Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023

ΑΠ 181 / 2023: Απώτατο χρονικό όριο προσόμισης του δικαστικού ενσήμου είναι η συζήτηση

 ,

 

 

Απόφαση 181 / 2023    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 181/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Γεώργιο Σχοινοχωρίτη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:



Της αναιρεσείουσας: Ο. Γ. Β., κατοίκου .... Παραστάθηκε αυτοπροσώπως με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., λόγω της ιδιότητάς της ως δικηγόρου. Του αναιρεσιβλήτου: Μ. Β. του Β., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Θεοδώρα Βολάκου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29-6-2016 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο .... Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5/2018 του ίδιου Δικαστηρίου, κατά της οποίας ασκήθηκε η από 1-3-2018 ανακοπή ερημοδικίας, 77/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... και 133/2020 του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της υπ' αριθ. 5/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... και της υπ' αριθ. 133/2020 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15-2-2021 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 553 § 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνον κατά των οριστικών αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνον τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή. Εξάλλου, κατά το άρθρο 554 του ίδιου κώδικα, αν η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε, η αναίρεση απευθύνεται κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, οπότε θεωρείται ότι η αναίρεση απευθύνεται και κατά της ερήμην απόφασης κατά της οποίας είχε απευθυνθεί η ανακοπή, εφ' όσον δεν πέρασε η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι: 1) σε περίπτωση που η υπόθεση διήλθε και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, σε αναίρεση υπόκειται μόνο η απόφαση του Εφετείου, αφού, αν μεν η έφεση γίνει δεκτή, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται, ενώ αν η έφεση απορριφθεί, η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται και ενσωματώνεται στην εφετειακή (ΟλΑΠ 40/1996, ΟλΑΠ 16/1990), 2) η ερήμην οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου υπόκειται σε αναίρεση μόνον αφ' ότου έπαυσε να υπόκειται σε ανακοπή και έφεση και 3) αν κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, που εκδόθηκε ερήμην κάποιου από τους διαδίκους, ασκηθεί ανακοπή ερημοδικίας και απορριφθεί και κατά της απορριπτικής απόφασης ασκηθεί έφεση και απορριφθεί και αυτή κατ' ουσίαν, η ερήμην οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, εφ' όσον έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία της έφεσης, υπόκειται σε αναίρεση, αφ' ότου εκδοθεί η απόφαση του Εφετείου, που απέρριψε την έφεση κατά της απόφασης που είχε απορρίψει την ανακοπή, η οποία (εφετειακή απόφαση) επίσης υπόκειται έκτοτε σε αναίρεση (ΟλΑΠ 11/1998, ΑΠ 1007/2014, ΑΠ 835/2010). Επίσης, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ανακοπή ερημοδικίας και, αφού εξαφανιστεί η ερήμην απόφαση, δικαστεί η υπόθεση κατ'ουσίαν, αν ασκηθεί κατά της απόφασης αυτής, που δέχθηκε την ανακοπή, έφεση από τον καθ'ού η ανακοπή ερημοδικίας και κατά παραδοχή αυτής (έφεσης) απορριφθεί η ανακοπή ερημοδικίας, αναβιώνει η πρωτόδικη ερήμην απόφαση, η οποία υπόκειται σε αναίρεση μαζί με την (απορριπτική της ανακοπής) εφετειακή απόφαση, αφότου δημοσιευθεί η τελευταία. Η εμπρόθεσμη άσκηση ανακοπής ερημοδικίας, μετά την επίδοση της ερήμην απόφασης, η οποία (επίδοση) κινεί και την προθεσμία της έφεσης, αναστέλλει την έναρξη της προθεσμίας αναιρέσεως κατά της ερήμην αποφάσεως, η οποία ακόμη και αν έχει ήδη παρέλθει η προθεσμία της έφεσης, επαναρχίζει αφότου επιδοθεί η απόφαση που απορρίπτει την ανακοπή (ΟλΑΠ 11/1998, ΑΠ 44/2022, ΑΠ 197/2020, ΑΠ 329/2019, ΑΠ 905/2019, ΑΠ 243/2017). Αν δεν επιδοθεί η εφετειακή απόφαση, που απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας, η προθεσμία αναιρέσεως, τόσον κατ'αυτής όσον και, για την ταυτότητα του δικονομικού λόγου, κατά της ερήμην πρωτόδικης απόφασης, είναι η διετής καταχρηστική του άρθρου 564 § 3 ΚΠολΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση από 15-2-2021 αίτηση αναιρέσεως στρέφεται α) κατά της υπ'αριθ. 5/2018 ερήμην απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... και β) της υπ'αριθ. 133/2020 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας. Οι ως άνω προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι η κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ' επιτρεπτή επισκόπηση (άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ) των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης: Η αναιρεσείουσα άσκησε κατά του αναιρεσιβλήτου την από 29-6-2016 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... με την οποία, για τους αναφερόμενους στο ιστορικό της λόγους, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ εντόκως νομίμως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η (πρώτη) προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 5/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., η οποία δίκασε ερήμην της νυν αναιρεσείουσας λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου και απέρριψε την ανωτέρω αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, η οποία επιδόθηκε στις 28-2-2018, η αναιρεσείουσα άσκησε εμπρόθεσμα την από 2-3-2018 ανακοπή ερημοδικίας προς το σκοπό καταβολής του δικαστικού ενσήμου, το οποίο και προσκόμισε. Με την υπ' αριθ. 77/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... έγινε δεκτή η ανακοπή ερημοδικίας και, ακολούθως, έγινε εν μέρει δεκτή κατ' ουσίαν και η αγωγή της ενάγουσας. Κατά της τελευταίας αποφάσεως ασκήθηκε έφεση από τον καθού η ανακοπή/εναγόμενο, επί της οποίας εκδόθηκε η (δεύτερη) προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 133/2020 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας, η οποία δημοσιεύθηκε την 18-12-2020, χωρίς να προκύπτει επίδοσή της, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη υπ' αριθ. 77/2019 απόφαση και απορρίφθηκε η ανακοπή ερημοδικίας, με συνέπεια την αναβίωση της ερήμην υπ' αριθ. 5/2018 πρωτόδικης απόφασης. Με βάση τα προεκτεθέντα, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού α) το αναιρετήριο έχει κατατεθεί στο καθένα από τα δικαστήρια αυτά, ήτοι στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου ... στις 29-4-2021 και σ' αυτήν του Εφετείου Καλαμάτας στις 26-3-2021, β) η πρώτη από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις (5/2018 ερήμην απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ...) δεν υπόκειται πλέον σε έφεση, λόγω παρέλευσης άπρακτης της προβλεπόμενης από το άρθρο 513 § 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των 30 ημερών από την επίδοσή της, ως προς αμφότερες δε η αναίρεση ασκήθηκε εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας του άρθρου 564 § 3 ΚΠολΔ από τη δημοσίευση της δεύτερης προσβαλλόμενης (υπ' αριθ. 133/2020 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας) στις 18-12-2020, αφού δεν προκύπτει επίδοση αυτής, η οποία (επίδοση), κατά τη μείζονα σκέψη, κινεί και την προθεσμία της αναίρεσης και για την πρώτη των προσβαλλόμενων ερήμην απόφαση, γ) για το παραδεκτό της αίτησης έχουν κατατεθεί τα αντίστοιχα παράβολα. Επομένως, η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ' Ιδίαν λόγων της. Α) Επί της αιτήσεως αναιρέσεως της υπ' αριθ. 5/2018 αποφάσεως Μονομελούς Πρωτοδικείου ...: Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 και 8 του ν. ΓπΟΗ/1912 "Περί δικαστικών ενσήμων", όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν.δ/τος 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του ν.δ. 4189/1961, η παράλειψη προκαταβολής από τον ενάγοντα του οφειλομένου κατά τα άρθρα 2 και 3 του ν. ΓπΟΗ/1912 τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δεν επάγεται απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της, αλλά ο παραλείπων την καταβολή ενάγων, λογίζεται, κατά νόμιμο πλάσμα, ως μη εμφανιζόμενος και δικάζεται ερήμην (ΑΠ 5/2020), με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή του, λόγω πλασματικής ερημοδικίας, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 § 1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 84/2015, ΑΠ 204/2014, ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 567/2012). Η απόρριψη αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό και όχι για τυπικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, αν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 1337/2011). Κατά της αποφάσεως που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παραλείψεως, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του άνω τέλους (ΑΠ 65/2022). Σε περίπτωση παράβασης των ως άνω περί δικαστικού ενσήμου διατάξεων, δεν ιδρύεται άλλος λόγος αναιρέσεως, παρά μόνο αυτός που προβλέπεται από το άρθρο 559 αριθ.6 ΚΠολΔ και μόνο για την περίπτωση κατά την οποία ο διάδικος δικάσθηκε ερήμην (ΑΠ 491/2015, ΑΠ 901/2013). Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 6 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν παρά τον νόμο ο διάδικος δικάστηκε ερήμην, κατά τη συζήτηση εκείνη, στην οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Με τον λόγο αυτό ελέγχεται η τήρηση της από το άρθρο 110 § 2 ΚΠολΔ προβλεπόμενης και από το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος και 6 της ΕΣΔΑ κατοχυρούμενης αρχής "της εκατέρωθεν ακροάσεως", ιδρύεται δε στην περίπτωση, κατά την οποία ο διάδικος δικάσθηκε ερήμην, η δε ερημοδικία δεν ήταν νόμιμη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, κατά δε το άρθρο 562 § 3 του ως άνω κώδικα, κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγο αναίρεσης από δικές του πράξεις ή από παραλείψεις προσώπων που ενεργούν στο όνομά του εκτός αν πρόκειται για λόγους που αφορούν τη δημόσια τάξη. Επίσης, το άρθρο 227 § 1 του ΚΠολΔ ορίζει ότι: ότι "Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις που μπορούν να αναπληρωθούν, ο πρόεδρος οποιουδήποτε πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής μονομελούς δικαστηρίου καλεί να τις συμπληρώσει και μετά τη συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του προθεσμία". Με την ως άνω διάταξη υλοποιείται η πρόθεση του νομοθέτη να περιορίσει κατά το δυνατό την απώλεια της δίκης από τυπικούς λόγους, δίνοντας τη δυνατότητα στον πρόεδρο του Πολυμελούς Δικαστηρίου ή στον εισηγητή ή στο δικαστή του Μονομελούς Δικαστηρίου να καλέσει και μετά τη συζήτηση τον πληρεξούσιο δικηγόρο να συμπληρώσει τις τυπικές παραλείψεις, που μπορούν να αναπληρωθούν. Τέτοιες παραλείψεις, για τις οποίες το Δικαστήριο υποχρεούται να προκαλέσει την συμπλήρωσή τους, είναι τόσο οι αναφερόμενες στις διαδικαστικές προϋποθέσεις, όσο και κάθε άλλη τυπική έλλειψη. Όμως, η παράλειψη προσκόμισης του δικαστικού ενσήμου δεν συνιστά παράλειψη δυναμένη να συμπληρωθεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 227 ΚΠολΔ, αφού γι' αυτό υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο άρθρο 237 § 1, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό, που προέβλεπε (και εξακολουθεί να προβλέπει), ως απώτατο χρονικό σημείο κατάθεσης του δικαστικού ενσήμου τη συζήτηση της υπόθεσης. Ανεξαρτήτως όμως τούτου, η παραβίαση εκ μέρους του δικαστή του εκ της ανωτέρω διατάξεως καθήκοντός του, αποτελεί λόγο εφέσεως και όχι λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 1091/2015, ΑΠ 1892/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι το πρωτοδικείο δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "...Η υπό κρίση αγωγή.... πρέπει,... να απορριφθεί για το λόγο ότι η ενάγουσα, δεν προσκόμισε μέχρι και την ημέρα συζήτησης της υπόθεσης και ως εκ τούτου δεν προέκυψε ότι κατέβαλε το αναλογούν στο αντικείμενο της κρινόμενης καταψηφιστικής αγωγής της δικαστικό ένσημο, του οποίου η παράλειψη καταβολής εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, και επομένως,... θεωρείται κατ' άρθρο 175 του ΚΠολΔ ότι δεν εμφανίστηκε, χωρίς να απαιτείται, υπό τη νέα τακτική διαδικασία, να κληθεί προηγουμένως τηλεφωνικώς από τη γραμματεία του Δικαστηρίου ώστε να της ταχθεί εύλογη προθεσμία για την προσκόμισή του,.... Σημειώνεται, εξάλλου, ότι η ενάγουσα με τις προτάσεις της ναι μεν επικαλείται την προσκόμιση δικαστικού ενσήμου, χωρίς, ωστόσο, να παρατίθενται τα ειδικότερα στοιχεία του (κωδικός ηλεκτρονικού παράβολου, αριθμός παραστατικού καταβολής μέσω τράπεζας), όμως στον κατάλογο προσαγομένων εγγράφων, που περιλαμβάνεται, επίσης, στις προτάσεις της, ουδόλως επικαλείται την προσκόμιση σχετικού δικαστικού ενσήμου. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, θα πρέπει η τελευταία, η οποία επέσπευσε την συζήτηση της υπόθεσης, να δικαστεί ερήμην, κατ' άρθρο 272 παρ. 1 ΚΠολΔ (όπως αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή τού από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015) και να απορριφθεί η αγωγή. Επίσης, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της ενάγουσας (άρθρα 501 παρ.1, 502 παρ.2 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας". Έτσι που έκρινε το Πρωτοδικείο, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθ. 6 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν δικάστηκε παρά τον νόμο ερήμην, αφού, κατά τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά, αυτή δεν προσκόμισε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης, του δικαστή μη όντος υποχρεωμένου, κατά τα προλεχθέντα, να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 227 ΚΠολΔ.
Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω, η παράλειψη του δικαστηρίου να καλέσει την αναιρεσείουσα για τη συμπλήρωση των τυπικών ελλείψεων, και δη να καταβάλει το δικαστικό ένσημο, δεν ιδρύει, κατά τη μείζονα σκέψη, τον από το αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο, ανεξαρτήτως του ότι δεν δημιουργείται λόγος αναίρεσης από την ανωτέρω παράλειψη της ίδιας της αναιρεσείουσας, δεν πρόκειται δε για λόγο που αφορά τη δημόσια τάξη (άρθρ. 562 § 3 ΚΠολΔ), Επομένως, οι πρώτος, κατά το οικείο σκέλος, τρίτος και τέταρτος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους προσάπτεται στην προσβαλλόμενη πρωτόδικη απόφαση η από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Πρωτοδικείο παρά το νόμο κήρυξε ακυρότητα, θεωρώντας, κατά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 227 και 254 ΚΠολΔ, μη προσήκουσα την παράσταση της αναιρεσείουσας, είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος, που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και το άρθρο 6 της κυρωθείσας με το ν.δ. 53/1974 (Α` 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), που επίσης κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας υπό την διατύπωση της "δίκαιης δίκης", δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων έχουν ως συνέπεια την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας. Εξάλλου, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, που απορρέει από την έννοια και τους θεσμούς του κράτους δικαίου και καθιερώνεται ρητώς από το Σύνταγμα (άρθρο 25 § 1), μπορούν να επιβάλλονται από τον κοινό νομοθέτη περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων, μόνον αν αυτοί είναι αναγκαίοι και συνάπτονται προς τον υπό του νόμου επιδιωκόμενο σκοπό (ΑΕΔ 33/1995, ΣτΕ 1681/2018, 761/2014, 601/2012, 3087/2011). Στα πλαίσια αυτά, επιτρεπτώς επιβάλλεται από τις προαναφερόμενες διατάξεις η υποχρέωση τήρησης ορισμένων δικονομικών προθεσμιών, χωρίς να αναιρείται ή να περιορίζεται το ατομικό δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας του διαδίκου, οπότε στις περιπτώσεις αυτές δεν τίθεται ζήτημα παραβιάσεως των διατάξεων των άρθρων 20 § 1 του Συντάγματος και 6 § 1 της Ε.Σ.Δ.Α. Εξάλλου, κατά το άρθρο 6 § 1 της ως άνω Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.),"παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικασθεί δικαίως, δηλαδή δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου νομίμως λειτουργούντος το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αστικής φύσεως είτε του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως....". Με το ανωτέρω άρθρο, καθό μέρος θεσπίζεται ότι οι υποθέσεις δικάζονται από αμερόληπτα, ανεξάρτητα και νόμιμα λειτουργούντα δικαστήρια α) δίκαια, β) δημόσια και γ) εντός λογικής προθεσμίας, θεσπίζονται αντίστοιχα ουσιαστικά δικαιώματα των προσώπων στα οποία αφορά η σύμβαση τα οποία δικαιούνται να αξιώσουν να τύχουν της κατά τα ανωτέρω δικαστικής προστασίας. Με τη διάταξη αυτή καθορίζεται ποιά δικαιώματα δίδονται για την απονομή της δικαιοσύνης. Πρόκειται, συνεπώς, για διάταξη ουσιαστικού δικαίου και η παραβίασή της εμπίπτει στο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ. Δεν στοιχειοθετείται όμως παραβίαση της άνω διατάξεως όταν πολιτικό δικαστήριο που πληροί της προϋποθέσεις της παραπάνω αυξημένης τυπικής ισχύος διατάξεως, ήτοι είναι ανεξάρτητο, αμερόληπτο και λειτουργεί νόμιμα με βάση κανόνες δικαίου και με οργανωμένη διαδικασία, για τα ζητήματα της αρμοδιότητάς του εφαρμόσει εσφαλμένα σε συγκεκριμένη υπόθεση διάταξη ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, αλλά η πλημμέλεια αυτή της αποφάσεως ελέγχεται με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ένδικα μέσα (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 62/2022, ΑΠ 1142/2020, ΑΠ 825/2020, ΑΠ 142/2013, ΑΠ 1169/2013). Επομένως, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσδιορίζει τους λόγους παραβίασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ σε εσφαλμένη εφαρμογή των δικονομικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 227 και 254 ΚΠολΔ, δηλαδή σε πλημμέλειες που ελέγχονται με τα προβλεπόμενα από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ένδικα μέσα, είναι, απαράδεκτος. Ανεξαρτήτως αυτού, το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι η αναιρεσείουσα έπρεπε να δικαστεί ερήμην λόγω μη καταβολής του οφειλόμενου δικαστικού ενσήμου και απορρίπτοντας, συνακόλουθα, την αγωγή της, χωρίς να καλέσει αυτήν να συμπληρώσει τη σχετική παράλειψή της, δεν παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Συντάγματος και του 6 § 1 της ΕΣΔΑ, καθόσον δεν εμποδίστηκε το δικαίωμα προσφυγής της στο Δικαστήριο, η οποία όμως (προσφυγή) ασκείται υπό ορισμένες νόμιμες προϋποθέσεις, τις οποίες οφείλει να τηρεί ο προσφεύγων και μια εξ αυτών είναι η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, με το οποίο επιδιώκεται, προεχόντως, ο νόμιμος σκοπός της ενίσχυσης της δυνατότητας της Πολιτείας, να οργανώνει, κατά τον καλύτερο τρόπο, το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης και δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη με τον εν λόγω επιδιωκόμενο σκοπό και μη εύλογη η προβλεπόμενη επιβάρυνση του ενάγοντος με το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, επί του χρηματικά αποτιμητού αντικειμένου της διαφοράς. Επομένως, σε κάθε περίπτωση, ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, καθό μέρος προβάλλεται με αυτόν η ανωτέρω από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, πλημμέλεια, είναι αβάσιμος. Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 9 γ' ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο άφησε αίτηση αδίκαστη. Ως αίτηση νοείται αυτή που αποτελεί κεφάλαιο της δίκης, δηλαδή το αίτημα ή η βάση αγωγής, ανταγωγής, παρεμβάσεως ή ενδίκου μέσου. Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο δεν άφησε αδίκαστη την αγωγή αλλά την απέρριψε κατ'ουσίαν λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου και, συνεπώς, ο σχετικός πρώτος, κατά το οικείο μέρος, λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος (ΑΠ 1489/2018, ΑΠ 677/2019, ΑΠ 109/2019, ΑΠ 465/2015). Τέλος, ο από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος της αίτησης αναίρεσης, είναι απαράδεκτος, ως αφορών στην παραβίαση των δικονομικών διατάξεων των άρθρων 227 και 254 ΚΠολ, η οποία όμως δεν ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο, η δε μνεία στην προσβαλλομένη απόφαση ότι υπήρχε δυνατότητα διόρθωσης της παραλείψεως δι' ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας, αποτελεί μη δόκιμη επισήμανση προς την ενάγουσα και νυν αναιρεσείουσα διάδικο, η οποία όμως δεν μπορεί να έχει καθοδηγητικό ρόλο ή να αποτελεί αυθεντική ερμηνεία του δικαίου, αλλά πρέπει να υπόκειται σε έλεγχο από τον έχοντα την ευθύνη της παραδεκτής άσκησης των διαδικαστικών πράξεων πληρεξούσιο δικηγόρο, μη αρκουμένου τούτου στα όσα του επισημαίνει πλεοναστικώς και πάντως μη δεσμευτικώς το Δικαστήριο. Β) Επί της αιτήσεως αναιρέσεως της υπ'αριθ. 133/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας :
Με το άρθρο 501 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 § 1 ν. 2145/1993 και ισχύει από 28.5.1993 (άρθρο 69 αυτού), με το οποίο ορίζεται: "Ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας", καταργήθηκε η αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας. Έτσι, επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας κατά οποιασδήποτε αποφάσεως, είτε στον πρώτο ή στον δεύτερο βαθμό, μόνο όμως εφόσον εκείνος ο οποίος δικάστηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως ή αν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας (ΑΠ 835/2010). Ως ανωτέρα βία νοείται κάθε γεγονός απρόβλεπτο και μη δυνάμενο να αποτραπεί από τον ερημοδικασθέντα διάδικο ούτε με την λήψη μέτρων άκρας επιμελείας και συνέσεως. Αποτελεί δηλαδή η δικονομική ανωτέρα βία έννοια ταυτιζομένη κατά τον πυρήνα της προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιουμένη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγομένη την δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δι' ανατροπής της κυρώσεως εκ της παραβάσεως δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζομένη ως στενοτέρα έννοια έναντι του τυχηρού, όπου τούτο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη. Κατά το περιεχόμενό της επομένως η δικονομική ανωτέρα βία είναι η κατάσταση της, παρά την καταβολή εξιδιασμένης προσοχής και επιμελείας εκ μέρους του διαδίκου και του πληρεξουσίου του, αδυναμίας ανταποκρίσεως σε δικονομικό βάρος του, συνεπεία της οποίας η διαδικαστική πράξη του πάσχει ακυρότητα ή απαράδεκτο. Περίπτωση δικονομικής ανωτέρας βίας μπορεί να αποτελεί και η πράξη της δικαστικής αρχής, αλλ' υπό το θετικό της περιεχόμενο και όχι ως παράλειψη ενεργείας, ιδίως όπου η ενέργειά της επιβάλλεται στα πλαίσια της καθοδηγητικής λειτουργίας της, αφού αυτή αποσκοπεί στην κάλυψη της ελλείψεως επιμελείας. Τέτοια περίπτωση καθοδηγητικής του διαδίκου λειτουργίας της δικαστικής αρχής χαράσσει, μεταξύ άλλων και το άρθρο 227 ΚΠολΔ, πλην, όμως, όπως αναφέρθηκε, η μη προσκόμιση του ανάλογου τέλους δικαστικού ενσήμου δεν συνιστά παράλειψη δυναμένη να συμπληρωθεί υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 227 ΚΠολΔ, ενώ η παραβίαση εκ μέρους του δικαστή του εκ της διατάξεως του άρθρου τούτου καθήκοντός του, αποτελούσα λόγον εφέσεως, αλλ' όχι και αναιρέσεως, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθεί, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ως λόγος ανωτέρας βίας, αφού η εφαρμογή της αποσκοπεί στην αποτροπή των συνεπειών εκ της μη συνιστώσης έκτακτο και απρόβλεπτο γεγονός ελλείψεως επιμελείας του διαδίκου (ΑΠ 1091/2015, ΑΠ 1572/2013, ΑΠ 1892/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλομένη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "...Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι νομίμως προσβάλλει την υπ' αριθμ. 5/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., διότι αυτή ερημοδικάσθηκε πλασματικά, λόγω μη καταβολής εκ μέρους της του δικαστικού ενσήμου και για το λόγο αυτό δεν απαιτείται να ασκήσει αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας, αφού η εν λόγω περίπτωση δεν υπάγεται στις περιοριστικά αναφερόμενες του άρθρου 501 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας δεν συγχωρείται πλέον ούτε επί πλασματικής ερημοδικίας, λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, αφού μετά την κατάργησή του το ένδικο αυτό βοήθημα είναι πλέον άγνωστο και αρρύθμιστο στην πολιτική δίκη. Περαιτέρω, με το δεύτερο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι την προτεραία της δικασίμου, κατά την οποία εκδικάσθηκε η από 29.06.2016 αγωγή της (08.11.2017), ασθένησε αιφνιδίως από αλλεργικό σοκ κνιδώσεως, με αποτέλεσμα να μην της επιτραπεί από τον θεράποντα ιατρό της να μεταβεί στο ..., με σκοπό να μετατρέψει το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής της σε αναγνωριστικό, ώστε πλέον γι' αυτό να μην απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου, έχοντας ταυτόχρονα την πεποίθηση ότι το δικαστήριο, θα διέκρινε μεταξύ της διττής φύσεως του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής και παρότι θα απέρριπτε την αγωγή της ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα, λόγω της παράλειψης καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, θα προχωρούσε στην εκδίκαση της ουσίας επί του εμπεριεχομένου σε αυτό αναγνωριστικού αιτήματος, για το οποίο δεν συνέτρεχε λόγος πλασματικής ερημοδικίας της. Ο λόγος αυτός είναι, επίσης, απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον το αποδιδόμενο στην ως άνω ανακοπτόμενη απόφαση σφάλμα δεν συνιστά νόμιμο λόγο ανακοπής ερημοδικίας, κατ' άρθρο 501 του ΚΠολΔ. Άλλωστε, ουδείς από τους ανωτέρω λόγους ανακοπής αποδίδει την ερημοδικία της ανακόπτουσας-ενάγουσας σε λόγο ανώτερης βίας, καθόσον ουδόλως μνημονεύονται στο δικόγραφο αυτής περιστατικά που να συνιστούν ανώτερη βία ως προς τη μη καταβολή δικαστικού ενσήμου (αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας). Σε κάθε δε περίπτωση, η ανακόπτουσα δεν επικαλέσθηκε ούτε προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο για την ως άνω αιφνίδια ασθένειά της. Κατά συνέπεια, επειδή τα επικαλούμενα από την ανακόπτουσα δεν συνιστούν νόμιμο λόγο ανακοπής ερημοδικίας (έλλειψη κλήτευσης, πλημμελής κλήτευση ή ανωτέρα βία), ενώ περαιτέρω η ανακόπτουσα ουδόλως μνημονεύει περιστατικά που να συνιστούν ανωτέρα βία ως προς την μη καταβολή του δικαστικού ενσήμου (αιτιολογημένη ανακοπή ερημοδικίας), η κρινόμενη ανακοπή έπρεπε να απορριφθεί ως μη νόμιμη ενόψει και του ότι έχει καταργηθεί η αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας, κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που την έκρινε νόμιμη με την εκκαλούμενη απόφαση, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερομένων διατάξεων. Κατόπιν τούτου, γενομένου δεκτού ως βάσιμου του πρώτου λόγου της έφεσης του καθού η ανακοπή, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από 07.02.2020 έφεση του καθού η ανακοπή, να εξαφανισθεί στο σύνολό της η εκκαλούμενη απόφαση και δη και ως προς την διάταξη περί δικαστικών εξόδων, αφού δε κρατηθεί και δικασθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να απορριφθεί ως μη νόμιμη η από 02.03.2018 ανακοπή ερημοδικίας της εφεσίβλητης".
Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβίασης των άρθρων 20 § 1 Σ και 6 της ΕΣΔΑ, με την αιτίαση ότι, ενώ η αναιρεσείουσα υιοθέτησε πλήρως την γενομένη από το δικαστήριο, με την 5/2018 απόφαση, στο πλαίσιο της καθοδηγητικής λειτουργίας του υπόδειξη, όπως ισχυρίζεται, και προσκόμισε το τέλος δικαστικού ενσήμου κατά την κατάθεση και πριν τη συζήτηση της από 2-3-2018 ανακοπής ερημοδικίας, παρ' όλα αυτά, το Εφετείο, καίτοι διαπίστωσε την αναπλήρωση της θεραπεύσιμης αυτής παράλειψης με την καταβολή του τέλους δικαστικού ενσήμου, έκρινε ότι δεν συνέτρεξε λόγος βίας, με αποτέλεσμα να απορρίψει την ανακοπή ερημοδικίας. Ετσι που έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε ευθέως τις προπαρατεθείσες διατάξεις, καθόσον, η διατυπωθείσα κρίση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ..., το οποίο, εν παρόδω και ως μη όφειλε, διέλαβε στην υπ' αριθ. 5/2018 απόφασή του, πλεοναστικά, αφού δεν στήριξε σ' αυτή την ένεκα μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου απόρριψη της αγωγής, ότι δηλαδή κατά της απορριπτικής αυτής αποφάσεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου "συγχωρείται το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας, προς τον σκοπό της καταβολής δικαστικού ενσήμου, ακόμη και υπό το καθεστώς της νέας ρύθμισης του άρθρου 501 Κ.Πολ.Δ., που κατήργησε την αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας, καθόσον η ανωτέρω διάταξη δεν αφορά και την περίπτωση ερημοδικίας λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, αλλά μόνο την περίπτωση μη προσέλευσης στη δίκη του διαδίκου", δεν συνιστά, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, γεγονός ανωτέρας βίας ιδρύον δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας, καθ' όσον ούτε υποχρεώνει σε συγκεκριμένη ενέργεια αλλ' ούτε αναιρεί, σε κάθε περίπτωση, την υποχρέωση του διαδίκου και του εκπροσωπούντος αυτόν πληρεξουσίου δικηγόρου να ασκήσουν κατ' αυτής το προσήκον ένδικο μέσο, ήτοι εκείνο της εφέσεως και όχι της ανακοπής ερημοδικίας (με σκοπό την καταβολή του δικαστικού ενσήμου και την εντεύθεν κατ' ουσίαν εξέταση της διαφοράς). Πέραν τούτου, εφόσον το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την ανακοπή ερημοδικίας ως νόμω αβάσιμη, επικουρικά δε το δεύτερο λόγο ανακοπής ως αόριστο (και, όπως εκτιμάται, όλως επικουρικά τον ίδιο λόγο ως αβάσιμο, για την οποία όμως, όλως επικουρική, κρίση δεν υπάρχει λόγος αναίρεσης), δεν υπάρχει έδαφος έρευνας περί συνδρομής του εκ του αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, επειδή προϋπόθεση έρευνας αυτού είναι ότι το δικαστήριο ερεύνησε τον κρίσιμο ισχυρισμό (αγωγή, ένσταση, λόγο ανακοπής κλπ.) κατ'ουσίαν και δεν τον απέρριψε ως αόριστο ή νόμω αβάσιμο (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 369/2014, ΑΠ 135/2019), απορριπτομένου όθεν ως απαραδέκτου του δευτέρου λόγου αναίρεσης με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλομένη για έλλειψη αιτιολογίας. Αλλά ούτε και εκ του αριθ. 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης, όπως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης, καθόσον στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν άφησε αδίκαστη την αγωγή αλλά την απέρριψε κατ' ουσίαν λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 1489/2018, ΑΠ 677/2019, ΑΠ 109/2019, ΑΠ 465/2015). Κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, ως κανόνας ουσιαστικού δικαίου, η παραβίαση του οποίου ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, νοείται εκείνος ο οποίος περιέχει αφηρημένους κανόνες εξ αντικειμένου δικαίου απ' τους οποίους επέρχονται έννομες συνέπειες αν συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις. Τέτοιο όμως κανόνα δεν περιέχει η διάταξη του άρθρου 2 του Ν. Γ?ΟΗ/1912 "περί δικαστικού ενσήμου, όπως συμπληρώθηκε με τα άρθρα 7 παρ.2 του ΝΔ 1544/1942 και 11 του ΝΔ 4189/1961 και τούτο διότι οι εν λόγω διατάξεις εντάσσονται, ως εκ του περιεχομένου των, που καθορίζουν ως προϋπόθεση παροχής δικαστικής προστασίας την προηγούμενη καταβολή δικαστικού ενσήμου, στο πλαίσιο των δικονομικών και όχι των ουσιαστικού δικαίου, υπό την προαναφερθείσα έννοια, διατάξεων, η παράβαση των οποίων (διατάξεων για το δικαστικό ένσημο) ιδρύουν μόνον τον εκ του αριθ. 6 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 1461/2021, ΑΠ 491/2015) . Επομένως, ο τρίτος, και τελευταίος, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης κατά της εφετειακής αποφάσεως, είναι απαράδεκτος. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, θα πρέπει να απορριφθεί η από 15-2-2021 αίτηση , να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων στο δημόσιο ταμείο και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου λόγω της ήττας της (άρθ. 176, 183, 189 § 1, 191 § 2 ΚΠολΔ) κατά τα στο διατακτικό αναφερόμενα.


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-2-2021 αίτηση της Ο. Β. περί αναιρέσεως:α) της υπ'αριθ. 5/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου ... και β)της υπ'αριθ. 133/2020 τελεσιδίκου αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Καλαμάτας.
Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων στο δημόσιο ταμείο.Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου εκ ποσού δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 18 Ιανουαρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Ιανουαρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


http://www.areiospagos.gr/

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ