Κυριακή 13 Απριλίου 2025

Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας: παθολογία, λήξη και αποζημίωση πελατείας

 


Παντελή Αντ. Μαρκούλη

Δικηγόρου

ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου (ΑΠΘ)

ΜΔΕ Εμπορικού Δικαίου (ΑΠΘ)

Υπ. ΔΝ Albert-Ludwigs-Universität Freiburg


----


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΣ


§ 1. Η αναγκαιότητα της εμπορικής αντιπροσωπείας στις συναλλαγές

Οι εμπορικές επιχειρήσεις για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους δεν μπορούν, λόγω του αντικειμένου της δραστηριότητάς τους, να περιοριστούν στην πελατεία που αυτοβούλως προσέρχεται στο κατάστημά τους. Αντιθέτως, χρειάζονται μεγάλο αριθμό πελατών ασχέτως μάλιστα τοπικής προέλευσης.

Οι εμπορικές επιχειρήσεις μπορούν, καταρχήν, να επιτύχουν αυτό τον σκοπό με δύο τρόπους: είτε με τη δημιουργία υποκαταστημάτων, πρατηρίων ή θυγατρικών εταιρειών είτε με περιοδεύοντες ή ταξιδιώτες υπαλλήλους. Πλην, όμως, και οι δύο αυτές επιλογές ενέχουν υψηλό οικονομικό ρίσκο για τον έμπορο, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος τα προϊόντα να παραμείνουν αδιάθετα και ο έμπορος να επιβαρυνθεί τα έξοδα της ατελέσφορης οργάνωσης. Πέραν τούτου, η διατήρηση δευτερευόντων καταστημάτων συνεπάγεται πάγιες δαπάνες (λ.χ. αμοιβές προσωπικού, μισθώματα, εξοπλισμός), των οποίων την κάλυψη καθιστούν αμφίβολη το ενδεχόμενο μικρό εύρος της τοπικής αγοράς και ο (πάντοτε πιθανός) περιορισμένος κύκλος εργασιών. Ασφαλώς, ο τελευταίος αυτός κίνδυνος θα μπορούσε να αποκλεισθεί, εάν μία επιχείρηση δημιουργούσε υποκαταστήματα μόνο σε σημαντικά εμπορικά κέντρα. Έτσι, όμως, θα αναιρούταν ο θεμελιώδης στόχος της διάνοιξης νέων αγορών μέσω της προσέγγισης καινούργιων πελατών1.

Για να αποφύγει τους προαναφερθέντες κινδύνους, πετυχαίνοντας όμως παράλληλα τον προεκτεθέντα σκοπό, ο έμπορος είναι δυνατόν να αναλάβει μόνον τον κίνδυνο της διάθεσης των προϊόντων του και να μεταθέσει σε άλλους τον κίνδυνο των δαπανών της οργάνωσης της διάθεσης κατά τόπους των εν λόγω προϊόντων2. Αυτά τα άλλα πρόσωπα, που αναλαμβάνουν αυτόν τον κίνδυνο, κείνται εκτός της επιχειρηματικής οργάνωσης του εμπόρου και αναπτύσσουν ανεξάρτητη δραστηριότητα, με απώτερο σκοπό, όμως, την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του εμπόρου, εξευρίσκοντας νέους πελάτες και μεσολαβώντας μεταξύ της πελατείας και του εμπόρου.

Πρόκειται για εμπορικές συνεργασίες, οι οποίες προσλαμβάνουν ποικίλες μορφές στον συναλλακτικό κόσμο, όπως εκείνες της παραγγελίας, της μεσιτείας, της πρακτορείας και της εμπορικής αντιπροσωπείας.


§ 2. Έννοια της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας

Εμπορική αντιπροσωπεία είναι η σύμβαση, με την οποία ένας επιχειρηματίας αναθέτει σε αυτοτελή και ανεξάρτητο επαγγελματία, έναντι ανταλλάγματος, να επιδιώκει, κατά τρόπο συνεχή και σταθερό, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, συνήθως δε σε ορισμένη εδαφική περιοχή, τη διεύρυνση του κύκλου πελατών της επιχείρησής του και να μεσολαβεί ή να διαπραγματεύεται στο όνομα και για λογαριασμό του επιχειρηματία την κατάρτιση συμβάσεων, οπότε ενεργεί σαν μεσίτης ή, ενδεχομένως και να συνάπτει ο ίδιος τις συμβάσεις αυτές στο όνομα και για λογαριασμό του επιχειρηματία, οπότε ενεργεί σαν πράκτορας, ή στο όνομά του αλλά για λογαριασμό του επιχειρηματία, οπότε ενεργεί σαν παραγγελιοδόχος3.

§ 3. Αντικείμενο της παρούσας μελέτης

Αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι η εξέταση των εννόμων συνεπειών της παθολογικής εξέλιξης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ιδίως, δε, η λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, τόσο ως συνέπεια της ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης όσο και ως επιλογή των μερών. Στο πλαίσιο του ευρύτερου ζητήματος της λύσης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, εξετάζεται και το ειδικότερο θέμα της συνέχισης της σύμβασης δια της οδού των ασφαλιστικών μέτρων. Τέλος, επιχειρείται μία διεξοδική παρουσίαση της έννοιας, των προϋποθέσεων γέννησης καθώς και άλλων πτυχών του θεσμού της αποζημίωσης πελατείας.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΣ

§ 4. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ως γνωστόν, οι ενοχικές σχέσεις τις περισσότερες φορές εξελίσσονται ομαλά και εκτελούνται χωρίς προβλήματα. Ωστόσο, δεν λείπουν και οι περιπτώσεις που ο οφειλέτης αδυνατεί ή καθυστερεί υπαίτια να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε στο πλαίσιο μίας σύμβασης. Οι δύο, συνεπώς, κύριες μορφές με τις οποίες εκδηλώνεται η ανώμαλη εξέλιξη της ενοχής είναι η αδυναμία παροχής, με όλες τις διακρίσεις της, και η υπερημερία του οφειλέτη. Τόσο η αδυναμία παροχής όσο και η υπερημερία του οφειλέτη ρυθμίζονται από τον ΑΚ.

Εκτός, όμως, από αυτές τις δύο μορφές ανώμαλης εξέλιξης της ενοχικής σχέσης, υφίσταται και μία ακόμη, η οποία δεν ρυθμίζεται από τον ΑΚ, αλλά έχει διαπλαστεί από τη νομολογία και τη θεωρία. Πρόκειται για τη λεγόμενη «πλημμελή εκπλήρωση της παροχής», η οποία καλύπτει κάθε αθέτηση υποχρεώσεων του οφειλέτη που δεν δύναται να υπαχθεί στην αδυναμία παροχής ή στην υπερημερία. Θεμέλιο της ευθύνης λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης αποτελεί το άρθρο 330 ΑΚ, κατά το οποίο ο οφειλέτης ενέχεται για την υπαίτια αθέτηση κάθε υποχρέωσής του.

Παρακάτω αναφέρονται χαρακτηριστικές περιπτώσεις παθολογικής εξέλιξης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας και ειδικότερα θέματα που ανακύπτουν ως προς τις συνέπειες από την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.


§ 5. Περιπτωσιολογία παθολογικής εξέλιξης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας

Η βασική υποχρέωση του εμπορικού αντιπροσώπου είναι να μεριμνά για την προώθηση των συμφερόντων του αντιπροσωπευόμενου, την προώθηση των προϊόντων του και των υπηρεσιών του δηλαδή, δρώντας νόμιμα και με βάση την καλή πίστη. Οφείλει να ασχολείται με τη διαπραγμάτευση και ενδεχομένως την κατάρτιση των συμβάσεων που του έχουν ανατεθεί από τον αντιπροσωπευόμενο· ακόμη να ανακοινώνει κάθε αναγκαία πληροφορία διαθέτει και να συμμορφώνεται προς τις εύλογες υποδείξεις του (άρθρο 4 παρ. 1 ΠΔ 219/1991).

Γίνεται ακόμη δεκτό4 ότι, εκτός αντίθετης συμφωνίας, ο αντιπρόσωπος έχει υποχρέωση μη ανταγωνισμού έναντι του αντιπροσωπευόμενου. Έτι περαιτέρω, είναι δυνατόν να συμφωνηθεί ότι και μετά τη λήξη της σύμβασης ο αντιπρόσωπος οφείλει να μην ανταγωνίζεται τον αντιπροσωπευόμενο. Η ρήτρα αυτή είναι έγκυρη, εφόσον έχει συνομολογηθεί εγγράφως και αφορά τον γεωγραφικό τομέα και τον τύπο των εμπορευμάτων όπου δραστηριοποιούταν ο αντιπρόσωπος. Σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση αυτή μη ανταγωνισμού δεν μπορεί να υπερβαίνει το ένα (1) έτος (άρθρο 10 ΠΔ 219/1991).

Μορφές παραβίασης των υποχρεώσεων του εμπορικού αντιπροσώπου συνιστούν η διαρκής αδράνειά του, η επαγγελματική ανεπάρκειά του, η για σημαντικό χρονικό διάστημα ελλιπής δραστηριότητά του ως προς τη διαπραγμάτευση ή την κατάρτιση συμβάσεων, η μείωση του αριθμού των παραγγελιών, όταν δεν είναι ανεξάρτητη της βούλησης του αντιπροσώπου, διαχειριστικές ανωμαλίες ή αξιόποινες πράξεις του εμπορικού αντιπροσώπου, παράβαση τυχόν ρήτρας μη ανταγωνισμού, ανάληψη της αντιπροσωπείας ανταγωνιστών επιχειρηματιών, επανειλημμένη μη τήρηση οδηγιών του επιχειρηματία, εκ προθέσεως άσκηση αντιπροσωπευτικής δραστηριότητας εντός της περιοχής άλλου αντιπροσώπου, εύνοια των συμφερόντων των πελατών σε βάρος του επιχειρηματία, απαγορευμένη χρησιμοποίηση ή ανακοίνωση εμπορικών και βιομηχανικών απορρήτων του επιχειρηματία, κατάρτιση συμβάσεων με πίστωση με αφερέγγυους πελάτες, των οποίων την αφερεγγυότητα γνώριζε ο αντιπρόσωπος ή μπορούσε να πληροφορηθεί, αν επιδείκνυε την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, υβριστική και απρεπής συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου, η οποία ήταν τόσο σημαντική, ώστε να προκαλέσει σοβαρή δυσπιστία του επιχειρηματία για την αξιοπιστία του αντιπροσώπου και έτσι να βλαφθεί η σχέση εμπιστοσύνης που τους συνδέει.

Από την πλευρά του, ο αντιπροσωπευόμενος οφείλει κατά τη διάρκεια των σχέσεών του με τον εμπορικό αντιπρόσωπο να δρα νόμιμα, με βάση την καλή πίστη. Ενδεικτικά ως ειδικότερες υποχρεώσεις του αντιπροσωπευομένου αναφέρονται η θέση στη διάθεση του εμπορικού αντιπροσώπου των αναγκαίων πληροφοριακών εγγράφων, που αφορούν τα εμπορεύματα περί των οποίων εκάστοτε πρόκειται, καθώς και η παροχή των αναγκαίων πληροφοριών για την εκτέλεση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ιδίως η ειδοποίηση του εμπορικού αντιπροσώπου, μέσα σε εύλογη προθεσμία, μόλις προβλέψει ότι ο όγκος των εμπορικών πράξεων θα είναι αισθητά μικρότερος από εκείνον που ο αντιπρόσωπος θα έπρεπε να αναμένει κανονικά. Επίσης, ο εμπορικός αντιπρόσωπος οφείλει να ενημερώνει μέσα σε εύλογη προθεσμία τον εμπορικό αντιπρόσωπο σχετικά με την εκ μέρους του αποδοχή ή απόρριψη καθώς και με τη μη εκτέλεση μίας εμπορικής πράξης για την οποία μεσολάβησε. Ασφαλώς, υποχρέωση του αντιπροσωπευομένου είναι η καταβολή της συμφωνηθείσας αμοιβής ή της νόμιμης αμοιβής (: προμήθειας), σε περίπτωση που δεν συμφωνήθηκε αμοιβή.

Μορφές παραβίασης των υποχρεώσεων του αντιπροσωπευομένου συνιστούν ενδεικτικά η αθέτηση από τον επιχειρηματία των υποχρεώσεών του από τη σύμβαση, όπως π.χ. η αποστολή από τον επιχειρηματία εμπορευμάτων με πραγματικά ελαττώματα ή χωρίς τις συμφωνημένες ιδιότητες, η αδικαιολόγητη άρνηση αποδοχής των παραγγελιών που διαβιβάζει ο αντιπρόσωπος, η επίμονη άρνηση λογοδοσίας, η κατ’ επανάληψη αποστολή ανακριβούς εκκαθάρισης, εκ προθέσεως ή λόγω κακής οργάνωσης, η άρνηση καταβολής της οφειλόμενης προμήθειας ή η καθυστέρηση ως προς την καταβολή της, η απρεπής συμπεριφορά έναντι του αντιπροσώπου, η μη παροχή από τον επιχειρηματία οδηγιών, πληροφοριών και μέσων αναγκαίων για την επιτυχή άσκηση της δραστηριότητας του εμπορικού αντιπροσώπου.


§ 6. Συνέπειες της παθολογικής εξέλιξης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας


Ι. Εφαρμογή των διατάξεων του Γενικού Ενοχικού Δικαίου για την ενδοσυμβατική ευθύνη

Σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του ΑΚ (άρθρα 335 επ. ΑΚ). Επομένως, γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του αθετήσαντος τις υποχρεώσεις του συμβαλλόμενου μέρους και ενδεχομένως παράλληλη ευθύνη του κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (άρθρα 914 επ. ΑΚ). Κατά την ορθότερη άποψη5 θα πρόκειται για συρροή νομίμων βάσεων της ίδιας αξίωσης (: Anspruchsnormenkonkurrenz).


ΙΙ. Ειδικά το δικαίωμα καταγγελίας – Νοείται υπαναχώρηση από διαρκή σύμβαση;

Όπως θα εκτεθεί εκτενώς παρακάτω, το ΠΔ 219/1991 περιέχει διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα καταγγελίας και τούτο είναι λογικό, καθώς ο ΑΚ δεν ρυθμίζει με γενικό τρόπο το σχετικό ζήτημα, όπως αντίθετα πράττει με την υπαναχώρηση. Συνεπώς, κυρίως -αλλά όχι μόνο- σε περιπτώσεις ουσιώδους αθέτησης των συμβατικών υποχρεώσεων από κάποιον από τους συμβαλλομένους, το έτερο μέρος αποκτά δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης.

Η καταγγελία, ως γνωστόν, αποτελεί το μέσο μονομερούς λύσης των διαρκών συμβάσεων σε αντιδιαστολή με την υπαναχώρηση που επιτελεί την ίδια λειτουργία στις στιγμιαίες συμβάσεις, με τη διαφορά ότι η πρώτη ενεργεί ex nunc, ενώ η τελευταία ex tunc. Όμως, αυτά τα ζητήματα θα εξεταστούν παρακάτω. Στο σημείο αυτό, σκόπιμο κρίνεται να αναφερθούμε στην προβληματική του εάν χωρεί υπαναχώρηση από διαρκή σύμβαση.

Γίνεται δεκτό6 ότι εάν η διαρκής σύμβαση είναι ανεκτέλεστη, δηλαδή δεν έχει αρχίσει η ουσιαστική λειτουργία της, ή εάν υπάρχει λόγος ανατροπής του ήδη εκτελεσμένου μέρους της, τότε είναι δυνατή η υπαναχώρηση (πρβλ. άρθρο 386 εδ. β’ ΑΚ). Η αποδοχή της θέσης αυτής συνεπάγεται σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς τις επερχόμενες έννομες συνέπειες, αφού σε περίπτωση υπαναχώρησης ανατρέπεται ο συμβατικός δεσμός εισέρχεται στο στάδιο εκκαθάρισης, όπου τα μέρη υποχρεούνται να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν και εξακολουθούν να σώζονται.

Στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής υποστηρίζεται7 ότι το άρθρο 386 ΑΚ εφαρμόζεται και επί των διαρκών συμβάσεων, παρά το γεγονός ότι η διάταξη ομιλεί περί υπαναχώρησης. Έτσι, εάν λ.χ. ο αντιπροσωπευόμενος παραδώσει στον εμπορικό αντιπρόσωπο ελαττωματικά εμπορεύματα με αποτέλεσμα ο τελευταίος να δυσκολεύεται να τα προωθήσει εξαιτίας των ελαττωμάτων τους, τότε ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει δικαίωμα να υπαναχωρήσει και από το μέρος της σύμβασης που ήδη εκτελέστηκε, οπότε θα επιστρέψει τα ελαττωματικά εμπορεύματα στον αντιπροσωπευόμενο. Ταυτόχρονα, μπορεί να ζητήσει αποζημίωση σε περίπτωση που υπέστη ζημία εξαιτίας των ελαττωμάτων (π.χ. επειδή προσπάθησε μάταια με δικά του έξοδα να επιδιορθώσει το πράγμα).


III. Ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος – Επίσχεση

Στην ευρύτερη προβληματική της παθολογίας της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, μπορεί να τεθεί το ερώτημα εάν ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων, όταν δεν εκπληρώνει τις δικές του ο αντιπροσωπευόμενος.

Καταρχάς, θα μπορούσε να υποστηριχθεί8 ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος μπορεί να προβάλει την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος (άρθρο 374 ΑΚ), όταν ο αντιπροσωπευόμενος του ζητεί να ανταποκριθεί στις συμβατικές του υποχρεώσεις χωρίς να του έχει καταβάλει προμήθεια από προηγούμενη σύμβαση στην κατάρτιση της οποίας διαμεσολάβησε.

Επίσης, αν δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 374 ΑΚ, ο εμπορικός αντιπρόσωπος θα μπορούσε να αρνηθεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από τη σύμβαση, εφόσον έχει ληξιπρόθεσμη απαίτηση κατά του εμπορικού αντιπροσώπου (π.χ. αξίωση για προμήθεια από προηγούμενη συναλλαγή), ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης κατ’ άρθρο 325 ΑΚ. Νομίζω πως θα ήταν εσφαλμένο να θεωρήσουμε ότι από τη φύση και μόνο της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας εμποδίζεται ο εμπορικός αντιπρόσωπος να ασκήσει το δικαίωμα επίσχεσης. Όμως, από τη φύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας σε συνδυασμό με τις αρχές της καλής πίστης και τα συναλλακτικά ήθη μπορεί κατά τις περιστάσεις να συνάγεται αποκλεισμός του δικαιώματος επίσχεσης9. Τούτο θα συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος αρνείται να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, επειδή ο αντιπροσωπευόμενος καθυστέρησε για μικρό χρονικό διάστημα να καταβάλει την προμήθεια. Ή όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος, προβάλλοντας τον ίδιο λόγο, αρνείται να συναντήσει υποψήφιο σημαντικό πελάτη.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΑΣ

§ 7. Ρυθμιστικό πλαίσιο πριν από την έκδοση του ΠΔ 219/1991

Α. Εισαγωγικά

Αν και αντικείμενο της παρούσης μελέτης είναι η εξέταση του ισχύοντος κανονιστικού πλαισίου περί τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, κρίνεται σκόπιμο να γίνει μία αναφορά στα πριν την έκδοση του ΠΔ 219/1991 ισχύοντα, καθώς, τουλάχιστον όσον αφορά στους γενικούς λόγους λήξης, αυτοί διατηρούνται απαράλλακτοι και σήμερα.

Β. Εφαρμοστέοι κανόνες δικαίου επί της εμπορικής αντιπροσωπείας

Καθώς πριν την έκδοση του ΠΔ 219/1991 δεν υπήρχε στην εθνική έννομη τάξη ειδική ρύθμιση της εμπορικής αντιπροσωπείας, η αναζήτηση των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου επί της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, συνολικά και όχι μόνον επί του ειδικού ζητήματος των τρόπων λύσης της, είχε ως βάση της τον νομικό χαρακτηρισμό της σύμβασης. Εάν, δηλαδή, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μπορούσε να υπαχθεί άμεσα στην έννοια μίας επώνυμης σύμβασης και, συνεπώς, στο πλέγμα νομικών κανόνων, οι οποίοι ρύθμιζαν την εν λόγω επώνυμη σύμβαση, ή εάν έδει στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας να εφαρμοσθούν αναλογικά οι κανόνες μίας ή και πλειόνων προσδιοριστέων επωνύμων συμβάσεων, οι οποίοι θα αναπλήρωναν (ή θα απέκλειαν, λόγω του αναγκαστικού δικαίου χαρακτήρα τους) την τυχόν ελλείπουσα βούληση των συμβαλλομένων.

Στο πλαίσιο αυτό, διατυπώθηκαν οι ακόλουθες, περιληπτικά στην παρούσα εκτιθέμενες, γνώμες περί τη φύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας:

Σύμφωνα με μία πρώτη άποψη10, η οποία επικρατούσε προ της εισαγωγής του ΑΚ, η εμπορική αντιπροσωπεία ήταν σύμβαση εντολής. Η γνώμη αυτή «επέζησε» και μετά τη θέση σε ισχύ του ΑΚ, ούσα μειοψηφούσα στη θεωρία11 αλλά κρατούσα στη νομολογία12. Η άποψη αυτή, κατά την επικρατούσα γνώμη μετά τη θέση σε ισχύ του ΑΚ, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, επειδή ο ΑΚ γνωρίζει μόνο την άμισθη εντολή. Συνεπώς, υποστηρίζει αυτή η γνώμη, αν οι συμβαλλόμενοι προέβλεψαν αμοιβή, τότε θα πρόκειται για σύμβαση μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών ή για σύμβαση έργου. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ΕισΝΑΚ, τυχόν αναφορές της εμπορικής κυρίως νομοθεσίας σε «έμμισθη εντολή», θεσμό γνωστό στο β.ρ. δίκαιο, πρέπει να θεωρούνται ως παραπομπές στις ρυθμίσεις του ΑΚ, και ιδίως στις διατάξεις περί σύμβασης εργασίας και έργου και εκ πλαγίου, δηλαδή μόνο μέσω των διατάξεων αυτών, και στις ρυθμίσεις του ΑΚ περί εντολής. Τούτο, όμως, δεν στερεί από τον νομοθέτη της δυνατότητας να διασκευάσει συγκεκριμένες περιπτώσεις αμειβόμενης παροχής υπηρεσιών κατά το γενικό πρότυπο της (άμισθης) εντολής13.

Σύμφωνα με μία δεύτερη άποψη14, η εμπορική αντιπροσωπεία είναι σύμβαση έργου, οπότε εφαρμόζονται σε αυτήν οι διατάξεις των άρθρων 681 επ. ΑΚ. Υποστηρίζεται στο πλαίσιο αυτής της γνώμης ότι οι συμβαλλόμενοι δεν αποβλέπουν στη διαρκούσα παροχή υπηρεσιών από πλευράς του εμπορικού αντιπροσώπου αλλά μόνο στο αποτέλεσμα των υπηρεσιών του, το οποίο προσδιορίζεται ως η διαρκής διάδοση και επέκταση των συμφερόντων της αντιπροσωπευόμενης επιχείρησης. Το γεγονός ότι στο πρόσωπο του εμπορικού αντιπροσώπου γεννάται αξίωση αποζημίωσης πελατείας μόνο εάν η καταρτισθείσα π.χ. σύμβαση πώλησης σύμβαση εκτελεστεί συνιστά ένα επιχείρημα στη φαρέτρα των υποστηρικτών αυτής της άποψης. Διατυπώνονται, εντούτοις, σοβαρά αντεπιχειρήματα τα οποία ξεκινούν από βασικά χαρακτηρολογικά στοιχεία, όπως το ότι η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, αντίθετα με τη σύμβαση έργου, συνιστά διαρκή και όχι στιγμιαία σύμβαση, το ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος υποχρεούται και σε παροχή υπηρεσιών για τις οποίες αμείβεται αυτοτελώς και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα καθώς και το ότι στην εμπορική αντιπροσωπεία η επίτευξη του αποτελέσματος εξαρτάται και από περιστατικά που βρίσκονται εκτός της σφαίρας επιρροής του εμπορικού αντιπροσώπου (λ.χ. η ποιότητα των προϊόντων του αντιπροσωπευόμενου, η εν γένει οικονομική κατάσταση κ.λπ.). Εξάλλου, βασικό χαρακτηριστικό της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας είναι, μεταξύ άλλων, η διάρκεια της παροχής του εμπορικού αντιπροσώπου15, κάτι που ακόμη και η εδώ εξεταζόμενη άποψη σε τελική ανάλυση δεν αρνείται. Από όλα αυτά συνάγεται ότι η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ναι μεν περιέχει στοιχεία της σύμβασης έργου αλλά όχι μόνον της σύμβασης έργου, επομένως επ’ αυτής δεν εφαρμόζονται μονάχα οι διατάξεις του ΑΚ περί σύμβασης έργου16.

Κατά μία τρίτη άποψη17, η εμπορική αντιπροσωπεία είναι σύμβαση μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών, εφαρμοζομένων επ’ αυτής των διατάξεων των άρθρων 648 επ. ΑΚ. Η γνώμη αυτή, αν και αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τα προβληματικά σημεία της δεύτερης άποψης, παραγνωρίζει ότι πάντως η αμοιβή του εμπορικού αντιπροσώπου εξαρτάται εν μέρει από το αποτέλεσμα της εργασίας του.

Κατά μία τέταρτη άποψη, η εμπορική αντιπροσωπεία είναι ιδιόρρυθμη σύμβαση, έχουσα αυτοτελή νομική μορφή και δικό της νομικό χαρακτήρα, η οποία δεν μπορεί να υπαχθεί στα παραδοσιακά σχήματα. Οπότε, για τη ρύθμισή της, ο δικαστής καταρχάς αποβλέπει στη βούληση των συμβαλλομένων την οποία ερμηνεύει κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 200 ΑΚ και, σε δεύτερο στάδιο, εφαρμόζει κατ’ αναλογία από το σύνολο των κανόνων δικαίου εκείνους, οι οποίοι ταιριάζουν περισσότερο στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχοντας ευρέα περιθώρια επιλογών. Στην άποψη αυτήν γίνεται η βάσιμη κριτική18 ότι παρορά με -ομολογουμένως αδικαιολόγητη- ευκολία τις ομοιότητες που παρουσιάζει η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας με επώνυμες συμβάσεις. Εξάλλου, νομίζω, η θεωρία της ιδιόρρυθμης σύμβασης γεννά ανασφάλεια δικαίου αναγνωρίζοντας εκτεταμένη δικαιοπλαστική εξουσία στον δικαστή, στην ευρύτητα της οποίας οφείλουμε να επιδεικνύουμε επιφυλακτικότητα.

Στο πεδίο της θεωρητικής διαμάχης εμφανίστηκε και η θέση ότι η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι μικτή19. Η άποψη αυτή δεν είναι ενιαία αλλά παρουσιάζεται με -κάθε άλλο παρά άμοιρες συνεπειών- παραλλαγές. Θεμέλιο πάντως όλων των επιμέρους γνωμών στο πλαίσιο της θεωρίας της μικτής σύμβασης είναι η σκέψη ότι οι παροχές του εμπορικού αντιπροσώπου ανταποκρίνονται σε διάφορες μορφές συμβάσεων, συνδεδεμένες όμως στενά μεταξύ τους.


Γ. Λόγοι λήξης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας

Ι. Γενικοί λόγοι

Μόλις που χρειάζεται να αναφερθεί ότι στην εμπορική αντιπροσωπεία μπορούν να εφαρμοστούν οι γνωστοί από το Γενικό Ενοχικό Δίκαιο λόγοι απόσβεσης των ενοχών. Έτσι λοιπόν η αντίθετη συμφωνία (actus contrarius)20, οι λόγοι των άρθρων 416-454 ΑΚ και η πλήρωση διαλυτικής αίρεσης ή προθεσμίας (202 ΑΚ) εφαρμόζονται και επί της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Οι συγκεκριμένοι λόγοι εξακολουθούν να εφαρμόζονται και μετά το ΠΔ 219/1991.


II. Ειδικοί λόγοι

Από τη φύση της σύμβασης αντιπροσωπείας ως διαρκούς συνάγεται ότι επ’ αυτής εφαρμόζονται και οι λόγοι λήξης που προβλέπονται για τις διαρκείς συμβάσεις και ειδικότερα για τη μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών. Οι παρακάτω λόγοι ισχύουν και μετά το ΠΔ 219/1991. Τέτοιοι είναι:


a. Θάνατος φυσικού προσώπου – Λύση νομικού προσώπου

Ο θάνατος του φυσικού προσώπου (πρβλ. άρθρο 675 παρ. 1 ΑΚ) και η λύση του νομικού προσώπου (πρβλ. άρθρο 726 εδ. β’ ΑΚ αναλογικά εφαρμοζόμενο), όταν ήταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος, επιφέρουν ipso iure τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας21. Ειδικότερα, στην περίπτωση προσωπικής εταιρείας, ο θάνατος εταίρου δεν συνεπάγεται καταρχήν τη λύση της εταιρείας, επομένως η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας συνεχίζεται από το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Εάν, όμως, σύμφωνα με το καταστατικό, ο θάνατος εταίρου έχει αναχθεί σε λόγο λύσης της εταιρείας, τότε ισχύουν τα ανωτέρω αναφερθέντα.

Αντιστρόφως, όταν δηλαδή ο θανών ή το λυθέν νομικό πρόσωπο ήταν ο αντιπροσωπευόμενος, η σύμβαση δεν λύεται, εκτός εάν τα μέρη απέβλεψαν κυρίως στο πρόσωπό του (πρβλ. άρθρο 675 παρ. 2 ΑΚ). Ο θάνατος του αντιπροσωπευόμενου, εντούτοις, μπορεί να αποτελέσει σπουδαίο λόγο για έκτακτη καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους των κληρονόμων του εμπορικού αντιπροσώπου ή του αντιπροσωπευόμενου. Σε αυτήν την περίπτωση, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη αποζημίωση στον εμπορικό αντιπρόσωπο (πρβλ. άρθρο 675 παρ. 2 εδ. β’ ΑΚ).


b. Κήρυξη σε πτώχευση

Ο προσδιορισμός της συνέπειας της κήρυξης σε πτώχευση του αντιπροσωπευομένου ή του εμπορικού αντιπροσώπου εξαρτάται άμεσα από το ποια άποψη υιοθετεί κανείς σχετικά με τη φύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας.

Έτσι, κατά μία άποψη22, που εκκινεί από τη θεωρία της εντολής, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας λύεται αυτοδικαίως εάν κηρυχθεί σε πτώχευση ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη (πρβλ. άρθρο 726 ΑΚ αναλογικά εφαρμοζόμενο).

Κατά άλλη γνώμη23, που εκκινεί από τη θεωρία της μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας δεν λύεται αυτοδικαίως, αλλά απλώς μπορεί να καταγγελθεί εκτάκτως, εκτός εάν υπάρχει ρητή περί λύσης συμφωνία. Αν εκείνος που κηρύχθηκε σε πτώχευση ήταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος, τη δραστηριότητά του συνεχίζει ο σύνδικος. Εντούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. γ’ του ΠΔ 219/1991, ο σύνδικος πτώχευσης δεν μπορεί να είναι εμπορικός αντιπρόσωπος. Δηλαδή, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, τα καθήκοντα συνδίκου και εμπορικού αντιπροσώπου είναι ασυμβίβαστα.


c. Θέση σε δικαστική συμπαράσταση

Εν αμφιβολία, η θέση ενός από τα μέρη σε δικαστική συμπαράσταση δεν συνεπάγεται την αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης, αλλά μπορεί να αποτελέσει σπουδαίο λόγο για την έκτακτη καταγγελία της σύμβασης.


d. Πάροδος ορισμένου χρόνου διάρκειας

Εάν η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είχε συμφωνηθεί με ορισμένη διάρκεια, η πάροδος της διάρκειάς της συνεπάγεται την αυτοδίκαιη λύση της (πρβλ. άρθρο 669 παρ. 1 ΑΚ), εκτός εάν συνεχιστεί η λειτουργία της σύμβασης και μετά την παρέλευση του ορισμένου χρόνου διάρκειας, οπότε, σε περίπτωση που ο αντιπροσωπευόμενος γνωρίζει την έτι εκτυλισσόμενη δράση του εμπορικού αντιπροσώπου, η σύμβαση λογίζεται ως ανανεωθείσα για αόριστο χρόνο (πρβλ. άρθρο 671 ΑΚ).


e. Μεταβίβαση επιχείρησης

Οι συνέπειες της μεταβίβασης της επιχείρησης ως προς την τύχη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας παραλλάσσουν ανάλογα με το εάν μεταβιβάζεται η επιχείρηση του αντιπροσώπου ή του αντιπροσωπευόμενου, συνεπώς θα πρέπει να διακρίνουμε:

- Εάν ο αντιπρόσωπος μεταβιβάζει σε τρίτο την επιχείρησή του και τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας (τα εξ αυτής απορρέοντα δικαιώματα με εκχώρηση και τις υποχρεώσεις με αναδοχή χρέους24), εάν μεν ο αντιπροσωπευόμενος συμμετέχει στη σύμβαση μεταβίβασης, η σύμβαση συνεχίζεται μεταξύ αυτού και του νέου εμπορικού αντιπροσώπου. Εάν όμως ο αντιπροσωπευόμενος δεν συμμετέχει στη σύμβαση μεταβίβασης, τότε η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας εξακολουθεί να ισχύει μεταξύ αυτού και του παλαιού εμπορικού αντιπροσώπου, ο οποίος όμως θα ευθύνεται για μη αυτοπρόσωπη εκπλήρωση της σύμβασης25, ενώ παράλληλα γεννάται σπουδαίος λόγος για έκτακτη καταγγελία της σύμβασης.

- Εάν ο αντιπροσωπευόμενος μεταβιβάζει σε τρίτο την επιχείρησή του και τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας συνεχίζει κανονικά μεταξύ του νέου επιχειρηματία και του εμπορικού αντιπροσώπου, επειδή ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά κανόνα δεν θα έχει έννομο συμφέρον στην αυτοπρόσωπη εκ μέρους του παλαιού επιχειρηματία εκπλήρωση της παροχής (η οποία εξάλλου δεν είναι και η χαρακτηριστική). Ενδέχεται όμως να γεννάται σπουδαίος λόγος για έκτακτη καταγγελία της σύμβασης, όταν κατά την καλή πίστη, ιδίως ενόψει του προσώπου του νέου επιχειρηματία, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον εμπορική αντιπρόσωπο να εμμείνει στη σύμβαση.


f. Εταιρικοί μετασχηματισμοί

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η τύχη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας σε περίπτωση μετασχηματισμού της συμβληθείσας εταιρείας. Πρέπει να διακρίνουμε ανάλογα με τη μορφή του εταιρικού μετασχηματισμού:

- Συγχώνευση (με απορρόφηση ή με σύσταση νέας εταιρείας)26: στην περίπτωση που η εταιρεία του εμπορικού αντιπροσώπου είναι η απορροφώσα, τότε η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας συνεχίζεται κανονικά από αυτήν. Εάν είναι η απορροφώμενη, τότε γίνεται δεκτό ότι παράγεται σπουδαίος λόγος για έκτακτη καταγγελία της σύμβασης27. Το ίδιο γίνεται δεκτό, εάν η συγχώνευση έλαβε χώρα υπό τη μορφή της σύστασης νέας εταιρείας. Εάν τώρα συγχωνευτεί η αντιπροσωπευόμενη εταιρεία, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας καταρχήν διατηρείται σε ισχύ, εκτός εάν τα μέρη εξάρτησαν την ισχύ της σύμβασης υπό τη διαλυτική αίρεση της επέλευσης ουσιωδών οργανωτικών μεταβολών ή ακόμη πιο ειδικά της συγχώνευσης της αντιπροσωπευόμενης εταιρείας. Ασφαλώς, η καλή πίστη (288 ΑΚ) μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να λειτουργήσει καταργητικά της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, δημιουργώντας σπουδαίο λόγο για την έκτακτη ή και τακτική καταγγελία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, ενώ πάντοτε είναι δυνατή η προσφυγή στην αυστηρότερη από άποψη προϋποθέσεων λύση του άρθρου 388 ΑΚ.

- Διάσπαση (κοινή, μερική, απόσχιση κλάδου): στην κοινή διάσπαση με απορρόφηση, με σύσταση νέων εταιρειών ή και με τους δύο τρόπους καθώς και στη μερική διάσπαση ισχύουν όμοια με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω για την απορρόφηση. Στην υποπερίπτωση της διάσπασης με τη μορφή της απόσχισης κλάδου, πρέπει να διαπιστωθεί εάν ο μεταβιβαζόμενος κλάδος σχετίζεται με τη σύμβαση αντιπροσωπείας, οπότε και πάλι ισχύουν όσα αναφέρθηκαν για τις υπόλοιπες μορφές διάσπασης. Όταν όμως ο μεταβιβαζόμενος κλάδος δεν σχετίζεται άμεσα αλλά έστω έμμεσα με τη λειτουργία της σύμβαση αντιπροσωπείας, τότε, εάν διασπώμενη είναι η εταιρεία του αντιπροσώπου, κατά τη γνώμη μου μπορεί υπό προϋποθέσεις να γεννηθεί σπουδαίος λόγος για έκτακτη καταγγελία από την πλευρά του αντιπροσωπευόμενου. Το ίδιο πρέπει να δεχθούμε και για την αντίστροφη περίπτωση. Όταν ο μεταβιβαζόμενος κλάδος είναι παντελώς άσχετος με τη λειτουργία της σύμβαση αντιπροσωπείας, τότε η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας εξακολουθεί να δεσμεύει τη διασπώμενη εταιρεία και το έτερο μέρος.

- Μετατροπή: η μετατροπή της εταιρείας (είτε του επιχειρηματία είτε του εμπορικού αντιπροσώπου) καταρχήν δεν συνεπάγεται κάποια υποκειμενική, αντικειμενική ή άλλη αλλοίωση στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, εκτός αν η νέα νομική μορφή επιφέρει ουσιώδεις οργανωτικές μεταβολές στην εσωτερική λειτουργία της εταιρείας, οπότε ισχύουν όσα αναφέρθηκαν σχετικά με αυτήν την περίπτωση στα περί συγχώνευσης.


III. Δικαιοπρακτικοί λόγοι λήξης

Με τον όρο «δικαιοπρακτικοί λόγοι λήξης» νοείται κυρίως το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης από τους συμβαλλομένους. Ως γνωστόν, η καταγγελία διακρίνεται σε τακτική και έκτακτη. Πρόκειται για μία διάκριση που συνέχεται με τον χαρακτήρα μίας διαρκούς σύμβασης ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου.

Γενικώς, καταγγελία είναι το δικαίωμα του συμβαλλομένου να επιφέρει με μονομερή δήλωσή του τη λύση μίας υφιστάμενης διαρκούς σύμβασης για το μέλλον (ex nunc). Πρόκειται για δικαίωμα διαπλαστικό, επειδή η άσκησή του επιφέρει τη διάπλαση και συγκεκριμένα κατάργηση της διαρκούς έννομης σχέσης.

Το δικαίωμα καταγγελίας δεν ρυθμίζεται με γενικό τρόπο στον ΑΚ, αλλά αναγνωρίζεται στα κεφάλαια του ειδικού ενοχικού δικαίου, στο πλαίσιο των κατ’ ιδίαν συμβάσεων.


a. Τακτική καταγγελία

Τακτική (ή αναιτιολόγητη) ονομάζεται η καταγγελία28, όταν για τη γέννηση του σχετικού δικαιώματος δεν απαιτείται η συνδρομή ορισμένου λόγου, οπότε ο καταγγέλλων δεν χρειάζεται να επικαλεστεί κάποιον λόγο. Πρόκειται για τον φυσιολογικό τρόπο μονομερούς λύσης των διαρκών συμβάσεων αορίστου χρόνου.

Ειδικά για τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, προ της ρύθμισης του ΠΔ 219/1991, το δικαίωμα τακτικής καταγγελίας θεμελιωνόταν, αναλόγως με την άποψη που υιοθετούταν ως προς τη φύση της σύμβασης, είτε στο άρθρο 669 παρ. 2 ΑΚ29 είτε στο άρθρο 724 ΑΚ30 είτε στο άρθρο 700 ΑΚ31.

Η επιλογή της μίας ή της άλλης νομικής βάσης για τη θεμελίωση του δικαιώματος καταγγελίας δεν είναι κενή συνεπειών. Αν δεχθεί κανείς ως βάση το άρθρο 669 παρ. 2 ΑΚ, τότε η καταγγελία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αορίστου χρόνου πρέπει να γίνει, αν δεν συμφωνήθηκε άλλως, προ δεκαπέντε (15) ημερών και επιφέρει τη λύση της σύμβασης μετά την παρέλευση αυτής της προθεσμίας. Σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 2 εδ. γ’ ΑΚ, δεν μπορεί να συμφωνηθεί βραχύτερη προθεσμία υπέρ του επιχειρηματία-αντιπροσωπευόμενου. Αν δεν τηρηθεί η νόμιμη ή συμφωνηθείσα προθεσμία, τότε η καταγγελία είναι άκυρη και δεν επιφέρει καταρχήν λύση της σύμβασης, εκτός εάν θεωρηθεί με ερμηνεία της δήλωσης βούλησης ή βάσει του άρθρου 182 ΑΚ ότι λύει τη σύμβαση μετά την πάροδο του απαιτούμενου χρόνου32.

Κατά τη γνώμη33 που κρατούσε στη νομολογία προ της εισαγωγής του ΠΔ 219/1991, ο εντολέας επιχειρηματίας μπορούσε να ανακαλέσει οποτεδήποτε την εντολή προς τον αντιπρόσωπο, με τη σύγχρονη απόδοση στον εντολοδόχο των δαπανών του για την εκτέλεση της εντολής.

Καθώς η καταγγελία αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία, αυτή διέπεται από τις διατάξεις του ΑΚ περί ακυρότητας και ακυρωσίας (άρθρα 174, 178, 179, 281 ΑΚ), ενώ υπό προϋποθέσεις μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του Ν. 146/1914 περί αθεμίτου ανταγωνισμού. Εάν η καταγγελία είναι άκυρη, τότε η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας συνεχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της και η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων των μερών γεννά ενδοσυμβατική ευθύνη σύμφωνα με τα άρθρα 330 επ. ΑΚ.

Υποστηρίζεται34, πάντως, ότι σε κάθε περίπτωση, ενόψει του αορίστου χρόνου της σύμβασης, τα χρηστά ήθη επιβάλλουν κάθε μέρος να μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση αναιτιολόγητα. Οπότε ακόμη και αν η καταγγελία είναι άκυρη, σύμφωνα με την άποψη αυτή η σύμβαση πρέπει να θεωρείται λυμένη, εκτός εάν ο λόγος που καθιστά ανήθικη ή καταχρηστική την καταγγελία είναι προσωρινός και πεπερασμένης διάρκειας. Κατά τη γνώμη μου, η άποψη αυτή παραγνωρίζει ότι το δίκαιο αναγνωρίζει δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας επί διαρκών συμβάσεων αορίστου χρόνου όχι άνευ όρων. Το δικαίωμα έκτακτης καταγγελίας έχει ως δικαιολογητική βάση τα χρηστά ήθη και τη συναλλακτική καλή πίστη και προϋποθέτουν την τήρησή τους από τον ασκούντα το δικαίωμα καταγγελίας.

Ζήτημα άκαιρης καταγγελίας και γέννησης εξ αυτής αξίωσης αποζημίωσης μπορεί να ανακύψει, εάν γίνει δεκτή η θεωρία της εντολής και η θέση ότι το άρθρο 767 παρ. 2 ΑΚ35 εφαρμόζεται επί όλων των διαρκών ενοχών που δεν προβλέπουν (νόμιμη ή συμβατική) προθεσμία καταγγελίας. Ακόμη και αν γίνει δεκτή αυτή η άποψη, το άκαιρο της καταγγελίας δεν θίγει το κύρος της ούτε κωλύει την επέλευση των αποτελεσμάτων της36.


b. Έκτακτη καταγγελία

Έκτακτη (ή αιτιολογημένη) καταγγελία υπάρχει όταν για τη γένεση του σχετικού δικαιώματος απαιτείται η συνδρομή ορισμένου λόγου. Με την έκτακτη καταγγελία επιτυγχάνεται η πρόωρη λήξη της σύμβασης αορίστου ή ορισμένου χρόνου.

Κατά τη θεωρία της μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών, τόσο η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ορισμένου όσο και η αορίστου χρόνου μπορούν να λυθούν με έκτακτη καταγγελία μπορούν να λυθούν με καταγγελία οποιουδήποτε των μερών, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος, οπότε δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένης προθεσμίας κατ’ άρθρο 672 ΑΚ37. Αποκλεισμός ή περιορισμός του δικαιώματος καταγγελίας απαγορεύεται.

Αλλά και κατά τη θεωρία της εντολής γίνεται δεκτό ότι δεν είναι επιτρεπτή η καταγγελία σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ορισμένου χρόνου άνευ σπουδαίου λόγου, καθώς η συμφωνία ορισμένης διάρκειας της σύμβασης ενέχει σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα ελεύθερης ανάκλησης της εντολής κατ’ άρθρο 724 ΑΚ και από το δικαίωμα του εμπορικού αντιπροσώπου να καταγγείλει την εντολή για το καθορισμένο χρονικό διάστημα κατ’ άρθρο 725 ΑΚ. Υποστηρίζεται, όμως, και η αντίθετη άποψη38.

Σπουδαίο λόγο για την έκτακτη καταγγελία της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας συνιστούν κυρίως οι υπαίτιες συμβατικές παραβάσεις των μερών.

Έτσι, μπορεί να αποτελέσουν σπουδαίο λόγο39 για την καταγγελία εκ μέρους του επιχειρηματία η διαρκής αδράνεια του εμπορικού αντιπροσώπου, η επαγγελματική ανεπάρκειά του, η για σημαντικό χρονικό διάστημα ελλιπής δραστηριότητά του ως προς τη διαπραγμάτευση ή την κατάρτιση συμβάσεων, η μείωση του αριθμού των παραγγελιών, όταν δεν είναι ανεξάρτητη της βούλησης του αντιπροσώπου, διαχειριστικές ανωμαλίες ή αξιόποινες πράξεις του εμπορικού αντιπροσώπου, παράβαση τυχόν ρήτρας μη ανταγωνισμού, ανάληψη της αντιπροσωπείας ανταγωνιστών επιχειρηματιών, επανειλημμένη μη τήρηση οδηγιών του επιχειρηματία, εκ προθέσεως άσκηση αντιπροσωπευτικής δραστηριότητας εντός της περιοχής άλλου αντιπροσώπου, εύνοια των συμφερόντων των πελατών σε βάρος του επιχειρηματία, απαγορευμένη χρησιμοποίηση ή ανακοίνωση εμπορικών και βιομηχανικών απορρήτων του επιχειρηματία, κατάρτιση συμβάσεων με πίστωση με αφερέγγυους πελάτες, των οποίων την αφερεγγυότητα γνώριζε ο αντιπρόσωπος ή μπορούσε να πληροφορηθεί, αν επιδείκνυε την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, υβριστική και απρεπής συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου, η οποία ήταν τόσο σημαντική, ώστε να προκαλέσει σοβαρή δυσπιστία του επιχειρηματία για την αξιοπιστία του αντιπροσώπου και έτσι να βλαφθεί η σχέση εμπιστοσύνης που τους συνδέει. Δεν απαιτείται να αποδειχθεί επιπλέον ότι από τη συμπεριφορά του αντιπροσώπου υπέστη ζημία ο επιχειρηματίας.

Αντίστοιχα μπορούν να αποτελέσουν σπουδαίο λόγο για την καταγγελία από τον εμπορικό αντιπρόσωπο η επανειλημμένη αθέτηση από τον επιχειρηματία των υποχρεώσεών του από τη σύμβαση, όπως π.χ. η κατ’ επανάληψη αποστολή από τον επιχειρηματία εμπορευμάτων με πραγματικά ελαττώματα ή χωρίς τις συμφωνημένες ιδιότητες, η επανειλημμένη αδικαιολόγητη άρνηση αποδοχής των παραγγελιών που διαβιβάζει ο αντιπρόσωπος, η μεταβίβαση της επιχείρησης του αντιπροσωπευομένου, η διακοπή της λειτουργίας της, η επίμονη άρνηση λογοδοσίας, η κατ’ επανάληψη αποστολή ανακριβούς εκκαθάρισης, εκ προθέσεως ή λόγω κακής οργάνωσης, η άρνηση καταβολής της οφειλόμενης προμήθειας ή η επανειλημμένη καθυστέρηση ως προς την καταβολή της, η απρεπής συμπεριφορά έναντι του αντιπροσώπου, η μη παροχή από τον επιχειρηματία οδηγιών, πληροφοριών και μέσων αναγκαίων για την επιτυχή άσκηση της δραστηριότητας του εμπορικού αντιπροσώπου.

Σπουδαίο λόγο μπορεί να αποτελέσουν και γεγονότα ανωτέρας βίας, όπως π.χ. φυσικές καταστροφές, η νόμιμη διαταγή της αρχής, με την οποία επιβάλλεται ορισμένη συμπεριφορά στον οφειλέτη (π.χ. η αναστολή λειτουργίας του εργοστασίου του επιχειρηματία για λόγους υγείας), καταστροφή του εργοστασίου του επιχειρηματία κ.λπ. Δεν συνιστούν ανωτέρα βία, κατά την υποκειμενική θεωρία40, η κακή οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, συνήθη καιρικά φαινόμενα, η βλάβη των εμπορευμάτων λόγω αυτοκινητικού ατυχήματος, εκτός εάν το ατύχημα οφειλόταν σε όλως ασυνήθιστες συνθήκες, που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και να αποτραπούν ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης.

Εάν τώρα η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας συμφωνήθηκε να έχει διάρκεια μεγαλύτερη της πενταετίας ή εφ’ όρου ζωής, τότε, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 670 ΑΚ, μπορεί μετά την παρέλευση πέντε ετών να καταγγελθεί μόνο από τον αντιπρόσωπο με τήρηση προθεσμίας έξι (6) μηνών. Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκλεισθεί με αντίθετη συμφωνία (πρβλ. άρθρο 679 ΑΚ). Εάν εντός της πρώτης πενταετίας ανακύψει σπουδαίος λόγος, τότε η σύμβαση μπορεί ασφαλώς να καταγγελθεί από οποιοδήποτε από τα μέρη. Πάντως, ο επιχειρηματίας δεσμεύεται και μετά την πενταετία για όλο τον συμφωνηθέντα χρόνο, με την έννοια ότι δεν έχει δικαίωμα ελεύθερης καταγγελίας παρά μόνο έκτακτης για σπουδαίο λόγο.


IV. Ανάγκη αναμόρφωσης του προϊσχύσαντος δικαίου

Το βασικό πρόβλημα που δημιουργούταν υπό το προ του ΠΔ 219/1991 καθεστώς ήταν ο αιφνιδιασμός του εμπορικού αντιπροσώπου από τυχόν τακτική καταγγελία της σύμβασης αορίστου χρόνου, η οποία, κατά τη γνώμη που επικρατούσε στη νομολογία, μπορούσε να γίνει απρόθεσμα. Αλλά ακόμη και αν δεχόταν κανείς τη θεωρία του έργου ή της μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών ή της μικτής σύμβασης, και πάλι τα περιθώρια προστασίας του εμπορικού αντιπροσώπου ήταν ιδιαίτερα στενά, καθώς ο νόμος τάσσει δεκαπενθήμερη προθεσμία καταγγελίας.

Βέβαια, τυχόν καταχρηστικότητα της καταγγελίας ή αντίθεσή της σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη αποτελούσε έναν μηχανισμό προστασίας του εμπορικού αντιπροσώπου, ο οποίος όμως δεν εξυπηρετεί την ασφάλεια δικαίου και, εν πάση περιπτώσει, δεν προσέφερε μία αυτοματοποιημένη λύση που να προφυλάσσει αποτελεσματικά τον -κατά τεκμήριο πιο αδύναμο- εμπορικό αντιπρόσωπο.

Ενόψει των παραπάνω, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι υπήρχε ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης ιδίως στο πεδίο της τακτικής καταγγελίας, ώστε να μην παραβλάπτονται τα συμφέροντα των συμβαλλομένων και κυρίως του εμπορικού αντιπροσώπου.


§ 8. Ρυθμιστικό πλαίσιο μετά το ΠΔ 219/1991

Ι. Ειδικοί νόμιμοι λόγοι

Το ΠΔ 219/1991 επανέλαβε τις διατάξεις της Οδηγίας 86/653 όσον αφορά στη λήξη της εμπορικής αντιπροσωπείας με μικρές αποκλίσεις.

Στο άρθρο 8 παρ. 3 του ΠΔ 219/1991 ορίζεται ότι «όταν η Σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας είναι αορίστου χρόνου, κάθε ένας από τους συμβαλλόμενους μπορεί να την καταγγείλει, με τήρηση ορισμένης προθεσμίας».

Στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι «Η προθεσμία καταγγελίας είναι ένας μήνας για το πρώτο έτος της σύμβασης, δύο μήνες από την αρχή του δεύτερου έτους, τρείς μήνες από την αρχή του τρίτου έτους, τέσσερις μήνες από την αρχή του τέταρτου έτους, πέντε μήνες από την αρχή του πέμπτου έτους και έξη μήνες από την αρχή του έκτου και τα επόμενα έτη».

Σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 απαγορεύεται ο συμβατικός ορισμός μικρότερης προθεσμίας από τις νόμιμες. Σε περίπτωση που οριστεί συμβατικά συντομότερη προθεσμία από τη νόμιμη, η συμφωνία είναι άκυρη (άρθρο 174 ΑΚ) και εφαρμόζεται η νόμιμη προθεσμία. Άκυρη θα είναι και η καταγγελία που έγινε με τήρηση της μικρότερης από τη νόμιμη προθεσμίας, εκτός εάν ο αποδέκτης της καταγγελίας την αποδεχθεί41.

Επίσης, τα μέρη επιτρέπεται να ορίσουν μεγαλύτερες προθεσμίες καταγγελίας από τις νόμιμες, αλλά, στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία την οποία θα πρέπει να τηρήσει ο αντιπροσωπευόμενος δεν μπορεί να είναι μικρότερη από εκείνη που ισχύει για τον εμπορικό αντιπρόσωπο (άρθρο 8 παρ. 5 ΠΔ 219/1991). Σε περίπτωση που οριστεί συμβατικά συντομότερη προθεσμία υπέρ του αντιπροσωπευομένου, η συμφωνία κατά το μέρος αυτό είναι άκυρη (άρθρο 174 ΑΚ) και πρέπει να θεωρηθεί ότι και για τον αντιπροσωπευόμενο ισχύει η συμφωνηθείσα για τον αντιπρόσωπο προθεσμία42.

Επιπροσθέτως, εφόσον τα μέρη δεν συμφώνησαν άλλως, η λήξη της προθεσμίας καταγγελίας πρέπει να συμπίπτει με το τέλος του ημερολογιακού μήνα (άρθρο 8 παρ. 6 ΠΔ 219/1991). Συνεπώς, σε σύμβαση που βρίσκεται στο πρώτο έτος λειτουργίας της, εάν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγείλει τη σύμβαση στις 26.11.2020, η προθεσμία ενός μηνός θα λήξει στις 31.12.2020, εκτός εάν τα μέρη συμφώνησαν διαφορετικά (π.χ. να επέλθει την ταυτάριθμη ημέρα του επόμενου μήνα, δηλαδή στο παράδειγμά μας στις 27.12.2020).

Όλα τα παραπάνω ισχύουν όχι μόνο στην εξαρχής αορίστου χρόνου σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας αλλά και στη σύμβαση ορισμένου χρόνου που κατέστη αορίστου μετά από σιωπηρή (άρθρο 8 παρ. 7 και 2 ΠΔ 219/1991) ή ρητή ανανέωση. Στην περίπτωση της σιωπηρής ανανέωσης συνυπολογίζεται και ο προηγούμενος ορισμένος χρόνος για τον καθορισμό της προθεσμίας καταγγελίας (άρθρο 8 παρ. 7 εδ. β’ ΠΔ 219/1991). Στην περίπτωση της ρητής ανανέωσης πρέπει να διακρίνουμε εάν πρόκειται για νέα σύμβαση (οπότε κατά τη γνώμη μου ο χρόνος της προηγούμενης σύμβασης δεν υπολογίζεται) ή κατά κυριολεξία για ρητή ανανέωση της παλαιάς σύμβασης, οπότε αρμόζει η ίδια λύση που ο δίδει ο νόμος επί σιωπηρής ανανέωσης.

Τέλος τα μέρη μπορούν να καταγγείλουν τη σύμβαση οποτεδήποτε και χωρίς την τήρηση των νόμιμων ή συμβατικών προθεσμιών σε περίπτωση παράλειψης εκτέλεσης του συνόλου ή μέρους των συμβατικών υποχρεώσεων (προφανώς και πλημμελούς εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων) καθώς και σε περίπτωση έκτακτων περιστάσεων (άρθρο 8 παρ. 8 ΠΔ 291/1991)43. Θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δικαίωμα αυτό δεν επιτρέπεται να αποκλειστεί ή να περιοριστεί συμβατικά44.

Ένα πρώτο σημείο διαφοροποίησης του ΠΔ από την Οδηγία είναι ότι προέβλεψε, όπως μπορούσε να πράξει κατά την Οδηγία, μεγαλύτερες προθεσμίες καταγγελίας για τα πέραν του τρίτου έτη (δηλαδή από το τέταρτο έτος και εντεύθεν) προσφέροντας μεγαλύτερη προστασία στον εμπορικό αντιπρόσωπο45.

Ένα δεύτερο σημείο διαφοροποίησης του ΠΔ από την Οδηγία ήταν ότι στην αρχική του μορφή το άρθρο 8 παρ. 8 του ΠΔ προέβλεπε ότι η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μπορούσε να καταγγελθεί κατά πάντα χρόνο και χωρίς την τήρηση των προθεσμιών της παρ. 4 σε περίπτωση έκτακτων περιστάσεων που αποτελούν ανωτέρα βία. Εντούτοις, χρησιμοποιώντας τον όρο «ανωτέρα βία» ο Έλληνας νομοθέτης εκφράστηκε στενότερα από το πνεύμα της Οδηγίας, η οποία έκανε λόγο για «έκτακτα περιστατικά» (άρθρο 16 β), που αποτελούν σαφώς ευρύτερη έννοια από την ανωτέρα βία. Το δικαίωμα καταγγελίας ενόψει της συνδρομής έκτακτων περιστατικών που όμως δεν ενέπιπταν στην έννοια της ανωτέρας βίας μπορούσε να θεμελιωθεί στο άρθρο 288 ΑΚ ή 672 ΑΚ. Όμως, ο νομοθέτης διόρθωσε σχετικά γρήγορα τη συγκεκριμένη αστοχία με το άρθρο 6 παρ. 2 του ΠΔ 312/1995 που τροποποίησε την παρ. 8 του άρθρου 8 του ΠΔ 219/1991 υιοθετώντας τον όρο «έκτακτα περιστατικά».


II. Αποτίμηση της νομοθετικής παρέμβασης

Το ΠΔ 219/1991 δεν μετέβαλε τα προ της εισαγωγής του ισχύσαντα αναφορικά με τους εξωδικαιοπρακτικούς λόγους λήξης και με την έκτακτη καταγγελία. Εκεί που επέφερε σημαντικές αλλαγές ήταν στο πεδίο της τακτικής καταγγελίας της αορίστου χρόνου σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας προβλέποντας μεγαλύτερες προθεσμίες καταγγελίας, αποβλέποντας κυρίως στη μείζονα προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου.


§ 9. Συνέχιση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας με ασφαλιστικά μέτρα;

Η λειτουργία διαρκών συμβάσεων με ασφαλιστικά μέτρα είναι ένα γενικότερο δογματικό πρόβλημα, το οποίο έχει τύχει ευρείας θεωρητικής και νομολογιακής επεξεργασίας. Μέρος της επιστήμης και της νομολογίας46 δέχεται ότι είναι δυνατή η απόφαση που διατάσσει την προσωρινή λειτουργία της σύμβασης (άρθρα 731-732 ΚΠολΔ), διότι δεν ικανοποιείται με αυτήν πλήρως το δικαίωμα του αιτούντος καθ’ ου η καταγγελία (άρθρο 692 παρ. 4 ΚΠολΔ). Πράγματι, αντίθετη παραδοχή θα καθιστούσε τη διάταξη του άρθρου 731 ΚΠολΔ άνευ νοήματος, αφού ιδίως κάθε αξίωση προς παράλειψη ή ανοχή «ικανοποιείται πλήρως» με την απαγγελία του ασφαλιστικού μέτρου47. Έχει υποστηριχθεί, όμως, και η αντίθετη γνώμη48.

Επίσης, έχει διατυπωθεί η ενδιάμεση άποψη49 ότι η λειτουργία της σύμβασης με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων για μεγάλο χρονικό διάστημα, που καλύπτει τον χρόνο της σύμβασης ή την επιβαλλόμενη από τη σύμβαση ή την καλή πίστη προθεσμία της καταγγελίας, συνιστά πλήρη ικανοποίηση δικαιώματος.

Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, το περιεχόμενο της αιτούμενης δικαστικής προστασίας δεν μπορεί να είναι τέτοιο, ώστε να προδικάζει την έκβαση της κύριας υπόθεσης δημιουργώντας τετελεσμένα. Σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων δεν επιτρέπεται να απαγγέλλει την ακυρότητα της καταγγελίας, ειδάλλως η ανοιγείσα με την άσκηση της αναγνωριστικής αγωγής δίκη θα καθίστατο άνευ αντικειμένου50.

Επιτρέπεται πάντως ο εμπορικός αντιπρόσωπος να ζητήσει από το δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων να εξαναγκασθεί ο αντιπροσωπευόμενος να συνεχίσει προσωρινά να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, να του παρέχει τα σχετικά με τα εμπορεύματα αναγκαία πληροφοριακά έγγραφα και λοιπές πληροφορίες καθώς και να του επιδικάσει προσωρινά τις συμβατικά προβλεπόμενες προμήθειες κατά το χρόνο προσωρινής συνέχισης της σύμβασης51.

Ειδικά για το ζήτημα της προσωρινής επιδίκασης των προμηθειών υπέρ του εμπορικού αντιπροσώπου μπορεί να αντιταχθεί ότι αυτή δεν είναι δυνατή ενόψει της απαρίθμησης των αξιώσεων για τις οποίες επιτρέπεται προσωρινή επιδίκαση κατ’ άρθρο 728 ΚΠολΔ, το οποίο εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 692 παρ. 4 ΚΠολΔ52. Σε απάντηση αυτών των επιφυλάξεων υποστηρίζεται η ερμηνευτική διεύρυνση του πεδίου της προσωρινής επιδίκασης απαίτησης, ώστε να περιλάβει απαιτήσεις από διαρκείς έννομες σχέσεις, ιδίως όταν το αντικείμενο της διαρκούς σύμβασης συνίσταται σε επαναλαμβανόμενες παροχές σε βάθος χρόνου. Πάντως, υιοθετώντας κάποιος αυτή τη θέση, οφείλει αυτονόητα να δεχθεί περιορισμό του επιδικαζόμενου ποσού σε ένα τέτοιο ύψος, ώστε να μη συνιστά ολοσχερή ικανοποίηση53.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΠΕΛΑΤΕΙΑΣ

§ 10. Γενικά προλεγόμενα

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κύριο αντικείμενο της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας είναι η ανάληψη της υποχρέωσης εκ μέρους του αντιπροσώπου να δρα επί προμηθεία στο όνομα και για λογαριασμό του επιχειρηματία-αντιπροσωπευομένου και να προαγάγει τα συμφέροντα του τελευταίου, είτε αναπτύσσοντας τις ήδη υπάρχουσες πελατειακές σχέσεις της είτε προσφέροντας νέο σταθερό πελατειακό δυναμικό σ’ αυτήν με την κατάρτιση των ανάλογων συμβάσεων.

Αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ επιχειρηματία και εμπορικού αντιπροσώπου είναι η πελατεία της αντιπροσωπευόμενης επιχείρησης εντός της εδαφικής περιφέρειας δράσης του αντιπροσώπου. Η πελατεία έχει τεράστια οικονομική σημασία για τον εμπορικό αντιπρόσωπο, όχι μόνο επειδή δαπάνησε πόρους προκειμένου να «κτίσει» το πελατολόγιο αλλά και επειδή προσδοκά στο μέλλον χωρίς μεγάλες οικονομικές επιβαρύνσεις τις απολαβές του από την πώληση των προϊόντων του επιχειρηματία που συνίστανται στις προμήθειές του54.

Γίνεται εύκολα αντιληπτή η μειονεκτική θέση στην οποία περιέρχεται ο εμπορικός αντιπρόσωπος σε περίπτωση που ο αντισυμβαλλόμενός του επιχειρηματίας καταγγείλει τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. Πράγματι, ο επιχειρηματίας διατηρεί τα οφέλη από τον καρπό της συνεργασίας του με τον εμπορικό αντιπρόσωπο, ήτοι την πελατεία που ο τελευταίος ανέπτυξε ή του προσέφερε. Αντιθέτως, ο εμπορικός αντιπρόσωπος χάνει τις προμήθειες που θα εισέπραττε στο μέλλον από συναλλαγές με την πελατεία που ο ίδιος δημιούργησε. Ασφαλώς, οι προμήθειες που λάμβανε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τη διάρκεια λειτουργίας της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας δεν αντιστοιχούν με τα οφέλη που εξασφαλίζει ο επιχειρηματίας από τη νέα πελατεία, η οποία κατά κανόνα αποδίδει κέρδη και μετά τη λύση της σύμβασης.

Ο θεσμός της αποζημίωσης πελατείας έχει μία συγκεκριμένη στόχευση: καλείται να διορθώσει την προπεριγραφείσα αδικία που υφίσταται ο εμπορικός αντιπρόσωπος και να την ισοσκελίσει με τα οφέλη που απολαμβάνει ο αντιπροσωπευόμενος ακόμη και μετά τη λύση της σύμβασης.


§ 11. Αποζημίωση πελατείας πριν το ΠΔ 219/1991

Κατά το προγενέστερο του ΠΔ χρονικό διάστημα, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, η κρατούσα άποψη στη νομολογία εφάρμοζε αναλογικά τις διατάξεις περί εντολής επί της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Το γεγονός αυτό δημιουργούσε πρόβλημα ως προς την αναγνώριση αξίωσης αποζημίωσης πελατείας στο πρόσωπο του εμπορικού αντιπροσώπου, καθώς ο εντολέας-επιχειρηματίας μπορούσε να ανακαλέσει οποτεδήποτε και μάλιστα αζημίως την εντολή του (πρβλ. άρθρο 724 ΑΚ). Η μόνη υποχρέωση του αντιπροσωπευομένου ήταν να αποδώσει τις δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο αντιπρόσωπος για την κανονική εκτέλεση της εντολής (πρβλ. άρθρο 722 ΑΚ)55, καθώς και να ανορθώσει κάθε ζημία που ο αντιπρόσωπος υπέστη άνευ πταίσματός του κατά την εκτέλεση της εντολής (πρβλ. άρθρο 723 ΑΚ)56. Ο νόμος, βέβαια, αναγνωρίζει στα μέρη τη δυνατότητα αντίθετης συμφωνίας, εφόσον η εντολή αφορά και το συμφέρον του εντολοδόχου, όπως συμβαίνει στην εμπορική αντιπροσωπεία, οπότε ο εντολέας δεν θα μπορεί να ανακαλέσει ελευθέρως και αζημίως την εντολή του, αλλά θα οφείλει αποζημίωση που θα καλύπτει το σύνολο της ζημίας (θετικής και αποθετικής· πρβλ. άρθρα 297-298 ΑΚ). Στο πλαίσιο αυτής της εκδοχής, η τυχόν αξίωση του εμπορικού αντιπροσώπου για αποζημίωση πελατείας επιδικαζόταν ως διαφυγόν κέρδος (: αποθετική ζημία)57.

Ελλιπής διαγραφόταν η προστασία του εμπορικού αντιπροσώπου και στο πλαίσιο της άποψης περί αναλογικής εφαρμογής των διατάξεων για τη μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών (άρθρα 648 επ. ΑΚ). Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούταν να λάβει αποζημίωση πελατείας μόνο στις περιπτώσεις των άρθρων 673, 674 και 675 ΑΚ, ενώ στις περιπτώσεις της τακτικής καταγγελίας της σύμβασης αορίστου χρόνου (άρθρο 669 ΑΚ), της παρέλευσης του συμφωνημένου χρόνου διάρκειας της σύμβασης, της λύσης της σύμβασης για σπουδαίο λόγο πλην των αναφερόμενων στα άρθρα 673 και 674 ΑΚ καθώς και της λύσης της σύμβασης ένεκα θανάτου, πτώχευσης και θέσης σε δικαστική συμπαράσταση58, ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταλειπόταν εντελώς απροστάτευτος.

Στο πεδίο της προσπάθειας αναγνώρισης στον εμπορικό αντιπρόσωπο αξίωσης για αποζημίωση πελατείας διατυπώθηκαν διάφορες θεωρίες, από τις οποίες καμία δεν βρήκε ιδιαίτερη νομολογιακή εφαρμογή.

Σύμφωνα με τη θεωρία του αδικαιολόγητου πλουτισμού59 η πελατεία την οποία ο εμπορικός αντιπρόσωπος συνεισέφερε (: δηλαδή όταν πρόσθεσε τη δική του υφιστάμενη πελατεία σε εκείνη του αντιπροσωπευομένου) ή δημιούργησε (: δηλαδή όταν προσέλκυσε νέους πελάτες) ή ανέπτυξε (: δηλαδή όταν προώθησε τη συναλλακτική επαφή με τους υφιστάμενος πελάτες του αντιπροσωπευομένου), μόνος του ή με τη συνδρομή του αντιπροσωπευομένου, ανήκει στις περιουσίες και των δύο συμβαλλομένων. Συνεπώς, μετά τη λήξη της σύμβασης ο αντιπροσωπευόμενος πλουτίζει σε βάρος της περιουσίας του εμπορικού αντιπροσώπου χωρίς νόμιμη αιτία, οικειοποιούμενος άνευ ανταλλάγματος την πελατεία αυτή (άρθρο 904 παρ. 1 εδ. β’ ΑΚ). Στη θεωρία αυτή έχει ασκηθεί βάσιμη κριτική60.

Σύμφωνα με τη θεωρία της αξίωσης εταιρικού δικαίου61 η δημιουργία και εκμετάλλευση της σταθερής πελατείας αποτελούν κοινό σκοπό με την έννοια του άρθρου 741 ΑΚ και ο εμπορικός αντιπρόσωπος είναι αφανής εταίρος του αντιπροσωπευομένου. Πρόκειται για μία πολλαπλά προβληματική θεωρία, κυρίως επειδή η αποζημίωση πελατείας θα ήταν λάθος να εκληφθεί ως δικαίωμα συμμετοχής του εμπορικού αντιπροσώπου στα μελλοντικά κέρδη του αντιπροσωπευόμενου, στα οποία άλλωστε δεν έχει καμία αξίωση συμμετοχής ούτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης62.

Κατά τη θεωρία της απόδοσης της υπεραξίας63 ο εμπορικός αντιπρόσωπος είχε δικαίωμα αποζημίωσης βάσει του άρθρου 630 παρ. 3 ΑΚ, αναλογικά εφαρμοζόμενου ενόψει της συγγένειας της εμπορικής αντιπροσωπείας με τη μίσθωση προσοδοφόρου δικαιώματος (πρβλ. άρθρο 638 ΑΚ).

Κατά τη θεωρία της μετενέργειας των διαρκών ενοχών64 η αποζημίωση πελατείας συνιστά αμοιβή υπηρεσιών για τον αντιπρόσωπο την οποία υποχρεούται να του καταβάλει ο αντιπροσωπευόμενος ανεξάρτητα από τον λόγο λύσης της σύμβασης, αφού η δραστηριότητα του πρώτου δημιούργησε ωφέλεια στον επιχειρηματία διατηρούμενη και μετά τη λύση της.

Υποστηρίχθηκε, επίσης, κυρίως στη Γερμανία, η θέση ότι η αποζημίωση πελατείας πρέπει να αντιμετωπίζεται όπως η αποζημίωση καταγγελίας του εργατικού δικαίου, άποψη που δεν εμφανίζεται πειστική65.

Οι θεωρίες αυτές, μετά την εισαγωγή του ΠΔ 219/1991, έχουν μηδενική πρακτική σημασία, καθώς αναπτύχθηκαν σε μία χρονική περίοδο που η αξίωση αποζημίωσης πελατείας ήταν νομοθετικά αρρύθμιστη.


§ 12. Ο θεσμός της αποζημίωσης πελατείας μετά την Οδηγία 86/653/ΕΟΚ και το ΠΔ 219/1991 – Συστήματα αποζημίωσης του εμπορικού αντιπροσώπου

Η αποζημίωση πελατείας ρυθμίζεται στα άρθρα 17 (: προϋποθέσεις γέννησης της αξίωσης αποζημίωσης), 18 (: περιπτώσεις αποκλεισμού της αξίωσης) και 19 (: απαγόρευση παρέκκλισης από τα άρθρα 17 και 18) της Οδηγίας 86/653/ΕΟΚ.

Σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1 της Οδηγίας, τα κράτη-μέλη έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο συστήματα αποζημίωσης: το γερμανικό σύστημα της κατ’ αποκοπή αποζημίωσης (παρ. 2) και το γαλλικό σύστημα της ανόρθωσης ζημίας (παρ. 3)66. Το ΠΔ 219/1991 υιοθέτησε το πρώτο σύστημα, το οποίο έχει τις καταβολές του στη διάταξη της § 89b του γερμανικού Εμπορικού Κώδικα (Handelsgesetzbuch  HGB).

Η αποζημίωση πελατείας κατά το γερμανικό πρότυπο έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά: πρώτον, είναι αποζημίωση κατ’ αποκοπή, επειδή ανέρχεται σε ένα ποσό ορισμένο από τον νόμο, ανεξάρτητα από την πραγματική ζημία (: αφηρημένος υπολογισμός ζημίας). Δεύτερον, πρόκειται για εύλογη αποζημίωση, με την έννοια ότι δεν αποκαθιστά πλήρως την προκληθείσα ζημία, καθώς το δικαστήριο έχει την ευχέρεια να προσδιορίσει το ύψος της λαμβανόμενων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης κάθε φορά περίπτωσης και μέχρι το ανώτατο όριο που τάσσει ο νόμος (άρθρο 9 παρ. 1β ΠΔ 219/1991, άρθρο 17 παρ. 2 εδ. β’ Οδηγίας 86/653/ΕΟΚ).

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος, όμως, δεν κωλύεται να απαιτήσει την ανόρθωση της περαιτέρω ζημίας την οποία υπέστη κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου, δηλαδή κατά τα άρθρα 914, 919 ΑΚ (άρθρο 9 παρ. 1δ ΠΔ 219/1991). Από τη διάταξη αυτή δεν πρέπει να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι ο Έλληνας νομοθέτης υιοθέτησε ένα μικτού τύπου σύστημα που συνδυάζει τα στοιχεία του γερμανικού και του γαλλικού67. Κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται, άλλωστε, από την Οδηγία (πρβλ. άρθρο 17 παρ. 1 της Οδηγίας και τη χρήση του διαζευκτικού «…ή…»). Απλούστατα πρόκειται για επανάληψη της διευκρίνησης68 του άρθρου 17 παρ. 2γ της Οδηγίας ότι η χορήγηση της κατ’ αποκοπή αποζημίωσης δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της ζημίας την οποία υπέστη.


§ 13. Προϋποθέσεις γέννησης της αξίωσης αποζημίωσης πελατείας

Ι. Τυπική προϋπόθεση

a. Γενικά η λύση της σύμβασης

Η λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποτελεί τυπική προϋπόθεση για τη γέννηση της αξίωσης αποζημίωσης πελατείας. Αρκεί η λύση της σύμβασης καθ’ οιονδήποτε τρόπο69 (εκτός των λόγων που απαριθμούνται στην παρ. 3 του άρθρου 9 του ΠΔ 219/1991), ασχέτως εάν αυτός ρυθμίζεται ειδικά από το ΠΔ ή προκύπτει από το κοινό δίκαιο.

Στην περίπτωση της πλήρωσης διαλυτικής αίρεσης (άρθρο 202 ΑΚ) η σύμβαση λύεται και γεννάται αξίωση αποζημίωσης πελατείας70.

Ρητά πλέον προβλέπεται ότι το δικαίωμα κατ’ αποκοπή αποζημίωσης και αποζημίωσης κατά τις κοινές διατάξεις γεννάται και όταν η σύμβαση λύεται λόγω θανάτου του εμπορικού αντιπροσώπου (άρθρο 9 παρ. 1δ ΠΔ 219/1991). Η ίδια λύση υποστηρίζεται ότι αρμόζει να δοθεί και στην περίπτωση λύσης της σύμβασης εξαιτίας της διάλυσης του εμπορικού αντιπροσώπου νομικού προσώπου. Στο εν λόγω ζήτημα, ωστόσο, έχει υποστηριχθεί και η αντίθετη γνώμη71.

Στις περιπτώσεις των εταιρικών μετασχηματισμών όπου η σύμβαση λύεται δια καταγγελίας για σπουδαίο λόγο πρέπει να γίνει δεκτό ότι οφείλεται αποζημίωση πελατείας, εκτός εάν μεσολαβήσει μεταβίβαση της έννομης σχέσης της εμπορικής αντιπροσωπείας σε τρίτο, οπότε η αποζημίωση πελατείας αποκλείεται κατ’ άρθρο 9 παρ. 3 περ. γ’ ΠΔ 219/1991.


b. Ειδικά θέματα λύσης της σύμβασης

i. Πτώχευση

Σε περίπτωση πτώχευσης, αν γίνει δεκτή η άποψη περί αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 726 ΑΚ, που εκκινεί από τη θεωρία της εντολής72, η σύμβαση λύεται αυτοδικαίως και καταρχήν γεννάται αξίωση του εμπορικού αντιπροσώπου για αποζημίωση πελατείας κατ’ άρθρο 9 παρ. 1α ΠΔ 219/1991. Εάν πτωχός κηρύχθηκε ο εμπορικός αντιπρόσωπος, η αξίωση αποζημίωσης πελατείας θα ανήκει στην πτωχευτική περιουσία, ενόψει του ότι χρόνος γέννησής της είναι ο χρόνος κήρυξης της πτώχευσης. Εάν πτωχός κηρύχθηκε ο αντιπροσωπευόμενος, η αξίωση του αντιπροσώπου θα αποτελεί πτωχευτικό πίστωμα, αφού γεννάται τον χρόνο κήρυξης της πτώχευσης και εξαιτίας αυτής. Πάντως, το εάν θα οφείλεται αποζημίωση πελατείας ή όχι σε αυτή την περίπτωση είναι ζήτημα που εξετάζεται ad hoc: εάν η ωφέλεια του αντιπροσωπευόμενου διατηρείται και μετά τη λύση της σύμβασης εξαιτίας της κήρυξής του σε πτώχευση, τότε θα οφείλεται αποζημίωση πελατείας73. Ο χαρακτήρας της αξίωσης αυτής ως πτωχευτικού πιστώματος δεν μεταβάλλεται στην περίπτωση που η ωφέλεια του πτωχεύσαντος επιχειρηματία προκύψει μετά τη λύση της σύμβασης χάρη στη δραστηριότητα του συνδίκου. Εάν όμως η παλαιά σύμβαση λύθηκε και ο σύνδικος συνήψε νέα σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας με τον παλαιό εμπορικό αντιπρόσωπο, τότε οι εκ της νέας σύμβασης αξιώσεις θα αποτελούν ομαδικά πιστώματα74.

Εάν γίνει δεκτή η άποψη75 περί μη αυτοδίκαιης λύσης της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας σε περίπτωση πτώχευσης ενός από τους συμβαλλομένους αλλά απλώς γέννησης δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης, τότε, αν μεν τη σύμβαση κατήγγειλε ο σύνδικος στην πτώχευση του αντιπροσώπου, ο τελευταίος θα δικαιούται αποζημίωση πελατείας παρά το γεγονός ότι κατήγγειλε τη σύμβαση, επειδή η καταγγελία οφείλεται σε λόγους νομικής αδυναμίας (πρβλ. άρθρο 9 παρ. 3 περ. β’ ΠΔ 219/1991, αναλογικά εφαρμοζόμενο και στην περίπτωση της νομικής αδυναμίας). Εάν δε τη σύμβαση κατήγγειλε ο αντιπροσωπευόμενος, τότε θα οφείλεται αποζημίωση πελατείας, εκτός εάν αποδεικνύεται ότι ο αντιπρόσωπος προκάλεσε από δόλο την πτώχευσή του. Στην αντίστροφη περίπτωση της κήρυξης σε πτώχευση του αντιπροσωπευομένου, εάν μεν καταγγείλει ο σύνδικος τη σύμβαση, τότε θα οφείλεται αποζημίωση πελατείας, ενώ εάν καταγγείλει ο αντιπρόσωπος τη σύμβαση, και πάλι θα οφείλεται αποζημίωση πελατείας, αφού κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 9 παρ. 3β ΠΔ 219/1991 στην έννοια της υπαιτιότητας του αντιπροσωπευομένου συμπεριλαμβάνεται κάθε λόγος αναγόμενος στην επιχειρηματική του σφαίρα76.

ii. Δικαστική συμπαράσταση

Σε περίπτωση θέσης κάποιου από τους συμβαλλομένους σε δικαστική συμπαράσταση, ορθότερο είναι να δεχθούμε mutatis mutandis τη λύση που δόθηκε παραπάνω για την περίπτωση πτώχευσης υπό την εκδοχή της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 726 ΑΚ77.


iii. Λύση της σύμβασης εμπορικής υπαντιπροσωπείας

Το ΠΔ 219/1991 αναγνωρίζει ρητά στον εμπορικό αντιπρόσωπο το δικαίωμα να διατηρεί υπαντιπροσώπους στην έδρα της εγκατάστασής του ή σε άλλες πόλεις μέσα στον γεωγραφικό τομέα όπου ασκεί τη δραστηριότητά του (άρθρο 1 παρ. 3 εδ. β’ ΠΔ 219/1991).

Εάν ο υπαντιπρόσωπος συνδέεται συμβατικά μόνο με τον αντιπρόσωπο θα πρόκειται για γνήσια υπαντιπροσωπεία, ενώ εάν συνδέεται συμβατικά με τον αντιπροσωπευόμενο θα πρόκειται για μη γνήσια (ή καταχρηστική) υπαντιπροσωπεία. Στη σύμβαση γνήσιας υπαντιπροσωπείας υποστηρίζεται78 ότι ο υπαντιπρόσωπος είναι βοηθός εκπλήρωσης του αντιπροσώπου, οπότε ο τελευταίος ευθύνεται και για κάθε πταίσμα του πρώτου (άρθρο 334 ΑΚ). Θα μπορούσε, όμως, να αντιταχθεί ότι, εάν ο αντιπρόσωπος είχε δικαίωμα να υποκαταστήσει άλλον, τότε εφαρμόζεται αναλογικά ως ειδικότερη η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 716 ΑΚ, οπότε ο αντιπρόσωπος ευθύνεται μόνο για culpa in eligendo και ως προς τις οδηγίες που έδωσε στον υπαντιπρόσωπο. Εάν δεν είχε δικαίωμα να υποκαταστήσει άλλον, τότε ευθύνεται για το πταίσμα του υπαντιπροσώπου σαν να ήταν δικό του πταίσμα (άρθρο 716 παρ. 1 ΑΚ). Σε αυτή την άποψη θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι παράγει την εξής ανισορροπία: ενώ ο αντιπρόσωπος αντλεί σημαντικά οφέλη από τη δράση του γνήσιου υπαντιπροσώπου, καθώς οι συμβάσεις που ο τελευταίος καταρτίζει για λογαριασμό του αντιπροσώπου λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της αμοιβής του από τον επιχειρηματία και κατ’ επέκταση για τον υπολογισμό της αποζημίωσης πελατείας, αναλαμβάνει περιορισμένη ευθύνη συνιστάμενη μόνο στο πταίσμα περί την επιλογή.

Για να λυθεί η σύμβαση γνήσια υπαντιπροσωπείας μετά τη λύση της σχέσης κύριας αντιπροσωπείας, πρέπει οιοδήποτε79 από τα συμβαλλόμενα μέρη να καταγγείλει τη σύμβαση, καθώς η σύμβαση γνήσια υπαντιπροσωπείας είναι αυτοτελής από τη σύμβαση αντιπροσωπείας. Μπορεί, όμως, στη σύμβαση γνήσιας υπαντιπροσωπείας να έχει τεθεί διαλυτική αίρεση (άρθρο 202 ΑΚ) σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση λύσης της σύμβασης αντιπροσωπείας λύεται και η σύμβαση υπαντιπροσωπείας. Ειδικότερα, ο υπαντιπρόσωπος μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση κατά πάντα χρόνο και απρόθεσμα, επικαλούμενος ως σπουδαίο λόγο τη λύση της κύριας σχέσης εμπορικής αντιπροσωπείας (άρθρο 8 παρ. 8 ΠΔ 219/1991). Παράλληλα, γεννάται αξίωση του υπαντιπροσώπου κατά του γενικού αντιπροσώπου για αποζημίωση πελατείας που υπολογίζεται επί των συναλλαγών με τους νέους πελάτες που με δικές του επιχειρηματικές ενέργειες έφερε και σε ποσό που αποκόπτεται από την αποζημίωση που εισπράττει ο γενικός αντιπρόσωπος από τον επιχειρηματία. Εντούτοις, στην περίπτωση που ο επιχειρηματίας προσλάβει ως κύριο αντιπρόσωπο πλέον τον υπαντιπρόσωπο, στην ίδια γεωγραφική περιοχή και για τα ίδια προϊόντα, ώστε αυτός να εξακολουθήσει να καρπώνεται τα οφέλη από τους πελάτες που ο ίδιος εισέφερε στην επιχείρηση μέσα από τη δραστηριότητά του, τότε δεν θα του οφείλεται αποζημίωση πελατείας80.

Και στη σύμβαση μη γνήσιας (καταχρηστικής) υπαντιπροσωπείας, η λύση της κύριας σύμβασης αντιπροσωπείας δεν συμπαρασύρει σε λύση την πρώτη, αλλά αποτελεί σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της81. Η απαίτηση του εμπορικού υπαντιπροσώπου για αποζημίωση πελατείας στρέφεται κατά του αντιπροσωπευομένου, χωρίς αυτό να στερεί και από τον γενικό αντιπρόσωπο την ίδια αξίωση.


II. Ουσιαστικές προϋποθέσεις

a. Πρώτη προϋπόθεση: η προσέλκυση νέων πελατών ή η σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες


aa. Η εισφορά «νέων» πελατών κατά τη διάρκεια της σύμβασης

Προκειμένου να χαρακτηριστεί ένας πελάτης «νέος»82 για την επιχείρηση, θα πρέπει αυτός να μη διατηρούσε συναλλακτικές επαφές με τον επιχειρηματία μέχρι πριν τη σύναψη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ή να διατηρούσε μεν συναλλακτικές σχέσεις παλαιότερα, αλλά η σχέση να απονεκρώθηκε και να αναβίωσε χάρη στη δράση του εμπορικού αντιπροσώπου ή να διατηρούσε συναλλακτικές σχέσεις σε κάποιους κλάδους και να τις επέκτεινε και σε άλλους.

Το «νέο» κρίνεται σχετικώς, δηλαδή με σημείο αναφοράς τον επιχειρηματία. Δεν καθιστά, λοιπόν, «παλαιό» τον πελάτη το γεγονός ότι ήταν ήδη πελάτης του εμπορικού αντιπροσώπου. Αν, όμως, μεσολαβήσει διαδοχή στη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, τότε οι πελάτες του προηγούμενου εμπορικού αντιπροσώπου δεν είναι «νέοι» για τον διάδοχο εμπορικό αντιπρόσωπο, ακόμη και αν ο τελευταίος πλήρωσε για να μπορεί να αξιοποιήσει το πελατολόγιο του προκατόχου του83.

Επίσης, θα πρέπει να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της δράσης του εμπορικού αντιπροσώπου και της προσέλκυσης του νέου πελάτη, άλλαις λέξεσι να προέρχεται ο πελάτης από τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου. Αν, λοιπόν, ο πελάτης ωθήθηκε στη σύναψη μίας σύμβασης π.χ. πώλησης, έστω κατά τον χρόνο λειτουργίας της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας, από τη διαφημιστική εκστρατεία του αντιπροσωπευομένου και όχι από ενέργειες του εμπορικού αντιπροσώπου, τότε δεν λαμβάνεται υπόψη ως «νέος», εισφερθείς από τον αντιπρόσωπο, πελάτης84. Από την άλλη, το γεγονός ότι η αντιπροσωπευόμενη επιχείρηση είναι η μοναδική δραστηριοποιούμενη στο πεδίο διάθεσης κάποιων προϊόντων ή υπηρεσιών σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή, τούτο δεν αποστερεί άνευ όρων τον αντιπρόσωπο από την αξίωσή του για αποζημίωση πελατείας. Εάν ο εμπορικός αντιπρόσωπος ανέπτυξε την οφειλόμενη διαμεσολαβητική δραστηριότητα και στη βάση αυτής δομήθηκε νέο πελατολόγιο, τότε ασφαλώς γεννάται στο πρόσωπό του αξίωση αποζημίωσης πελατείας85.

Ο αντιπρόσωπος φέρει το βάρος απόδειξης εισφοράς νέων πελατών στην επιχείρηση (άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ). Για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται αποζημίωση πελατείας ο ενάγων αντιπρόσωπος οφείλει να εξατομικεύει τους νέους πελάτες που εισέφερε στην επιχείρηση και να συσχετίζει την ύπαρξή τους με την αύξηση των πωλήσεων, έστω κατά το τελευταίος έτος πριν τη λήξη της σύμβασης, συγκριτικά με τα προηγούμενα έτη. Για να αποδείξει την ιστορική βάση της αγωγής του, ο εμπορικός αντιπρόσωπος μπορεί να προσκομίσει και να επικαλεστεί ενδεικτικά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών του αντιπροσώπου προς τον επιχειρηματία, πελατολόγια, δελτία αποστολής, αύξηση του τζίρου, αποδείξεις είσπραξης προμηθειών από τους φερόμενους ως νέους πελάτες κ.α. Είναι σαφής η αποδεικτική δυσχέρεια την οποία φέρει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και συναφώς έχουν προταθεί ερμηνευτικές θέσεις διευκόλυνσής του86.

Επίκληση και απόδειξη της συμβολής του εμπορικού αντιπροσώπου στη δημιουργία νέας πελατείας δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για αποκλειστική εμπορική αντιπροσωπεία (βλ. άρθρο 6 παρ. 1 περ. γ’ ΠΔ 219/1991), αρκούσης της επίκλησης και απόδειξης ότι κατά τη διάρκεια της σύμβασης ο αντιπρόσωπος συνήψε πράξεις με πελάτες του γεωγραφικού τομέα ή της ομάδας που προβλέπεται στη συμφωνία του με τον επιχειρηματία.


ab. Η σημαντική προαγωγή των υποθέσεων με τους υπάρχοντες πελάτες87

Πρόκειται για προϋπόθεση που στο άρθρο 9 παρ. 1 εδ. α’ ΠΔ 219/1991 τίθεται διαζευκτικά με τον όρο της «εισφοράς νέων πελατών», η οποία εξετάστηκε αμέσως παραπάνω. Η προϋπόθεση αυτή συντίθεται από δύο υποπροϋποθέσεις: πρώτον την προαγωγή των υποθέσεων και δεύτερον τη συνδρομή του στοιχείου του σημαντικού της προαγωγής.

Η «προαγωγή των υποθέσεων» αποτυπώνεται ως αποτέλεσμα στην αύξηση του κύκλου εργασιών του επιχειρηματία, η οποία απαιτείται να έχει επέλθει χάρη και στην ουσιαστική διαμεσολαβητική δραστηριότητα του αντιπροσώπου88. Η προαγωγή πρέπει να είναι σταθερή και διαρκής, ώστε να επιτρέπει την προσδοκία διατήρησής της και μετά τη λύση της σύμβασης.

Το κατά πόσο η προαγωγή θα είναι «σημαντική» ή όχι είναι θέμα πραγματικό, κρινόμενο ad hoc. Η ελληνική νομολογία θεωρεί ως σημαντική την προαγωγή των υποθέσεων με υπάρχοντες πελάτες, όταν παρατηρείται ασυνήθιστη αύξηση του κύκλου των εμπορικών συναλλαγών με αυτούς89.

Η άποψη αυτή της νομολογίας είναι, νομίζω, ιδιαίτερα νεφελώδης, καθώς έρχεται να εξειδικεύσει μία αόριστη νομική έννοια («σημαντική προαγωγή») με την εισαγωγή μίας άλλης αόριστης έννοιας («ασυνήθιστη αύξηση του κύκλου εμπορικών συναλλαγών»). Αλήθεια, πότε είναι ασυνήθιστη η αύξηση του κύκλου εργασιών; Όταν είναι τριπλάσια, τετραπλάσια ή έτι περαιτέρω πολλαπλάσια των αρχικών πωλήσεων; Ασφαλώς, είναι αδύνατον να ευρεθεί a priori ένα μέτρο προσδιορισμού της έννοιας του «σημαντικού». Όμως, η έννοια του «ασυνήθιστου» δεν μπορεί να αποτελέσει ασφαλές κριτήριο προσδιορισμού και μάλλον πιο πολύ πυκνώνει τον πρόβλημα παρά το αραιώνει. Ορθότερη λύση για τον προσδιορισμό του σημαντικού της προαγωγής θεωρώ τη σύγκριση της αξίας στην οποία ανέρχονταν οι πωλήσεις πριν την έναρξη της σύμβασης με την αξία των πωλήσεων κατά τον χρόνο λειτουργίας της σύμβασης σε συνάρτηση με κριτήρια όπως: α) τη χρονική διάρκεια ισχύος της σύμβασης, β) τη γεωγραφική περιοχή στην οποία αναπτύχθηκε η δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου, γ) τυχόν έκτακτους παράγοντες που ενδεχομένως ματαίωσαν την κίνηση των συναλλαγών, δ) τη γενική οικονομική κατάσταση που επικρατεί στη γεωγραφική ζώνη δράσης του αντιπροσώπου, ε) την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών που ενδεχομένως εκτοπίζουν τα προϊόντα του αντιπροσωπευομένου κ.λπ. Ακόμη πιο δραστική λύση θα ήταν η νομολογιακή διαμόρφωση μαχητού τεκμηρίου, ώστε ο διπλασιασμός του κύκλου εργασιών να τεκμαίρεται καταρχήν ως σημαντική προαγωγή των υποθέσεων του αντιπροσωπευομένου90.


b. Δεύτερη προϋπόθεση: η διατήρηση ουσιαστικών οφελών υπέρ του αντιπροσωπευομένου και μετά τη λήξη της σύμβασης91

Το ΠΔ προϋποθέτει για τη γέννηση της αποζημιωτικής αξίωσης τη διατήρηση ουσιαστικής ωφέλειας για τον εντολέα από τη δράση του εμπορικού αντιπροσώπου και μετά τη λύση της σύμβασης.

Τα οφέλη που διατηρεί ο αντιπροσωπευόμενος πρέπει να είναι «ουσιαστικά», κάτι που κρίνεται στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Ο αντιπρόσωπος, που φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης (άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ), οφείλει να προσκομίσει και να επικαλεστεί στοιχεία που να διευκολύνουν τη σχετική δικανική κρίση, όπως το πελατολόγιό του, πίνακες όπου θα αναλύεται το ποσό των προμηθειών που εισέπραξε κ.λπ.

Σύμφωνα με μία άποψη η διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί με μία ευρύτητα, ώστε να μην οδηγήσει σε αναίρεση της αξίωσης του αντιπροσώπου92. Ουσιαστικά οφέλη, σύμφωνα με αυτή την άποψη, διατηρούνται όχι μόνον όταν επιβιώνουν οι συμβάσεις που κατήρτισε ο εμπορικός αντιπρόσωπος, αλλά, και όταν, έστω κατά τρόπο έμμεσο, με τις ενέργειες του αντιπροσώπου υπάρχει εν δυνάμει πελατεία για τον αντιπροσωπευόμενο (λ.χ. αγορά ανταλλακτικών, κύκλος υποψήφιων αγοραστών κ.λπ.).

Κατά άλλη άποψη, η οποία στηρίζεται στη νομολογία του γερμανικού Ακυρωτικού, κρίσιμο μέγεθος είναι η υφιστάμενη κατά τη λύση της σύμβασης σταθερή πελατεία και όχι το μελλοντικό πελατειακό δυναμικό93. Στη γνώμη αυτή, οι υποστηρικτές της πρώτης άποψης αντιτάσσουν ότι έτσι περιορίζεται δραστικά το δικαίωμα του εμπορικού αντιπροσώπου αντίθετα από τους σκοπούς του νόμου94.

Ορθά υποστηρίζεται95 ότι «ουσιαστικά οφέλη» κατά την έννοια του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. α’ ΠΔ 219/1991 αντλεί ο αντιπροσωπευόμενος ακόμη και σε περιπτώσεις μείωσης του κύκλου εργασιών του στη γεωγραφική περιοχή δράσης του αντιπροσώπου, όταν αποδεικνύεται ότι, ελλειπούσης της δραστηριότητας του εμπορικού αντιπροσώπου, ο κύκλος εργασιών θα εμφανιζόταν ακόμη περισσότερο μειωμένος.

Σημαντικό είναι να εξετάζεται εάν ο αντιπροσωπευόμενος εξακολουθεί ο ίδιος ή μέσω άλλου να ασκεί την ίδια δραστηριότητα με πριν. Αν π.χ. η σύμβαση λυθεί λόγω πτώχευσης του αντιπροσωπευομένου και ο σύνδικος δεν συνεχίσει τη δραστηριότητα ή δεν εκποιήσει την επιχείρηση, τότε ο πτωχός πια επιχειρηματίας δεν διατηρεί κανένα όφελος από τη σύμβαση, οπότε δεν οφείλει αποζημίωση πελατείας. Σε άλλο παράδειγμα, αν ο επιχειρηματίας μεταβιβάσει την επιχείρησή του σε άλλον, ο οποίος συνεχίζει την ίδια δραστηριότητα, τότε ο μεταβιβάσας οφείλει αποζημίωση πελατείας ενώ και ο αποκτήσας ενέχεται εις ολόκληρο κατά των όρους του άρθρου 479 ΑΚ96.


c. Τρίτη προϋπόθεση: η αποζημίωση να είναι δίκαιη

Ο νόμος θέτει ως τρίτη προϋπόθεση τον δίκαιο χαρακτήρα της αποζημίωσης πελατείας. Για τον προσδιορισμό της δίκαιης αποζημίωσης, ο δικαστής πρέπει να λάβει υπόψη του όλες τις περιστάσεις και ιδιαίτερα τις προμήθειες που έχασε ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες που έφερε ή προήγαγε (βλ. άρθρο 9 παρ. 1α ΠΔ 219/1991).

Το ύψος της αποζημίωσης προσδιορίζεται ενόψει των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης. Βαρύνοντα ρόλο διαδραματίζει η ύπαρξη υποχρέωσης μη μετασυμβατικού ανταγωνισμού97 του εμπορικού αντιπροσώπου και αυτός είναι και ο λόγος, εξάλλου, που ο νομοθέτης την αναφέρει ρητά ως μία από τις ληπτέες υπόψη περιστάσεις (βλ. άρθρο 9 παρ. 1α εδ. τελ. ΠΔ 219/1991). Εάν ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν είχε αναλάβει τέτοια υποχρέωση, τότε τυχόν εξακολούθηση της δραστηριότητάς του, είτε ως αντιπροσώπου είτε ως επιχειρηματία, στον ίδιο τομέα, θα του στερήσει την αποζημίωση πελατείας. Αντιθέτως, εάν είχε αναλάβει τέτοια υποχρέωση, τούτο λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης πελατείας σε μεγαλύτερο ποσό, ιδίως όταν δεν συμφωνήθηκε ειδικό αντάλλαγμα98.

Ως προς τις προμήθειες τις οποίες χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος από τη μη συνέχιση της σύμβασης, πρέπει να γίνει μία πρόγνωση. Ως βάση υπολογισμού θέτουμε τη λυθείσα σύμβαση, υποθέτοντας ότι η λειτουργία της συνεχίζεται, προκειμένου να διαπιστώσουμε σε τί ύψος θα ανέρχονταν οι προμήθειες του αντιπροσώπου από τις μελλοντικές99 συναλλαγές του ίδιου πελατειακού κύκλου με εκείνον που λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να κριθεί εάν ο επιχειρηματίας διατηρεί οφέλη μετά τη λύση της σύμβασης. Εάν ο εμπορικός αντιπρόσωπος αμοιβόταν με πάγια αμοιβή, αυτή θα συνυπολογιστεί στον βαθμό που καταβαλλόταν για τη διαμεσολαβητική δραστηριότητά του100.

Ως προμήθειες νοούνται οι μικτές προμήθειες, δηλαδή δεν αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της προμήθειας το τμήμα εκείνο που αναλογεί στα έξοδα λειτουργίας της επιχείρησης του αντιπροσώπου και το οποίο εξοικονομεί ενδεχομένως, λόγω της λύσης της σύμβασης. Ωστόσο, με βάση τη γενική αρχή του συνυπολογισμού ζημίας-κέρδους που ισχύει στο δίκαιο της αποζημίωσης, τούτο μπορεί να λειτουργήσει συμπιεστικά για την επιδικαζόμενη αποζημίωση.

Η διαπίστωση του ύψους της αμοιβής εξαρτάται από τη διάρκεια και την ένταση που προβλέπεται ότι θα είχαν οι συναλλαγές μετά τη λύση της σύμβασης.

Κατά τη μία γνώμη101, που έχει τις καταβολές της στη γερμανική νομολογία, δεν περιλαμβάνονται στη βάση υπολογισμού της αποζημίωσης πελατείας αμοιβές και προμήθειες που ο εμπορικός αντιπρόσωπος λάμβανε για τυχόν περαιτέρω οργανωτικά καθήκοντά του (π.χ. διατήρηση αποθήκης ανταλλακτικών, ανάληψη εγγυητικής ευθύνης απέναντι στον αντιπροσωπευόμενο με ρήτρα del credere κ.λπ.).

Στο πεδίο έρευνας συνδρομής αυτής της προϋπόθεσης, η ελληνική νομολογία σπάνια αξιολογεί άλλες συνοδευτικές περιστάσεις προκειμένου να προσαρμόσει σε δίκαιο επίπεδο το ύψος της επιδικαζόμενης αποζημίωσης πελατείας. Συνήθως, επιδικάζεται ο μέσος όρος των εισπραχθεισών προμηθειών της πενταετίας ως μέση δίκαιη αποζημίωση102.


§ 14. Το ύψος της αποζημίωσης πελατείας

Οι προαναλυθείσες προϋποθέσεις δεν αναφέρονται μόνο στους όρους γένεσης της αξίωσης αποζημίωσης πελατείας, αλλά επικαθορίζουν και το ύψος της103. Τούτο είναι φανερό από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 1 ΠΔ 219/1991 («εάν και εφόσον», όπου το «εφόσον» έχει την έννοια του «στο μέτρο που»104). Στο πλαίσιο αυτής της ερμηνευτικής παραδοχής, υποστηρίζεται105 ότι η αποζημίωση πελατείας ισούται με το μικρότερο ποσό από τα ακόλουθα δύο: είτε των οφελών του αντιπροσωπευομένου είτε των χαμένων προμηθειών του αντιπροσώπου.

Σημειωτέον ότι στους κόλπους της θεωρίας έχει διατυπωθεί και η γνώμη106 ότι ανώτατο ύψος της αποζημίωσης αποτελεί το ύψος των ωφελειών τις οποίες διατηρεί ο επιχειρηματίας. Αλλά από πουθενά, σύμφωνα με αυτήν την άποψη, δεν προκύπτει ότι ο δικαστής οφείλει να επιδικάσει το μικρότερο από τα δύο ποσά.

Ο νόμος θέτει ως ανώτατο όριο τον μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, ενώ, εάν η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση τον μέσο όρο της εν λόγω περιόδου (άρθρο 9 παρ. 1β ΠΔ 219/1991). Έτσι, εάν η αποζημίωση πελατείας, όπως προσδιορίστηκε από το δικαστήριο, υπερβαίνει αυτό το όριο, μόνο τότε καλείται σε εφαρμογή η προπαρατεθείσα διάταξη. Δεν επιτρέπεται, δηλαδή, ο δικαστής να χρησιμοποιήσει a priori τη διάταξη αυτή για να προσδιορίσει «μια και καλή» την αποζημίωση πελατείας107.


§ 15. Αποκλεισμός της αξίωσης αποζημίωσης πελατείας

Το ΠΔ 219/1991 προβλέπει περιοριστικά108 στην παρ. 3 του άρθρου 9 ορισμένες περιπτώσεις όπου δεν οφείλεται αποζημίωση. Αυτές είναι:

a. Όταν ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση λόγω υπαιτιότητας του εμπορικού αντιπροσώπου, η οποία θα δικαιολογούσε καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο. Τούτο, για παράδειγμα, θα συμβαίνει, όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος παρέβη την υποχρέωσή του παράλειψης ανταγωνιστικής πράξης. Πάντως, δεν αρκεί τυχόν ανυπαίτια συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου, έστω και αν δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης (π.χ. μη δόλια πτώχευση). Απαιτείται υπαίτια συμπεριφορά του εμπορικού αντιπροσώπου, που να δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης για σπουδαίο λόγο109. Η ρύθμιση του νόμου θεωρείται γενικά δίκαιη, επειδή είναι λογικό ο αντιπρόσωπος να μη δικαιούται αποζημίωση, όταν ο ίδιος με τη συμπεριφορά του προκάλεσε τη λύση της σύμβασης. Όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, ώστε να αρκεί για τη δικαιολόγηση της ρύθμισης η επίκληση μίας αφηρημένης αξιολόγησης. Πρόκειται όχι μόνο για μία εξαιρετικά δυσμενή για τον εμπορικό αντιπρόσωπο συνέπεια, αλλά και για μία αδικαιολόγητη ευμένεια προς τον εμπορικό αντιπρόσωπο, ο οποίος μπορεί να συνεχίσει να εκμεταλλεύεται την πελατεία, να μην καταβάλει αποζημίωση πελατείας, να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής προμήθειας και ακόμη να ζητήσει αποζημίωση κατά το άρθρο 673 ΑΚ. Για αυτόν τον λόγο, προτείνεται110 de lege ferenda σε τέτοιες περιπτώσεις η πρόβλεψη διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να επιδικάσει ή όχι αποζημίωση πελατείας.


b. Όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγέλλει τη σύμβαση, εκτός εάν η λύση αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευόμενου ή δικαιολογείται από λόγους ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν η εξακολούθηση της δραστηριότητάς του. Αν ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγείλει τη σύμβαση για λόγους που ανάγονται στον αντιπροσωπευόμενο, τότε οφείλεται αποζημίωση πελατείας. Το ζήτημα εξετάστηκε ήδη παραπάνω, ενώ αναλύθηκε η προβληματική της πτώχευσης.

Ιδιαίτερης αναφοράς αξίζει το πρόβλημα της τύχης της αξίωσης αποζημίωσης πελατείας στην περίπτωση που ο εμπορικός αντιπρόσωπος καταγγείλει τη σύμβαση για λόγους που ανάγονται στον αντιπροσωπευόμενο. Εάν ο αντιπροσωπευόμενος βαρύνεται με πταίσμα, τότε, εκτός από αποζημίωση πελατείας, πιθανόν να οφείλει και αποζημίωση βάσει του άρθρου 673 ΑΚ. Εάν τώρα ο αντιπροσωπευόμενος δεν βαρύνεται με πταίσμα, φαίνεται ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος, καταγγέλλοντας τη σύμβαση, χάνει και το δικαίωμα αποζημίωσης σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 3β ΠΔ 219/1991. Όμως, η εξαίρεση του άρθρου 9 παρ. 3β ΠΔ 219/1991 πρέπει να ερμηνευθεί έτσι, ώστε να καταλαμβάνει όλους τους λόγους που ανάγονται στην επιχειρηματική σφαίρα του αντιπροσωπευομένου111. Συνεπώς, σύμφωνα με αυτή την άποψη, θα οφείλεται αποζημίωση πελατείας.

Εάν η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας έληξε με καταγγελία του αντιπροσωπευομένου χωρίς σπουδαίο λόγο, τότε θα οφείλεται αποζημίωση πελατείας. Το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό, όταν η καταγγελία γίνεται, επειδή ο εμπορικός αντιπρόσωπος, κατά παράβαση των διατάξεων του ΠΔ 219/1991, δεν ήταν εγγεγραμμένος στο επιμελητήριο112.

Στο τι συμβαίνει σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης υπαντιπροσωπείας αναφερθήκαμε ανωτέρω και η επανάληψη του ίδιου θέματος σε αυτή τη θέση περιττεύει.

Τέλος, πρέπει να γίνει μία αναφορά στο πρόβλημα της καταγγελίας της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας από τον ίδιο τον αντιπρόσωπο για λόγους που ανάγονται στη δική του σφαίρα επιρροής. Είναι ξεκάθαρο ότι, όταν οι λόγοι αυτοί οφείλονται σε υπαιτιότητα του εμπορικού αντιπροσώπου, αυτός στερείται της αξίωσης αποζημίωσης πελατείας. Πάντως, έχει εκφρασθεί και παρ’ ημίν και στη Γερμανία, ότι η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 3β του ΠΔ 219/1991 παραβιάζει την κατοχυρωμένη στο άρθρο 5 παρ. 1 Σ επαγγελματική ελευθερία, καθώς εμμέσως περιορίζει υπέρμετρα το δικαίωμα του εμπορικού αντιπροσώπου να καταγγείλει τη σύμβαση αντιπροσωπείας. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν έτσι έχει το πράγμα, το γεγονός ότι το ΠΔ 219/1991 συνιστά μεταφορά ενωσιακού δικαίου εμποδίζει την επίκληση του Συντάγματος λόγω της αρχής της υπεροχής του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι των εθνικών δικαίων113.


c. Όταν μετά από συμφωνία με τον αντιπροσωπευόμενο, ο αντιπρόσωπος εκχωρεί σε τρίτο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Το θέμα αυτό εξετάστηκε αναλυτικά ανωτέρω.


§ 16. Ειδικά θέματα

I. Η ενιαύσια αποσβεστική προθεσμία

Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 του ΠΔ 219/1991 «Ο εμπορικός αντιπρόσωπος χάνει την αξίωση αποζημίωσης ή ανόρθωσης ζημίας της προηγουμένης παραγράφου εάν δεν γνωστοποιήσει προς τον αντιπροσωπευόμενο εντός έτους από τη λύση της σύμβασης ότι προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμά του».

Η πρόβλεψη αποσβεστικής προθεσμίας (: προθεσμίας εκπτώσεως) εξυπηρετεί τα συμφέροντα του αντιπροσωπευομένου και αποτελεί νομοθετική εξειδίκευση της απαγόρευσης αιφνιδιαστικής άσκησης δικαιώματος (πρβλ. άρθρο 281 ΑΚ).

Η συμπλήρωση της αποσβεστικής προθεσμίας λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, υπό τον όρο φυσικά ότι η παρέλευσή της προκύπτει από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο δικαστήριο. Παραίτηση από την αποσβεστική προθεσμία δεν επιτρέπεται (άρθρο 280 ΑΚ).

Προκειμένου να μην παρέλθει άπρακτη η ενιαύσια αποσβεστική προθεσμία, ο νόμος δεν απαιτεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο να προβεί στην άσκηση αγωγής ή στη διενέργεια άλλης δικαστικής πράξης (λ.χ. αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων). Αρκεί η εξώδικη γνωστοποίηση προς τον αντιπροσωπευόμενο ότι προτίθεται να ασκήσει το δικαίωμά του. Δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου (δηλαδή, δεν απαιτείται η επίδοση της δήλωσης με δικαστικό επιμελητή) ούτε φυσικά η συγκεκριμενοποίηση του ύψους της απαίτησης114.

Επίσης, δεν πρέπει να συγχέει κανείς την εδώ εξεταζόμενη αποσβεστική προθεσμία με την παραγραφή της αξίωσης για αποζημίωση πελατείας, η οποία είναι πενταετής (άρθρο 250 παρ. 1). Η αποσβεστική προθεσμία και η παραγραφή τρέχουν παράλληλα.

Τέλος, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι στην ενιαύσια αποσβεστική προθεσμία υπόκειται μόνο η αξίωση αποζημίωσης πελατείας και όχι η αξίωση για περαιτέρω ζημίες κατά το κοινό δίκαιο, η οποία παραγράφεται μετά είκοσι έτη, εάν είναι συμβατική (άρθρο 249 ΑΚ) ή μέσα στους χρόνους που ορίζει το άρθρο 937 ΑΚ, εάν είναι αδικοπρακτική. Ο Έλληνας νομοθέτης εσφαλμένα και αντίθετα από την Οδηγία επέκτεινε την εφαρμογή της ενιαύσιας αποσβεστικής προθεσμίας και στην ανόρθωση ζημίας και κατά διορθωτική ερμηνεία του γράμματος του νόμου πρέπει να δεχθούμε ότι η ενιαύσια αποσβεστική προθεσμία αφορά μόνο στην αποζημίωση πελατείας115.


ΙΙ. Απαγόρευση της εκ προτέρων παραίτησης του εμπορικού αντιπροσώπου από την αξίωση αποζημίωσης πελατείας

Ο εμπορικός αντιπρόσωπος πριν από την λήξη της σύμβασης δεν μπορεί να παραιτηθεί των δικαιωμάτων του που απορρέουν από τις παραγράφους 1 έως 3 του άρθρου 9 (άρθρο 9 παρ. 4 ΠΔ 219/1991). Πρόκειται για μία προστατευτική των συμφερόντων του εμπορικού αντιπροσώπου διάταξη. Επομένως, τυχόν εκ των προτέρων παραίτησή του από την αξίωση αποζημίωσης πελατείας θα είναι απολύτως άκυρη (άρθρο 174 ΑΚ). Να σημειωθεί, όμως, ότι είναι επιτρεπτή η παραίτηση μετά τη γέννηση της αξίωσης.

1 Βλ. αναλυτικότερα Νικολαΐδη, Λήξη εμπορικής αντιπροσωπείας και αποζημίωση πελατείας - Η ρύθμιση πριν και μετά την Οδηγία 86/653 ΕΟΚ και το ΠΔ 219/91, 2000, σ. 3.

2 Βλ. έτσι ακριβώς Νικολαΐδη, ό.π., σ. 4.

3 Ο ορισμός από τον Νικολαΐδη, ό.π., σ. 5-6, όπου και παραπέρα παραπομπές. Βλ. και τον νομοθετικό ορισμό του εμπορικού αντιπροσώπου που δίδεται από το άρθρο 1 παρ. 2 του ΠΔ 219/1991, σύμφωνα με τον οποίο «Εμπορικός Αντιπρόσωπος είναι εκείνος στον οποίο, υπό την ιδιότητά του ως ανεξάρτητου μεσολαβητή, ανατίθεται σε μόνιμη βάση είτε να διαπραγματεύεται για λογαριασμό άλλου προσώπου, το οποίο καλείται στο εξής "αντιπροσωπευόμενος", την πώληση ή την αγορά εμπορευμάτων, είτε να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις πράξεις αυτές επ’ ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου».

4 Βλ. Παπαδιαμάντη σε: Παμπούκη (επιμ.), Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, 2010, σ. 611, πλαγ. 1511, όπου παραπέρα παραπομπές.

5 Βλ. Απ. Γεωργιάδη, Η συρροή αξιώσεων επί συνδρομής συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, Δ 1975, τ. 6, σ. 43 επ.

6 Βλ. ΑΠ 1383/1991, ΕΕΝ 1993, σ. 128.

7 Βλ. Σταθόπουλο, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2004, σ. 1191, αρ. περιθ. 87. Αντίθετος ο Κουμάνης, Η μη εκπλήρωση της σύμβασης κατά τον ΑΚ, 2002, σ. 398 επ. και 414 επ., όπου υποστηρίζει ότι το άρθρο 386 ΑΚ εφαρμόζεται μόνο επί εκείνων των συμβάσεων που η διάρκειά τους δεν επηρεάζει το μέγεθος των οφειλόμενων παροχών.

8 Βλ. Σταθόπουλο, σε: Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Γενικό Ενοχικό, τ. ΙΙ, άρθρα 374-378, πλαγ. 4α.

9 Βλ. Γεωργιάδου σε: Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Γενικό Ενοχικό, τ. II, σ. 161, πλαγ. 21.

10 Βλ. ενδεικτικά από τη νομολογία ΕφΑθ 473/1934 ΕΕΝ 1934, σ. 401.

11 Βλ. Καύκα, Ενοχικό Δίκαιο - Ειδικόν Μέρος, 1965, σ. 492, υπ. 10.

12 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 887/1974 ΕΕμπΔ 1975, 393-396.

13 Βλ. Καράση σε: Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Ειδικό Ενοχικό, τ. ΙΙΙ, άρ. 713, πλαγ. 10. Πρέπει να επισημανθεί ότι ο γερμΑΚ, επιδεικνύοντας αυξημένα αντανακλαστικά ρυθμιστικής και συστηματικής σαφήνειας, προβλέπει στην §675 την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων περί εντολής σε συμβάσεις παροχής υπηρεσιών και σε συμβάσεις έργου που έχουν ως αντικείμενο τη διεξαγωγή υποθέσεων.

14 Βλ. Πέρδικα, Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου, τ. Α’, 1960, σ. 225.

15 Βλ. ΜΕφΑθ 249/2020 ΔΕΕ 2020, σ. 855. Για τον χαρακτήρα της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας ως διαρκούς βλ. Παπαδιαμάντη σε: Παμπούκη (επιμ.), Δίκαιο Διεθνών Συναλλαγών, 2010, σ. 603, πλαγ. 1494.

16 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 17-18.

17 Βλ. από τη θεωρία ενδεικτικά Καποδίστρια, ΕρμΑΚ, Εισαγωγή στα άρθρα 648-680, αρ. 34.

18 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 19 in fine.

19 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 20, όπου παραπέρα παραπομπές.

20 Για την actus contrarius βλ. Σταθόπουλο, ό.π., σ. 988, πλαγ. 5-6.

21 Ωστόσο, εάν από την αληθή βούληση των συμβαλλομένων ή από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, συνάγεται θέληση των μερών για συνέχιση της σύμβασης, αυτή συνεχίζεται από τους κληρονόμους του εμπορικού αντιπροσώπου, εκτός εάν δικαιοπρακτικό θεμέλιο της σύμβασης αποτέλεσαν οι ιδιαίτερες ικανότητες του θανόντος εμπορικού αντιπροσώπου ή εμπιστοσύνη που εκείνος ενέπνεε.

22 Βλ. Τέλλη, Η αποζημίωση πελατείας του εμπορικού αντιπροσώπου, 1997, σ. 55.

23 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 25-27 και 108-112, όπου παραπέρα παραπομπές.


24 Για τη μεταβίβαση ενοχικής σχέσης ως συνόλου βλ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο-Γενικό μέρος, 2015, σ. 495 επ.

25 Επειδή ο αντιπροσωπευόμενος έχει συμφέρον στην αυτοπρόσωπη εκπλήρωση της παροχής από το πρόσωπο με το οποίο συμβλήθηκε, καθώς κατά κανόνα απέβλεψε στις ικανότητες εκείνου και στην εμπιστοσύνη που εκείνος ενέπνεε (πρβλ. 317 ΑΚ). Βλ. και Νικολαΐδη, ό.π., σ. 29-30, ο οποίος καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με αναλογική εφαρμογή των άρθρων 651, 684 και 715 ΑΚ.

26 Ειδικά για το ζήτημα της τύχης της σύμβασης αντιπροσωπείας επί συγχώνευσης ανωνύμων εταιριών βλ. Νίκα, Η τύχη της εμπορικής (υπ)αντιπροσωπείας επί συγχωνεύσεως ανωνύμων εταιριών, ΔΕΕ 2001, σ. 27 επ.

27 Και τούτο παρά το γεγονός ότι ο Ν. 4601/2019 περί εταιρικών μετασχηματισμών ορίζει στο άρθρο 18 παρ. 2 στ. α’ ότι «η απορροφώσα εταιρεία υποκαθίσταται ως καθολική διάδοχος στο σύνολο της περιουσίας, δηλαδή στο σύνολο των δικαιωμάτων, των υποχρεώσεων και γενικά των έννομων σχέσεων της απορροφώμενης ή των απορροφώμενων εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των διοικητικών αδειών που έχουν εκδοθεί υπέρ της απορροφώμενης ή των απορροφώμενων εταιρειών». Βλ. και Νικολαΐδη, ό.π., σ. 30.

28 Για την τακτική καταγγελία βλ. Γεωργιάδη, ό.π., σ. 581 in fine.

29 Σύμφωνα με τη θεωρία της μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών. Βλ. σχετικά Νικολαΐδη, ό.π., σ. 35.

30 Σύμφωνα με τη θεωρία της εντολής. Βλ. Λιακόπουλο, Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου ΙΙ, 1997, σ. 95, όπου παρατίθεται και νομολογία.

31 Σύμφωνα με τη θεωρία του έργου. Βλ. Λιακόπουλο, ό.π., σ. 80.

32 Βλ. Καρακατσάνη σε: Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Γενικό Ενοχικό, τ. ΙΙ, Εισαγ. 416-454, πλαγ. 21.

33 Βλ. ενδεικτικά ΕφΑθ 6642/1992, ΕΕμπΔ 1992, σ. 558.

34 Βλ. Γεωργακόπουλο, Το δίκαιον των διαρκών ενοχών, 1979, σ. 156-157.

35 Εκφρασθείσα από τον Γεωργακόπουλο, ό.π., σ. 152.

36 Βλ. Ελευθεριάδη, Ασφαλιστικά μέτρα που τείνουν στη συνέχιση διαρκών συμβάσεων, ιδίως των συμβάσεων εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής, σε: Τα ασφαλιστικά μέτρα στο εμπορικό δίκαιο, 14ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, 2005, σ. 304 in fine.

37 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 42.

38 Βλ. τις απόψεις αυτές σε Ανδρουτσόπουλο, Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, 1968, σ. 279, υπ. 27. Βλ. από τη νομολογία, η οποία απαιτεί σπουδαίο λόγο, ενδεικτικά την ΕφΘεσ 3558/1991 ΕμπΔ 1993, σ. 411.

39 Η σχετική εξειδίκευση των σπουδαίων λόγων ανήκει στον Ανδρουτσόπουλο, ό.π., σ. 283-291.

40 Η οποία είναι κρατούσα στην ελληνική νομολογία. Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1112/2013, ΤΝΠ NOMOS. Για την αντικειμενική θεωρία, η οποία επικρατεί στη θεωρία και υιοθετείται από τη Σύμβαση της Βιέννης για τις Διεθνείς Πωλήσεις Κινητών (CISG) στο άρθρο 79, βλ. Γεωργιάδη, ό.π., σ. 263, πλαγ. 32 και υπ. 27, όπου παραπέρα παραπομπές κυρίως στη θεωρία.

41 Βλ. Κιάντο, Ιδιωτικό Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου, 2005, σ. 719 επ.

42 Αυτό προβλέπεται ρητά στην § 89 Abs. 2 S. 3 HGB («Bei Vereinbarung einer kürzeren Frist für den Unternehmer gilt die für den Handelsvertreter vereinbarte Frist»).

43 Βλ. διαφορετικά στην § 89a Abs. 1 S. 1 HGB που ομιλεί για «σπουδαίο λόγο» («Das Vertragsverhältnis kann von jedem Teil aus wichtigem Grund ohne Einhaltung einer Kündigungsfrist gekündigt werden»).

44 Έτσι ρητά στη Γερμανία. Βλ. § 89a Abs. 1 HGB («Dieses Recht kann nicht ausgeschlossen oder beschränkt werden»). Το ίδιο γινόταν δεκτό στην Ελλάδα προ της εισαγωγής του ΠΔ 219/1991.

45 Βλ. πρόβλεψη διαφορετικών προθεσμιών στην § 89 Abs. 1 HGB («Ist das Vertragsverhältnis auf unbestimmte Zeit eingegangen, so kann es im ersten Jahr der Vertragsdauer mit einer Frist von einem Monat, im zweiten Jahr mit einer Frist von zwei Monaten und im dritten bis fünften Jahr mit einer Frist von drei Monaten gekündigt werden. Nach einer Vertragsdauer von fünf Jahren kann das Vertragsverhältnis mit einer Frist von sechs Monaten gekündigt werden»).

46 Κρατούσα γνώμη στη νομολογία επί συμβάσεων εργασίας. Βλ. ΜΠρΛαμ 290/2013· ΜΠρΞανθ 493/2013· ΜΠρΑθ 6913/2008· ΜΠρΑθ 8606/2011· ΜΠρΑθ 6604/2007· ΜΠρΑθ 2599/2007· ΜΠρΑθ 4768/2007, ΤΝΠ NOMOS.

47 Βλ. Ελευθεριάδη, ό.π., σ. 314.

48 Κυρίως στη νομολογία. Βλ. ΜΠρΘεσ 35887/2008, Αρμ 2008, σ. 1870· ΜΠρΑθ 8448/2007· ΜΠρΑθ 9756/2005· ΜΠρΑθ 1755/2005· ΜΠρΑθ 6093/2005· ΜΠρΑθ 4864/2004· ΜΠρΑθ 4629/2004, ΕΕμπΔ 2004, σ. 754.

49 Βλ. Μαστροκώστα, Έννοια της σύμβασης εμπορικής διανομής-Κανόνες που διέπουν το πέρας της, 2005, σ. 111.

50 Βλ. Ελευθεριάδη, ό.π., σ. 310, με παραπομπές στη νομολογία.

51 Βλ. Ελευθεριάδη, ό.π., σ. 310.

52 Βλ. σχετικά Σταματόπουλο, Αρχές (όρια και μέτρο) των ασφαλιστικών μέτρων στην πράξη, Δ 6-7/2003, υπό ΙΙ 2.2.

53 Βλ. Ελευθεριάδη, ό.π., σ. 313.

54 . Βλ. έτσι Ανδρουτσόπουλο, ό.π., σ. 293.

55 Βλ. ΕφΘεσ 567/1973, Αρμ 1973, σ. 612.

56 Βλ. ΜΠρΗρακλ 358/1999, Αρμ 2001, σ. 496.

57 Βλ. ενδεικτικά ΕφΑθ 119/2002, ΕπισκΕΔ 2002, σ. 425. Contra ΕφΘεσ 3558/1991, Αρμ 1992, σ. 1109, με την οποία κρίθηκε ότι η αποζημίωση πελατείας συνιστά αποκαταστατική της θετικής ζημίας του εμπορικού αντιπροσώπου, άποψη δογματικά προβληματική.

58 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 64-65.

59 Βλ. Ανδρουτσόπουλο, ό.π., σ. 297 επ.

60 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 29-32.

61 Βλ. ΜΠρΑθ 12796/1987, ΕλλΔνη 1991, σ. 843.

62 Βλ. και τη λοιπή κριτική από τον Τέλλη, ό.π., σ. 32-34.

63 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 71-72.

64 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 72-73, ο οποίος την προκρίνει ως ορθότερη.

65 Βλ. για την έκθεση της άποψης και κριτική επ’ αυτής Τέλλη, ό.π., σ. 34-36.

66 Το οποίο υιοθέτησε και η Μ. Βρετανία στη The Commercial Agents Regulation του 1993. Για το αγγλικό δίκαιο βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 82, υπ. 136. Για το γαλλικό σύστημα και τη σύγκρισή του με το γερμανικό βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 284 επ.

67 Έτσι όμως Λιακόπουλος, ό.π., σ. 134, παρ. 14.

68 Κατά τη γνώμη μου για απλή διευκρίνηση πρόκειται και δεν παράγει κάποια κανονιστική συνέπεια, καθώς οι δύο παράλληλες αξιώσεις θεμελιώνονται σε διαφορετικές νομικές βάσεις αλλά και εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς.

69 Βλ. ΕφΑθ 8988/2000, ΕπισκΕΔ 2001, σ. 494 με παρατ. Κ. Παμπούκη.

70 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 53-54.

71 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 77.

72 Αλλά ο Τέλλης, ό.π., σ. 55-57, υποστηρίζει αναλογική εφαρμογή του άρθρου 726 ΑΚ ακόμη και αν δεχθούμε ότι η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας αποτελεί μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών.

73 Αυτό θα συμβαίνει, όταν τη σχετική δραστηριότητα συνεχίζει ο σύνδικος της πτώχευσης ή η επιχείρηση του πτωχεύσαντος εκποιηθεί σε τρίτον, ο οποίος συνεχίζει τη σχετική δραστηριότητα.

74 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 61.

75 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 25-27 και 108-112.

76 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 115-119.

77 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 120.

78 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 67.

79 Βλ. ΜΠρΑθ 7815/2001, ΕΕμπΔ 2001, σ. 672 με παρατ. Μπαμπέτα.

80 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 147-148, όπου παραπομπές σε σχετικές αποφάσεις του γερμανικού Ακυρωτικού.

81 Βλ. και την αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή η λύση της κύριας σύμβασης δεν συνιστά σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της σύμβασης μη γνήσιας (καταχρηστικής) υπαντιπροσωπείας σε Τέλλη, ό.π., σ. 72.

82 Βλ. για το ζήτημα αυτό Τέλλη, ό.π., σ. 91-93, όπου παραδείγματα.

83 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 94-95.

84 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 95.

85 Βλ. Εφετείο Νυρεμβέργης (OLG Nurnberg), BB 193, σ. 1313, στην οποία παραπέμπει ο Τέλλης, ό.π., σ. 98.

86 Βλ. για τις θέσεις αυτές Τέλλη, ό.π., σ. 167 επ. με αναφορές στη γερμανική νομολογιακή πρακτική.

87 Πρβλ. τη σαφώς πιο συγκεκριμένη §89b Abs. 1 S. 3 HGB «Der Werbung eines neuen Kunden steht es gleich, wenn der Handelsvertreter die Geschäftsverbindung mit einem Kunden so wesentlich erweitert hat, dass dies wirtschaftlich der Werbung eines neuen Kunden entspricht», δηλαδή απαιτείται τόσο ουσιαστική διεύρυνση της συναλλακτικής σχέσης με έναν υπάρχοντα πελάτη, ώστε αυτή να αντιστοιχεί οικονομικά σε προσέλκυση ενός νέου πελάτη.

88 Βλ. ΑΠ 685/2003, ΤΝΠ NOMOS.

89 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 765/2019, areiospagos.gr.

90 Βλ. Εφετείο Τσέλε (OLG Celle), BB 1970, σ. 227, στην οποία παραπέμπει ο Τέλλης, ό.π., σ. 101, υπ. 142.

91 Πρβλ. §89b Abs. 1 S. 1 HGB «[...] der Unternehmer aus der Geschäftsverbindung mit neuen Kunden, die der Handelsvertreter geworben hat, auch nach Beendigung des Vertragsverhältnisses erhebliche Vorteile hat [...]».

92 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 97, όπου παραπέρα παραπομπή.

93 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 86-87.

94 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 98-99.

95 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 106.

96 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 120-121.

97 Για τη ρήτρα απαγόρευσης μετασυμβατικού ανταγωνισμού βλ. Μαρίνο, Η μετασυμβατική απαγόρευση ανταγωνισμού στην εμπορική αντιπροσωπεία - Συμβολή στην ερμηνεία του άρθρου 10 Π.Δ. 219/1991», ΔΕΕ 2000, σ. 31

98 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 100.

99 Βλ. όμως και Τέλλη, ό.π., σ. 138-139, που υποστηρίζει ότι κατ’ εξαίρεση μπορούν να ληφθούν υπόψη προμήθειες από πράξεις που έχουν συναφθεί κατά τη διάρκεια της σύμβασης, στην περίπτωση που οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν -επιτρεπτά, καθώς το άρθρο 6 παρ. 1 ΠΔ 219/1991 περιέχει ρύθμιση ενδοτικού δικαίου, ότι ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν θα δικαιούται προμήθεια για τις πράξεις που θα έχουν συναφθεί μεν κατά τη διάρκεια της σύμβασης, θα έχουν εκτελεστεί ενδεχομένως μετά τη λύση της.

100 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 142-143.

101 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 140-141. Contra ΕφΛαρ 29/2005, ΕπισκΕΔ 2006, σ. 118, με παρατ. Κ. Παμπούκη.

102 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 685/2003, ΤΝΠ NOMOS· ΕφΑθ 7813/2002, ΔΕΕ 2003, σ. 667.

103 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 185 επ.

104 Πρβλ. τη διατύπωση στην §89b S. 1 HGB wenn und soweit»).

105 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 185 επ.

106 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 128.

107 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 193 και Νικολαΐδη, ό.π., σ. 129.

108 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 106.

109 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 244.

110 Βλ. Νικολαΐδη, ό.π., σ. 125.

111 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 223 επ., ο οποίος προτείνει διορθωτική ερμηνεία βασιζόμενος στην ευρύτερη διατύπωση της αντίστοιχης διάταξης της Οδηγίας στην αγγλική, γαλλική και γερμανική γλώσσα.

112 Βλ. Παμπούκη, Εισαγωγή στο δίκαιο της εμπορικής αντιπροσωπείας, Αρμ 1999, σ. 305.

113 Βλ. για την αρχή αυτή την κλασική απόφαση του ΔΕΚ Costa / Enel της 15.07.1964, ECLI:EU:C:1964:66.

114 Βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 265.

115 Για το σχετικό πρόβλημα βλ. Τέλλη, ό.π., σ. 266-267.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ