Σελίδες

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Απόφαση Ολομελείας Αρείου Πάγου για το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης (ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ)

ΕΠΙΣΤΟΦΗ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ ΙΙ


ΜΕΡΟΣ Β΄
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ A ΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ
Άρθρο 23
Ρυθµίσεις για την δικαστική απέλαση

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 74 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων που περιλαµβάνονται σε διεθνείς συµβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη χώρα, το δικαστήριο µπορεί να διατάξει την απέλαση αλλοδαπού που καταδικάσθηκε σε κάθειρξη εάν κρίνει ότι η παραµονή του αλλοδαπού στη χώρα δεν συµβιβάζεται προς τους όρους της κοινωνικής συµβίωσης, λαµβάνοντας υπόψη ιδίως το είδος του εγκλήµατος για το οποίο καταδικάστηκε, τον βαθµό της υπαιτιότητας του αλλοδαπού, τις ειδικές συνθήκες τέλεσης της πράξης, τις συνέπειες αυτής, τον χρόνο παραµονής του αλλοδαπού στο Ελληνικό έδαφος, τη νοµιµότητα ή µη της παραµονής του, την εν γένει συµπεριφορά, τον επαγγελµατικό προσανατολισµό, την ύπαρξη οικογένειας και γενικότερα τον βαθµό ένταξης αυτού στην Ελληνική κοινωνία. Αν ο αλλοδαπός κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης ήταν ανήλικος, για την απέλασή του λαµβάνεται υπόψη και η τυχόν νόµιµη εγκατάσταση και παραµονή της οικογένειάς του στη χώρα ή στην περίπτωση που η οικογένειά του διαµένει στην αλλοδαπή, ο υφιστάµενος στη χώρα προορισµού σοβαρός κίνδυνος κατά της ζωής, της σωµατικής ακεραιότητας ή της προσωπικής ή γενετήσιας ελευθερίας του. Η απέλαση εκτελείται αµέσως µετά την έκτιση της ποινής ή την απόλυση από τις φυλακές. Το ίδιο ισχύει και όταν η απέλαση επιβλήθηκε από το δικαστήριο ως παρεπόµενη ποινή».
2. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 74 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Το δικαστήριο που αποφασίζει την απέλαση του αλλοδαπού δράστη επιβάλλει σε αυτόν απαγόρευση επανεισόδου του στη χώρα, για χρονικό διάστηµα δέκα (10) ετών ή επ’ αόριστον. Το συµβούλιο πληµµελειοδικών του τόπου του δικαστηρίου που επέβαλε την απέλαση, κατόπιν γνώµης της αρµόδιας αστυνοµικής αρχής, µπορεί να επιτρέψει την επιστροφή του αλλοδαπού στη χώρα, αφού περάσει µια τριετία από την εκτέλεση της απέλασης, µε την επιφύλαξη των διατάξεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο χρονικός περιορισµός του προηγούµενου εδαφίου δεν ισχύει σε περίπτωση αλλοδαπού ο οποίος έχει τελέσει γάµο µε Έλληνα υπήκοο, για όσο χρονικό διάστηµα διαρκεί ο γάµος, καθώς και σε περίπτωση παλιννοστούντος ελληνικής καταγωγής. Το συµβούλιο αποφαίνεται αµετάκλητα και µπορεί να εξετάσει νέα αίτηση για επιστροφή µόνο µετά την πάροδο ενός έτους από την απόρριψη της προηγούµενης.
4. α) Η απέλαση εκτελείται µε ενέργειες των αρµόδιων αστυνοµικών αρχών, σύµφωνα µε την οικεία νοµοθεσία περί αλλοδαπών.
β) Ο αλλοδαπός µέχρι την εκτέλεση της απέλασής του, παραµένει υπό κράτηση σε ειδικούς χώρους των καταστηµάτων κράτησης ή των θεραπευτικών καταστηµάτων ή σε ειδικούς χώρους των αστυνοµικών αρχών που δηµιουργούνται για τον σκοπό αυτό, µε εντολή του εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής.
γ) Αν η απέλαση που έχει διαταχθεί δεν είναι δυνατό να εκτελεσθεί, το συµβούλιο πληµµελειοδικών του τόπου κράτησης, κατόπιν πρότασης του αρµόδιου εισαγγελέα, αναστέλλει την απέλαση και επιβάλλει τους όρους που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 100 ή ορισµένους από αυτούς. Αν εκλείψουν οι λόγοι που επέβαλαν την αναστολή της απέλασης, η απόφαση για τη χορήγησή της ανακαλείται µε την ίδια διαδικασία.
δ) Η συνδροµή των προϋποθέσεων κράτησης επανελέγχεται ανά τρεις µήνες από τον εισαγγελέα του τόπου κράτησης. Το ανώτατο όριο κράτησης δεν µπορεί να υπερβαίνει το εξάµηνο. Μπορεί όµως, να παραταθεί για έξι µήνες, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, παρά τις εύλογες προσπάθειες των αρµόδιων υπηρεσιών η εκτέλεση της απέλασης, µολονότι είναι δυνατή, καθυστερεί, επειδή ο αλλοδαπός αρνείται να συνεργασθεί ή καθυστερεί η λήψη των αναγκαίων εγγράφων από τρίτες χώρες. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν αναµένεται η εκτέλεση της απέλασης σε σύντοµο χρονικό διάστηµα µετά την πάροδο του έτους, η κράτηση µπορεί να παραταθεί για έξι ακόµη µήνες.
ε) Για την παράταση της κράτησης αποφαίνεται αµετάκλητα το συµβούλιο πληµµελειοδικών του τόπου κράτησης. Πέντε µέρες πριν από την συµπλήρωση των εξαµήνων που προβλέπονται ανωτέρω, η αρµόδια αστυνοµική αρχή αναφέρει, µε αιτιολογηµένη έκθεσή της, στον εισαγγελέα πληµµελειοδικών τους λόγους µη εκτέλεσης της απέλασης καθώς και το εφικτόν ή µη αυτής. Ο εισαγγελέας µέσα σε δέκα µέρες εισάγει την δικογραφία στο αρµόδιο συµβούλιο. Αν η κράτηση δεν παραταθεί µέσα σε προθεσµία τριάντα ηµερών µετά τη συµπλήρωση των εξαµήνων που προβλέπονται ανωτέρω, ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών διατάσσει την άρση της κράτησης του υπό απέλαση τελούντος αλλοδαπού.
στ) Ο κρατούµενος προς απέλαση αλλοδαπός µπορεί να υποβάλει αντιρρήσεις κατά της κράτησής του, για τις οποίες αποφαίνεται αµετάκλητα το συµβούλιο πληµµελειοδικών του τόπου κράτησης.»
3. Στο άρθρο 182 του Ποινικού Κώδικα η ισχύουσα διάταξη αριθµείται ως παράγραφος 1 και προστίθεται παράγραφος 2 ως εξής:
«2. Αλλοδαπός ο οποίος απελάθηκε σε εκτέλεση απόφασης δικαστηρίου, σε περίπτωση που παραβιάσει την απαγόρευση επιστροφής του στη χώρα τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών, η οποία δεν µετατρέπεται σε χρηµατική ποινή σε καµία περίπτωση και για οποιοδήποτε λόγο, ούτε αναστέλλεται µε οποιονδήποτε τρόπο σύµφωνα µε τα άρθρα 99 έως 104. Η άσκηση ενδίκων µέσων δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσµα».
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες, αφού έλαβε το λόγο είπε τα εξής: «Προτείνω οι διατάξεις, που αφορούν θέματα, τα οποία επιχειρεί να τροποποιήσει το σχέδιο νόμου με το ως άνω άρθρο 23 δεν πρέπει να εφαρμοστούν. Απεναντίας πρέπει να διατηρηθούν, όπως ισχύουν σήμερα. Διότι οι νέες διατάξεις δυσκολεύουν τη διαδικασία της απέλασης, η οποία πρέπει να διευκολύνεται».
Στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα αποδέχθηκαν την προηγηθείσα εισήγηση κατά το αντίστοιχο άρθρο και τάχθηκαν υπέρ της άποψης να απαλειφθεί εντελώς το ως άνω 23 άρθρο του σχεδίου νόμου και να συνεχίσουν να εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις, όπως ισχύουν σήμερα.
Άρθρο 24
Τροποποίηση των άρθρων 110, 308, 314, 331, 333, 361, 362, 381, 407 ΠΚ
1. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 110 του Ποινικού Κώδικα, αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο εισαγγελέας και ο κατάδικος δεν κλητεύονται ενώπιον του συµβουλίου και ο τελευταίος µπορεί, αφού λάβει γνώση, µέσω του διευθυντή του καταστήµατος κράτησης, της πρότασης του εισαγγελέα, να υποβάλει έγγραφο υπόµνηµα. Εάν όµως το συµβούλιο κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο µπορεί να διατάξει την ενώπιόν του εµφάνιση του καταδίκου».
2. α. Τα εδάφια δεύτερο και τρίτο της παραγράφου 1 του άρθρου 308 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίστανται ως εξής:
«Αν η κάκωση ή η βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι ελαφρά τιµωρείται µε κράτηση µέχρι έξι µηνών».
β. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 314 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν η σωµατική βλάβη που προκλήθηκε είναι ελαφρά, επιβάλλεται κράτηση µέχρι τριών µηνών».
γ. Το άρθρο 331 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Όποιος ασκεί αυθαίρετα αξίωση σχετική µε δικαίωµα που ή το έχει πραγµατικά ή από πεποίθηση το οικειοποιείται, τιµωρείται µε κράτηση µέχρι τριών µηνών. Η ποινική δίωξη ασκείται µόνο ύστερα από έγκληση».
δ. Το άρθρο 333 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόµο ή ανησυχία απειλώντας τον µε βία ή άλλη παράνοµη πράξη ή παράλειψη, τιµωρείται µε κράτηση µέχρι τριών µηνών. Η ποινική δίωξη ασκείται µόνο ύστερα από έγκληση».
ε. Το άρθρο 361 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήµισης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιµή άλλου µε λόγο ή µε έργο ή µε οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιµωρείται µε κράτηση µέχρι τριών µηνών».
στ. Το άρθρο 362 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Όποιος µε οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που µπορεί να βλάψει την τιµή ή την υπόληψή του, τιµωρείται µε κράτηση µέχρι τριών µηνών».
ζ. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 381 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν η φθορά έχει αντικείµενο πράγµα ευτελούς αξίας ή η ζηµία που προξενήθηκε από τη φθορά είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιµωρείται µε κράτηση µέχρι τριών µηνών».
η. Το άρθρο 407 του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:
«Όποιος επαιτεί από φυγοπονία ή φιλοχρηµατία ή κατά συνήθεια τιµωρείται µε κράτηση µέχρι τριών µηνών».
Διαδοχικά έλαβαν το λόγο οι κάτωθι:
Γεώργιος Χρυσικός, Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου: «Εδώ βλέπουμε ότι το νομοσχέδιο με την παράγρ. 1 περνάει μία αρχή, όπου ο εισαγγελέας δεν θα παρίσταται πάντοτε, θα εξομοιώνεται με διάδικο και θα παρίσταται μόνον εφόσον θα καλείται και ο διάδικος. Ο διάδικος δεν καλείται πουθενά και μπορεί να υποβάλει υπόμνημα. Εάν όμως κριθεί αναγκαία η προσέλευσή του, τότε θα παρίσταται και ο εισαγγελέας. Οπότε σε κάθε περίπτωση ο εισαγγελέας ακούγεται γιατί προτείνει εγγράφως, εάν όμως κρίνεται αναγκαία η εμφάνιση του κατηγορουμένου θα καλείται και ο εισαγγελέας»
Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες, Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου: «Αυτό έγινε για να προσαρμοστούμε με αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και νομίζω και εγώ ότι προκειμένου να μην υπάρχει αυτή η φοβερή επιβάρυνση του συμβουλίου πλημμελειοδικών, θα πρέπει να ισχύσει η τροποποίηση του σχεδίου νόμου».
Γεώργιος Χρυσικός, Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου: «Με την παραγρ. 2 του σχεδίου νόμου επιχειρείται η ΄΄πταισματοποίηση΄΄ των πράξεων της ελαφράς σωματικής βλάβης, της ελαφράς σωματικής βλάβης από αμέλεια, της ελαφράς ή ευτελούς αξίας φθοράς, της εξύβρισης, της απειλής, της δυσφήμησης, της αυτοδικίας και της επαιτείας. Συμφωνώ με όλα αυτά πλην της πράξης της δυσφήμησης, η οποία πρέπει να παραμείνει πλημμέλημα. Πρέπει να αποφανθούμε να ληφθούν υπόψη και τα ακόλουθα κατά τη νομοτεχνική επεξεργασία:           1)  προκειμένου περί πταισμάτων, την ποινική δίωξη την ασκεί ο δημόσιος κατήγορος. Δικαίωμα όμως έχει να την ασκήσει και ο πταισματοδίκης. Στο ακροατήριο λοιπόν ποιος θα κατηγορεί; Ο αστυνόμος, για τα αστυνομικά πταίσματα; 2) Με το ισχύον δίκαιο ο εισαγγελέας μπορεί να παρίσταται στο πταισματοδικείο. Τώρα όμως εάν εφαρμοστεί το σχέδιο νόμου, θα παρατηρηθεί να περιφέρονται ανά τα  πταισματοδικεία οι εισαγγελείς. Επίσης ποιος θα συντάσσει το κατηγορητήριο; 3) Επιπλέον, υπάρχει και το εξής πρόβλημα: Οι αποφάσεις του πταισματοδικείου, όπως ξέρουμε δεν καθαρογράφονται. Τώρα λοιπόν ο πταισματοδίκης θα γράφει την απόφαση;   
Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες, Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου: «Δεν συμφωνώ με την ΄΄πταισματοποίηση΄΄ που επιχειρείται. Οι ως άνω πράξεις πρέπει να συνεχίσουν να χαρακτηρίζονται πλημμελήματα».
Στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα αποδέχθηκαν την προηγηθείσα εισήγηση κατά το αντίστοιχο άρθρο και τάχθηκαν υπέρ της τροποποίησης που εισάγεται με την παραγρ. 1 του ως άνω 24 άρθρου του σχεδίου νόμου.
΄Οσον αφορά όμως την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού επειδή διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις, εν όψει και της προηγηθείσας εισήγησής ως προς την πράξη της  δυσφήμισης, ακολούθησε ψηφοφορία μεταξύ των μελών της Ολομέλειας, η οποία έχει ως ακολούθως:


Σ Υ Ν Θ Ε Σ Η
΄Αρθρο 24 παρ. 2  του σχεδίου νόμου
1.
Ρένα Ασημακοπούλου
Όπως η εισήγηση
2.
Ηλίας Γιαννακάκης
Όπως η εισήγηση
3.
 Εμμανουήλ Καλούδης
Όπως η εισήγηση
4.
 Θεοδώρα Γκοΐνη
Όπως η εισήγηση + εξύβριση
5.
Γεώργιος Χρυσικός-Εισηγητής
Όπως η εισήγηση
6.
Νικόλαος Ζαΐρης
Όπως η εισήγηση + απειλή
7.
Χαράλαμπος Δημάδης
Α (πλην ελαφράς σωματικής βλάβης, η οποία να γίνει πταίσμα)
8.
Βασίλειος Λυκούδης
Α (πλην ελαφράς ή ευτελούς αξίας φθοράς και επαιτείας, τα οποία να γίνουν πταίσματα)
9.
Γεώργιος Γιαννούλης
Όπως η εισήγηση
10.
Ανδρέας Τσόλιας
Α
11.
Δήμητρα Παπαντωνοπούλου
Όπως η εισήγηση + απειλή
12.
Νικόλαος Λεοντής
Όπως η εισήγηση
13.
Βιολέττα Κυτέα
Όπως η εισήγηση + απειλή
14.
Βαρβάρα Κριτσωτάκη
Όπως η εισήγηση + απειλή
15.
Γεωργία Λαλούση
Όπως η εισήγηση
16.
Γρηγόριος Κουτσόπουλος
Όπως η εισήγηση
17.
Νικόλαος Κωνσταντόπουλος
Όπως η εισήγηση
18.
Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου
Όπως η εισήγηση + απειλή
19.
Δημήτριος Μαζαράκης
Όπως η εισήγηση
20.
Χαράλαμπος Αθανασίου
Όπως η εισήγηση + απειλή
21.
Παναγιώτης Ρουμπής
Όπως η εισήγηση
22.
Κωνσταντίνος Φράγκος
Όπως η εισήγηση
23.
Γεώργιος Αδαμόπουλος
Όπως η εισήγηση + απειλή
24.
Νικόλαος Μπιχάκης
Όπως η εισήγηση
25.
Α.Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά
Όπως η εισήγηση
26.
Ιωάννης Γιαννακόπουλος
Όπως η εισήγηση
27.
Χρυσόστομος Ευαγγέλου
Όπως η εισήγηση
28.
Κωνσταντίνος Τσόλας
Α
29.
Δημήτριος Κράνης
Όπως η εισήγηση + απειλή
30.
Ανδρέας Ξένος
Α
31.
Κυριακούλα Γεροστάθη
Α
32.
Ευφημία Λαμπροπούλου
΄Ως έχει το σχέδιο νόμου
33.
Αθανάσιος Γεωργόπουλος
Όπως η εισήγηση + απειλή
34.
Δημήτριος Κόμης
Α
35.
Βασίλειος Λαμπρόπουλος
Α
36.
Αντώνιος Ζευγώλης
Όπως η εισήγηση
37.
Ερωτόκριτος Καλούδης
Όπως η εισήγηση + απειλή
38.
Ασπασία Καρέλλου
Όπως η εισήγηση
39.
Γεράσιμος Φουρλάνος
Όπως η εισήγηση + απειλή
40.
Μιλτιάδης Σπυρόπουλος
Όπως η εισήγηση
41.
Ιωάννα Πετροπούλου
Όπως η εισήγηση
42.
Ειρ. Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη
Όπως η εισήγηση
43.
Δήμητρα Λεοντάρη-Μπουρνάκα
Όπως η εισήγηση + εξύβριση
44.
Εμμανουήλ Κλαδογένης
Όπως η εισήγηση
45.
Γεώργιος Σακκάς
Όπως η εισήγηση
46.
Μαρία Βασιλάκη
Όπως η εισήγηση + απειλή

Σημειώνεται ότι στην παραπάνω ψηφοφορία η φράση ΄΄όπως η εισήγηση΄΄, σημαίνει ότι τα μέλη συμφωνούν με την τροποποίηση των διατάξεων, που προτείνεται με την παράγραφο 2 του ως άνω 24 άρθρου του σχεδίου νόμου, εκτός της πράξης της δυσφήμησης, η οποία πρέπει να παραμείνει πλημμέλημα. ΄Οπου προστίθεται στη φράση ΄΄όπως η εισήγηση΄΄ και άλλη πράξη (π.χ. + απειλή ή + εξύβριση), τότε και αυτή προτείνεται να παραμείνει πλημμέλημα. ΄Οπου σημειώνεται το γράμμα «Α» σημαίνει ότι τα μέλη δεν συμφωνούν με την προτεινόμενη τροποποίηση του σχεδίου νόμου και τάσσονται υπέρ του ισχύοντος καθεστώτος.  
΄Αρα: 23 μέλη τάχθηκαν υπέρ της εισήγησης, 12 μέλη τάχθηκαν υπέρ της εισήγησης + απειλή, 6 μέλη τάχθηκαν υπέρ της απάλειψης όλης της παρ. 2 του ως άνω 24 άρθρου του σχεδίου νόμου, 2 μέλη τάχθηκαν υπέρ της εισήγησης + εξύβριση, 1 μέλος τάχθηκε υπέρ της παραγρ. 2 ως έχει στο σχέδιο νόμου, 1 μέλος τάχθηκε υπέρ της απάλειψης της παραγρ. 2 του ως άνω άρθρου, πλην όμως η πράξη της ελαφράς σωματικής βλάβης να γίνει πταίσμα, 1 μέλος τάχθηκε υπέρ της απάλειψης της παραγρ. 2 του ως άνω άρθρου, πλην όμως οι πράξεις της ελαφράς ή ευτελούς αξίας φθοράς και επαιτείας να γίνουν πταίσματα.

Άρθρο 25
Αναπροσαρµογή ποσών
1. Το προβλεπόµενο στις διατάξεις: α) της παραγράφου 3 του άρθρου 159, β) του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 216, γ) του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 235, δ) της παραγράφου 2 του άρθρου 236, ε) της παραγράφου 2 του άρθρου 237, στ) του στοιχείου β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 237, ζ) της παραγράφου 3 του άρθρου 242, η) της περίπτωσης γ΄ στοιχείο 2 του άρθρου 256, θ) της περίπτωσης γ΄ στοιχείο 2 του άρθρου 258, ι) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 292 Α, ια) της περίπτωσης ε΄ του άρθρου 374, ιβ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 375 ιγ) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 375 και ιδ) της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 386 του Ποινικού Κώδικα, ποσό των εβδοµήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ αναπροσαρµόζεται στο ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ.
2. Το προβλεπόµενο στις διατάξεις: α) του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 216, β) της περίπτωσης γ΄ στοιχείο 1 του άρθρου 256, γ) της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 258, δ) της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 386 και ε) δεύτερου εδαφίου του άρθρου 390 του Ποινικού Κώδικα, ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ αναπροσαρµόζεται στο ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000 ) ευρώ.
΄Ελαβαν το λόγο οι κάτωθι:
Γεώργιος Χρυσικός, Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου: «Προτείνω να μην συμφωνήσει η Ολομέλεια στην προτεινόμενη τροποποίηση για τις ήδη προβλεπόμενες κακουργηματικές πράξεις, (παραγρ. 1 του ως άνω άρθρου) αλλά να συμφωνήσει ως προς το να αναχθούν σε πλημμεληματικές πράξεις (παραγρ. 2 του ως άνω άρθρου) όλες οι αναφερόμενες πράξεις της πρώτης κατηγορίας και μέχρι του ποσού των 30.000 ευρώ ως προς την παράνομη βλάβη και το παράνομο όφελος που επιδιώχθηκε (αλλά μόνον για τις πράξεις της πλαστογραφίας και της απάτης).
Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες, Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου: «Δεν συμφωνώ με τις τροποποιήσεις που εισάγονται με την παραγρ. 1 του ως άνω άρθρου, για τους ίδιους λόγους που αναφέρει ο εισηγητής στην εισήγησή του. Συμφωνώ με την εισήγηση ως προς την παραγρ. 2 του άρθρου».
Στη συνέχεια, επειδή διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις, ακολούθησε ψηφοφορία μεταξύ των μελών της Ολομέλειας, η οποία έχει ως ακολούθως:

Σ Υ Ν Θ Ε Σ Η
΄Αρθρο 25   του σχεδίου νόμου
1.
Ρένα Ασημακοπούλου
Όπως η εισήγηση
2.
Ηλίας Γιαννακάκης
Όπως η εισήγηση + αναπροσαρμογή από 73.000 σε 100.000 ευρώ
3.
 Εμμανουήλ Καλούδης
Α
4.
 Θεοδώρα Γκοΐνη
Όπως η εισήγηση
5.
Γεώργιος Χρυσικός-Εισηγητής
Όπως η εισήγηση
6.
Νικόλαος Ζαΐρης
Όπως η εισήγηση
7.
Χαράλαμπος Δημάδης
Α
8.
Βασίλειος Λυκούδης
Όπως η εισήγηση
9.
Γεώργιος Γιαννούλης
Α
10.
Ανδρέας Τσόλιας
Α
11.
Δήμητρα Παπαντωνοπούλου
Όπως η εισήγηση
12.
Νικόλαος Λεοντής
Όπως η εισήγηση
13.
Βιολέττα Κυτέα
Α
14.
Βαρβάρα Κριτσωτάκη
Όπως η εισήγηση
15.
Γεωργία Λαλούση
Όπως η εισήγηση
16.
Γρηγόριος Κουτσόπουλος
Α
17.
Νικόλαος Κωνσταντόπουλος
Όπως η εισήγηση
18.
Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου
Όπως η εισήγηση
19.
Δημήτριος Μαζαράκης
Όπως η εισήγηση
20.
Χαράλαμπος Αθανασίου
Όπως η εισήγηση + αναπροσαρμογή από 73.000 σε 100.000 ευρώ
21.
Παναγιώτης Ρουμπής
Όπως η εισήγηση + αναπροσαρμογή από 73.000 σε 100.000 ευρώ
22.
Κωνσταντίνος Φράγκος
Όπως η εισήγηση
23.
Γεώργιος Αδαμόπουλος
Α
24.
Νικόλαος Μπιχάκης
Όπως η εισήγηση
25.
Α.Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά
Όπως η εισήγηση
26.
Ιωάννης Γιαννακόπουλος
Όπως η εισήγηση
27.
Χρυσόστομος Ευαγγέλου
Όπως η εισήγηση
28.
Κωνσταντίνος Τσόλας
Όπως η εισήγηση
29.
Δημήτριος Κράνης
Όπως η εισήγηση
30.
Ανδρέας Ξένος
Α
31.
Κυριακούλα Γεροστάθη
Α
32.
Ευφημία Λαμπροπούλου
Α
33.
Αθανάσιος Γεωργόπουλος
Όπως η εισήγηση
34.
Δημήτριος Κόμης
Α
35.
Βασίλειος Λαμπρόπουλος
Α
36.
Αντώνιος Ζευγώλης
Α
37.
Ερωτόκριτος Καλούδης
Όπως η εισήγηση
38.
Ασπασία Καρέλλου
Όπως η εισήγηση + αναπροσαρμογή από 73.000 σε 100.000 ευρώ
39.
Γεράσιμος Φουρλάνος
Α
40.
Μιλτιάδης Σπυρόπουλος
Α
41.
Ιωάννα Πετροπούλου
Όπως η εισήγηση
42.
Ειρ. Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη
Α
43.
Δήμητρα Λεοντάρη-Μπουρνάκα
Α
44.
Εμμανουήλ Κλαδογένης
Α
45.
Γεώργιος Σακκάς
Α
46.
Μαρία Βασιλάκη
Α

Σύμφωνα με την παραπάνω ψηφοφορία όπου σημειώνεται το γράμμα «Α» σημαίνει ότι τα μέλη προτείνουν την απάλειψη του ως άνω 25 άρθρου του σχεδίου νόμου, ώστε να εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις. Η φράση ΄΄όπως η εισήγηση΄΄ σημαίνει την τροποποίηση των ισχυουσών διατάξεων, όπως παραπάνω πρότεινε ο εισηγητής, μόνο ως προς τις πράξεις της υπεξαίρεσης και της απάτης από δέκα πέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ του οφέλους ή της ζημίας σε τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ και για καμία άλλη πράξη και η φράση ΄΄όπως η εισήγηση + αναπροσαρμογή από 73.000 ευρώ σε 100.000 ευρώ΄΄ σημαίνει ότι τα μέλη συμφωνούν με τον εισηγητή, όμως προσθέτουν την αναπροσαρμογή των 70.000 ευρώ σε 100.000 ευρώ (παραγρ. 1 του άρθρου).
Επομένως: 22 μέλη ψήφισαν υπέρ της εισήγησης, 20 μέλη ψήφισαν την απάλειψη του άρθρου και 4 μέλη ψήφισαν υπέρ της εισήγησης προσθέτοντας την αναπροσαρμογή των 70.000 ευρώ σε 100.000 ευρώ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ B ΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο 26
Ρυθµίσεις για την εξαίρεση των δικαστικών προσώπων
1. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 16 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν η αίτηση αφορά την εξαίρεση ολόκληρου του πολυµελούς δικαστηρίου (άρθρο 136 εδ. α΄) ή περισσότερα από ένα µέλη αυτού, η κατάθεσή της γίνεται τουλάχιστον οκτώ (8) ηµέρες πριν από την ηµέρα που έχει προσδιοριστεί για τη συζήτηση της υπόθεσης».
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 16 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Οι αιτήσεις εξαίρεσης κατά των δικαστικών προσώπων που συµπράττουν ή πρόκειται να συµπράξουν στην ίδια υπόθεση υποβάλλονται εφάπαξ ως προς όλους τους λόγους εξαίρεσης και καθ’ όλων των προσώπων αυτών πριν από την επιχείρηση της διαδικαστικής ενέργειας. Το δικαστήριο ή το δικαστικό συµβούλιο αποφαίνονται µε ενιαία απόφαση. Κάθε µεταγενέστερη αίτηση δεν λαµβάνεται υπόψη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη από το ίδιο δικαστήριο ή συµβούλιο. Όταν η αίτηση εξαίρεσης κατά ενός, περισσοτέρων ή όλων των µελών του δικαστηρίου ή του συµβουλίου, κρίνεται ότι είναι αόριστη ως προς τα πραγµατικά γεγονότα ή προδήλως ανεπίδεκτη εκτίµησης ή ασκείται καταχρηστικά απορρίπτεται στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου ή συµβουλίου στο οποίο υποβάλλεται».
3.       Ο τίτλος και το άρθρο 17 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίστανται ως εξής:
«Άρθρο 17. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΥΠΟΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΕΞΑΙΡΕΣΗΣ. 1. Η αίτηση εξαίρεσης πρέπει να περιέχει µε σαφήνεια τους λόγους της εξαίρεσης του δικαστικού προσώπου, να µνηµονεύει ειδικώς τα πραγµατικά γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι λόγοι αυτοί και να αναφέρει τα µέσα της απόδειξής τους. Διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου ή συµβουλίου στο οποίο υποβάλλεται.
2. Την αίτηση εξαίρεσης πρέπει να υπογράφει ό ίδιος ο αιτών ή πληρεξούσιος που έχει ειδική γι’ αυτό πληρεξουσιότητα. Μεταγενέστερη προσκόµιση του εγγράφου της πληρεξουσιότητας δεν επιτρέπεται για κανένα λόγο. Στο έγγραφο της πληρεξουσιότητας πρέπει να αναφέρονται ειδικά και συγκεκριµένα οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η εξαίρεση. Σε περίπτωση µη τήρησης των άνω διατυπώσεων, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου ή συµβουλίου στο οποίο υποβάλλεται.
3. Η αίτηση εξαίρεσης εγχειρίζεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, όπου υπηρετεί το πρόσωπο του οποίου ζητείται η εξαίρεση. Αν ζητείται η εξαίρεση µέλους µικτού ορκωτού δικαστηρίου ή µικτού ορκωτού εφετείου, η αίτηση εγχειρίζεται στον εισαγγελέα εφετών, αν δε αφορά µέλος του πταισµατοδικείου στον εισαγγελέα πληµµελειοδικών.
4. Η αίτηση για την εξαίρεση µέλους δικαστηρίου που συνεδριάζει µπορεί να υποβληθεί και µε προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά της συνεδρίασης και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η δήλωση γίνεται αυτοπροσώπως ή από συνήγορο που έχει ειδική γι’ αυτό πληρεξουσιότητα, εφαρµόζεται δε αναλόγως και η διάταξη της παραγράφου 2. Διαφορετικά η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται. Όταν η αίτηση εξαίρεσης κατά ενός, περισσοτέρων ή όλων των µελών του δικαστηρίου, κρίνεται ότι είναι αόριστη ως προς τα πραγµατικά γεγονότα ή προδήλως ανεπίδεκτη εκτίµησης ή ασκείται καταχρηστικά απορρίπτεται στην ίδια συνεδρίαση από την ίδια σύνθεση του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλεται».
4. Η παράγραφος 2 του άρθρου 20 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Αν η εξαίρεση αφορά µέλος του εκ τακτικών δικαστών δικαστηρίου ή του εισαγγελέα ή ενόρκου του µικτού ορκωτού δικαστηρίου ή του µικτού ορκωτού εφετείου, αρµόδιο είναι το εκ τακτικών δικαστών δικαστήριο».
5. Στο άρθρο 23 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, προστίθεται παράγραφος «5» ως εξής:
«5. Όταν συντρέχει λόγος αποκλεισµού ή εξαίρεσης ή σοβαροί λόγοι ευπρέπειας, η δήλωση αποχής πρέπει να είναι αιτιολογηµένη και να στηρίζεται σε συγκεκριµένα πραγµατικά περιστατικά. Ο δικαστικός λειτουργός ελέγχεται πειθαρχικά, αν δηλώσει αποχή από φυγοπονία ή από έλλειψη σθένους ».
Στο σημείο αυτό ο Εισηγητής-Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Γεώργιος Χρυσικός έκανε την εξής πρόταση: «Προτείνω η χρηματική ποινή που προβλέπεται με το άρθρο 21 του Κ.Π.Δ. επί ψευδούς αιτήσεως εξαιρέσεως να αναπροσαρμοσθεί ως προς το ανώτατο όριό της από 120 ευρώ σε 500 ευρώ.
Με την ως άνω πρόταση του Εισηγητή συμφώνησαν όλα τα μέλη της Ολομέλειας.
Στη συνέχεια έλαβε το λόγο ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες, ο οποίος είπε τα εξής: «Συμφωνώ με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις που εισάγονται με το άρθρο 26 του σχεδίου νόμου, με την προϋπόθεση όμως να απαλειφθεί το δεύτερο εδάφιο της παραγρ. 5 του ως άνω άρθρου του σχεδίου νόμου».
Στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα αποδέχθηκαν την προηγηθείσα εισήγηση κατά το αντίστοιχο άρθρο και τάχθηκαν υπέρ των τροποποιήσεων που εισάγονται με το ως άνω 26 άρθρο του σχεδίου νόμου, με τον όρο της απάλειψης του δεύτερου εδαφίου της παραγρ. 5 αυτού.
Άρθρο 27
Τροποποίηση του άρθρου 43 ΚΠΔ
Το άρθρο 43 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο εισαγγελέας όταν λάβει τη µήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση µε απευθείας κλήση του κατηγορουµένου στο ακροατήριο, όπου αυτό προβλέπεται. Σε κακουργήµατα κινεί την ποινική δίωξη µόνο εφόσον έχουν ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παρ. 2 του άρθρου 243 και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη. Αν έχει προηγηθεί ένορκη διοικητική εξέταση ή υπάρχει πόρισµα ή έκθεση ελέγχου του Γενικού Επιθεωρητή Δηµόσιας Διοίκησης ή Σώµατος ή Υπηρεσίας Επιθεώρησης και Ελέγχου των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3074/2002 και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, µπορεί να µην ενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση.
2. Αν η µήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόµο ή είναι προφανώς αβάσιµη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίµησης, ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών τη θέτει στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος έχει δικαίωµα να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση αν πρόκειται για κακούργηµα ή την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης στα λοιπά εγκλήµατα.
3. Αν έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παρ. 2 του άρθρου 243 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος έχει δικαίωµα να παραγγείλει την άσκηση ποινικής δίωξης.
4. Μήνυση ή η αναφορά η οποία υποβάλλεται µε οποιοδήποτε τρόπο ανωνύµως ή µε ανύπαρκτο όνοµα, ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών τη θέτει αµέσως στο αρχείο και εφαρµόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παράγραφο 2. Όταν συντρέχουν ειδικά µνηµονευόµενοι στην παραγγελία του εισαγγελέα εξαιρετικοί λόγοι, µπορεί να διαταχθεί και προκαταρκτική εξέταση.
5. Ο αρµόδιος εισαγγελέας ανασύρει τη δικογραφία από το αρχείο µόνον όταν γίνεται επίκληση ή αναφαίνονται νέα πραγµατικά περιστατικά ή στοιχεία, τα οποία δικαιολογούν κατά την κρίση του την επανεξέταση της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή, καλεί το µηνυόµενο ή αυτόν σε βάρος του οποίου διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση να παράσχει εξηγήσεις».
Στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα αποδέχθηκαν την προηγηθείσα εισήγηση κατά το αντίστοιχο άρθρο και τάχθηκαν υπέρ των τροποποιήσεων, που προτείνονται με το ως άνω 27 άρθρο του σχεδίου νόμου.
Την άποψη αυτή διατύπωσε πριν την ψηφοφορία και ο παριστάμενος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Άρθρο 28
Ρυθµίσεις για την έγκληση
1. Το άρθρο 46 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης υποβάλλει την έγκληση σύµφωνα µε όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2 και 3.
2. Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης ενώπιον κάθε αρµόδιας αρχής, µε εξαίρεση τα εγκλήµατα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονοµικής εκµετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και τα εγκλήµατα ενδοοικογενειακής βίας, καταθέτει παράβολο υπέρ του Δηµοσίου ποσού εκατό (100) ευρώ. Το ύψος του ποσού αναπροσαρµόζεται µε κοινή απόφαση των υπουργών Οικονοµικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων. Σε περίπτωση µη κατάθεσης του παραβόλου η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
3. Κατά της διάταξης του εισαγγελέα πληµµελειοδικών, µε την οποία η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω µη κατάθεσης παραβόλου, δεν επιτρέπεται άσκηση προσφυγής κατά το άρθρο 48.
4. Ο εγκαλών µαζί µε την έγκληση οφείλει να υποβάλει και τα διαθέσιµα σε αυτόν αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν και αποδεικνύουν αυτήν. Οι καταθέσεις µαρτύρων υποβάλλονται µε τον τύπο της ένορκης βεβαίωσης που έχει δοθεί ενώπιον ειρηνοδίκη ή συµβολαιογράφου, χωρίς κλήση του καθού στρέφεται η έγκληση».
2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 47 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών εξετάζει την έγκληση που έλαβε και αν κρίνει ότι αυτή δεν στηρίζεται στο νόµο ή είναι προφανώς αβάσιµη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίµησης την απορρίπτει µε διάταξη, η οποία περιλαµβάνει συνοπτική αιτιολογία. Ο εγκαλών έχει δικαίωµα να λάβει γνώση και αντίγραφο της διάταξης.»
3.       Η παράγραφος 3 του άρθρου 47 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Όσα αναφέρονται στα άρθρα 43 παρ. 1 και 5, 44 και 45 εφαρµόζονται και ως προς την έγκληση».
4.       Το άρθρο 48 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο εγκαλών µέσα σε αποκλειστική προθεσµία τριών (3) µηνών από την έκδοση της διάταξης κατά τις παραγράφους 1 και 2 του προηγούµενου άρθρου, µπορεί να προσφύγει κατ’αυτής στον αρµόδιο εισαγγελέα εφετών. Η προθεσµία δεν παρεκτείνεται για κανέναν απολύτως λόγο. Για την προσφυγή συντάσσεται έκθεση από το γραµµατέα της εισαγγελίας που εξέδωσε την προσβαλλόµενη διάταξη.
2. Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δηµοσίου ποσού τριακοσίων (300) ευρώ, το οποίο επισυνάπτεται στην έκθεση που συντάσσει ο άνω γραµµατέας. Το ύψος του ποσού αναπροσαρµόζεται µε κοινή απόφαση των υπουργών Οικονοµικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων. Σε περίπτωση µη κατάθεσης του παραβόλου η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών.
3. Αν ο εισαγγελέας εφετών δεχθεί την προσφυγή παραγγέλλει είτε τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, αν πρόκειται για κακούργηµα για το οποίο δεν έχει ήδη διενεργηθεί, είτε την άσκηση ποινικής δίωξης, στις λοιπές περιπτώσεις».
Στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα αποδέχθηκαν την προηγηθείσα εισήγηση κατά το αντίστοιχο άρθρο και τάχθηκαν υπέρ των τροποποιήσεων, που προτείνονται με το ως άνω 28 άρθρο του σχεδίου νόμου, με την επισημείωση ότι: α. η με αριθμό 2 περίπτωση της παραγράφοου 1 αφορά τα κατ΄έγκληση εγκλήματα (αφορά την κατάθεση παράβολου υπέρ του Δημοσίου ποσού 100 ευρώ), β. το δεύτερο εδάφιο της με αριθμό 4 περιπτώσεως της ιδίας παραγράφου, πρέπει να απαλειφθεί, και συγκεκριμένα η πρόταση ΄΄Οι καταθέσεις μαρτύρων υποβάλλονται με τον τύπο της ένορκης βεβαίωσης που έχει δοθεί ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, χωρίς κλήση του καθού στρέφεται η έγκληση΄΄ και γ. στην περίπτωση με αριθμό 2 της παραγράφου 4 ο προσφεύγων να υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού 200 ευρώ και όχι 300 ευρώ, όπως αναφέρεται στο σχέδιο νόμου.
Την άποψη αυτή διατύπωσε πριν την ψηφοφορία και ο παριστάμενος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Άρθρο 29
Μονοµελές Εφετείο Κακουργηµάτων
1. Η περίπτωση α του άρθρου 109 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«τα κακουργήµατα, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρµοδιότητα των µονοµελών και τριµελών εφετείων».
2. Στον Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, προστίθεται άρθρο 110 ως εξής:
«Άρθρο 110.- ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ. Το µονοµελές εφετείο δικάζει τα πιο κάτω εγκλήµατα, εκτός αν στο νόµο απειλείται κατ’ αυτών η ποινή της ισόβιας κάθειρξης:
1) Τα κακουργήµατα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 308 Α, ως και αυτά της παραγράφου 1 του άρθρου 308 Β εφόσον για τα τελευταία έχει συνταχθεί πρακτικό συνδιαλλαγής.
2) Τα κακουργήµατα των άρθρων 114 του ν. 1892/1990 (Α΄101), 66 του ν. 2121/1993 (Α΄25) και 52 του ν. 4002/2011 (Α΄180).
3) Τα κακουργήµατα των ν. 2725/1999 (Α΄ 121) και 3028/2002 (Α΄153)».
3. Στο άρθρο 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του µονοµελούς εφετείου».
4. Ο τίτλος και η πρώτη περίοδος του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, αντικαθίστανται ως εξής: «Άρθρο 111.- ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ. Το τριµελές εφετείο δικάζει τα αναφερόµενα στις πιο κάτω περιπτώσεις κακουργήµατα, από δε τα υπαγόµενα στην αρµοδιότητα του µονοµελούς εφετείου (άρθρο 110) εκείνα κατά των οποίων στο νόµο απειλείται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης:».
5. Στην παράγραφο 6 του άρθρου 308 Β του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, η φράση «τριµελές εφετείο» αντικαθίσταται µε τη φράση «µονοµελές εφετείο».
Στο σημείο αυτό η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ρένα Ασημακοπούλου, είπε τα εξής: «Στην πολιτική διαδικασία τα Μονομελή Εφετεία λειτούργησαν. Τώρα, εδώ πρέπει αρχικά να αποφασίσουμε εάν είμαστε σύμφωνοι με τη λειτουργία του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων στην ποινική διαδικασία.
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες, αφού έλαβε  το λόγο είπε τα εξής: «Συμφωνώ με την λειτουργία των Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων ως λύση ανάγκης, με την προϋπόθεση όμως να υπάρχουν και οι αντίστοιχες αίθουσες δικαστηρίων και ανάλογος αριθμός γραμματέων. Επίσης θεωρώ απαραίτητο να προεπιλέγονται αυτοί που θα μπαίνουν στην κληρωτίδα προκειμένου να κληρωθούν αυτοί που θα προεδρεύουν στα εφετεία αυτά (πρόεδροι εφετών ή αρχαιότεροι εφέτες)».
Στη συνέχεια, ακολούθησε ψηφοφορία μεταξύ των μελών της Ολομέλειας, η οποία έχει ως ακολούθως:



Σ Υ Ν Θ Ε Σ Η
΄Αρθρο 29  του σχεδίου νόμου (ίδρυση ή μη Μον. Εφετείων Κακ/των)
1.
Ρένα Ασημακοπούλου
Ο
2.
Ηλίας Γιαννακάκης
Ο
3.
 Εμμανουήλ Καλούδης
Ο
4.
 Θεοδώρα Γκοΐνη
Ν
5.
Γεώργιος Χρυσικός-Εισηγητής
Ν
6.
Νικόλαος Ζαΐρης
Ο
7.
Χαράλαμπος Δημάδης
Ο
8.
Βασίλειος Λυκούδης
Ν
9.
Γεώργιος Γιαννούλης
Ο
10.
Ανδρέας Τσόλιας
Ο
11.
Δήμητρα Παπαντωνοπούλου
Ο
12.
Νικόλαος Λεοντής
Ο
13.
Βιολέττα Κυτέα
Ο
14.
Βαρβάρα Κριτσωτάκη
Ν
15.
Γεωργία Λαλούση
Ο
16.
Γρηγόριος Κουτσόπουλος
Ν
17.
Νικόλαος Κωνσταντόπουλος
Ν
18.
Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου
Ν
19.
Δημήτριος Μαζαράκης
Ν
20.
Χαράλαμπος Αθανασίου
Ν
21.
Παναγιώτης Ρουμπής
Ν
22.
Κωνσταντίνος Φράγκος
Ν
23.
Γεώργιος Αδαμόπουλος
Ο
24.
Νικόλαος Μπιχάκης
Ν
25.
Α.Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά
Ο
26.
Ιωάννης Γιαννακόπουλος
Ο
27.
Χρυσόστομος Ευαγγέλου
Ο
28.
Κωνσταντίνος Τσόλας
Ν
29.
Δημήτριος Κράνης
Ν
30.
Ανδρέας Ξένος
Ο
31.
Κυριακούλα Γεροστάθη
Ν
32.
Ευφημία Λαμπροπούλου
Ο
33.
Αθανάσιος Γεωργόπουλος
Ο
34.
Δημήτριος Κόμης
Ο
35.
Βασίλειος Λαμπρόπουλος
Ο
36.
Αντώνιος Ζευγώλης
Ο
37.
Ερωτόκριτος Καλούδης
Ν
38.
Ασπασία Καρέλλου
Ο
39.
Γεράσιμος Φουρλάνος
Ο
40.
Μιλτιάδης Σπυρόπουλος
Ο
41.
Ιωάννα Πετροπούλου
Ο
42.
Ειρ. Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη
Ν
43.
Δήμητρα Λεοντάρη-Μπουρνάκα
Ο
44.
Εμμανουήλ Κλαδογένης
Ν
45.
Γεώργιος Σακκάς
Ο
46.
Μαρία Βασιλάκη
Ο
Σημειώνεται ότι στην παραπάνω ψηφοφορία όπου σημειώνεται το γράμμα «Ο» σημαίνει ότι τα μέλη δεν συμφωνούν με την λειτουργία των Μονομελών Εφετείων Κακ/ων. Υπέρ της άποψης αυτής τάχθηκαν 28 μέλη της Ολομέλειας, τα οποία αποτελούν και την άποψη της πλειοψηφίας.
Υπέρ της εισήγησης για τη λειτουργία των Μονομελών Εφετείων Κακουργημάτων, όπως τροποποιείται με το νομοσχέδιο, τάχθηκαν 18 μέλη, όπου σημειώνεται το γράμμα «Ν» αλλά να προστεθεί ότι πρέπει να προεπιλέγονται αυτοί, που θα μπαίνουν στην κληρωτίδα, προκειμένου να γίνεται η κλήρωση αυτών, που θα προεδρεύουν σ΄αυτά (πρόεδροι εφετών ή αρχαιότεροι εφέτες).
Άρθρο 30
Ρυθµίσεις για την προανάκριση και την ανάκριση
1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 243 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η προανάκριση ενεργείται από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο µετά γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα».
2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 243 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Ο ανακριτικός υπάλληλος που ορίζεται σύµφωνα µε την παράγραφο 1 είναι υποχρεωµένος να διενεργήσει όλες τις προανακριτικές πράξεις που αφορούν την υπόθεση για την οποία η παραγγελία και καλεί ενώπιον του τους µάρτυρες για εξέταση και τους κατηγορούµενους για να απολογηθούν εφόσον αυτοί κατοικούν στην περιφέρεια του εφετείου της έδρας του. Αν οι µάρτυρες και οι κατηγορούµενοι είναι κάτοικοι άλλων εφετειακών περιφερειών, ο κατά τα άνω ανακριτικός υπάλληλος αναθέτει την εξέταση των µαρτύρων και τη λήψη των απολογιών των κατηγορουµένων στον αρµόδιο ανακριτικό υπάλληλο, ο οποίος πρέπει να εκτελέσει αυτήν µέσα σε προθεσµία δέκα (10) ηµερών. Ο αρχικά ορισθείς ανακριτικός υπάλληλος µετά το πέρας των άνω ενεργειών επιστρέφει τη δικογραφία µε εκτελεσµένη πλήρως την παραγγελία στον παραγγείλαντα εισαγγελέα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, τα εφετεία Αθηνών και Πειραιώς θεωρούνται ως ανήκοντα σε µία εφετειακή περιφέρεια».
3.       Η παράγραφος 1 του άρθρου 248 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Μόλις ο ανακριτής λάβει την παραγγελία του εισαγγελέα, ενεργεί όλες τις ανακριτικές πράξεις που θεωρεί κατά την κρίση του αναγκαίες για να εξακριβωθούν το έγκληµα και οι υπαίτιοι. Σε υποθέσεις το αντικείµενο των οποίων απαιτεί ειδικές γνώσεις, ο ανακριτής µπορεί να ζητήσει από τον εισαγγελέα εφετών, που έχει την ανώτατη διεύθυνση της ανάκρισης, όπως µε πράξη του ορίσει ειδικούς επιστήµονες για την υποβοήθηση του έργου της ανάκρισης. Ο ορισµός των προσώπων αυτών γίνεται µεταξύ αυτών που υπηρετούν στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα και εφαρµόζονται αναλόγως, ως προς αυτούς, οι διατάξεις των άρθρων 188 έως 193».
4.       Η παράγραφος 3 του άρθρου 248 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Αν προηγήθηκε προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, ο ανακριτής δεν επαναλαµβάνει τις ανακριτικές πράξεις που έχουν γίνει στο πλαίσιό τους. Μόνο όταν κρίνει ότι οι πράξεις δεν έγιναν νοµότυπα ή όταν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, χρειάζονται ειδική συµπλήρωση, επαναλαµβάνει αυτές. Για την ενέργεια των πράξεων του προηγούµενου εδαφίου απαιτείται η σύµφωνη γνώµη του εισαγγελέα».
5.       Η παράγραφος 1 του άρθρου 250 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Ο ανακριτής έχει το δικαίωµα και οφείλει να επεκτείνει τη δίωξη σε όλους όσοι συµµετείχαν στην ίδια πράξη. Δεν µπορεί όµως να επεκτείνει την ποινική δίωξη και σε άλλη πράξη, έστω και αν είναι συναφής, ούτε έχει δικαίωµα συρρίκνωσης ή διεύρυνσης της ασκηθείσας ποινικής δίωξης».
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες, αφού έλαβε το λόγο είπε τα εξής: «Θα ήθελα να επισημάνω ότι στην παραγρ. 3 του άρθρου 30 στο τέλος του πρώτου εδαφίου πρέπει να προστεθεί η φράση, που αναφέρεται στην ισχύουσα σήμερα διάταξη, δηλαδή: ΄΄τις τυχόν προτάσεις του εισαγγελέα τις λαμβάνει υπόψη του, μόνον εάν το κρίνει σκόπιμο΄΄. Στο σχέδιο νόμου αυτή η φράση απαλείφεται. Δεν βρίσκω το λόγο γιατί να απαλειφθεί. Προτείνω να παραμείνει ως έχει σήμερα η διάταξη».
Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ρένα Ασημακοπούλου, είπε τα εξής: «Συμφωνώ με την πρόταση του Εισαγγελέα και θεωρώ επίσης ότι στο τελευταίο εδάφιο της παραγρ. 4 του άρθρου 30 πρέπει να απαλειφθεί η φράση ΄΄απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα΄΄. Όπως επίσης πρέπει να απαλειφθεί και στο τελευταίο εδάφιο της παραγρ. 5 η φράση ΄΄ούτε έχει δικαίωμα συρρίκνωσης ή διεύρυνσης της ασκηθείσας ποινικής δίωξης΄΄».
Με την άποψη αυτή συμφώνησε και ο παριστάμενος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Ακολούθως, όλα τα μέλη συμφώνησαν ως προς τα αμέσως παραπάνω θέματα, που τέθηκαν υπόψη της Ολομέλειας από τον Εισαγγελέα και την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου..
Στη συνέχεια, μετά από διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας, όσον αφορά τα λοιπά θέματα που θίγονται με το άρθρο 30 του σχεδίου νόμου, ακολούθησε ψηφοφορία, σύμφωνα με την οποία τα μέλη ομόφωνα αποδέχθηκαν την προηγηθείσα εισήγηση κατά το αντίστοιχο άρθρο και τάχθηκαν υπέρ της τροποποίησης των διατάξεων αυτών, σύμφωνα με το σχέδιο νόμου.

Άρθρο 31
Τροποποίηση των περί προσωρινής κράτησης διατάξεων
1. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 282 του Κώδικα Ποινικής Διανοίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Εάν η αποδιδόταν στον κατηγορούτανε πράξη απειλείται στο νότο µε ισόβια κάθειρξη ή πρόσκαιρη κάθειρξη µε ανώτατο όριο τα είκοσι έτη ή εάν το έγκλειε τελέστηκε κατ’ εξακολούθηση ή στο πλαίσιο εγκληµατικής ή τροµοκρατικής οργάνωσης ή υπάρχει µεγάλος αριθµός παθόντων απ’ αυτό, προσωρινή κράτηση µπορεί να επιβληθεί και όταν, µε βάση τα συγκεκριµένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης, κρίνεται αιτιολογηµένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήµατα».
2. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 283 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε περίπτωση διαφωνίας για την προσωρινή κράτηση ή για τους όρους που πρέπει να τεθούν, αποφαίνεται την ίδια ηµέρα που απολογήθηκε ο κατηγορούµενος το τριµελές πληµµελειοδικείο, το οποίο συνεδριάζει ως συµβούλιο και αποφασίζει αφού ακούσει τη γνώµη του εισαγγελέα, χωρίς την παρουσία διαδίκων. Όταν πρόκειται για διαφωνία περί την προσωρινή κράτηση, ο ανακριτής υποχρεούται να εκδώσει αµέσως ένταλµα σύλληψης του κατηγορουµένου, το οποίο ισχύει µέχρι την έκδοση της απόφασης του άνω δικαστηρίου».
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες αφού έλαβε το λόγο είπε τα εξής: «Συμφωνώ και εγώ με την τροποποίηση της πραγρ. 1 του άρθρου 31 του σχεδίου νόμου, έτσι όπως βελτιώθηκε με την προσθήκη, που υπήρχε στην παλαιά δικονομία, ότι δηλαδή μπορεί να διατάσσεται προσωρινή κράτηση και επί κατ΄εξακολούθηση αδικήματος, χωρίς να χρειάζεται να έχουμε προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες. Όμως νομίζω ότι πρέπει να πάρουμε αφορμή από αυτή την βελτίωση και να πούμε ότι πρέπει να επανέλθει το καθεστώς όπως ήταν πριν το νόμο του Καστανίδη. Ότι μπορεί, δηλαδή, και στα κακουργήματα μέχρι 10 χρόνια αδιακρίτως να είναι στην ευχέρεια του δικαστή.».
Ρένα Ασημακοπούλου, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου: «Συμφωνώ με την άποψη του κ. Εισαγγελέα. Η τελευταία επισήμανσή του νομίζω ότι μπορεί να καταχωρηθεί από την Ολομέλεια ως παρατήρηση στο ως άνω σχέδιο νόμου».
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες αφού έλαβε εκ νέου το λόγο είπε τα εξής Ως προς την παραγρ. 2 του άρθρου 31 έχω να πω ότι δεν είναι εφικτό να αποφαίνεται την ίδια ημέρα το συμβούλιο πλημμελειοδικών, σε περίπτωση διαφωνίας για την προσωρινή κράτηση ή για τους όρους που πρέπει να τηρηθούν. Αυτό θα καταστεί ανεφάρμοστο. Σε σοβαρές περιπτώσεις εάν εκδηλωθεί η διαφωνία την 10η ή 11η βραδινή ώρα, πώς να συνεδριάσει αμέσως το συμβούλιο; Μόνον όταν κρατείται να μπορεί να παραταθεί η κράτηση. Διαφορετικά να αφήνεται ελεύθερος. Προτείνω δηλαδή να μείνει η παλαιά διάταξη ως έχει σήμερα».
Στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα αποδέχθηκαν την προηγηθείσα εισήγηση κατά το αντίστοιχο άρθρο και τάχθηκαν υπέρ των τροποποιήσεων, που προτείνονται με το ως άνω 31 άρθρο του σχεδίου νόμου, υιοθετώντας και την άποψη του κ. Εισαγγελέα ως παρατήρηση στο σχέδιο νόμου (αφορά την παραγρ. 1 του άρθρου).
Στο σημείο αυτό αποχώρησαν από την Ολομέλεια οι Αρεοπαγίτες Χαράλαμπος Αθανασίου και Βασιλική Θάνου – Χριστοφίλου, οπότε ο αριθμός των παρισταμένων μελών ανήλθε στους 44, διατηρουμένης της απαιτούμενης απαρτίας.
Άρθρο 32
Ρυθµίσεις για την αυτοπρόσωπη εµφάνιση ενώπιον των συµβουλίων
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 309 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ενώπιον του συµβουλίου δεν επιτρέπεται η εµφάνιση του εισαγγελέα και των διαδίκων. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις εφόσον το συµβούλιο κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο µπορεί να διατάξει την εµφάνιση ενώπιόν του όλων των διαδίκων. Αν µετά το τέλος της ανάκρισης και την υποβολή των εγγράφων στον εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο συµβούλιο από ένα διάδικο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία, το συµβούλιο, στην περίπτωση που κρίνει ότι αυτά ασκούν ουσιώδη επιρροή στη διάγνωση της υπόθεσης, οφείλει να καλέσει τους υπόλοιπους διαδίκους, ή τους αντικλήτους τους, για να ενηµερωθούν και να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους σε προθεσµία που καθορίζει το ίδιο».
2.       Η περίπτωση α της παραγράφου 1 του άρθρου 287 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Αν η ανάκριση συνεχίζεται, πέντε ηµέρες πριν από τη συµπλήρωση του χρονικού αυτού διαστήµατος ο ανακριτής αναφέρει στον εισαγγελέα εφετών µε αιτιολογηµένη έκθεσή του τους λόγους για τους οποίους δεν περατώθηκε η ανάκριση και διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πληµµελειοδικών, ο οποίος την εισάγει αµέσως στο συµβούλιο πληµµελειοδικών µε έγγραφη αιτιολογηµένη πρότασή του. Ο γραµµατέας του συµβουλίου ειδοποιεί µε οποιοδήποτε µέσο (έγγραφο, τηλεγράφηµα, τηλετύπηµα ή τηλεοµοιοτυπία) τον κατηγορούµενο ή τον συνήγορό του για να διατυπώσει τις απόψεις του µε έγγραφο υπόµνηµα, µέσα σε προθεσµία που καθορίζει ο πρόεδρος του συµβουλίου, έχει δε δικαίωµα ο κατηγορούµενος να λάβει γνώση της εισαγγελικής πρότασης. Ο εισαγγελέας, ο κατηγορούµενος και ο συνήγορός του δεν εµφανίζονται ενώπιον του συµβουλίου, µπορεί όµως το συµβούλιο εάν κρίνει ότι τούτο είναι αναγκαίο να διατάξει την ενώπιόν του εµφάνιση του κατηγορουµένου. Μετά ταύτα, το συµβούλιο αποφαίνεται αµετάκλητα αν πρέπει να απολυθεί προσωρινά ο κατηγορούµενος ή να εξακολουθήσει η προσωρινή του κράτηση. Αν η ανάκριση ενεργείται από εφέτη, κατά το άρθρο 29, αρµόδιο να αποφανθεί είναι το συµβούλιο εφετών».
3. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 287 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«Κατά τα λοιπά ισχύουν όσα ορίζονται στην προηγούµενη περίπτωση α΄ για την ειδοποίηση του κατηγορουµένου προς υποβολή υποµνήµατος, την λήψη αντιγράφου της εισαγγελικής πρότασης, την µη εµφάνιση τούτου ενώπιον του συµβουλίου και την απόφαση του τελευταίου».
4. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 287 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«Κατά τα λοιπά ισχύουν όσα ορίζονται στην προηγούµενη παράγραφο για την ειδοποίηση του κατηγορουµένου προς υποβολή υποµνήµατος, την λήψη αντιγράφου της εισαγγελικής πρότασης, την µη εµφάνιση τούτου ενώπιον του συµβουλίου και την απόφαση του τελευταίου».
5. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 138 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα βουλεύµατα του δικαστικού συµβουλίου και οι διατάξεις του ανακριτή εκδίδονται ύστερα από έγγραφη πρόταση του εισαγγελέα, ο οποίος την αναπτύσσει και προφορικά όταν η εµφάνισή του στο συµβούλιο προβλέπεται από το νόµο».
6. Στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 18 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, απαλείφεται η φράση «ενώ καλείται ο αιτών και αν είναι δυνατόν και οι άλλοι διάδικοι».
7. Στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 20 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, απαλείφεται η φράση «αφού ακούσει τον εισαγγελέα, τον αιτούντα και τους διαδίκους που καλούνται είκοσι τέσσερες ώρες πριν».
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες αφού έλαβε το λόγο είπε τα εξής: «Στην παραγρ. 1 του άρθρου αυτού πρέπει να προστεθεί ότι εκτός των διαδίκων, οι οποίοι σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εάν το κρίνει το συμβούλιο, δύνανται και καλούνται για να εμφανιστούν ενώπιόν του, να καλείται και ο εισαγγελέας».
Στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα αποδέχθηκαν την προηγηθείσα εισήγηση κατά το αντίστοιχο άρθρο και τάχθηκαν υπέρ των τροποποιήσεων, που προτείνονται με το ως άνω 32 άρθρο του σχεδίου νόμου, υιοθετώντας και την άποψη του κ. Εισαγγελέα ότι δηλαδή στο τέλος του πρώτου εδαφίου της  παραγρ. 1 του άρθρου αυτού να προστεθεί η φράση ΄΄και του εισαγγελέα΄΄.
Άρθρο 33
Τροποποιήσεις στα άρθρα 111, 273, 322, 340, 349, 408, 474 και 489 ΚΠΔ
1. Το προβλεπόµενο στις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ αναπροσαρµόζεται σε πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
2. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 273 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Στην έκθεση απολογίας αναγράφεται υποχρεωτικά ο αριθµός φορολογικού µητρώου (ΑΦΜ) και η αρµόδια ΔΟΥ του κατηγορουµένου. Στην περίπτωση που αυτός δεν έχει ΑΦΜ, αναγράφονται υποχρεωτικά το επώνυµο και το όνοµα του πατέρα του, το πατρικό επώνυµο και το όνοµα της µητέρας του, η ηµεροµηνία και ο τόπος γέννησης στην Ελλάδα ή η χώρα γέννησης στο εξωτερικό».
3. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 322 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Ο προσφεύγων υποχρεούται να καταθέσει παράβολο υπέρ του Δηµοσίου ποσού τριακοσίων (300) ευρώ. Το ύψος του ποσού αναπροσαρµόζεται µε κοινή απόφαση των υπουργών Οικονοµικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων. Σε περίπτωση µη κατάθεσης του παραβόλου η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη από τον εισαγγελέα εφετών».
4. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 340 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, τα εδάφια τέταρτο και πέµπτο αντικαθίστανται µε τα εξής εδάφια:
«Αν ο κατηγορούµενος αρνηθεί την υπεράσπισή του από τον διορισµένο συνήγορο, ο πρόεδρος του δικαστηρίου διορίζει σε αυτόν άλλον συνήγορο από τον ίδιο πίνακα. Σε περίπτωση νέας άρνησης του κατηγορουµένου, το δικαστήριο προβαίνει στην εκδίκαση της υπόθεσης του κακουργήµατος χωρίς διορισµό συνηγόρου. Ο κατηγορούµενος που κρατείται, υποχρεούται δέκα τουλάχιστον ηµέρες πριν τη συνεδρίαση να ειδοποιήσει, δια του διευθυντή του καταστήµατος κράτησης, τον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο θα γίνει η δίκη για κακούργηµα ότι δεν έχει συνήγορο υπεράσπισης. Την ίδια υποχρέωση έχει και ο κατηγορούµενος που δεν κρατείται. Ο εισαγγελέας διορίζει συνήγορο από τον πίνακα και θέτει στη διάθεσή του τη δικογραφία. Οι διευθυντές των καταστηµάτων κράτησης οφείλουν να γνωστοποιούν στους κρατούµενους αυτή την υποχρέωση».
5. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 349 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Οι κατά τις ως άνω παραγράφους αναβολή γίνεται σε δικάσιµο στην οποία προεδρεύει ο ίδιος δικαστής που προήδρευε του δικαστηρίου που χορήγησε την αναβολή. Οι δικάσιµοι αυτοί είναι ιδιαίτερες και απαγορεύεται να προσδιορισθούν σε αυτές άλλες υποθέσεις. Οι διατάξεις των προηγούµενων εδαφίων δεν αναφέρονται στις µονοµελείς συνθέσεις των δικαστηρίων του πρώτου βαθµού. Το δικαστήριο πριν διατάξει την αναβολή, υποχρεούται να ερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης για δεκαπέντε το πολύ ηµέρες, αιτιολογώντας εµπεριστατωµένα ότι δεν µπορεί ο λόγος της αναβολής να αντιµετωπισθεί µε διακοπή.
4. Δεύτερη αναβολή µπορεί αν δοθεί για τους ίδιους ως άνω λόγους και σύµφωνα µε τους ως άνω όρους. Κάθε άλλη αναβολή απαγορεύεται και το δικαστήριο µπορεί µόνο να διατάξει τη διακοπή της δίκης ή της συνεδρίασης για δεκαπέντε το πολύ ηµέρες και µέχρι τρεις φορές. Κατά τη διακοπή της συνεδρίασης, ο Πρόεδρος κατανέµει τις µη εκδικασθείσες υποθέσεις του πινακίου στις επόµενες µετά διακοπή συνεδριάσεις».
6. Στο άρθρο 349 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Εάν ο λόγος της αναβολής αναφανεί πριν από την δικάσιµο, ο διάδικος ή ο συνήγορός του υποχρεούται, µε ποινή το απαράδεκτο της προβολής του λόγου αυτού ενώπιον του επ’ ακροατηρίω συνεδριάζοντος δικαστηρίου, να γνωστοποιήσει αυτόν εγγράφως στον αρµόδιο εισαγγελέα, µαζί µε τα έγγραφα που τον αποδεικνύουν. Για την αναβολή αποφασίζει το δικαστήριο σε συµβούλιο, αφού ακούσει τη γνώµη του εισαγγελέα χωρίς την παρουσία διαδίκων, προκειµένου δε για δίκη ενώπιον των µικτών ορκωτών δικαστηρίων το συµβούλιο των εφετών. Ο γραµµατέας της αρµόδιας εισαγγελίας ενηµερώνει τους µάρτυρες και τους νοµιµοποιηθέντες διαδίκους για τη νέα δικάσιµο».
7. Στο άρθρο 408 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, το υπάρχον κείµενο αριθµείται ως παράγραφος 1 και προστίθεται παράγραφος 2 ως εξής:
«2. Σε περίπτωση που το µικτό ορκωτό δικαστήριο καταδικάσει τον κατηγορούµενο για πληµµέληµα, η έφεση του κατηγορουµένου κατά της απόφασης αυτής δικάζεται από το εκ τακτικών δικαστών δικαστήριο του µεικτού ορκωτού εφετείου πριν την συγκρότηση του τελευταίου».
8. Στο άρθρο 474 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:
«3. Στην έκθεση αναγράφεται υποχρεωτικά ο αριθµός φορολογικού µητρώου (ΑΦΜ) και η αρµόδια ΔΟΥ του προσώπου που ασκεί το ένδικο µέσο. Στην περίπτωση που ο ασκών το ένδικο µέσο δεν έχει ΑΦΜ, αναγράφονται υποχρεωτικά το επώνυµο και το όνοµα του πατέρα του, το πατρικό επώνυµο και το όνοµα της µητέρας του, η ηµεροµηνία και ο τόπος γέννησης στην Ελλάδα ή η χώρα γέννησης στο εξωτερικό».
9. Η περίπτωση α΄, η πρώτη περίοδος της περίπτωσης β΄και η πρώτη περίοδος της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 489 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίστανται ως εξής:
«α) κατά της απόφασης του πταισµατοδικείου και του ειρηνοδικείου (άρθρο 116), αν µε αυτήν ο κατηγορούµενος καταδικάστηκε σε κράτηση περισσότερο από σαράντα (40) ηµέρες ή σε πρόστιµο πάνω από χίλια (1000) ευρώ ή σε αποζηµίωση ή σε χρηµατική ικανοποίηση προς τον πολιτικώς ενάγοντα πάνω από εκατό ευρώ συνολικά.
β) κατά της απόφασης του µονοµελούς πληµµελειοδικείου εάν µε αυτήν καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος σε φυλάκιση πάνω από τρεις (3) µήνες ή σε χρηµατική ποινή πάνω από δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ.
γ) κατά της απόφασης του τριµελούς πληµµελειοδικείου και της απόφασης του εφετείου για πληµµελήµατα (άρθρα 111 παρ.6 και 116) αν µε αυτή καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος σε ποινή φυλάκισης πάνω από πέντε (5) µήνες ή σε χρηµατική ποινή πάνω από τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ».
Στη συνέχεια έλαβαν το λόγο διαδοχικά οι κάτωθι:
Γεώργιος Χρυσικός, Εισηγητής - Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου: «Με την παραγρ. 1 του άρθρου 33, σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, όλα τα κακουργήματα, θα δικάζονται από το δικαστήριο των εφετών, όταν στρέφονται κατά του δημοσίου, νπδδ, κλπ. (όσα αναφέρονται στο άρθρο 111 ΚΠΔ), όταν υπερβαίνουν τα 500.000 ευρώ. Αυτό όμως σημαίνει ότι όταν είναι κάτω των 500.000 ευρώ οι υποθέσεις αυτές θα δικάζονται από Μικρά Ορκωτά. Δηλαδή όλες οι υποθέσεις αυτές που εκκρεμούν στην ανάκριση κ.λπ. θα πάνε τώρα στα Μικτά Ορκωτά. Δικαστήρια. Το μέτρο αυτό δεν θα βοηθήσει στη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών ταχύτερης απονομής της δικαιοσύνης, και για το λόγο αυτό πρέπει να παραμείνει η διάταξη όπως έχει σήμερα. ΄Οσον αφορά τις παραγρ. 2 και 8 του σχεδίου νόμου, προκειμένου να διευκολυνθεί η εκτέλεση και βεβαίωση των χρηματικών ποινών, προτείνεται να αναγράφεται στις εκθέσεις απολογίας και άσκησης ενδίκων μέσων υποχρεωτικά ο αριθμός φορολογικού μητρώου και η αρμόδια ΔΟΥ του κατηγορουμένου. Στην περίπτωση που δεν έχει ΑΦΜ, προτείνεται να αναγράφεται υποχρεωτικά το επώνυμο και το όνομα του πατέρα του, το πατρικό επώνυμο και το όνομα της μητέρας του, η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης στην Ελλάδα ή η χώρα γέννησης στο εξωτερικό. Προτείνω το ίδιο να ισχύσει και στις κατατιθέμενες εγκλήσεις, όπως και στις εκθέσεις εξέτασης μάρτυρα, ώστε να διευκολύνεται η βεβαίωση και είσπραξη των ποινών λιπομαρτυρίας (άρθρο 151 ΚΠΔ), όπως και στα αποσπάσματα για εκτέλεση να αναφέρεται ο ΑΦΜ του καθού η εκτέλεση. ΄Οσον αφορά την παραγρ. 3 του άρθρου προτείνω το παράβολο υπέρ του δημοσίου στην περίπτωση προσφυγής κατά κλητηρίου θεσπίσματος να μην είναι 300 αλλά 200 ευρώ».
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες, συμφώνησε με την άποψη του Εισηγητή.
Στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας για τις παραγρ. 1, 2, 3 και 8 του άρθρου 33 του σχεδίου νόμου και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα τάχθηκαν υπέρ της άποψης του Εισηγητή, δηλαδή να απαλειφθεί η παραγρ. 1 του ως άρθρου, να ισχύσουν οι τροποποιήσεις της παραγρ. 2 και 8 και μάλιστα τα αυτά να ισχύσουν και στις περιπτώσεις λιπομαρτυρίας (άρθρο 151 ΚΠΔ), και στην παραγρ. 3 το παράβολο των 300 ευρώ να γίνει 200 ευρώ.
Για τις λοιπές παραγρ. 4, 5, 6, 7 και 9 του ως άνω άρθρου, στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα τάχθηκαν υπέρ της άποψης του εισηγητή και των τροποποιήσεων που εισάγονται με τις παραγρ. 4, 7 και 9, όπως επίσης και με αυτές της παραγρ. 5 με την επισήμανση όμως ότι, οι ιδιαίτερες δικάσιμοι των παραγρ. 3 και 4 του άρθρου 349 ΚΠΔ, στις οποίες θα αναβάλλονται οι υποθέσεις και στις οποίες θα προεδρεύει ο ίδιος δικαστής, ο οποίος προήδρευε του δικαστηρίου, που χορήγησε την αναβολή, θα πρέπει να καθορίζονται από την Ολομέλεια του δικαστηρίου. Επίσης, τα μέλη της Ολομέλειας ομόφωνα τάχθηκαν υπέρ της απάλειψης της παραγρ. 6 του ως άνω άρθρου 33 του σχεδίου νόμου, καθώς στην πράξη θα καταστεί ανέφικο να συνεδριάζει σχεδόν κάθε ημέρα το συμβούλιο για την παραδοχή ή μη των λόγων αναβολής της δίκης.
Τις απόψεις αυτές διατύπωσε πριν την ψηφοφορία και ο παριστάμενος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες.
Άρθρο 34
Τροποποίηση των άρθρων 409 και 410 ΚΠΔ
1. Το άρθρο 409 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται, ως εξής:
«Σε περίπτωση αυτόφωρου πταίσµατος επιτρέπεται η σύλληψη του δράστη από κάθε αστυνοµικό όργανο που έσπευσε ή από ανακριτικό υπάλληλο για την άµεση εισαγωγή του σε δίκη όποτε αυτή είναι δυνατή σύµφωνα µε τις διατάξεις της παραγράφου 1 του επόµενου άρθρου ή για τη βεβαίωση της ταυτότητάς του σύµφωνα µε τις διατάξεις της παραγράφου 2 του επόµενου άρθρου».
2. Ο τίτλος και το άρθρο 410 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίστανται, ως εξής:
«Άρθρο 410.- ΑΜΕΣΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΔΙΚΗ Ή ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ.
1. Αν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 409, εκείνος που έχει συλληφθεί οδηγείται αµέσως στο δηµόσιο κατήγορο και στο πταισµατοδικείο του τόπου όπου συνελήφθη, αν υπάρχει πταισµατοδικείο που συνεδριάζει εκείνη την ώρα ή µπορεί να συνεδριάσει αµέσως, και εισάγεται αµέσως σε δίκη και εκεί προσκοµίζονται και οι σχετικές αποδείξεις.
2. Αν δεν υπάρχει στον τόπο όπου συνελήφθη πταισµατοδικείο ή αυτό δεν µπορεί να συνεδριάσει αµέσως, προσάγεται χωρίς αναβολή στο πλησιέστερο αστυνοµικό κατάστηµα, όπου εξετάζεται αµέσως και συντάσσεται έκθεση, από τον ίδιο που τον συνέλαβε ή άλλο αστυνοµικό υπάλληλο, και αφού βεβαιωθεί η ταυτότητά του αφήνεται ελεύθερος».
Στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα αποδέχθηκαν την προηγηθείσα εισήγηση κατά το αντίστοιχο άρθρο και τάχθηκαν υπέρ των τροποποιήσεων, που προτείνονται με το ως άνω 34 άρθρο του σχεδίου νόμου.
Την άποψη αυτή διατύπωσε πριν την ψηφοφορία και ο παριστάμενος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες.
Άρθρο 35
Τροποποίηση του άρθρου 551 ΚΠΔ
Το άρθρο 551 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας αντικαθίσταται, ως εξής:
«Άρθρο 551.- ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ. 1. Αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αµετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήµατα που συρρέουν, εφαρµόζονται οι ορισµοί του Ποινικού Κώδικα για τη συρροή. Αν οι καταδίκες απαγγέλθηκαν από διαφορετικά δικαστήρια, αρµόδιος για να καθορίσει τη συνολική ποινή που πρέπει να εκτιθεί είναι ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που επέβαλε τη βαρύτερη ποινή, ή, αν πρόκειται για οµοειδείς ποινές, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που επέβαλε την ποινή µε τη µεγαλύτερη διάρκεια. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο εισαγγελέας του δικαστηρίου που εξέδωσε τη νεότερη απόφαση.
2. Αν το δικαστήριο που επέβαλε τις ποινές είναι το µικτό ορκωτό δικαστήριο ή το µικτό ορκωτό εφετείο, ή αν µία από τις ποινές επιβλήθηκε από στρατιωτικό ή άλλο έκτακτο δικαστήριο, αρµόδιος είναι ο εισαγγελέας εφετών της περιφέρειας του δικαστηρίου.
3. Αν µεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αµετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή, για τον καθορισµό της νέας συνολικής ποινής λαµβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή, εάν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν µε τις άλλες αποφάσεις. Στην περίπτωση αυτή, για τον καθορισµό της κατά την προηγούµενη παράγραφο αρµοδιότητας, λαµβάνεται υπόψη και η απόφαση που έχει καθορίσει συνολική ποινή.
4. Η αίτηση για καθορισµό συνολικής ποινής υποβάλλεται στον κατά τις άνω παραγράφους αρµόδιο εισαγγελέα αυτοπροσώπως ή από συνήγορο που έχει ειδική εντολή γι’ αυτό. Αν εκείνος που καταδικάστηκε κρατείται δεν προσάγεται στον εισαγγελέα, µπορεί όµως να αντιπροσωπευθεί µε συνήγορο, που διορίζεται µε απλή επιστολή, την οποία πρέπει να έχει θεωρήσει ο διευθυντής του καταστήµατος κράτησης.
5. Κατά της πράξης του εισαγγελέα µε την οποία καθορίζεται, κατά τις προηγούµενες παραγράφους, συνολική ποινή επιτρέπεται προσφυγή από τον αιτούντα καταδικασµένο στο κατά τις άνω παραγράφους αρµόδιο δικαστήριο, µέσα σε αποκλειστική προθεσµία δέκα (10) ηµερών, από την µε οποιοδήποτε τρόπο κοινοποίηση της πράξης σε αυτόν. Για την προσφυγή συντάσσεται έκθεση από το γραµµατέα της εισαγγελίας που εξέδωσε την προσβαλλόµενη πράξη και εισάγεται αµέσως στο δικαστήριο. Κατά της απόφασης αυτού επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασµένο και τον εισαγγελέα».
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες, αφού έλαβε το λόγο, είπε τα εξής: «Συμφωνώ, ο καθορισμός της συνολικής ποινής να γίνεται με πράξη του εισαγγελέα, όπως αναφέρεται στο σχέδιο νόμου. ΄Αλλωστε προβλέπεται και η προσφυγή κατά της πράξης αυτής ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, το οποίο θα εκδίδει κανονικά απόφαση επί της προσφυγής».
Στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα αποδέχθηκαν την προηγηθείσα εισήγηση κατά το αντίστοιχο άρθρο και τάχθηκαν υπέρ της απάλειψης του άρθρου 35 του σχεδίου νόμου ώστε να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 551 του ΚΠΔ, όπως είναι σήμερα, καθόσον η διαδικασία καθορισμού συνολικής ποινής, που προτείνεται με το σχέδιο νόμου, δηλαδή με πράξη του εισαγγελέα, δεν κρίνεται αναγκαία, αφού αφορά δικανική κρίση και πρέπει να γίνεται με απόφαση, η οποία  εκδίδεται απευθείας από το αρμόδιο δικαστήριο και κατά της οποίας έτσι επιτρέπεται και αναίρεση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
­ΕΙΔΙΚΟΙ ΠΟΙΝΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ
Άρθρο 36
Αναπροσαρµογή ποσών
1. Το προβλεπόµενο στις διατάξεις: α) της παραγράφου 2 του άρθρου τρίτου του ν. 2803/2000 (A ΄48), β) της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου τέταρτου του ν. 2803/2000 (Α΄48), γ) της παραγράφου 2 του άρθρου δεύτερου του ν. 2656/1998 (Α΄ 265), δ) της παραγράφου 2 του άρθρου πέµπτου του ν. 3560/2007 (Α΄ 103), ε) του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 22 του ν. 1599/1986 (Α΄ 75), ποσό των εβδοµήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ αναπροσαρµόζεται στο ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ.
2. Το προβλεπόµενο στη διάταξη της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου τέταρτου του ν. 2803/2000 (Α΄48) ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ αναπροσαρµόζεται στο ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ.
3. Το προβλεπόµενο στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 (Α΄301) ποσό των εκατό πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ αναπροσαρµόζεται στο ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ.
Στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα αποδέχθηκαν την προηγηθείσα εισήγηση κατά το αντίστοιχο άρθρο και τάχθηκαν υπέρ της απάλειψης του άρθρου 36 του σχεδίου νόμου, καθόσον η προσπάθεια που επιχειρείται με το σχέδιο νόμου να μετατραπούν κακουργηματικές πράξεις σε πλημμελήματα, οι οποίες προβλέπονται από ειδικούς ποινικούς νόμους, μέσω της αύξησης του ποσού της προκληθείσας ζημίας ή του επιδιωχθέντος οφέλους, μπορεί να οδηγήσει στην παραγραφή τους και κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαλε στην εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης, για όλους τους λόγους που εκτίθενται στην εισήγηση και ιδιαίτερα στο άρθρο 25 του νομοσχεδίου.
Την άποψη αυτή διατύπωσε πριν την ψηφοφορία και ο παριστάμενος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες.
Άρθρο 37
Ρύθµιση για τους νόµους 2960/2001 και 4002/2011
και τροποποίηση του π.δ. 106/2007 και της Υγειονοµικής διάταξης Α5/3010/1985
1.       Αρµόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση των κακουργηµάτων που προβλέπονται: α) στο ν. 2960/2001 «Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας» (Α΄265) και β) στο άρθρο 52 του ν. 4002/2011 (Α΄180) είναι το µονοµελές εφετείο.
2.       Στο τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 21 του π.δ. 106/2007 (Α΄135) η φράση «στον Υπουργό Δικαιοσύνης, κατ' εφαρµογή των άρθρων 74 παρ. 3 και 99 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα» αντικαθίσταται από την φράση «στο συµβούλιο πληµµελειοδικών του τόπου του δικαστηρίου που επέβαλε την απέλαση, κατ’ εφαρµογή του άρθρου 74 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα».
3. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του π.δ. 106/2007 (Α΄135) η φράση «εφαρµόζονται τα άρθρα 74 παρ. 3 και 99 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα», αντικαθίσταται από την φράση «εφαρµόζεται το άρθρο 74 παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα».
4. Το άρθρο 10 της Υγειονοµικής διάταξης Α5/3010/1985 (Β΄ 593/1985, διόρθωση σφαλµάτων: Β΄ 4/1986) αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι παραβάτες της παρούσας Υγειονοµικής διάταξης τιµωρούνται µε φυλάκιση µέχρι ένα (1) έτος και χρηµατική ποινή τουλάχιστον πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Αν ο δράστης έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, ακολουθείται υποχρεωτικά η διαδικασία που αναφέρεται στα άρθρα 418 και επόµενα του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας».
5. Το άρθρο 11 της Υγειονοµικής διάταξης Α5/3010/1985 (Β΄ 593/1985, διόρθωση σφαλµάτων: Β΄ 4/1986) αντικαθίσταται ως εξής:
«Η εκτέλεση της παρούσας Υγειονοµικής διάταξης ανατίθεται στα αρµόδια υγειονοµικά και αστυνοµικά όργανα σε όλη την επικράτεια».
Στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα αποδέχθηκαν την προηγηθείσα εισήγηση κατά το αντίστοιχο άρθρο και τάχθηκαν υπέρ των τροποποιήσεων, που προτείνονται με το ως άνω 37 άρθρο του σχεδίου νόμου.
Την άποψη αυτή διατύπωσε πριν την ψηφοφορία και ο παριστάμενος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες.
Άρθρο 38
Πταισµατικές παραβάσεις
1.       Τιµωρείται µε κράτηση µέχρι τριών µηνών ή µε πρόστιµο µέχρι τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ :
α) Η παράβαση των άρθρων 25 του ν. 2224/1994, 17 του ν. 2639/1998, 72 του ν.
3850/2010 και 1 του α.ν. 501/1937, καθώς και όλων των βασιλικών ή προεδρικών
διαταγµάτων και των υπουργικών αποφάσεων που ερείδονται ως προς την ποινική
κύρωση στις ανωτέρω διατάξεις.
β) Η παράβαση του άρθρου 42 παρ. 7 του ν. 1892/1990.
γ) Η παράβαση του άρθρου 18 παρ. 1 του ν. 3526/2007.
δ) Η παράβαση του άρθρου 10 του ν. 2946/2001.
ε) Η παράβαση των άρθρων 9 και 10 του ν. 392/1976.
στ΄) Η παράβαση του άρθρου 19 του α.ν. 412/1936.
ζ) Η παράβαση των διατάξεων των άρθρων 17 του α.ν. 431/1937, 11 του α.ν.
1108/1938 και 25 του ν. δ. 3430/1955.
η) Η παράβαση των διατάξεων των άρθρων 22 του π.δ. 778/1980, 117 του π.δ.
1073/1981 και 9 του ν. 1396/1983.
θ) Η παράβαση του άρθρου 10 του ν. 2853/1922.
ι) Η παράβαση του άρθρου 3 του α.ν. 439/1945.
ια) Η παράβαση του άρθρου 3 παρ. 2-1του ν.δ. 608/1948.
2. Αυξάνεται στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ το προβλεπόµενο από τις διατάξεις των άρθρων 268 του ν.δ. 86/1969, 37, 38 και 39 του ν. 3585/2007 όριο, µέχρι του οποίου τα αντίστοιχα αδικήµατα τιµωρούνται σε βαθµό πταίσµατος.
Στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα αποδέχθηκαν την προηγηθείσα εισήγηση κατά το αντίστοιχο άρθρο και  τάχθηκαν υπέρ των τροποποιήσεων, που προτείνονται με το ως άνω 38 άρθρο του σχεδίου νόμου.
Την άποψη αυτή διατύπωσε πριν την ψηφοφορία και ο παριστάμενος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες.
Άρθρο 39
Τροποποίηση του ν. 3386/2005
1. Η διάταξη του άρθρου 87 παρ. 5 του ν. 3386/2005 (Α΄ 212), όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 48 παρ. 3 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112), αντικαθίσταται, ως εξής:
«5. Όποιος διευκολύνει την είσοδο στο ελληνικό έδαφος ή την έξοδο από αυτό υπηκόου τρίτης χώρας, χωρίς να έχει υποβληθεί στον έλεγχο που προβλέπεται από το άρθρο 5, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηµατική ποινή τουλάχιστον πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ για κάθε διευκολυνθέν πρόσωπο. Αν ο δράστης ενήργησε εκ κερδοσκοπίας ή κατ’ επάγγελµα ή κατά συνήθεια ή αν το έγκληµα τελέστηκε από δύο ή περισσότερους επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηµατική ποινή τουλάχιστον είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε πρόσωπο του οποίου διευκολύνεται η παράνοµη είσοδος ή έξοδος από τη χώρα».
2. Η διάταξη του άρθρου 88 παρ. 1 του ν. 3386/2005 (Α΄ 212), όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 48 παρ. 4 του ν. 3772/2009 (Α΄112), αντικαθίσταται, ως εξής:
«1. Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού µέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους µεταφορικού µέσου που µεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωµα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους προωθούν από τα σηµεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, στην Ελληνική Επικράτεια και αντίστροφα προς το έδαφος κράτους µέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη µεταφορά ή προώθησή τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυµα για απόκρυψη τιµωρούνται:
α. Με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηµατική ποινή τουλάχιστον είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ για κάθε µεταφερόµενο πρόσωπο.
β. Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηµατική ποινή τουλάχιστον τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για κάθε µεταφερόµενο πρόσωπο, αν η µεταφορά ενεργείται κατ’ επάγγελµα ή αν ο υπαίτιος είναι δηµόσιος υπάλληλος ή τουριστικός ή ναυτιλιακός ή ταξιδιωτικός πράκτορας.
γ. Με κάθειρξη και χρηµατική ποινή τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, αν από την πράξη προέκυψε κίνδυνος για άνθρωπο.
δ. Με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηµατική ποινή τουλάχιστον πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ, αν στην περίπτωση γ΄ επήλθε θάνατος.».
3. Στο ν. 3386/2005 (Α΄ 212), µετά το άρθρο 88, προστίθεται άρθρο µε αριθµό «88 Α» ως εξής:
«Άρθρο 88 Α.- ΔΙΚΟΝΟΜΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. 1. Αν ο δράστης των πληµµεληµάτων που προβλέπονται στα άρθρα 87 και 88 έχει συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, ακολουθείται υποχρεωτικά η διαδικασία που αναφέρεται στα άρθρα 418 και επόµενα του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας.
2. Ο εισαγγελέας υποχρεούται να εισαγάγει την υπόθεση αµέσως χωρίς έγγραφη προδικασία στο ακροατήριο του αρµοδίου δικαστηρίου και απαγορεύεται η απ’ αυτόν διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης ή ο προσδιορισµός της υπόθεσης σε ρητή δικάσιµο.
3. Σε περίπτωση που ο κατηγορούµενος ασκεί το δικαίωµα που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 423 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, το δικαστήριο διατηρεί την κράτηση αυτού.
4. Η συζήτηση της υπόθεσης ολοκληρώνεται σε µία µόνο δικάσιµο και δεν επιτρέπεται η αναβολή της συζήτησης για οποιοδήποτε λόγο, ούτε η παραποµπή της υπόθεσης στην τακτική διαδικασία (άρθρο 424 Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας).
5. Η περιοριστική της ελευθερίας ποινή που επιβάλλεται από το δικαστήριο για τις πράξεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των παραγράφων 5, 6 και 8 του άρθρου 87 και του άρθρου 88 του παρόντος νόµου, δεν µετατρέπεται σε χρηµατική ποινή σε καµία περίπτωση και για οποιοδήποτε λόγο, ούτε τυγχάνουν εφαρµογής οι διατάξεις των άρθρων 99 έως 104 του Ποινικού Κώδικα.
6. Οι διατάξεις του άρθρου 253 Α του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, εφαρµόζονται αναλόγως και για τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται από τα άρθρα 87 και 88 του παρόντος νόµου».
5. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 83, καθώς και στο τέλος της παραγράφου 7 του άρθρου 87 του ν. 3386/2005 (Α΄ 212), προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Για τους δράστες των άνω πράξεων, εφόσον κινείται κατ’ αυτών η κατά το άρθρο 76 διαδικασία διοικητικής απέλασης, δεν εφαρµόζονται οι διατάξεις των άρθρων 417 και επόµενα του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας, εκτός αν ο εισαγγελέας πληµµελειοδικών, ειδοποιούµενος σχετικά από τις αστυνοµικές ή λιµενικές αρχές, κρίνει ότι συντρέχουν λόγοι εφαρµογής της».
Στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα αποδέχθηκαν την προηγηθείσα εισήγηση κατά το αντίστοιχο άρθρο και τάχθηκαν υπέρ των τροποποιήσεων, που προτείνονται με το ως άνω 37 άρθρο του σχεδίου νόμου.
Την άποψη αυτή διατύπωσε πριν την ψηφοφορία και ο παριστάμενος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες.
------------------------------

Στο σημείο αυτό αποχώρησε από την Ολομέλεια ο Αρεοπαγίτης Γεώργιος Γιαννούλης, οπότε ο αριθμός των παρισταμένων μελών ανήλθε στους 43, διατηρουμένης της απαιτούμενης απαρτίας.
Σημειώνεται ότι για το Γ΄ και Δ΄ μέρος του σχεδίου νόμου η Ολομέλεια δεν γνωμοδότησε καθόσον αυτά αναφέρονται σε θέματα απονομής της δικαιοσύνης από το Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Για τις προτεινόμενες διατάξεις των άρθρων 86 επ. που ακολουθούν και που αφορούν τροποποιήσεις των διατάξεων του ν. 1756/1988 (Κ.Ο.Δ.Κ.Κ.Δ.Λ.), η Ολομέλεια έχει ήδη αποφανθεί με την υπ΄αριθμ. 21/27-10-2011 απόφασή της, στην οποία και πάλι αναφέρεται.
Ειδικά όμως για τις διατάξεις των άρθρων 91, 94, 95 και 99  του σχεδίου νόμου, η Ολομέλεια γνωμοδότησε ως εξής:
ΜΕΡΟΣ Ε΄
«ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 1756/1988 (Α΄ 35),
ΚΩΔΙΚΑΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ»

Άρθρο 91
Μισθός - θέµατα δικαστικών διακοπών
1. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 43 του ν. 1756/1988 αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Δεν οφείλεται µισθός για το χρονικό διάστηµα κατά το οποίο ο δικαστικός λειτουργός από δική του υπαιτιότητα δεν παρέχει υπηρεσία. Ως µη παροχή υπηρεσίας νοείται και η, κατά την κρίση των οργάνων που αναφέρονται στην επόµενη παράγραφο, συζήτηση µη ικανού αριθµού υποθέσεων, η αδικαιολόγητη καθυστέρηση παραδόσεως σχεδίων αποφάσεων και δικογραφιών που του ανατίθενται προς επεξεργασία, καθώς και η µη συµµετοχή στις συνεδριάσεις των οργάνων του δικαστηρίου ή η µη εκτέλεση υπηρεσίας που του ανατέθηκε αρµοδίως.
4. Στην περίπτωση της προηγούµενης παραγράφου ο µισθός περικόπτεται µε πράξη του δικαστικού λειτουργού που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ή µε πράξη του προϊσταµένου του αµέσως ανώτερου δικαστηρίου ή εισαγγελίας. Για την περικοπή του µισθού του εκκαθαριστή- δικαστικού λειτουργού, αρµόδιος είναι ο προϊστάµενος του αµέσως ανώτερου δικαστηρίου ή εισαγγελίας. Η πράξη της περικοπής τίθεται στον ατοµικό φάκελο του δικαστικού λειτουργού και συνιστά δυσµενές στοιχείο για την προαγωγή του. Κατά της πράξης αυτής επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συµβουλίου µέσα σε προθεσµία δέκα ηµερών από την επίδοσή της στον ενδιαφερόµενο δικαστικό λειτουργό, χωρίς να αναστέλλεται για οποιοδήποτε λόγο η εκτέλεσή της. Το συµβούλιο αποφαίνεται αµετάκλητα και σε περίπτωση εξαφάνισης της πράξης περικοπής αυτή δεν λαµβάνεται υπόψη για την προαγωγή».
2. Η παράγραφος 11 του άρθρου 44 του ν. 1756/1988 αντικαθίστανται ως εξής:
«11. Δικαστικός λειτουργός δεν έχει δικαίωµα να κάνει χρήση δικαστικών διακοπών ή κανονικής άδειας, εφόσον κατά την κρίση του οικείου προϊσταµένου υπάρχει κίνδυνος ουσιώδους καθυστέρησης στην έκδοση απόφασης ή βουλεύµατος σε επείγουσα υπόθεση ή σε άλλη επείγουσα δικαστική ενέργεια. Αν ο δικαστικός λειτουργός καθυστερεί να παραδώσει σηµαντικό αριθµό σχεδίων αποφάσεων υποθέσεων που έχουν συζητηθεί ή καθυστερεί να επεξεργασθεί τις δικογραφίες που του έχουν ανατεθεί κατά τους όρους που καθορίζει ο νόµος, ο κανονισµός ή η ολοµέλεια του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, µπορεί να υποχρεωθεί, µε πράξη του προϊσταµένου του οικείου δικαστηρίου ή µε πράξη του προϊσταµένου του αµέσως ανώτερου δικαστηρίου ή εισαγγελίας, να προσκοµίσει τον οριζόµενο από αυτούς αριθµό σχεδίων ή δικογραφιών µέσα στην περίοδο των δικαστικών διακοπών. Σε περίπτωση µη συµµόρφωσης, µπορεί µε πράξη των παραπάνω οργάνων να στερηθεί του δικαιώµατος να κάνει χρήση των δικαστικών διακοπών µέχρι να παραδώσει τον ορισθέντα αριθµό σχεδίων αποφάσεων ή δικογραφιών».
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες, αφού έλαβε το λόγο είπε τα εξής: «Η παλαιά διάταξη προέβλεπε περικοπή μισθού όταν οι δικαστικοί λειτουργοί με δική τους υπαιτιότητα δεν παρείχαν υπηρεσία. Όταν δηλαδή όχι μόνον δεν εξέδιδαν αποφάσεις αλλά δεν προσήρχοντο και στην υπηρεσία. Εάν εφαρμοστούν οι νέες διατάξεις θα καταλήξουμε σε ένα κυκεώνα συλλογισμών και σκέψεων. Διότι πώς θα κρίνουμε, με ποια κριτήρια,  πόσες υποθέσεις εξέδωσε ή πόσες υποθέσεις δίκασε στο ποινικό. Επίσης ποιό θα είναι το αρμόδιο όργανο να κρίνει αυτή την καθυστέρηση ώστε να προβεί στην έκδοση αυτής της πράξης. Μήπως θα είναι ο Πρόεδρος του ιδίου δικαστηρίου , με τον οποίο ανεβαίνει μαζί στην έδρα, ψηφίζει μαζί,  συλλειτουργεί μαζί, που είναι δηλαδή του αυτού επιπέδου;  Οπότε θα κάνουμε τον πρόεδρο του δικαστηρίου πειθαρχικό κριτή, διότι αυτή η πράξη θα έχει τα αποτελέσματα πειθαρχικού και θα λαμβάνεται υπόψη ως δυσμενές κριτήριο στις προαγωγές. Όμως πειθαρχικά όργανα και πειθαρχικές ποινές προβλέπει ο Κώδικας Δικαστικών Λειτουργών. Τέλος, νομίζω, αυτές οι διατάξεις απάδουν προς την αξιοπρέπεια του δικαστικού λειτουργού και υποβαθμίζει ολόκληρη τη δικαιοσύνη».
Εμμανουήλ Καλούδης, Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου: «Εγώ νομίζω ότι όλες αυτές οι διατάξεις καταδεικνύουν μία έντονη δυσπιστία προς τους δικαστικούς λειτουργούς και μειώνουν εν πολλοίς την προσωπικότητά τους. Υπάρχουν τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα για να ελέγξουν την καθυστέρηση των δικαστών. ΄Αλλωστε μόνον στο δικαστικό σώμα έχουν σημειωθεί τόσες απολύσεις, λόγω ανεπάρκειας. Σε κανέναν άλλο κλάδο δεν έχουν παρατηρηθεί τόσες απολύσεις μετά από τη διαδικασία πειθαρχικών συμβουλίων. Νομίζω ότι τα πειθαρχικά όργανα λειτουργούν αποτελεσματικά και όλες αυτές οι διατάξεις είναι, νομίζω, περιττές. ΄Αλλωστε μία από τις πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται σήμερα είναι και η στέρηση αποδοχών, με τη μορφή του προστίμου, η οποία όμως επιβάλλεται αφού κληθεί ο δικαστής προκειμένου να ακουσθεί. Τηρείται μία διαδικασία από τα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια πειθαρχικά συμβούλια έως ότου καταστεί αμετάκλητη η απόφαση. Τώρα όμως με τις διατάξεις αυτές ο κάθε προϊστάμενος του δικαστηρίου αυτοβούλως θα περικόπτει το μισθό του δικαστή. ΄Ετσι παρακάμπτεται η πειθαρχική διαδικασία».
Ρένα Ασημακοπούλου, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου: «Εγώ νομίζω ότι η αξιοπρέπεια του δικαστικού λειτουργού εξαρτάται από τη συνέπειά του, την εργατικότητά του και τον τρόπο που συμπεριφέρεται. Άλλωστε πρέπει να επισημάνουμε το γεγονός ότι υπάρχει μία μικρή μερίδα δικαστών, οι οποίοι (δικαστές) παραδίδουν μικρό αριθμό αποφάσεων κάθε μήνα. Εντούτοις αμείβονται κανονικά. Και βέβαια η απόλυση αποτελεί το έσχατο και το πιο σκληρό μέτρο για έναν δικαστή.  Για το λόγο αυτό νομίζω ότι οι διατάξεις αυτές είναι χρήσιμες αφού δίδεται η ευχέρεια στον δικαστή να συμμορφωθεί προς τα καθήκοντά του, πριν φτάσουμε στην απόλυση. Είναι δηλαδή ένα μέτρο, που θα βοηθήσει στη μείωση της εκκρεμότητας και συνακόλουθα στη μείωση των απολύσεων των δικαστών από την Ολομέλεια. Θεωρώ όμως ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να εφαρμοστούν οι νέες διατάξεις είναι αφενός μεν να καλείται ο δικαστής πριν την επιβολή των κυρώσεων ώστει να ακούγεται, αφετέρου δε να λαμβάνεται υπόψη και η γνώμη του αρμοδίου επιθεωρητή. Επίσης αρμόδιο όργανο για την περικοπή του μισθού θα πρέπει να είναι ο προϊστάμενος του αμέσως ανώτερου δικαστηρίου, αυτή δε η περικοπή πρέπει να επιβάλλεται μόνον στις περιπτώσεις της αδικαιολόγητης καθυστέρησης.  Γι΄αυτό και προτείνω η φράση ΄΄καθώς και η μη συμμετοχή στις συνεδριάσεις των οργάνων του δικαστηρίου ή η μη εκτέλεση υπηρεσίας που του ανατέθηκε αρμοδίως΄΄ να απαλειφθεί από την παραγρ. 3 του άρθρου 43 του ν. 1756/1988, όπως προτείνεται με την παραγρ. 1 του σχεδίου νόμου. Επίσης προτείνω να απαλειφθούν οι φράσεις α. ΄΄με πράξη του δικαστικού λειτουργού που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία΄΄ και β. ΄΄χωρίς να αναστέλλεται για οποιοδήποτε λόγο η εκτέλεσή της΄΄, στην παραγρ. 4 του άρθρου 43 του ν. 1756/1988, όπως προτείνεται ομοίως με την παραγρ. 1 του σχεδίου νόμου».
Γεωργία Λαλούση, Αρεοπαγίτης: «Νομίζω δεν μπορούμε να παρακάμψουμε και το Σύνταγμα, όπου ρητά αναφέρεται ο ρόλος και η αρμοδιότητα των πειθαρχικών οργάνων. Με τις διατάξεις αυτές υποκαθιστά ο κάθε προϊστάμενος του δικαστηρίου τα πειθαρχικά όργανα και αυτό δεν είναι σωστό».
Γεώργιος Χρυσικός, Εισηγητής-Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου: «Κατά την εισήγησή μου ταυτίζεται η άποψή μου με αυτήν της κας Προέδρου του Αρείου Πάγου. ΄Εχω όμως να σημειώσω το εξής: Επειδή το πειθαρχικό δίκαιο προβλέπει παράλληλα την επιβολή του προστίμου ως πειθαρχική ποινή για τις περιπτώσεις, μεταξύ άλλων αδικημάτων, και αυτού της καθυστέρησης, η οποία αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 91 του σχεδίου νόμου και εδώ λόγο περικοπής του μισθού με την ως άνω πράξη, τίθεται λοιπόν το θέμα τι θα γίνει αν προχωρήσουν παράλληλα και οι δύο διαδικασίες για το ίδιο αδίκημα. Θα προκύψει εμπλοκή των δύο διαδικασιών. Εκτός και αν προχωρήσουμε στην κατάργηση του πειθαρχικού αδικήματος της αδικαιολόγητης καθυστέρησης. Σαν αδίκημα δεν μπορούν να παραμείνουν και τα δύο».
Ρένα Ασημακοπούλου, Πρόεδρος του Αρείου Πάγου: «Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να πούμε ότι θα πρέπει να αναστέλλεται η άσκηση πειθαρχικής δίωξης μέχρι την έκδοση απόφασης από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο επί ασκηθείσας προσφυγής κατά της ως άνω πράξης. ΄Η επίσης θα μπορούσαμε να πούμε να εφαρμόζονται οι νέες διατάξεις εφόσον δεν έχει ασκηθεί πειθαρχική αγωγή για το ίδιο παράπτωμα».
Βασίλειος Λυκούδης, Αρεοπαγίτης: «Υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί ότι αυτή η  διάταξη του σχεδίου νόμου είναι μία ειδική διάταξη. Εδώ έχουμε μία ειδική ρύθμιση και μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν έχουμε πειθαρχικό αδίκημα. Διότι εάν συντρέχουν αυτές οι περιπτώσεις της διάταξης, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν έχει ασκηθεί πειθαρχική αγωγή».
΄Οσον αφορά το άρθρο 91 του σχεδίου νόμου, επειδή διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις, ακολούθησε ψηφοφορία μεταξύ των μελών της Ολομέλειας, η οποία έχει ως ακολούθως:


Σ Υ Ν Θ Ε Σ Η
΄Αρθρο 91  του σχεδίου νόμου
1.
Ρένα Ασημακοπούλου
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
2.
Ηλίας Γιαννακάκης
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
3.
 Εμμανουήλ Καλούδης
Α
4.
 Θεοδώρα Γκοΐνη
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
5.
Γεώργιος Χρυσικός-Εισηγητής
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
6.
Νικόλαος Ζαΐρης
Α
7.
Χαράλαμπος Δημάδης
Α
8.
Βασίλειος Λυκούδης
Α
9.
Ανδρέας Τσόλιας
Α
10.
Δήμητρα Παπαντωνοπούλου
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
11.
Νικόλαος Λεοντής
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
12.
Βιολέττα Κυτέα
Α
13.
Βαρβάρα Κριτσωτάκη
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
14.
Γεωργία Λαλούση
Α
15.
Γρηγόριος Κουτσόπουλος
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
16.
Νικόλαος Κωνσταντόπουλος
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
17.
Δημήτριος Μαζαράκης
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
18.
Παναγιώτης Ρουμπής
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
19.
Κωνσταντίνος Φράγκος
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
20.
Γεώργιος Αδαμόπουλος
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
21.
Νικόλαος Μπιχάκης
Α
22.
Α.Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
23.
Ιωάννης Γιαννακόπουλος
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
24.
Χρυσόστομος Ευαγγέλου
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
25.
Κωνσταντίνος Τσόλας
Α
26.
Δημήτριος Κράνης
Α
27.
Ανδρέας Ξένος
Α
28.
Κυριακούλα Γεροστάθη
Α
29.
Ευφημία Λαμπροπούλου
Α
30.
Αθανάσιος Γεωργόπουλος
Α
31.
Δημήτριος Κόμης
Α
32.
Βασίλειος Λαμπρόπουλος
Α
33.
Αντώνιος Ζευγώλης
Α
34.
Ερωτόκριτος Καλούδης
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
35.
Ασπασία Καρέλλου
Α
36.
Γεράσιμος Φουρλάνος
Α
37.
Μιλτιάδης Σπυρόπουλος
Α
38.
Ιωάννα Πετροπούλου
Α
39.
Ειρ. Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη
Σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε
40.
Δήμητρα Λεοντάρη-Μπουρνάκα
Α
41.
Εμμανουήλ Κλαδογένης
Α
42.
Γεώργιος Σακκάς
Α
43.
Μαρία Βασιλάκη
Α


Σημειώνεται ότι στην παραπάνω ψηφοφορία:
1. Το γράμμα «Α» σημαίνει την απάλειψη των διατάξεων του άρθρου 91, που προτείνονται με το σχέδιο νόμου. Υπέρ της απόψεως ψήφισαν 25 μέλη, η οποία αποτελεί και την άποψη της πλειοψηφίας.
2. Η φράση ΄΄σχ. νόμου όπως διαμορφώθηκε΄΄, σημαίνει ότι τα μέλη συμφωνούν με την τροποποίηση των διατάξεων, που προτείνεται με το ως άνω 91 άρθρο του σχεδίου νόμου, με την προϋπόθεση όμως να διαγραφούν οι φράσεις: α. ΄΄καθώς και η μη συμμετοχή στις συνεδριάσεις των οργάνων του δικαστηρίου ή η μη εκτέλεση υπηρεσίας που του ανατέθηκε αρμοδίως΄΄ β. ΄΄με πράξη του δικαστικού λειτουργού που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία΄΄ και γ. ΄΄χωρίς να αναστέλλεται για οποιοδήποτε λόγο η εκτέλεσή της΄΄ (παραγρ. 1 άρθρου 91) και με την προσθήκη ότι θα πρέπει να καλείται ο δικαστικός λειτουργός πριν την επιβολή κυρώσεων προκειμένου να ακουσθεί και να λαμβάνεται υπόψη και η άποψη του αρμοδίου επιθεωρητή. Τα αυτά ισχύουν, αντίστοιχα, και για την παραγρ. 2 του ως άνω άρθρου. Υπέρ της απόψεως αυτής τάχθηκαν 18 μέλη.
Στο σημείο αυτό προστέθηκε στη σύνθεση της Ολομέλειας ο Αρεοπαγίτης Σπυρίδων Μιτσιάλης, οπότε ο αριθμός των παρισταμένων μελών ανήλθε στους 44.

Άρθρο 94
Προαγωγές
Η παράγραφος 5 του άρθρου 49 του ν. 1756/1988 αντικαθίσταται και στο ίδιο άρθρο προστίθενται νέες παράγραφοι 6, 7 , 8, 9 και 10 ως εξής:
«5. Η προαγωγή στους βαθµούς του συµβούλου της Επικρατείας, του αρεοπαγίτη, του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του συµβούλου και αντεπιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, του επιτρόπου και αντεπιτρόπου των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, του προέδρου και εισαγγελέα εφετών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και του προέδρου εφετών των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, γίνεται κατ’ απόλυτη εκλογή και προϋποθέτει την ύπαρξη εξαιρετικών προσόντων στο πρόσωπο των ανωτέρω δικαστικών λειτουργών που έχουν τα τυπικά προσόντα.
6. Ως κατ’ εκλογή προακτέοι κρίνονται, οι λοιποί δικαστικοί λειτουργοί, πλην των αναφεροµένων στην προηγούµενη παράγραφο, οι οποίοι συγκεντρώνουν σε ικανό βαθµό τα πιο πάνω ουσιαστικά προσόντα και µπορούν να ανταποκριθούν πλήρως στα καθήκοντα του ανώτερου βαθµού. Σε όλες τις περιπτώσεις προαγωγής της κατηγορίας αυτής, η προαγωγή ποσοστού 20% γίνεται µε τα κριτήρια της προηγούµενης παραγράφου.
7. Για την εκτίµηση των ουσιαστικών προσόντων των κρινοµένων, λαµβάνονται υπόψη οι εκθέσεις επιθεώρησης, οι ατοµικοί φάκελοι και κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο.
8. Οι αποφάσεις του οικείου ανωτάτου δικαστικού συµβουλίου και της οικείας ολοµέλειας πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να είναι πλήρως αιτιολογηµένες. Τα µέλη τους µπορούν να στηρίζουν αιτιολογηµένα την κρίση τους και στην προσωπική τους αντίληψη ως προς την ικανότητα των κρινοµένων για την απονοµή της δικαιοσύνης και τα εν γένει προσόντα τους.
9. Δεν προάγεται στον επόµενο βαθµό, δικαστής ο οποίος καθυστερεί αδικαιολόγητα τη δηµοσίευση και θεώρηση των αποφάσεων που εκδίδει, καθώς και εισαγγελικός λειτουργός ο οποίος καθυστερεί αδικαιολόγητα την επεξεργασία των δικογραφιών που του ανατίθενται, εκτός αν το οικείο συµβούλιο αιτιολογήσει ειδικά τους λόγους της κατά παρέκκλιση προαγωγής. Αδικαιολόγητη είναι η καθυστέρηση όταν: α) η απόφαση δεν δηµοσιεύεται µέσα σε διάστηµα έξι µηνών από τη συζήτηση, β) προκειµένου για υποθέσεις ασφαλιστικών, όταν η απόφαση δεν εκδίδεται µέσα σε ένα µήνα, γ) προκειµένου για θεώρηση όταν αυτή γίνεται πέρα από ένα µήνα., δ)προκειµένου περί εισαγγελικών λειτουργών όταν η επεξεργασία και µη επιστροφή της δικογραφίας καθυστερεί πέρα από τέσσερες µήνες.
10.     Μη προακτέος κρίνεται ο δικαστικός λειτουργός ο οποίος έχει τιµωρηθεί πειθαρχικά σε οποιαδήποτε ποινή για καθυστέρηση στην εν γένει εκτέλεση των καθηκόντων του, τουλάχιστον δύο φορές την τελευταία επταετία».
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ιωάννης-Σπυρίδων Τέντες, αφού έλαβε το λόγο είπε τα εξής: «Θεωρώ ότι πρέπει να απαλειφθούν οι παράγραφοι 8, 9 και 10 καθώς το περιεχόμενό τους είναι ιδιαίτερα αυστηρό».
΄Οσον αφορά τις παραγράφους 9 και  10 του άρθρου 94 του σχεδίου νόμου, επειδή διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις, ακολούθησε ψηφοφορία μεταξύ των μελών της Ολομέλειας, η οποία έχει ως ακολούθως:


Σ Υ Ν Θ Ε Σ Η
΄Αρθρο 94  παραγρ. 9 και 10 του σχεδίου νόμου
1.
Ρένα Ασημακοπούλου
΄Οπως η εισήγηση
2.
Ηλίας Γιαννακάκης
΄Οπως η εισήγηση
3.
 Εμμανουήλ Καλούδης
Α
4.
 Θεοδώρα Γκοΐνη
΄Οπως η εισήγηση
5.
Γεώργιος Χρυσικός-Εισηγητής
΄Οπως η εισήγηση
6.
Νικόλαος Ζαΐρης
΄Οπως η εισήγηση
7.
Χαράλαμπος Δημάδης
΄Οπως η εισήγηση
8.
Βασίλειος Λυκούδης
Α
9.
Ανδρέας Τσόλιας
Α
10.
Δήμητρα Παπαντωνοπούλου
΄Οπως η εισήγηση
11.
Νικόλαος Λεοντής
΄Οπως η εισήγηση
12.
Βιολέττα Κυτέα
΄Οπως η εισήγηση
13.
Βαρβάρα Κριτσωτάκη
΄Οπως η εισήγηση
14.
Γεωργία Λαλούση
Α
15.
Γρηγόριος Κουτσόπουλος
΄Οπως η εισήγηση
16.
Σπυρίδων Μιτσιάλης
Α
17.
Νικόλαος Κωνσταντόπουλος
΄Οπως η εισήγηση
18.
Δημήτριος Μαζαράκης
Α
19.
Παναγιώτης Ρουμπής
΄Οπως η εισήγηση
20.
Κωνσταντίνος Φράγκος
Α
21.
Γεώργιος Αδαμόπουλος
΄Οπως η εισήγηση
22.
Νικόλαος Μπιχάκης
Α
23.
Α.Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά
΄Οπως η εισήγηση
24.
Ιωάννης Γιαννακόπουλος
΄Οπως η εισήγηση
25.
Χρυσόστομος Ευαγγέλου
΄Οπως η εισήγηση
26.
Κωνσταντίνος Τσόλας
΄Οπως η εισήγηση
27.
Δημήτριος Κράνης
΄Οπως η εισήγηση
28.
Ανδρέας Ξένος
Α
29.
Κυριακούλα Γεροστάθη
Α
30.
Ευφημία Λαμπροπούλου
Α
31.
Αθανάσιος Γεωργόπουλος
Α
32.
Δημήτριος Κόμης
Α
33.
Βασίλειος Λαμπρόπουλος
Α
34.
Αντώνιος Ζευγώλης
Α
35.
Ερωτόκριτος Καλούδης
Α
36.
Ασπασία Καρέλλου
Α
37.
Γεράσιμος Φουρλάνος
Α
38.
Μιλτιάδης Σπυρόπουλος
Α
39.
Ιωάννα Πετροπούλου
΄Οπως η εισήγηση
40.
Ειρ. Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη
΄Οπως η εισήγηση
41.
Δήμητρα Λεοντάρη-Μπουρνάκα
Α
42.
Εμμανουήλ Κλαδογένης
Α
43.
Γεώργιος Σακκάς
Α
44.
Μαρία Βασιλάκη
Α

Σημειώνεται ότι στην παραπάνω ψηφοφορία: α. Το γράμμα «Α» σημαίνει απάλειψη των παραγράφων 9 και 10 του ως άνω άρθρου. Υπέρ της απόψεως αυτής τάχθηκαν 23 μέλη, η οποία αποτελεί και την άποψη της πλειοψηφίας. β. Η φράση ΄΄όπως η εισήγηση΄΄ σημαίνει να παραμείνουν οι παράγραφοι αυτοί ως έχουν στο σχέδιο νόμου με την διαφοροποίηση ότι ο δικαστικός λειτουργός που τιμωρήθηκε πειθαρχικά, όχι την τελευταία επταετία αλλά πενταετία, να κρίνεται μη προακτέος. Υπέρ της απόψεως αυτής τάχθηκαν 21 μέλη.
Επίσης ομόφωνα τα μέλη της Ολομέλειας συμφώνησαν με την εισήγηση και τάχθηκαν υπέρ των λοιπών παραγράφων του ως άνω 94 άρθρου του σχεδίου νόμου με την προϋπόθεση της απάλειψης του τελευταίου εδαφίου της παραγρ. 6 δηλαδή της φράσης ΄΄Σε όλες τις περιπτώσεις προαγωγής της κατηγορίας αυτής, η προαγωγή ποσοστού 20% γίνεται με τα κριτήρια της προηγούμενης παραγράφου΄΄, για τους λόγους που αναλυτικά εκτίθενται στην εισήγηση.

Άρθρο 95
Μεταθέσεις
 Το άρθρο 50 του ν. 1756/1988 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Το Ανώτατο Δικαστικό Συµβούλιο όσον αφορά προαγωγές και µεταθέσεις δικαστικών λειτουργών συνεδριάζει µια φορά το χρόνο, κατά το από 20 Ιουνίου έως 10 Ιουλίου χρονικό διάστηµα. Οι προαγόµενοι και µετατιθέµενοι δικαστικοί λειτουργοί είναι υποχρεωµένοι να εµφανισθούν στις θέσεις του έως την 15η Σεπτεµβρίου του ίδιου έτους. Αν εµφανισθεί απρόβλεπτη υπηρεσιακή ανάγκη ή σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, επιτρέπεται µόνο απόσπαση δικαστικού λειτουργού, σύµφωνα µε όσα ορίζονται στο άρθρο 51.
2. Μετάθεση δικαστικού λειτουργού δεν επιτρέπεται πριν από τη συµπλήρωση υπηρεσίας δύο (2) δικαστικών ετών στον τόπο όπου τοποθετήθηκε, λόγω διορισµού, προαγωγής ή µετάθεσης. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται µετάθεση και πριν την παρέλευση του ανωτέρω χρονικού διαστήµατος, για υπηρεσιακούς ή σοβαρούς προσωπικούς λόγους, οι οποίοι πρέπει να βεβαιώνονται ειδικά στην απόφαση ή αν υποβληθούν αιτήσεις αµοιβαίας µετάθεσης.
3. Μετάθεση δικαστικού λειτουργού µπορεί να γίνει είτε ύστερα από αίτηση αυτού είτε αυτεπαγγέλτως προκειµένου να αντιµετωπισθεί υπηρεσιακή ανάγκη, η οποία πρέπει να εκτίθεται αναλυτικά στην απόφαση. Απαγορεύεται όµως να αποφασισθεί µετάθεση που έχει σχέση µε την άσκηση των δικαιοδοτικών και εν γένει υπηρεσιακών καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού.
4. Η µετάθεση είναι υποχρεωτική αν ο δικαστικός λειτουργός: α) υπέπεσε σε βαρύ πειθαρχικό παράπτωµα, β) εµφανίζει αδικαιολόγητη και σοβαρή, κατά την κρίση του Ανωτάτου Δικαστικού Συµβουλίου, καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του.
5. Με την επιφύλαξη της προηγούµενης παραγράφου, δεν επιτρέπεται µετάθεση εάν ο δικαστικός λειτουργός δεν έχει παραδώσει όλες τις εκκρεµείς υποθέσεις και δικογραφίες που του έχουν ανατεθεί.
6.       Δικαστικός λειτουργός σύζυγος δικαστικού λειτουργού µετατίθεται ύστερα από αίτησή του στην περιφέρεια που υπηρετεί ο άλλος σύζυγος, εφόσον δεν υπάρχει κώλυµα συνυπηρέτησης. Δηµόσιος υπάλληλος και υπάλληλος νοµικού προσώπου δηµοσίου δικαίου σύζυγος δικαστικού λειτουργού µπορεί να µετατίθεται ύστερα από αίτησή του στην περιφέρεια όπου υπηρετεί ο σύζυγός του, εφόσον υπάρχει κενή θέση σε αντίστοιχη υπηρεσία».
Στη συνέχεια, ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των μελών της Ολομέλειας και αφού διεξήχθη ψηφοφορία, τα μέλη ομόφωνα τάχθηκαν υπέρ των τροποποιήσεων, που προτείνονται με το ως άνω 95 άρθρο του σχεδίου νόμου, με την παρατήρηση ότι:  ο χρόνος κατά τον οποίο το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο θα συνεδριάζει για προαγωγές και μεταθέσεις μία φορά το χρόνο, να καθοριστεί από 10 Ιουνίου έως 10 Ιουλίου και όχι από 20 Ιουνίου έως 10 Ιουλίου, όπως αναφέρει το σχέδιο νόμου Επίσης να προστεθεί στο ως άνω άρθρο άλλη μία παράγραφος, στην οποία να αναφέρεται ότι ο δικαστικός λειτουργός μπορεί να μετατίθεται αν υπάρχει ή προκύπτει κώλυμα εντοπιότητας.
Την άποψη αυτή διατύπωσε πριν την ψηφοφορία και ο παριστάμενος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.
Άρθρο 99
Παρατηρητές-Προσφυγή σε ολοµέλεια
1. Το τρίτο και το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 67 του ν. 1756/1988 αντικαθίστανται, αντίστοιχα, ως εξής:
«Αυτοί ορίζονται µε κλήρωση µεταξύ των δεκαπέντε αρχαιοτέρων παρέδρων του Συµβουλίου της Επικρατείας, προέδρων εφετών και εφετών των διοικητικών εφετείων Αθηνών και Πειραιώς, οι οποίοι δεν έχουν τιµωρηθεί µε οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή εκτός από την επίπληξη ή δεν έχουν κριθεί µη προακτέοι στον επόµενο βαθµό από αυτόν που κατέχουν.
Οι µετέχοντες χωρίς ψήφο καλούνται να διατυπώσουν τη γνώµη τους για το κρινόµενο ζήτηµα, οφείλουν δε να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας».
2. Το πρώτο εδάφιο, αντίστοιχα, των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 68 του ν. 1756/1988 αντικαθίσταται ως εξής:
«7. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, µέσα σε αποκλειστική προθεσµία δεκαπέντε ηµερών αφ’ ότου περιέλθει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συµβουλίου, µπορεί, µε τους περιορισµούς της επόµενης παραγράφου, να διαφωνήσει προς την απόφαση και να παραπέµψει την υπόθεση στην Ολοµέλεια του Συµβουλίου της Επικρατείας, εκθέτοντας τους λόγους της διαφωνίας.
8. Προσφυγή στην Ολοµέλεια του Συµβουλίου της Επικρατείας κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συµβουλίου που αφορά προαγωγή, τοποθέτηση, µετάθεση και απόσπαση έχει δικαίωµα να ασκήσει ο δικαστικός λειτουργός τον οποίο αφορά η απόφαση αυτή, εφόσον όµως έλαβε τρεις τουλάχιστον ψήφους στο 15µελές Συµβούλιο και δύο στο 11µελές».
3. Το ένατο και το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 72 του ν. 1756/1988 αντικαθίστανται, αντίστοιχα, ως εξής:
«Στην ίδια συνεδρίαση γίνεται η κλήρωση για τους παρέδρους που µετέχουν στο Συµβούλιο χωρίς ψήφο, µεταξύ των δεκαπέντε αρχαιοτέρων παρέδρων, οι οποίοι δεν έχουν τιµωρηθεί µε οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή πλην της επίπληξης ή δεν έχουν κριθεί µη προακτέοι στον επόµενο βαθµό από αυτόν που κατέχουν.
Οι µετέχοντες χωρίς ψήφο καλούνται να διατυπώσουν τη γνώµη τους για το κρινόµενο ζήτηµα, οφείλουν δε να αποχωρήσουν πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας».
4. Στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 73 του ν. 1756/1988, απαλείφεται η φράση «ως προς τις λοιπές, πλην της προαγωγής».
΄Οσον αφορά μόνον την παράγραφο 2 του άρθρου 99 του σχεδίου νόμου (και ειδικότερα την τροποποίηση ή μη της παραγρ. 8 του άρθρου 68 του ν. 1756/1988), η Αρεοπαγίτης Γεωργία Λαλούση, αφού έλαβε το λόγο είπε τα εξής: «Η καθιέρωση του δικαιώματος του δικαστικού λειτουργού να προσφεύγει στην ολομέλεια του Αρείου Πάγου  όταν παραλείπεται κατά τις κρίσεις για προαγωγή, χωρίς να απαιτείται να έχει λάβει ούτε μία θετική ψήφο, υπήρξε ένα από τα βασικά αιτήματα των δικαστικών λειτουργών το οποίο προωθούσε η ΄Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων και το οποίο καθιερώθηκε με τον ισχύοντα οργανισμό, ο οποίος υπήρξε καρπός πολλών συζητήσεων και διεργασιών.  Κανείς δεν αμφισβήτησε την ανάγκη καθιέρωσης του δικαιώματος αυτού, κατά τη διάρκεια των διεργασιών αυτών, αντίθετα όλοι επέμεναν στην καθιέρωσή του.  Η χορήγηση του δικαιώματος αυτού χωρίς οποιαδήποτε προϋπόθεση, είναι βασική αρχή του δικαίου να έχει ο θιγόμενος δικαστικός λειτουργός δικαίωμα σε δεύτερη ευκαιρία για επανεξέταση του ζωτικού ζητήματος της προαγωγής, το οποίο είναι επιτακτικότερο στην περίπτωση των δικαστικών λειτουργών, ενόψει του ότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δεν προσβάλλονται ενώπιον του ΣτΕ. Περιπτώσεις αυθαιρεσίας στις αποφάσεις του ΑΔΣ έχουν υπάρξει στο παρελθόν και είναι δυνατόν να υπάρξουν ότι ο περιορισμός (αναγνωρίζεται δηλαδή έμμεσα ότι πρόκειται για περιορισμό) αυτός «προβλέπεται για λόγους ίσης μεταχείρισης όχι μόνο για το θιγόμενο δικαστικό λειτουργό, αλλά και για τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος, μόνο εάν συντρέχει το παραπάνω ελάχιστο όριο θετικών υπέρ δικαστικού λειτουργού ψήφων, μπορεί να διαφωνήσει με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου και να παραπέμψει την υπόθεση στην Ολομέλεια», είναι ατυχές. Και τούτο, επειδή ο δικαιολογητικός λόγος χορήγησης του δικαιώματος αυτού είναι διαφορετικός. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο είναι η βασικότερη εγγύηση της καθιερούμενης από το Σύνταγμα δικαστικής ανεξαρτησίας και η εκτελεστική εξουσία (ο εκάστοτε υπουργός) δεν έχει κανένα λόγο κατά τη λήψη των αποφάσεών του. Επειδή, όμως, όπως σε όλες τις ανθρώπινες αποφάσεις και πράξεις, μπορεί να εμφιλοχωρήσει λάθος, η διατύπωση μειοψηφίας είναι ένδειξη ότι ίσως να πρέπει να γίνει  επανεξέταση του θέματος, οπότε η άσκηση του δικαιώματος προσφυγής από τον υπουργό γίνεται για τη θεραπεία μιας τυχόν όχι σύμφωνης με τους κανόνες της ισότητας και της ανάγκης ορθής λειτουργίας της δικαιοσύνης απόφασης. Μπορεί, άλλωστε, να ισχύει η ίδια πρόβλεψη και για τον υπουργό όπως και με την ισχύουσα ρύθμιση του οργανισμού. Ο θιγόμενος δικαστικός λειτουργός, όμως, πρέπει να μπορεί να προσφεύγει ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου χωρίς να εξαρτάται η προσφυγή του από οποιαδήποτε προϋπόθεση».
  Επειδή διατυπώθηκαν διάφορες απόψεις ως προς το θέμα αυτό, ακολούθησε ψηφοφορία μεταξύ των μελών της Ολομέλειας, η οποία έχει ως ακολούθως:

Σ Υ Ν Θ Ε Σ Η
΄Αρθρο 99  παραγρ. 2  του σχεδίου νόμου
1.
Ρένα Ασημακοπούλου
Ως έχει το σχέδιο νόμου
2.
Ηλίας Γιαννακάκης
Ως έχει το σχέδιο νόμου
3.
 Εμμανουήλ Καλούδης
Α
4.
 Θεοδώρα Γκοΐνη
Ως έχει το σχέδιο νόμου
5.
Γεώργιος Χρυσικός-Εισηγητής
Ως έχει το σχέδιο νόμου
6.
Νικόλαος Ζαΐρης
Ως έχει το σχέδιο νόμου
7.
Χαράλαμπος Δημάδης
Α
8.
Βασίλειος Λυκούδης
Ως έχει το σχέδιο νόμου
9.
Ανδρέας Τσόλιας
Α
10.
Δήμητρα Παπαντωνοπούλου
Ως έχει το σχέδιο νόμου
11.
Νικόλαος Λεοντής
Ως έχει το σχέδιο νόμου
12.
Βιολέττα Κυτέα
Α
13.
Βαρβάρα Κριτσωτάκη
Α
14.
Γεωργία Λαλούση
Α
15.
Γρηγόριος Κουτσόπουλος
Α
16.
Σπυρίδων Μιτσιάλης
Α
17.
Νικόλαος Κωνσταντόπουλος
Α
18.
Δημήτριος Μαζαράκης
Α
19.
Παναγιώτης Ρουμπής
Ως έχει το σχέδιο νόμου
20.
Κωνσταντίνος Φράγκος
Α
21.
Γεώργιος Αδαμόπουλος
Ως έχει το σχέδιο νόμου
22.
Νικόλαος Μπιχάκης
Α
23.
Α.Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά
Ως έχει το σχέδιο νόμου
24.
Ιωάννης Γιαννακόπουλος
Α
25.
Χρυσόστομος Ευαγγέλου
Α
26.
Κωνσταντίνος Τσόλας
Α
27.
Δημήτριος Κράνης
Α
28.
Ανδρέας Ξένος
Ως έχει το σχέδιο νόμου
29.
Κυριακούλα Γεροστάθη
Α
30.
Ευφημία Λαμπροπούλου
Α
31.
Αθανάσιος Γεωργόπουλος
Α
32.
Δημήτριος Κόμης
Α
33.
Βασίλειος Λαμπρόπουλος
Α
34.
Αντώνιος Ζευγώλης
Α
35.
Ερωτόκριτος Καλούδης
Α
36.
Ασπασία Καρέλλου
Α
37.
Γεράσιμος Φουρλάνος
Α
38.
Μιλτιάδης Σπυρόπουλος
Ως έχει το σχέδιο νόμου
39.
Ιωάννα Πετροπούλου
Ως έχει το σχέδιο νόμου
40.
Ειρ. Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη
Α
41.
Δήμητρα Λεοντάρη-Μπουρνάκα
Α
42.
Εμμανουήλ Κλαδογένης
Ως έχει το σχέδιο νόμου
43.
Γεώργιος Σακκάς
Α
44.
Μαρία Βασιλάκη
Ως έχει το σχέδιο νόμου

Σημειώνεται ότι στην παραπάνω ψηφοφορία: α. Το γράμμα «Α» σημαίνει απάλειψη της παραγρ. 8 του άρθρου 68 του ν. 1756/1988, όπως προτείνεται με την παραγρ. 2 του ως άνω 99 άρθρου του σχεδίου νόμου. Υπέρ της απόψεως αυτής τάχθηκαν 28 μέλη, η οποία και αποτελεί και την άποψη της πλειοψηφίας. Και  β. 16 μέλη της Ολομέλειας τάχθηκαν υπέρ της απόψεως να τροποποιηθεί η διάταξη όπως προτείνεται με το σχέδιο νόμου.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και εκδόθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2011.

        Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



    Ρένα Ασημακοπούλου                            Μάρθα Ψαραύτη




5 σχόλια:

  1. Λυπαμαι πολύ, που σε διατάξεις,όπως πχ η διετής παραμονή του δικαστή στο δ/ριο της τοποθέτησης ή μετάθεσής του,που "καινε" τους δικαστές των πρωτοδικείων και εφετείων, η ολομέλεια του ΑΠ είπε ΟΜΟΦΩΝΑ ναι.Αλήθεια,που ήταν οι εκπρόσωποί μας από την ΕΔΕ?Γιατί δεν αντέδρασαν, αλλά προτίμησαν να αποχωρήσουν?Κρίμα,πολύ κρίμα....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Απλά επιβεβαιώνεται για μια ακόμα φορά το τεράστιο χάσμα μεταξύ ΑΠ και δικαστηρίων ουσίας. Και ναι, πραγματικά είναι κρίμα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. "Για τις προτεινόμενες διατάξεις των άρθρων 86 επ. που αφορούν τροποποιήσεις των διατάξεων του Νόμου 1756/1988 (Κ.Ο.Δ.Κ.Κ.Δ.Λ.) αποφάνθηκε ήδη η Ολομέλεια με την υπ’ αριθ. 21/2011 απόφαση της 27-10-2011, στην οποία και πάλι αναφέρεται."

    (ΤΟ ΕΓΡΑΨΑ ΚΑΙ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΗΓΗΣΗ)
    ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΩΛΥΜΑΤΩΝ ΕΝΤΟΠΙΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΡΟΔΟ, ΙΩΑΝΝΙΝΑ, ΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΒΟΛΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΑΝΑΤΡΟΦΗΣ ΤΕΚΝΟΥ, ΑΠΟ 9 ΣΕ 5 ΜΗΝΕΣ, ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΥΤΗΣ, ΠΛΕΟΝ ΚΑΙ ΜΕ ΝΟΜΟ (ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ), ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥΣ (ΑΡΘΡΟ 90 ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ), ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠ? ΕΧΟΥΝ ΗΔΗ ΔΙΑΤΥΠΩΘΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ (21/2011)? ΕΓΩ ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΧΩ ΒΡΕΙ. ΞΕΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΤΙ ΠΑΡΑΠΑΝΩ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Η ρύθμιση για τη διετία μπορεί να είναι ακραία. Από την άλλη όμως πρέπει να επισημανθεί ότι με το σημερινό καθεστώς κάποια δικαστήρια της χώρας (ιδίως στα νησιά αλλά και σε απομακρυσμένες περιοχές) είχε παρατηρηθεί εντός του ίδιου έτους να αλλάζουν δύο και τρεις φορές οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς πρωτοδικών (που έχουν και την ευθύνη διεύθυνσης των υπηρεσιών τους)ενώ περιφερειακά Εφετεία (ιδίως Αιγαίου, Κρήτης, Θράκης) δεν θύμιζαν καν δικαστήρια αλλά .... κέντρα διερχομένων. Ειδικά στην Κρήτη (περιοχή με τη μεγαλύτερη ίσως οικονομική ανάπτυξη στη Χώρα αλλά και με μεγάλη εγκληματικότητα)το φαινόμενο ήταν πολύ έντονο. Η λύση είναι οι προαγωγές και μεταθέσεις να γίνονται μόνο κάθε Ιούνιο (και όχι κάθε δύο - τρεις μήνες) και όλοι οι δικαστές να υποχρεούνται σε πραγματική υπηρεσία ενός έτους εκεί που τοποθετούνται (ώστε κάποιοι να μην αποφεύγουν τις "δυσπρόσιτες" περιοχές με διάφορα τεχνάσματα, όπως αποσπάσεις, γονικές και αναρρωτικές άδειες και άλλες παρόμοιες συμπεριφορές, που στρέφονται σε βάρος των φιλότιμων δικαστών και του κύρους του δικαστικού λειτουργήματος). Όλοι οι Έλληνες πολίτες, είτε μένουν στο Κολωνάκι και στο Πανόραμα είτε στο Καστελόρριζο και στους Οθωνούς δικαιούνται σοβαρό και ίσο επίπεδο δικαστικής λειτουργίας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Η Ολομέλεια του ΑΠ με κάποιες από τις θέσεις, που διατύπωσε στη γνωμοδότησή της, οδηγεί σε λυπηρές σκέψεις τους δικαστές & εισαγγελείς των άλλων βαθμών και δεν διστάζει να μας δείξει, ότι ξέχασε το γεγονός πως κάποτε από τα ίδια μετερίζια του α' και β' βαθμού πέρασαν ΚΑΙ τα αξιότιμα Μέλη αυτής! !

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ