Σελίδες

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2025

5 προτάσεις για την αναμόρφωση των διατάξεων του Συντάγματος για την ποινική ευθύνη υπουργών

 

Το ακόλουθο κείμενο αποτελεί εισήγηση της εκδήλωσης του οργανισμού Έρευνας και Ανάλυσης «Διανεοσις» με θέμα "Προτάσεις για τη Συνταγματική Αναθεώρηση Εκτελεστική Λειτουργία:
ΠτΔ-Κυβέρνηση-Δημόσια Διοίκηση "

https://www.dianeosis.org/wp-content/uploads/2025/09/protaseis_anatheorisis_syntagmatos-ektelestiki-leitourgia_01.09.pdf

Ηλίας Δαγκλής

 Δ.Ν., Εισαγγελέας Πρωτοδικών

 

 

Ο Θεσμός της ποινικής ευθύνης υπουργών δηλαδή το δίκαιο της υπουργικής ευθύνης συνιστά στο σύνολό του ένα εξαιρετικό δίκαιο. Ένα δίκαιο που εισάγει διακριτές ρυθμίσεις και εξαιρέσεις ειδικότερων δικονομικών ρυθμίσεων αποκαλύπτοντας τον υβριδικό και πολυσυλλεκτικό του χαρακτήρα.

 Ο θεσμός κατοχυρώνεται ήδη από το πρώτο ελληνικό Σύνταγμα- το Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1822- και ακολουθεί την εξέλιξη του νεοελληνικού κράτους και του Συντάγματος έως και της ημέρες της. Οι τροποποιήσεις του νομικού καθεστώτος της ποινικής ευθύνης υπουργών υπήρξαν αλλεπάλληλες και με εξαίρεση την περίπτωση του Συντάγματος του 1911 που περιέλαβε αυτούσια τη διάταξη του Συντάγματος του 1864 σε κάθε συνταγματική αναθεώρηση και αλλαγή παρατηρείται αναμόρφωση και των σχετικών διατάξεων περί ποινικής ευθύνης υπουργών. Το δίκαιο αυτό εφαρμόζεται για ορισμένα μόνο πρόσωπα και σε ειδικά καθορισμένες νομικές περιστάσεις και υπό της ειδικότερες προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτό, καθιερώνοντας ταυτόχρονα ουσιώδη απόκλιση από της γενικές ποινικές ουσιαστικές και δικονομικές ρυθμίσεις που ισχύουν στην ποινική έννομη τάξη της χώρας. Εισάγοντας της διακριτές ρυθμίσεις και καθιερώνοντας ένα ιδιαίτερο νομοθετικό status εγείρει συχνά ζητήματα εφαρμογής και ερμηνείας σε σύγκριση και συνάφεια με της διατάξεις του ουσιαστικού και δικονομικού ποινικού δικαίου. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τα ζητήματα που προκύπτουν από την αξιολόγηση της συμμετοχής σε υπουργικό αδίκημα και της δικαιοδοσίας για την εκδίκασή της. Τα ζητήματα που δυνατόν να δημιουργηθούν από τον διαδικαστικό χωρισμό της δικονομικής τύχης των συμμετόχων σε προδικασία και στη κύρια διαδιδκασία, στη περίπτωση των χωριστών δικών όταν δηλαδή ασκήθηκε ποινική δίωξη από τα κοινά ποινικά δικαστήρια εις βάρος των συμμετόχων, ενώ ο Υπουργός δεν διώχθηκε για την αυτή πράξη από τη Βουλή ή και μέχρι αργότερα να διωχθεί για αυτήν· η ενδεχόμενη περίπτωση μη αποστολής των στοιχείων από τον εισαγγελέα ΄΄αμελλητί΄΄ στη Βουλή, της και η περίπτωση αδράνειας της Βουλής. Ζητήματα της αξιολόγησης της έννοιας των ΄΄στοιχείων΄΄ του αρ.4 παρ.2 ν.3126/2003 και της ΄΄αμελλητί΄΄ διαβίβασης που συλλέγονται κατά τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης ή ανάκρισης. Ζητήματα αρμοδιότητας σε περιπτώσεις συνάφειας και συρροής αδικημάτων της και της περιπτώσεις σύμπλεξης των ειδικών διαδικασιών. Η απουσία ρύθμισης για το κανονισμό αρμοδιότητας για τα ανωτέρω ζητήματα. Ζητήματα από την επανάληψη της διαδικασίας έως και την μετατροπή των ποινών και των ευνοικών διακρίσεων που οι σχετικές διατάξεις εισάγουν. Της ο καινοφανής ειδικός λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου του αρ.3 παρ.2 Σ. που αφορά μόνο της Υπουργούς ο οποίος προσφάτως απαλείφθηκε από το συνταγματικό κείμενο, συνεχίζει ωστόσο να υφίσταται στον εκτελεστικό νόμο του Συντάγματος και η δυνατότητα αναστολής και ανάκλησης της ποινικής δίωξης που άσκησε η Βουλή που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αρχή της νομιμότητας που ισχύει για την κίνηση της ποινικής δίωξης καθώς και η υπό προυποθέσεις επέκταση των έννομων συνεπειών αυτών και της συμμετόχους. Ζητήματα από τη συνθεση του Ειδικού Δικαστηρίου, την λειτουργία και ειδική υπόστασή του. Ζητήματα κατά κύριο λόγο που προκαλεί η ανάθεση της μονοπωλιακής αρμοδιότητας κίνησης της ποινικής δίωξης εις βάρος νυν ή πρώην Υπουργών σε ένα πολιτικό όργανο, τη Βουλη.

1. Βασικό χαρακτηριστικό των σχετικών διατάξεων του ισχύοντος νομικού καθεστώτος είναι η καθιέρωση της πρωτοκαθεδρίας της Βουλής στη διαδικασία της έναρξης και της κίνησης της δίωξης εις βάρος μέλους της Κυβέρνησης, αντικαθιστώντας κατά αυτό τον τρόπο στο διωκτικό εργο την εισαγγελική αρχή. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη ( η οποία αποτυπώνεται ρητά και στην εισηγητική έκθεση της Συντακτικής Επιτροπής του Συντάγματος του 1975) προβάλλει το επιχείρημα ότι η Βουλή πρέπει σε κάθε περίπτωση να έχει το τελευταίο λόγο καθώς αυτή κρίνει τις σχετικές πράξεις των Υπουργών και Υφυπουργών , όχι αποκλειστικώς με νομικά, αλλά κυρίως με πολιτικά κριτήρια. Ομολογεί δηλαδή ο νομοθέτης ότι η διαμόρφωση των σχετικών διατάξεων δεν έχει αυστηρά νομοτεχνικό χαρακτήρα, ούτε τα σχετικά αδικήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται με αυστηρά επιστημονικά και νομικά κριτήρια αλλά στην εκάστοτε αξιολόγηση αυτών υπεισέρχονται πολιτικές παράμετροι που μονάχα η Βουλή είναι σε θέση να εκτιμήσει και προκρίνει.

Ωστόσο ήδη έχει εδραιωθεί σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας η ορθή πεποίθηση ότι οι σχετικές διατάξεις περί ποινικής ευθύνης υπουργών συνιστούν καταγραφή των ρυθμίσεων μίας αμιγώς νομικής ευθύνης και μάλιστα καταγραφή ποινικής ευθύνης και δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με ορούς πολιτικής ευθύνης καθώς για αυτή το Σύνταγμα προβλέπει ειδική και διάφορη διαδικασία

Στα πλαίσια αυτά η αντίληψη ότι η Βουλή-μόνη- είναι εκείνη η οποία θα πρέπει να κρίνει και να αποφασίζει την τύχη της ποινικής δικογραφίας που σχηματίζεται εις αβρός ενός νυν ή πρώην μέλους της Κυβέρνησης θα πρέπει να επανεξετασθεί. Οι επιλογές είναι δύο. Είτε η πλήρη ανάθεση της σχετικής διαδικασίας ελέγχου και δίωξης των ποινικών αδικημάτων από την κοινή ποινική δικαιοσύνη και κατά τις κοινές ποινικές διατάξεις με ειδική πρόβλεψη και σε αντιστοιχία με τις περιπτώσεις ειδικής δωσιδικίας, κάτι το οποίο κατ την ορθότερη άποψη επιτάσσει η δικαιοπολιτική, συμβολική[1] και δικαιοκρατική αντιμετώπιση του ζητήματος του ελέγχου και δίωξης των ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών των προσώπων που ασκούν την εκτελεστική λειτουργία[2]. Είτε η- στα πλαίσια της έννοιας της διασταύρωσης των εξουσιών- εμπλοκή και ενός πολιτικού οργάνου στη σχετική διαδικασία με διάκριση της σχετικής αρμοδιότητας.

Η αναθεώρηση του Συντάγματος και ιδιαίτερα η αναθεώρηση, αναμόρφωση και εισαγωγή νέων διατάξεων στο Σύνταγμα με τέτοιο και τόσο φορτισμένο πολιτικά και ιδεολογικά περιεχόμενο όπως είναι οι διατάξεις που προβλέπουν την ποινική ευθύνη των υπουργών δεν αποτέλεσε ουδέποτε στο παρελθόν, ούτε μπορεί να αποτελέσει ποτέ στο μέλλον μία άχρωμη και άοσμη ιδεολογικά και πολιτικά συζήτηση ούτε συνιστά μία θεωρητική ΄΄άσκηση επι χάρτου΄΄· στον αντίποδα συνιστά ένα ρεαλιστικό συμβιβασμό, μία εν δυναμει κοινή συνισταμένη και μια πραγματολογική και ρεαλιστική καταγραφή της δυναμικής και των ισορροπιών της τρέχουσας πολιτικής πραγματικότητας.

Στα πλαίσια αυτά και στο περιθώριο της παρούσας πολιτικής συγκυρίας μία ενδεχομένως δόκιμη αναμόρφωση των σχετικών διατάξεων(και της παραγράφου 3 του άρθρου 86 Συντ.) θα μπορούσε να προβλέπει την ανάθεση της σχετικής πρωτοβουλίας και την κρίση για την ανάγκη διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης -ήδη από το στάδιο υποβολής της μήνυσης, έγκλησης ή αναφοράς ή συλλογής των αποδείξεων και υποβολής του σχετικού προανακριτικού υλικού από κάποια ανακριτική αρχή- στην αρμόδια εισαγγελική αρχή που στην περίπτωση αυτή μπορεί να είναι κατά ειδική πρόβλεψη και σε αντιστοιχία με τις περιπτώσεις ειδικής δωσιδικίας του άρθρου 43 παρ.2 Κ.Π.Δ. (δικαστές, δικηγόροι κλπ) ο κατά τόπο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών ή ακόμη και ο ειδικά προς τούτο ορισμένος κατ έτος Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου στα πλαίσια του προτύπου του ποινικού δικονομικού συστήματος της Βαυαρίας. Ο τελευταίος μελετώντας το σχετικό προανακριτικό υλικό είναι σε θέση ως εκ της ιδιότητας και πείρας του να κρίνει εάν υφίστανται αποχρώσες ενδείξεις ενοχής και εφόσον πληρούνται αυτές να αποφασίζει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης για το περαιτέρω έλεγχο της κατηγορίας η οποία θα διενεργείται από την ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή της παραγράφου 3 του άρθρου 86 Σ.[3]

2. Στα πλαίσια αυτά θα αντιμετωπισθεί και άλλη μία δυσλειτουργία του ισχύοντος νομικού καθεστώτος που απαγορεύει κατ ουσίαν στον εισαγγελέα που χειρίζεται μία μήνυση να θέτει αυτή στο αρχείο ακόμα και σε περιπτώσεις που αυτή είναι προδήλως αβάσιμη. Σε αυτές τις περιπτώσεις -οι οποίες στην πράξη είναι πολλές- δημιουργείται άσκοπα ενεργοποίηση των διατάξεων του νόμου περί ευθύνης υπουργών με τη διαβίβαση των σχετικών δικογραφιών στον Εισαγγελέα του Αρείου Παγου, στον Υπουργό Δικαιοσύνης και από εκεί στη Βουλή- ενώ θα μπορούσε ευχερέστερα η δικογραφία να τεθεί στο αρχείο κατά τις κοινές ποινικές διατάξεις από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Πρόκειται για την περίπτωση της αμελλητί διαβίβασης των στοιχείων που προκύπτουν κατά τη διεξαγωγή άλλης διοικητικής εξέτασης, προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης ή ανάκρισης και τα οποία έχουν σχέση με τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 86 Σ και το αρ. 4 παρ.2 ν. 3126/2003.[4] Πέρα από τις αντιρρήσεις ουσίας που μπορούν να διατυπωθούν πάνω στη στοχοθεσία της συγκεκριμένης ρύθμισης και σχετίζονται με το γεγονός ότι το άμεσο σταμάτημα των ερευνών του ανακριτή και η διαβίβαση των στοιχείων που σχετίζονται με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη υπουργών απευθείας στη Βουλή συνεπάγεται πρακτικά την διαβίβαση από τον ανακριτή στη Βουλή ελλιπών δικογραφιών, τα κενά των οποίων είναι αμφίβολο εάν θα μπορέσουν να συμπληρωθούν από την προανακριτική επιτροπή της Βουλής που θα επιληφθεί του ζητήματος με σαφώς μικρότερη εμπειρία από τους εξειδικευμένους προς τούτο δικαστικούς λειτουργούς με περαιτέρω αποτέλεσμα την θέση της δικογραφίας στο αρχείο λόγω ελλείψεως επαρκών στοιχείων, αναφύεται ταυτόχρονα και μία επιπλέον λογικοσυστηματική αντινομία.

Πιο συγκεκριμένα επιβάλλεται η υποχρέωση στον διενεργούντα την έρευνα να διαβιβάσει αμελλητί στη Βουλή τα στοιχεία τα οποία δείχνουν ενδεχόμενη ποινική εμπλοκή υπουργού σε αξιόποινη πράξη-κακούργημα ή πλημμέλημα τελεσθέν κατά την άσκηση των καθηκόντων του- ταυτόχρονα απαγορεύεται όμως σε αυτόν η αξιολόγησή τους. Το πρόβλημα μάλιστα εντείνεται από το γεγονός ότι σύμφωνα με το αρθρο 10 παρ.1 εδ.β΄ του ν. 3126/2003 η προκαταρκτική εξέταση σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να συνεχίζεται κανονικά εις βάρος των συμμέτοχων στο αδίκημα από τον ποινικό Προανακριτή και να διεξάγεται ξέχωρα από αυτήν εις βάρος των Υπουργών με τον κίνδυνο εντεύθεν δημιουργίας ενός διάφορου ή αντιφατικού πορίσματος για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

Στην περίπτωση αυτή ο Υπουργός, ο οποίος ενδεχομένως, κατά τη δικογραφία που σχηματίστηκε, να εμφανίζεται ως ο αυτουργός της υπό κατηγορία αξιόποινης πράξης, να διαφεύγει τελικά την εμπλοκή με την ποινική δικαιοσύνη, αλλά να παραμένουν δέσμιοι αυτής τρίτοι, των οποίων ο βαθμός συμμετοχής στην εν λόγω αξιόποινη πράξη να είναι ενδεχομένως υποδεέστερος[5].

 Η διάταξη αυτή δημιουργεί εσωτερική αντίφαση στο σύστημα αξιολόγησης που καθιερώνει και θα πρέπει σε μία προσεχή συζήτηση για αναμόρφωση των διατάξεων του υπουργικού δικαίου να επανεξετασθεί.

3. Το ίδιο ζήτημα μπορεί να δημιουργηθεί και στην περίπτωση της παράγραφου 3 του αρ.86 Σ. σχετικά με την αναστολή και ανάκληση της ποινικής δίωξης. Η διάταξη ορίζει ότι η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία

Η αναστολή και ανακληση αυτή εκτός του ότι εμφανίζεται απρουποθετη γεγονός που παραπεμπει σε μία κρίση της Βουλής με αμιγώς πολιτικά κριτήρια[6] παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι στην περίπτωση της ανάκλησης της δίωξης εις βάρος των συμμέτοχων η παράγραφος 2 του άρθρου 7 του εκτελεστικού νόμου απαιτεί ρητή επέκταση της ΄΄ανακλητικής ισχύος΄΄ της απόφασης της Βουλής για τους συμμετόχους. Παρότι δηλαδή η συνταγματική διάταξη του αρ.86 Σ. δεν καθιερώνει επί ανακλήσεως, όπως και επί αναστολής, διάφορη δικονομική πορεία για τους Υπουργούς και τους συμμετόχους, ωστόσο ο κοινός νομοθέτης αναφορικά με το ζήτημα της ανακλήσεως της ποινικής διώξεως εισάγει μια διακριτική μεταχείριση εις βάρος των συμμετόχων.[7] Η διάταξη αυτή θα πρέπει να επανεξετασθεί και να προβλεφθεί σε επίπεδο πλέον Συντάγματος ότι η δικονομική τύχη των συμμετόχων θα κρίνεται ενιαία από το ίδιο όργανο και σε συνάφεια με την κυρίως πράξη( αυτουργική). Αυτό μάλιστα λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις όπου μολονότι η Βουλή άσκησε ποινική δίωξη εις βάρος του Υπουργού και αργότερα αυτή η απόφαση ανακλήθηκε, οι τυχόν συμμέτοχοι στην αξιόποινη πράξη αποκαλύφθηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο, της τυχόν προηγηθείσης ανάκλησης να μην μπορεί να επεκταθεί και ως προς τους συμμέτοχους τους οποίους δεν έχει συμπεριλάβει η δίωξη.

4. Η ερμηνεία του όρου΄΄ κατά την άσκηση των καθηκόντων τους΄΄ στο δίκαιο της υπουργικής ευθύνης συνιστά την κορύφωση της ερμηνευτικής διελκυστίνδας στα αδικήματα του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Το ερώτημα που προκαλεί η προσπάθεια ερμηνείας του ως άνω όρου αποτυπώνεται στη καταγραφή δύο απόψεων που έχουν υποστηριχθεί στη θεωρία και συναρτάται με την απόδοση του ουσιαστικού κριτηρίου της ΄΄κατά την ασκηση των καθηκόντων΄΄ τέλεση της πράξης εκ μέρους υπουργού.

 Η πρώτη άποψη η οποία έχει ευρέως υποστηριχθεί ερμηνεύει με όρους σχετικότητας την πράξη του υπουργού προς την άσκηση των λειτουργικών του καθηκόντων.

 Η δεύτερη άποψη εντάσσει στο εννοιολογικό εύρος του όρου΄΄ κατά την άσκηση των καθηκόντων τους΄΄ μόνον εκείνες τις πράξεις των υπουργών που συνιστούν εκδήλωση της λειτουργικής τους αρμοδιότητας δηλαδή πράξεις άσκησης δημόσιας εξουσίας, πράξεις άσκησης πολιτικής.

Και οι δύο απόψεις εκκινούν από κοινή αφετηρία· δηλαδή αποδέχονται οτι ένα έγκλημα τελείται από τον Υπουργό ΄΄κατά την ασκηση των καθηκόντων του΄΄ μόνον όταν βρίσκεται σε ουσιαστική σχέση με την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων και όχι όταν διαπράττεται απλά κατά το χρόνο ασκήσεως των καθηκόντων του ή κτήσης της υπουργικής ιδιότητας. Το χρονικό ήτοι κριτήριο της τέλεσης της πράξης κατά τη διάρκεια της θητείας του Υπουργού και το οργανικό κριτήριο δηλαδή αυτό της τέλεσης της πράξης από πρόσωπο που φέρει την υπουργική ιδιότητα-ιδιότητα του μέλους της Κυβέρνησης ή του Υφυπουργού- δεν είναι αρκετά-και κατά τις δύο ανωτέρω απόψεις- από μόνα τους για να αποδώσουν την ουσιαστική έννοια του υπουργικού αδικήμάτος- αν και αποτελούν ασφαλώς τις δύο πρωταρχικές συνιστώσες του-. Έτσι γίνεται δεκτό κατ αρχάς ότι εγκλήματα παντελώς άσχετα προς την άσκηση υπουργικών καθηκόντων όπως είναι για παράδειγμα μία ανθρωποκτονία(αρ. 299 Π.Κ.), ένας βιασμός (αρ. 336 Π.Κ.) ή μία ληστεία(αρ.380 Π.Κ.) δεν μπορούν να υπαχθούν στη διάταξη του άρθρου 86 Συντάγματος. Ωστόσο τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα όταν πρόκειται για πράξεις που φέρεται να σχετίζονται ή μη με την άσκηση των καθηκόντων του υπουργού.

Η πρώτη άποψη ταυτίζει ερμηνευτικά την έννοια τέλεση πράξης ΄΄κατά την ασκηση των καθηκόντων΄΄ με την έννοια τέλεση πράξης η οποία είναι ΄΄σχετική΄΄, ΄΄σχετίζεται΄΄, ΄΄ανάγεται΄΄ ή ΄΄συνάπτεται΄΄ με την εκτέλεση των καθηκόντων του υπουργού. Δέχεται δηλαδή ότι πράξεις που τελούνται ΄΄κατά την ασκηση των καθηκόντων΄΄ των υπουργών δεν είναι μόνο αυτές που συνιστούν εκδήλωση λειτουργικής αρμοδιότητας αλλά και αυτές που ΄΄συνάπτονται΄΄ κατά λογικό τρόπο με την τελευταία. Έτσι κατά την άποψη αυτή πράξη ΄΄κατά την άσκηση των καθηκόντων΄΄ αποτελεί και η εκτός χρόνου υπηρεσία τέλεση πράξης ενόψει και προς διευκόλυνση της ασκήσεως μεταγενέστερα συγκεκριμένης αρμοδιότητάς του ή και πράξη που απλώς συνάπτεται προς τη λειτουργική αρμοδιότητα του δράστη. Στα πλαίσια της άποψης αυτής η πράξη της δωροδοκίας εμπίπτει σε αφηρημένο επίπεδο στην ειδική δικαιοδοσία της Βουλής και του Ειδικού Δικαστηρίου καθώς συνάπτεται αναγκαίως με την εκτέλεση των καθηκόντων του υπουργού. Το ίδιο υποστηρίζεται και για το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ενώ με αυτή τη συλλογιστική θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι προς τα λειτουργικά καθήκοντα του υπουργού ανάγεται και η πράξη της εκβίασης (αρ. 385 Π.Κ.) που τελείται όταν ο υπουργός απειλεί λ.χ. ότι δεν θα υπογράψει για την ανάθεση ενός έργου αν δεν λάβει τα χρήματα που έχει ζητήσει ή η απάτη(αρ. 386 Π.Κ.) όταν λαμβάνει τα χρήματα που εχει ζητήσει από τον παθόντα παρουσιάζοντας ψευδώς ότι έχει εκτελέσει τη πράξη που έχει ζητηθεί. Το ίδιο θα μπορούσε να υποστηριχθεί λ.χ. και για το αδίκημα της γενετήσιας πράξης με ανηλίκο έναντι αμοιβής (αρ. 351 Α Π.Κ.) όταν το υλικό αντάλλαγμα για να ασελγήσει ο υπουργός εις βάρος αλλοδαπού ανηλίκου που βρίσκεται παράνομα στη χώρα είναι να του χορηγήσει την πολυποθητη άδεια διαμονής. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις η εγκληματική ενέργεια σαφώς σχετίζεται προς την ενάσκηση των καθηκόντων του υπουργού τα οποία ο τελευταίος χρησιμοποιεί για να επιτύχει τους αθέμιτους σκοπούς του.

Κατόπιν των ανωτέρω γίνεται φανερό ότι όταν απομακρύνεται κανείς από τη θέση ενός σαφούς και λειτουργικού κριτήριου το οποίο είναι ικανό να περιγράφει και τυποποιεί με ενιαίο και ευκρινές μέτρο την έννοια του υπουργικού αδικήματος τότε ανοίγεται η δίοδος ώστε να δύναται να χαρακτηρίζεται ένα αδίκημα ως υπουργικό – και να υπάγεται στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του δικαίου της υπουργικής ευθύνης - αναλόγως του τρόπου με τον οποίο έχει τελεστεί και τον τρόπο που αυτό αξιολογείται κάθε φορά από τον εφαρμοστή του δικαίου.

Στον αντίποδα μια πιο σαφή προσέγγιση του σχετικού ερμηνευτικού ζητήματος έχουμε όταν μία πράξη μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπουργικό αδίκημα αποκλειστικά και μονο όταν το υποκείμενο ενεργεί προς υλοποίηση της αρμοδιότητας που του έχει ανατεθεί σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους. Το ανωτέρω όμως σημαίνει ότι η έννοια της ΄΄κατά την άσκηση των καθηκόντων΄΄ τέλεσης πράξεων από πρόσωπο που φέρει την υπουργική ιδιότητα δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα άλλο εί μη την άσκηση πράξεων δημοσίας εξουσίας δηλαδή την άσκηση πράξεων πολιτικής. Τέτοια περίπτωση για παράδειγμα είναι η περίπτωση απιστίας, κατά δύο πρώην υπουργών, Ενέργειας και Εξωτερικών, γιατί ενώ είχε μισθωθεί ιδιωτικό ερευνητικό πλοίο για έρευνες, αυτό, λόγω διπλωματικής εμπλοκής με γειτονική χώρα, παρέμενε ανενεργό επί ένα έτος με το μίσθωμα να καταβάλλεται ή της θανατηφόρας έκθεσης, κατά του εν ενεργεία υπουργού Αμυνας, γιατί σε αποστολή στρατιωτικής δύναμης σε αφρικανική χώρα προς απελευθέρωση ομήρων δύο μέλη της αποστολής σκοτώθηκαν από επίθεση τρομοκρατών ή της ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, κατά του εν ενεργεία υπουργού Υγείας, επειδή παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να προφυλάξει τον πληθυσμό από επιθετική επιδημία γρίπης κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους περί τις δέκα χιλιάδες ασθενείς. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ενέργειες του Υπουργού συνιστούν εκδηλώσεις της λειτουργικής του αποστολής και δεν αποτελούν πράξεις που τελούνται απλώς κατά την άσκηση των καθηκόντων του αλλά συνιστούν πράξεις άσκησης πολιτικής.[8]

Στα πλαίσια αυτά θα μπορούσε να χωρήσει σχετική πρόβλεψη στο κείμενο της συνταγματικής διάταξης με την οποία να διευκρινίζεται ότι η αληθής έννοια του στοιχείου της ΄΄κατά την άσκηση των καθηκόντων΄΄ τέλεσης αξιόποινης πράξης από κάποιο μέλος της κυβέρνησης αφορά και περιλαμβάνει μόνο πράξεις που συνιστούν άσκηση δημόσιας εξουσίας, πράξεις άσκησης πολιτικής· την ενίσχυση της συγκεκριμένης ερμηνευτικής εκδοχής θα μπορούσε να διευκολύνει η αντικατάσταση του όρου ΄΄κατά την ασκηση των καθηκοντων΄΄ με τον όρο ΄΄ασκώντας τα καθήκοντά΄΄ και τη διευκρίνηση ότι η πράξη αυτή συνιστά πράξη άσκησης πολιτικής, δίδοντας έτσι παράλληλα και τον τόνο του πολιτικού χαρακτήρα των διερευνώμενων πράξεων.

5. Τέλος ένα τελευταίο ζήτημα που θα πρέπει να επισημανθεί είναι το ζήτημα της προθεσμίας εξάλειψης του αξιοποίνου που προβλέπει το άρθρο 3 παρ.2 του ν. 3126/2003. Παρότι ο συνταγματικός νομοθέτης του έτους 2019 θέτοντας τέρμα σε μία διαμάχη πολλών δεκαετιών για την λειτουργική φύση και το σκοπό της ειδικής προθεσμίας του άρθρου 86 παρ. 3 Σ. κατήργησε αυτήν εναρμονίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο το ποινικό δικονομικό status του υπουργικού δικαίου με εκείνο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου ο κοινός νομοθέτης έκτοτε και έως σήμερα έχει αδρανήσει και δεν έχει προβεί στην κατάργηση της σχετικής διάταξης του άρθρου 3 παρ.2 του ν. 3126/2003 δίδοντας έτσι λαβή σε αντικρουόμενες ερμηνείες ως προς την αληθή βούληση του και την πρόθεση να καταργήσει οριστικά τον ως άνω ειδικό λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου.

Στα πλαίσια αυτά και προς αποκατάσταση του αληθούς πνεύματος της πρόσφατης αναθεωρητικής πρωτοβουλίας αλλά και προς άρση οποιασδήποτε αμφιβολίας ή αμφισβήτησης σχετικά με το εάν η ρύθμιση του θέματος έχει ανατεθεί ή οχι στη διακριτική ευχέρεια του κοινού νομοθέτη θα πρέπει ενδεχομένως να προστεθεί στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 86 η πρόβλεψη ότι ουδείς άλλος λόγος εξάλειψης του αξιοποίνου δεν αναγνωρίζεται όσον αφορά στα υπουργικά αδικήματα πλην αυτών του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα και του Συντάγματος (της αμνηστίας και Χάρης αρ. 47 Σ.). Με αυτόν τον τρόπο θα αποκατασταθεί και διευκρινισθεί η αληθής βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη και θα εναρμονισθεί το ποινικό δικονομικό status του υπουργικού δικαίου με αυτό του ουσιαστικού ποινικού δικαίου

 

 

 



[1] Η συμβολική λειτουργία του δικαίου αποτελεί καταλυτικό στοιχείο και απαντάται στα πλαίσια της γενικοπροληπτικής και ειδικοπροληπτικής λειτουργίας του. Κατά κανόνα παρουσιάζει σημαντικότερη δικαιοπολιτική αποτελεσματικότητα από ότι συχνά ο πραγματικός αντίκτυπος που προκύπτει από την εφαρμογή του

[2] Η.Δαγκλής, Ποινική Ευθύνη Υπουργών, Δογματική, συγκριτική και ιστορική προσέγγιση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021,σελ.274 επ.

[3] Σύμφωνα με το ισχύον νομικό καθεστώς ορίζεται ότι ΄΄Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.΄΄(αρ.86 παρ.3 Σ)

[4] Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν.3126/2003 ορίζεται ότι ΄΄1. Δεν επιτρέπεται προκαταρκτική εξέταση, ποινική δίωξη, προανάκριση ή ανάκριση κατά Υπουργού, για τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, χωρίς προηγούμενη Απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής κατά τα άρθρα 5 και 6 του παρόντος.2. Αν κατά τη διεξαγωγή άλλης διοικητικής εξέτασης, προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης ή ανάκρισης προκύψουν στοιχεία, τα οποία έχουν σχέση με τις αξιόποινες πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την εξέταση, προανάκριση ή ανάκριση.3. Η διαβίβαση των στοιχείων, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, δεν εμποδίζει την πρόοδο της έρευνας ή εξέτασης ως προς άλλα πρόσωπα.4. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται σε αυτόν που διενεργεί την έρευνα ή την εξέταση αξιολόγηση των στοιχείων που έχουν σχέση με ενδεχόμενη ποινική ευθύνη Υπουργών.΄΄

[5] Αρ.Χαραλαμπάκη, Η ποινική ευθύνη των Υπουργών, ΠοινΧρ. 2009 σελ. 774, όπου αναφέρει δε χαρακτηριστικά΄΄ η προνομιακή μεταχείριση του μέλους της κυβέρνησης απέναντι στους συμμετόχους συνεπάγεται, όμως, και άλλα προβλήματα. Αυτά δημιουργούνται όταν οι φορείς της τακτικής δικαιοσύνης που επιλαμβάνονται πλεόν της υποθέσεως ως προς τους συμμετόχους, κρίνουν ότι η περίπτωση στο σύνολό της είναι εξαιρετικά σοβαρή και ιδιαιτέρα όταν έχει επέλθει σημαντική ζημία εις βάρος του Δημοσίου και κατά συνέπεια συντρέχει η ανάγκη ΄΄κάθαρσης΄΄ με τιμώρηση των υπευθύνων, να εξαντλούν όλη την αυστηρότητα τους στην ποινική μεταχείριση των συμμετόχων, επειδή ακριβώς δεν έχουν τη δυνατότητα να ασχοληθούν με τους Υπουργούς, οι οποίοι συμμετείχαν στη διάπραξη του συγκεκριμένου αδικήματος΄΄, επισης του ιδίου Σύνοψη Ποινικού Δίκαίου,Γενικό Μέρος τ.Ι,Το έγκλημα, εκδ ΠΝ Σάκκουλας, 2010.,σελ.190 επ.

[6] Η ratio του θεσμού έχει υποστηριχθεί ότι είναι πρωτίστως πολιτική , προς το συμπέρασμα δε αυτό συντείνει το γεγονός ότι ο νομοθέτης δεν θέτει κάποια συγκεκριμένα κριτήρια προς άσκηση της αρμοδιότητας αυτής. Ν.Καλογήρου-Π.Γαλετσέλλης , Πολιτική και ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης.Μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος και το Ν. 3126/2003, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2009, σελ. 49 με τις εκεί περαιτέρω παραπομπές . Πάνω στο ζήτημα αυτό ο Α.Λοβέρδος παρατηρεί, πριν την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, ότι η ratio του θεσμού της αναστολής(κατ άρ. 86 παρ 2 εδ. ΄γ) είναι πολιτική. Επισημειώνει δε ότι η σχετική συνταγματική πρόβλεψη προυποθέτει μία ακόμη πολιτική συνιστώσα στο θεσμό της ποινικής ευθύνης των κυβερνώντων , όπως αυτός οργανώνεται στην ελληνική έννομη τάξη(Α.Λοβέρδος, Η Ποινική Ευθύνη των Μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών στο Κοινοβουλετικό σύστημα, Αντ. Σάκκουλας,Αθήνα, 1995 σελ. 94 επ.)

[7] Η διάταξη του άρθρου 7 ν.3126/2003 ορίζει΄΄ 1… 2. Η αναστολή κατά το προηγούμενο άρθρο καλύπτει και τους συμμετόχους. Το ίδιο ισχύει και για την ανάκληση της δίωξης, εφόσον η Βουλή το αποφασίσει ρητώς.΄΄

[8] Ι. Σαρμάς ΄΄Ποιον προστατεύει το άρθρο 86 του Συντάγματος;΄΄ Βήμα της Κυριακής. 31.3.2025 οπου και τα ανωτέρω παραδείγματα

Δεν υπάρχουν σχόλια: