Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2023

Γνωμοδοτική Ολομέλειας 6/2023 του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης για το ζήτημα της ενοποίησης και της δικαστικής επετηρίδας

          EΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

    ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

Αριθμός 6/2023

Η ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

Η Ολομέλεια συγκροτήθηκε για τη λήψη απόφασης για θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος απονομής της δικαιοσύνης, κατ’άρθρο 15 παρ.6 περ. β’ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων.

Αφού άκουσε τον Πρόεδρο και όλους όσους έλαβαν τον λόγο και εξέθεσαν τις απόψεις τους, μετά από διαλογική συζήτηση, διάσκεψη και ψηφοφορία, η Ολομέλεια ομόφωνα έλαβε απόφαση αναφορικά με την προοπτική της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και τη διαμόρφωση της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών του πρώτου βαθμού, όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΕΙ ομόφωνα ότι, στο πλαίσιο του διεξαγόμενου ανεπίσημου δημοσίου διαλόγου, ως προς την δρομολογούμενη από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης, οφείλει να παρέμβει θεσμικώς ως Ολομέλεια του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, προκειμένου να επισημανθούν τα αυστηρά συνταγματικά και θεσμικά όρια για την υλοποίηση μιας τέτοιας ενοποίησης.

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 87επ. του Συντάγματος, όπως εξειδικεύονται στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, η οργανωτική δομή του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης έχει πυραμιδοειδή μορφή. Θεμελιώδης δε αρχή που διέπει την οργάνωση της Δικαιοσύνης, επί τη βάσει της οποίας διαμορφώνονται, κατά το νόμο και την πάγια δικαστική παράδοση, οι μεταξύ δικαστικών λειτουργών υπηρεσιακές σχέσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, είναι η αρχαιότητα, ο σεβασμός και η τήρηση της οποίας είναι η πλέον αποτελεσματική εγγύηση για την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων, τη διασφάλιση του κύρους των δικαστικών λειτουργών τόσο στις μεταξύ τους σχέσεις όσο και έναντι των πολιτών, καθώς και την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης και συνεργασίας μεταξύ συναδέλφων δικαστών, αφενός, και μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας αφετέρου. Κατά συνέπεια, η αρχαιότητα, δηλαδή η θέση του δικαστή στην επετηρίδα, η οποία τον παρακολουθεί καθ’ όλη τη σταδιοδρομία του και δεν είναι συμπτωματική, αφού επιβεβαιώνεται κατά τις διαδοχικές κρίσεις αυτού από τα οικεία Δικαστικά Συμβούλια (ΟλΣτΕ 1304/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟS).  Στα πλαίσια αυτής της δομής οι βαθμοί της ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργών για την πολιτική και ποινική δικαιοσύνη είναι: α) Πρόεδρος, Εισαγγελέας, αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, αρεοπαγίτης, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, β) πρόεδρος, εισαγγελέας εφετών, εφέτης, αντεισαγγελέας εφετών, γ) πρόεδρος, εισαγγελέας πρωτοδικών, πρωτοδίκης, αντεισαγγελέας πρωτοδικών, πάρεδρος πρωτοδικείου, πάρεδρος εισαγγελίας, δ) ειρηνοδίκης Α’, Β’, Γ’, Δ’ τάξης. Για το λόγο αυτό σύμφωνα με το άρθρο 65 του ΚΟΔΚΔΛ ( ήδη ν. 4938/2022, αλλά υπό το προηγούμενο άρθρο 55 ν.1756/1988)  συντάσσονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης πίνακες της δικαστικής επετηρίδας που αποτυπώνουν τη σειρά αρχαιότητας εντός των ίδιων βαθμών όλων των δικαστικών λειτουργών.

                Το σύνολο των ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων και οι υπηρετούντες σε αυτά δικαστικοί λειτουργοί, ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες, δεν συνιστούν έναν ιδιαίτερο και αυτοτελή κλάδο της δικαιοσύνης, ανεξάρτητο από τα υπόλοιπα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια, αλλά, αντιθέτως, αποτελούν τμήμα της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης (ΣτΕ 851/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟS.). Πράγματι, τόσο σε επίπεδο εποπτείας και πειθαρχικού ελέγχου, όσο και σε επίπεδο δικαιοδοτικού έργου και αξιολόγησης της υπηρεσιακής τους επίδοσης, οι ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες υπάγονται στην εξουσία των ανωτέρων τους δικαστικών λειτουργών και των αρμόδιων για τους σκοπούς αυτούς οργάνων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης. Το ίδιο ισχύει και για τις διάφορες υπηρεσιακές μεταβολές τους, αρμόδιο για τις οποίες είναι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, ενώ και οι αποφάσεις τους υπόκεινται σε ένδικα μέσα, όπως νόμος ορίζει, ενώπιον ανώτερων πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων. Κατά συνέπεια, προκειμένου για τους δικαστικούς λειτουργούς που σταδιοδρομούν στα ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία, ακόμα και όταν προαχθούν σε ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες Α΄ τάξης, η προαγωγή τους δεν έχει ως αποτέλεσμα να καθίστανται ανώτεροι δικαστές, αντίστοιχοι τουλάχιστον προς το βαθμό του προέδρου και του εισαγγελέα εφετών, δεδομένου και του ότι η προαγωγή τους στις διάφορες βαθμολογικές τάξεις που καθορίζονται από το νόμο δεν συνεπάγεται την μεταβολή του αντικειμένου του δικαστικού τους έργου, το οποίο συνίσταται στην εκδίκαση ήσσονος σημασίας ιδιωτικών διαφορών και περιορισμένης κοινωνικής απαξίας ποινικών αδικημάτων. Πράγματι, οι ειρηνοδίκες, σε αντίθεση με τους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς, ασκούν, ανεξαρτήτως του βαθμού τον οποίο φέρουν, τα ίδια καθήκοντα, δεν εκδικάζουν ένδικα μέσα (εκτός από την εξαιρετική περίπτωση συμμετοχής τους σε συνθέσεις πολυμελών πρωτοδικείων και τριμελών πλημμελειοδικείων, αλλά και πάλι ανεξαρτήτως του βαθμού τους), δεν επιθεωρούν και δεν ασκούν πειθαρχική εξουσία, οι δε οργανικές τους θέσεις είναι ενιαίες. Κατά συνέπεια, όπως έχει γίνει δεκτό και από το Συμβούλιο της Επικρατείας, δεν υφίσταται αυτοτελής κλάδος ειρηνοδικείων στο ελληνικό σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, ο οποίος να διαρθρώνεται ιεραρχικά παράλληλα και ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια, ενώ και οι υπηρετούντες σε αυτά δικαστικοί λειτουργοί δεν εξελίσσονται βαθμολογικά κατά τρόπο όμοιο ή αντίστοιχο με τους υπόλοιπους δικαστικούς λειτουργούς, αλλά τα ειρηνοδικεία της χώρας (μετά την κατάργηση των πταισμάτων και των πταισματοδικείων) αποτελούν τα κατώτερα (αποκλειστικά) πολιτικά δικαστήρια, πλήρως ενταγμένα στο σύστημα απονομής της πολιτικής δικαιοσύνης (βλ. ομοίως και ΣτΕ 2425/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟS).

Ειδικότερα ως προς τη σχέση αρχαιότητας μεταξύ πρωτοδικών και ειρηνοδικών, ουδέποτε μέχρι σήμερα έχει αμφισβητηθεί το βαθμολογικό προβάδισμα των πρώτων, δεδομένου ότι ανήκουν σε διαφορετικό βαθμό,  γεγονός που αποτυπώνεται και εμπράκτως σε πλειάδα νομοθετημάτων, όπως π.χ. στο άρθρο 17Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο «Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων της περιφέρειάς τους», ή π.χ. στο άρθρο 5 ΚΟΔΚΔΛ που ορίζει για την αναπλήρωση δικαστών ότι «Αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αναπληρώνονται, κατά σειρά αρχαιότητας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, ως εξής: « ένας (1) μόνο πρωτοδίκης πολυμελούς πρωτοδικείου ή τριμελούς πλημμελειοδικείου, από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη της περιφέρειάς του». Σύμφωνα με τα παραπάνω, το μονομελές πρωτοδικείο, αποτελεί το ιεραρχικά ανώτερο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (εφετείο) αναφορικά με τις αποφάσεις του ειρηνοδικείου, ενώ σε κάθε περίπτωση που συναντώνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δικαστικοί λειτουργοί των δύο αυτών βαθμών, βαθμολογικά προηγείται ο δικαστικός λειτουργός του πρωτοδικείου, χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση. Ο χρόνος εισαγωγής στο δικαστικό Σώμα, ουδέποτε υπήρξε κριτήριο της αρχαιότητας μεταξύ διαφορετικών βαθμών, ενώ η αρχαιότητα προσδιορίζεται πάντα από το χρόνο τοποθέτησης ή προαγωγής δύο δικαστικών λειτουργών στον ίδιο βαθμό και μόνο. Αυτό καταδεικνύεται ευκρινώς και από τον τρόπο λειτουργίας της αρχαιότητας στον Άρειο Πάγο, όπου κριτήριο μεταξύ των μελών του, δεν είναι ο χρόνος αρχικού διορισμού του δικαστικού λειτουργού και εισόδου στο δικαστικό Σώμα εν γένει, αλλά ο χρόνος εισόδου του στο βαθμό του αρεοπαγίτη ή αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Επομένως, η εισαγωγή σε ανώτερο βαθμό ενός νεότερου δικαστικού λειτουργού (π.χ. Προέδρου Εφετών στον Α.Π.) έναντι ενός αρχαιότερου του ιδίου βαθμού, συνεπάγεται την κατά το νόμο αλλαγή της μεταξύ τους θέση στην επετηρίδα, διότι η αρχαιότητα βάσει των ετών υπηρεσίας ισχύει μόνο εντός του ίδιου βαθμού. Το ίδιο εξάλλου προκύπτει αναπόδραστα και στην περίπτωση της κατά νόμο παράλειψης ενός δικαστικού λειτουργού κατά την προαγωγή του σε επόμενο βαθμό, σε όλες τις βαθμίδες της δικαστικής επετηρίδας. 

                Στα πλαίσια της επιχειρούμενης ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, είναι αναγκαίο να επισημανθεί ότι ο νομοθέτης έχει τη διακριτική ευχέρεια να προβαίνει σε ευρύτατες αλλαγές και ρυθμίσεις, στο βαθμό, όμως, που δε θίγουν τις συνταγματικές αρχές του Κράτους Δικαίου. Σύμφωνα με το άρθρο 90 του Συντάγματος, οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών λειτουργών ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Η ρύθμιση αυτή, που αποσκοπεί στη προστασία της δικαστικής ανεξαρτησίας, εξασφαλίζει ότι η νομοθετική εξουσία δε μπορεί να παρεμβαίνει, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, στη διαμόρφωση και λειτουργία της ιεραρχικής δομής του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης. Αντίστοιχη υποχρέωση, απορρέει και από τη νομολογία του ΔΕΕ (ΔΕΚ) καθώς όπως έχει επισημάνει επανειλημμένα το Δικαστήριο, η απαίτηση περί ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των δικαιοδοτικών οργάνων, η οποία είναι άμεσα συνυφασμένη με την αποστολή του δικαστή, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του θεμελιώδους δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, το οποίο είναι κεφαλαιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της προστασίας του συνόλου των δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι πολίτες βάσει του δικαίου της Ένωσης και για την προάσπιση των κοινών αξιών των κρατών μελών οι οποίες μνημονεύονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, ιδίως δε της αξίας του κράτους δικαίου (απόφαση της 29ης Μαρτίου 2022, Getin Noble Bank, C 132/20, EU:C:2022:235, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ειδικότερα, η ανεξαρτησία των δικαστών πρέπει να διασφαλίζεται και να διαφυλάσσεται όχι μόνο κατά το στάδιο του διορισμού τους, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, ακόμη και στο πλαίσιο των διαδικασιών προαγωγής, δεδομένου ότι οι διαδικασίες προαγωγής των δικαστών περιλαμβάνονται στους κανόνες που διέπουν το καθεστώς τους. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί ότι οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και οι κανόνες της διαδικασίας για την έκδοση αποφάσεων περί προαγωγής δικαστών δεν θα μπορούν να προκαλέσουν στους πολίτες, μετά την προαγωγή των ενδιαφερομένων, εύλογες αμφιβολίες ως προς το ανεπηρέαστο των δικαστών από εξωγενή στοιχεία και ως προς την ουδετερότητά τους έναντι των αντιπαρατιθέμενων συμφερόντων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Μαρτίου 2022, Getin Noble Bank, C 132/20, EU:C:2022:235, σκέψη 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

                Συνεκτιμώντας τα παραπάνω, συνάγεται ότι σύμφωνα με το σημερινό καθεστώς, το σύνολο των ειρηνοδικών, τοποθετούνται κατά τη σειρά της αρχαιότητας, μετά από τον νεότερο εν ενεργεία πάρεδρο πρωτοδικείου, ανεξαρτήτως του χρόνου εισαγωγής του καθενός στο δικαστικό Σώμα. Συνεπώς και σε τυχόν περίπτωση ενοποίησης και εισαγωγής των ειρηνοδικών στη βαθμίδα του πρωτοδικείου, ο χρόνος που θα προσδιορίζει την μεταξύ του συνόλου των πρωτοδικών αρχαιότητα, θα είναι ο χρόνος εισαγωγής τους στο βαθμό του πρωτοδίκη, με συνέπεια οι άλλοτε ειρηνοδίκες να έπονται των ήδη διορισμένων παρέδρων και πρωτοδικών. Οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση η οποία θα διατάρασσε την υπάρχουσα υπηρεσιακή κατάσταση και θα οδηγούσε σε ανατροπή της επετηρίδας και της σειράς αρχαιότητας, αποδίδοντας σε δικαστικούς λειτουργούς χαμηλότερου βαθμού, υψηλότερη ιεραρχικά θέση, εκφεύγει των ως άνω συνταγματικών προβλέψεων για τον τρόπο προαγωγής των δικαστικών λειτουργών, παραβιάζοντας την υποχρέωση σεβασμού της δικαστικής ανεξαρτησίας, ταυτόχρονα δε αντίκειται και στο κοινοτικό Δίκαιο, καθώς μπορεί να δημιουργήσει εύλογες αμφιβολίες στους πολίτες περί της  παρέμβασης της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας στον τρόπο υπηρεσιακής ανέλιξης των δικαστικών λειτουργών. Ειδικότερα, η επιλογή της δια νόμου αναβάθμισης συγκεκριμένου τμήματος του δικαστικού Σώματος, με αντίστοιχη, υποβάθμιση άλλου τμήματος, εφόσον δε λαμβάνει χώρα με τα ίδια κριτήρια με τα οποία διαμορφώθηκε η υπηρεσιακή πορεία αμφοτέρων και κατά το μέρος που διεμβολίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου για την κρίση περί των προαγωγών, θα προσέβαλε τη δικαστική ανεξαρτησία.

                Περαιτέρω, από την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 88 του Συντάγματος, που άνοιξε συνταγματικά το δρόμο για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, συνάγεται ότι η στα πλαίσια της όποιας διαδικασίας ενοποίησης εκκινήσει, η ένταξη των ειρηνοδικών στη βαθμίδα του πρωτοδικείου, αφορά στους βαθμούς του παρέδρου πρωτοδικείου ή του πρωτοδίκη (όχι όμως απευθείας του προέδρου πρωτοδικών) και δεν μπορεί να γίνει αθρόως ex lege, αλλά μόνο μετά από ατομική κρίση και αξιολόγηση (Ε. Βενιζέλος, Το Αναθεωρητικό κεκτημένο, σ. 341). Σημειώνεται, ότι κατά το σημερινό σύστημα αξιολόγησης, οι πρωτοδίκες παραμένουν στο βαθμό τους για διάστημα που κυμαίνεται μεταξύ 13 και 15 ετών κατά την διάρκεια των οποίων υποβάλλονται σε συνεχή και διπλή επιθεώρηση (τόσο από επιθεωρητή αρεοπαγίτη όσο και από πρόεδρο εφετών), η δε υπηρεσιακή τους απόδοση ελέγχεται με τα πλέον αυστηρά και απολύτως εξατομικευμένα κριτήρια. Ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης εισαγωγής, μέρους των υπηρετούντων ειρηνοδικών, στη βαθμίδα των προέδρων πρωτοδικών, με όρους που δεν αντιστοιχούν στο είδος της αξιολόγησης που προϋποθέτει η προαγωγή των πρωτοδικών στο βαθμό του προέδρου πρωτοδικών (πολυετής συμμετοχή σε πολυμελείς συνθέσεις πολιτικών δικαστηρίων, σε συνθέσεις δικαστικών συμβουλίων, τριμελών πλημμελειοδικείων και μικτών ορκωτών δικαστηρίων) δεν πληρεί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της μη αθρόας και εξατομικευμένης εισαγωγής στη συγκεκριμένα βαθμίδα. 

                 Περαιτέρω, αξίζει να επισημανθεί και το ότι η ενδεχόμενη διάψευση της εύλογης προσδοκίας, κυρίως εν προκειμένω των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών με το βαθμό του Παρέδρου Πρωτοδικών, του Πρωτοδίκη ή του Προέδρου Πρωτοδικών της πολιτικής-ποινικής δικαιοσύνης, μέσω της τυχόν νομοθετικής μεταβολής της επετηρίδας των δικαστικών λειτουργών της πολιτικής δικαιοσύνης με την υποβάθμιση της αρχαιότητάς τους με οποιονδήποτε τρόπο, όπως είναι η εμβόλιμη ένταξη σ’ αυτήν, με οποιοδήποτε κριτήριο και διαδικασία, των εν ενεργεία συναδέλφων δικαστικών λειτουργών της πολιτικής δικαιοσύνης με το βαθμό του Ειρηνοδίκη ή η τήρηση παράλληλης επετηρίδας τους προς αυτήν των λοιπών δικαστικών λειτουργών της πολιτικής δικαιοσύνης, ώστε να μεταβληθεί η παρούσα αρχαιότητα των εν ενεργεία Ειρηνοδικών μετά τους Παρέδρους Πρωτοδικών και να επιβραδυνθεί έτσι η υπηρεσιακή εξέλιξη ιδίως των εν ενεργεία Παρέδρων Πρωτοδικών, Πρωτοδικών και Προέδρων Πρωτοδικών, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 87§1 και 90§1 του Συντάγματος, αλλά και στην κατοχυρούμενη από τη ρύθμιση του άρθρου 4§1 του Συντάγματος θεμελιώδη αρχή της ισότητας  (βλ. έτσι και Γνωμοδοτική Ολομέλεια Πρωτοδικείου Πατρών). Ως εκ τούτου, ως παράλληλη επετηρίδα μπορεί να γίνει νοητή μόνο εκείνη, που θα λειτουργούσε σε μια υποθετική μορφή δικαστικής διάστρωσης κατά την οποία το δικαστικό αντικείμενο και τα δικαστικά καθήκοντα των ειρηνοδικών και πρωτοδικών θα ήταν απολύτως διαχωρισμένα και μη συναντώμενα μεταξύ τους σε οποιοδήποτε στάδιο της πολιτικής ή της ποινικής δίκης. Προς το παρόν τέτοια δικαστική δομή δεν υφίσταται, ο δε σχεδιασμός της προϋποθέτει σημαντικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.

                Τέλος, μια ρύθμιση, που θα αποτύπωνε την παραπάνω περιγραφόμενη μεταβολή στην δικαστική επετηρίδα, θα παρέκαμπτε ανεπίτρεπτα και την οργανωτική δομή του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης, που είναι δομημένο στη βάση της κλιμάκωσης της ευθύνης και της ομαλής απόκτησης εμπειρίας των δικαστικών λειτουργών κάθε βαθμού δικαιοδοσίας. Έτσι λ.χ. η πρόβλεψη για συγκρότηση και διεύθυνση του μικτού ορκωτού δικαστηρίου αποκλειστικά από πρόεδρο πρωτοδικών (άρθρο 4 ΚΟΔΚΔΛ) και όχι από πρωτοδίκη, αποτυπώνει τη σαφή βούληση του νομοθέτη, ο προεδρεύων  να είναι έμπειρος δικαστικός λειτουργός, κατά κανόνα με υπερδεκαετή εμπειρία, που αποκτάται, όμως, σταδιακά και στην πορεία των ετών υπηρεσίας και εκδίκασης επί πολλά έτη ποινικών υποθέσεων που αφορούν είτε εγκλήματα μικρότερης απαξίας (π.χ. αρμοδιότητας μονομελούς ή τριμελούς πλημμελειοδικείου), είτε κακουργημάτων ως μέλος της σύνθεσης μικτών ορκωτών δικαστηρίων.

                Είναι σαφές ότι η επιλογή μιας διαδικασίας ενοποίησης των δικαστών των ειρηνοδικείων και των πρωτοδικείων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη. Ευχής έργον θα είναι, μια τόσο κομβικής σημασίας μεταρρύθμιση, να γίνει με όρους προαιρετικότητας και διατήρησης των υπηρεσιακών συνθηκών και των μισθολογικών κεκτημένων τόσο για τους ειρηνοδίκες όσο και για τους πρωτοδίκες, αλλά και της απρόσκοπτης συνέχισης της παραγωγικής λειτουργίας της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, η οποία θα θιγεί σοβαρά από το ενδεχόμενο μιας αθρόας εισαγωγής του συνόλου των ειρηνοδικών, στο πρωτοδικείο. Η σε βάθος χρόνου, σταδιακή μετάβαση σε ένα νέο σύστημα λειτουργίας, όπως έγινε σε άλλες έννομες τάξεις που αντιμετώπισαν αντίστοιχη κατάσταση, εγγυάται την ομαλή και δίκαιη προσαρμογή. Δεν ανήκει όμως στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη ή της εκτελεστικής εξουσίας η παρέμβαση στη δεδομένη και ενεργή σειρά αρχαιότητας μεταξύ πρωτοδικών και ειρηνοδικών, η διατάραξη της οποίας είναι αντίθετη με το Σύνταγμα και το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ως εκ τούτου, η όποια επιλογή προκριθεί θα πρέπει να λάβει υπόψιν τα ως άνω διαγραφόμενα, δικαστικώς ελεγκτέα, όρια.

ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στη Θεσσαλονίκη στις 14 Δεκεμβρίου 2023.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ