ΜΕΤΑΧΡΟΝΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΕΠΙΤΑΓΗ – ΔΟΛΟΣ ΕΚΔΟΤΗ
Στα ΠοινΧρον του Νοεμβρίου 2010 έχει δημοσιευθεί η ΑΠ ποιν. 2216/2009 με αντικείμενο τη μεταχρονολογημένη επιταγή. Το ενδιαφέρον τμήμα της απόφασης είναι το ακόλουθο:
«Η αιτιολογία όμως αυτή δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά τα εκτεθέντα στην νομική σκέψη. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της ελλείψεως των αναγκαίων κεφαλαίων προς πληρωμή των επιταγών, κατά τον χρόνο που, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ανωτέρω αναφερομένης εταιρίας, πραγματικά εξέδωσε τις αναφερόμενες εκεί μεταχρονολογημένες τρεις επιταγές, τον οποίο ανελέγκτως δέχθηκε […], δεν παραθέτει πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι στον λογαριασμό που τηρούνταν στο αναφερόμενο στο σώμα αυτών κατάστημα της πληρώτριας Τράπεζας δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της πραγματικής εκδόσεώς των και όλο το χρονικό διάστημα από τότε και μέχρι της επικληθείσης απ’ αυτόν και μη αμφισβητηθείσης αποχωρήσεώς του από το Δ.Σ. της εταιρίας και της απώλειας της ιδιότητας του νομίμου εκπροσώπου της […]. Συγκεκριμένα δεν αναφέρει αν προσκομίσθηκε βεβαίωση της πληρώτριας Τράπεζας περί της υπάρξεως ή μη στον λογαριασμό αυτό των αναγκαίων προς πληρωμή των τριών επιταγών κεφαλαίων καθ’ όλο το ως άνω χρονικό διάστημα, γεγονός με το οποίο συνδέεται άμεσα και το στοιχείο της, κατά την αναφερομένη στην νομική σκέψη έννοια, γνώσεως του κατηγορουμένου, ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας, περί της ανυπαρξίας, που ενδιαφέρει εν προκειμένω κατά τα προεκτεθέντα, των κεφαλαίων αυτών. Η αιτιολογία της αποφάσεως ότι η ανυπαρξία των αναγκαίων κεφαλαίων κατά τον χρόνο της πραγματικής εκδόσεως των επιταγών και η περί αυτής γνώση του κατηγορουμένου συνάγεται από το γεγονός του ότι αυτές ήσαν μεταχρονολογημένες κατά 7-8 μήνες, δεν τυγχάνει ειδική και εμπεριστατωμένη, διότι η έκδοση μεταχρονολογημένων επιταγών, η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο της κατά τα τελευταία έτη παγίας τακτικής της μεταβολής της επιταγής από μέσο πληρωμής σε μέσο παροχής πιστώσεως, δεν καταδεικνύει άνευ ετέρου την ανυπαρξία των αναγκαίων προς πληρωμή τους κεφαλαίων, κατά τον χρόνο εκδόσεώς τους, αφού τούτο μπορεί να αποδοθεί σε οικονομικό προγραμματισμό του εκδότη και πληρωτή των επιταγών και σε επιθυμία διατηρήσεως χρηματικής ρευστότητας, ως και σε βάθος χρόνου ρύθμιση των υποχρεώσεών του. Επίσης η προσβαλλομένη απόφαση ουδεμία διαλαμβάνει αιτιολογία περί του αν προέκυψε και πως η ανυπαρξία κεφαλαίων στην πληρώτρια Τράπεζα, κατά το χρονικό διάστημα από της πραγματικής εκδόσεως των επιταγών μέχρι της κατά τα άνω απώλειας της ιδιότητας του νομίμου εκπροσώπου της πληρώτριας εταιρίας και της με την ανωτέρω έννοια γνώσεως από τον αναιρεσείοντα της ανυπαρξίας των κεφαλαίων αυτών. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς τον χρόνο εκδόσεως των επίμαχων επιταγών και συγκεκριμένα, ενώ στο σκεπτικό και την αρχή του διατακτικού αναφέρεται, ως πραγματικός χρόνος της κατ’ εξακολούθηση εκδόσεως των τριών μεταχρονολογημένων επιταγών, ο Μάρτιος του 2002, στη συνέχεια αναφέρεται ότι αυτές εκδόθηκαν, από τον κατηγορούμενο, με την ανωτέρω ιδιότητά του, στις […], […] και […], ημερομηνίες οι οποίες στο σκεπτικό αναφέρονται ως φερόμενος χρόνος εκδόσεώς τους. Οι ασάφειες και αντιφάσεις αυτές καθιστούν ανέφικτο το αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων του άρ. 79 παρ. 1 Ν. 5960/1933 και, σύμφωνα με αυτά που εκτέθηκαν στην νομική σκέψη, στερούν την προσβαλλομένη απόφαση νόμιμης βάσης. Κατά συνέπεια, αφού γίνει δεκτός, ως βάσιμος, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η αναιρεσιβαλλομένη για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβαση του άρ. 79 παρ. 1 Ν. 5960/1933 (άρ. 510 παρ. 1 Δ΄ και Ε΄ του ΚΠΔ), παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (άρ. 519 ΚΠΔ), αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.»
========
ΕΡΩΤΗΜΑ
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν.Δ. 1059 της 20/23-12-1971 Περί του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων «Εξαιρετικώς επιτρέπεται η παροχή πληροφοριών για τις απόρρητες χρηματικές ή άλλες καταθέσεις σε τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα μετά από ειδικά αιτιολογημένη παραγγελία ή αίτηση ή απόφαση του αρμόδιου για την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης οργάνου δια του δικαστικού συμβουλίου ή δικαστηρίου, στο οποίο διενεργείται η σχετική διαδικασία, εφ ‘ όσον η παροχή των πληροφοριών αυτών είναι απολύτως αναγκαία για την ανίχνευση και τον κολασμό κακουργήματος».
Ο προβληματισμός μου είναι ο εξής: με δεδομένο το τραπεζικό απόρρητο (βλ. και την ΑΠ ποιν. 1713/2006 ΠοινΧρον 2007/792 η οποία θεωρεί απαγορευμένα τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν κατά παράβαση του Ν.Δ. 1059/1971) και το ότι η έκδοση ακάλυπτης επιταγής είναι πλημμέλημα, πως μπορεί ο εγκαλών ή η εισαγγελία να προσκομισεί την προαναφερθείσα βεβαίωση στο δικαστήριο, αν ο κατηγορούμενος είναι απών ή αρνείται να την προσκομίσει;
Μήπως υπάρχει κάποιο άλλο νομοθέτημα που μου διαφεύγει;