποίων, κατόπιν νομοθετικής στάθμισης άλλοτε ουσίας και άλλοτε σκοπιμότητας, αναλαμβάνουν σε πρώτο βαθμό είτε τα Ειρηνοδικεία είτε τα Πρωτοδικεία (όπως για παράδειγμα υποθέσεις του Ν. 3869/2010, πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου που υπάγονται στα Ειρηνοδικεία και υποθέσεις του Οικογενειακού Δικαίου ή του Κτηματολογίου, που υπάγονται στα Πρωτοδικεία). Έτσι, για μια διαφορά επί παραδείγματι του ποσού των 19.900,00 ευρώ, η οποία υπάγεται στην τακτική διαδικασία και εκδικάζεται από το Ειρηνοδικείο, προκύπτουν τα ίδια επακριβώς νομικά θέματα - τα οποία πολλές φορές είναι ιδιαίτερα σύνθετα -με μία διαφορά το ύψος της οποίας ανέρχεται στο ποσό των 21.000,00 ευρώ, οπότε αυτή υπάγεται στην τακτική διαδικασία του Πρωτοδικείου. Ομοίως στο πεδίο των μισθώσεων, μία διαφορά που προκύπτει μεταξύ μισθωτή και εκμισθωτή για ακίνητο, το μίσθωμα του οποίου ανέρχεται στα 600,00 ευρώ μηνιαίως, ανήκει στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, ενώ, αν αυτή η ίδια διαφορά αφορά σε μίσθωμα των 650,00 ευρώ μηνιαίως, ανήκει στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου. Ωστόσο ο Δικαστικός Λειτουργός, Ειρηνοδίκης ή Πρωτοδίκης αντιστοίχως, καλείται σε αμφότερες τις περιπτώσεις να μελετήσει, να επεξεργαστεί και εν τέλει να επιλύσει τα ίδια ακριβώς νομικά και πραγματικά ζητήματα. Αυτό ισχύει στο σύνολο σχεδόν της δικαστικής ύλης που έχει ως σημείο αναφοράς το ύψος της διαφοράς, από το οποίο καθορίζεται η καθ’ ύλην αρμοδιότητα Ειρηνοδικείων και Πρωτοδικείων. Σε επίπεδο δε εξαιρετικής καθ’ ύλην αρμοδιότητας, δεν είναι πράγματι άγνωστη η συλλογιστική του νομοθέτη - την οποία και επικροτούμε - να κατανέμει τμήματα δικαστικής ύλης στα Δικαστήρια με γνώμονα τα εχέγγυα που καθένα παρέχει. Ενδεικτικά δε υπενθυμίζουμε προς τούτο - από τα πλείστα παραδείγματα που παρέχει η εθνική νομοθεσία, τα οποία δεν περιορίζονται στο δίλημμα «Ειρηνοδικείο ή Πρωτοδικείο» - ότι τα ποινικά αδικήματα προσώπων ιδιάζουσας δωσιδικίας δικάζονται από Εφέτες, ελλείπουσας δε της ιδιότητας των ως άνω προσώπων, η οποία ακριβώς θεμελιώνει την ανάγκη για εκδίκαση των αδικημάτων τους από ένα ανώτερο Δικαστήριο, υπογραμμίζεται ότι για τα ίδια ποινικά αδικήματα αρμόδιο θα ήταν το Πλημμελειοδικείο. Τούτο ωστόσο δεν οδηγεί στο στρεβλό συμπέρασμα ότι «Τα Πλημμελειοδικεία δικάζουν εύκολες υποθέσεις», αλλά στο ορθό συμπέρασμα ότι δικάζουν διαφορετικές υποθέσεις.



1.2 Στατιστική απεικόνιση του πρώτου βαθμού

      Προς επίρρωση των ανωτέρω, παρατίθενται τα κατωτέρω στατιστικά στοιχεία, τα οποία έχουν αντληθεί από την επίσημη ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αποτελούν μία συγκριτική επισκόπηση της εξέλιξης της δικαστικής ύλης και της διεκπεραίωσης αυτής σε Πρωτοδικεία και Ειρηνοδικεία κατά την εξαετία 2017 έως και 2023. Ως σημεία αναφοράς επιλέχθηκαν το πρώτο τρίμηνο των ετών 2017 και 2023. Το έτος 2017 επιλέχθηκε αφενός μεν ως το πρώτο χρονολογικά έτος για το πρώτο εξάμηνο του οποίου υφίστανται αυτοτελώς στην ιστοσελίδα του Υπουργείου στατιστικά στοιχεία (έτσι ώστε η σύγκριση με το πρώτο εξάμηνο του έτους 2023 να είναι ευχερής), αφετέρου δε διότι εντός του έτους 2017 τοποθετήθηκαν και ξεκίνησαν να υπηρετούν οι 194 νεοδεορισθέντες από τον διαγωνισμό που διενεργήθηκε εντός του έτους 2015 Δόκιμοι Ειρηνοδίκες.

      Σημειώνεται εδώ άλλη μια μεγάλη παρανόηση που ανακυκλώνεται εντελώς αβάσιμα σε κάθε συζήτηση σχετική με την αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη και την ενδεχόμενη μεταφορά δικαστικής ύλης από τα Πρωτοδικεία στα Ειρηνοδικεία, ότι δηλαδή δήθεν ο απόλυτος αριθμός των Ειρηνοδικών από το έτος 2015 και εντεύθεν «σχεδόν διπλασιάστηκε». Η αλήθεια είναι όμως διαφορετική, καθώς η αύξηση οργανικών θέσεων που συντελέστηκε δυνάμει του Ν. 4335/2015 αύξησε τον αριθμό των οργανικών θέσεων των Ειρηνοδικών μόνο κατά 140. Όλοι οι μεταγενέστεροι διορισμοί που συντελέστηκαν από τον Πίνακα Επιτυχόντων του Διαγωνισμού του έτους 2015 έγιναν προς κάλυψη κενών, καθώς κατά τα έτη εκείνα και τα αμέσως επόμενα οι αποχωρήσεις λόγω αφυπηρέτησης Ειρηνοδικών Α΄ τάξης ήταν πολλές. Δεν ισχύει επομένως σε καμία περίπτωση ότι οι Ειρηνοδίκες αντεπεξήλθαν «γιατί ήταν πάρα πολλοί», όπως εξάλλου θα καταδειχτεί αμέσως κατωτέρω.

      Κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους 2017 ο συνολικός αριθμός των υποθέσεων που εκκρεμούσαν προς εκδίκαση στα Ειρηνοδικεία της Επικράτειας ανερχόταν στις 343.563. Αντιστοιχούσαν δηλαδή 375 περίπου υποθέσεις προς διεκπεραίωση σε κάθε Ειρηνοδίκη (αριθμός οργανικών θέσεων Ειρηνοδικών 916, σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κεφαλαίου Α΄ της υποπαρ. Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015). Ο αριθμός αυτός, πρωτοφανής για τη δικαστική ιστορία της χώρας και τον κλάδο των Ειρηνοδικών, εκτινάχθηκε σε αυτό το δυσθεώρητο ύψος κατά βάση – αν και όχι αποκλειστικά – από την εισροή των υποθέσεων του Ν. 3869/2010, δεδομένου ότι κατά το Α΄ τρίμηνο του έτους 2013, δηλαδή τέσσερα μόλις χρόνια πριν, ανερχόταν σε 237.120 υποθέσεις. Ειδικότερα, εκ των 343.563 υποθέσεων 173.414 (σχεδόν ακριβώς οι μισές) αφορούσαν σε αιτήσεις του Ν. 3869/2010, 42.950 υποθέσεις αφορούσαν σε αγωγές προς έκδοση απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις της παλαιάς τακτική διαδικασίας και 11.164 υποθέσεις αφορούσαν σε αγωγές προς έκδοση απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις της νέας τακτική διαδικασίας, ενώ οι υπόλοιπες ήταν υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, μικροδιαφορών, ειδικής διαδικασίας (αυτοκίνητα, μισθώσεις, εργατικά, πιστωτικοί τίτλοι) και εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι υποθέσεις αυτές διεκπεραιώθηκαν με εντυπωσιακή για τα δικαστικά χρονικά ταχύτητα, καθώς έξι μόλις έτη μετά (Α΄ τρίμηνο έτους 2023) ο συνολικός αριθμός των υποθέσεων που εκκρεμούσαν προς εκδίκαση στα Ειρηνοδικεία της Επικράτειας ανερχόταν σε μόλις 171.333, σημειώνοντας μείωση της τάξης του 50,13% (η αντιστοίχιση πλέον ανέρχεται σε 187 υποθέσεις ανά Ειρηνοδίκη). Ειδικότερα, οι υποθέσεις του Ν. 3869/2010 ανέρχονταν σε 43.619 (μείωση 74,85%), οι υποθέσεις της παλαιάς τακτικής διαδικασίας πρακτικά εκμηδενίστηκαν και ανέρχονταν στις 1.885 (μείωση 95,61%), ενώ αντίστοιχες μειώσεις σημειώθηκαν στα ασφαλιστικά μέτρα (4.011 υποθέσεις έναντι 5.926 το έτος 2017 - μείωση 32,32%), στις μικροδιαφορές (19.894 υποθέσεις έναντι 47.173 το έτος 2017 - μείωση 57,83%) και στις επιμέρους ειδικές διαδικασίες (αυτοκίνητα 25.652 υποθέσεις έναντι 28.742 το έτος 2017 - μείωση 10,75%, εργατικά 5.071 υποθέσεις έναντι 8.370 το έτος 2017 - μείωση 39,41%, μισθώσεις 6.166 υποθέσεις έναντι 6.488 το έτος 2017 - μείωση 4,96% και πιστωτικοί τίτλοι 5.704 υποθέσεις έναντι 5.858 το έτος 2017 - μείωση 2,63%). Οριακή αύξηση σημείωσαν μόνο οι υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας (8.848 υποθέσεις έναντι 9.152 το έτος 2017 - αύξηση 3,44%) και της νέας τακτικής διαδικασίας (11.164 υποθέσεις έναντι 24.528 το έτος 2017 - αύξηση 119,71%, όπου όμως η αύξηση δεν υποδηλώνει κάποια ιδιαίτερη δυσχέρεια, καθώς οι υποθέσεις που εκδικάζονται σύμφωνα με τη νέα τακτική διαδικασία ξεκίνησαν να εντάσσονται στη δικαστική ύλη μόλις κατά το έτος 2016, με αποτέλεσμα η αρχική απεικόνιση των 11.164 υποθέσεων κατά το έτος 2017 να μην είναι ενδεικτική του πραγματικά συσσωρευόμενου όγκου υποθέσεων αυτής της κατηγορίας).

      Σημειώνεται εδώ ότι όλα τα ανωτέρω επιτεύχθηκαν ταυτόχρονα με τη σχεδόν αυτόματη (λόγω της φύσης των υποθέσεων) διεκπεραίωση ολόκληρων κατηγοριών από άλλες υποθέσεις, οι οποίες βαρύνουν αποκλειστικά τα Ειρηνοδικεία, πρόκειται δε για τις πράξεις, διατάξεις και πρακτικά που εκδίδουν οι Ειρηνοδίκες για σωματεία, κληρονομητήρια και διαθήκες, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στα επίσημα στατιστικά του Υπουργείου. Πρόκειται για δικαστική ύλη ήσσονος μεν δυσκολίας ως προς τη διεκπεραίωση, γεγονός που όμως αντισταθμίζεται ουσιαστικά από την ανάγκη ταχύτατης επεξεργασίας και άμεσης διεκπεραίωσης αυτής, καθώς οι εν λόγω πράξεις, διατάξεις και πρακτικά εκδίδονται συνηθέστατα αυθημερόν ή πάντως εντός ελάχιστων ημερών από την κατάθεση των σχετικών αιτήσεων. Ο όγκος αυτών των υποθέσεων είναι αξιοσημείωτος, υπερβαίνει δε σε απόλυτους αριθμούς την υπόλοιπη δικαστική ύλη και, μολονότι όπως προαναφέρθηκε είναι κατά κανόνα ήσσονος δυσκολίας, αφαιρεί από τους Ειρηνοδίκες σε καθημερινή βάση ουσιαστικό χρόνο ενασχόλησης με τις λοιπές υποθέσεις τους, καθώς πάντως απαιτεί επεξεργασία, ανάπτυξη και τελική διατύπωση πλήρους δικανικού συλλογισμού.

      Αντίστοιχα στα Πρωτοδικεία, κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους 2017 ο συνολικός αριθμός των υποθέσεων που εκκρεμούσαν προς εκδίκαση ανερχόταν στις 244.637, έχοντας σημειώσει μείωση από τον αντίστοιχο αριθμό τέσσερα έτη πριν (292.450 υποθέσεις κατά το Α΄ τρίμηνο του έτους 2013). Ειδικότερα, εκ των 244.637 υποθέσεων 146.564 υποθέσεις αφορούσαν σε αγωγές προς έκδοση απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις της παλαιάς τακτική διαδικασίας, 13.997 υποθέσεις αφορούσαν σε αγωγές προς έκδοση απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις της νέας τακτικής διαδικασίας, ενώ οι υπόλοιπες ήταν υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, ειδικής διαδικασίας (οικογενειακό, αυτοκίνητα, μισθώσεις, εργατικά, πιστωτικοί τίτλοι) και εκούσιας δικαιοδοσίας. Έξι έτη μετά (Α΄ τρίμηνο έτους 2023) ο συνολικός αριθμός των υποθέσεων που εκκρεμούσαν προς εκδίκαση στα Πρωτοδικεία της Επικράτειας ανερχόταν σε 328.687 (η αντιστοίχιση πλέον ανέρχεται σε 281 υποθέσεις ανά Πρωτοδίκη), σημειώνοντας συνολική αύξηση της τάξης του 34,36%. Ειδικότερα, οι υποθέσεις της παλαιάς τακτικής διαδικασίας ανέρχονταν στις 60.721 (μείωση 58,57%), οι υποθέσεις της νέας τακτικής διαδικασίας αυξήθηκαν σε 72.432 (αύξηση 417,48%), ενώ αντίστοιχη μεγάλη ή μικρότερη αύξηση σημειώθηκε και στο σύνολο σχεδόν της λοιπής δικαστικής ύλης των Πρωτοδικείων [ασφαλιστικά μέτρα 45.660 υποθέσεις έναντι 12.460 το έτος 2017 - αύξηση 266,45%, εκούσια δικαιοδοσία 27.780 υποθέσεις (εκ των οποίων εκούσια Μονομελούς 26.79 και εκούσια Πολυμελούς 982) έναντι 12.317 το έτος 2017 (εκ των οποίων εκούσια Μονομελούς 10.289 και εκούσια Πολυμελούς 2.028) - αύξηση 125,54%, επιμέρους ειδικές διαδικασίες: Οικογενειακό 17.333 υποθέσεις έναντι 14.300 - αύξηση 21,21%, αυτοκίνητα 11.400 υποθέσεις έναντι 10.533 το έτος 2017 - αύξηση 8,23%, εργατικά 12.193 υποθέσεις έναντι 12.010 το έτος 2017 - αύξηση 1,52%, μισθώσεις 8.646 υποθέσεις έναντι 9.107 το έτος 2017 - μείωση 5,06%, πιστωτικοί τίτλοι 14.733 υποθέσεις έναντι 5.786 το έτος 2017 - αύξηση 154,63%].



1.3 Πορίσματα στατιστικής απεικόνισης

      Από τη σύγκριση των ως άνω στατιστικών στοιχείων προκύπτουν τα εξής πορίσματα:

      ΠΡΩΤΟΝ, το Ειρηνοδικείο αναδεικνύεται ως ο κατεξοχήν ευέλικτος, αποτελεσματικός και ταχύς δικαστικός σχηματισμός, που πέτυχε να υποδιπλασιάσει την ύλη του μέσα σε πέντε έτη, ενώ δεν πρέπει να διαλανθάνει της προσοχής το γεγονός ότι αυτό επιτεύχθηκε μετά από το έτος 2015 και από νεοδιορισθέντες ή πάντως νέους Δόκιμους Ειρηνοδίκες και Ειρηνοδίκες Δ΄ και Γ΄ τάξης, οι οποίοι - συνεπικουρούμενοι ασφαλώς από τους ήδη επιβαρυμένους από το έτος 2010 και εντεύθεν αρχαιότερους συναδέλφους τους - προφανώς και απέδειξαν εμπράκτως ότι διαθέτουν το θεωρητικό υπόβαθρο, την επαγγελματική νοοτροπία και εν γένει αφοσίωση στην ορθή και έγκαιρη εκτέλεση των καθηκόντων τους, με τελικό αποκορύφωμα την εντελώς πρόσφατη χρέωση - από την πρώτη μάλιστα ημέρα μετά από την ορκωμοσία τους – εκατοντάδων συναδέλφων μας με υποθέσεις του Ν. 3869/2010.

      ΔΕΥΤΕΡΟΝ, ταυτόχρονα με την εντυπωσιακά ταχεία διεκπεραίωση των υποθέσεων του Ν. 3869/2010 οι Ειρηνοδίκες πρακτικά εκμηδένισαν τις εκκρεμείς υποθέσεις της παλαιάς τακτικής διαδικασίας, ενώ αντίστοιχη μείωση σημείωσαν και οι λοιπές υποθέσεις, από ποσοστά που κυμαίνονται από 2% έως και 57% ανά κατηγορία υποθέσεων.

      ΤΡΙΤΟΝ, το Πρωτοδικείο παρουσιάζει αντίθετα σημαντική καθυστέρηση σε όλους σχεδόν τους τομείς αρμοδιότητάς του, η οποία μάλιστα βαίνει σωρευτικά αυξανόμενη. Τούτο δε καθώς απομένει ακόμα και σήμερα προς διεκπεραίωση σημαντικότατο τμήμα των υποθέσεων που εκδικάστηκαν κατά την παλαιά τακτική διαδικασία (60.721 υποθέσεις, όπως προαναφέρθηκε), υποθέσεων δηλαδή στις οποίες το εισαγωγικό δικόγραφο κατατέθηκε προ της 1ης.1.2016 (ήδη επτά χρόνια πριν), ενώ άλλωστε και οι εκκρεμείς υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων κατά το πρώτο τρίμηνο του έτους 2023 ανέρχονταν σε 45.660. Αντίστοιχα μεγάλος είναι και ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων της νέας τακτικής διαδικασίας (72.432) αλλά και των λοιπών διαδικασιών, κατά τα ως άνω.

      ΤΕΤΑΡΤΟΝ, καταρρίπτεται ένας ακόμα μύθος που ανακυκλώνεται συχνά σε σχετικές συζητήσεις, ότι δηλαδή ο λόγος της εμπλοκής στα Πρωτοδικεία είναι οι εφέσεις κατά των πρωτόδικων αποφάσεων του Ν. 3869/2010. Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω στοιχεία, οι εφέσεις κατά των πρωτόδικων αποφάσεων του Ν. 3869/2010 - οι οποίες στη στατιστική απεικόνιση εντάσσονται στο πεδίο της «εκουσίας Μονομελούς» - ανέρχονται συνολικά σε 26.798. Ακόμα δηλαδή και αν υποτεθεί ότι όλες οι υποθέσεις της εκουσίας Μονομελούς αφορούν σε εφέσεις του Ν. 3869/2010 (πράγμα λογικά άτοπο), και πάλι ο αριθμός αυτός αποτελεί μόνο το [26.798 / 328.687 = ] 8,15% της συνολικής εκκρεμότητας στα Πρωτοδικεία, δεν αποτελεί δηλαδή σε καμία περίπτωση τον κρίσιμο εκείνο παράγοντα που ευθύνεται για την παρατηρούμενη καθυστέρηση.

      ΠΕΜΠΤΟΝ, δεδομένου ότι δεν μπορεί καταρχήν να τεθεί εν αμφιβόλω η ευσυνειδησία και η επαγγελματική επάρκεια όλων ανεξαιρέτως των Δικαστικών Λειτουργών της χώρας, η συσσώρευση ύλης στα Πρωτοδικεία λόγω καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεων και η αντιστρόφως ανάλογη πορεία στα Ειρηνοδικεία - μολονότι μάλιστα κατά την έναρξη της εδώ εξεταζόμενης περιόδου αναφοράς ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων στα Ειρηνοδικεία υπερέβαινε κατά πολύ τον αντίστοιχο αριθμό στα Πρωτοδικεία (343.563 έναντι 244.637, όπως προεκτέθηκε) – οφείλεται προφανέστατα στο ευρύτατο (στην πραγματικότητα απεριόριστο) αντικείμενο ενασχόλησης των Πρωτοδικών, οι οποίοι υποχρεώνονται να διεκπεραιώνουν ταυτόχρονα υποθέσεις από όλο τα φάσμα της πολιτικής και ποινικής διαδικασίας.

     ΕΚΤΟΝ, η λειτουργία και η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων δέον όπως παραμείνει ως έχει, ενώ αντιθέτως προβάλλει ως επιτακτική η ανάγκη επίλυσης του προβλήματος που εντοπίζεται αποκλειστικά στα Πρωτοδικεία της Επικράτειας μέσω είτε α) της άμεσης αύξησης των οργανικών θέσεων των Πρωτοδικών, λύση που ωστόσο συνεπάγεται υπολογίσιμο δημοσιονομικό κόστος, είτε β) της ουσιαστικής και δομικής τους ελάφρυνσης διά της απεμπλοκής τους από την ποινική διαδικασία.

      ΕΒΔΟΜΟΝ, η ένταξη αυτούσιου του σώματος των Ειρηνοδικών στα Πρωτοδικεία μέσω πλήρους ενοποίησης, ως μέσο αντιμετώπισης της συσσώρευσης εκκρεμών υποθέσεων στα τελευταία, δεν ανταποκρίνεται κατά καμία λογική συνεπαγωγή στην αιτιακή συνθήκη που δημιουργεί εξαρχής το πρόβλημα, στην αδυναμία δηλαδή κάθε δικαστικού σχηματισμού - όπως και να ονομαστεί αυτός και όποιους Δικαστικούς Λειτουργούς και αν συμπεριλάβει - να ανταποκριθεί ταυτόχρονα, επαρκώς και με σύντομο χρόνο διεκπεραίωσης στο σύνολο της δικαστικής ύλης της πολιτικής και ποινικής διαδικασίας. Τουναντίον, αποτέλεσμα αυτής της «μεταφοράς» των Ειρηνοδικών στα Πρωτοδικεία θα είναι με μαθηματική βεβαιότητα η έτι περαιτέρω μεγαλύτερη καθυστέρηση στην απονομή Δικαιοσύνης, καθώς οι Ειρηνοδίκες θα κληθούν άμεσα και χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία να ενταχθούν σε πολυδύναμους σχηματισμούς - χάνοντας οριστικά το συγκριτικό πλεονέκτημα ευελιξίας που τους χαρακτηρίζει και απορρέει από τη μονομελή σύνθεση του Ειρηνοδικείου - και να διεκπεραιώσουν ευρύτατες κατηγορίες δικαστικής ύλης που ποτέ ως τώρα δεν είχαν, με αποτέλεσμα την αναπόφευκτη καθυστέρηση στην έκδοση αποφάσεων αλλά και την πιθανή υπερφόρτωση του δεύτερου βαθμού. Εάν δηλαδή οι Δικαστές του Πρωτοδικείου, που έχουν δεδομένη όλη την προηγούμενη εμπειρία τους, τελούν ήδη σε σημαντική δυσχέρεια διαχείρισης της ύλης της πολιτικής και ποινικής διαδικασίας, κατά μείζονα λόγο πρέπει να αναμένεται ότι το ίδιο θα συμβεί - και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό - και με τους Ειρηνοδίκες. Εν τέλει, η «αναβάθμιση» των Ειρηνοδικών σε Πρωτοδίκες θα αποδειχθεί επιβλαβής και για τους δύο, θυσιάζοντας ένα λειτουργικό και αποτελεσματικό Δικαστήριο προς θεραπεία μιας προβληματικής κατάστασης που επικρατεί σε ένα άλλο, παραγνωρίζοντας όμως ότι η λύση του προβλήματος δε βρίσκεται στη διαίρεση του όγκου εργασίας με βάση τον αριθμό των Δικαστικών Λειτουργών, αλλά στην κατανομή του ανά κατηγορίες Δικαστικών Λειτουργών, έτσι ώστε συν τω χρόνω να λειτουργήσει η αναμφισβήτητα επιταχυντική παράμετρος της εξειδίκευσης.

      Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές πως ο υπηρεσιακός βίος των Ειρηνοδικών δεν υπολείπεται σε όγκο δικαστικής ύλης και καθημερινές υπηρεσιακές απαιτήσεις των υπολοίπων Δικαστικών Λειτουργών. Μεμονωμένες περιπτώσεις Ειρηνοδικείων (κυρίως μονοεδρικών), όπου η δικαστική ύλη είναι εξαιρετικά περιορισμένη, δεν παρέχουν επαρκές έρεισμα για γενικευμένες λύσεις, οι οποίες τελικώς θα λειτουργήσουν εις βάρος της πλειοψηφίας των Ειρηνοδικείων, τα οποία ήδη έχουν μεγάλο όγκο δικαστικής ύλης προς διεκπεραίωση. Τουναντίον, μια τέτοια επιλογή θα είχε κατ’ ουσίαν λανθάνοντα τιμωρητικό χαρακτήρα, επιπρόσθετα δε θα της έλειπε η λεπτή διάκριση που οφείλει να επιδεικνύει ο εκάστοτε αρμόδιος φορέας, όταν βρίσκεται ενώπιον μιας μεγάλης τομής σε έναν τόσο νευραλγικό για την κοινωνική συνοχή τομέα. Στις ως άνω αναφερόμενες μεμονωμένες περιπτώσεις θα μπορούσε επιλεκτικά να υλοποιηθεί η συγχώνευση Ειρηνοδικείων όπου παρατηρείται εξαιρετικά περιορισμένη ύλη με άλλα κεντρικά Ειρηνοδικεία, στο πλαίσιο ενός νέου δικαστικού Καλλικράτη, επισημαίνεται ωστόσο ότι σε καμία περίπτωση ο περιορισμένος όγκος της δικαστικής ύλης σε κάποια Ειρηνοδικεία δεν πρέπει να παρασύρει τον αρμόδιο φορέα σε μια άδικη, αυθαίρετη και άτοπη γενίκευση.

      Εν κατακλείδι, είναι γεγονός ότι οι Ειρηνοδίκες επωμίστηκαν αποτελεσματικά το βάρος της διεκπεραίωσης ενός τεράστιου όγκου καινούριας ύλης με την εκδίκαση των υποθέσεων του Ν. 3869/2010 και υποστήριξαν δικαιοδοτικά έναν κομβικό για την εθνική οικονομία πυλώνα, καταβάλλοντας το μέγιστο της προσπάθειας τους ως κλάδος, διεκπεραιώνοντας σε πρώτο βαθμό και μάλιστα κατ’ αποκλειστικότητα εκατοντάδες χιλιάδες υποθέσεις υπερχρεωμένων δανειοληπτών, χωρίς ουδεμία μισθολογική αύξηση ή ελάφρυνση και χωρίς καμία ουσιαστικά έστω ηθική επιβράβευση, όπως εμφανώς αποδεικνύεται από τα πολυδιαδεδομένα σενάρια περί αύξησης της ύλης τους επ’ ευκαιρίας της πρώτης εντυπωσιακής μείωσης του αριθμού των εκκρεμών υποθέσεων ρύθμισης υπό τους όρους του Ν. 3869/2010.Οι σύγχρονοι Ειρηνοδίκες απέδειξαν και αποδεικνύουν καθημερινά πως αποτελούν ένα γρήγορο και αποτελεσματικό Δικαστικό σώμα, του οποίου η λειτουργία πρέπει να διασφαλιστεί και να αναχθεί σε ένα σύγχρονο Δικαστήριο με διοικητική αυτοτέλεια, οι δε Δικαστές που το στελεχώνουν δικαιούνται να απολαμβάνουν ίσης μεταχείρισης με τους υπόλοιπους Δικαστικούς Λειτουργούς σε πρακτικό πια επίπεδο, χωρίς υπεκφυγές που συντηρούν νοσηρές και απαρχαιωμένες νοοτροπίες στο πρόσωπό τους.



2. Αναγκαίες τομές για τη βελτιστοποίηση και τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας των Ειρηνοδικείων και την υπηρεσιακή κατάσταση των υπηρετούντων σε αυτά Δικαστικών Λειτουργών, Ειρηνοδικών.

     Ως εκ τούτου, με γνώμονα τη δημιουργία ενός δικαστικού συστήματος που δε θα συντηρεί την παθογένεια δικαστών δύο ταχυτήτων, κύριος δε στόχος του θα είναι η βελτιστοποίηση της ποιότητας και της ταχύτητας έκδοσης δικαστικών αποφάσεων, αποβαίνουν αναγκαίες κάποιες καθοριστικές για τη λειτουργία των Ειρηνοδικείων και την υπηρεσιακή κατάσταση των υπηρετούντων Ειρηνοδικών ρυθμίσεις, όπως οι κάτωθι:

Α) Υπηρεσίες Ειρηνοδικών

     Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων «Ο πρόεδρος πρωτοδικών που διευθύνει το πρωτοδικείο, ρυθμίζει με πράξη του την υπηρεσία όλων των ειρηνοδικών της περιφέρειάς του και την κατανέμει ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες. Για να αντιμετωπισθούν επείγοντα θέματα, ο πρόεδρος πρωτοδικών ορίζει, κατά περίπτωση, ειρηνοδίκη υπηρεσίας για τα κατά τόπους ειρηνοδικεία». Σύμφωνα, με την εν λόγω νομοθετική ρύθμιση, το Ειρηνοδικείο ως Δικαστήριο δεν έχει διοικητική αυτοτέλεια και τις υπηρεσίες, τις μέρες εργασίας και τις άδειες των δικαστικών λειτουργών τις καθορίζει ο Πρόεδρος Πρωτοδικών, ο οποίος διευθύνει ένα άλλο δικαστήριο και δεν έχει καμία επαφή, ως είναι λογικό και αναμενόμενο, με την καθημερινή λειτουργία του Ειρηνοδικείου. Στην πράξη ωστόσο, και για όλους τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους, ο διευθύνων κάθε Ειρηνοδικείο είναι το πρόσωπο που (ατύπως) το διοικεί, καθορίζει και ρυθμίζει τις υπηρεσίες των υπηρετούντων σε αυτό Ειρηνοδικών, ενώ το έγγραφο στο οποίο αποτυπώνεται η μηνιαία υπηρεσία των Ειρηνοδικών, ως ήδη καθορίσθηκε από τον εκάστοτε Διευθύνοντα, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, απλώς υπογράφεται από τον αρμόδιο Πρόεδρο Πρωτοδικών, μολονότι έχει καταρτιστεί από τον διευθύνοντα το Ειρηνοδικείο.

     Η διάταξη αυτή φρονούμε ότι υποβαθμίζει το Ειρηνοδικείο σε ένα Δικαστήριο που δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει ούτε στοιχειώδεις διοικητικές λειτουργίες, προς τούτο δε και το εύρυθμο της λειτουργίας του κρίθηκε απαραίτητο να εξαρτάται από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών. Η προκείμενη νομοθετική επιλογή, υπό μια σύγχρονη ματιά, απηχεί απαράδεκτες και αδικαιολόγητες προκαταλήψεις σε μία εκσυγχρονισμένη έννομη τάξη, όπου ο νομοθέτης αναθέτει στον Ειρηνοδίκη ως δικαστικό λειτουργό την άσκηση του τόσο σημαντικού και ουσιαστικού έργου της απονομής δικαιοσύνης, ταυτόχρονα ωστόσο φαίνεται να διατηρεί κάποιο έλλειμμα εμπιστοσύνης στο πεδίο της εκτέλεσης στοιχειωδών διοικητικών καθηκόντων. Ως εκ τούτου, για τους προεκτεθέντες λόγους, προτείνουμε την άμεση κατάργηση της εν λόγω νομοθετικής διάταξης, καθώς δεν εξυπηρετεί απολύτως καμία σκοπιμότητα, τουναντίον δυσχεραίνει τη ρύθμιση των υπηρεσιών των Ειρηνοδικών, ανάγοντας σε πολύπλοκα τα κατά τα λοιπά απλά ζητήματα της υπηρεσιακής μας καθημερινότητας (όπως για παράδειγμα απουσία λόγω αιφνίδιας ασθένειας και ενημέρωση του Προέδρου Πρωτοδικών για την επικείμενη απουσία). Σημειώνεται ότι η καθεστηκυία ρύθμιση ορίζει ως αρμόδιο για ζητήματα καθημερινής λειτουργίας μιας υπηρεσίας έναν Δικαστή άλλου Δικαστηρίου, ο οποίος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εις βάθος τις διοικητικές ιδιαιτερότητες που ανακύπτουν σε αυτήν (υπηρεσία), ενώ δεν πρέπει να παροράται το γεγονός ότι η τρέχουσα νομοθετική επιλογή επιβαρύνει με επιπλέον διοικητικά καθήκοντα τον Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ήδη καλείται να ανταπεξέλθει στα ιδιαίτερα απαιτητικά διοικητικά καθήκοντα του Πρωτοδικείου.

Β) Τριμελή Πλημμελιοδικεία

     Σύμφωνα με το άρθρο 5 §1 περ. δ΄ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων (Ν. 4938/2022) «Αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αναπληρώνονται, κατά σειρά αρχαιότητας, εφ' όσον δεν ορίζεται διαφορετικά, ως εξής: Α. - Στα πολιτικά - ποινικά δικαστήρια: ......δ. Ένας μόνο πρωτοδίκης πολυμελούς πρωτοδικείου ή τριμελούς πλημμελειοδικείου από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη της περιφέρειάς του». Παρατηρείται ωστόσο ευρέως σε όλη την Ελληνική Επικράτεια, σε πάγια και μόνιμη βάση, το φαινόμενο, χωρίς να καταφάσκονται οι προϋποθέσεις του νόμου, ήτοι να υπάρχει κώλυμα Πρωτοδίκη να παραστεί στη σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου ή ανεπάρκεια του αριθμού των Πρωτοδικών για την ακέραιη σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, να καλείται ως τρίτο μέλος της σύνθεσης του εν λόγω Δικαστηρίου Ειρηνοδίκης ή Πταισματοδίκης τόσο στις συνεδριάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, όσο και στις συνθέσεις των αυτοφώρων Τριμελούς. Η συγκεκριμένη συνθήκη, πέραν του ότι εγείρει ζητήματα κακής σύνθεσης του Δικαστηρίου, καθώς η εν λόγω τακτική αντιβαίνει ευθέως στο παραπάνω άρθρο και ακολούθως στοιχειοθετεί λόγο αναιρέσεως, επιφορτίζει τον Ειρηνοδίκη με επιπλέον εργασιακό όγκο, ο οποίος βρίσκεται εκτός της υπηρεσιακής του αρμοδιότητας, αναγκάζοντάς τον πολλές φορές να μεταβαίνει στην έδρα του Δικαστηρίου από τον τόπο κατοικίας του ακόμα και εκτός των ημερών υπηρεσίας του, χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως δικαιολογητικός λόγος. Η συγκεκριμένη τακτική, την οποία δυστυχώς υιοθετούν αυθαίρετα τα περισσότερα Πρωτοδικεία στη χώρα και κυρίως τα Περιφερειακά Πρωτοδικεία, αποτελεί όλως καταχρηστική συμπεριφορά που αντιβαίνει ευθέως στην ανωτέρω θεσπισμένη νομοθετική διάταξη και επιφορτίζει έναν ολόκληρο κλάδο με δικαστικό έργο που δεν συμπεριλαμβάνεται στις υπηρεσιακές αρμοδιότητες του. Στο πλαίσιο αυτό ζητούμε να εφαρμόζεται επακριβώς το ανωτέρω άρθρο που ορίζει τα σχετικά με την αναπλήρωση των δικαστικών λειτουργών και να καλείται ο Ειρηνοδίκης κατ’ εξαίρεση - και μόνο όταν υπάρχει σοβαρό κώλυμα ή πραγματική υποστελέχωση του αντίστοιχου Πρωτοδικείου από Δικαστικούς Λειτουργούς - να αναπληρώνει τακτικό μέλος – Πρωτοδίκη στη σύνθεση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου. Η αναφορά δε του εν λόγω κωλύματος φρονούμε ότι πρέπει να καταγράφεται και στην απόφαση του ποινικού δικαστηρίου.

Γ) Μισθολογική αναβάθμιση

     Ενώ ο Ειρηνοδίκης επωμίζεται το σύνολο των ανωτέρω αναφερόμενων καθηκόντων και την βαρύτατη ευθύνη που τα συνοδεύει, είναι εν τούτοις ο χαμηλότερα αμειβόμενος Δικαστικός Λειτουργός της εθνικής έννομης τάξης. Τα πρώτα τουλάχιστον πέντε με δέκα έτη της υπηρεσιακής του ζωής καλείται να υπηρετήσει σε πολύ απομακρυσμένα από τον τόπο διαμονής του Ειρηνοδικεία, με αποτέλεσμα τα οδοιπορικά έξοδα, καθώς και τα έξοδα διαμονής του, να εκτοξεύονται σημαντικά και εν τέλει το ποσό της μισθοδοσίας του που απομένει σε μηνιαία βάση να είναι εξαιρετικά δυσανάλογο με το σπουδαίο λειτούργημα που καλείται να υπηρετήσει, υπολειπόμενο πολλές φορές και των μηνιαίων εισοδημάτων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Ειρηνοδίκες Δ’ τάξης αμείβονται λιγότερο τόσο από τον πάρεδρο του ΝΣΚ, όσο και από τον πάρεδρο Πρωτοδικών. Πρόκειται για μία κατάφωρη αδικία και μισθολογική ανισότητα που συντελείται εις βάρος των υπηρετούντων Ειρηνοδικών, είναι συνεπώς επιτακτική η ανάγκη να αποκατασταθεί άμεσα δια της μισθολογικής αναβάθμισης των Ειρηνοδικών, ξεκινώντας από την μισθολογική αναβάθμιση του Ειρηνοδίκη Δ΄ Τάξης και αντίστοιχη αναδιαμόρφωση των μισθολογικών συντελεστών των υπολοίπων τάξεων, διότι θίγεται πρωτίστως το ίδιο το κύρος της Δικαιοσύνης, όταν ο Δικαστικός Λειτουργός, ο οποίος έχει αυξημένες οικονομικές υποχρεώσεις ιδίως αν συντηρεί εν όλω ή εν μέρει και την οικογένειά του, καλύπτει οριακά τα έξοδα του βιοπορισμού αυτού και της οικογένειάς του.

     Πρέπει περαιτέρω να υπάρξει πρόνοια για την καταβολή είτε οδοιπορικών εξόδων είτε επιδόματος ενοικίου στους υπηρετούντες Δικαστικούς Λειτουργούς οποιουδήποτε βαθμού και δικαιοδοσίας που δεν υπηρετούν στον τόπο διαμονής τους. Οι περισσότεροι Δικαστικοί Λειτουργοί, λόγω οικογενειακού προγραμματισμού, δε διαμένουν στην έδρα της υπηρεσίας τους και ως εκ τούτου επιβαρύνονται μηνιαίως με πολλές φορές υπέρογκα οδοιπορικά έξοδα, καθώς και με έξοδα διαμονής. Είναι επιτακτική η ανάγκη να καλύπτονται πλέον τα έξοδα αυτά εν όλω ή εν μέρει από την Πολιτεία, καθώς δια της καλύψεως αυτών από τους Δικαστικούς Λειτουργούς - ειδικά σε ό,τι αφορά τους Ειρηνοδίκες που είναι, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι πλέον υποαμειβόμενοι Δικαστικοί Λειτουργοί - μεγάλο μέρος της μηνιαίας μισθοδοσίας τους αναλώνεται σε οδοιπορικά έξοδα και έξοδα διαμονής, ειδικά μάλιστα αν πρόκειται για συναδέλφους που δεν υπηρετούν στην ηπειρωτική αλλά στη νησιωτική χώρα.

Δ) Έρευνες

      Σύμφωνα με το άρθρο 253 ΚΠοινΔ, όπως ισχύει, «Αν διεξάγεται ανακριτική διαδικασία για κακούργημα ή πλημμέλημα, έρευνα διενεργείται, κι αν αυτή αφορά κατοικία με την παρουσία πάντοτε εκπροσώπων της δικαστικής εξουσίας, όταν μπορεί βάσιμα να υποτεθεί ότι η βεβαίωση του εγκλήματος, η αποκάλυψη ή η σύλληψη των δραστών ή τέλος η βεβαίωση ή η αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε, είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί ή να διευκολυνθεί μόνο με αυτήν», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 265 §5 εδ. α΄ ΚΠοινΔ «Η νυχτερινή έρευνα σε κατοικία επιτρέπεται στις παρακάτω περιπτώσεις και μόνο στον εισαγγελέα, στον ανακριτή, στους ειρηνοδίκες ή στους πταισματοδίκες:…».

      Ωστόσο στην πράξη οι έρευνες διενεργούνται αποκλειστικά από τους Ειρηνοδίκες. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως ένας Ειρηνοδίκης κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του καλείται επί 24ώρου βάσεως και κατ’ ελάχιστον για 7 ημέρες τον μήνα να είναι σε ετοιμότητα για την περίπτωση που προκύψει έρευνα στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου όπου υπηρετεί. Αυτό από μόνο του συνιστά μεγάλο εργασιακό όγκο, που κατά νόμο δεν αποτελεί εργασία με την οποία πρέπει να επιφορτίζεται μόνο ο Ειρηνοδίκης. Παρατηρείται δε το φαινόμενο σε απομακρυσμένα μονοεδρικά Ειρηνοδικεία ο Ειρηνοδίκης να είναι σε ετοιμότητα για την υπηρεσία ερευνών 24 ώρες το 24ωρο κατά τη διάρκεια όλου του έτους, πράγμα που σημαίνει πως δε μπορεί να λείψει από την έδρα της υπηρεσίας του ούτε για λίγες ώρες καθ’ ολόκληρο το έτος! Η πρόταση μας για την επίλυση αυτού του σοβαρότατου ζητήματος αποτυπώνεται κατωτέρω στην ενότητα 4 υπό στοιχείο θ΄.

Ε) Προϊστάμενοι Ειρηνοδικείων

Πολλοί συνάδελφοι καλούνται, πέραν των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, να ασκήσουν και διοικητικά καθήκοντα ως Διευθύνοντες τα Ειρηνοδικεία στα οποία υπηρετούν, άλλοτε ως προϊστάμενοι μονοεδρικών Ειρηνοδικείων, άλλοτε ως προϊστάμενοι πιο πολυδύναμων σχηματισμών και άλλοτε υπό την άτυπη θέση των Διευθυνόντων τα Ειρηνοδικεία που δεν έχουν Προϊστάμενο. Οι συνάδελφοι αυτοί είναι επιφορτισμένοι με εξαιρετικά μεγάλο όγκο καθηκόντων εκτός του λειτουργήματός τους, ασκώντας διοικητικό έργο χωρίς να έχουν λάβει απολύτως καμία εκπαίδευση και τις περισσότερες φορές χωρίς να έχουν απολύτως καμία προς τούτο εμπειρία. Υπογράφουν στο όνομα τους συμβάσεις με προμηθευτές και εταιρίες που παρέχουν υπηρεσίες στα Δικαστικά μέγαρα, συμφωνίες που πολλές φορές αφορούν σε μεγάλα χρηματικά ποσά, φέροντας σχετικά την αποκλειστική ευθύνη, είναι αρμόδιοι για τις εγκαταστάσεις των Δικαστηρίων, τη συντήρηση αυτών και την κατανομή των υποθέσεων στις αντίστοιχες δικασίμους του Δικαστηρίου, εκδίδουν κατά περίπτωση ειδικές πράξεις (όπως για παράδειγμα αναστολών λειτουργίας ή επαναπροσδιορισμού δικασίμων λόγω ματαιώσεων), ειδικά στους πολυδύναμους σχηματισμούς είναι επιφορτισμένοι και με τη ρύθμιση και κατανομή των υπηρεσιών των συναδέλφων, λύνουν καθημερινά πληθώρα διαδικαστικών ζητημάτων που προκύπτουν στην υπηρεσία και γενικά είναι αποκλειστικά αρμόδιοι και υπεύθυνοι για την εύρυθμη λειτουργία αυτής, ακόμα και αν μένουν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από την έδρα της υπηρεσίας. Όλα τα ανωτέρω - που αποτελούν έναν σημαντικά μεγάλο όγκο εργασίας - τα διεκπεραιώνουν επιπλέον των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων, αποσπώμενοι από την άσκηση του λειτουργήματός τους, χωρίς την παραμικρή πρόβλεψη για την ελάφρυνση των ήδη επιβαρυμένων δικαιοδοτικών τους καθηκόντων. Σημειώνεται μάλιστα ότι οι συνάδελφοι που ταυτόχρονα είναι Διευθύνοντες δεν εκπαιδεύονται στα καθήκοντα αυτά – τα οποία δε γνωρίζουν - από κανέναν απολύτως φορέα και παρά ταύτα καθίστανται υπεύθυνοι για εξαιρετικά σοβαρά ζητήματα, που αφορούν στη λειτουργία της υπηρεσίας. Η κατάσταση αυτή αποτελεί παθογένεια που πρέπει να λάβει τέλος είτε με την πρόβλεψη σχετικής εκπαίδευσης για τους Διευθύνοντες, επιπλέον αμοιβής τους και απαλλαγής τους από μέρος των δικαστικών τους καθηκόντων είτε με ανάθεση αυτών των καθηκόντων σε αρμόδιους προς τούτο διοικητικούς υπαλλήλους.



3. Προβληματισμοί και ενστάσεις αναφορικά με τη σχεδιαζόμενη ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.

      Στην ενότητα που ακολουθεί παρατίθενται καταρχάς οι εύλογοι προβληματισμοί μας και στη συνέχεια οι ενστάσεις μας, υπό το φως μιας ενδεχόμενης ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας:

3.1 Προβληματισμοί

- Το υποχρεωτικό ή προαιρετικό κατά τη βούληση εκάστου ενδιαφερόμενου – εμπλεκόμενου Ειρηνοδίκη στη σχεδιαζόμενη ενοποίηση.

- Το είδος του αντικειμένου των υποθέσεων που θα εκδικάζουν τα Πρωτοδικεία και ειδικότερα αν υπάρχει προγραμματισμός να εκδικάζεται από τα Πρωτοδικεία τα σύνολο της ύλης που εκδικάζουν κατά την τρέχουσα χρονική συγκυρία οι Ειρηνοδίκες. Η τελική διαμόρφωση του αντικειμένου των υποθέσεων που θα εκδικάζουν τα Ειρηνοδικεία (ενδεικτικά διερωτώμεθα εάν θα εκδικάζουν υποθέσεις της τωρινής ύλης τους, επιπροσθέτως του συνόλου της ύλης που κατά την τρέχουσα συγκυρία εκδικάζει το Μονομελές Πρωτοδικείο)

- Η συμμετοχή των Ειρηνοδικών στις συνθέσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου.

- Η ανάθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο υποθέσεων μικροδιαφορών και εκούσιας δικαιοδοσίας. Τούτο δε διότι, αν γίνει διαχωρισμός και οι Ειρηνοδίκες εκδικάζουν, εκτός από την τωρινή ύλη τους, και την ύλη του Μονομελούς Πρωτοδικείου, τότε δεν θα πρόκειται περί ενοποίησης αλλά περί απαράδεκτης επιβάρυνσης των Ειρηνοδικών με πρόσθετη ύλη, που θα επιβραδύνει κατά πολύ την έκδοση αποφάσεων.

- Οι σκοπούμενοι χειρισμοί αναφορικά με την επετηρίδα, ειδικότερα δε σε περίπτωση υλοποίησης της ενοποίησης, η πρόταξη των Ειρηνοδικών έναντι των Παρέδρων Πρωτοδικείου.

- Οι προβλέψεις αναφορικά με το μισθολογικό.

- Οι καθ’ ύλην αρμόδιοι για τη διενέργεια κατ’ οίκον ερευνών και προκαταρκτικής εξέτασης – προανάκρισης. Το εύλογο του προκείμενου προβληματισμού ερείδεται αφενός στην έλλειψη σχετικής τροποποίησης της διάταξης του άρθρου 9 του ισχύοντος Συντάγματος και αφετέρου στη μη εισέτι συγκρότηση στη χώρα μας σώματος Δικαστικής Αστυνομίας.

- Ενδεχόμενη συζήτηση περί εκδίκασης εκδίκαση ποινικών υποθέσεων από τους Ειρηνοδίκες και σχέδιο υλοποίησης αυτής στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο, ελλείψει σχετικής εκπαίδευσης και εμπειρίας των Ειρηνοδικών.

- Υλοποιηθείσας της ενοποίησης, ανακύπτουν ερωτήματα περί της κατάργησης των διαβαθμίσεων Ειρηνοδίκη Α’, Β’, Γ’, Δ’ τάξης, επί δε καταφατικής απάντησης, διερωτώμεθα μέχρι ποιου βαθμού θα εξελίσσονται υπηρεσιακά οι Ειρηνοδίκες και πως θα συνυπολογίζεται για την αρχαιότητα η μέχρι τώρα υπηρεσία των Ειρηνοδικών. Κίνδυνος διαιώνισης της φαυλότητας πρωτοβάθμιων δικαστών Α’ και Β’ κατηγορίας.



3.2 Ενστάσεις

i) Καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης

      Είναι γεγονός ότι δια της προτεινόμενης ενοποίησης ουσιαστικά καταργείται δια παντός ο κλάδος των Ειρηνοδικών και ο θεσμός του Ειρηνοδικείου ως βασικού πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Το Ειρηνοδικείο, μετά και από την πρωτοφανή εισροή υποθέσεων του Ν. 38659/2010 (υπερχρεωμένα νοικοκυριά), απέδειξε ότι παρά τον δυσθεώρητο διαχρονικά από την ίδρυση του κλάδου όγκο δικαστικής ύλης αντεπεξήλθε εξαιρετικά αποτελεσματικά στη διεκπεραίωση των υποθέσεων των «υπερχρεωμένων νοικοκυριών», παράλληλα με τον ήδη αυξημένο όγκο της δικαστικής ύλης άλλων διαδικασιών. Τα στατιστικά στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης συνηγορούν στο γεγονός ότι, σε σύγκριση με τα Πρωτοδικεία, τα Ειρηνοδικεία αναδεικνύονται διαχρονικά ως τα ταχύτερα Δικαστήρια του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας στην διεκπεραίωση της εισφερόμενης σε αυτά δικαστικής ύλης. Ως εκ τούτου, το εγχείρημα ενσωμάτωσης των Ειρηνοδικείων στη δομή των Πρωτοδικείων αναδεικνύεται ως ιδιαίτερα παρακινδυνευμένο, καθώς τα Πρωτοδικεία, ως δικαστήρια ήδη επιφορτισμένα και με την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης παράλληλα με τις υποθέσεις αστικής φύσης όπου καλούνται να αποφανθούν δικαιοδοτικά, φαίνεται βάσει στατιστικών να υστερούν σημαντικά στην ταχύτητα σε σχέση με το σχηματισμό του Ειρηνοδικείου.

      Άλλως ειπείν, δια του σχεδιαζόμενου εγχειρήματος επιχειρείται ένας «υγιής» εν πολλοίς σχηματισμός, που έχει αποδείξει στο πρόσφατο παρελθόν ότι στήριξε στο δικαιοδοτικό πεδίο την ελληνική οικονομία αποτελεσματικά με τη διεκπεραίωση του τεράστιου όγκου των υποθέσεων του Ν. 3869/2010, να ενοποιηθεί με έναν σχηματισμό που, λόγω του τεράστιου όγκου του ανατεθέντος σε αυτό δικαιοδοτικού έργου και παρά τη συνεχή και αδιάλειπτη προσπάθεια των συναδέλφων Πρωτοδικών, πάσχει ως προς την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης, χωρίς να παροράται το γεγονός ότι, εκτός των προαναφερθέντων, το Πρωτοδικείο λειτουργεί και ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Φρονούμε ακράδαντα ότι, αν υλοποιηθεί το σκοπούμενο σχέδιο της ενοποίησης, η Δικαιοσύνη στο σύνολο του πρώτου βαθμού θα οδηγηθεί μοιραία στο αντίθετο αποτέλεσμα των μεγαλύτερων καθυστερήσεων, καθώς το δικαιοδοτικό σύστημα της χώρας θα στερηθεί δια παντός ένα γρήγορο και ευέλικτο δικαστήριο, όπως το Ειρηνοδικείο.

ii) Δυσχέρανση στην υλοποίηση του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης ή και πλήρης αποστέρησή του για μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας - Πρακτικές δυσχέρειες για την αντιμετώπιση καθημερινών υπηρεσιακών αναγκών

     Η ενοποίηση, όπως προτείνεται, δεν έχει λάβει υπόψη τη δικαστική/δικαστηριακή κάλυψη των περιοχών με δυσχέρεια πρόσβασης καθώς και των περιοχών ιδιαίτερης γεωπολιτικής βαρύτητας και εθνικού συμφέροντος: Ως παράδειγμα αναφέρεται το Ειρηνοδικείο Λήμνου, το οποίο εξυπηρετεί δικαστικά τη νήσο Λήμνου (πληθυσμός 20.000 ατόμων, συμπεριλαμβανομένων και των στρατιωτικών) καθώς και τη νήσο του Αγίου Ευστρατίου. Σημειώνεται εδώ ότι το ως άνω παράδειγμα είναι εντελώς ενδεικτικό, καθώς παρόμοιες συνθήκες επικρατούν και σε άλλα αντίστοιχης γεωγραφικής θέσεως Ειρηνοδικεία. Η Λήμνος δε διαθέτει καθημερινή ακτοπλοϊκή σύνδεση με την έδρα της περιφέρειας του Πρωτοδικείου, η οποία βρίσκεται στη Λέσβο, απέχει δε πλέον των πέντε ωρών με καράβι, το οποίο εκτελεί μόνον δύο δρομολόγια εβδομαδιαίως. Η κατάργηση αυτών των Ειρηνοδικείων θα καταστήσει την απονομή δικαιοσύνης είδος πολυτελείας, καθώς αναπόφευκτα το κόστος μετάβασης στο «ενοποιημένο» Πρωτοδικείο θα μετακυλιστεί αναπόφευκτα στους διαδίκους.

      Περαιτέρω, καθίσταται πρακτικά αδύνατη η συνδρομή δικαστικών αρχών από έτερο νησί (και μάλιστα σε τόσο μεγάλη γεωγραφική απόσταση) για διενέργεια κατ’ οίκον ερευνών, προσωρινής δικαστικής προστασίας (όπως για παράδειγμα προσωρινές διαταγές), καθώς και διενέργειας του συνόλου των προκαταρκτικών εξετάσεων και προανακρίσεων αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου Λήμνου, λαμβανομένου ιδιαίτερα υπόψη ότι τα Ειρηνοδικεία παρομοίων απομακρυσμένων και δυσπρόσιτων περιοχών λειτουργούν και ως Πταισματοδικεία που διεκπεραιώνουν τις προκαταρκτικές εξετάσεις και προανακρίσεις. Επιπλέον, είναι γνωστό σε όλους το πλέον σοβαρό πρόβλημα υποστελέχωσης του προσωπικού της Γραμματείας των δικαστικών υπηρεσιών και ειδικά των απομακρυσμένων, με αναλογία υπηρετούντων δικαστικών/γραμματέων 1:1 αντί για 1:3, έχοντας ως αποτέλεσμα να εξαναγκάζεται εκ των πραγμάτων ο υπηρετών δικαστής να εκτελεί μεγάλο μέρος της γραμματειακής εργασιακής ύλης, το οποίο σαφώς ευρίσκεται εκτός των υπηρεσιακών καθηκόντων του (και του εργασιακού του ωραρίου), προκειμένου όμως να μπορεί να εξυπηρετηθεί ο ενδιαφερόμενος πολίτης.

iii)Αναγκαία προετοιμασία της σχεδιαζόμενης σύζευξης, προκειμένου να αποφευχθούν νέα κωλύματα, μεταφραζόμενα σε παράγοντες χρονοτριβής κατά την απονομή της δικαιοσύνης

      Η ενοποίηση, όπως προτείνεται, δεν λαμβάνει υπόψη ότι θα χρειαστεί μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να καταρτισθούν οι Ειρηνοδίκες στα αντικείμενα των Πρωτοδικών, καθώς και οι Πρωτοδίκες στα αντικείμενα των Ειρηνοδικών, χωρίς να έχει προβλεφθεί και διεκπεραιωθεί η σχετική προετοιμασία από τη μόνη αρμόδια Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι θα υπάρχει ένα ενδιάμεσο χρονικό διάστημα (κατά την εκτίμηση μας τουλάχιστον πέντε ετών) κατά το οποίο θα εκδίδονται αποφάσεις χωρίς επαρκή προετοιμασία και κατάρτιση των καθ’ ύλη αρμοδίων Δικαστών, με πρόδηλο κίνδυνο ως προς την ποιοτική παροχή υπηρεσιών για το σύνολο των δικαστικών υποθέσεων των πολιτών στο αμέσως προσεχές διάστημα της τυχόν διενεργηθείσας ενοποιήσεως. Ένας σχεδιασμός ενοποίησης πρέπει να έχει ορίζοντα τουλάχιστον εικοσαετίας, προκειμένου να έχει ληφθεί μέριμνα να αποχωρήσουν αρχικά από το Δικαστικό Σώμα όλοι οι Δικαστές που εισήχθησαν και υπηρέτησαν με το προγενέστερο καθεστώς, έτσι ώστε να αναπληρώνονται σταδιακά οι θέσεις των αποχωρούντων με Δικαστές της ΕΣΔΙ, οι οποίοι θα πληρούν όχι μόνον τύποις αλλά και ουσιωδώς τα κριτήρια στελέχωσης ενός ενοποιημένου πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Η επίτευξη αμιγώς οικονομικών στόχων δεν δύναται να αξιολογείται ως σημαντικότερη της διασφαλίσεως ποιοτικής παροχής δικαστικών υπηρεσιών προς κάθε Έλληνα πολίτη, από την πρωτεύουσα μέχρι την πλέον απομακρυσμένη και δυσπρόσιτη περιοχή της χώρας.

iv) Προβληματισμοί ως προς τη συνταγματικότητα της σχεδιαζόμενης ενοποίησης

      Θεωρούμε περαιτέρω πως πρέπει να γίνει σεβαστό και να ληφθεί υπόψη το γεγονός πως κάθε υφιστάμενος Ειρηνοδίκης, όταν κλήθηκε να αποφασίσει για το εάν θα ακολουθήσει τον συγκεκριμένο επαγγελματικό κλάδο, έλαβε σοβαρά υπόψη του κάποιες εργασιακές παραμέτρους που καθόρισαν απόλυτα αυτή την επιλογή του. Μεταξύ αυτών είναι και η επιλογή της ενασχόλησης μόνο με πολιτικές υποθέσεις. Με βάση αυτές τις παραμέτρους του συγκεκριμένου λειτουργήματος δόμησε ο κάθε ένας από εμάς την οικογενειακή του ζωή και τον εν γένει βιοτικό του προγραμματισμό. Με την κατάργηση του εργασιακού μας κλάδου, μέσω μιας ενοποίησης του πρώτου βαθμού, καθίσταται σαφές πως ο προσωπικός και ο βιοτικός προγραμματισμός του καθενός από εμάς ανατρέπεται ολοκληρωτικά και ουσιαστικά αλλάζουμε εργασία χωρίς καν να ερωτηθούμε, γεγονός που δε συνάδει με τις εγγυήσεις ενός δημοκρατικού κράτους που προασπίζει και εγγυάται τα δικαιώματα κάθε εργαζομένου, αντιτίθεται δε πλήρως σε κάθε έννοια ασφάλειας δικαίου.



4. Προτεινόμενες αλλαγές στο ευρύτερο σύστημα απονομής Δικαιοσύνης

      Είναι γεγονός ότι η επιθυμητή αλλαγή στη Δικαιοσύνη, προς τον σκοπό της ταχύτερης απονομής της αλλά και της διατήρησης της ποιότητας αυτής, δεν μπορεί να περιοριστεί στις εξαγγελλόμενες αλλαγές αναφορικά με τους Ειρηνοδίκες και τα Ειρηνοδικεία. Η ολιστική θεώρηση της επικείμενης αναθεώρησης είναι μονόδρομος και πρέπει κατά τη γνώμη μας να περιλαμβάνει τις εξής αλλαγές, οι οποίες συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός ισχυρού, ταχέος και αποτελεσματικού πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας:

      α) Ενδελεχής έρευνα, εκπόνηση μελέτης και τελική διεκπεραίωση μέσω νομοθετικής πρωτοβουλίας του έργου της συστηματικής καταγραφής, επεξεργασίας και κωδικοποίησης του συνόλου της ελληνικής νομοθεσίας, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί ουσιαστικά και διά παντός το πρόβλημα της κατακερματισμένης, αλληλεπικαλυπτόμενης και εν πολλοίς αλληλοαναιρούμενης νομοθεσίας. Η εν λόγω πρωτοβουλία είναι κατά τη γνώμη μας οριακής κρισιμότητας, καθώς το φαινόμενο του νομοθετικού πληθωρισμού αποτελεί τη βασικότερη αιτιακή συνθήκη για την καθυστέρηση απονομής της Δικαιοσύνης στη χώρα, οποιαδήποτε δε πρωτοβουλία αναμόρφωσης του δικαστικού χάρτη μέσω αναδιάταξης του ρόλου και των αρμοδιοτήτων των Δικαστικών Λειτουργών, χωρίς να έχει προηγηθεί εκτεταμένη απλούστευση και συμπύκνωση της νομοθεσίας, αποτελεί πρωθύστερη λογικά ενέργεια.

      β) Αναθεώρηση της διάταξης του άρθρου 93 §3 του Συντάγματος περί υποχρέωσης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων, υποχρέωση του δικαστή η οποία ασφαλώς συνιστά σημαντικό παράγοντα επιβράδυνσης της απονομής της Δικαιοσύνης. Είναι γνωστό ότι σε αλλοδαπές έννομες τάξεις οι δικαστικές αποφάσεις είναι σημαντικά συνοπτικότερες των αντίστοιχων εγχώριων αποφάσεων. Εξάλλου, και στο πεδίο της ελληνικής πολιτικής δικονομίας δεν είναι άγνωστος ο θεσμός της έκδοσης συνοπτικών διαδικαστικών πράξεων εκ του δικαστηρίου (διατάξεων), τόσο στον χώρο της εκούσιας δικαιοδοσίας (σφραγίσεις, κήρυξη ιδιόγραφης διαθήκης κυρίας, κληρονομητήρια), όσο εσχάτως και στο πεδίο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (έκδοση διάταξης προκειμένου να εξεταστούν μάρτυρες ή διάδικοι ή προκειμένου να διενεργηθεί αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη επί της νέας τακτικής διαδικασίας κατ’ άρθρο 237 §8 ΚΠολΔ και επί των ειδικών διαδικασιών, προκειμένου να διαταχθεί αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη κατ’ άρθρο 591 §4 ΚΠολΔ). Επίσης, στις υποθέσεις των ασφαλιστικών μέτρων αρκεί συνοπτική αιτιολογία (άρθρο 691 §3 ΚΠολΔ). Η αλλαγή συνεπώς της μεθόδου του δικανικού συλλογισμού, με την απαλοιφή της υποχρέωσης του δικαστή για πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση της απόφασης που εκδίδει (με την εξαίρεση της τακτικής διαδικασίας) και την αντικατάσταση αυτής με συνοπτικότερες αιτιολογίες, που θα καθιστούν ωστόσο δυνατόν να γνωρίζουν τα διάδικα μέρη τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε, που είναι και τα μόνα αναγκαία στοιχεία που πρέπει να εκτίθενται στην απόφαση (και όχι το γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε – βλ. ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 15/2006) θα συμβάλλει σημαντικά στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης.

      γ) Διαχωρισμός της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, για τους λόγους που αναφέρονται αναλυτικά στην ενότητα υπ’ αριθμόν 1.

      δ) Θέσπιση του θεσμού του βοηθού Δικαστή, για όλα τα Δικαστήρια κάθε βαθμού δικαιοδοσίας. Ο θεσμός του βοηθού Δικαστή, που γνωρίζει αποδοχής και πρακτικής εφαρμογής όχι μόνο σε ευρωπαϊκό αλλά και διεθνές επίπεδο, έλαβε πρακτική διάσταση στο πεδίο της ελληνικής δικαιοσύνης και δη στην κατεύθυνση της διοικητικής δικαιοσύνης σχετικά πρόσφατα, οι δε αρμοδιότητες των βοηθών δικαστών, όπως επισημαίνει και η επίσημη ονομασία του κλάδου τους «ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου της Κατεύθυνσης Διοικητικής Δικαιοσύνης» περιορίζονται σε εθνικό επίπεδο αυστηρά και μόνο στην τεκμηρίωση και επικουρία του δικαστικού έργου. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ενδεικτικά αναφέρεται ότι στη Γερμανία, για τον κλάδο ΠΕ Τεκμηρίωσης και Επικουρίας Δικαστικού Έργου, υπάρχει ο θεσμός των Rechtspfleger, ενός σώματος υπαλλήλων οι οποίοι ασκούν αυτοδυνάμως πολυάριθμες αρμοδιότητες ιδίως στον τομέα της εκούσιας δικαιοδοσίας, τις οποίες στη χώρα μας ασκούν δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, ενώ στη Γαλλία, οι βοηθοί δικαστών (greffiers des services judiciaries) έχουν ως κύρια καθήκοντα την επικουρία των δικαστικών λειτουργών στον σχηματισμό και τη διαχείριση της δικογραφίας, τη νομική έρευνα και σύνταξη σχεδίων αποφάσεων και κατηγορητηρίων. Στα αγγλοσαξωνικού δε τύπου δικαστικά συστήματα, όπως των ΗΠΑ, Καναδά, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Αυστραλίας, της Ν. Ζηλανδίας, της Σιγκαπούρης, με πρότυπο αυτό των ΗΠΑ, οι βοηθοί δικαστών (law clerks ή judicial clerks ή judicial assistants) κατά κανόνα επικουρούν ατομικά τους δικαστικούς λειτουργούς των ανώτατων και κατώτερων δικαστηρίων, ομοσπονδιακών και πολιτειακών, με καθήκοντα μεταξύ άλλων την οργάνωση και ανάλυση δεδομένων μετά από έρευνα επί δικαστικών αποφάσεων, άρθρων νόμων και κωδίκων καθώς και μελετών, και τη σύνταξη των πρώτων σχεδίων νομικών κειμένων, το δε συνολικό έργο της επικουρίας τους σημειωτέον ότι εκτείνεται και σε άλλα πεδία, για τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη αντιστοίχιση λόγω των εγγενών διαφορών μεταξύ αγγλοσαξωνικού και ηπειρωτικού δικαίου. Ωστόσο, σε μια προσπάθεια επιτευκτική μιας αναλογίας, θα λέγαμε ενδεικτικά πως στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο οι βοηθοί δικαστών έχουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων τους, επιπλέον των αναφερθέντων, καθήκοντα σχετικά με την προετοιμασία για τη δημοσίευση μιας διαθήκης (ήτοι έλεγχος προϋποθέσεων του νόμου και ορθότητας λοιπών εγγράφων) και για τη σύναψη συμβάσεων (“contracts”), όπου λογικά θα μπορούσαν να υπαχθούν τα πρακτικά δικαστικού συμβιβασμού κατ’ άρθρα 209 και 214 ΚΠολΔ, ως είδη συμβάσεων μεταξύ των διαδίκων. Σε εθνικό επίπεδο, η υιοθέτηση του θεσμού του βοηθού δικαστή και στο πεδίο της πολιτικής-ποινικής δικαιοσύνης αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη. Ειδικότερα, καθήκοντα του Ειρηνοδίκη όπως: i) η έκδοση διαταγών πληρωμής, ii) η αναγνώριση και τροποποίηση σωματείων, iii) ο έλεγχος των προϋποθέσεων για τη δημοσίευση διαθηκών, iv) η κήρυξη αυτών ως κύριων, v) οι επικυρώσεις των πρακτικών συμβιβασμού των άρθρων 209 και 214 ΚΠολΔ, vi) η επιθεώρηση των βιβλίων και αρχείων των δικαστικών επιμελητών (η οποία, σημειωτέον ότι κατά νόμο διεξάγεται από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή τον οριζόμενο από αυτόν Ειρηνοδίκη, στην πράξη, ωστόσο, διεξάγεται στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων από τον Ειρηνοδίκη), vii) η σύνταξη ενόρκων βεβαιώσεων και viii) τα κληρονομητήρια, ακολουθώντας το σύγχρονο παράδειγμα των συναδέλφων μας διεθνώς, πρέπει πλέον να ανατεθούν στους βοηθούς δικαστών. Επιπρόσθετα, καθήκοντα όπως: i) η συγγραφή των προεισαγωγικών στοιχείων της απόφασης, όπως ονόματα και στοιχεία διαδίκων, αλλά και του διαδικαστικού ιστορικού μιας απόφασης, ii) ο έλεγχος του φακέλου της δικογραφίας, καθώς και του παραδεκτού της συζήτησης και σε περίπτωση τυπικής παράλειψης η θέση από τον βοηθό δικαστή της ενεργοποίησης των οριζόμενων από τη διάταξη του 227 ΚΠολΔ, (ενδεικτικώς για παράδειγμα επί εμπράγματης αγωγής να ελέγχεται εκ των προτέρων αν προσκομίζεται πιστοποιητικό εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων), ώστε να αποφεύγονται τόσο οι εύλογες καθυστερήσεις που απαντώνται, όταν ζητούνται κατ’ άρθρο 227 ΚΠολΔ τα σχετικά έγγραφα, όσο και η εν γένει έκδοση μη οριστικών αποφάσεων, προκειμένου να καλυφθούν οι σχετικές ελλείψεις ή να πραγματοποιηθούν εκ νέου και ορθώς οι κλητεύσεις, οπότε σε περίπτωση που ο έλεγχος αποβεί αρνητικός και υφίσταται σχετική έλλειψη να αποσύρονται οίκοθεν οι προσδιορισθείσες υποθέσεις από τα πινάκια δικασίμων όπου εκκρεμούν, ώστε να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα έκδοσης μη οριστικής απόφασης, ομοίως και στις περιπτώσεις όπου τάσσεται εκ του νόμου σχετική υποχρέωση προσκομιδής εγγράφου (όπως για παράδειγμα άρθρο 3 §2 του Ν. 4640/2019 περί προσκόμισης του εντύπου έγγραφης ενημέρωσης για τη δυνατότητα υπαγωγής της διαφοράς σε διαμεσολάβηση) ή υποχρέωση κλήτευσης (όπως για παράδειγμα άρθρα 808 §3, 831 §2 ΚΠολΔ). Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να υπογραμμιστεί πως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων των ανωτέρω, αντλημένο και πάλι από το πεδίο της εκούσιας δικαιοδοσίας, αποτελούν οι υποθέσεις του Ν. 3869/2010, που διακρίνονται από ιδιαίτερα περίπλοκη προδικασία, ιδίως μετά από τη θέσπιση του Ν. 4161/2013 που επέβαλε την υποχρέωση κλήτευσης στη σχετική δίκη ρύθμισης οφειλών και των τυχόν εγγυητών, αλλά και μετά από τη θέσπιση του Ν. 4335/2015, με τον οποίο χορηγήθηκε η δυνατότητα στους οφειλέτες να καταθέσουν συμπληρωματικές αιτήσεις ρύθμισης οφειλών, ώστε να εντάξουν στην κατάσταση οφειλών τους και χρέη τους προς το Δημόσιο/ασφαλιστικά ταμεία, αποτελεί δε η ανωτέρω πολυσχιδής προδικασία μια από τις αιτίες που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη η εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων πανελλαδικώς, iii) η τακτοποίηση όλων των σχετικών εγγράφων της δικογραφίας, η διαλογή και η καταχώριση αυτών στο σώμα της απόφασης, iv) η εύρεση επικαιροποιημένης νομολογίας, μελετών και λοιπού υλικού, σύμφωνα με τις εκάστοτε κατευθυντήριες γραμμές του δικαστή. Όλες οι ανωτέρω εργασίες, που μέχρι σήμερα καλείται να διεκπεραιώσει ο Δικαστικός λειτουργός, πολλές φορές αποτελούν ιδιαίτερα χρονοβόρες διαδικασίες που καθυστερούν σημαντικότατα την έκδοση απόφασης και αποσπούν τον Δικαστή από τον κατεξοχήν έργο που καλείται να φέρει εις πέρας, ήτοι αυτό της επίλυσης της διαφοράς και της εκφοράς της δικαιοδοτικής του κρίσης. Ως εκ τούτου η θεσμοθέτηση του βοηθού Δικαστή σε όλα τα Δικαστήρια της χώρας, ανεξαρτήτως βαθμού και δικαιοδοσίας, αποβαίνει πλέον επιτακτική ανάγκη για την ταχύτερη και πιο αποτελεσματική απονομή της Δικαιοσύνης, πρέπει δε κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα για το γερμανικό και γαλλικό πρότυπο να γίνει πράξη και στο ελληνικό δίκαιο, προκειμένου να παρασχεθεί η υποστήριξη των Δικαστών σε όλα εκείνα τα έργα που είναι αναγκαία για την ταξινόμηση, τον προγραμματισμό και συντονισμό, την πρακτική εν γένει διεκπεραίωση, καθώς και την τεκμηρίωση (νομοθετική, νομολογιακή και βιβλιογραφική) των υποθέσεων που χειρίζονται.

      ε) Επαναφορά της αρμοδιότητας εκδίκασης των εφέσεων κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων στα Πολυμελή Πρωτοδικεία, ως ίσχυε έως τη θέσπιση του Ν. 3994/2011. Με την υλοποίηση της ανωτέρω πρότασης θα ελαφρυνθούν από άποψη δικαστικής ύλης τα Μονομελή Πρωτοδικεία, εκ του νόμου επιφορτισμένα με την εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, αλλά και με τις υποθέσεις του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας που υπάγονται νομοθετικώς στην υλική αρμοδιότητά τους, που είναι περισσότερες από τις υπαγόμενες στην υλική αρμοδιότητα των Πολυμελών Πρωτοδικείων.

      στ) Ενίσχυση των κινήτρων προκειμένου να λάβει πρακτική διάσταση ο επί της ουσίας μέχρι και σήμερα ανεφάρμοστος δυστυχώς θεσμός της δικαστικής διαμεσολάβησης, όπως αυτός ειδικότερα προβλέπεται κατ’ άρθρον 214 ΚΠολΔ, και επέκταση της εφαρμογής του και στα Ειρηνοδικεία. Ο εν λόγω θεσμός έχει εισαχθεί με το άρθρο 7 του Ν. 4055/2012, ουσιαστικά όμως έχει περιπέσει σε αχρησία, καθότι διαπιστώνεται σε εθνικό επίπεδο η πρόσδοση μεγαλύτερης πίστης στη δικαστική επίλυση των διαφορών με την έκδοση δικαστικής απόφασης, γεγονός που οφείλεται αφενός μεν στο έλλειμμα αντίστοιχης κουλτούρας των εμπλεκομένων μερών, αφετέρου δε στην ενίσχυση της λανθάνουσας δυσπιστίας των μερών σε διαδικασίες συμβιβαστικής, διαιτητικής ή διαμεσολαβητικής επίλυσης της διαφοράς προς αποφυγή της μείωσης της δικηγορικής ύλης υπό την καθεστηκυία της μορφή, καθώς πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η δικηγορική ύλη ακόμη και σε τούτες τις περιπτώσεις ουδόλως μειώνεται αλλά τροποποιείται, αλλάζει μορφή, υφή και ποιότητα, προϋποθέτει δε τεχνογνωσία (soft skills) την οποία ίσως μερίδα των συλλειτουργών μας δε διαθέτει ανεπτυγμένη στον απαιτούμενο βαθμό. Ωστόσο, στο πεδίο που αφορά το έλλειμμα αντίστοιχης κουλτούρας των διαδίκων αναφορικά με εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης των διαφορών επί του παρόντος μπορούν να δοθούν κίνητρα φορολογικής ελάφρυνσης ή ακόμη και οικονομικής επιβράβευσης, τα οποία (κίνητρα) αποδείχθηκε ότι απέδωσαν και σε άλλους τομείς όπου υπήρχε αντίστοιχο έλλειμμα (βλ. χρήση pos για την πάταξη της φοροδιαφυγής, ενημέρωση αρμόδιων υπηρεσιών για μη έκδοση φορολογικών παραστατικών και άλλα).

      ζ) Εξέταση της επέκτασης του προτύπου της νέας τακτικής διαδικασίας ή των νέων μικροδιαφορών σε επιμέρους διαδικασίες, όπως σε μέρος της εκούσιας δικαιοδοσίας (όπως για παράδειγμα σε άδειες αποποίησης ανηλίκων, άδειες εκποίησης, αιτήσεις απαλλαγής κατ’ άρθρο 11 του Ν. 3869/2010, κήρυξης διαθηκών ως κύριες) και της εντεύθεν απλοποίησης της πρωτοβάθμιας διαδικασίας με προκατάθεση των προτάσεων, αποδεικτικών μέσων, προσθηκών και εν γένει ισχυρισμών των διαδίκων (ή του αιτούντος στην περίπτωση, ως προαναφέρθηκε, της εκούσιας δικαιοδοσίας) και φυσικά σύντμησης των αντίστοιχων προθεσμιών, όπως αυτές προβλέπονται στην τακτική διαδικασία, και κλείσιμο των σχετικών φακέλων πριν από την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής/αίτησης, συζήτηση δε των σχετικών δικογράφων άνευ εξέτασης μαρτύρων και εξέταση των τελευταίων σε δεύτερο χρόνο, αν κριθεί αναγκαίο από τον δικάζοντα δικαστή και προβεί σε έκδοση σχετικής διάταξης/ απόφασης.

      η) Πιστή τήρηση των κανονισμών εκάστου δικαστηρίου αναφορικώς με το ανώτατο όριο των προσδιοριζόμενων υποθέσεων ανά πινάκιο δικασίμου, ώστε να μην προσδιορίζονται προς εκδίκαση υποθέσεις καθ’ υπέρβαση των προβλεπόμενων στον κανονισμό.

      θ) Ψηφιοποίηση δικογράφων, διαδικαστικών εγγράφων και αποδεικτικών μέσων, ενδεχομένως και με τη θεσμοθέτηση ανωτάτου ορίου επιτρεπόμενων προς προσκόμιση εγγράφων από τους διαδίκους, διότι παρατηρείται σε μεγάλη κλίμακα το φαινόμενο των εξαιρετικά ογκωδών δικογραφιών δια της επαναπροσκόμισης των ίδιων από άποψη περιεχομένου και αποδεικτικής αξίας εγγράφων.

      ι) Αναθεώρηση της διάταξης του άρθρου 9 του Συντάγματος, ώστε οι κατ’ οίκον έρευνες να μην διενεργούνται παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής εξουσίας, όπως άλλωστε, ισχύει και σε αλλοδαπές έννομες τάξεις, αλλά μετά από στάθμιση των προϋποθέσεων νομιμότητας της διενέργειας ή μη της κατ’ οίκον έρευνας και έκδοση σχετικού εντάλματος από εισαγγελικό λειτουργό, ο οποίος εξάλλου βάσει του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 31 ΚΠΔ) προΐσταται όλων των προανακριτικών πράξεων και σε κάθε περίπτωση με την επίσπευση της συγκρότησης του σώματος Δικαστικής Αστυνομίας, το οποίο και θα πρέπει να αναλάβει το σχετικό έργο κατόπιν συνταγματικής τροποποίησης και σε συνεργασία με τις κατά τόπους εισαγγελικές αρχές. Εάν η ανωτέρω πρόταση περί συνταγματικής τροποποίησης δεν γίνει δεκτή, φρονούμε ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην πλειοψηφία των Ειρηνοδικείων της επαρχίας το καθήκον της κατ’ οίκον έρευνας ανατίθεται σχεδόν αποκλειστικά στους Ειρηνοδίκες, με επακόλουθο, ειδικά επί υποστελεχομένων ή μονοεδρικών Ειρηνοδικείων, την δέσμευση του χρόνου αυτών επί πολλές ημέρες κατά τη διάρκεια του μηνός και την εντεύθεν αδυναμία τους να ανταποκριθούν προσηκόντως στα καθήκοντά τους ως πολιτικοί δικαστές, ενόψει και της εκ παραλλήλου πάγιας συμμετοχής τους στις συνεδριάσεις των Τριμελών Πλημμελειοδικείων, οπότε και οι έρευνες να διενεργούνται στο εξής και από τους Εισαγγελείς και Αντεισαγγελείς του Δικαστηρίου.

      ια) Περιορισμός της δυνατότητας του Δικαστικού Λειτουργού να εκδίδει μη οριστικές αποφάσεις κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ και στην περίπτωση αυτή να επαναχρεώνεται ο ίδιος την υπόθεση, ακόμα και εάν έχει προηγηθεί μετάθεσή του, και να εκδίδει την εν λόγω απόφαση κατά προτεραιότητα.

      ιβ) Ενίσχυση της υλικοτεχνικής υποδομής των γραφείων υπηρεσίας στα εκάστοτε δικαστικά καταστήματα, καθώς πολλές φορές απουσιάζουν τεχνικά μέσα, προκειμένου ο Ειρηνοδίκης να καταστεί δυνατόν να εργαστεί αποτελεσματικά ακόμη και στο γραφείο του δικαστικού μεγάρου κατά τις ημέρες της υπηρεσίας του.

      ιγ) Συνεχής εκπαίδευση και κατάρτιση δικαστικών λειτουργών μέσω της ΕΣΔΙ. Είναι κοινός τόπος η ανάγκη κάθε Δικαστικού Λειτουργού να εκπαιδεύεται και να επικαιροποιεί τις γνώσεις του σε κάθε στάδιο της υπηρεσιακής του ζωής. Στο πλαίσιο αυτό η ΕΣΔΙ διοργανώνει ετησίως μια σειρά σεμιναρίων διαδικτυακά και δια ζώσης, με γνώμονα την εκπαίδευση και κατάρτιση των εν ενεργεία Δικαστικών Λειτουργών. Παρατηρείται ωστόσο το θλιβερό φαινόμενο οι Ειρηνοδίκες να αποκλείονται από την ΕΣΔΙ από την πλειοψηφία των σεμιναρίων αυτών, με το πρόσχημα ότι το αντικείμενο που πραγματεύονται τα περισσότερα σεμινάρια δεν αφορά στο αντικείμενο εργασίας τους. Εκφράσαμε πολλάκις τα παράπονα μας επί τούτου στην ΕΣΔΙ και ζητάμε είτε ελεύθερη πρόσβαση και ισοκατανομή δυνατότητας συμμετοχής τόσο των Ειρηνοδικών όσο και Πρωτοδικών στα αντίστοιχα σεμινάρια, είτε να διευρυνθεί το αντικείμενο των σεμιναρίων και σε γνωστικά αντικείμενα που αφορούν μόνο τους Ειρηνοδίκες, ώστε να έχουμε τη δυνατότητα συμμετοχής σε αυτά, αλλά δυστυχώς η συνθήκη του αποκλεισμού πληθώρας Ειρηνοδικών από τα σεμινάρια αυτά διαιωνίζεται.

      Πρέπει να σημειωθεί και να καταστεί σαφές ότι οι Ειρηνοδίκες πλέον αποτελούν το 1/3 του Δικαστικού Σώματος και προσφέρουν σημαντικότατο δικαιοδοτικό έργο στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, τόσο αυστηρά ως προς τα δικαιοδοτικά τους καθήκοντα όσο και ως προς τα μη δικαιοδοτικά καθήκοντα που ασκούν. Οφείλει η Πολιτεία να αναγνωρίσει τη σπουδαιότητα αυτού του έργου, να εξασφαλίσει στο σώμα των Ειρηνοδικών ευνοϊκότερες υπηρεσιακές συνθήκες δια της αποκατάστασης των ανωτέρω σοβαρών ζητημάτων της υπηρεσιακής ζωής μας και σαφέστατα αναμορφωμένο μισθολογικό πλαίσιο, μέσω της ανωτέρω μισθολογικής αναβάθμισης, όπως προαναφέρθηκε. Στην περίπτωση που υλοποιηθούν οι παραπάνω προτάσεις και αναμορφωθεί το υπηρεσιακό και μισθολογικό πλαίσιο των Ειρηνοδικών θα μπορούσε να τεθεί υπό διαπραγμάτευση μια ενδεχόμενη αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας.

      Επισημαίνουμε τέλος τα εξής:

      Πρώτον, ότι οποιαδήποτε «ενδιαμέσου» τύπου λύση, η οποία θα διαχωρίζει τους υφιστάμενους Ειρηνοδίκες και θα προβλέπει τη δυνατότητα ενοποίησης μόνο για κάποιους εξ αυτών με βάση αποκλειστικά και μόνο τον χρόνο υπηρεσίας τους, είναι απολύτως αποκρουστέα, καθώς προσβάλλει ευθέως και κατά εντελώς αυθαίρετο τρόπο το δικαίωμα εξέλιξης όλων των Ειρηνοδικών, δημιουργεί δε χωρίς αποχρώντα λόγο και μάλιστα de jure δικαστές δύο ταχυτήτων, ερχόμενη σε αντίθεση με την ίδια ακριβώς αρχή (ενοποίηση πρώτου βαθμού) την οποία υποτίθεται ότι επιχειρεί να υπηρετήσει.

      Δεύτερον, η πρόταση περί φοίτησης των υφιστάμενων Ειρηνοδικών στην ΕΣΔΙ, ώστε να μπορέσουν αυτοί στη συνέχεια να ενταχθούν στον κλάδο των Πρωτοδικών, προφανώς γίνεται μόνο για θεωρητικούς λόγους, καθώς πρακτικά τυγχάνει καταφανώς ανεφάρμοστη, όπως καταδεικνύει η εργασιακή πραγματικότητα, ο τρέχων φόρτος εργασίας όλων των δικαστικών λειτουργών και η αυτονόητη υποχρέωσή τους να διαμένουν για μεγάλα διαστήματα του έτους στον τόπο υπηρεσίας τους.

     Όπως προαναφέρθηκε, άπαντες οι υπογράφοντες το παρόν Υπόμνημα τυγχάνουμε μέλη της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία μας εκπροσωπεί θεσμικά. Δεδομένης όμως της σοβαρότητας του ζητήματος και ιδίως του γεγονότος ότι εν προκειμένω διακυβεύεται το μέλλον και η ύπαρξη αποκλειστικά του κλάδου των Ειρηνοδικών, θεωρήσαμε σκόπιμο να επισημάνουμε τα ζητήματα που αντιμετωπίζει αυτός ακριβώς ο κλάδος, να προβάλλουμε τις ενστάσεις μας στην προτεινόμενη ενοποίηση πρώτου βαθμού και να εκφέρουμε νέες προτάσεις, ως εργαζόμενοι που βιώνουμε καθημερινά, άμεσα και στην πράξη τη λειτουργία του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και γνωρίζουμε σε μεγάλο βαθμό τα ζητήματα που ανακύπτουν.

      Ως τελικό συμπέρασμα βέβαια επισημαίνεται ότι η πλειονότητα των ανωτέρω προτάσεων δεν εστιάζει αποκλειστικά στα Ειρηνοδικεία ως πρωτοβάθμια δικαστήρια, αλλά αναδεικνύει περαιτέρω προβλήματα που απαντώνται σε όλα τα πολιτικά δικαστήρια και προτείνει λύσεις, ώστε να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση του πολυσχιδούς ζητήματος της επιτάχυνσης της απονομής της δικαιοσύνης στη χώρα μας με τρόπο που δεν θα διαταράσσει τον υπηρεσιακό βίο των ήδη υπηρετούντων Δικαστών του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, στους οποίους οι Ειρηνοδίκες έχουμε την τιμή να ανήκουμε.















ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Μεταβατικό Σχέδιο Αναμόρφωσης του πρώτου βαθμού

     Ακολουθεί Παράρτημα με τον τίτλο «Μεταβατικό Σχέδιο Αναμόρφωσης του πρώτου βαθμού», το οποίο δεν τελεί μεν σε λειτουργική ενότητα με το υπόλοιπο κείμενο, αποτελεί όμως πρόταση που υποβάλλεται εντελώς επικουρικά για την περίπτωση που τελικά (και παρά τις αντιρρήσεις μας) προκριθεί από το Υπουργείο η λύση της πλήρους ενοποίησης. Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι δε γίνεται, έστω και σε αυτήν την αποφευκτέα περίπτωση, λόγος για «ενοποίηση» αλλά για «αναμόρφωση» του πρώτου βαθμού προς τον σκοπό της πλήρους ενοποίησης, εφόσον βέβαια η τελευταία αποφασιστεί. Η πρόταση αυτή νοηματοδοτείται από την πρόθεσή μας να διασφαλιστεί η μέχρι το χρονικό σημείο της πλήρους ενοποίησης ομαλότερη δυνατή μετάβαση των υπηρετούντων Ειρηνοδικών στο νέο δικαιοδοτικό πλαίσιο με την κατά το δυνατό μικρότερη εμπλοκή τους με νέα δικαιοδοτικά καθήκοντα, και τότε βέβαια μόνο υπό την προϋπόθεση της πλήρους βαθμολογικής και μισθολογικής εξομοίωσης με τους Πρωτοδίκες. Κατά την άποψή μας, το ως άνω Σχέδιο λαμβάνει υπόψη και εξισορροπεί κατά τον βέλτιστο δυνατό τρόπο όλες τις αλληλεπικαλυπτόμενες παραμέτρους που ήδη αναπτύχθηκαν στο ως άνω Υπόμνημα, δηλαδή: i) Τον απαιτούμενο διαχωρισμό πολιτικής και ποινικής διαδικασίας, ii) την όσο το δυνατόν ομαλότερη μετάβαση των Ειρηνοδικών σε ένα δικαιοδοτικό πλαίσιο με το οποίο είναι εξοικειωμένοι, iii) την ικανοποίηση – για πρώτη φορά – του πάγιου αιτήματός τους για πλήρη και απεριόριστη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη, iv) την ανάγκη να μη διασαλευτεί η υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη των Πρωτοδικών, v) την ουσιαστική ελάφρυνση των τελευταίων από τον υπερβολικό εργασιακό φόρτο που σήμερα αντιμετωπίζουν και vi) την – επίσης για πρώτη φορά – παροχή ουσιαστικής δυνατότητας εξειδίκευσης όλων των Δικαστών σε συγκεκριμένα και οριοθετημένα δικαιοδοτικά αντικείμενα, έτσι ώστε να υποστηριχθεί έμπρακτα η επιτάχυνση στην απονομή της Δικαιοσύνης.

      Δημιουργούνται τρεις παράλληλα εξελισσόμενοι Τομείς σε όλα τα Δικαστήρια της χώρας: Ο Τομέας Τακτικής Διαδικασίας, ο Τομέας Ειδικής Διαδικασίας και ο Τομέας Ποινικής Διαδικασίας. Και οι τρεις λειτουργούν σε κάθε Πρωτοδικείο και Εφετείο της Επικράτειας, συγκροτούνται δε και λειτουργούν κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο από τους Δικαστές εκάστου ενός. Στον Άρειο Πάγο δημιουργούνται αντίστοιχα τρία τμήματα, το Α΄ Τμήμα (Τακτικής Διαδικασίας), το Β΄ Τμήμα (Ειδικής Διαδικασίας) και το Γ΄ Τμήμα (Ποινικής Διαδικασίας). Δημιουργούνται οι αντίστοιχες οργανικές θέσεις Τακτικής, Ειδικής και Ποινικής Διαδικασίας για κάθε Πρωτοδικείο και Εφετείο της Επικράτειας και για κάθε ένα από τα τρία τμήματα του Αρείου Πάγου. Οι υπηρετούντες κατά το σημείο εκκίνησης που θα επιλεγεί Πρωτοδίκες, Εφέτες και Αρεοπαγίτες επιλέγουν κατά σειρά αρχαιότητας το Τμήμα στο οποίο επιθυμούν να ενταχθούν.

      Οι υπάρχοντες 916 Ειρηνοδίκες εντάσσονται αυτόματα στον Τομέα Ειδικής Διαδικασίας και ξεκινούν, ανάλογα με την τρέχουσα βαθμολογική τους κατάσταση, από τον βαθμό του Παρέδρου (οι Δόκιμοι Ειρηνοδίκες, μέχρι τη συμπλήρωση δέκα μηνών υπηρεσίας), του Πρωτοδίκη (οι νυν Ειρηνοδίκες Δ΄ τάξης και Γ΄ τάξης με έως πέντε έτη υπηρεσίας, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του Δόκιμου Ειρηνοδίκη) και του Προέδρου Πρωτοδικών (οι νυν Ειρηνοδίκες Γ΄ τάξης με πέντε τουλάχιστον έτη υπηρεσίας, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία του Δόκιμου Ειρηνοδίκη). Για τους βαθμούς του Εφέτη και του Προέδρου Εφετών καθορίζονται καταρχάς από το Υπουργείο οι αντίστοιχες οργανικές θέσεις που αντιστοιχούν στον Τομέα Ειδικής Διαδικασίας, οι οποίες κατά την έναρξη λειτουργίας του Μεταβατικού Σταδίου Ενοποίησης στελεχώνονται από τους αρχαιότερους των νυν υφιστάμενων Ειρηνοδικών Α΄ τάξης, μετά την αφυπηρέτηση όλων αυτών από τους νυν υφιστάμενους Ειρηνοδίκες Β΄ τάξης και μετά την αφυπηρέτηση και αυτών από τους νυν υφιστάμενους Ειρηνοδίκες Γ΄ τάξης, εφόσον οι τελευταίοι έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον επτά έτη υπηρεσίας ως Πρόεδροι Πρωτοδικών ή οκτώ έτη υπηρεσίας συνολικά ως Πρόεδροι Πρωτοδικών και Πρωτοδίκες (για τη θέση του Εφέτη) ή τρία τουλάχιστον έτη υπηρεσίας ως Εφέτες ή επτά έτη υπηρεσίας συνολικά ως Εφέτες και Πρόεδροι Πρωτοδικών (για τη θέση του Προέδρου Εφετών). Σε Αρεοπαγίτη Ειδικής Διαδικασίας προάγεται Πρόεδρος Εφετών ύστερα από αίτησή του. Πρόεδρος Εφετών, ο οποίος έχει συμπληρώσει τριετία στον βαθμό του και του οποίου δεν καθίσταται δυνατή η προαγωγή στον βαθμό του Αρεοπαγίτη αποκλειστικά και μόνο λόγω ανυπαρξίας κενής οργανικής θέσης, μπορεί, τρεις μήνες πριν από την αποχώρησή του από το δικαστικό σώμα λόγω ορίου ηλικίας, να υποβάλει αίτηση προαγωγής του σε προσωποπαγή θέση Αρεοπαγίτη. Επί της αίτησής του αποφαίνεται το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο και σε περίπτωση προαγωγής του αυτός παραμένει στη θέση του μέχρι την αποχώρησή του, χωρίς η προαγωγή του στην προσωποπαγή αυτή θέση να θεμελιώνει οποιοδήποτε μισθολογικής, συνταξιοδοτικής ή άλλης φύσεως δικαίωμα αυτού. Η προαγωγή στους βαθμούς του Προέδρου Πρωτοδικών και του Εφέτη γίνεται κατ’ εκλογή, ενώ η προαγωγή στους βαθμούς του Αρεοπαγίτη και του Προέδρου Εφετών γίνεται μόνο κατ’ απόλυτη εκλογή.

      Σε κάθε έναν από τους τρεις Τομείς η βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη είναι ακριβώς η ίδια, ενώ κάθε Τομέας έχει τη δική του αυτοτελή επετηρίδα.

      Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα μεταξύ των Τομέων Τακτικής και Ειδικής Διαδικασίας κατανέμεται ως εξής: Στην Τακτική Διαδικασία ανατίθεται όλη η τακτική διαδικασία, τα ασφαλιστικά μέτρα αυτής, καθώς και οι διαταγές πληρωμής (εφόσον παραμείνουν ως δικαστική ύλη) και οι πάσης φύσεως ανακοπές (των άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ) κατά διαταγών πληρωμής και πράξεων εκτέλεσης, εφόσον προέρχονται από διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία (τροποποιείται σχετικά το άρθρο 937 ΚΠολΔ). Στην Ειδική Διαδικασία ανατίθεται όλη η εκούσια δικαιοδοσία, όλες οι ειδικές διαδικασίες, ανεξαρτήτως ποσού, σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, οι μικροδιαφορές, τα ασφαλιστικά μέτρα αυτών, καθώς και οι διαταγές πληρωμής (εφόσον παραμείνουν ως δικαστική ύλη) και οι πάσης φύσεως ανακοπές (των άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ) κατά διαταγών πληρωμής και πράξεων εκτέλεσης που προέρχονται από διαφορές που εκδικάζονται κατά τις ειδικές διαδικασίες (τροποποιείται σχετικά το άρθρο 937 ΚΠολΔ).

      Οι ως άνω Τομείς Τακτικής και Ειδικής Διαδικασίας διατηρούνται μέχρι την αφυπηρέτηση του τελευταίου χρονικά διορισμένου και υφιστάμενου κατά το χρονικό σημείο εκκίνησης Δόκιμου Ειρηνοδίκη. Στο μεσοδιάστημα, οι θέσεις των πρώην Ειρηνοδικών – ήδη Δικαστών Ειδικής Διαδικασίας που κενώνονται λόγω συνταξιοδότησης αναπληρώνονται από αποφοίτους της ΕΣΔΙ, οι κατευθύνσεις της οποίας συγχωνεύονται με κατάργηση της νεοσυσταθείσας κατεύθυνσης Ειρηνοδικών. Ειδικότερα, στον ετήσιο διαγωνισμό της ΕΣΔΙ προκηρύσσονται οι θέσεις που κενώθηκαν λόγω συνταξιοδότησης στα Δικαστήρια Τακτικής, Ειδικής και Ποινικής Διαδικασίας. Η φοίτηση στη Σχολή περιλαμβάνει όλα τα γνωστικά πεδία πολιτικής και ποινικής κατεύθυνσης (όπως δηλαδή συνέβαινε πριν από τη δημιουργία της κατεύθυνσης Ειρηνοδικών). Οι επιτυχόντες διαλέγουν τον Τομέα στον οποίο επιθυμούν να ενταχθούν, κατά σειρά επιτυχίας, έτσι ώστε σε κάθε περίπτωση να πληρωθούν όλες οι κενές θέσεις σε όλους τους Τομείς. Όσοι ενταχθούν στον Τομέα Ειδικής Διαδικασίας, παραμένουν σε αυτόν για δύο έτη (πέραν της υπηρεσίας τους ως Πάρεδροι) και μετά εντάσσονται αυτοδίκαια στον Τομέα Τακτικής Διαδικασίας, διατηρώντας το χρονικό διάστημα υπηρεσίας τους στον Τομέα Ειδικής Διαδικασίας ως αυτό να είχε διανυθεί στον Τομέα Τακτικής Διαδικασίας, ενώ εντάσσονται εξαρχής στην επετηρίδα του Τομέα Τακτικής Διαδικασίας. Ειδικότερα, μετά από τη συμπλήρωση δύο ετών, οι θέσεις που προκηρύσσονται στον ετήσιο διαγωνισμό της ΕΣΔΙ για τον Τομέα Τακτικής Διαδικασίας είναι μειωμένες κατά τον αριθμό των Δικαστών Ειδικής Διαδικασίας που συμπλήρωσαν διετή υπηρεσία και είναι έτοιμοι να ενταχθούν στη ροή της Τακτικής Διαδικασίας.

      Στο χρονικό σημείο που οι οργανικές θέσεις που έχουν προβλεφθεί για τους Εφέτες, Προέδρους Εφετών και Αρεοπαγίτες Ειδικής Διαδικασίας αρχίζουν να μη στελεχώνονται, λόγω σταδιακής αφυπηρέτησης των Εφετών και Προέδρων Εφετών αυτού του Δικαστηρίου και Αρεοπαγιτών του αντίστοιχου Β΄ Τμήματος – οι οποίοι σύμφωνα με τα ανωτέρω από κάποιο σημείο και πέρα θα σταματήσουν να αναπληρώνονται, εφόσον οι επιτυχόντες στον ετήσιο διαγωνισμό της ΕΣΔΙ εισάγονται στον Τομέα Ειδικής Διαδικασίας μόνο για δύο έτη και δεν προλαβαίνουν έτσι να φτάσουν στον βαθμό του Εφέτη και εφεξής – οι αντίστοιχες εφέσεις και αιτήσεις αναίρεσης ανατίθενται στους Εφέτες και Προέδρους Εφετών Τακτικής Διαδικασίας του ιδίου Δικαστηρίου και τους Αρεοπαγίτες Α΄ Τμήματος. Κατά την αφυπηρέτηση και του τελευταίου χρονικά διορισμένου και υφιστάμενου κατά το χρονικό σημείο εκκίνησης τέως Δόκιμου Ειρηνοδίκη ενοποιούνται οι αντίστοιχοι Τομείς Τακτικής και Ειδικής Διαδικασίας όλων των Δικαστηρίων, καθώς και το Α΄ και Β΄ τμήμα του Αρείου Πάγου, απομένουν δηλαδή μόνο δύο Τομείς, αυτός της Πολιτικής και αυτός της Ποινικής Διαδικασίας.

Πλεονεκτήματα του προτεινόμενου Μεταβατικού Σχεδίου Ενοποίησης:

- Επιτυγχάνεται η ομαλότερη δυνατή μετάβαση των υφιστάμενων Ειρηνοδικών σε ένα νέο δικαιοδοτικό πλαίσιο, με το οποίο είναι ήδη σε μεγάλο βαθμό εξοικειωμένοι (ειδικές διαδικασίες, εκούσια δικαιοδοσία, αντίστοιχα ασφαλιστικά μέτρα και ανακοπές), χωρίς να εμπλακούν με την ποινική διαδικασία

- Διασφαλίζεται για πρώτη φορά η δυνατότητα πραγματικής βαθμολογικής και μισθολογικής εξέλιξης (εξομοίωσης, στην πραγματικότητα) για τους τέως Ειρηνοδίκες – νυν Δικαστές Ειδικής Διαδικασίας, οι οποίοι θα έχουν τη δυνατότητα να προαχθούν αυτόνομα, απεριόριστα και χωρίς να παρεμποδίσουν σε τίποτα την εξέλιξη των Δικαστών του Τομέα Τακτικής Διαδικασίας. Αποκαθίσταται έτσι μια διαχρονική αδικία εις βάρος των Ειρηνοδικών (πλήρης βαθμολογική και μισθολογική εξομοίωση), χωρίς να τους ανατίθεται ύλη που ποτέ δεν είχαν αλλά και χωρίς να περιορίζονται ως προς την καθ’ ύλη αρμοδιότητα και τον βαθμό δικαιοδοσίας τους

- Διατηρείται για όλους τους Δικαστές η δυνατότητα απεριόριστης βαθμολογικής εξέλιξης και παράλληλα η στελέχωση του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου με Δικαστές και των τριών Τομέων

- Επιτυγχάνεται η αποσυμφόρηση των Δικαστών Τακτικής Διαδικασίας από τις υποθέσεις και τις εφέσεις κατά των αποφάσεων Ειδικής Διαδικασίας, αλλά και από την Ποινική Διαδικασία

- Εξασφαλίζεται, για πρώτη φορά και στον μέγιστο δυνατό βαθμό, η εξειδίκευση όλων ανεξαιρέτως των Δικαστών σε ειδικότερα αντικείμενα (Τακτική, Ειδική και Ποινική Διαδικασία), που μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην επιτάχυνση απονομής της Δικαιοσύνης και μάλιστα με ορθολογική και απολύτως διεκπεραιώσιμη ποσοτικά κατανομή της δικαστικής ύλης

- Με τη συνεχή αναπλήρωση του Τομέα Ειδικής Διαδικασίας από αποφοίτους της ΕΣΔΙ για διετή υπηρεσία αφενός μεν δεν επέρχεται δραματική αύξηση της κατά κεφαλήν χρέωσης των πρώην Ειρηνοδικών – ήδη Δικαστών Ειδικής Διαδικασίας (λόγω του βαίνοντος διαρκώς μειούμενου αριθμού τους, εξαιτίας των σταδιακών αφυπηρετήσεων), αφετέρου δε το χρονικό διάστημα των δύο ετών αξιοποιείται ως εισαγωγικό χρονικό διάστημα για τους αποφοίτους της ΕΣΔΙ, η ένταξη των οποίων στη συνέχεια στον Τομέα Τακτικής Διαδικασίας γίνεται πιο ομαλά και ενώ αυτοί έχουν ήδη θητεύσει στο γνωστικό αντικείμενο της Ειδικής Διαδικασίας.

Παράδειγμα ροής τεσσάρων πρώτων ετών

Χρονικό σημείο εκκίνησης του Μεταβατικού Σχεδίου Ενοποίησης (έτος 0):

      Υφίστανται 10 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Ειδικής Διαδικασίας, 50 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Τακτικής Διαδικασίας και 50 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Ποινικής Διαδικασίας. Από τον ετήσιο διαγωνισμό της ΕΣΔΙ καλύπτονται όλα τα παραπάνω κενά, με δικαίωμα επιλογής των επιτυχόντων ανάλογα με τη σειρά επιτυχίας τους.

Έτος 1:

      Υφίστανται 8 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Ειδικής Διαδικασίας, 42 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Τακτικής Διαδικασίας και 60 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Ποινικής Διαδικασίας. Από τον ετήσιο διαγωνισμό της ΕΣΔΙ καλύπτονται όλα τα παραπάνω κενά, με δικαίωμα επιλογής των επιτυχόντων ανάλογα με τη σειρά επιτυχίας τους. Οι 10 νεοεισελθόντες του έτους 0 ολοκληρώνουν την παρεδρία τους και ξεκινούν ως Πρωτοδίκες Ειδικής Διαδικασίας.

Έτος 2:

      Υφίστανται 9 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Ειδικής Διαδικασίας, 39 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Τακτικής Διαδικασίας και 51 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Ποινικής Διαδικασίας. Από τον ετήσιο διαγωνισμό της ΕΣΔΙ καλύπτονται όλα τα παραπάνω κενά, με δικαίωμα επιλογής των επιτυχόντων ανάλογα με τη σειρά επιτυχίας. Οι 10 Πρωτοδίκες Ειδικής Διαδικασίας του έτους 0 ολοκληρώνουν τον πρώτο χρόνο υπηρεσίας τους. Οι 8 νεοεισελθόντες του έτους 1 ολοκληρώνουν την παρεδρία τους και ξεκινούν ως Πρωτοδίκες Ειδικής Διαδικασίας.

Έτος 3:

      Υφίστανται 11 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Ειδικής Διαδικασίας, 35 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Τακτικής Διαδικασίας και 48 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Ποινικής Διαδικασίας. Από τον ετήσιο διαγωνισμό της ΕΣΔΙ καλύπτονται όλα τα παραπάνω κενά, με δικαίωμα επιλογής των επιτυχόντων ανάλογα με τη σειρά επιτυχίας. Οι 10 Πρωτοδίκες Ειδικής Διαδικασίας του έτους 0 ολοκληρώνουν τον δεύτερο χρόνο υπηρεσίας τους. Οι 8 Πρωτοδίκες Ειδικής Διαδικασίας του έτους 1 ολοκληρώνουν τον πρώτο χρόνο υπηρεσίας τους. Οι 9 νεοεισελθόντες του έτους 2 ολοκληρώνουν την παρεδρία τους και ξεκινούν ως Πρωτοδίκες Ειδικής Διαδικασίας.

Έτος 4:

      Υφίστανται 13 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Ειδικής Διαδικασίας, 41 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Τακτικής Διαδικασίας και 49 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Ποινικής Διαδικασίας. Από τον ετήσιο διαγωνισμό της ΕΣΔΙ καλύπτονται τα 13 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Ειδικής Διαδικασίας, τα 49 κενά προς κάλυψη στον Τομέα Ποινικής Διαδικασίας και τα 31 μόνο κενά προς κάλυψη στον Τομέα Τακτικής Διαδικασίας, επειδή οι 10 υπολειπόμενες θέσεις καλύπτονται από τους 10 Πρωτοδίκες Ειδικής Διαδικασίας που μπήκαν σε αυτήν κατά το έτος 0, ολοκλήρωσαν την εκεί υπηρεσία τους και πλέον εισέρχονται στη ροή του Τομέα Τακτικής Διαδικασίας. Οι 8 Πρωτοδίκες Ειδικής Διαδικασίας του έτους 1 ολοκληρώνουν τον δεύτερο χρόνο υπηρεσίας τους. Οι 9 Πρωτοδίκες Ειδικής Διαδικασίας του έτους 2 ολοκληρώνουν τον πρώτο χρόνο υπηρεσίας τους. Οι 11 νεοεισελθόντες Ειδικής Διαδικασίας του έτους 3 ολοκληρώνουν την παρεδρία τους και ξεκινούν ως Πρωτοδίκες Ειδικής Διαδικασίας.





Με τιμή,

οι συντάκτες του παρόντος Ειρηνοδίκες:

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΑΣΥΛΛΑΣ, Ειρηνοδίκης Κέρκυρας

ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΠΙΝΑΚΙΔΟΥ, Δ. Ειρηνοδίκης Παγγαίου

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΣΑΜΑΡΑ, Ειρηνοδίκης Αρναίας

ΣΤΑΜΑΤΙΑ ΚΛΑΓΚΟΥ, Ειρηνοδίκης Καλαμάτας



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ