Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

ΑΠ 739/2024: Τιτλοποίηση Απαιτήσεων - Κατά την αναγκαστική εκτέλεση δεν απαιτείται η κοινοποίηση της σύμβασης μεταβίβασης

Η νομιμοποίηση της αποκτώσας εταιρίας αρχίζει  από την καταχώρηση στο ίδιο αυτό βιβλίο της σύμβασης ανάθεσης της διαχείρισης των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων σε Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις

 η σύμβαση μεταβίβασης της τιτλοποιούμενης απαίτησης,  δεν αποτελεί αναγκαίο έγγραφο για την απόδειξη της νομιμοποίησης της επισπεύδουσας την αναγκαστική εκτέλεση 

 

 

Απόφαση 739 / 2024    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 739/2024

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα - Εισηγητή, Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό και Παναγιώτα Γκουδή - Νινέ, Αρεοπαγίτες.



ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 29 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειουσών: 1) ανώνυμης εταιρίας παροχής υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων με την επωνυμία "I. H. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ" και τον διακριτικό τίτλο "I. H. Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσας με την ιδιότητα της εκπροσώπου της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία "P. N. F. D. A. C.", 2) ανώνυμης εταιρίας παροχής υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων με την επωνυμία "I. H. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ" και τον διακριτικό τίτλο "I. H. Α.Ε.Δ.Α.Δ.Π.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσας με την ιδιότητα της εκπροσώπου της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία "P. S. D. A. C." και 3) εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία "P. S. D. A. C.", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θωμά Καναβέλη. Της αναιρεσιβλήτου: ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Α. Π. και Σία ΕΕ", που εδρεύει στην ..., εκπροσωπείται νόμιμα και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-12-2019 ανακοπή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2652/2020 του ίδιου Δικαστηρίου και 2103/2021 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες με την από 25-2-2022 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείουσες, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειουσών ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την προσκομιζόμενη με επίκληση από τις αναιρεσείουσες υπ. αριθ. 11.708/16-11-2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Α. Γ. αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 25-2-2022 ένδικης αίτησης αναίρεσης, με την κάτω από αυτήν πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου περί ορισμού του Α-2 Τμήματος ως αρμοδίου για την εκδίκαση αυτής, την πράξη του Προέδρου του Α-2 Τμήματος περί ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση της αίτησης στην ορισθείσα και αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο, επιδόθηκε με επιμέλεια των αναιρεσειουσών στην αναιρεσίβλητη. Όμως η τελευταία δεν εμφανίστηκε στη δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο πινάκιο και γι' αυτό, αφού κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, θα πρέπει το δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, παρά την απουσία της (άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003, που επιγράφεται "Τιτλοποίηση απαιτήσεων", "...Τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ "μεταβιβάζοντος" και "αποκτώντος" σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού "ιδιωτική τοποθέτηση" είναι η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, πoυ δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. Αμοιβαία κεφάλαια και εταιρείες επενδύσεων xαρτοφυλακίου με έδρα την Ελλάδα μπορούν να μετέχουν σε ιδιωτική τοποθέτηση, εφόσον οι ομολογίες έχουν αξιολογηθεί πιστοληπτικά από έναν διεθνώς αναγνωρισμένο οίκο αξιολόγησης (risk rating agency) σε ποσοστό το οποίο χαρακτηρίζεται διεθνώς ως επενδυτικού βαθμού (investment grade)... (παρ. 1). Για τους σκοπούς του νόμου αυτού "μεταβιβάζων" είναι έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα. "Αποκτών" είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν ("εταιρεία ειδικού σκοπού"), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις. Εκδότης των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών (παρ. 2). Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού εδρεύει στην Ελλάδα, πρέπει να είναι ανώνυμη εταιρεία και διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού και συμπληρωματικά από τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιρειών και τις διατάξεις του ν.δ. 17 Ιουλίου /13 Αυγούστου 1923, εφόσoν δεν είναι αντίθετες με το νόμο αυτόν. Η διάταξη της περιπτώσεως (γ) της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του κ.ν, 2190/1920 δεν εφαρμόζεται (παρ 3). ...Η ονομαστική αξία κάθε ομολογίας είναι τουλάχιστον εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ (παρ.5). Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοπoίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου, ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές πρoσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιορισθούν με οποιονδήποτε τρόπο. Επίσης μπορεί να μεταβιβάζονται και απαιτήσεις υπό αίρεση. Διαπλαστικά ή άλλα δικαιώματα, ακόμη και αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 του ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Ο μεταβιβάζων υποχρεoύται να γνωστοποιεί τη γένεση των απαιτήσεων στην εταιρεία ειδικού σκοπού. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η εταιρεία ειδικού σκοπού, για τους σκοπούς της τιτλοποίησης, καθώς και για λόγους αντιστάθμισης κινδύνου, μπορεί να συνάπτει πάσης φύσεως δάνεια, η πιστώσεις και ασφαλιστικές ή εξασφαλιστικές συμβάσεις, περιλαμβανομένων και συμβάσεων χρηματοοικονομικών παραγώγων. Στους σκοπούς της τιτλοποίησης του προηγουμένου εδαφίου περιλαμβάνονται ενδεικτικώς η άντληση των κεφαλαίων που απαιτούνται για την απόκτηση των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων, η έκδοση και διάθεση των ομολογιών, η εξόφληση αυτών και των πάσης φύσεως δανείων, πιστώσεων και λοιπών συμβάσεων και το πρόγραμμα του δανείου (παρ.7). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 (ΦΕΚ 220 Α') και κατισχύει των συμφωνιών μεταξύ μεταβιβάζοντος και τρίτων περί ανεκχωρήτου των μεταξύ τους απαιτήσεων. Eπιτρέπεται η μεταβίβαση περαιτέρω απαιτήσεων στην εκδότρια και η προσθήκη αυτών σε εκείνες οι οποίες ήδη χρησιμοποιούνται για την εξασφάλιση των απαιτήσεων που σχετίζονται με την τιτλοποίηση, εφόσoν η μεταβίβαση δεν επιφέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης του ομολογιακού δανείου (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη. Με την αναγγελία πρέπει να oρίζoνται και οι απαιτήσεις, στις οποίες αφορά η μεταβίβαση (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης αυτής στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/ 2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση λόγω πώλησης της παραγράφου 1. Καταβολή προς την εταιρεία ειδικού σκοπού πριν από την αναγγελία ελευθερώνει τον οφειλέτη έναντι του μεταβιβάζοντος και των ελκόντων δικαιώματα από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού (παρ.10). Καταπιστευτική μεταβίβαση των απαιτήσεων δεν επιτρέπεται και οποιοσδήποτε καταπιστευτικός όρος δεν ισχύει. Επιτρέπεται η αναπροσαρμογή ή πίστωση του τιμήματος της πωλήσεως και η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πώλησης κατά τους όρους της σχετικής σύμβασης και τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, καθώς και μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων, που μεταβιβάσθηκαν για τους σκοπούς τιτλοποίησης. Η αναχρηματοδότηση υφιστάμενου δανείου ή αναπροσαρμογή των όρων αυτού δεν επιτρέπεται να βλάπτει τα δικαιώματα των υφιστάμενων ομολογιούχων, ούτε να επιφέρει την υποβάθμιση της αξιολόγησης του ομολογιακού δανείου (παρ.11). Στις μεταβιβασθείσες ή μεταβιβαστέες απαιτήσεις, με την επιφύλαξη της παραγράφου 18, δεν επιτρέπεται να συσταθεί ενέχυρο ή άλλο βάρος. Αν μεταβιβαζόμενη απαίτηση απαρτίζεται με υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης ή ενέχυρο ή άλλο παρεπόμενο δικαίωμα ή προνόμιο, το οποίο έχει υπoβληθεί σε δημοσιότητα με καταχώριση σε δημόσιο βιβλίο ή αρχείο, για τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου αρκεί η καταχώριση της βεβαίωσης της καταχώρισης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 και η μνεία σε περίληψη του εμπράγματου βάρους, του παρεπόμενου δικαιώματος ή του προνομίου. Από την καταχώριση για κάθε ενέχυρο σε σχέση με τις τιτλοποιούμενες απαιτήσεις επέρχονται τα αποτελέσματα των άρθρων 39 και 44 του ν.δ. 17.7/13.08.1923 (παρ.12). Η πώληση και η μεταβίβαση απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο αυτό, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια και πιστώσεις πάσης φύσεως, κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπά έξοδα, δεν μεταβάλλει την ουσιαστική, δικονομική και φορολογική φύση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και των σχετικών δικαιωμάτων, όπως ίσχυαν αυτά πριν από τη μεταβίβαση σύμφωνα με τις κατά περίπτωση εφαρμoστέες διατάξεις. Ειδικά προνόμια που ισχύουν υπέρ του μεταβιβάζοντος διατηρούνται και ισχύουν υπέρ της εταιρείας ειδικού σκοπού. Στα ειδικό προνόμια του προηγούμενου εδαφίου περιλαμβάνονται και τα προνόμια περί την εκτέλεση (δυνάμει του ν.δ. 17.7./13.8.1923 ή άλλης διάταξης) και εκπτώσεις και απαλλαγές από φόρους και τέλη πόσης φύσεως που ίσχυαν κατά τις κατά περίπτωση εφαρμoστέες διατάξεις στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος αναφορικά με την επιδίωξη των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και την ενάσκηση κάθε σχετικού δικαιώματος (παρ.13). Με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, που παρέχει νομίμως υπηρεσίες σύμφωνα με το σκοπό του στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσoν ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρου με τον διαχειριστή (παρ.14).Ο διαχειριστής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο υποχρεούται να καταθέτει, αμέσως με την είσπραξή τους, το προϊόν των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, υποχρεωτικά σε χωριστή έντοκη κατάθεση που τηρείται στον ίδιο, εφόσον είναι πιστωτικό ίδρυμα, διαφορετικά σε πιστωτικό ίδρυμα που δραστηριοποιείται στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο. Στην κατάθεση γίνεται ειδική μνεία ότι αυτή αποτελεί χωριστή περιουσία διακριτή από την περιουσία του διαχειριστή και του πιστωτικού ιδρύματος στο οποίο κατατίθεται. Κάθε εμπράγματη ασφάλεια που παρέχεται για λογαριασμό των ομολογιούχων, τα κεφάλαια, που εισπράττει ο διαχειριστής για λογαριασμό τους ή οι κινητές αξίες που κατατίθενται σε αυτόν, δεν υπόκεινται σε κατάσχεση, συμψηφισμό ή άλλου είδους δέσμευση από τον ίδιο ή τους δανειστές του ούτε περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία του. (παρ.15). Στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 της έδρας του μεταβιβάζοντος σημειώνεται η σύμφωνα με την παράγ. 14 ανάθεση της διαχείρισης και κάθε σχετική μεταβολή (παρ.16). Τα ποσό που προκύπτουν από την είσπραξη των απαιτήσεών που μεταβιβάζονται και οι αποδόσεις της κατάθεσης που αναφέρονται στην παράγρ. 15 διατίθενται για την εξόφληση των εκδιδόμενων ομολογιών, κατά, κεφάλαιο, τόκους, έξοδα, φόρους και πάσης φύσεως δαπάνες, καθώς και των λειτουργικών δαπανών της εταιρείας ειδικού σκοπού και των απαιτήσεων κατ` αυτής, όπως ορίζεται στους όρους του ομολογιακού δανείου και του προγράμματος (παρ.17). Επί των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων και της κατάθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 15 υφίσταται νόμιμο ενέχυρο υπέρ των ομολογιούχων και των λοιπών δικαιούχων σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, με την καταχώριση της κατά την παράγραφο 1 σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000. Οι απαιτήσεις για τις οποίες υπάρχει το νόμιμο ενέχυρο κατατάσσονται πριν από τις απαιτήσεις του άρθρου 975 ΚΠολΔ, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικό στους όρους του δανείου...(παρ.18). Από της καταχωρίσεως, το κύρος της πώλησης και μεταβίβασης της παραγράφου 1, των παρεπόμενων προς τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις δικαιωμάτων και του νομίμου ενεχύρου, δεν θίγεται από την επιβολή οποιουδήποτε συλλογικού μέτρου ικανοποίησης των πιστωτών, που συνεπάγεται την απαγόρευση ή τον περιορισμό της εξουσίας διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος της εταιρείας ειδικού σκοπού ή τρίτου εγγυοδότη ή δικαιούχου παρεπόμενου δικαιώματος ή του προσώπου που αναλαμβάνει την είσπραξη και διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, ούτε από την υποβολή σχετικής αίτησης κατ` αυτών. Το ίδιο ισχύει και όταν πρόκειται για μελλοντικές απαιτήσεις, η γένεση των οποίων επέρχεται μετά την επιβολή του συλλογικού μέτρου ή την υποβολή της σχετικής αίτησης" (παρ.19). Περαιτέρω, σύμφωνα με την υπ' αρ. 161338/2003 ΥΑ του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β' 1688/2003) "Καθορισμός εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ. 8 του ν. 3156/2003", η οποία καταργήθηκε με την υπ' αρ. 20783/2020 ΥΑ του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β` 4944/09.11.2020), αλλά εφαρμόζεται κατά τον κρίσιμο χρόνο, "Οι προβλεπόμενες από το άρθρο αυτό συμβάσεις, συντάσσονται σε έντυπο, το οποίο εκτυπώνεται σε λευκό χαρτί γραφής 100 γραμμαρίων και αποτελείται από ένα φύλλο. Το φύλλο έχει διαστάσεις 42 εκατοστά (πλάτος) επί 29,7 εκατοστά (μήκος) και διαιρείται σε δύο ημίφυλλα. Στην πρώτη σελίδα του εντύπου αναγράφονται: 1) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, 2) οι όροι της σύμβασης (το νόμισμα και ποσό του τιμήματος αγοράς, ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης πώλησης, εφαρμοστέο δίκαιο και δικαιοδοσία και λοιποί ουσιώδεις όροι), 3) Ο τύπος των μεταβιβαζόμενων επιχειρηματικών απαντήσεων (γενική περιγραφή της επιχειρηματικής απαίτησης και νόμισμα). Στη δεύτερη σελίδα του εντύπου αναγράφονται: το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, τα ονοματεπώνυμα και δ/νσεις των οφειλετών και εγγυητών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Στην ίδια σελίδα τίθενται επίσης η ημερομηνία και οι υπογραφές των συμβαλλομένων και η θεώρηση αυτών. Στην τρίτη σελίδα του εντύπου καταχωρίζονται οι τυχόν μεταβολές των συμβάσεων αυτών. Το αναλυτικό περιεχόμενο κάθε σελίδας με τις οικείες υποσημειώσεις εμφαίνεται στα προσαρτημένα στο παράρτημά της παρούσας απόφασης υποδείγματα". H νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 κρίθηκε απαραίτητη για τον εκσυγχρονισμό των χρηματοδοτικών τεχνικών στην Ελλάδα προς όφελος των ελληνικών επιχειρήσεων και της οικονομίας όπως ρητά αναφέρεται και στην οικεία εισηγητική έκθεση. Ειδικότερα με το άρθρο αυτό προβλέπεται ρύθμιση για την τιτλοποίηση απαιτήσεων, που αποτελούν έναν ιδιαίτερα διαδεδομένο τρόπο χρηματοδότησης στην αλλοδαπή, καλύπτοντας κατ' αρχήν απαιτήσεις από στεγαστικά δάνεια και στη συνέχεια πάσης φύσεως επιχειρηματικές απαιτήσεις (π.χ. απαιτήσεις μιας τράπεζας από δάνεια που αποτελούν μια από τις πλέον διαδεδομένες περιπτώσεις τιτλοποιήσεων διεθνώς). Στην πιο απλή μορφή της συνίσταται στην εκχώρηση απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρείας προς μία άλλη εταιρεία, που έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγονται τα εξής: α) Προκειμένου να αντλήσουν περισσότερα κεφάλαια για τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες, εμπορικές επιχειρήσεις (πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις) μπορούν να προσφύγουν στον συγκεκριμένο θεσμό μεταβιβάζοντας τις επιχειρηματικές τους απαιτήσεις λόγω πώλησης στις προς τούτο συνιστώμενες εταιρείες ειδικού σκοπού, οι οποίες ακολούθως τις "τιτλοποιούν" ενσωματώνοντάς τες σε ομολογίες που εκδίδουν, συγκεκριμένης ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ εκάστης, που εν συνεχεία διαθέτουν (με ιδιωτική τοποθέτηση) σε ένα περιορισμένο κύκλο προσώπων όχι άνω των 150, η δε εξόφλησή τους πραγματοποιείται από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων, που μεταβιβάζονται ή από δάνεια πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. β) Η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων επέρχεται από μόνη την καταχώρηση της σχετικής έγγραφης σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 (ΑΠ 909/2021), η δε καταχώρηση αυτή λογίζεται και ως αναγγελία. γ) Η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζομένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται με έγγραφη σύμβαση εντολής/διαχείρισης από την αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού, σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, νομίμως λειτουργούν στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο (είτε είναι εγγυητής των εν λόγω απαιτήσεων, είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξή τους πριν τη μεταβίβαση), καταχωρίζεται δε και αυτή η σύμβαση (όπως και κάθε μεταβολή) στο παραπάνω δημόσιο βιβλίο(ΑΠ 909/2021). Από δε την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή του Ν. 4354/2015 "Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.λ.π.", και του άρθρου 10 του ανωτέρω Ν. 3156/2003, προκύπτει ότι οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π), που προβλέπονται στον Ν. 4354/2015, έχουν την κατ` εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του νόμου αυτού προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση αυτών, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων(ΟλΑΠ 1/2023). δ) Επιτρέπεται η μεταγενέστερη συμφωνία για την αναμεταβίβαση στον μεταβιβάζοντα απαιτήσεων που μεταβιβάστηκαν για σκοπούς τιτλοποίησης, για δε τη σημείωση της μεταβολής του δικαιούχου στη συγκεκριμένη περίπτωση αρκεί και πάλι η καταχώρηση στο δημόσιο βιβλίο του άνω νόμου. ε) οι εν λόγω συμβάσεις (τιτλοποίησης) συντάσσονται σε συγκεκριμένο έντυπο (όπως τούτο περιγράφεται λεπτομερώς στην προμνημονευθείσα ΥΑ 161388/2003), με αναφορά στην πρώτη σελίδα αυτού των στοιχείων των συμβαλλομένων, των ουσιωδών όρων της σύμβασης και του τύπου των μεταβιβαζομένων επιχειρήσεων, στη δεύτερη σελίδα του οφειλομένου κεφαλαίου ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο με τα ονοματεπώνυμα και τις διευθύνσεις οφειλετών και εγγυητών, και τις παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις και τέλος στην τρίτη σελίδα των τυχόν μεταβολών των συμβάσεων αυτών, μεταξύ των οποίων και οι προαναφερόμενες, κατόπιν "αποτιτλοποίησης - αποχαρακτηρισμού των δανείων", όρος που καθιερώθηκε κατά τη διαδικασία επαναμεταβίβασης στον αρχικό δικαιούχο των εκχωρηθεισών προς τιτλοποίηση απαιτήσεων από τις εν λόγω δανειακές συμβάσεις, ο οποίος και χρησιμοποιείται κατά την καταχώρισή τους στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 ν. 2844/2000 (ΑΠ 909/2021). στ) Από την διάταξη της παρ. 6 εδ. τελευταίο του ανωτέρω άρθρου 10, που ορίζει ότι για την μεταβίβαση της τιτλοποιούμενης απαίτησης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ για την εκχώρηση απαιτήσεως, εφόσον αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 455, 458, 460, 462 και 463 ΑΚ, προκύπτει ότι και στην περίπτωση της με εκχώρηση μεταβίβασης απαιτήσεων προς τιτλοποίηση, κατά το ανωτέρω άρθρο, η απαίτηση του μεταβιβάζοντος-εκχωρητή μεταβιβάζεται όπως είναι στην εκδοχέα-εταιρεία ειδικού σκοπού, η οποία καθίσταται δανειστής και ασκεί στο δικό της όνομα τις αγωγές τις οποίες μπορούσε και ο εκχωρητής να ασκήσει προς ικανοποίησή του, μη δυνάμενη μόνο να επικαλεστεί προνόμια συνδεόμενα προς το πρόσωπο του εκχωρητή-δανειστή, ο δε οφειλέτης οφείλει να εκπληρώσει την παροχή κατά την έκταση και κατά τον τρόπο, τόπο και χρόνο που υποχρεούτο να εκπληρώσει αυτή (παροχή) και προς τον εκχωρητή. Δηλαδή η εκχώρηση δικαιώματος έχει σαν αποτέλεσμα τη συμμεταβίβαση όλων των παρεπομένων δικαιωμάτων (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η υποθήκη, που τυχόν ασφαλίζει την μεταβιβασθείσα απαίτηση) με παρακολουθηματικό τρόπο, δηλαδή χωρίς να χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερη μνεία αυτών. Επομένως, από και δια της αναγγελίας της εκχώρησης, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, στην περίπτωση του ανωτέρω άρθρου 10 Ν. 3156/2003 συντελείται με μόνη την καταχώρηση σε περίληψη, που περιέχει τα προαναφερθέντα ουσιώδη στοιχεία της σύμβασης μεταβίβασης, στο ανωτέρω βιβλίο, η εκδοχέας γίνεται, κυρία της εκχωρηθείσας απαίτησης, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνδέονται αναπόσπαστα με τη φύση της απαίτησης, χωρίς βελτίωση ή χειροτέρευση της προηγούμενης νομικής θέσης του οφειλέτη, ο τελευταίος δε μπορεί να αντιτάξει κατά της εκδοχέα όλες τις ουσιαστικές ενστάσεις, που του ανήκουν από την απαίτηση, κατά του εκχωρητή, εφόσον δεν συναρτώνται στενά με το πρόσωπο του τελευταίου (μη προσωποπαγείς) και εφόσον η γέννησή τους εντάσσεται σε χρόνο πριν από εκείνο της αναγγελίας (πρβλ επί εκχώρησης κατά τις κοινές διατάξεις ΑΠ 1074/2022, ΑΠ 1109/2020). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 του ΚΠολΔ, o καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου οφείλει να κοινοποιήσει στον καθ` ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα νομιμοποιούντα αυτόν έγγραφα. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της υπό του δικαιοπαρόχου αρξάμενης εκτέλεσης, είναι δε ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν o καθ` ου η εκτέλεση έλαβε με άλλο τρόπο γνώση της διαδοχής. Ως νομιμοποιούντα τo διάδοχο έγγραφα νοούνται τα αποδεικνύοντα τη διαδοχή και πρέπει να κοινοποιούνται, είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου "δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση" είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Ως προς την υποχρέωση ειδικότερα συγκοινοποίησης των νομιμοποιητικών εγγράφων και στην περίπτωση της καθολικής διαδοχής, με δεδομένη τη συνθετότητα και την ποικιλία των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται αυτή, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων, που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, όλων των εγγράφων που απαιτεί ο νόμος για τη συντέλεσή της, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι και ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, αλλά και παρεμβάλλει σοβαρά εμπόδια, δυσχεραίνοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση των δανειστών στην εκτελεστική διαδικασία. Η αναγκαστική εκτέλεση βάζει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ` ανάγκη λοιπόν, όπως άλλωστε υποδεικνύει η ίδια η ρύθμιση του νόμου, πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της καθολικής διαδοχής και συνεπώς στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του καθολικού διαδόχου (πρβλ επί καθολικής διαδοχής σε περίπτωση συγχώνευσης ανωνύμων εταιρειών ΑΠ 1343/2022, ΑΠ 345/2006). Αντίστοιχα στην ανωτέρω περίπτωση ειδικής διαδοχής του δικαιούχου τιτλοποιούμενης απαίτησης με σύμβαση μεταβίβασης αυτής από την μεταβιβάζουσα επιχείρηση στην αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού, κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, εφόσον τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων και ιδίως του οφειλέτη της απαίτησης, από την καταχώριση της σύμβασης μεταβίβασης σε περίληψη στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000, με το ειδικότερο περιεχόμενο, που καθορίζεται στην υπ' αρ. 161338/2003 ΥΑ του Υπουργού Δικαιοσύνης, είναι προφανές ότι, αφενός η νομιμοποίηση της αποκτώσας εταιρίας αρχίζει ακριβώς από τότε, όπως από την καταχώρηση στο ίδιο αυτό βιβλίο της σύμβασης ανάθεσης της διαχείρισης των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων σε Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π), που προβλέπεται στον Ν. 4354/2015, αρχίζει και η νομιμοποίηση της τελευταίας να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση ως διαχειρίστρια της αποκτηθείσας από την εταιρεία ειδικού σκοπού απαίτησης και αφετέρου ότι τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα, τα οποία θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή εκτέλεσης, η δε κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ. Όλα τα υπόλοιπα σχετικά έγγραφα, στα οποία περιλαμβάνεται και η ίδια η σύμβαση μεταβίβασης της τιτλοποιούμενης απαίτησης, όση σπουδαιότητα και σοβαρότητα και αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ` εαυτήν, δεν αποτελούν αναγκαία έγγραφα για την απόδειξη της νομιμοποίησης της επισπεύδουσας την αναγκαστική εκτέλεση (πρβλ για το συναφές ζήτημα επί αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής ΑΠ 434/2022, ΑΠ 909/2021). Τέλος, ο από το άρθρο 559 αρ. 14 λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αφορά σε ακυρότητες, απαράδεκτα και εκπτώσεις, που χαρακτηρίζονται ως δικονομικές, σχετίζονται δε με τα εισαγωγικά της δίκης έγγραφα (αγωγές, ανακοπές κ.λ.π.) ή δημιουργούνται κατά την ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας διαδικασία (Ολ. Α.Π. 1/2019, Ολ.Α.Π. 25/2008, ΑΠ 1383/2021). Με την ως άνω διάταξη εισάγεται γενικός δικονομικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο ελέγχεται κάθε μορφή ανισχύρου των διαδικαστικών πράξεων, που πηγάζει από άμεση παραβίαση διάταξης δικονομικής φύσης (Ολ ΑΠ 2/2001, ΑΠ 933/2019). Ειδικότερα, με τον όρο "απαράδεκτο" νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, δηλαδή αυτό που δημιουργείται από την αθέτηση - παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της (Ολ ΑΠ 2/2001, ΑΠ 480/2020, ΑΠ 175/2019, ΑΠ 1496/2017). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το απαράδεκτο αφορά μόνο στις "επιτευκτικές" διαδικαστικές πράξεις, δηλαδή εκείνες που τείνουν στη δημιουργία των αναγκαίων όρων για την έκδοση συγκεκριμένης απόφασης, ώστε η κατ' αποτέλεσμα ενέργειά τους να εκδηλώνεται με την απόφαση και μόνο δυνάμει αυτής (ΑΠ 927/2019, ΑΠ 357/2018). Έτσι, με τον ανωτέρω, από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ, αναιρετικό λόγο ελέγχονται, πλην άλλων, το παραδεκτό της ασκήσεως των ενδίκων μέσων (ΑΠ 371/2008), των προσθέτων λόγων εφέσεως, της αντεφέσεως, των ανακοπών (άρθρα 583 επ. 632, 933 ΚΠολΔ) και των προσθέτων λόγων αυτών, καθώς και το παραδεκτό της προβολής των ισχυρισμών (ΑΠ 1206/2019, ΑΠ 2081/2018), συνεπώς με τον λόγο αυτό ελέχγεται και το έγκυρο της έναρξης ή της συνέχισης της αναγκαστικής εκτέλεσης από τον καθολικό ή τον ειδικό διάδοχο του δικαιούχου, κατά το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε α) την από 28-7-2020 έφεση της εκκαλούσας-ανακόπτουσας (ήδη αναιρεσίβλητης) κατά των εφεσιβλήτων-καθ' ων η ανακοπή (ήδη δεύτερης και τρίτης των αναιρεσειουσών) και κατά της υπ' αρ. 2652/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και β) την από 19-1-2021 αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εφεσιβλήτων και κατά της εκκαλούσας, που άσκησε ενώπιόν του η ήδη πρώτη αναιρεσείουσα, στην οποία αυτή εξέθεσε ότι μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης ακολούθησε η, κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 Ν. 3156/2003, αρχικώς επαναμεταβίβαση της επίδικης απαίτησης από την δεύτερη εφεσίβλητη (ήδη τρίτη αναιρεσείουσα) στην αρχική δικαιούχο της απαίτησης "Τ. Π. ΑΕ" και στην συνέχεια νέα σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης της απαίτησης από την "Τ. Π. ΑΕ" στην εδρεύουσα στο ... εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία "P. N. F. D. A. C." και αριθμό μητρώου ..., η οποία ακολούθως ανέθεσε την είσπραξη και διαχείριση της απαίτησης στην ίδια, η οποία αποτελεί νομίμως αδειοδοτηθείσα κατά τον Ν. 4354/2015 εταιρεία παροχής υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων, δέχθηκε τα ακόλουθα, κρίσιμα για τον αναιρετικό έλεγχο, πραγματικά περιστατικά: "Δυνάμει της .../...2006 σύμβασης τοκοχρεολυτικού στεγαστικού δανείου, που καταρτίστηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Α. Τ. της Ε. Α.Ε." και του Α. Π. του Γ., χορηγήθηκε σε αυτόν δάνειο ποσού 195.000,00 ευρώ. Προς εξασφάλιση της εν λόγω απαίτησης της δανείστριας τράπεζας ο οφειλέτης της χορήγησε το δικαίωμα εγγραφής Α' υποθήκης για το ποσό των 243.750,00 ευρώ επί του κατασχεθέντος δια της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στο Δήμο Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Το εν λόγω ακίνητο, μετά την εγγραφή της υποθήκης, το απέκτησε κατά δικαίωμα πλήρους κυριότητας η ανακόπτουσα (ήδη αναιρεσίβλητη) δυνάμει του .../...2008 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Π. Γ., που μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Λαγκαδά Θεσσαλονίκης. Με τις από 25-11-2013 και 31-8-2013 πρόσθετες πράξεις επί της εν λόγω σύμβασης, που συνομολογήθηκαν μεταξύ του Α. Π. και της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "Τ. Π. Α.Ε.", στην οποία η Α. Τ. της Ε. μεταβίβασε τις αναφερόμενες στην από 27-7-2012 σύμβαση μεταβίβασης στοιχείων ενεργητικού και παθητικού πιστωτικού ιδρύματος απαιτήσεις της, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3601/2007 και ιδιαίτερα των άρθρων 63Β, 63Δ και 68 αυτού και κατόπιν έκδοσης της 4/1/27.07.2012 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ τ. Β. αρ. φύλλου 2209/27.07.2012), στις οποίες περιλαμβάνεται και η έννομη σχέση που απορρέει από την ανωτέρω αρχική ... σύμβαση, τροποποιήθηκε η αρχική σύμβαση ως προς το κυμαινόμενο επιτόκιο, συμφωνήθηκε δε, με την από 31-8-2015 πρόσθετη πράξη, ότι το συνολικό ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου θα εξοφλούνταν σε 339 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, αρχής γενομένης από την 15.09.2015. Ο οφειλέτης Α. Π. δεν τήρησε τους όρους της σύμβασης και των πρόσθετων πράξεων αυτής, καθώς καθυστέρησε την καταβολή των οφειλόμενων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, και στις 6-3-2019 η Τ. Π. προέβη στην καταγγελία της σύμβασης και στο κλείσιμο του τηρηθέντος λογαριασμού, κάλεσε δε τον οφειλέτη να καταβάλει το ποσό των 194.131,11 ευρώ με την από 22-3-2019 εξώδικη δήλωση-καταγγελία-πρόσκληση, που επιδόθηκε στον οφειλέτη στις 3-4-2019 (σχ. η .../03.4.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης με έδρα το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Π. Θ.). Ακολούθως, κατόπιν υποβολής σχετικής αίτησης εκ μέρους της Τ. Π., στην οποία, όπως προεκτέθηκε, μεταβιβάστηκαν στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της υπό ειδική εκκαθάριση τελούσας Α. Τ. της Ε., εκδόθηκε η 7585/2019 διαταγή της δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία υποχρεώθηκε ο οφειλέτης να καταβάλει, από το συνολικά οφειλόμενο ποσό των 194.131,11 ευρώ, αυτό των 161.920,77 ευρώ, νόμιμα περιορισμένο, εντόκως από την 4.4.2019, και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, καθώς και 1.780,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη. Ακριβές επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο από πρώτο εκτελεστό απόγραφο της εν λόγω διαταγής πληρωμής επιδόθηκε από την Τ. Π. στον οφειλέτη στις 16-7-2019. Μετά την έκδοση της 7585/2019 διαταγής πληρωμής και την επίδοση στον οφειλέτη της από 11-7-2019 επιταγής προς πληρωμή, συνταχθείσας κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της ως άνω διαταγής, η Τ. Π. μεταβίβασε την επίμαχη απαίτησή της στην δεύτερη καθ' ης (ενν. η ανακοπή) αλλοδαπή εταιρεία (ήδη τρίτη αναιρεσείουσα), διαχειρίστρια των απαιτήσεών της οποίας στην Ελλάδα ορίστηκε η πρώτη καθ' ης η ανακοπή εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (ήδη δεύτερη αναιρεσείουσα). Ειδικότερα δυνάμει της από 12.09.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, διεπόμενης από το ελληνικό δίκαιο και τα άρθρα 10 και 14 Ν. 3156/2003, που δημοσιεύθηκε νόμιμα σε περίληψη με αρ. πρωτ. .../...- 2019 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο … με αριθμό … την ...-2019, επέχουσα θέση αναγγελίας κατ' άρθρο 10 παρ. 10 Ν. 3156/2003, μεταβιβάστηκε από την "Τ. Π. Α.Ε.", στην εδρεύουσα στο ..., εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία "P. S. D. A. C.", μεταξύ άλλων, και η απαίτηση από την επίμαχη .../...2006 σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου. Ακολούθως, δυνάμει της από 12-9-2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων διεπόμενης από το ελληνικό δίκαιο, που δημοσιεύθηκε νόμιμα σε περίληψη με αρ. πρωτ. .../....2019 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο … με αριθμό …. την ….2019, η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού, ως ειδική διάδοχος - αποκτήσασα εταιρεία, ανέθεσε κατ' άρθρο 10 παρ. 14 Ν. 3156/2003 την είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων αρχικά στην "Τ. Π. Α.Ε." και μεταγενέστερα στην εταιρεία με την επωνυμία "A. F. S. Μονοπρόσωπη Ανώνυμη Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις", η οποία αποτελεί εταιρεία παροχής υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων κατά το Ν. 4354/2015, σύμφωνα με την .../2019 απόφαση της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος(ΦΕΚ Β' .../....2019), με την οποία της χορηγήθηκε η άδεια διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και την ΠΕΕ ....2017. Η μεταβολή αυτή του προσώπου του διαχειριστή δημοσιεύθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου .../....2019 στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών στον τόμο .. με αριθμό … την ....2019. Στη συνέχεια, τροποποιήθηκε η επωνυμία της ως άνω εταιρίας σε "I. H. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ", όπως αποδεικνύεται από την .../...2019 Ανακοίνωση του Γ.Ε.ΜΗ. Στο πλαίσιο δε της εν λόγω από 12.09.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, φέρεται να έχουν μεταβιβαστεί από την (μεταβιβάζουσα) ανώνυμη τραπεζική εταιρεία στην δεύτερη καθ' ης εταιρεία ειδικού σκοπού (αποκτώσα), μεταξύ άλλων, και τα δικαιώματά της μεταβιβάζουσας, που απορρέουν από την .../…2006 σύμβαση ενυπόθηκου τοκοχρεολυτικού δανείου. Η κατά τα ανωτέρω μεταβίβαση της αξίωσης της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "Τ. Π. Α.Ε." από την ανωτέρω σύμβαση, τις πρόσθετες και τροποποιητικές σε αυτήν πράξεις καθώς και η μεταβίβαση στην αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού όλων των παρεπομένων της ίδιας συμβάσεως ενοχικών και εμπραγμάτων εξασφαλίσεων, αποδεικνύεται και από το …/….2019 ακριβές αντίγραφο εκ του παραρτήματος με αριθμ. πρωτ.. .../....2019 από το καταχωρηθέν στα βιβλία Ν. 2844/2000 στον τόμο … και αύξ. αριθμ. … της … τιτλοποιούμενης απαίτησης κατά του οφειλέτη των στοιχείων των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, που επισυνάφθηκαν ως Παράρτημα στην με αρ. πρωτ. .../....2019 Δημοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόμος …, αριθ. ….) περίληψης της από 12.09.2019 σύμβασης εκχώρησης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 8 του Ν.3156/2003. Ενόψει των ανωτέρω η δεύτερη καθ' ης η ανακοπή, ως ειδική διάδοχος της αρχικής δικαιούχου της απαίτησης από την προαναφερθείσα σύμβαση δανείου, υπεισερχόμενη στη θέση της δικαιοπαρόχου της Τ. Π., νομιμοποιούνταν κατ'αρχήν να επιδιώξει την είσπραξή της, διά της πρώτης καθ' ης, ως διαχειρίστρια(ς) της εν λόγω απαίτησης, και συνεπώς νομίμως, επικαλούμενη την ανωτέρω ιδιότητά της, επέδωσε στις 29-11-2019 στην ανακόπτουσα, ως κυρία του ενυπόθηκου ακινήτου την από 26- 11-2019 επιταγή προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της 7585/2019 διαταγής πληρωμής, επιτάσσοντάς την να της καταβάλει, όσα είχε επιταχθεί να καταβάλει στην δικαιοπάροχό της "Τ. Π." με την από 11-7-2019 επιταγή προς πληρωμή, ήτοι: (α) για επιδικασθέν κεφάλαιο το ποσό των 161.920,77 ευρώ, νομίμως περιορισμένο, εντόκως από την 4.4.2019, επομένη της επίδοσης της εξώδικης καταγγελίας, (β) για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη το ποσό των 1.780,00 ευρώ, (γ) για λήψη απογράφου, έκδοση αντιγράφου και σύνταξη α' επιταγής το ποσό των 50,00 ευρώ, (δ) για επίδοση της α' επιταγή το ποσό των 50,00 ευρώ και (ε) για σύνταξη και επίδοση της από 26-11-2019 επιταγής το ποσό των 100,00 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 163.900,77 ευρώ, εντόκως, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, άλλως θα προστίθεντο και 50,00 ευρώ για την προς εκτέλεση εντολή. Ακόμη, η πρώτη καθ' ης, ασκώντας ως διαχειρίστρια εταιρεία τα δικαιώματα της δεύτερης καθ' ης αποκτώσας εταιρείας και δικαιούχου της απαίτησης προέβη στην κοινοποίηση προς την ανακόπτουσα της από 26.11.2019 επιταγής προς πληρωμή συνταχθείσας κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου της 7585/2019 διαταγής πληρωμής, με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλει το ανωτέρω συνολικό ποσό των 163.900,77 ευρώ. Στην συνέχεια δε προέβη σε αναγκαστική κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας της ανακόπτουσας, η οποία περιγράφεται στην ....2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή Θεσσαλονίκης Δ. Μ., με επίσπευση της δεύτερης καθ' ης. Το κατασχεθέν ακίνητο είναι το ... αγροτεμάχιο ..., έκτασης 3.000 τ.μ., που βρίσκεται στην περιοχή του αγροκτήματος ... του Δ.Δ. ... Δήμου Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, το οποίο ανήκει κατά πλήρη κυριότητα στην ανακόπτουσα δυνάμει του .../...2008 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Π. Γ., νόμιμα μεταγεγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο Λαγκαδά Θεσσαλονίκης, και είναι βεβαρημένο με υποθήκη εγγεγραμμένη την ...-2006 στα βιβλία Υποθηκών του Υποθηκοφυλακείου Λαγκαδά, στον τόμο ... και αριθμ. φύλλου .., προς εξασφάλιση της απαίτησης της Αγροτικής Τράπεζας κατά του οφειλέτη της Α. Π., που προέρχεται από την .../...2006 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού στεγασπκού δανείου, για το ποσό των 243.750,00 ευρώ, βάσει της οποίας εκδόθηκε (η) ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, εκτίθετο δε σε πλειστηριασμό με τιμή πρώτης προσφοράς το χρηματικό ποσό των 31.500 ευρώ. Με την επίμαχη επιταγή της προς πληρωμή οι καθ' ων οι ανακοπές, υπό τις ανωτέρω ιδιότητές τους εκάστη, συγκοινοποίησαν στην ανακόπτουσα προς απόδειξη της νομιμοποίησής τους ως ειδικής διαδόχου της αρχικής δικαιούχου της απαίτησης και επισπεύδουσας η δεύτερη κατ' άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ και ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της δεύτερης καθ' ης η πρώτη από αυτές, τα κάτωθι έγγραφα: 1. Την με αρ. πρωτ. .../...-2019 δημοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόμος …, αριθ. …), περίληψης της από 12-9-2019 σύμβασης εκχώρησης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 10, 14 Ν. 3156/2003. 2. Ακριβές αντίγραφο από το Ενεχυροφυλακείο Αθηνών αποσπάσματος τιτλοποιούμενης απαίτησης (αριθμός στοιχείου: ...), που επισυνάφθηκε ως Παράρτημα στην αρ. πρωτ. .../2019 περίληψη, από τα οποία αποδεικνύεται η εκχώρηση της επίδικης εν προκειμένω σύμβασης δανείου. 3. Την με αρ. πρωτ. .../...- 2019 δημοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών (τόμος 10 αριθ. 272) περίληψης της από 12-9-2019 σύμβασης διαχείρισης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων. 4. Την με αρ. πρωτ. .../...2019 δημοσίευση στο Ενεχ/λακείο Αθηνών (τόμος …αριθ. ...) περίληψης της τροποποίησης της από 12-9-2019 σύμβασης διαχείρισης τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων, ως προς το πρόσωπο του διαχειριστή. 5. Το ΦΕΚ Β' .../...2019 στο οποίο δημοσιεύτηκε η χορήγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος της ...-2019 άδειας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις κατά το Ν. 4354/2015 προς την πρώτη καθ' ης εταιρεία 6. Την από ...2019 και με αρ. πρωτ. ... ανακοίνωση της Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ του Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, από την οποία προκύπτει η αλλαγή της επωνυμίας της τελευταίας εταιρείας. Από τα εν λόγω έγγραφα ωστόσο δεν αποδεικνύεται η νομιμοποίηση της δεύτερης καθ' ης αποκτώσας εταιρείας έναντι της ανακόπτουσας, για την επίμαχη απαίτηση που ενσωματώνεται στον εκτελεστό τίτλο, καθώς δεν της κοινοποίησε την από 12-9-2019 σύμβαση μεταβίβασης, στην οποία στηρίζει τα δικαιώματά της, παρά μόνο περίληψη αυτής, όπως δημοσιεύτηκε στο Ενεχυροφυλακείο, ενώ δεν προσκομίστηκε και κανένα άλλο έγγραφο αποδεικτικό της εκχώρησης της επίμαχης εμπράγματης απαίτησης για την οποία επισπεύδεται η εν λόγω αναγκαστική εκτέλεση, δεδομένο(υ) μάλιστα ότι στο απόσπασμα από τη λίστα μεταβίβασης, που συγκοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα, δεν αναφέρεται και η μεταβίβαση της συγκεκριμένης ασφάλειας, παρά μόνο μια προσημείωση για το ποσό των 160.272 ευρώ στο όνομα του πρωτοφειλέτη, ενώ η υποθήκη που βαρύνει το κατασχεμένο επίμαχο ακίνητο, όπως προαναφέρθηκε ενεγράφη για το ποσό των 243.750,00 ευρώ. Εξάλλου μπορεί μεν ο σχετικός όρος της σύμβασης μεταβίβασης να αναφέρεται σε όλες τις εμπράγματες ασφάλειες των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων, πλην όμως δεν προσκομίζεται ολόκληρη η σύμβαση μεταβίβασης, στην οποία ειδικότερα καθορίζεται το εύρος, η ταυτοποίηση και η έκταση της μεταβίβασης και συνακόλουθα μόνο σε αυτή (τη σύμβαση) προσδιορίζεται κατά κύριο λόγο η νομιμοποίηση της ως άνω αγοράστριας αλλοδαπής εταιρείας ως δικαιούχο(υ) της σχετικής απαίτησης. Με την συγκοινοποίηση ωστόσο της επίμαχης σύμβασης μεταβίβασης ολόκληρης και το απόσπασμα από τη λίστα με την συγκεκριμένη απαίτηση - δεδομένου ότι η κοινοποίηση ολόκληρης της λίστας με τα μεταβιβαζόμενα δάνεια θα προσέκρουε πράγματι στις απαγορευτικές διατάξεις τόσο του νόμου περί τραπεζικού απορρήτου όσο και του νόμου περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων- η καθ' ης η εκτέλεση - ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα θα είχε τη δυνατότητα να ελέγξει επαρκώς και με πληρότητα την ενεργητική νομιμοποίηση της επισπεύδουσας την εκτέλεση και ιδίως αν στη σύμβαση μεταβίβασης περιλαμβάνεται η υποθηκική απαίτηση της πιστώτριας τράπεζας, αν η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης έχει καταρτιστεί νομίμως, ως προς την πρώτην καθ' ης και αν προβλέπεται σε αυτή η δυνατότητα δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης, ενώ θα μπορούσαν να ελεχθούν και οι όροι της σύμβασης μεταβίβασης, ώστε να προβληθούν τυχόν ακυρότητες αυτής από την ανακόπτουσα, τις οποίες κατ' αρχήν νομιμοποιείται να προβάλει κατ' άρθρο 261 ΚΠολΔ. Ο ισχυρισμός των καθ' ων η ανακοπή ότι δεν απαιτείται εν προκειμένω η κοινοποίηση ολόκληρων των συμβάσεων μεταβίβασης, αλλά αρκούν τα αποσπάσματα δεν είναι νόμιμος, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις νομικές σκέψεις της παρούσας, εφόσον επί ειδικής διαδοχής, όπως εν προκειμένω, πρέπει να συγκοινοποιηθεί και ολόκληρη η σύμβαση μεταβίβασης. Περαιτέρω δε η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως επίσης αναφέρθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου "δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση" είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού των καθ'ων η ανακοπή περί έλλειψης δικονομικής βλάβης των ανακοπτόντων. Ως εκ τούτου, εφόσον η επισπεύδουσα δεύτερη καθ' ης η ανακοπή δεν κοινοποίησε τα σχετικά αποδεικτικά έγγραφα, ώστε να αποδείξει εγγράφως ότι επρόκειτο για απαίτηση υποθηκική, που πράγματι της μεταβιβάστηκε, μολονότι όφειλε να το πράξει αυτό και ανεξαρτήτως της ύπαρξης βλάβης, η κινούμενη από αυτή, με την από 26-11-2019 επιταγή προς πληρωμή, διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης πάσχει από ακυρότητα, όπως και η επίμαχη κατάσχεση του ενυπόθηκου ακινήτου της ανακύπτουσας - εκκαλούσας". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, αφού έκανε δεκτό το δεύτερο λόγο έφεσης της αναιρεσίβλητης και έκρινε ότι παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αυτής, γιατί ο λόγος αυτός, που κρίθηκε βάσιμος, "οδηγεί στην εν όλω εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης", έκανε δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση κατά το προσβληθέν με την έφεση μέρος της, με το οποίο είχε απορριφθεί η εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ ανακοπή της αναιρεσίβλητης, (αφού η πρωτόδικη απόρριψη της ανακοπής, κατά το μέρος που στρέφετο κατά της υπ' αρ. 7585/2019 Διαταγής Πληρωμής, δεν είχε προσβληθεί με την έφεση) και δικάζοντας την ανακοπή κατά το μέρος αυτό έκανε δεκτό τον πρώτο λόγο αυτής και ακύρωσε : α) την από 26-11-2019 επιταγή προς πληρωμή που συντάχθηκε στο τέλος του αντιγράφου εξ απογράφου της 7859/2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης και β) την από 12-12-2019 και με αριθμό εκθέσεως 3390/12-12-2019 αναγκαστική κατάσχεση ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Δ. Μ..
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, παρά το νόμο κήρυξε άκυρη την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της διακατόχου του επίδικου και βαρυνόμενου με υποθήκη, προς εξασφάλιση της επίδικης απαίτησης, ακινήτου της ανακόπτουσας - αναιρεσίβλητης, καθόσον τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην απόφαση ως κοινοποιηθέντα στην αναιρεσίβλητη, για την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, έγγραφα εκ μέρους της επισπεύδουσας δεύτερης αναιρεσείουσας, εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, στην οποία είχε νομίμως ανατεθεί από την τρίτη αναιρεσείουσα εταιρεία ειδικού σκοπού η είσπραξη και διαχείριση της ένδικής απαίτησης, ήταν αρκετά για να αποδείξουν, κατά τα άρθρα 919 και 925 ΚΠολΔ, αφενός ότι η τρίτη αναιρεσείουσα κατέστη ειδικός διάδοχος της ασφαλισμένης με υποθήκη, στο κατασχεθέν ακίνητο, απαίτησης της αρχικής δικαιούχου Τ. Π., αφού η τελευταία είχε μεταβιβάσει με εκχώρηση λόγω πωλήσεως, κατά το άρθρο 10 του Ν.3156/2003, την ένδικη κατά του αρχικού οφειλέτη Α. Π. απαίτησή της και η μεταβίβαση αυτή είχε καταχωρηθεί νόμιμα κατά τα αναγκαία και ουσιώδη στοιχεία της σε περίληψη στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000, με την καταχώρηση δε αυτή, που επέχει θέση αναγγελίας της εκχώρησης, μεταβιβάσθηκε και το παρεπόμενο δικαίωμα υποθήκης στο ακίνητο της αναιρεσίβλητης, αφετέρου δε ότι η δεύτερη αναιρεσείουσα ήταν νομίμως αδειοδοτηθείσα κατά τον Ν. 4354/2015 εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, στην οποία η τρίτη αναιρεσείουσα, εκδοχέας της απαίτησης, είχε αναθέσει, με σύμβαση που επίσης καταχωρήθηκε στο ανωτέρω βιβλίο, την είσπραξη και διαχείριση της απαίτησης, με συνέπεια να νομιμοποιείται αυτή (δεύτερη αναιρεσείουσα) να αρχίσει την ένδικη αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να απαιτείται, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, να κοινοποιήσει και το συνολικό κείμενο της σύμβασης μεταβίβασης. Επομένως, το Εφετείο υπέπεσε στην αποδιδόμενη από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της παρά το νόμο κήρυξης ακυρότητας και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια αυτή, είναι βάσιμος.
Κατόπιν αυτού, χωρίς να ερευνηθεί ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, η εξέταση του οποίου παρέλκει γιατί καλύπτεται από την αναιρετική εμβέλεια του ανωτέρω λόγου που κρίθηκε βάσιμος, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που την εξέδωσε, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ. Πολ. Δ.), να διαταχθεί η απόδοση του παράβολου της αναίρεσης στις αναιρεσείουσες (άρθρο 495 παρ.3 Κ. Πολ. Δ). και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειουσών, που παραστάθηκαν και κατέθεσαν προτάσεις, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 Κ. Πολ. Δ.)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ -
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 2103/2021 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
-
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου, που εξέδωσε την απόφαση.
-Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της αναίρεσης στις αναιρεσείουσες. Και -
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειουσών, τα οποία ορίζει σε τρείς χιλιάδες (3.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Απριλίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Μαΐου 2024.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

https://www.areiospagos.gr/nomologia/apofaseis_DISPLAY.asp?cd=T2XXPV2YNC69376Y9AHHC99EBGIAW1&apof=739_2024&info=%D0%CF%CB%C9%D4%C9%CA%C5%D3%20-%20%20%C12

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ