πηγή
https://www.ddikastes.gr/node/3984
Απόσπασμα απόφασης
2. Επειδή, οι αιτούσες δικαστικές Ενώσεις ζητούν να ανασταλεί η εκτέλεση α) του κατ’ άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3213/2003 καταλόγου ελεγχομένων προσώπων για το έτος 2018, που συντάχθηκε από την αρμόδια Διεύθυνση Δ1 του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διαβιβάσθηκε στην αρμόδια Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και ήδη στις 17.1.2019 καταχωρίστηκε στην προβλεπόμενη ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή, και β) της υπ’ αρ. 84949/29.11.2018 πράξης της Προϊσταμένης του Τμήματος Α2 της Διεύθυνσης Δ1 της Γενικής Διεύθυνσης Α΄ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με θέμα «Υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης από τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς – Ενημέρωση υπόχρεων». Κατά των πράξεων αυτών οι αιτούσες Ενώσεις, καθώς και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος έχουν ασκήσει αίτηση ακυρώσεως, δικάσιμος της οποίας έχει οριστεί η 1.3.2019.
3. Επειδή, ως συμπροσβαλλόμενη πρέπει να θεωρηθεί, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου της αιτήσεως, και η, ήδη καταχωρισθείσα στην ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή, κατάσταση δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο υπάγεται, κατ’ άρθρο 24 παρ. 3 περ. ε΄ του ν. 1558/1985 (A΄ 13), στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
4. Επειδή, η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη κοινοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, και σε όλους τους υπηρετούντες δικαστικούς λειτουργούς του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο δε προσβαλλόμενος κατάλογος («κατάσταση») του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τους υπόχρεους σε υποβολή Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) του έτους 2018 περιλαμβάνει, κατ’ άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, υποχρεωτικώς όλους τους υπόχρεους που υπάγονται στον φορέα αυτόν, μεταξύ των οποίων και τους υπόχρεους της περιπτώσεως ιβ΄ της παραγράφου 1 του αυτού άρθρου 1 (δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς που απέκτησαν, κατέχουν ή απώλεσαν την ιδιότητα αυτή κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 31.12.2017 ή απώλεσαν την ιδιότητά τους στις τρεις (3) προηγούμενες χρήσεις), και, επομένως, όλα τα μέλη της παρούσας Επιτροπής Αναστολών. Συνεπώς, θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί, κατ’ αρχήν, λόγος εξαίρεσης από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 52 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985 - Α΄ 182), εφαρμοζόμενο αναλόγως δυνάμει του άρθρου 40 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8). Δεδομένου, όμως, ότι αντίστοιχος λόγος συντρέχει στο πρόσωπο όλων των δικαστικών λειτουργών του Δικαστηρίου, τυχόν αποδοχή του θα οδηγούσε σε ολοσχερή αδυναμία συγκρότησης Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, δυναμένης να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση. Εν όψει τούτου, δεν συντρέχει λόγος εξαίρεσης των μελών της Επιτροπής για τον λόγο αυτόν (Ε.Α. 373/2016, πρβλ. Ε.Α. 806/2004).
5. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 και 4 του ν. 3213/2003 (Α΄ 309), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 15 του άρθρου 1 του ν. 4571/2018 (Α΄ 186) και το δεύτερο εδάφιο αυτής τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 75 του ν. 4587/2018 (Α΄ 218), «3. Μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου κάθε έτους ο αρμόδιος φορέας ή τα όργανα διοίκησης του φορέα στον οποίο υπάγονται ή από τον οποίο εποπτεύονται οι υπόχρεοι ετήσιας δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, οφείλει να καταχωρίσει ηλεκτρονικά, μέσω της ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής, την κατάσταση των υπόχρεων προσώπων και να την οριστικοποιήσει. Η κατάσταση περιλαμβάνει υπόχρεους που απέκτησαν, κατέχουν ή απώλεσαν την ιδιότητα του υπόχρεου στην προηγούμενη χρήση, στις τρεις (3) προηγούμενες χρήσεις για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α΄ έως και ε΄ και ιβ΄ της παραγράφου 1 ή στις χρήσεις που κατ’ εξαίρεση ειδικότερα προβλέπονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Η μη ύπαρξη υπόχρεων πρέπει να δηλώνεται ηλεκτρονικά με την οριστικοποίηση μηδενικής κατάστασης από πιστοποιημένο χρήστη του φορέα. Το αρμόδιο όργανο ελέγχου μπορεί να ζητά από οποιαδήποτε υπηρεσία, φορέα ή νομικό ή φυσικό πρόσωπο που διαθέτει στοιχεία για πρόσωπα που υπάγονται στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, κατάσταση των οικείων προσώπων. 4. Αμφισβητήσεις αποκλειστικά και μόνο ως προς την ιδιότητα του υπόχρεου επιλύονται με πράξη των κατά περίπτωση αρμοδίων οργάνων ελέγχου, η οποία εκδίδεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή της αίτησης του ενδιαφερομένου ή των οργάνων, που είναι αρμόδια να υποβάλουν την κατά την προηγούμενη παράγραφο, κατάσταση υπόχρεων». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 4571/2018, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 75 παρ. 3 του ν. 4587/2018, «Οι καταστάσεις της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 για τους υπόχρεους σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. 2018 καταχωρίζονται από 3.1.2019 έως 25.1.2019».
6. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η προσβαλλόμενη κατ’ άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3213/2003 κατάσταση δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαβιβάσθηκε στις 22.2.2018 στη Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού και Διοικητικής Υποστήριξης του ρηθέντος Υπουργείου, η οποία με το υπ’ αρ. πρωτ. 29808οικ/8.5.2018 έγγραφό της την απέστειλε, σε ηλεκτρονική μορφή, στο τότε αρμόδιο όργανο ελέγχου (Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης). Μετά την τροποποίηση του ν. 3213/2003 με τον ν. 4571/2018, η ως άνω κατάσταση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με το ίδιο περιεχόμενο εκείνης που είχε διαβιβασθεί στη ρηθείσα Διεύθυνση, καταχωρίσθηκε στις 17.1.2019 ηλεκτρονικώς μέσω της ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής (βλ. υπ’ αρ. πρωτ. 2603 Οικ. 23.1.2019 έγγραφο της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού και Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Όπως αναφέρεται στο διαβιβασθέν στο Δικαστήριο υπ’ αρ. πρωτ. 4106/22.1.2019 έγγραφο της 11ης Υπηρεσίας Επιτρόπου Διοικητικής Υποστήριξης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η κατάσταση των υπόχρεων δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου συντάχθηκε από την 11η Υπηρεσία Επιτρόπου και υπογράφηκε από την Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου στις 28.11.2018. Η κατάσταση αυτή καταχωρίσθηκε στην ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή στις 22.1.2019. Οι ως άνω πράξεις, η σύνταξη και καταχώριση των οποίων στην ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή προβλέπεται από τις μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη, διατάξεις του ν. 3213/2003, αν και εγείρονται αμφιβολίες ως προς την εκτελεστότητά τους, δεν μπορεί να θεωρηθούν ως προδήλως μη εκτελεστές (πρβλ. ΕΑ 15/2015, 430/2013, 380/2013, 1382/2008, 109/2003). Επομένως, παραδεκτώς ζητείται η αναστολή της εκτελέσεώς τους και είναι απορριπτέος ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του Δημοσίου.
7. Επειδή, εξ άλλου, με τη δεύτερη προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 84949/29.11.2018 πράξη της Προϊσταμένης του Τμήματος Α2 της Διεύθυνσης Δ1 της Γενικής Διεύθυνσης Α΄ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία κοινοποιήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τον Άρειο Πάγο, την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, τη Γενική Επιτροπεία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, τους Προϊσταμένους των Εφετείων και των Εισαγγελιών Εφετών της χώρας και τους Προϊσταμένους των Διοικητικών Εφετείων της χώρας (με την παράκληση οι Προϊστάμενοι αυτοί να ενημερώσουν τα δικαστήρια των περιφερειών τους), επισημαίνεται στους αποδέκτες η υποχρέωση υποβολής δηλώσεων πόθεν έσχες, η ανάθεση του ελέγχου σε επιτροπή με ενδεκαμελή σύνθεση, η προθεσμία υποβολής δηλώσεων, οι κυρώσεις σε περίπτωση ανακριβούς ή ελλιπούς δηλώσεως, παρακαλούνται δε οι Προϊστάμενοι όλων των δικαστικών υπηρεσιών της χώρας να ενημερώσουν άμεσα και ενυπόγραφα τους υπηρετούντες δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς και οι Πρόεδροι Πρωτοδικών να κοινοποιήσουν το έγγραφο αυτό στα Ειρηνοδικεία και Πταισματοδικεία της περιφέρειάς τους. Το έγγραφο αυτό με το ανωτέρω περιεχόμενο έχει πληροφοριακό χαρακτήρα και δεν μπορεί να θεωρηθεί εκτελεστό. Επομένως, απαραδέκτως ζητείται η αναστολή εκτελέσεώς του.
8. Επειδή, οι αιτούσες Ενώσεις προβάλλουν, προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός τους για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων, ότι με τις εν λόγω πράξεις διαπιστώνεται η υποχρέωση όλων των μελών τους να υποβάλλουν Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και Δηλώσεων Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.), κατά παράβαση κανόνων υπέρτερης τυπικής ισχύος και, ως εκ τούτου, με τις πράξεις αυτές δεν θεσπίζονται ατομικές ρυθμίσεις που αφορούν ένα ή ορισμένα μόνον από τα μέλη τους, αλλά εφαρμόζεται ένα μέτρο που αφορά όλους ανεξαίρετα τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς. Οι καταστατικοί δε σκοποί των ενώσεων αυτών, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας και η προάσπιση των υπηρεσιακών συμφερόντων των μελών τους, βαίνουν πέραν των εν στενή εννοία υπηρεσιακών συμφερόντων των μελών τους και αφορούν, επίσης, την προάσπιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των συνταγματικών εγγυήσεων υπέρ των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Το καθ’ ου, με το έγγραφο των απόψεων, προβάλλει τα εξής: α) Η κρινόμενη αίτηση ασκείται προώρως και δεν υφίσταται ενεστώς έννομο συμφέρον των αιτουσών ενώσεων για άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, δεδομένου ότι η προθεσμία υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. ξεκινά την 18.2.2019. β) Τα αιτούντα σωματεία δεν εξειδικεύουν ούτε τεκμηριώνουν επαρκώς το έννομο συμφέρον τους για την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων, καθόσον η μη συνδεόμενη με την άσκηση των καθηκόντων τους κατά την απονομή της δικαιοσύνης υποχρέωση ηλεκτρονικής υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των μελών τους και η συμπερίληψή τους στην προσβαλλόμενη κατάσταση ούτε προσβάλλει τους καταστατικούς σκοπούς τους, ούτε επιφέρει οικονομική ή επαγγελματική ζημία ή βλαπτική μεταβολή των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών τους, δηλ. των συμφερόντων που άπτονται του πλαισίου και των συνθηκών άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος. γ) Τα αιτούντα σωματεία δεν νομιμοποιούνται προς άσκηση της κρινόμενης αίτησης, διότι αφ’ ενός δεν προηγήθηκε της κρινόμενης αίτησης που αφορά σε ένα ζήτημα μείζονος και ιδιάζουσας σημασίας, εξουσιοδότηση προς το Δ.Σ. των σωματείων αυτών από τη Γ.Σ. των μελών τους, κατά τη συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενη διάταξη του άρθρου 93 του ΑΚ και αφ’ έτερου δεν διευκρινίζεται στο δικόγραφο αν για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης εκπροσωπούνται και τα μέλη των αιτουσών ενώσεων τα οποία έχουν ήδη υποβάλει δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης τα προηγούμενα έτη (και συγκεκριμένα 795 το έτος 2016 και 709 το έτος 2017). Εν όψει του περιεχομένου των προεκτεθέντων ισχυρισμών των αιτουσών ενώσεων και των σκοπών που κατά τα προσκομισθέντα καταστατικά τους επιδιώκουν, η Επιτροπή Αναστολών κρίνει ότι δεν τίθεται ζήτημα πρόδηλης ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των αιτούντων νομικών προσώπων για την προσβολή με αίτηση ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 2649, 3312/2017 Ολομ.), ούτε άλλωστε τίθεται ζήτημα πρόδηλης ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως των ως άνω αιτούντων, ώστε να καθίσταται από την άποψη αυτή απορριπτέα η κρινόμενη αίτηση αναστολής, οι αντίθετοι δε ισχυρισμοί του καθ' ου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
9. Επειδή, το άρθρο 52 του π.δ. 18/1989 ορίζει στις παρ. 6, 7 και 8 τα εξής: «6. Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης γίνεται δεκτή, όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακυρώσεως. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημόσιου συμφέροντος κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. 7. Εάν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη, μπορεί να δεχθεί την αίτηση αναστολής, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Αντίθετα, η αίτηση αναστολής μπορεί να απορριφθεί ακόμη και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, αν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη. 8. Η Επιτροπή, εκτός από την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, μπορεί να διατάξει και κάθε άλλο, κατά περίπτωση, κατάλληλο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων».
10. Επειδή, με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3213/2003, ως ίσχυε πριν η περ. α΄ της παραγράφου αυτής αντικατασταθεί με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 4571/2018, ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών ανήκε στην αρμοδιότητα της Γ` Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες [και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης], η οποία κατά τις διατάξεις των άρθρου 7 και 7Α του ν. 3691/2008 (Α΄ 166) και ήδη τις νεότερες διατάξεις των άρθρων 47 και 48 του ν. 4557/2018 (Α΄ 139), συγκροτείται από τον Πρόεδρο αυτής (ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, ο οποίος είναι πλήρους απασχόλησης και επιλέγεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) και από τέσσερα (4) μέλη «στελέχη» της Διοικήσεως, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό προσόντων - εκτός από το προερχόμενο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στέλεχος, το οποίο πρέπει να έχει «πτυχίο νομικής σχολής», τα οποία προτείνονται είτε από τον αρμόδιο Υπουργό, είτε από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Με τις αποφάσεις 2649 και 3312/2017 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η ανάθεση του ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών στην ανωτέρω Μονάδα αντίκειται στα άρθρα 26 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος.
11. Επειδή, ακολούθως, με τις διατάξεις του ν. 4571/2018 εισήχθη νέο σύστημα ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών με την ανάθεση του ελέγχου αυτού στην Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο και είναι αρμόδια και για τον έλεγχο των αντίστοιχων δηλώσεων του Πρωθυπουργού, των Αρχηγών των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και όσων λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση, των Υπουργών, αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών, των βουλευτών και ευρωβουλευτών και των Περιφερειαρχών, των Δημάρχων και όσων διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων. Η ίδια Επιτροπή είναι αρμόδια και για τον έλεγχο της χρηματοδότησης και της διαχείρισης των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων και αιρετών αντιπροσώπων της Βουλής των Ελλήνων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (άρθρο 19 ν. 4304/2014, Α 146). Η Επιτροπή αυτή είναι ανεξάρτητη, αποτελείται από έντεκα (11) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές και συγκροτείται από: α) Τον Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, β) έναν Αρεοπαγίτη γ) δύο (2) Συμβούλους της Επικρατείας, δ) έναν Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ε) τον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όλοι δε οι ανωτέρω δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί ορίζονται με απόφαση των Προέδρων των οικείων δικαστηρίων και με πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντιστοίχως, μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στ) τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (ο οποίος κατά το ισχύον άρθρο 47 του ν. 4557/2018 είναι ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, οριζόμενος κατόπιν απόφασης του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου), ζ) τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, η) τον Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, θ) τον βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση και, τέλος, ι) τον βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση. Κατά τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, καθήκοντα Πρόεδρου της Επιτροπής ασκεί ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός από τα μέλη της, ο δε Πρόεδρος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας συμμετέχει στην Επιτροπή ως μέλος. Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί (πλην του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες) είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.
12. Επειδή, οι ανωτέρω κρίσεις των ακυρωτικών αποφάσεων 2649/2017 και 3312/2017 της Ολομελείας του Δικαστηρίου ως προς τη συγκρότηση της Γ΄ Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης δεν είναι δεσμευτικές, κατά την έννοια του κατ’ άρθρο 50 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 δεδικασμένου, διότι λόγω του νεότερου νομοθετικού καθεστώτος (ν. 4571/2018) δεν υφίσταται ταυτότητα διαφοράς, υπό τη μορφή της ταυτότητας νομικής βάσης. Εξ άλλου, οι διατάξεις του ν. 4571/2018, με τις οποίες εισάγεται σύστημα ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών από το ως άνω ειδικό όργανο - το οποίο περιβάλλεται από υψηλές εγγυήσεις διασφάλισης της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών του, καθώς και του κύρους του, και συγκροτείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς - δεν έχουν τύχει νομολογιακής επεξεργασίας. Με τα δεδομένα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθεί προδήλως βάσιμος, κατά τα προβαλλόμενα από τις αιτούσες Ενώσεις, ο λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 του ν. 4571/2018 αντίκεινται στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 Συντάγματος) και στην αρχή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών (άρθρα 87 έως 91 Συντάγματος), διότι η αρμόδια για τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών Επιτροπή του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 δεν συγκροτείται κατά πλειοψηφία τουλάχιστον από τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς, μέλη των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων.
13. Επειδή, προβάλλεται ότι η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή λόγω πρόδηλης βασιμότητας του λόγου ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο, κατά παράβαση των ως άνω αρχών του Συντάγματος, οι οποίες κατοχυρώνονται στα άρθρα 87-91 του Συντάγματος, οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί (πλην του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες) ορίζονται, κατ’ άρθρο 3Α του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, με απόφαση των Προέδρων των οικείων Δικαστηρίων και με πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντιστοίχως, και όχι με απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Όμως από τις διατάξεις του άρθρου 89 του Συντάγματος και 41 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄ 35) Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως έχουν ερμηνευθεί μέχρι σήμερα από τη νομολογία, σε συνδυασμό προς το σύνολο των συνταγματικών διατάξεων με τις οποίες κατοχυρώνεται η δικαστική ανεξαρτησία, δεν μπορεί να συναχθεί προδήλως ότι για την τοποθέτηση δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών στην Επιτροπή του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 με τις προεκτεθείσες αρμοδιότητες σε θέση πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης με διετή θητεία, απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου των οικείων Δικαστηρίων. Συνεπώς είναι αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναστολής.
14. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή λόγω πρόδηλης βασιμότητας του λόγου ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο η επιβολή με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α, υποπερ. v και vi του ν. 3213/2003, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018, υποχρέωσης δήλωσης των μετρητών χρημάτων (που δεν συμπεριλαμβάνονται σε καταθέσεις) για ποσά που υπερβαίνουν τις 30.000 ευρώ, και των κινητών μεγάλης αξίας, άνω των 40.000 ευρώ, περιορίζει κατά τρόπο απρόσφορο και υπέρμετρο το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου και αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι θεσπίζει μέτρο απρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού, κατά τα ήδη κριθέντα με τις αποφάσεις 2649 και 3312/2017 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συναφώς, προβάλλεται ότι η σε συνάρτηση και με τις προβλεπόμενες κυρώσεις θέσπιση υποχρέωσης εκτίμησης της εμπορικής αξίας των υποχρεωτικώς δηλουμένων κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 40.000 ευρώ από πιστοποιημένο εκτιμητή του Υπουργείου Οικονομικών, περιορίζει υπέρμετρα την αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των υποχρέων και το δικαίωμά τους σε προστασία του ιδιωτικού και οικογενειακού τους βίου, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Δεδομένου, όμως, ότι δεν έχει υπάρξει προηγούμενη δικαστική κρίση για το ζήτημα της συμφωνίας ή μη προς υπέρτερους κανόνες δικαίου των νεότερων διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018, τόσο από την άποψη της συνεκτίμησης από τον νομοθέτη της κρίσης των αποφάσεων 2649 και 3312/2017 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας περί αντισυνταγματικότητας της διατάξεως του 2 παρ. 1 περ. α΄ στοιχ. v και vi του ν. 3213/2003, όπως ίσχυε κατά το προγενέστερο καθεστώς, μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 173 παρ. 1 του ν. 4389/2016, όσο και από την άποψη της δικαιολόγησης στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του νεότερου νόμου της ρύθμισης αυτής, με επίκληση νεότερων στοιχείων, όπως είναι η μνημονευόμενη στην εισηγητική έκθεση του ν. 4571/2018 τεχνική έκθεση του ΟΟΣΑ για το Σύστημα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης στην Ελλάδα (σύμφωνα με την έκθεση αυτή, στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης ποσοστού 80% επί δείγματος 156 χωρών ζητείται η δήλωση κινητών μεγάλης αξίας), ο σχετικός λόγος ακυρώσεως δεν δύναται να θεωρηθεί στο παρόν στάδιο προσωρινής δικαστικής προστασίας προδήλως βάσιμος. Ομοίως δεν μπορεί να θεωρηθεί προδήλως βάσιμος ο λόγος περί αντισυνταγματικότητας της ρύθμισης του ν. 3213/2003 με την οποία επιβάλλεται υποχρέωση εκτίμησης της εμπορικής αξίας των κινητών μεγάλης αξίας, διότι για το ζήτημα αυτό δεν υπάρχει προηγούμενη δικαστική κρίση.
15. Επειδή, προβάλλεται επίσης ότι η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή λόγω πρόδηλης βασιμότητας των εξής λόγων ακυρώσεως: α) Οι ρυθμίσεις των άρθρων 2 (παρ. 3), 7 (παρ. 2) και 8 του ν. 4571/2018, με τις οποίες το μεν προβλέπεται υποχρέωση δήλωσης κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 40.000 ευρώ, το δε προβλέπονται αυξημένες ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση μη υποβολής ή υποβολής ελλιπούς/ανακριβούς δήλωσης με σκοπό απόκρυψης περιουσιακού στοιχείου αξίας ανώτερης των 30.000 ευρώ, παρουσιάζουν σοβαρές αναντιστοιχίες και ανακρίβειες και μάλιστα σε διατάξεις ποινικής φύσεως, κατά παραβίαση των αρχών περί δικαστικής ανεξαρτησίας, ασφάλειας δικαίου, καλής νομοθέτησης και προστατευόμενης εμπιστοσύνης. β) Η σχετική με τη δυνατότητα διατήρησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στις Δ.Π.Κ. ρύθμιση της παρ. 26 του άρθρου 2Α του ν. 3213/2003, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4571/2018, καθώς και η σχετική με τη δυνατότητα ανασύρσεως αρχειοθετηθείσης υποθέσεως ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4571/2018 αντίκεινται στις αρχές της ασφάλειας του δικαίου, της ισότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, τις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος και τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 στ. δ΄ του ν. 2472/1997, 6 παρ. 1 στ. ε΄ της οδηγίας 95/46 και ήδη του άρθρου 5 παρ. 1 στ. Ε΄ του Κανονισμού 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ» (EE L 119/4.5.2016, σελ. 1 επ.). γ) Η ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3213/2003, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 4571/2018, περί υποχρεωτικής καταβολής παραβόλου σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής Δ.Π.Κ. αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και παραβιάζει το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και δικαστικής προστασίας. δ) Η ρύθμιση των άρθρων 2 (παρ. 5) και 12 του ν. 4571/2018 για υποχρεωτική δήλωση των περιουσιακών στοιχείων και οικονομικών συμφερόντων του εν διαστάσει συζύγου καθώς και για έγκριση της δήλωσης του υποχρέου από τον εν διαστάσει σύζυγό του παραβιάζει τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9Α και 25 παρ. 1 του Συντάγματος. ε) Η επιβαλλόμενη από τους Πίνακες 5 και 7-13 του Παραρτήματος Ι του ν. 4571/2018 υποχρέωση προσδιορισμού των ποσών που αντιστοιχούν σε κάθε πηγή προέλευσης για την απόκτηση περιουσιακού στοιχείου βαίνει πέραν του αναγκαίου σκοπού του νόμου, καθιστώντας ιδιαιτέρως δυσχερή τη συμπλήρωση της Δ.Π.Κ., κατά παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Και, τέλος, στ) Η ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 2 του ν. 4571/2008, με την οποία δεν επιτρέπεται η τροποποίηση ή συμπλήρωση υποβληθείσας Δ.Π.Κ. μετά την παρέλευση ενός μηνός από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, εν όψει των ιδιαίτερα αυστηρών κυρώσεων που προβλέπονται σε περίπτωση ανακρίβειας των δηλώσεων. Κατά την κρίση, όμως, της Επιτροπής, οι παραπάνω λόγοι ακυρώσεως δεν δύνανται να θεωρηθούν προδήλως βάσιμοι, προεχόντως διότι θέτουν ζητήματα ερμηνείας και κύρους των νεότερων διατάξεων του ν. 4571/2018 –μη ταυτόσημων κατά περιεχόμενο με τις προϊσχύουσες διατάξεις του ν. 3213/2003, το κύρος των οποίων κρίθηκε με τις αποφάσεις 2648 και 3312/2017 της Ολομελείας του Δικαστηρίου–, τα οποία δεν έχουν τύχει νομολογιακής επεξεργασίας και, επομένως, οι λόγοι αυτοί δεν δικαιολογούν, κατά την παρ. 7 του άρθρου 52 του Π.Δ. 18/1989, τη χορήγηση της ζητούμενης αναστολής (πρβλ. Ε.Α. 58/2018 Ολομ., 15/2015, 430, 230/2014, 489, 430/2013 Ολομ., 681, 488, 453, 433/2012, 949/2010 Ολομ., κ.ά.).
16. Επειδή, οι αιτούσες Ενώσεις προβάλλουν ότι η αίτηση αναστολής πρέπει να γίνει δεκτή, διότι από την άμεση εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων οι δικαστικοί λειτουργοί κινδυνεύουν να υποστούν βλάβη ανεπανόρθωτη ή, εν πάση περιπτώσει, δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση που ευδοκιμήσει η αίτηση ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, προβάλλουν ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 14 του ν. 4571/2018 οι δικαστικοί λειτουργοί υποχρεούνται να υποβάλουν δηλώσεις μέχρι τις 4.3.2019 (ήδη μέχρι 31.3.2019), οι οποίες θα ελεγχθούν υποχρεωτικώς· συνεπώς, θα υποβάλουν μετά βεβαιότητος προς έλεγχο τις δηλώσεις σε όργανο που έχει συγκροτηθεί με τρόπο αντισυνταγματικό, περιλαμβάνοντας στις δηλώσεις αυτές απόρρητα στοιχεία της περιουσιακής τους κατάστασης, αλλά και εξόχως σημαντικά στοιχεία της προσωπικής και οικογενειακής ζωής τους, τα οποία θα τύχουν επεξεργασίας από το εν λόγω όργανο και για τα οποία ενδεχομένως να κληθούν να παράσχουν εξηγήσεις υπό την απειλή βαρύτατων ποινικών και διοικητικών κυρώσεων. Η βλάβη δε των δικαστικών λειτουργών, σε βάρος των οποίων θα διατυπωθεί μομφή για την εντιμότητα και την ακεραιότητά τους, είναι ανεπανόρθωτη, ή, εν πάση περιπτώσει, δυσχερώς επανορθώσιμη, ακόμη και αν η μομφή αυτή αρθεί τελικά με δικαστική απόφαση. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά τις αιτούσες Ενώσεις, η συμπερίληψη έστω και για μία φορά στη Δ.Π.Κ. των υπόχρεων μελών τους των μετρητών χρημάτων άνω των 30.000 ευρώ και των κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 40.000 ευρώ, συνιστά ανεπανόρθωτη βλάβη, αφού το πραγματικό γεγονός της γνωστοποίησης των εν λόγω στοιχείων θα έχει συντελεσθεί κατά τρόπο μη αναστρέψιμο. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με το έγγραφο απόψεών του ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών, επικαλείται λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι επιτάσσουν την άμεση εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων, προκειμένου με διαφανή και αδιάβλητο τρόπο να παρακολουθείται και να ελέγχεται η νόμιμη πηγή εσόδων και εισοδημάτων κάθε υποχρέου. Τυχόν μη υποβολή, κατά το Υπουργείο, προκαλεί άμεσο κίνδυνο ματαίωσης του σκοπού της διασφάλισης από το κράτος της σύννομης δράσης των προσώπων που είναι εκτεθειμένα σε καίριες θέσεις εξουσίας, κάτι που θίγει την αξιοπιστία της χώρας στον τομέα της διαφάνειας και της ακεραιότητας, αφού υπάρχει κίνδυνος να μείνουν ανέλεγκτα τα εισοδήματα σημαντικών προσώπων, που διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας. Όπως επισημαίνεται στο ίδιο έγγραφο, η συντριπτική πλειοψηφία των υποχρέων αποδέχθηκε το σύστημα υποβολής ΔΠΚ και ΔΟΣ και ενδεχόμενη αναστολή θα πλήξει καίρια τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των πολιτών/υποχρέων που υπέβαλαν δηλώσεις [το έτος 2016: από τους 160.676 υπόχρεους βάσει καταστάσεων υπέβαλαν δηλώσεις 149.717 (ποσοστό 93,2%) και συνολικά, ήτοι και εκτός καταστάσεων 175.301, το έτος 2017: από τους 171.098 υπόχρεους βάσει καταστάσεων, υπέβαλαν δηλώσεις 154.696 (ποσοστό 90,4%) και συνολικά, ήτοι και εκτός καταστάσεων 177.133] και θα θέσει εν αμφιβόλω τους υπέρτερους επιδιωκόμενους σκοπούς για τέταρτη συνεχή χρονιά. Περαιτέρω, αποκρούει τους ισχυρισμούς των αιτουσών Ενώσεων περί πρόκλησης ανεπανόρθωτης ή δυσεπανόρθωτης βλάβης, το μεν ως αόριστους διότι δεν καθίσταται σαφές για ποιο λόγο η πιθανή κλήση ορισμένων μελών των αιτούντων συνιστά αφ’ εαυτής μομφή σε βάρος των καλουμένων και επιφέρει επιπτώσεις στην υπηρεσιακή κατάστασή τους, το δε ως αναφερόμενους σε μέλλουσα και αβέβαιη βλάβη, η οποία δεν αποτελεί άμεση συνέπεια των προσβαλλόμενων πράξεων, αλλά θα προέλθει κατά τη διενέργεια του επιβαλλόμενου από λόγους δημοσίου συμφέροντος ελέγχου των δηλώσεων και κατά την ενδεχόμενη επιβολή σε βάρος ορισμένων μελών διοικητικών και ποινικών κυρώσεων με μελλοντικές πράξεις, τις οποίες τα μέλη αυτά έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν αυτοτελώς.
17. Επειδή, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων, κρίνει ότι δεν πιθανολογείται ότι η υποβολή από τους δικαστικούς λειτουργούς των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των ετών 2016, 2017 και 2018 στο προβλεπόμενο από το άρθρο 3Α του ν. 3213/2003 συλλογικό όργανο, το οποίο συγκροτείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, θα προξενήσει αφ’ εαυτής σε αυτούς βλάβη ανεπανόρθωτη σε περίπτωση που ευδοκιμήσει η αίτηση ακυρώσεως. Περαιτέρω, η βλάβη που ισχυρίζονται οι αιτούσες Ενώσεις ότι θα υποστούν οι δικαστικοί λειτουργοί από την ενδεχόμενη κλήση τους από το αρμόδιο όργανο για παροχή εξηγήσεων, από την επιβολή σε βάρος τους κυρώσεων λόγω μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς ή ελλιπούς Δ.Π.Κ. και από τη συνεπαγόμενη των κυρώσεων αυτών μομφή για την εντιμότητα και την ακεραιότητά τους, δεν προέρχεται από τις προσβαλλόμενες πράξεις, αλλά από μεταγενέστερες πράξεις, τις οποίες οι θιγόμενοι δικαστικοί λειτουργοί θα έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν αυτοτελώς (βλ. Ε.Α. 299/2017, πρβλ. Ε.Α. 217/2017, 323/2016, 1331/2008, κ.ά.). Εξ άλλου, δεδομένου ότι η υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ., της οποίας ζητείται η αναστολή εκτέλεσης, αφορά την περιουσιακή κατάσταση τριών συνεχόμενων ετών, η Επιτροπή κρίνει ότι συντρέχουν εν προκειμένω, επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενοι στην προάσπιση της διαφάνειας, στην καταπολέμηση της διαφθοράς, καθώς και στην ενίσχυση του κύρους και στην προστασία προσώπων που κατέχουν καίριες θέσεις εξουσίας (και δη των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών) από αόριστες και αβάσιμες καταγγελίες εναντίον τους, οι οποίοι επιβάλλουν την, ανά εύλογα χρονικά διαστήματα, περιοδική υποβολή των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Τούτο δε όχι μόνο για την πρόληψη και καταστολή ενδεχόμενων κρουσμάτων διαφθοράς των υπόχρεων προσώπων, αλλά και για την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών αφενός, και των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών αφετέρου.
18. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει ότι η υπό κρίση αίτηση αναστολής πρέπει να απορριφθεί.
https://www.ddikastes.gr/node/3984
Απόσπασμα απόφασης
2. Επειδή, οι αιτούσες δικαστικές Ενώσεις ζητούν να ανασταλεί η εκτέλεση α) του κατ’ άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3213/2003 καταλόγου ελεγχομένων προσώπων για το έτος 2018, που συντάχθηκε από την αρμόδια Διεύθυνση Δ1 του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διαβιβάσθηκε στην αρμόδια Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και ήδη στις 17.1.2019 καταχωρίστηκε στην προβλεπόμενη ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή, και β) της υπ’ αρ. 84949/29.11.2018 πράξης της Προϊσταμένης του Τμήματος Α2 της Διεύθυνσης Δ1 της Γενικής Διεύθυνσης Α΄ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με θέμα «Υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης από τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς – Ενημέρωση υπόχρεων». Κατά των πράξεων αυτών οι αιτούσες Ενώσεις, καθώς και η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος έχουν ασκήσει αίτηση ακυρώσεως, δικάσιμος της οποίας έχει οριστεί η 1.3.2019.
3. Επειδή, ως συμπροσβαλλόμενη πρέπει να θεωρηθεί, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου της αιτήσεως, και η, ήδη καταχωρισθείσα στην ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή, κατάσταση δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο υπάγεται, κατ’ άρθρο 24 παρ. 3 περ. ε΄ του ν. 1558/1985 (A΄ 13), στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
4. Επειδή, η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη κοινοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, και σε όλους τους υπηρετούντες δικαστικούς λειτουργούς του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο δε προσβαλλόμενος κατάλογος («κατάσταση») του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τους υπόχρεους σε υποβολή Δήλωσης Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και Δήλωσης Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) του έτους 2018 περιλαμβάνει, κατ’ άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, υποχρεωτικώς όλους τους υπόχρεους που υπάγονται στον φορέα αυτόν, μεταξύ των οποίων και τους υπόχρεους της περιπτώσεως ιβ΄ της παραγράφου 1 του αυτού άρθρου 1 (δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς που απέκτησαν, κατέχουν ή απώλεσαν την ιδιότητα αυτή κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2017 έως 31.12.2017 ή απώλεσαν την ιδιότητά τους στις τρεις (3) προηγούμενες χρήσεις), και, επομένως, όλα τα μέλη της παρούσας Επιτροπής Αναστολών. Συνεπώς, θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί, κατ’ αρχήν, λόγος εξαίρεσης από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 52 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985 - Α΄ 182), εφαρμοζόμενο αναλόγως δυνάμει του άρθρου 40 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8). Δεδομένου, όμως, ότι αντίστοιχος λόγος συντρέχει στο πρόσωπο όλων των δικαστικών λειτουργών του Δικαστηρίου, τυχόν αποδοχή του θα οδηγούσε σε ολοσχερή αδυναμία συγκρότησης Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, δυναμένης να εκδικάσει την παρούσα υπόθεση. Εν όψει τούτου, δεν συντρέχει λόγος εξαίρεσης των μελών της Επιτροπής για τον λόγο αυτόν (Ε.Α. 373/2016, πρβλ. Ε.Α. 806/2004).
5. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 και 4 του ν. 3213/2003 (Α΄ 309), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 15 του άρθρου 1 του ν. 4571/2018 (Α΄ 186) και το δεύτερο εδάφιο αυτής τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 75 του ν. 4587/2018 (Α΄ 218), «3. Μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου κάθε έτους ο αρμόδιος φορέας ή τα όργανα διοίκησης του φορέα στον οποίο υπάγονται ή από τον οποίο εποπτεύονται οι υπόχρεοι ετήσιας δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, οφείλει να καταχωρίσει ηλεκτρονικά, μέσω της ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής, την κατάσταση των υπόχρεων προσώπων και να την οριστικοποιήσει. Η κατάσταση περιλαμβάνει υπόχρεους που απέκτησαν, κατέχουν ή απώλεσαν την ιδιότητα του υπόχρεου στην προηγούμενη χρήση, στις τρεις (3) προηγούμενες χρήσεις για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α΄ έως και ε΄ και ιβ΄ της παραγράφου 1 ή στις χρήσεις που κατ’ εξαίρεση ειδικότερα προβλέπονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Η μη ύπαρξη υπόχρεων πρέπει να δηλώνεται ηλεκτρονικά με την οριστικοποίηση μηδενικής κατάστασης από πιστοποιημένο χρήστη του φορέα. Το αρμόδιο όργανο ελέγχου μπορεί να ζητά από οποιαδήποτε υπηρεσία, φορέα ή νομικό ή φυσικό πρόσωπο που διαθέτει στοιχεία για πρόσωπα που υπάγονται στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, κατάσταση των οικείων προσώπων. 4. Αμφισβητήσεις αποκλειστικά και μόνο ως προς την ιδιότητα του υπόχρεου επιλύονται με πράξη των κατά περίπτωση αρμοδίων οργάνων ελέγχου, η οποία εκδίδεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή της αίτησης του ενδιαφερομένου ή των οργάνων, που είναι αρμόδια να υποβάλουν την κατά την προηγούμενη παράγραφο, κατάσταση υπόχρεων». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 4571/2018, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 75 παρ. 3 του ν. 4587/2018, «Οι καταστάσεις της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 για τους υπόχρεους σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. 2018 καταχωρίζονται από 3.1.2019 έως 25.1.2019».
6. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η προσβαλλόμενη κατ’ άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 3213/2003 κατάσταση δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαβιβάσθηκε στις 22.2.2018 στη Διεύθυνση Ανθρώπινου Δυναμικού και Διοικητικής Υποστήριξης του ρηθέντος Υπουργείου, η οποία με το υπ’ αρ. πρωτ. 29808οικ/8.5.2018 έγγραφό της την απέστειλε, σε ηλεκτρονική μορφή, στο τότε αρμόδιο όργανο ελέγχου (Γ΄ Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης). Μετά την τροποποίηση του ν. 3213/2003 με τον ν. 4571/2018, η ως άνω κατάσταση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, με το ίδιο περιεχόμενο εκείνης που είχε διαβιβασθεί στη ρηθείσα Διεύθυνση, καταχωρίσθηκε στις 17.1.2019 ηλεκτρονικώς μέσω της ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής (βλ. υπ’ αρ. πρωτ. 2603 Οικ. 23.1.2019 έγγραφο της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού και Διοικητικής Υποστήριξης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Όπως αναφέρεται στο διαβιβασθέν στο Δικαστήριο υπ’ αρ. πρωτ. 4106/22.1.2019 έγγραφο της 11ης Υπηρεσίας Επιτρόπου Διοικητικής Υποστήριξης του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η κατάσταση των υπόχρεων δικαστικών λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου συντάχθηκε από την 11η Υπηρεσία Επιτρόπου και υπογράφηκε από την Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου στις 28.11.2018. Η κατάσταση αυτή καταχωρίσθηκε στην ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή στις 22.1.2019. Οι ως άνω πράξεις, η σύνταξη και καταχώριση των οποίων στην ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή προβλέπεται από τις μνημονευόμενες στην προηγούμενη σκέψη, διατάξεις του ν. 3213/2003, αν και εγείρονται αμφιβολίες ως προς την εκτελεστότητά τους, δεν μπορεί να θεωρηθούν ως προδήλως μη εκτελεστές (πρβλ. ΕΑ 15/2015, 430/2013, 380/2013, 1382/2008, 109/2003). Επομένως, παραδεκτώς ζητείται η αναστολή της εκτελέσεώς τους και είναι απορριπτέος ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του Δημοσίου.
7. Επειδή, εξ άλλου, με τη δεύτερη προσβαλλόμενη υπ’ αρ. 84949/29.11.2018 πράξη της Προϊσταμένης του Τμήματος Α2 της Διεύθυνσης Δ1 της Γενικής Διεύθυνσης Α΄ του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία κοινοποιήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, τον Άρειο Πάγο, την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, τη Γενική Επιτροπεία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, τους Προϊσταμένους των Εφετείων και των Εισαγγελιών Εφετών της χώρας και τους Προϊσταμένους των Διοικητικών Εφετείων της χώρας (με την παράκληση οι Προϊστάμενοι αυτοί να ενημερώσουν τα δικαστήρια των περιφερειών τους), επισημαίνεται στους αποδέκτες η υποχρέωση υποβολής δηλώσεων πόθεν έσχες, η ανάθεση του ελέγχου σε επιτροπή με ενδεκαμελή σύνθεση, η προθεσμία υποβολής δηλώσεων, οι κυρώσεις σε περίπτωση ανακριβούς ή ελλιπούς δηλώσεως, παρακαλούνται δε οι Προϊστάμενοι όλων των δικαστικών υπηρεσιών της χώρας να ενημερώσουν άμεσα και ενυπόγραφα τους υπηρετούντες δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς και οι Πρόεδροι Πρωτοδικών να κοινοποιήσουν το έγγραφο αυτό στα Ειρηνοδικεία και Πταισματοδικεία της περιφέρειάς τους. Το έγγραφο αυτό με το ανωτέρω περιεχόμενο έχει πληροφοριακό χαρακτήρα και δεν μπορεί να θεωρηθεί εκτελεστό. Επομένως, απαραδέκτως ζητείται η αναστολή εκτελέσεώς του.
8. Επειδή, οι αιτούσες Ενώσεις προβάλλουν, προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός τους για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων, ότι με τις εν λόγω πράξεις διαπιστώνεται η υποχρέωση όλων των μελών τους να υποβάλλουν Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και Δηλώσεων Οικονομικών Συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.), κατά παράβαση κανόνων υπέρτερης τυπικής ισχύος και, ως εκ τούτου, με τις πράξεις αυτές δεν θεσπίζονται ατομικές ρυθμίσεις που αφορούν ένα ή ορισμένα μόνον από τα μέλη τους, αλλά εφαρμόζεται ένα μέτρο που αφορά όλους ανεξαίρετα τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς. Οι καταστατικοί δε σκοποί των ενώσεων αυτών, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται η διασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας και η προάσπιση των υπηρεσιακών συμφερόντων των μελών τους, βαίνουν πέραν των εν στενή εννοία υπηρεσιακών συμφερόντων των μελών τους και αφορούν, επίσης, την προάσπιση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης και των συνταγματικών εγγυήσεων υπέρ των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Το καθ’ ου, με το έγγραφο των απόψεων, προβάλλει τα εξής: α) Η κρινόμενη αίτηση ασκείται προώρως και δεν υφίσταται ενεστώς έννομο συμφέρον των αιτουσών ενώσεων για άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως, δεδομένου ότι η προθεσμία υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. ξεκινά την 18.2.2019. β) Τα αιτούντα σωματεία δεν εξειδικεύουν ούτε τεκμηριώνουν επαρκώς το έννομο συμφέρον τους για την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων, καθόσον η μη συνδεόμενη με την άσκηση των καθηκόντων τους κατά την απονομή της δικαιοσύνης υποχρέωση ηλεκτρονικής υποβολής Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των μελών τους και η συμπερίληψή τους στην προσβαλλόμενη κατάσταση ούτε προσβάλλει τους καταστατικούς σκοπούς τους, ούτε επιφέρει οικονομική ή επαγγελματική ζημία ή βλαπτική μεταβολή των οικονομικών και επαγγελματικών συμφερόντων των μελών τους, δηλ. των συμφερόντων που άπτονται του πλαισίου και των συνθηκών άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος. γ) Τα αιτούντα σωματεία δεν νομιμοποιούνται προς άσκηση της κρινόμενης αίτησης, διότι αφ’ ενός δεν προηγήθηκε της κρινόμενης αίτησης που αφορά σε ένα ζήτημα μείζονος και ιδιάζουσας σημασίας, εξουσιοδότηση προς το Δ.Σ. των σωματείων αυτών από τη Γ.Σ. των μελών τους, κατά τη συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενη διάταξη του άρθρου 93 του ΑΚ και αφ’ έτερου δεν διευκρινίζεται στο δικόγραφο αν για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης εκπροσωπούνται και τα μέλη των αιτουσών ενώσεων τα οποία έχουν ήδη υποβάλει δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης τα προηγούμενα έτη (και συγκεκριμένα 795 το έτος 2016 και 709 το έτος 2017). Εν όψει του περιεχομένου των προεκτεθέντων ισχυρισμών των αιτουσών ενώσεων και των σκοπών που κατά τα προσκομισθέντα καταστατικά τους επιδιώκουν, η Επιτροπή Αναστολών κρίνει ότι δεν τίθεται ζήτημα πρόδηλης ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των αιτούντων νομικών προσώπων για την προσβολή με αίτηση ακυρώσεως των προσβαλλόμενων πράξεων (πρβλ. ΣτΕ 2649, 3312/2017 Ολομ.), ούτε άλλωστε τίθεται ζήτημα πρόδηλης ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως των ως άνω αιτούντων, ώστε να καθίσταται από την άποψη αυτή απορριπτέα η κρινόμενη αίτηση αναστολής, οι αντίθετοι δε ισχυρισμοί του καθ' ου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
9. Επειδή, το άρθρο 52 του π.δ. 18/1989 ορίζει στις παρ. 6, 7 και 8 τα εξής: «6. Η αίτηση αναστολής εκτέλεσης γίνεται δεκτή, όταν κρίνεται ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα βλάβη ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση ευδοκίμησης της αίτησης ακυρώσεως. Η αίτηση όμως μπορεί να απορριφθεί, αν κατά τη στάθμιση της βλάβης του αιτούντος, των συμφερόντων τρίτων και του δημόσιου συμφέροντος κρίνεται ότι οι αρνητικές συνέπειες από την αποδοχή θα είναι σοβαρότερες από την ωφέλεια του αιτούντος. 7. Εάν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως βάσιμη, μπορεί να δεχθεί την αίτηση αναστολής, ακόμη και αν η βλάβη του αιτούντος από την άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης δεν κρίνεται ως ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη. Αντίθετα, η αίτηση αναστολής μπορεί να απορριφθεί ακόμη και σε περίπτωση ανεπανόρθωτης ή δυσχερώς επανορθώσιμης βλάβης, αν η Επιτροπή εκτιμά ότι η αίτηση ακυρώσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη. 8. Η Επιτροπή, εκτός από την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης, μπορεί να διατάξει και κάθε άλλο, κατά περίπτωση, κατάλληλο μέτρο, χωρίς να δεσμεύεται από τις προτάσεις των διαδίκων».
10. Επειδή, με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3213/2003, ως ίσχυε πριν η περ. α΄ της παραγράφου αυτής αντικατασταθεί με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 4571/2018, ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών ανήκε στην αρμοδιότητα της Γ` Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες [και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης], η οποία κατά τις διατάξεις των άρθρου 7 και 7Α του ν. 3691/2008 (Α΄ 166) και ήδη τις νεότερες διατάξεις των άρθρων 47 και 48 του ν. 4557/2018 (Α΄ 139), συγκροτείται από τον Πρόεδρο αυτής (ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, ο οποίος είναι πλήρους απασχόλησης και επιλέγεται ύστερα από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) και από τέσσερα (4) μέλη «στελέχη» της Διοικήσεως, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό προσόντων - εκτός από το προερχόμενο από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στέλεχος, το οποίο πρέπει να έχει «πτυχίο νομικής σχολής», τα οποία προτείνονται είτε από τον αρμόδιο Υπουργό, είτε από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Με τις αποφάσεις 2649 και 3312/2017 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η ανάθεση του ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών στην ανωτέρω Μονάδα αντίκειται στα άρθρα 26 και 87 παρ. 1 του Συντάγματος.
11. Επειδή, ακολούθως, με τις διατάξεις του ν. 4571/2018 εισήχθη νέο σύστημα ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών με την ανάθεση του ελέγχου αυτού στην Επιτροπή Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο και είναι αρμόδια και για τον έλεγχο των αντίστοιχων δηλώσεων του Πρωθυπουργού, των Αρχηγών των πολιτικών κομμάτων που εκπροσωπούνται στο Εθνικό ή το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, καθώς και όσων λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση, των Υπουργών, αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών, των βουλευτών και ευρωβουλευτών και των Περιφερειαρχών, των Δημάρχων και όσων διαχειρίζονται τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων. Η ίδια Επιτροπή είναι αρμόδια και για τον έλεγχο της χρηματοδότησης και της διαχείρισης των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψηφίων και αιρετών αντιπροσώπων της Βουλής των Ελλήνων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (άρθρο 19 ν. 4304/2014, Α 146). Η Επιτροπή αυτή είναι ανεξάρτητη, αποτελείται από έντεκα (11) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές και συγκροτείται από: α) Τον Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, β) έναν Αρεοπαγίτη γ) δύο (2) Συμβούλους της Επικρατείας, δ) έναν Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ε) τον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όλοι δε οι ανωτέρω δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί ορίζονται με απόφαση των Προέδρων των οικείων δικαστηρίων και με πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντιστοίχως, μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στ) τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (ο οποίος κατά το ισχύον άρθρο 47 του ν. 4557/2018 είναι ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός, οριζόμενος κατόπιν απόφασης του οικείου Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου), ζ) τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, η) τον Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, θ) τον βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση και, τέλος, ι) τον βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση. Κατά τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, καθήκοντα Πρόεδρου της Επιτροπής ασκεί ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός από τα μέλη της, ο δε Πρόεδρος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας συμμετέχει στην Επιτροπή ως μέλος. Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί (πλην του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες) είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας.
12. Επειδή, οι ανωτέρω κρίσεις των ακυρωτικών αποφάσεων 2649/2017 και 3312/2017 της Ολομελείας του Δικαστηρίου ως προς τη συγκρότηση της Γ΄ Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης δεν είναι δεσμευτικές, κατά την έννοια του κατ’ άρθρο 50 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 δεδικασμένου, διότι λόγω του νεότερου νομοθετικού καθεστώτος (ν. 4571/2018) δεν υφίσταται ταυτότητα διαφοράς, υπό τη μορφή της ταυτότητας νομικής βάσης. Εξ άλλου, οι διατάξεις του ν. 4571/2018, με τις οποίες εισάγεται σύστημα ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών από το ως άνω ειδικό όργανο - το οποίο περιβάλλεται από υψηλές εγγυήσεις διασφάλισης της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών του, καθώς και του κύρους του, και συγκροτείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς - δεν έχουν τύχει νομολογιακής επεξεργασίας. Με τα δεδομένα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθεί προδήλως βάσιμος, κατά τα προβαλλόμενα από τις αιτούσες Ενώσεις, ο λόγος ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5 του ν. 4571/2018 αντίκεινται στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών (άρθρο 26 Συντάγματος) και στην αρχή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών (άρθρα 87 έως 91 Συντάγματος), διότι η αρμόδια για τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών Επιτροπή του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 δεν συγκροτείται κατά πλειοψηφία τουλάχιστον από τακτικούς δικαστικούς λειτουργούς, μέλη των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων.
13. Επειδή, προβάλλεται ότι η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή λόγω πρόδηλης βασιμότητας του λόγου ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο, κατά παράβαση των ως άνω αρχών του Συντάγματος, οι οποίες κατοχυρώνονται στα άρθρα 87-91 του Συντάγματος, οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί (πλην του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες) ορίζονται, κατ’ άρθρο 3Α του ν. 3213/2003, όπως ισχύει, με απόφαση των Προέδρων των οικείων Δικαστηρίων και με πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντιστοίχως, και όχι με απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Όμως από τις διατάξεις του άρθρου 89 του Συντάγματος και 41 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄ 35) Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως έχουν ερμηνευθεί μέχρι σήμερα από τη νομολογία, σε συνδυασμό προς το σύνολο των συνταγματικών διατάξεων με τις οποίες κατοχυρώνεται η δικαστική ανεξαρτησία, δεν μπορεί να συναχθεί προδήλως ότι για την τοποθέτηση δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών στην Επιτροπή του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 με τις προεκτεθείσες αρμοδιότητες σε θέση πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης με διετή θητεία, απαιτείται προηγούμενη σύμφωνη γνώμη του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου των οικείων Δικαστηρίων. Συνεπώς είναι αβάσιμος ο περί του αντιθέτου προβαλλόμενος λόγος αναστολής.
14. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή λόγω πρόδηλης βασιμότητας του λόγου ακυρώσεως, σύμφωνα με τον οποίο η επιβολή με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α, υποπερ. v και vi του ν. 3213/2003, όπως τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018, υποχρέωσης δήλωσης των μετρητών χρημάτων (που δεν συμπεριλαμβάνονται σε καταθέσεις) για ποσά που υπερβαίνουν τις 30.000 ευρώ, και των κινητών μεγάλης αξίας, άνω των 40.000 ευρώ, περιορίζει κατά τρόπο απρόσφορο και υπέρμετρο το δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου και αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι θεσπίζει μέτρο απρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού, κατά τα ήδη κριθέντα με τις αποφάσεις 2649 και 3312/2017 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συναφώς, προβάλλεται ότι η σε συνάρτηση και με τις προβλεπόμενες κυρώσεις θέσπιση υποχρέωσης εκτίμησης της εμπορικής αξίας των υποχρεωτικώς δηλουμένων κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 40.000 ευρώ από πιστοποιημένο εκτιμητή του Υπουργείου Οικονομικών, περιορίζει υπέρμετρα την αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των υποχρέων και το δικαίωμά τους σε προστασία του ιδιωτικού και οικογενειακού τους βίου, κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Δεδομένου, όμως, ότι δεν έχει υπάρξει προηγούμενη δικαστική κρίση για το ζήτημα της συμφωνίας ή μη προς υπέρτερους κανόνες δικαίου των νεότερων διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018, τόσο από την άποψη της συνεκτίμησης από τον νομοθέτη της κρίσης των αποφάσεων 2649 και 3312/2017 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας περί αντισυνταγματικότητας της διατάξεως του 2 παρ. 1 περ. α΄ στοιχ. v και vi του ν. 3213/2003, όπως ίσχυε κατά το προγενέστερο καθεστώς, μετά την τροποποίηση της με το άρθρο 173 παρ. 1 του ν. 4389/2016, όσο και από την άποψη της δικαιολόγησης στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου του νεότερου νόμου της ρύθμισης αυτής, με επίκληση νεότερων στοιχείων, όπως είναι η μνημονευόμενη στην εισηγητική έκθεση του ν. 4571/2018 τεχνική έκθεση του ΟΟΣΑ για το Σύστημα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης στην Ελλάδα (σύμφωνα με την έκθεση αυτή, στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης ποσοστού 80% επί δείγματος 156 χωρών ζητείται η δήλωση κινητών μεγάλης αξίας), ο σχετικός λόγος ακυρώσεως δεν δύναται να θεωρηθεί στο παρόν στάδιο προσωρινής δικαστικής προστασίας προδήλως βάσιμος. Ομοίως δεν μπορεί να θεωρηθεί προδήλως βάσιμος ο λόγος περί αντισυνταγματικότητας της ρύθμισης του ν. 3213/2003 με την οποία επιβάλλεται υποχρέωση εκτίμησης της εμπορικής αξίας των κινητών μεγάλης αξίας, διότι για το ζήτημα αυτό δεν υπάρχει προηγούμενη δικαστική κρίση.
15. Επειδή, προβάλλεται επίσης ότι η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή λόγω πρόδηλης βασιμότητας των εξής λόγων ακυρώσεως: α) Οι ρυθμίσεις των άρθρων 2 (παρ. 3), 7 (παρ. 2) και 8 του ν. 4571/2018, με τις οποίες το μεν προβλέπεται υποχρέωση δήλωσης κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 40.000 ευρώ, το δε προβλέπονται αυξημένες ποινικές κυρώσεις σε περίπτωση μη υποβολής ή υποβολής ελλιπούς/ανακριβούς δήλωσης με σκοπό απόκρυψης περιουσιακού στοιχείου αξίας ανώτερης των 30.000 ευρώ, παρουσιάζουν σοβαρές αναντιστοιχίες και ανακρίβειες και μάλιστα σε διατάξεις ποινικής φύσεως, κατά παραβίαση των αρχών περί δικαστικής ανεξαρτησίας, ασφάλειας δικαίου, καλής νομοθέτησης και προστατευόμενης εμπιστοσύνης. β) Η σχετική με τη δυνατότητα διατήρησης των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που περιλαμβάνονται στις Δ.Π.Κ. ρύθμιση της παρ. 26 του άρθρου 2Α του ν. 3213/2003, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4571/2018, καθώς και η σχετική με τη δυνατότητα ανασύρσεως αρχειοθετηθείσης υποθέσεως ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4571/2018 αντίκεινται στις αρχές της ασφάλειας του δικαίου, της ισότητας και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, τις διατάξεις του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος και τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 στ. δ΄ του ν. 2472/1997, 6 παρ. 1 στ. ε΄ της οδηγίας 95/46 και ήδη του άρθρου 5 παρ. 1 στ. Ε΄ του Κανονισμού 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 «για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ» (EE L 119/4.5.2016, σελ. 1 επ.). γ) Η ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3213/2003, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 4571/2018, περί υποχρεωτικής καταβολής παραβόλου σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής Δ.Π.Κ. αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας και παραβιάζει το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και δικαστικής προστασίας. δ) Η ρύθμιση των άρθρων 2 (παρ. 5) και 12 του ν. 4571/2018 για υποχρεωτική δήλωση των περιουσιακών στοιχείων και οικονομικών συμφερόντων του εν διαστάσει συζύγου καθώς και για έγκριση της δήλωσης του υποχρέου από τον εν διαστάσει σύζυγό του παραβιάζει τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9Α και 25 παρ. 1 του Συντάγματος. ε) Η επιβαλλόμενη από τους Πίνακες 5 και 7-13 του Παραρτήματος Ι του ν. 4571/2018 υποχρέωση προσδιορισμού των ποσών που αντιστοιχούν σε κάθε πηγή προέλευσης για την απόκτηση περιουσιακού στοιχείου βαίνει πέραν του αναγκαίου σκοπού του νόμου, καθιστώντας ιδιαιτέρως δυσχερή τη συμπλήρωση της Δ.Π.Κ., κατά παράβαση του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Και, τέλος, στ) Η ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 2 του ν. 4571/2008, με την οποία δεν επιτρέπεται η τροποποίηση ή συμπλήρωση υποβληθείσας Δ.Π.Κ. μετά την παρέλευση ενός μηνός από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, εν όψει των ιδιαίτερα αυστηρών κυρώσεων που προβλέπονται σε περίπτωση ανακρίβειας των δηλώσεων. Κατά την κρίση, όμως, της Επιτροπής, οι παραπάνω λόγοι ακυρώσεως δεν δύνανται να θεωρηθούν προδήλως βάσιμοι, προεχόντως διότι θέτουν ζητήματα ερμηνείας και κύρους των νεότερων διατάξεων του ν. 4571/2018 –μη ταυτόσημων κατά περιεχόμενο με τις προϊσχύουσες διατάξεις του ν. 3213/2003, το κύρος των οποίων κρίθηκε με τις αποφάσεις 2648 και 3312/2017 της Ολομελείας του Δικαστηρίου–, τα οποία δεν έχουν τύχει νομολογιακής επεξεργασίας και, επομένως, οι λόγοι αυτοί δεν δικαιολογούν, κατά την παρ. 7 του άρθρου 52 του Π.Δ. 18/1989, τη χορήγηση της ζητούμενης αναστολής (πρβλ. Ε.Α. 58/2018 Ολομ., 15/2015, 430, 230/2014, 489, 430/2013 Ολομ., 681, 488, 453, 433/2012, 949/2010 Ολομ., κ.ά.).
16. Επειδή, οι αιτούσες Ενώσεις προβάλλουν ότι η αίτηση αναστολής πρέπει να γίνει δεκτή, διότι από την άμεση εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων οι δικαστικοί λειτουργοί κινδυνεύουν να υποστούν βλάβη ανεπανόρθωτη ή, εν πάση περιπτώσει, δυσχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση που ευδοκιμήσει η αίτηση ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, προβάλλουν ότι σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 14 του ν. 4571/2018 οι δικαστικοί λειτουργοί υποχρεούνται να υποβάλουν δηλώσεις μέχρι τις 4.3.2019 (ήδη μέχρι 31.3.2019), οι οποίες θα ελεγχθούν υποχρεωτικώς· συνεπώς, θα υποβάλουν μετά βεβαιότητος προς έλεγχο τις δηλώσεις σε όργανο που έχει συγκροτηθεί με τρόπο αντισυνταγματικό, περιλαμβάνοντας στις δηλώσεις αυτές απόρρητα στοιχεία της περιουσιακής τους κατάστασης, αλλά και εξόχως σημαντικά στοιχεία της προσωπικής και οικογενειακής ζωής τους, τα οποία θα τύχουν επεξεργασίας από το εν λόγω όργανο και για τα οποία ενδεχομένως να κληθούν να παράσχουν εξηγήσεις υπό την απειλή βαρύτατων ποινικών και διοικητικών κυρώσεων. Η βλάβη δε των δικαστικών λειτουργών, σε βάρος των οποίων θα διατυπωθεί μομφή για την εντιμότητα και την ακεραιότητά τους, είναι ανεπανόρθωτη, ή, εν πάση περιπτώσει, δυσχερώς επανορθώσιμη, ακόμη και αν η μομφή αυτή αρθεί τελικά με δικαστική απόφαση. Σε κάθε δε περίπτωση, κατά τις αιτούσες Ενώσεις, η συμπερίληψη έστω και για μία φορά στη Δ.Π.Κ. των υπόχρεων μελών τους των μετρητών χρημάτων άνω των 30.000 ευρώ και των κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 40.000 ευρώ, συνιστά ανεπανόρθωτη βλάβη, αφού το πραγματικό γεγονός της γνωστοποίησης των εν λόγω στοιχείων θα έχει συντελεσθεί κατά τρόπο μη αναστρέψιμο. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με το έγγραφο απόψεών του ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών, επικαλείται λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι επιτάσσουν την άμεση εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων, προκειμένου με διαφανή και αδιάβλητο τρόπο να παρακολουθείται και να ελέγχεται η νόμιμη πηγή εσόδων και εισοδημάτων κάθε υποχρέου. Τυχόν μη υποβολή, κατά το Υπουργείο, προκαλεί άμεσο κίνδυνο ματαίωσης του σκοπού της διασφάλισης από το κράτος της σύννομης δράσης των προσώπων που είναι εκτεθειμένα σε καίριες θέσεις εξουσίας, κάτι που θίγει την αξιοπιστία της χώρας στον τομέα της διαφάνειας και της ακεραιότητας, αφού υπάρχει κίνδυνος να μείνουν ανέλεγκτα τα εισοδήματα σημαντικών προσώπων, που διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας. Όπως επισημαίνεται στο ίδιο έγγραφο, η συντριπτική πλειοψηφία των υποχρέων αποδέχθηκε το σύστημα υποβολής ΔΠΚ και ΔΟΣ και ενδεχόμενη αναστολή θα πλήξει καίρια τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των πολιτών/υποχρέων που υπέβαλαν δηλώσεις [το έτος 2016: από τους 160.676 υπόχρεους βάσει καταστάσεων υπέβαλαν δηλώσεις 149.717 (ποσοστό 93,2%) και συνολικά, ήτοι και εκτός καταστάσεων 175.301, το έτος 2017: από τους 171.098 υπόχρεους βάσει καταστάσεων, υπέβαλαν δηλώσεις 154.696 (ποσοστό 90,4%) και συνολικά, ήτοι και εκτός καταστάσεων 177.133] και θα θέσει εν αμφιβόλω τους υπέρτερους επιδιωκόμενους σκοπούς για τέταρτη συνεχή χρονιά. Περαιτέρω, αποκρούει τους ισχυρισμούς των αιτουσών Ενώσεων περί πρόκλησης ανεπανόρθωτης ή δυσεπανόρθωτης βλάβης, το μεν ως αόριστους διότι δεν καθίσταται σαφές για ποιο λόγο η πιθανή κλήση ορισμένων μελών των αιτούντων συνιστά αφ’ εαυτής μομφή σε βάρος των καλουμένων και επιφέρει επιπτώσεις στην υπηρεσιακή κατάστασή τους, το δε ως αναφερόμενους σε μέλλουσα και αβέβαιη βλάβη, η οποία δεν αποτελεί άμεση συνέπεια των προσβαλλόμενων πράξεων, αλλά θα προέλθει κατά τη διενέργεια του επιβαλλόμενου από λόγους δημοσίου συμφέροντος ελέγχου των δηλώσεων και κατά την ενδεχόμενη επιβολή σε βάρος ορισμένων μελών διοικητικών και ποινικών κυρώσεων με μελλοντικές πράξεις, τις οποίες τα μέλη αυτά έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν αυτοτελώς.
17. Επειδή, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων, κρίνει ότι δεν πιθανολογείται ότι η υποβολή από τους δικαστικούς λειτουργούς των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των ετών 2016, 2017 και 2018 στο προβλεπόμενο από το άρθρο 3Α του ν. 3213/2003 συλλογικό όργανο, το οποίο συγκροτείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, θα προξενήσει αφ’ εαυτής σε αυτούς βλάβη ανεπανόρθωτη σε περίπτωση που ευδοκιμήσει η αίτηση ακυρώσεως. Περαιτέρω, η βλάβη που ισχυρίζονται οι αιτούσες Ενώσεις ότι θα υποστούν οι δικαστικοί λειτουργοί από την ενδεχόμενη κλήση τους από το αρμόδιο όργανο για παροχή εξηγήσεων, από την επιβολή σε βάρος τους κυρώσεων λόγω μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς ή ελλιπούς Δ.Π.Κ. και από τη συνεπαγόμενη των κυρώσεων αυτών μομφή για την εντιμότητα και την ακεραιότητά τους, δεν προέρχεται από τις προσβαλλόμενες πράξεις, αλλά από μεταγενέστερες πράξεις, τις οποίες οι θιγόμενοι δικαστικοί λειτουργοί θα έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν αυτοτελώς (βλ. Ε.Α. 299/2017, πρβλ. Ε.Α. 217/2017, 323/2016, 1331/2008, κ.ά.). Εξ άλλου, δεδομένου ότι η υποχρέωση υποβολής Δ.Π.Κ., της οποίας ζητείται η αναστολή εκτέλεσης, αφορά την περιουσιακή κατάσταση τριών συνεχόμενων ετών, η Επιτροπή κρίνει ότι συντρέχουν εν προκειμένω, επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενοι στην προάσπιση της διαφάνειας, στην καταπολέμηση της διαφθοράς, καθώς και στην ενίσχυση του κύρους και στην προστασία προσώπων που κατέχουν καίριες θέσεις εξουσίας (και δη των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών) από αόριστες και αβάσιμες καταγγελίες εναντίον τους, οι οποίοι επιβάλλουν την, ανά εύλογα χρονικά διαστήματα, περιοδική υποβολή των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Τούτο δε όχι μόνο για την πρόληψη και καταστολή ενδεχόμενων κρουσμάτων διαφθοράς των υπόχρεων προσώπων, αλλά και για την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών αφενός, και των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών αφετέρου.
18. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή κρίνει ότι η υπό κρίση αίτηση αναστολής πρέπει να απορριφθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish
5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"
Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ