Σελίδες

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Το εύρος και η λειτουργία του τεκμηρίου αθωότητας στην προκαταρκτική εξέταση. Η εισαγγελική αρμοδιότητα

  

Το εύρος και η λειτουργία του τεκμηρίου αθωότητας στην προκαταρκτική εξέταση. Η εισαγγελική αρμοδιότητα.[1]

 

Ηλίας Εμμ.Δαγκλής

Δ.Ν. Εισαγγελικός Λειτουργός

 

  

 

Θεμελιώδης αρχή της ποινικής δίκης και δικονομική εγγύηση το τεκμήριο της αθωότητας αποτελεί  αναπόσπαστο στοιχείο της δίκαιης δίκης σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ. Καθιερώθηκε στην ηπειρωτική Ευρώπη πρώτη φορά το 1879 με το άρθρο 9 της Γαλλικής Διακήρυξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, όπου αναφερόταν ότι «κάθε άνθρωπος τεκμαίρεται αθώος μέχρις ότου κηρυχθεί ένοχος και εφόσον κριθεί απαραίτητο να συλληφθεί, οποιαδήποτε σκληρή μεταχείριση που δεν θα ήταν αναγκαία για να εξασφαλισθεί η κράτησή του πρέπει να καταστέλλεται αυστηρά από το νόμο»[2].

Στην ελληνική νομοθεσία το τεκμήριο αθωότητας αναγνωρίσθηκε ρητά -αν και για πρώτη και μοναδική φορά- στο τρίτο κατά σειρά Σύνταγμα μετά την Επανάσταση του 1821, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος κατά την εν Τροιζήνι Γ΄ Εθνική Συνέλευσιν», το οποίο ψηφίστηκε το Μάιο του 1827. Στο άρθρο 15 του Συντάγματος αυτού διατυπώνεται, ότι «έκαστος προ της καταδίκης του δεν λογίζεται ένοχος».[3] Πλέον αποτελεί εσωτερικό δίκαιο της χώρας καθώς είναι κατοχυρωμένο αφενός με το άρθρο 6 παρ. 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αφετέρου με το άρθρο 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου του Ο.Η.Ε για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του εσωτερικού δικαίου με υπερνομοθετική ισχύ (δυνάμει του άρθρου 28 παρ. 1 του Συντάγματος)[4].

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο το τεκμήριο αθωότητας διασφαλίζεται με το άρθρο 48 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε..[5] Με την εισαγωγή του νέου Κώδικα Ποινικής δικονομίας, που ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη την οδηγία 2016/343 της Ε.Ε, το τεκμήριο θεσπίζεται ρητά στο ομότιτλο άρθρο 71 σύμφωνα με τη διατύπωση του οποίου «οι ύποπτοι και οι κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με τον νόμο». [6] Η διατύπωση του άρθρου 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ επίσης έχει ως εξής: «Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του».

 

i.                    Φύση του τεκμηρίου της αθωότητας

Κατά την ορθότερη γνώμη η φύση του τεκμηρίου αθωότητας είναι διττή καθώς δεν αποτελεί μόνο ένα δικαίωμα, αλλά και μια διαδικαστική εγγύηση που καλύπτει όλο το φάσμα της ποινικής διαδικασίας και η ισχύς του δεσμεύει το νομοθέτη, τους δικαστές και κάθε κρατικό αξιωματούχο, ενώ κατά μία άποψη δυνάμει της αρχής της τριτενέργειας δεσμεύει και κάθε ιδιώτη[7].  Η δογματική θεμελίωση του τεκμηρίου της αθωότητας έχει λάβει πολλές εκδοχές και ερμηνείες στη θεωρία και τη νομολογία. Ορισμένοι  συγγραφείς θεωρούν πως το τεκμήριο αθωότητας πηγάζει από την αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου[8], ενώ κατά μία άλλη άποψη υποστηριζόμενη έντονα στη γερμανική ποινική θεωρία το τεκμήριο της αθωότητας  προκύπτει από την αρχή της ενοχής,[9] σύμφωνα με την οποία η ποινή αποτελεί αναγκαία απάντηση στη θεσμοποιημένη αναγνώριση της ενοχής και του καταλογισμού του δράστη σε άδικη πράξη,  η οποία είναι προσηκόντως αποδεδειγμένη. Μία άλλη άποψη προτείνει ως συνταγματικό θεμέλιό την αρχή του κράτους δικαίου, ενώ η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αντιμετωπίζει το τεκμήριο αθωότητας ως μια πτυχή της αρχής της δίκαιης δίκης, η οποία διέπει τη διαδικασία ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων και αρχών.[10]

 

ii.                  Λειτουργία του τεκμηρίου της αθωότητας

 Το τεκμήριο αθωότητας λειτουργεί ως διαδικαστική εγγύηση υπέρ του υπόπτου και του κατηγορουμένου. Η λειτουργική του εμβέλεια αναλύεται σε μια σειρά απαγορεύσεων προγνωστικών της ενοχής κρίσεων (finding of guilt), οι οποίες έχουν ως αποδέκτες το σύνολο των δημοσίων λειτουργών, και καταλαμβάνει αφενός τις δικαστικές αποφάσεις και τις δικαστικές πράξεις και αφετέρου δηλώσεις και πράξεις των υπόλοιπων δημόσιων λειτουργών. Η κανονιστική του πρόταση αναλύεται σε δύο επιμέρους κανόνες: πρώτον τον κανόνα που διέπει τη λήψη δικαστικών αποφάσεων, και δεύτερον τον κανόνα που διέπει τη συμπεριφορά των δικαστικών προσώπων εντός και εκτός της ποινικής διαδικασίας.[11]

Ως κανόνας που ισχύει κατά τη λήψη των δικαστικών αποφάσεων εφαρμόζεται εντός του πλαισίου των ποινικών διαδικασιών και αποδέκτες έχει τον ποινικό δικαστή και τον εισαγγελέα στις περιπτώσεις που ασκεί δικαιοδοτικό καθήκον δηλαδή λαμβάνει αποφάσεις με βάση την εκτίμηση αποδείξεων και κρίση του αποδεικτικού υλικού. Η ισχύς του τεκμηρίου διατρέχει την ποινική διαδικασία σε όλες τις φάσεις εκτύλιξής της και αφορά τόσο στον κατηγορούμενο όσο και στον ύποπτο. Πριν από τη ρητή επέκταση του τεκμηρίου της αθωότητας και στο πεδίο της προκαταρκτικής εξέτασης δυνάμει του άρθρου 71 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είχε υποστηριχθεί η άποψη ότι το τεκμήριο της αθωότητας προϋποθέτει απόδοση κατηγορίας από τον κατηγορόν όργανο και επομένως αφορά μόνο τον κατηγορούμενο και τη διαδικασία μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης και όχι και τη διαδικασία της προκαταρκτικής εξέτασης. Η τυπολατρική αυτή εκδοχή είχε επικριθεί επανειλλημένως από τη νομολογία του ΕΔΔΑ[12] καθώς αποστερούσε από τον εν δυνάμει κατηγορούμενο την ουσιαστική προστασία της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας του.

Ήδη κατά την άποψη που έχει επικρατήσει τόσο στη νομολογία του ΕΔΔΑ όσο και στη σύγχρονη ποινική θεωρία η εγγυητική λειτουργία του άρθρου 6 παρ.2 ΕΣΔΑ αφορά όχι μόνο στα πρόσωπα που εμπλέκονται ως κατηγορούμενοι ή ύποπτοι σε μία ποινική διαδικασία, αλλά σε οποιονδήποτε εμπλέκεται σε κάποια διαδικασία κατά την οποία εγείρονται εις βάρος του υπόνοιες συμμετοχής του σε κάποιο αδίκημα (ποινικό, διοικητικό ή αστικό). Η πλέον σύγχρονη θεώρηση του τεκμηρίου της αθωότητας αντιλαμβάνεται αυτό ως διττής φύσης κανόνα: τόσο ως διαδικαστικής εγγύησης υπέρ του κατηγορουμένου όσο και ως ατομικού δικαιώματος του τελευταίου η ισχύς του επεκτείνεται και σε πεδία εκτός της ποινικής διαδικασίας, σε αστικές και διοικητικές διαδικασίες, όπου το άτομο φέρεται εμπλεκόμενο σε μία αξιόποινη πράξη. Όταν το τεκμήριο λειτουργεί ως κανόνας που διέπει τη συμπεριφορά των δικαστικών προσώπων εντός και εκτός της ποινικής διαδικασίας τότε η προστασία που αναγνωρίζεται στο άτομο εκφεύγει των στενών πλαισίων της ποινικής δίκης και εκτείνεται σε κάθε πράξη ή συμπεριφορά του που εγείρει υπόνοιες μεροληψίας του δικάζοντος οργάνου όπως για παράδειγμα δηλώσεις εισαγγελέων εκτός της ποινικής διαδικασίας λ.χ. στα ΜΜΕ που καταδεικνύουν την προκατάληψη τους σχετικά με την ενοχή του υπόπτου.[13]

 

iii.                Περιεχόμενο του τεκμηρίου της αθωότητας

 Το τεκμήριο της αθωότητας διαλαμβάνει μια απλή καθοδηγητική οδηγία: την αποτροπή της μεταχείρισης του κατηγορουμένου ως ενόχου και τη διασφάλιση της επιμελούς συλλογής και αξιοποίησης του συνόλου αποδεικτικού υλικού  της υπό κρίση υπόθεσης δυνάμει του οποίου θα κριθεί από τα αρμόδια όργανα εάν το πρόσωπο που κατηγορείται ότι τέλεσε κάποια αξιόποινη πράξη είναι πράγματι ένοχος. Αυτό που προσπαθεί να αποτρέψει το τεκμήριο είναι μία αβασάνιστη κριτική που διενεργείται ενόψει ή κατά τη διάρκεια μίας ποινικής διαδικασίας καθώς και τη μεροληπτική κρίση του δικάζοντος οργάνου που εδράζεται στην προκατάληψη και όχι στη κρίση του αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας.

Αναφορικά με τον ύποπτο το τεκμήριο της αθωότητας απαιτεί από τον εισαγγελέα που χειρίζεται τη δικογραφία στην οποία εμπλέκεται ο πρώτος,  να μεταχειρίζεται αυτόν ως αθώο. Τούτο σημαίνει δύο πράγματα: καταρχήν κατά την άσκηση των καθηκόντων του να απέχει από εκφράσεις, δηλώσεις και συμπεριφορές που δεικνύουν προκατάληψη περί της ενοχής του για την διερευνώμενη πράξη. Τούτο πρακτικά αποτελεί μία πρόωρη απόδοση ενοχής που υποκρύπτει μεροληπτική στάση του εισαγγελέα και συνιστά κατάφωρη παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας αλλά και της αρχής της προστασίας της αξίας του ανθρώπου[14]. Οι σχετικές συμπεριφορές ή δηλώσεις του εισαγγελέα μπορεί να γίνονται εντός της ποινικής διαδικασίας ήτοι στα πλαίσια άσκησης των αρμοδιοτήτων του  είτε εκτός αυτών όπως για παράδειγμα δηλώσεις στα ΜΜΕ. Μεροληπτική όμως στάση και συμπεριφορά του δικαστικού οργάνου μπορεί να συναχθεί κατά περίπτωση και από την παράλειψη του να υποβάλλει στη βάσανο της αξιολόγησης και να ελέγξει αντίστοιχες δηλώσεις ή ενέργειες άλλων παραγόντων της δίκης, μαρτύρων, πραγματογνωμόνων συνηγόρων κλπ δεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο προκατάληψη εις βάρος του κατηγορουμένου ή του υπόπτου.[15] Κατά  αυτόν τον τρόπο επιφυλάσσει διάφορη αντιμετώπιση στα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία και δημιουργεί ένα αρνητικό κλίμα αξιολόγησης παραβλέποντας ή υποβαθμίζοντας την αποδεικτική ισχύ και μαρτυρία συναφών ή αντίστοιχων αποδεικτικών γεγονότων. Οι ανωτέρω ωστόσο δηλώσεις δεν χρειάζεται να έχουν πανηγυρικό χαρακτήρα, αρκεί να μαρτυρούν ότι ο εισαγγελέας θεωρεί πλήρως αποδεδειγμένη και δεδομένη την ενοχή του υπόπτου.

Από την άλλη πλευρά όμως δηλώσεις που εκφράζουν την άποψη ότι υφίστανται επαρκείς ενδείξεις ενοχής του υπόπτου για την κίνηση της δίωξης είναι επιτρεπτές και δεν παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας καθώς αυτή συναρτάται με το λειτουργικό πεδίο της ανακριτικής αρμοδιότητας του εισαγγελέα στο στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης. Επίσης αναφορές των προανακριτικών υπαλλήλων  περιεχόμενες στα έγγραφα της δικογραφίας που αφορούν εκτιμήσεις και αξιολογήσεις των στοιχείων προηγούμενης αυτεπάγγελτης έρευνας που διενήργησε ο συντάκτης του εγγράφου στα πλαίσια διερεύνησης αυτεπαγγέλτου διωκομένου εγκλήματος ή αντίστοιχα  στοιχεία και έγγραφες αναφορές που εμπεριέχονται σε μία Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας(ΕΕΕ)[16] που αποστέλλεται προς εκτέλεση σε ένα άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε. δεν συνιστούν παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας καθώς σε αυτή την περίπτωση δεν έχει αποκτηθεί η ιδιότητα του υπόπτου και επομένως δεν χωρεί επίκληση του τεκμηρίου της αθωότητας.[17]

 Έχει κριθεί επίσης ότι ατυχείς εκφράσεις του εισαγγελέα που ενσωματώνονται στις αποφάσεις του για παράδειγμα σε περίπτωση απόρριψης αίτησης του υπόπτου για αρχειοθέτηση της δικογραφίας δεν παραβιάζουν άνευ ετέρου το τεκμήριο του άρθρου 6 παρ.2 ΕΣΔΑ, ειδικά όταν λαμβανομένου του πλαισίου εκφοράς τους έχουν την έννοια της αντίθεσης στην άποψη του υπόπτου για αρχειοθέτηση της δικογραφίας και την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του για τη διερευνώμενη πράξη.[18]

Δεύτερη κανονιστική υποχρέωση που επιβάλλει το τεκμήριο είναι η υποχρέωση να αξιολογούνται από τα αρμόδια δικαστικά όργανα οι αμφιβολίες υπέρ του κατηγορουμένου (in dubio pro reo) προσηκόντως και να μην επιφορτίζεται αυτός με το βάρος απόδειξης της αθωότητας του[19]. Έτσι, παρότι στο πεδίο της προανάκρισης ο απαιτούμενος βαθμός βεβαιότητας προκειμένου να ληφθεί η απόφαση κίνησης της ποινικής δίωξης (επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της δίωξης) υστερεί έναντι του βαθμού δικανικής πεποίθησης που απαιτείται στην επ΄ ακροατηρίω διαδικασία για την οριστική  κατάφαση της ενοχής (πλήρης απόδειξη ενοχής)  δεν σημαίνει ότι ο ύποπτος αποστερείται του τεκμηρίου της αθωότητας ούτε ότι η προκύψασα αμφιβολία μπορεί λειτουργεί συννόμως εις βάρος της τεκμαιρόμενης αθωότητάς του και υπέρ της απόφασης να κινηθεί η δίωξη. Έτσι, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην περίπτωση όπου δημιουργούνται αμφιβολίες στον εισαγγελέα που χειρίζεται την υπόθεση αναφορικά με το σχηματισμό βέβαιης δικανικής πεποίθησης περί της πλήρωσης επαρκών ενδείξεων ενοχής εις βάρος του υπόπτου, οφείλει να θέσει τη δικογραφία στο αρχείο (ή να απορρίψει την έγκληση σύμφωνα με το άρθρο 51 ΚΠΔ στις αντίστοιχες περιπτώσεις) και όχι να υποβάλλει τον ύποπτο στη δικαστική βάσανο της  επ΄ακροατηρίω διαδικασίας με το σκεπτικό ότι θα αρθούν, θα αποσαφηνισθούν οι σχετικές αμφιβολίες στη κύρια διαδικασία ενώπιον του ακροατηρίου, όπου τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία θα αξιολογηθούν με διαφορετικό ίσως τρόπο από το δικαστήριο ή με την ελπίδα ή προσμονή ότι θα συμπληρωθούν τούτα επαρκώς με νεότερα στοιχεία ή δεδομένα και έτσι θα καταφαθεί και θα αποδειχθεί οριστικώς η ενοχή του δράστη προϊόντος του χρόνου σε ένα μεταγενέστερο στάδιο[20]. Μία τέτοια αντίληψη υποκρύπτει μία τιμωρητική στάση του εισαγγελέα αντίθετη στην αρχή του κράτους δικαίου και το τεκμήριο της αθωότητας, ενώ προσβάλλει ευθέως την προσωπικότητα του ατόμου και την αρχή της δίκαιης δίκης, καθώς τούτο υποβιβαζόμενο σε αντικείμενο της ποινικής διαδικασίας γίνεται βορά στους σκοπούς της ποινικής καταστολής. Μία τέτοια συμπεριφορά αναδεικνύει αναμφίβολα μία εμμονική στάση του εισαγγελέα ο οποίος πασχίζει πάση θυσία να τεκμηριώσει και να στοιχειοθετήσει το διερευνώμενο ποινικό αδίκημα εις βάρος του υπόπτου αδιαφορώντας για την προστασία της αξίας και της προσωπικότητας του διωκόμενου προσώπου και καταπατώντας κάθε έννοια δικαιότητας της ποινικής καταστολής.

Μία άλλη περαιτέρω απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί το δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου[21], το δικαίωμα δηλαδή του τελευταίου να μην απαντήσει ή να μην συμμετάσχει σε μια ανακριτική πράξη, όπως π.χ, είναι η άρνηση υποβολής σε εξέταση DNA, χωρίς η άρνηση αυτή να ερμηνευθεί ή να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο της ενοχής του[22].  Ο ύποπτος σε κάθε περίπτωση δεν βαρύνεται με το καθήκον αληθείας και έχει το δικαίωμα σιωπής,  χωρίς να επιτρέπεται να συναχθεί κάποιο τεκμήριο ενοχής εξαιτίας της στάσης του αυτής.[23] Η καθιέρωση, εν ολίγοις, ενός de facto τεκμηρίου ενοχής του κατηγορουμένου από τον εθνικό νομοθέτη βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με το τεκμήριο αθωότητας.

Τέλος, στο πεδίο των ενδίκων μέσων το δικαίωμα άσκησής τους, το οποίο κατοχυρώνεται ρητά στο άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και το άρθρο 14 παρ. 5 του ΔΣΑΠΔ , θεωρείται κατά μία άποψη ως πρόσθετη  πτυχή  προστασίας του τεκμηρίου αθωότητας[24], αν και η κρατούσα στη θεωρία και στη νομολογία γνώμη φαίνεται συγκρατημένη ως προς την επέκταση αυτή[25]. Αντλώντας επιχειρήματα από τη διάταξη του άρθρου 545 ΚΠΔ που ορίζει ότι η καταδικαστική απόφαση και κάθε διάταξη του δικαστή ή του εισαγγελέα εκτελείται μόλις γίνει αμετάκλητη, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά σε ειδικές περιπτώσεις, η πρώτη από τις ανωτέρω απόψεις θεωρεί ότι ειδική πτυχή του δικαιώματος στην προστασία του τεκμηρίου αθωότητας είναι η πρόβλεψη άσκησης ενδίκων μέσων εις βάρος μίας οριστικής καταδικαστικής απόφασης. Η προσέγγιση αυτή, ωστόσο, παραβλέπει το γεγονός ότι η καθιέρωση ενός συστήματος παροχής ενδίκων μέσων σε μία συγκεκριμένη έννομη τάξη συναρτάται προς τις εκτιμήσεις ενός ευρύτερου πλαισίου δομικής αξιολόγησης της πολιτείας και δεν περιορίζεται ούτε επικεντρώνεται στην καθιέρωση ή αναγνώριση του πλαισίου εντός του οποίου λειτουργεί ο προστατευτικός κανόνας του τεκμηρίου[26]. Αντίθετα ωστόσο σε ό,τι έχει να κάνει  με τη παροχή της δυνατότητας στο δικαστήριο να χορηγήσει ανασταλτικό αποτέλεσμα στα ένδικα μέσα, οι περισσότερες απόψεις συγκλίνουν στην πεποίθηση ότι τούτο συνιστά σαφή απόρροια του τεκμηρίου αθωότητας καθώς έτσι θεμελιώνεται και εξυπηρετεί τις περιεχόμενες σε αυτό εγγυήσεις υπέρ του κατηγορουμένου.[27] Μία ενδεχόμενη στην συγκεκριμένη περίπτωση νομοθετική άνευ όρων απαγόρευση χορήγησης ανασταλτικού αποτελέσματος σε ασκηθέν ένδικο μέσο ή στην προθεσμία άσκησής του θα σήμαινε μία ευθεία διαμφισβήτηση της αθωότητας του κατηγορουμένου και θα συνιστούσε βίαιη κάμψη της λειτουργικής ισχύος του τεκμηρίου καθιστώντας άνευ αντικειμένου την άσκηση του ενδίκου μέσου και οδηγώντας σε μία εκ προοιμίου οριστική -και μάλιστα νομοθετική- ανατροπή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.

 

 

 



[1] Το πλήρες κείμενο της μελέτης αυτής  δημοσιεύθηκε το πρώτον στο περιοδικό Ποινική Δικαιοσύνη τ.3/2023 σελ.283

 

[2] Ambos K., Internationales Strafrecht, 2. Aufl. 2008, § 9 Rn.Ambos K., Rackow P., Erste Überlegungen zu den Konsequenzen des Lissabon-Urteils des Bundesverfassungsgerichts für das Europäische Strafrecht,ZIS,2009, 378, Ambos K., European Criminal Law, Cambridge University Press, 2020, Chaves M. EU’s Harmonization of National Criminal Law: Between Punitiveness and Moderation, European Public Law, Vol. 21, Issue 3 (2015), 527 – 553, European Criminal Policy Initiative, A Manifesto on European Criminal Policy, 2014, Heger M. Perspektiven des Europäischen Strafrechts nach dem Vertrag von Lissabon Eine Durchsicht des (wohl) kommenden EU-Primärrechts vor dem Hintergrund des LissabonUrteils des BVerfG vom 30.6.2009,ZIS2009,412

[3] Πρωτόπαππας Δ, Το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, Σειρά «Ποινικά», Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή,2006, σελ 62

[4] Το τεκμήριο αθωότητας δεν καθιερώνεται ρητώς στο Σύνταγμα, όμως κατά την ορθότερη γνώμη συνάγεται ερμηνευτικά μέσω των συνταγματικών εγγυήσεων που αφορούν στην αρχή του Κράτους Δικαίου, την επιβολή των ποινών και τη δίκαιη δίκη ήτοι δυνάμει του ερμηνευτικού συνδυασμού των διατάξεων των  άρθρων 6, 7, 20 και 25 του Συντάγματος

[5] Το δικαστήριο της Ε.Ε αναγνωρίζει ρητά το τεκμήριο αθωότητας όπως αυτό προκύπτει από το άρθ. 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ

[6] Το τεκμήριο της αθωότητας επαναλαμβάνεται στο εσωτερικό δίκαιο στο άρθ. 2 στοιχ. γ’ του Κώδικα Επαγγελματικής, Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων – μελών της Ε.Σ.Η.Ε.Α όπου αναφέρεται ότι ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει να σέβεται το τεκμήριο αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις. Επίσης στο άρθ. 11 παρ. 1 του Κώδικα δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών που καταρτίστηκε από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης προβλέπεται ότι «η αρχή ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι την αμετάκλητη καταδίκη του γίνεται σεβαστή και συνεπώς δεν προεξοφλείται το αποτέλεσμα της δίκης, ούτε οι κατηγορούμενοι αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα ως ένοχοι»

[7] Ανδρουλάκης, Ι., «Κριτήρια της Δίκαιης Ποινικής Δίκης κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ», εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, 2000, σ.19, Αλιβιζάτος Ν., «Το τεκμήριο αθωότητας και οι παράπλευρες συνέπειές του», ΠοινΔικ, 1/2017, σ.7επ.

[8] Καρράς Α., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 7η έκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2017 σελ. 59 , Πρωτόπαππας Δ., ό.π., σελ. 89, Schorn Η, Der Schultz der Menschenwürde im Strafverfahren, 1963, σελ. 23-24

[9]  Frister Η., Zur Bedeutung der Unschuldsvermutung und zum Problem “gerichtskundiger„ Tatsachen, Jura 1988, σελ. 356 επ., Stuckenberg Carl – Friedrich, Untersuchungen zur Unschuldsvermutung, Walter de Gruyter, Berlin - New York, 1998 σελ. 513 επ.. 

[10] Υπόθεση Deweer κατά Βελγίου της 17.2.1980§56(αριθμός προσφυγής 19187/91), Υπόθεση Khodorkovskiy και Lebedev κατά Ρωσίας της 25.7.2013 (αριθμοί προσφυγών: 11082/06 και 13772/05)

[11] Τριανταφύλλου Γ. Δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης, Τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου σε Κοτσαλής Λ.(επιμ.), Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Ποινικό Δίκαιο –Ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 1-10 ΕΣΔΑ, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη,2014 σελ. 473επ.

[12] Υπόθεση Διαμαντίδης κατά Ελλάδας της 19.5.2005 (αριθμός προσφυγής 71563/01). Υπόθεση Karaman κατά Γερμανίας της 7.7.2014 (αριθμός προσφυγής 17103/10). Στην Υπόθεση Vanjak κατά Κροατίας της 14.4.2010 (αρ. προσφ. 29889/04) το δικαστήριο έκρινε πως η εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας οφείλει να αποκολληθεί από το τυπικό στοιχείο της απαγγελίας της κατηγορίας σε βάρος ενός προσώπου και έκρινε ότι το πεδίο ισχύος του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και σε προηγούμενα της ποινικής δίωξης στάδια διερεύνησης, στα οποία δεν υπάρχει κατηγορούμενος αλλά «ύποπτος», αλλά και σε διαδικασίες μη ποινικού χαρακτήρα.

[13] Τριανταφύλλου Γ. Δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης, ο.π.σελ. 486

[14]Finsterb κατά Πολωνίας της 8.2.2011 § 51(αρ.προσφ. 24860/08 ), Ismoilov κατά Ρωσίας της 24.4.2008§ 167(αρ.προσφ.2947/06)

[15] Αλεξιάδης Σ, Το δικαστικό ρεπορτάζ στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, στον τιμητικό τόμο για τον Γ. -Α. Μαγκάκη: Ποινικό Δίκαιο-Ελευθερία- Κράτος Δικαίου, εκδ.: Αντ. Σάκκουλα, 1999

[16] Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ) είναι δικαστική απόφαση ή απόφαση την οποία εκδίδει ή επικυρώνει δικαστική αρχή κράτους-μέλους της ΕΕ («κράτος έκδοσης») με σκοπό την εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων σε άλλο κράτος-μέλος («κράτος εκτέλεσης») για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων. Προβλέπεται από τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014 για την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (L` 130) και έχει ενσωματωθεί στην εθνική έννομη τάξη με τις διατάξεις του νόμου 4489/2017

[17] ΑΠ 777/2021, ΤΝΠ QUALEX. Στην ανωτέρω απόφαση που αφορά αίτηση αναίρεσης αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών ως του αρμοδίου δικαστικού οργάνου για την επίλυση κάθε αμφιβολίας ή αντίρρησης σχετικά με την εκτέλεση αίτησης δικαστικής συνδρομής σύμφωνα με το άρθρο 459 παρ.4 ΚΠΔ, για λόγους αναφερόμενους σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, απόλυτης ακυρότητας και υπέρβασης εξουσίας (άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Δ’, Α’ και Θ’ Κ.Ποιν.Δ.) σχετικά με παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας κατά τη διαδικασία έκδοσης της Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, το ενδιαφέρον σκεπτικό έχει το εξής:« Οι αιτιάσεις του προσφεύγοντος περί "κατασκευασμένων στοιχείων" από τις ιταλικές δικαστικές αρχές (ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν παρέχεται καμία εξήγηση γιατί οι εν λόγω αρχές ενός ευνομούμενου κράτους, όπως η Ιταλία, επέλεξαν τον ίδιο και την εταιρεία του και επιχειρούν να τους καταστήσουν εμπλεκόμενους στις αξιόποινες πράξεις που ερευνούν) δεν αποδεικνύονται από κανένα στοιχείο, οπότε ουδόλως με την έκδοση της επίμαχης ΕΕΕ προσβάλλεται το προβλεπόμενο στο άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ τεκμήριο αθωότητας”. Και αφού συνεχίζει με την ανάλυση του περιεχομένου ορισμένων εκ των προσκομισθέντων από τον προσφεύγοντα εγγράφων, όπως το από 12-1- 2021 έγγραφο της Εισαγγελίας των Δικαστηρίων της Νάπολης σε αποσπασματική μετάφραση, το Συμβούλιο κατέληξε: "Οι ανωτέρω αναφορές δεν προκύπτει από ποιόν εκφέρονται, ούτε προς ποιόν απευθύνονται, ενώ είναι πρόδηλο ότι αφορούν εκτιμήσεις και αξιολογήσεις των στοιχείων της προηγούμενης έρευνας από τον συντάκτη του εγγράφου και ουδόλως από το συγκεκριμένο μεταφρασμένο απόσπασμα μπορεί να καταφαθεί ότι οι ιταλικές δικαστικές αρχές ενήργησαν, κατά την έκδοση της επίμαχης Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, παραβιάζοντας το τεκμήριο αθωότητας του προσφεύγοντος ή άλλου δικαιώματός του προστατευόμενου από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων”. Όπως ελέχθη ήδη ο αναιρεσείων δεν έχει αποκτήσει ούτε την ιδιότητα του υπόπτου ούτε -πολύ περισσότερο- του κατηγορουμένου, για να μπορεί να επικαλεστεί ακυρότητα λόγω παραβιάσεως του τεκμηρίου αθωότητας, πέραν του ότι το ως άνω αναφερόμενο έγγραφο περιλαμβάνει απλώς εκτιμήσεις του συντάκτη του και θα περιληφθεί στη σχηματιζόμενη δικογραφία, οπότε ενδεχομένως θα μπορεί να προσβληθεί. Ταυτόχρονα το Συμβούλιο με την πιο πάνω παραδοχή δεν υπερέβη την εξουσία του με το να ερευνήσει και να απορρίψει τον ισχυρισμό αυτό»

[18] Daktaras κατά Λιθουανία της  10.10.2000§ 44(αρ.προσφ.42095/98)

[19] Ανδρουλάκης, Ι., Κριτήρια της Δίκαιης Ποινικής Δίκης κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, 2000, σελ.19, Αλιβιζάτος Ν., Το τεκμήριο αθωότητας και οι παράπλευρες συνέπειές του, ΠοινΔικ, 1/2017, σελ.7επ. Ανδρουλάκης, Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 4η εκδ., εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα: 2012, σ. 221, Παπαδαμάκης, Α., Τεκμήριο αθωότητας και αρνητική ‘’περιρρέουσα’’ ατμόσφαιρα, ΠοινΔικ 2/2021, σ. 169-171, Δημητράτος, Ν., Προβλήματα δημοσιότητας στην ποινική δίκη, ΝοΒ 1991, σ. 351, Αλεξιάδης, Στ., Ανακριτική, 6η εκδ. Σακκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη: 2006, σελ. 25

[20] Διαφορετικό ωστόσο είναι το ζήτημα στην περίπτωση  όπου στην πορεία του χρόνου αναφανούν νέα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία ή γίνεται επίκληση αυτών, οπότε μόνον τότε ο αρμόδιος εισαγγελέας δικαιούται να ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο εάν κατά την κρίση του τα τελευταία δικαιολογούν την επανεξέταση της υπόθεσης.  Στην περίπτωση αυτή καλεί τον μηνυόμενο ή αυτόν σε βάρος του οποίου διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση για παροχή εξηγήσεων σύμφωνα με τη ρητή διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 43 ΚΠΔ

 

[21] Τσόλκα Ο., Το δικαίωμα στη μη αυτοενοχοποίηση και το τεκμήριο της αθωότητας, ΠΧρον 2004.97

[22] Βλ. επίσης χαρακτηριστικά Ολ ΑΠ 2/1999 και ΑΠ 503/2003 σύμφωνα με τις οποίες το δικαίωμα σιωπής του κατηγορουμένου και της μη αυτοενοχοποιήσεώς του συνιστά «ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη που του διασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ».

[23]  Γιαννουλόπουλος Δ, Η γνωστοποίηση του δικαιώματος σιωπής στον κατηγορούμενο και η ανάγκη εναρμόνισης της ελληνικής νομοθεσίας µε το διεθνές και συγκριτικό δίκαιο, ΠοινΔικ 2012.640, Θ. Δαλακούρας Θ., Η σιωπή του κατηγορουμένου στην ποινική δίκη, Αρμ 1989.380, του ιδίου, Ανακριτική διείσδυση, δικαίωμα σιωπής και δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης, σε : Α. Κωνσταντινίδη – Θ. Δαλακούρα, Εμβάθυνση στο Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 2014, σελ. 311επ

[24] Παπαδαμάκης Α, Ποινική Δικονομία – Η δομή της ποινικής δίκης, εκδ. στ΄,Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2012,σελ 661

[25] Μαργαρίτης Λ., Ποινική Δικονομία – Ένδικα μέσα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2012 σελ.15

[26] Ο περιορισμός του δικαιώματος ασκήσεως ενδίκων μέσων από τον κατηγορούμενο, συμπορεύεται με τα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού ούτε άνιση ρύθμιση περιέχει, που να συνεπάγεται δυσμενή μεταχείριση ορισμένων διαδίκων, ούτε στερεί τον διάδικο από το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, δοθέντος του ότι ο κοινός νομοθέτης δεν υποχρεούται από το Σύνταγμα να θεσπίζει ένδικα μέσα κατά των οριστικών δικαστικών αποφάσεων.   Όπου κρίθηκε αναγκαία η καθιέρωση ενδίκου μέσου, υπήρξε ρητή αποτύπωση της βουλήσεως του συνταγματικού νομοθέτη με τις ειδικές προβλέψεις των άρθρων 95 παρ. 1 β' (αναίρεση τελεσιδίκων αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων) και 96 παρ. 2 του Συντάγματος (έφεση στο αρμόδιο Τακτικό δικαστήριο κατά των αποφάσεων αστυνομικών αρχών και αρχών αγροτικής ασφάλειας). (ΑΠ 396/2022). Οι παραπάνω διατάξεις δεν είναι  αντίθετες ούτε προς το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, που καθιερώνει την αρχή της δίκαιης δίκης, από την οποία δεν συνάγεται υποχρέωση του κοινού νομοθέτη για καθιέρωση ενδίκων μέσων (ΑΠ 899/2020).

[27] Χαραλαμπάκης Α, Ειδικά προβλήματα ως προς το ανασταλτικό αποτέλεσμα της εφέσεως, ΠοινΧρον ΜΖ, σελ. 162 επ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ