Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

ΣυμβΕφΛαμ 8/2021. Γνωμοδότηση για μη έκδοση Ιρανού πρόσφυγα για ανθρωποκτονία

   Ποινική Δικονομία. Έκδοση αλλοδαπού, και δη Ιρανού υπηκόου, στις αρχές του Ιράν. Εφαρμογή διατάξεων 436 - 457 Κ.Π.Δ., λόγω μη ύπαρξης διμερούς σύμβασης μεταξύ των ενδιαφερομένων χωρών. Προϋποθέσεις έκδοσης. Απαραίτητη η εξειδίκευση του διωκόμενου εγκλήματος με βάση την αρχή της ειδικότητας. Ανθρωποκτονία φερόμενη ως τελεσθείσα στο Ιράν υπό του εκζητουμένου. Διττό αξιόποινο. Πραγματικά περιστατικά. Πρόσφυγες. Άσυλο. Αίτηση χορήγησης πολιτικού ασύλου και απαγόρευση έκδοσης πριν από την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης επί της αιτήσεώς του. Η ως άνω απαγόρευση αφορά στη μη έκδοση του εκζητούμενου από τον αρμόδιο για αυτό Υπουργό Δικαιοσύνης, εφόσον προηγήθηκε αμετάκλητη γνωμοδότηση υπέρ της εκδόσεως από το Συμβούλιο Εφετών ή του Αρείου Πάγου και δεν αποτελεί στοιχείο που εμποδίζει τη συζήτηση ή λήψη απόφασης για την έκδοση. Απαγόρευση  επαναπροώθησης (απέλασης ή έκδοσης) πρόσφυγα σε κράτη όπου το απελαθέν ή εκδοθέν πρόσωπο θα υποστεί βασανιστήρια, ή εξευτελιστική μεταχείριση ή θανατική ποινή. Φαινόμενο της Πτέρυγας των Μελλοθανάτων. Απαγόρευση εκδόσεως, αν πιθανολογείται ότι ο εκζητούμενος θα υποβληθεί, στο κράτος στο οποίο παραδίδεται, σε διακρίνουσα μεταχείριση για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς ή εξαιτίας της εθνικότητάς του ή ότι θα υποβληθεί σε μεταχείριση αντίθετη στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ότι θα διακυβευτούν τα ανθρώπινα δικαιώματά του (άρθρ. 438 στ΄ ΚΠΔ).  Απαγόρευση έκδοσης αν, κατά το δίκαιο του εκζητούντος κράτους, προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη για την οποία διώκεται ο εκζητούμενος, η ποινή του θανάτου (άρθρ. 438  ζ΄ ΚΠΔ).  Η απαγόρευση εκδόσεως προσώπου προκειμένου να θανατωθεί, ως έκφανση του δικαιώματός του στη ζωή (άρθρ. 2 ΕΣΔΑ). Λήψη υπ’ όψη Ψηφισμάτων τόσο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, όσο και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αναφορικά με τις συνεχείς παραβιάσεις του δικαιώματος για δίκαιη δίκη (άρθρ. 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στο Ιράν. Γνωμοδοτεί κατά της έκδοσης, διότι ο εκζητούμενος έχει υπαχθεί σε καθεστώς πρόσφυγα, ενώ πιθανολογείται ότι εάν εκδοθεί στο εκζητούν κράτος, αυτός θα υποβληθεί σε διακρίνουσα μεταχείριση για λόγους θρησκευτικούς, η πράξη δε, για την οποία διώκεται, τιμωρείται με θανατική ποινή. Αίρει περιοριστικούς όρους που είχαν τεθεί σε αντικατάσταση της προσωρινής κράτησης του εκζητουμένου.

 

                           

                           ΑΡΙΘΜΟΣ :      8 /2021

 ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗΣ     ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΦΕΤΩΝ ΛΑΜΙΑΣ

                        

Το Τριμελές Συμβούλιο Εφετών Λαμίας συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Βαρβάρα Πάπαρη, Πρόεδρο Εφετών, Σωτήριο Παπακώστα Εφέτη και Άννα Ρήγα, Εφέτη - Εισηγήτρια.

 

 

               ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ    

                    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Κατά το άρθρο 28 παρ. 1 εδ. α` του Συντάγματος, οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις, από την επικύρωσή τους με νόμο και την θέση τους σε ισχύ σύμφωνα με τους όρους καθεμιάς, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου, κατά δε το άρθρο 436 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., αν δεν υπάρχει σύμβαση μεταξύ των ενδιαφερομένων χωρών, οι όροι και η διαδικασία της εκδόσεως αλλοδαπών εγκληματιών, ρυθμίζονται από τις διατάξεις των επομένων άρθρων (ήτοι των άρθρων 437-457 του Κ.Π.Δ.), οι οποίες εφαρμόζονται ακόμη και αν υπάρχει σύμβαση, αν δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτή, καθώς και στα σημεία που δεν προβλέπει η σύμβαση. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 437 Κ.Π.Δ., η έκδοση αλλοδαπού επιτρέπεται: (α) όταν αυτός κατηγορείται για αξιόποινη πράξη εναντίον της οποίας απειλείται και από τον ελληνικό ποινικό νόμο και από τον νόμο του κράτους που ζητεί την έκδοση, στερητική της ελευθερίας ποινή, της οποίας το ανώτατο όριο είναι δυο έτη και πάνω. Σε περίπτωση συρροής εγκλημάτων, η έκδοση επιτρέπεται για όλα, αν ένα από αυτά τιμωρείται με την παραπάνω ποινή. Αν το πρόσωπο του οποίου ζητείται η έκδοση, καταδικάστηκε προηγουμένως αμετάκλητα από δικαστήριο οποιουδήποτε κράτους, σε στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών μηνών για έγκλημα που δεν αναφέρεται στο άρθρο 438 στοιχ. γ` και εφόσον η έκδοσή του ζητείται για έγκλημα που τελέστηκε σε υποτροπή και κατά τον ελληνικό ποινικό νόμο και κατά τον νόμο του κράτους που ζητεί την έκδοσή του, η έκδοση μπορεί να επιτραπεί, αν το έγκλημα αυτό τιμωρείται ως πλημμέλημα, με οποιαδήποτε ποινή στερητική της ελευθερίας, β) όταν τα δικαστήρια του κράτους που τη ζητούν, καταδίκασαν τον εκζητούμενο αμετάκλητα σε στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον ενός έτους, για αξιόποινη πράξη την οποία και οι ελληνικοί ποινικοί νόμοι και οι νόμοι του κράτους που ζητεί την έκδοση, τη χαρακτηρίζουν ως πλημμέλημα ή κακούργημα και γ) όταν αυτός συναινεί ρητά να παραδοθεί στο κράτος που ζητεί την έκδοσή του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 438 Κ.Π.Δ., η έκδοση απαγορεύεται: α).... β)... γ) αν πρόκειται για έγκλημα που κατά τους ελληνικούς νόμους χαρακτηρίζεται ως πολιτικό, στρατιωτικό ... ή όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η έκδοση ζητείται για λόγους πολιτικούς, δ) αν σύμφωνα με τους νόμους του κράτους που ζητεί την έκδοση ή του Ελληνικού Κράτους ή του κράτους όπου τελέστηκε το έγκλημα, έχει ανακύψει, ήδη πριν από την απόφαση για την έκδοση, νόμιμος λόγος που εμποδίζει τη δίωξη ή την εκτέλεση της ποινής ή αποκλείει ή εξαλείφει το αξιόποινο, ε) αν πιθανολογείται ότι ο εκζητούμενος θα διωχθεί από το κράτος στο οποίο παραδίδεται για πράξη διαφορετική από εκείνη για την οποία ζητείται η έκδοση, στ) αν πιθανολογείται ότι θα υποβληθεί σε διακρίνουσα μεταχείριση για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, πολιτικούς ή εξαιτίας της εθνικότητάς του ή ότι θα υποβληθεί σε μεταχείριση αντίθετη προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ότι θα διακυβευτούν τα ανθρώπινα δικαιώματά του, ζ) αν κατά το δίκαιο του εκζητούντος κράτους προβλέπεται για την αξιόποινη πράξη η ποινή του θανάτου και η)..... Επειδή δε, δεν υπάρχει κάποια διμερής ή άλλη διεθνής σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και Ιράν, που να ρυθμίζει τα θέματα εκδόσεως υπηκόων των δύο αυτών χωρών, οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και όσον αφορά στη διαδικασία εκδόσεως υπηκόου Ιράν, που βρίσκεται στην Ελλάδα (ΑΠ 1690/2019, δημ. Νόμος), πάντοτε όμως η έκδοση τελεί πρωτίστως υπό τους όρους των εφαρμοστέων διεθνών συνθηκών, συμπεριλαμβανομένων των συνθηκών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (ΑΠ 137/2017, δημ. Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 443 του Κ.Π.Δ. προκύπτουν τα εξής : 1. Αν πρόκειται για την περίπτωση του άρθρου 437 στοιχ. α`, στην αίτηση που διαβιβάζεται με τη διπλωματική οδό πρέπει να επισυνάπτονται το κατηγορητήριο, το ένταλμα σύλληψης ή οποιαδήποτε άλλη δικαστική πράξη που έχει το ίδιο κύρος με αυτά και, αν δεν υπάρχει συνθήκη που να το εμποδίζει, όσα έγγραφα απαιτούνται ώστε να βεβαιωθεί ότι υπάρχουν ενδείξεις ενοχής επαρκείς για να παραπεμφθεί σε δίκη εκείνος για τον οποίο ζητείται η έκδοση. Αν πρόκειται για την περίπτωση του άρθρου 437 στοιχ. β`, στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται η απόφαση εναντίον εκείνου για τον οποίο ζητείται η έκδοση και οι αποδείξεις ότι είναι αμετάκλητη. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να διαβιβάζεται ταυτόχρονα αντίγραφο του νόμου ο οποίος ισχύει στο κράτος που ζητεί την έκδοση και τιμωρεί την πράξη, ακόμη, συνοπτική περιγραφή των περιστατικών του εγκλήματος και, τέλος, ακριβής περιγραφή των χαρακτηριστικών εκείνου για τον οποίο ζητείται η έκδοση, μαζί με τη φωτογραφία του και τα δακτυλικά του αποτυπώματα, αν αυτό είναι δυνατό. Όλα αυτά τα έγγραφα μπορούν να προσκομίζονται και σε αντίγραφα επικυρωμένα από το δικαστήριο ή από οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή του κράτους που ζητεί την έκδοση. 2. Η αίτηση για την έκδοση, μαζί με τα έγγραφα που απαιτούνται κατά την παρ. 1 και με την επικυρωμένη μετάφρασή τους, διαβιβάζονται από τον Υπουργό Εξωτερικών στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο τελευταίος, αφού ελέγξει τη νομιμότητα της αίτησης, τη στέλνει μαζί με τα έγγραφα και με τη φροντίδα του Εισαγγελέα Εφετών, στον Πρόεδρο Εφετών, στην περιφέρεια του οποίου διαμένει εκείνος για τον οποίο ζητείται η έκδοση. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι απαιτείται, τα εγκλήματα για τα οποία ζητείται η έκδοση, να προσδιορίζονται κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο στη σχετική αίτηση και στην αντίστοιχη διωκτική πράξη, με επαρκή περιγραφή του χρόνου, τόπου, τρόπου και λοιπών περιστάσεων τέλεσής τους και της μορφής συμμετοχής του εκζητούμενου σ` αυτή. Εξάλλου, η υποχρέωση για εξειδίκευση, συγκεκριμενοποίηση και ακριβή καθορισμό της διωκόμενης πράξεως για την έκδοση, θεμελιώνεται και στις αυξημένης τυπικής ισχύος και έχουσες υπερνομοθετική ισχύ (κατά το άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος) διατάξεις της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.Δ. 53/1974 και ειδικότερα στο άρθρο 6 παρ. 3 περ. α’ αυτής (δικαίωμα του κατηγορουμένου να πληροφορηθεί με λεπτομέρεια, τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας), καθώς και στο άρθρο 14 παρ. 3 περ. α’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Δ.Σ.Α.Π.Δ.), που υιοθετήθηκε από την Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη στις 16-12-1966 και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 2462/1997 (ΑΠ 301/2017, ΑΠ 341/2017, δημ. Νόμος). Είναι, επομένως, επιβεβλημένο, τα εγκλήματα για τα οποία ζητείται η έκδοση, να καθορίζονται σαφώς και με συγκεκριμένο τρόπο στην αίτηση του αιτούντος μέρους και στην αντίστοιχη διωκτική πράξη (ένταλμα σύλληψης ή εκτελεστή καταδικαστική απόφαση). Ειδικότερα, απαιτείται περιγραφή των περιστάσεων τέλεσης των εγκλημάτων αυτών, στις οποίες περιλαμβάνονται ο χρόνος και ο τόπος τέλεσης, καθώς και η μορφή της συμμετοχής του εκζητουμένου στις αξιόποινες πράξεις. Τούτο ενισχύεται και από την καθιερούμενη με τις διατάξεις αρχή της ειδικότητας, σύμφωνα με την οποία, η έκδοση γίνεται για έγκλημα ειδικώς οριζόμενο, τόσο στην αίτηση, όσο και στην πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης που διατάσσει την έκδοση και όχι για μια άλλη πράξη, δηλαδή για πράξη διαφορετική απ` αυτήν που αναφέρεται στην αίτηση, κατά τα συγκροτούντα την υπόσταση αυτής στοιχεία. Με την αρχή της ειδικότητας, που θεωρείται γενικά αναγνωρισμένος κανόνας του διεθνούς δικαίου και εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση έκδοσης, περιορίζεται η κυριαρχική εξουσία του εκζητήσαντος κράτους. Συνεπώς, το κράτος που ζητεί την έκδοση, δεν μπορεί να διώξει τον εκζητούμενο για πράξεις προγενέστερες της παραδόσεως, άλλες από εκείνες για τις οποίες χορηγήθηκε η έκδοση, πλην ορισμένων εξαιρέσεων. Η αρχή της ειδικότητας θεμελιώνεται στην κυριαρχία του εκδίδοντος κράτους και συνδέεται με το συμφέρον του να μη διωχθεί το εκδιδόμενο πρόσωπο για πολιτικούς σκοπούς ή για τα φυλετικά, θρησκευτικά, πολιτικά ή εθνικά του φρονήματα ή να μην κινδυνεύσει να επιδεινωθεί η θέση του εξαιτίας αυτών. Άλλωστε, αν το εκζητούν κράτος μπορούσε να διώξει τον εκδοθέντα και για πράξεις άλλες από εκείνες για τις οποίες εκδόθηκε, η καταστρατήγηση των περιορισμών της έκδοσης και, κυρίως, της μη δίωξης για πολιτικά εγκλήματα, θα ήταν ευχερής (ΑΠ 1690/2019, δημ. Νόμος). Έτσι, εφόσον η έκδοση συντελείται σε εκτέλεση μιας συμφωνίας μεταξύ δύο τουλάχιστον κρατών, δεν μπορεί να παράγει αποτελέσματα πέραν εκείνων που έχουν συμφωνηθεί. Αλλά και πέραν αυτού, η αρχή της ειδικότητας εξασφαλίζει την ορθή εφαρμογή των αρχών της διπλής εγκληματικότητας και της αμοιβαιότητας, σύμφωνα με τις οποίες, η έκδοση επιτρέπεται μόνο για εκείνες τις πράξεις που είναι αξιόποινες και κατά το δίκαιο του εκδίδοντος κράτους. Διότι αλλιώς, αν δηλαδή το κράτος που πέτυχε την έκδοση μπορούσε να δικάζει ανεξέλεγκτα και για πράξεις μη καλυπτόμενες από την τελευταία, οι ανωτέρω αρχές θα μπορούσαν ευχερώς να καταστούν γράμμα κενό περιεχομένου (ΟλΑΠ 462/1992  Ελλ.Δνη 1992-939, ΑΠ 1690/2019, ΑΠ 276/2011, ΑΠ 132/2008 δημ. Νόμος). Σημειωτέον ότι τα κράτη που έχουν κυρώσει τα ως άνω κείμενα, στο μέτρο που αυτοπεριορίζονται στην ποινική τους εξουσία, υποχρεούνται όχι μόνο να μην αγνοούν, αλλά και να εφαρμόζουν τις διατάξεις αυτές. Επομένως, δεν χωρεί έκδοση αν η αξιόποινη πράξη για την οποία ζητείται η έκδοση, θεωρείται από το άλλο μέρος ως πολιτική εγκληματική πράξη ή ως συναφής με τέτοια πράξη ή αν το μέρος από το οποίο ζητείται η έκδοση, έχει σοβαρούς λόγους να πιστεύει ότι, η αίτηση έκδοσης, που αιτιολογείται για κάποια παράβαση του κοινού δικαίου, έχει υποβληθεί με σκοπό τη δίωξη ή την τιμωρία ατόμου για τα φυλετικά, θρησκευτικά, πολιτικά ή εθνικά του φρονήματα ή ότι η θέση του διατρέχει κίνδυνο να επιδεινωθεί από τον ένα ή τον άλλο από τους λόγους αυτούς (ΑΠ 1690/2019, ΑΠ 276/2011, δημ. Νόμος).  Εξάλλου, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 2 περ. δ’ και στ’ του Π.Δ. 113/2013 "Καθεστώς του πρόσφυγα: ενιαία διαδικασία αναγνώρισης σε αλλοδαπούς και ανιθαγενείς", που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 2005/85/Ε.Κ. του Συμβουλίου, τέθηκε σε ισχύ από 14-6-2013 (και αντικατέστησε το προηγούμενο σχετικό Π.Δ. 114/2010), αφενός μεν "αιτών διεθνή προστασία" ή "αιτών άσυλο" είναι ο αλλοδαπός ή ανιθαγενής, ο οποίος δηλώνει προφορικώς ή εγγράφως ενώπιον οποιασδήποτε ελληνικής αρχής, στα σημεία εισόδου στην ελληνική επικράτεια ή εντός αυτής, ότι ζητεί άσυλο ή επικουρική προστασία στη χώρα μας ή με οποιονδήποτε τρόπο ζητεί να μην απελαθεί σε κάποια χώρα, εκ φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης ή επειδή κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Π.Δ. 96/2008 (περ. δ’ άρθρου 2 του άνω Π.Δ.), αφετέρου δε "πρόσφυγας" είναι ο αλλοδαπός ή ο ανιθαγενής, στο πρόσωπο του οποίου πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 1Α της Συμβάσεως της Γενεύης (περ. στ’ άρθρου 2 του άνω Π.Δ.), ενώ η σοβαρή βλάβη, κατ’ άρθρ. 15 Π.Δ. 96/2008, συνίσταται σε: α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος στη χώρα καταγωγής του, ή γ) σοβαρή προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Στο άρθρο 5 παρ. 2 του ίδιου πιο πάνω Π.Δ. (113/2013) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι η παράδοση ή η έκδοση, δεν πρέπει να οδηγεί σε έμμεση ή άμεση επαναπροώθηση του ενδιαφερομένου, κατά παράβαση του άρθρου 33 παρ. 1 της Συμβάσεως της Γενεύης ή σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης σύμφωνα με το άρθρο 15 του Π.Δ. 96/2008. Ακόμη, κατά το άρθρο 2 περ. ε’ του Π.Δ. 141/2013 "Διεθνής προστασία αλλοδαπών, ανιθαγενών - ενιαίο καθεστώς για πρόσφυγες Οδηγίας 2011/95/Ε.Ε.", "πρόσφυγας" είναι ο αλλοδαπός, ο οποίος, συνεπεία βάσιμου φόβου δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, βρίσκεται εκτός της χώρας της ιθαγένειάς του και δεν μπορεί ή λόγω του φόβου αυτού δεν επιθυμεί να θέσει εαυτόν υπό την προστασία της εν λόγω χώρας ή ο ανιθαγενής ο οποίος, βρισκόμενος εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, για τους ίδιους προαναφερθέντες λόγους, δεν μπορεί ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτήν και κατά το άρθρο 21 παρ. 1 του ίδιου ως άνω Π.Δ. (141/2013), "οι αρμόδιες αρχές σέβονται την αρχή της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Χώρας". Τα δύο πιο πάνω κύρια νομοθετικά κείμενα σχετικά με την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα στην Ελλάδα, δηλαδή τα Π.Δ. 141/2013 και 113/2013, προβλέπουν, επιπλέον, στις διατάξεις των άρθρων 3 και 3 παρ. 3, αντίστοιχα, ότι "η ερμηνεία και εφαρμογή του παρόντος διατάγματος τελεί σε συμφωνία με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 περί της Νομικής Καταστάσεως των Προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε από το συναφές Πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης του 1967, καθώς και τις διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου που έχουν επικυρωθεί από την Ελλάδα", διατάξεις, οι οποίες αποτελούν ρητή επιβεβαίωση της υπεροχής των διατάξεων της Συμβάσεως της Γενεύης του 1951 και άλλων νομοθετικών κειμένων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κυρωθέντων από την Ελλάδα σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 33 παρ. 1 της από 28-7-1951 Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης, περί της νομικής καταστάσεως των προσφύγων, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.Δ. 3989/1959 (όπως έχει τροποποιηθεί με το από 31-1-1967 πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης, που κυρώθηκε με τον Α.Ν. 389/1968 Α’ 125) και αποτελεί, σύμφωνα με το προεκτεθέν άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, τμήμα της ελληνικής έννομης τάξεως, κατισχύον κάθε αντίθετης νομοθετικής διατάξεως, "ουδεμία Συμβαλλομένη Χώρα θα απελαύνη ή θα επαναπροωθή, καθ’ οιονδήποτε τρόπον, πρόσφυγας εις τα σύνορα εδαφών ένθα η ζωή ή η ελευθερία αυτών απειλούνται δια λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων". Η θεσπιζόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις "αρχή της μη επαναπροωθήσεως" των προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας, εφαρμόζεται πλήρως στο πλαίσιο της εκδόσεως, πράγμα που απορρέει από τη διατύπωση του άρθρου 33 παρ. 1 της Συμβάσεως της Γενεύης του 1951, το οποίο αναφέρεται σε απέλαση ή επαναπροώθηση "καθ’ οιονδήποτε τρόπον", η δε απαγόρευση της επαναπροωθήσεως σημαίνει, επιγραμματικά, την απαγόρευση επιστροφής ενός πρόσφυγα στη χώρα καταγωγής του, καθώς και σε άλλη χώρα, όπου αντιμετωπίζει κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή άλλες σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. και άρθρο 3 της Συμβάσεως κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Τρόπων Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας του 1984, που κυρώθηκε με το Ν. 1782/1988, άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του 1966, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 και άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του 1950 - Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974). Η εκ μέρους του εκζητουμένου υποβολή αιτήσεως για διεθνή προστασία στις αρμόδιες Ελληνικές αρχές, με την επίκληση φόβου διώξεώς του για τους προαναφερθέντες λόγους, δεν ασκεί έννομη επιρροή στη δίκη για την έκδοση, καθόσον η σχετική διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του Π.Δ. 114/2010, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 35 παρ. 4 του Π.Δ. 113/2013, κατά την οποία "...κανένας δεν εκδίδεται πριν εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αίτησής του (για διεθνή προστασία ή άσυλο), εφόσον επικαλείται φόβο δίωξης στο εκζητούν κράτος", αναφέρεται στη μη έκδοση του εκζητουμένου από τον αρμόδιο γι’ αυτό, κατά το άρθρο 452 παρ. 1 ΚΠΔ, Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εφόσον προηγήθηκε αμετάκλητη γνωμοδότηση υπέρ της εκδόσεως από το Συμβούλιο Εφετών ή του Αρείου Πάγου και δεν τάσσεται ως στοιχείο που εμποδίζει (μέχρι την τελεσίδικη παραδοχή ή απόρριψη της αιτήσεως για διεθνή προστασία ή άσυλο) τη συζήτηση ή τη λήψη σχετικής αποφάσεως για την έκδοση ή μη του εκζητουμένου από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο, το οποίο, για τη διαμόρφωση της γνωμοδοτικής κρίσεώς του, εξετάζει και συναξιολογεί (με τα λοιπά στοιχεία) και τη βασιμότητα του επικαλούμενου φόβου διώξεως, ως ενδεχομένου νόμιμου λόγου που εμποδίζει την έκδοση, κατά τα άρθρα 3 της Ε.Σ.Ε. και 438 περ. γ’ και ε’ Κ.Π.Δ. (ΑΠ 1690/2019, ΑΠ 137/2017, δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α της Ε.Σ.Δ.Α., κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δίκαια, δημόσια και μέσα σε λογική προθεσμία, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που λειτουργεί νόμιμα, το οποίο θα αποφασίσει είτε για αμφισβητήσεις σχετικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις του, αστικής φύσεως είτε για τη βασιμότητα κάθε εναντίον του κατηγορίας, ποινικής φύσεως. Ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, που καθιερώνεται με την τελευταία από τις ανωτέρω διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α., αποτελεί η αξίωση κάθε ατόμου να δικαστεί από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, το οποίο είναι θεσμικό όργανο που ανταποκρίνεται σε μια σειρά προϋποθέσεων σχετιζομένων, κυρίως και πρωτίστως, με τη νομιμότητα της συνθέσεώς του, την ανεξαρτησία του έναντι της εκτελεστικής εξουσίας και των διαδίκων, την εφαρμογή της νομιμότητας και την απουσία κάθε σκοπιμότητας κατά τη διαδικασία λήψεως των αποφάσεών του. Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, η επιδείνωση της θέσεως του εκζητουμένου, μπορεί να επέλθει και σε περίπτωση που αποδεικνύεται ότι η δικαστική κρίση της ποινικής υποθέσεως του διωκομένου στο κράτος όπου παραδίδεται, δεν θα είναι δίκαιη και αμερόληπτη. Ενόψει των προεκτεθέντων, από άποψη ιεραρχήσεως των υποχρεώσεων που ανακύπτουν στο πλαίσιο των διαδικασιών εκδόσεως, οι κανόνες του διεθνούς προσφυγικού δικαίου και του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπερισχύουν των αντίστοιχων που θεσπίζονται από συνθήκες περί εκδόσεως, δοθέντος, άλλωστε, ότι ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, προβλέπει ότι οι υποχρεώσεις που εγκαθιδρύονται με το Χάρτη, υπερισχύουν έναντι αυτών που απορρέουν από άλλες διεθνείς συμφωνίες, μία δε, θεμελιώδης υποχρέωση, που καθιερώνεται από το Χάρτη, είναι ο σεβασμός και η τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών ως προς όλους, αδιακρίτως φυλής, φύλου, γλώσσας ή θρησκείας (άρθρο 103 σε συνδ. με τα άρθρα 55 γ και 56 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών). Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 3 της Ε.Σ.Δ.Α. (Ν.Δ. 53/1974), κανένας δεν επιτρέπεται να υποβληθεί σε βασανιστήρια ούτε σε ποινές ή μεταχείριση απάνθρωπες ή εξευτελιστικές. Από δε το συνδυασμό της διάταξης αυτής με τα λεπτομερέστερα άρθρα 1 και 16 της Διεθνούς Σύμβασης του Ο.Η.Ε. «Κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Τρόπων Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας» (κυρωθείσας με τον Ν. 1782/1988, Φ.Ε.Κ. 116 Α΄ της 01-03.06.1988), σαφώς προκύπτει ότι  το ελληνικό κράτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εμποδίζει σε οποιαδήποτε εδαφική περιοχή της δικαιοδοσίας του, άλλες πράξεις σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας που δεν συνιστούν βασανιστήρια, όπως καθορίζονται στο άρθρο 1,  όταν αυτές οι πράξεις γίνονται ή υποκινούνται ή διαπράττονται με τη συναίνεση ή ανοχή ενός δημόσιου υπαλλήλου ή άλλου προσώπου που ενεργεί με επίσημη ιδιότητα (άρθρ. 16 της ανωτέρω Διεθνούς Σύμβασης). Η υποχρέωση όμως αυτή, δεν καλύπτει μόνο την απευθείας διενέργεια βασανιστηρίων ή πράξεων βάναυσων ή ταπεινωτικών, αλλά και την ανοχή τους από τρίτα πρόσωπα,  ακόμα και κράτη. Ως εκ τούτου, τα κράτη δεσμεύονται να μην διαθέτουν τρίτο σε βασανιστήρια ή βάναυση μεταχείριση, αλλά οφείλουν και να επιμελούνται επαρκώς περιπτώσεις βάναυσης μεταχείρισης ιδιωτών από ιδιώτες (Costello-Roberts κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Ε.Δ.Δ.Α., απόφαση της 25.03.1993) και να απαγορεύουν την έκδοση ή απέλαση σε κράτη όπου το εκδοθέν ή απελαθέν πρόσωπο θα υποστεί βασανιστήρια ή εξευτελιστική μεταχείριση (Soering κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Ε.Δ.Δ.Α., απόφαση της 07.06.1989). Στην απαγόρευση περιλαμβάνεται και η παράδοση σε τρίτο κράτος, με σκοπό την εκτέλεση σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής θανατικής ποινής. Δεν απασχολεί, για τους σκοπούς των διατάξεων, το εάν οι ποινές θα εκτελεστούν σίγουρα ή αν υπάρχει σοβαρή πιθανότητα εκτέλεσης, δεδομένου πως, η ευθύνη του κράτους έγκειται στην έκθεση σε συγκεκριμένες βλάβες και όχι στο εάν τελικά οι βλάβες δεν επήλθαν λόγω της συνδρομής εξωγενών παραγόντων (όπως οι αποφάσεις του εσωτερικού δικαστικού ή άλλου συστήματος: Jabari κατά Τουρκίας, Ε.Δ.Δ.Α., απόφαση της 11.07.2000). Εξάλλου, ακόμα και η παρατεταμένη αναμονή για την ενδεχόμενη εκτέλεση σκληρών ποινών και βασανιστηρίων (όπως αυτή του υποδίκου ή του κρατουμένου σε σχετική πτέρυγα) στο κράτος σύλληψης, αποτελεί από μόνη της σκληρή μεταχείριση, διότι υποβάλλει το άτομο σε συνεχή και αναπόδραστο φόβο για τη ζωή του, ο οποίος έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στην ψυχική του υγεία -το λεγόμενο «Φαινόμενο της Πτέρυγας Μελλοθανάτων» (Soering κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Ε.Δ.Δ.Α., απόφαση της 07.06.1989, ιδίως παρ. 93-111). Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν.1782/1988, με τον οποίο κυρώθηκε η Σύμβαση κατά των βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης, «Κανένα κράτος μέρος δεν θα απελαύνει δεν θα επαναπροωθηθεί ούτε θα εκδίδει πρόσωπο σε άλλο κράτος όπου υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτό το πρόσωπο θα κινδυνεύσει να υποστεί βασανιστήρια», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, απαγορεύεται η απέλαση/έκδοση ατόμου σε χώρα, όπου κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια ή άλλη μορφή απάνθρωπης, εξευτελιστικής ή σκληρής τιμωρίας ή μεταχείρισης. Παράλληλα, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. «το δικαίωμα εκάστου προσώπου εις την ζωήν προστατεύεται υπό του νόμου. Εις ουδένα δύναται να επιβληθή εκ προθέσεως θάνατος, ειμή εις εκτέλεσιν θανατικής ποινής εκδιδομένης υπό δικαστηρίου εν περιπτώσει αδικήματος τιμωρουμένου υπό του νόμου δια της ποινής ταύτης». Τη διάταξη αυτή, συμπληρώνει το άρθρο 1 του 6ου Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση, σύμφωνα με το οποίο «η ποινή του θανάτου καταργείται. Κανείς δεν μπορεί να καταδικασθεί σε τέτοια ποινή, ούτε να εκτελεσθεί». Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι, από το άρθρο 2 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., σε συνδυασμό με το 6ο Πρωτόκολλο, δημιουργείται μια διττή υποχρέωση συμπεριφοράς : αφενός μεν, τα κράτη του Πρωτοκόλλου (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα), οφείλουν να νομοθετήσουν, ούτως ώστε να μην καταδικάζεται κανείς και για κανένα αδίκημα στην ποινή του θανάτου, αφετέρου δε, τα κράτη οφείλουν να μεριμνούν, ώστε να μην εκτελούνται θανατικές ποινές εις βάρος προσώπων τα οποία βρίσκονται στην επικράτειά τους. Η τελευταία αυτή υποχρέωση, περιλαμβάνει τόσο τη μη εκτέλεση θανατικών ποινών εντός της επικράτειας, όσο και την απαγόρευση έκδοσης προσώπου, προκειμένου να θανατωθεί (βλ. Ε.Δ.Δ.Α: Case of Al Nashiri v. Poland, απόφαση της 16.02.2015 και Case of A.L. (X.W.) v. Russia, απόφαση της 29.01.2016), δοθέντος μάλιστα ότι, μετά την κύρωση από την Χώρα μας, των έκτου και δέκατου τρίτου πρωτοκόλλων της Ε.Σ.Δ.Α, με τους αντίστοιχους νόμους 2610/1998 και 3289/2004 και την πλήρη κατάργηση, με αυτά, της θανατικής ποινής, το δικαίωμα στη ζωή οποιουδήποτε ατόμου είναι απόλυτο. Σύμφωνα δε, με το άρθρο 19 παρ. 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, "Κανείς δεν μπορεί να απομακρυνθεί, να απελαθεί ή να εκδοθεί προς κράτος όπου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου ή να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή ή μεταχείριση". Ειδικότερα, α) απάνθρωπη είναι η μεταχείριση που αδικαιολόγητα και σκόπιμα επιφέρει σοβαρή οδύνη, ψυχική ή σωματική, όχι ακραία σε ένταση ή οξύτητα, β) εξευτελιστική είναι η μεταχείριση που ταπεινώνει ένα άτομο κατάφωρα απέναντι στα άλλα και απέναντι στον εαυτό του, ή το υποχρεώνει να ενεργεί παρά τη θέλησή του ή τη συνείδησή του και γ) βασανιστήρια είναι η απάνθρωπη μεταχείριση που γίνεται με καθορισμένο τρόπο και συγκεκριμένο σκοπό, όπως η απόσπαση πληροφοριών ή ομολογίας, ή η επιβολή ποινής, ως επιβαρυντική μορφή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης ενός ατόμου. Αρκεί δε, η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας για κακομεταχείριση, ανεξάρτητα από το ποιος διατυπώνει τον ισχυρισμό αυτό, έστω και χωρίς επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ή υπόδειξη από το θύμα των υπολόγων, καθώς και η μη διερεύνηση, από τις εθνικές Αρχές, υποβαλλόμενων καταγγελιών, για μακρά χρονική περίοδο. Δέον να σημειωθεί ότι, η εφαρμογή της Ε.Σ.Δ.Α. και των πρόσθετων πρωτοκόλλων της, που επίσης κυρώθηκαν από τη χώρα μας και έχουν, όπως προεκτέθηκε (άρθρ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος), αυξημένη τυπική ισχύ, συνακόλουθα δε, και η τήρηση των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί σχετικώς, επιβάλλεται και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι δικαστικές αρχές κρίνουν επί αιτημάτων εκδόσεως (ΑΠ 1690/2019, 301/2017, 341/2017, 1324/2016, 1366/2016, 311/2015, 1088/2015 δημ. Νόμος). 

        2.     Στην προκειμένη περίπτωση,  το Υπουργείο Δικαιοσύνης με το υπ’ αριθ. πρωτ. ****2021 έγγραφο, διαβίβασε  προς τον  Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας, το  υπ’ αριθ. *** από *** αίτημα του Τμήματος Διεθνών Υποθέσεων του Δικαστικού Σώματος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, με τα συνημμένα σ` αυτό δικαιολογητικά, όλα μεταφρασμένα στα ελληνικά,  για την έκδοση, στις Αρχές της Δημοκρατίας του Ιράν, του υπηκόου Ιράν ***** και διώκεται με την υπ` αρ. **** από **** απόφαση του 10ου Εγκληματολογικού Τμήματος της Τεχεράνης Ιράν, για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, ποινικό αδίκημα που προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 118 και 612 του Ισλαμικού Ποινικού Κώδικα, πράξη επίσης αξιόποινη και κατά το Ελληνικό Ποινικό Δίκαιο (άρθρο 299 παρ. 1 Ελληνικού Ποινικού Κώδικα), προκειμένου να εκτίσει ποινή κάθειρξης τριών (3) έως δέκα (10) ετών, όπως προκύπτει από την επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, του με αρ. *** της Ρηματικής Ανακοίνωσης της Πρεσβείας της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν προς το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών.

         3.  Η αίτηση, ενόψει της ρητής μη συναίνεσης του εκζητουμένου  να παραδοθεί στο κράτος που ζητεί την έκδοσή του, αρμόδια εισάγεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 436 παρ.1, 443 και 449 Κ.Π.Δ., ενώπιον του Συμβουλίου αυτού σε τριμελή σύνθεση, στην περιφέρεια του οποίου κρατούνταν ο τελευταίος (Κ.Κ. Άμφισσας)  και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αυτή περαιτέρω κατ’ ουσία, αφού για το παραδεκτό της επισυνάπτονται τα απαιτούμενα, σύμφωνα με το άρθρο 443 Κ.Π.Δ. έγγραφα, σε επίσημη μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα.

        4.  Στην προκειμένη περίπτωση, από την κατάθεση του ενόρκως εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρα, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδριάσεως του Συμβουλίου τούτου, από όλα τα έγγραφα, τα οποία υπάρχουν στη δικογραφία, σε συνδυασμό με όσα εξέθεσε ο εκζητούμενος μέσω διερμηνέα κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, καθώς και ο συνήγορός του, προφορικά και με το κατατεθέν υπόμνημά του, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Ο εκζητούμενος Ιρανός υπήκοος, γεννήθηκε το έτος 1983 στο Ιράν, όπου και διέμενε μόνιμα μέχρι το έτος 2013, οπότε εγκατέλειψε τη χώρα του και εισήλθε παράνομα στην Ελλάδα, αιτούμενος ασύλου στις 11.04.2014. Δυνάμει της υπ’ αριθμ. **** απόφασης του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Αττικής, τέθηκε σε καθεστώς πρόσφυγα, εκδόθηκαν δε προς τούτο, η υπ’ αριθμ. **** Άδεια Διαμονής του, ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας (ήτοι πρόσφυγα) και το υπ’ αριθμ. **** Κρατικό Διαβατήριο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο ίδιος, προσηλυτισθείς κατά τα χρόνια που ζούσε στο Ιράν, στην εκεί Χριστιανική Ευαγγελική Εκκλησία, ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, ερχόμενος δε στην Ελλάδα, κατάφερε να βαπτισθεί Χριστιανός. Η μεταστροφή των θρησκεύματός του, έγινε γνωστή στο Ιράν, λόγος για τον οποίο σχηματίστηκε σε βάρος του ποινική δικογραφία και κλήθηκε να παραστεί στο αρμόδιο ποινικό Δικαστήριο, στις 3-3-2014, κατηγορούμενος «για το αδίκημα της αλλαγής πίστης από μουσουλμάνος σε χριστιανό - τάση και συνεργασία με ομάδες και αιρέσεις που προωθούν μη ισλαμικές θρησκείες στο Ιράν», όπως προκύπτει από την με αριθμό ειδοποίησης *** κλήση του 19ου Τμήματος του Ποινικού Δικαστηρίου της Τεχεράνης. Παράλληλα, λίγες ημέρες αργότερα και, συγκεκριμένα, στις 24-2-2014, κατηγορήθηκε για τέλεση, στο Ιράν, ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα, ο ανωτέρω καταδικάστηκε δυνάμει της υπ` αριθμ. ****  απόφασης του Α΄ Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, σε συνολική ποινή κάθειρξης 13 ετών και ενός μηνός για : α) εγκληματική οργάνωση (συγκρότηση, ένταξη), β) πλαστογραφία με χρήση κατά συναυτουργία και κατ` εξακολούθηση, από δράστες που διαπράττουν πλαστογραφίες κατ` επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, αλλά κι εκείνο των 120.000 ευρώ, γ) παράνομη κατοχή γνήσιων διαβατηρίων και ταξιδιωτικών εγγράφων άλλων προσώπων, δ) είσοδο στο ελληνικό έδαφος κατά συναυτουργία, κατά συρροή και κατ` εξακολούθηση, τετελεσμένη και σε απόπειρα, τελούμενη από κερδοσκοπία κατ` επάγγελμα και ε) την περίπτωση 2, 3 και 4 της από κερδοσκοπία παραλαβής, από τα σημεία εισόδου στη χώρα, πολιτών τρίτων χωρών, που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος, για να τους προωθήσουν στο εσωτερικό της χώρας ή στο έδαφος κράτους - μέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας, διευκολύνοντας τη μεταφορά τους και εξασφαλίζοντας σ` αυτούς κατάλυμα. Σε εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης, ο τελευταίος, κρατούνταν στο Γενικό Κατάστημα Κρατήσεως Α’ Τύπου Άμφισσας. Με το από 14-6-2021 και με αριθμό πρωτ. **** έγγραφο - σήμα της ΙΝΤΕRPOL Αθηνών και ενόσω ο εκζητούμενος εξακολουθούσε να είναι κρατούμενος στο προαναφερθέν Κατάστημα Κράτησης, διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Εφετών Λαμίας, η υπ` αριθμ. **** και με αριθμό φακέλου *** Ερυθρά Αγγελία Διεθνών Αναζητήσεων, καθώς και το υπ` αριθμ. **** από 12-6-2021 μήνυμα της ΙΝΤΕRPOL Ιράν, έγγραφα με τα οποία ζητούνταν η έκδοση του ανωτέρω εκζητουμένου υπηκόου Ιράν ****, διωκομένου με την υπ` αρ. *** απόφαση του 10ου Εγκληματολογικού Τμήματος της Τεχεράνης Ιράν, για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, ποινικό αδίκημα που προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 118 και 612 του Ισλαμικού Ποινικού Κώδικα, πράξη επίσης αξιόποινη και κατά το Ελληνικό Ποινικό Δίκαιο (άρθρο 299 παρ. 1 Ελληνικού Ποινικού Κώδικα). Ο ανωτέρω εκζητούμενος, αποφυλακίστηκε τυπικά, στις 2-7-2021, δυνάμει του υπ` αριθμ. **** βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Άμφισσας, με το οποίο διατάχθηκε η απόλυσή του υπό τον όρο της ανάκλησης για το υπόλοιπο της προαναφερθείσας ποινής του, ανερχόμενο σε πέντε (5) έτη, δύο (2) μήνες και δεκατέσσερις (14) ημέρες, κατόπιν ευεργετικού υπολογισμού 1217 ημερομισθίων, καθώς και έντεκα (11) ημερών κράτησης, κατ` άρθρο 105 β’ παρ. 4 εδ. ζ΄ ΠΚ, χωρίς να του επιβληθούν υποχρεώσεις κατά το στάδιο της δοκιμασίας του, καθότι, δυνάμει της υπ` αριθμ. **** εντολής προσωρινής σύλληψης και κράτησης, του Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας, παραγγέλθηκε η προσωρινή σύλληψη και κράτησή του, προκειμένου να παραδοθεί στις αρμόδιες δικαστικές αρχές του Ιράν με τη διαδικασία της έκδοσης, διωκόμενος, όπως προαναφέρθηκε, με την υπ` αρ. **** απόφαση του 10ου Εγκληματολογικού Τμήματος της Τεχεράνης Ιράν, για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως. Η κατά τα ανωτέρω διαταχθείσα με την υπ` αριθμ. **** εντολή προσωρινής σύλληψης και κράτησης του Εισαγγελέα Εφετών Λαμίας, προσωρινή κράτηση του εκζητουμένου, αντικαταστάθηκε δυνάμει του με αριθμό **** βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας, με τους περιοριστικούς όρους : α) της υποχρέωσης διαμονής του εκζητουμένου στο Νέο Κόσμο Αττικής (οδός Μίλωνος αρ. 34), β) την υποχρεωτική εμφάνισή του στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του (Α.Τ. Ακροπόλεως) μια φορά, κατά το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός και γ) την απαγόρευση εξόδου του από τη χώρα.  Ο ανωτέρω είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνο του οποίου ζητείται η έκδοση, υπάρχουν όλα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, η δε πράξη για την οποία αυτός διώκεται, προβλέπεται από τα άρθρα 118 και 612 του Ιρανικού Ποινικού Κώδικα και είναι αξιόποινη και κατά την Ελληνική ποινική νομοθεσία (άρθρ. 299 ΠΚ), τιμωρούμενη, ως κακούργημα, με ποινή ισόβιας ή πρόσκαιρης, κατά περίπτωση, καθείρξεως, οπότε πληρούνται οι εκ του νόμου απατούμενοι όροι του διπλού αξιοποίνου. Σύμφωνα δε με το υπ` αριθμ. **** έγγραφο του Δικαστή του Τμήματος 7 της Εισαγγελικής και Επαναστατικής Αρχής της Τεχεράνης, Περιφ. 27, ο εκζητούμενος κατηγορείται από τις Ιρανικές Αρχές ως υπαίτιος του ότι, στις ******, στην πόλη Τεχεράνη του Ιράν, προσκάλεσε τον δολοφονηθέντα ****στο σπίτι του κι όταν ο τελευταίος άρχισε να χαριεντίζεται με την φίλη του εκζητουμένου, ****, αυτό προκάλεσε τον θυμό του τελευταίου, που άρχισε να καυγαδίζει με τον ως άνω καλεσμένο του, τον οποίο τελικά τραυμάτισε θανάσιμα στο στήθος με σπαθί. Από όλα δε τα έγγραφα της ποινικής δικογραφίας των Ιρανικών Διωκτικών Αρχών, τα οποία προσκομίζονται σε επίσημη μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα και, ιδίως, από τις μαρτυρικές καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, προκύπτουν σαφώς ενδείξεις για τη βασιμότητα της κατηγορίας η οποία αποδίδεται στον εκζητούμενο, καθόσον, όπως το Συμβούλιο τούτο εκτιμά (άρθρ. 437 εδ. α΄, 443 παρ. 1 εδ α΄ και 450 παρ. 2 ΚΠΔ), με βάση τα προσαγόμενα από το Ιράν επίσημα αποδεικτικά στοιχεία, αυτά θα επέτρεπαν τη σύλληψη και την παραπομπή του τελευταίου σε δίκη στην Ελλάδα, σε περίπτωση που το έγκλημα είχε τελεστεί σε ελληνικό έδαφος.

          Αναφορικά όμως με την έκδοση του εκζητουμένου στο Κράτος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν, προκειμένου αυτός να δικασθεί για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, ποινικό αδίκημα που προβλέπεται και τιμωρείται από τα άρθρα 118 και 612 του Ισλαμικού Ποινικού Κώδικα, πράξη επίσης αξιόποινη και κατά το Ελληνικό Ποινικό Δίκαιο (άρθρο 299 παρ. 1 Ελληνικού Ποινικού Κώδικα), δέον να σημειωθούν τα εξής :  Σύμφωνα με τις διδάξεις του Ισλαμικού Κώδικα,  το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο εκζητούμενος (ανθρωποκτονία με πρόθεση), τιμωρείται στην Ελλάδα με ποινή κάθειρξης, πλην όμως, κατά τον ιρανικό Ισλαμικό Ποινικό Κώδικα, η ποινή της καθείρξεως επί ανθρωποκτονίας, επιβάλλεται μόνο εξαιρετικά και μόνο εφόσον η οικογένεια του θύματος δηλώσει ότι δεν επιθυμεί αντεκδίκηση, άλλως επιβάλλεται η εσχάτη των ποινών, ήτοι η θανατική ποινή (άρθρο 612 Ισλαμικού Ποινικού Κώδικα). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 612 του Ιρανικού νόμου για προαιρετικές και προληπτικές ποινές, «Οιοσδήποτε που διαπράττει μια άγρια δολοφονία και δεν έχει οιονδήποτε ενάγοντα ή υπάρχει ενάγων αλλά έχει παραιτηθεί των αντιποίνων ή δεν υπάρχουν αντίποινα για οποιονδήποτε λόγο, σε περίπτωση που η διάπραξή του βλάπτει την τάξη και ασφάλεια της κοινωνίας ή μπορεί να προκαλέσει τον δράστη ή άλλους, το δικαστήριο μπορεί να τον καταδικάσει σε κάθειρξη τριών έως δέκα ετών». Λαμβανομένης δε, υπόψη της αίτησης για ακρόαση προς τον Εντιμότατο Πρόεδρο του με αρ. 7 Τμήματος της Επαναστατικής Εισαγγελίας της Τεχεράνης, της αδελφής, του κατά τις Ιρανικές Αρχές δολοφονηθέντος ****, υπό την ιδιότητά της ως κληρονόμου του ήδη αποβιώσαντος πατρός της ***, σύμφωνα με την οποία, η ανωτέρω υπέβαλε αίτηση για αποζημίωση για τη δολοφονία του αδελφού της και ζήτησε την τιμωρία του φερόμενου ως δράστη εκζητούμενου (όπως τούτο σαφώς προκύπτει από το με αριθμό **** έγγραφο του Δικαστή και Διευθυντή του Γενικού Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της Δικαιοσύνης της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν προς τις Δικαστικές Αρχές της Ελλάδας), πιθανολογείται σφόδρα ότι εάν ο εκζητούμενος εκδοθεί, δικασθεί και καταδικασθεί για ανθρωποκτονία από πρόθεση, θα του επιβληθεί η θανατική ποινή και όχι η ποινή κάθειρξης τριών (3) έως δέκα (10) ετών, η οποία προβλέπεται κατ` εξαίρεση, για την περίπτωση που  δεν υπάρχει ενάγων ή υπάρχει ενάγων, αλλά έχει παραιτηθεί των αντιποίνων ή δεν υπάρχουν αντίποινα. Η κρίση του Συμβουλίου περί τούτου, ενισχύεται από την κατάθεση του μάρτυρα, ο οποίος δήλωσε ότι εάν ο εκζητούμενος εκδοθεί στο Ιράν, θα απαγχονισθεί, ως προδότης, άμεσα και δη, κατά την άφιξή του στο αεροδρόμιο της Τεχεράνης, επειδή αλλαξοπίστησε, ισχυρισμό τον οποίο μετ` επιτάσεως πρόβαλε κατά την ακρόασή του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου και ο ίδιος ο εκζητούμενος. Ως εκ τούτου, κατά τη διάταξη του άρθρου 438 στοιχ. ζ΄ του Κ.Π.Δ., το οποίο, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αρχή της παρούσας, τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, ελλείψει διμερούς σύμβασης έκδοσης μεταξύ Ελλάδος και Ιράν, η έκδοσή του απαγορεύεται, ακόμη κι αν ο ίδιος συναινεί. Πέραν τούτου, ο εκζητούμενος έχει ήδη τεθεί, κατά τα προεκτεθέντα, από τις αρμόδιες Ελληνικές Αρχές, δυνάμει της υπ’ αριθμ. **** απόφασης του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Αττικής, σε καθεστώς πρόσφυγα, περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με την "αρχή της μη επαναπροωθήσεως", απαγορεύεται ρητά η καθ` οιονδήποτε τρόπο απέλαση ή επαναπροώθησή του στη χώρα καταγωγής του, καθώς και σε άλλη χώρα, όπου αντιμετωπίζει κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή άλλες σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (άρθρο 33 παρ. 1 της από 28-7-1951 Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης «Περί της νομικής καταστάσεως των προσφύγων», που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.Δ. 3989/1959, όπως έχει τροποποιηθεί με το από 31-1-1967 πρωτόκολλο της Νέας Υόρκης, που κυρώθηκε με τον Α.Ν. 389/1968 Α’ 125 και αποτελεί, σύμφωνα με το προεκτεθέν άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, τμήμα της ελληνικής έννομης τάξεως, κατισχύον κάθε αντίθετης νομοθετικής διατάξεως, σε συνδυασμό με άρθρο 3 της Συμβάσεως κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Τρόπων Σκληρής, Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας του 1984, που κυρώθηκε με το Ν. 1782/1988, άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του 1966, που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 και άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του 1950 - Ε.Σ.Δ.Α., που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974). Η απαγόρευση έκδοσής του προκύπτει όμως, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αρχή της παρούσας, και από την, υπερνομοθετικής ισχύος, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και, συγκεκριμένα, από τα άρθρα 2, 3, 6 και 1 του 6ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής. Πέραν τούτων και, λαμβανομένου υπόψη ότι, για το αυτό χρονικό διάστημα, κατηγορείται από τις Ιρανικές Αρχές και για το αδίκημα της αποστασίας και της συνεργασίας με ομάδες που προωθούν θρησκεύματα διάφορα του Ισλάμ, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα, μετά την έκδοσή του, να υποστεί αυτός από τις Ιρανικές Διωκτικές Αρχές, διακρίνουσα μεταχείριση για λόγους θρησκευτικούς (άρθρ. 438 στοιχ. στ’ ΚΠΔ), καθόσον, όπως προέκυψε,  η θέση του έχει επιβαρυνθεί, λόγω της αλλαγής της θρησκευτικής του πίστης, από μουσουλμάνος σε χριστιανό. Επιπρόσθετα, λόγω της ενδεχόμενης κράτησής του σε πτέρυγα μελλοθανάτων και των άθλιων συνθηκών κράτησης, υπάρχει ο κίνδυνος μιας αντίθετης προς τα ανθρώπινα δικαιώματα, απάνθρωπης και εξευτελιστικής συμπεριφοράς, κατά το χρόνο της κράτησής του από τις αστυνομικές και σωφρονιστικές αρχές του Ιράν. Επίσης, διαφαίνεται υπαρκτός ο κίνδυνος, με βάση τα ίδια στοιχεία, να υποβληθεί ο εκζητούμενος σε βασανιστήρια και σε μεταχείριση απάνθρωπη και εξευτελιστική, αλλά και να επιβληθεί σ` αυτόν η μέγιστη ποινή (θανατική) και, εν τέλει, να κινδυνεύσει η ζωή του. Προς τούτο, πέραν των σχετικών με τα ανωτέρω καταθέσεων του εξετασθέντος μάρτυρα, πρέπει να ληφθούν ιδιαίτερα υπόψη, για την κρίση του Συμβουλίου τούτου, και τα σχετικά για την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Ψηφίσματα, τόσο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών (17-12-2018), όσο και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (19-9-2019, 14-3-2019, 13-12-2018, 31-5-2018, 3-4-2014, 8-10-2015 και 17-11-2011), αναφορικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα αυτή, δηλαδή, τις συνεχείς παραβιάσεις που αναφέρονται : 1) στην επιβολή πολυετών καθείρξεων ή και θανατικής ποινής σε άτομα που κρατούνται αυθαίρετα για δημόσια διαμαρτυρία κατά πράξεων του καθεστώτος, 2) στην επιβολή απάνθρωπων και εξευτελιστικών ποινών (μαστιγώσεων, λιθοβολισμού κ.λπ.) σε άτομα που συμμετείχαν σε ειρηνικές διαμαρτυρίες για εργασιακά τους δικαιώματα και τα οποία κατηγορήθηκαν για «συγκεντρώσεις και συμπαιγνία διάπραξης εγκλημάτων κατά της εθνικής ασφάλειας», «προπαγάνδα κατά του κράτους» και «διατάραξη της δημόσιας τάξης», 3) στην παρατεταμένη περίοδο απομόνωσης και ανακρίσεων, μη τήρηση νομιμότητας, μη διεξαγωγή δίκης και πολυετείς ποινές κάθειρξης, με βάση ασαφείς ή απροσδιόριστες κατηγορίες περί "εθνικής ασφάλειας" και "κατασκοπείας" και από κρατικά υποστηριζόμενες εκστρατείες δυσφήμησης φυλακισμένων, 4) στις απάνθρωπες και ταπεινωτικές συνθήκες φυλάκισης και έλλειψης επαρκούς πρόσβασης σε ιατρική περίθαλψη κατά τη διάρκεια της φυλάκισης.

            Η υπαγωγή, συνεπώς, του εκζητουμένου σε καθεστώς πρόσφυγα, καθώς και η κατά τα προεκτεθέντα πιθανότητα ακυρώσεως ή περιστολής του πλαισίου προστασίας των δικαιωμάτων των και μάλιστα των θεμελιωδών εξ` αυτών, ανεξαρτήτως του βαθμού ενοχής και της βαρύτητας των εγκλημάτων που του αποδίδονται, δεν επιτρέπει, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την εφαρμογή διατάξεων είτε διεθνών συμβάσεων είτε του εσωτερικού δικαίου, που ρυθμίζουν την έκδοση, αφού αυτές, όπως προαναφέρθηκε, υποχωρούν έναντι των υπέρτερης σημασίας κανόνων του διεθνούς δικαίου, που προστατεύουν την αξία του ανθρώπου και τα εξ` αυτής θεμελιώδη δικαιώματά του. 

       Συντρέχει, επομένως, κατά τους νόμους της Ελλάδος (άρθρο 438 εδ. στ’  και ζ’  Κ.Π.Δ.), νόμιμη περίπτωση που καθιστά μη επιτρεπτή την έκδοση του εκζητουμένου, για τους αμέσως ανωτέρω λόγους.

         5.    Με βάση τα παραπάνω και εφόσον δεν συντρέχουν όλες οι θετικές προϋποθέσεις του νόμου και προκύπτει ότι ο προαναφερόμενος υπήκοος Ιράν *****, στην Τεχεράνη Ιράν, είναι το αυτό πρόσωπο με τον εκζητούμενο από τις  Αρχές της Δημοκρατίας του Ιράν, το Συμβούλιο κρίνει ότι πρέπει να γνωμοδοτήσει κατά της έκδοσης του εκζητουμένου στις Αρχές της Δημοκρατίας του Ιράν.

         Μετά δε, ταύτα, επειδή δεν υπάρχει πλέον ο λόγος για τον οποίο επιβλήθηκαν στον εκζητούμενο, δυνάμει του με αριθμό **** βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαμίας, οι περιοριστικοί όροι : α) της υποχρέωσης διαμονής του στο Νέο Κόσμο Αττικής (οδός Μίλωνος αρ. 34), β) της υποχρεωτικής εμφάνισής του στο Α.Τ. του τόπου κατοικίας του (Α.Τ. Ακροπόλεως) μια φορά, κατά το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός και γ) της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα  (οι οποίοι επιβλήθηκαν σ` αυτόν, σε αντικατάσταση της προσωρινής κράτησής του, που είχε διαταχθεί ενόψει της επικείμενης συζήτησης της κρινόμενης αίτησης εκδόσεως), πρέπει αυτοί να αρθούν, κατ`  αναλογική εφαρμογή του άρθρου 291 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ.

   

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ