Μελέτη
Οι εξεταστικές Επιτροπές του Συντάγματος
Έχουν όλες τις αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών και τoυ Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών[1];
Ηλίας Εμμ.Δαγκλής, Εισαγγελέας Πρωτοδικών
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή………………………………………………………………………………3
Α. Η ευθύνη των πολιτικών προσώπων ………………….…………...…………..…..4
Ι. Οι Εξεταστικές Επιτροπές του Συντάγματος……………………………………..…6
II. Ιστορική αναδρομή στο θεσμό των εξεταστικών επιτροπών
α. Οι εξεταστικές επιτροπές στην Αγγλία. ……………………………………………..8
β. Οι εξεταστικές επιτροπές στη Γαλλία………………………………………………9
γ. Οι εξεταστικές επιτροπές στη Γερμανία………………………………….………10
δ.Oι εξεταστικές επιτροπές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο………………..……...…..11
ΙΙΙ.Ιστορία του θεσμού στα πλαίσια του ελληνικού συνταγματικού δικαίου…………13
Β. ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΔΙΚΑΙΟ…………………………………………………………….14
Ι. Ερμηνευτικές δυσχέρειες της διάταξης του αρ.68 παρ.2 Συντάγματος…………….15
ΙΙ. Η σύσταση και η συγκρότηση των εξεταστικών επιτροπών………………………16
α. Ειδικότερες μορφές εξεταστικών επιτροπών……………………………………...17
ΙΙΙ. Η λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών………………………………………..20
α. Οι εξεταστικές και ανακριτικές αρμοδιότητες της εξεταστικής επιτροπής………..21
ΙV. Η λήξη των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής…………………………..……26
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο έλεγχος των πολιτικών συνιστωσών σε μία οργανωμένη πολιτικά κοινότητα αποτελεί ένα διαχρονικό αίτημα, αλλα και μία υπο διήθηση πραγματικότητα. Η μορφή του πολιτεύματος συναρτάται άμεσα με τη θεσμική διάρθρωση του ελέγχου αυτού και χρωματίζεται από τα ειδικότερα δικαιοπολιτικά ερείσματά του. Η πραγματικότητα της επιβολής του ελέγχου αναδεικνύεται και αντιστοιχεί στις ιστορικά πολυάριθμες πολιτειακές μεταβολές που πιστοποιούν την αυθεντικότητα και ιδιοτυπία της πολιτικής ταυτότητας της κοινότητας. Μία ταυτότητα που δεν είναι πάντοτε συμπαγής, αλλά συνδιαμορφώνεται από τη δυναμική ετερόκλητων παραγόντων, η σπουδαιότερη από τις οποίες είναι συχνά η αντιπαράθεση συμφερόντων και αντιτιθέμενων προοπτικών.
Στη περίπτωση του δημοκρατικού πολιτεύματος ο έλεγχος των κυβερνώντων συνιστά τη βασική πολιτειακή σταθερά που προσδιορίζει το δείκτη δημοκρατικότητας του. Στα πλαίσια ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, σε αυτό δηλαδή όπου ο λαός ασκεί όλες τις εξουσίες, η δυνατότητα αυτού να μπορεί να ελέγχει τις ενέργειες των προσώπων στους οποίους έχει ανατεθεί προσωρινά η πρακτική υλοποίηση του μεγάλου στόχου της δημοκρατικότητας αποτελεί ταυτολογία. Υπ αυτήν την έννοια λοιπόν ο ουσιαστικός, άμεσος, ενδελεχής και πλήρης έλεγχος της κυβερνητικής δραστηριότητας αποτελεί την θεμελιώδη ιδιότητα της δημοκρατικής ιδέας.
Ο Μοντεσκιέ( Montesquieux, 1689-1755) στη συνταγματική θεωρία του η οποία συνοψίζει το πολιτικό πρόταγμα των μεγαλεπήβολων επαναστάσεων του 18ου αιώνα θεωρεί οτι η δημοκρατία αυτή καθεαυτή μπορεί να υπάρχει μόνο σε επίπεδο μικρών κρατών ή πόλεων. Αντίθετα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία όπου ο λαός εκπροσωπείται από τους αντιπροσώπους του, το κλειδί στην εύρυθμη λειτουργία του βρίσκεται στο σταμάτημα της κατάχρησης της εξουσίας. Θεωρώντας ότι η διάκριση των εξουσιών αποτελεί τον ουσιώδη όρο σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, πιστεύει ότι οι εξουσίες θα πρέπει να παραμένουν ελεύθερες η μία απέναντί στην άλλη. Γνωρίζοντας όμως παράλληλα ότι κάθε άνθρωπος που ασκεί εξουσία έχει ροπή προς τη κατάχρηση αυτής, κρίνει ότι το μυστικό της ελευθερίας βρίσκεται στη θεσμική οργάνωση των εξουσιών. ΄΄ Για να μην είναι σε θέση η εξουσία να προβεί σε κατάχρηση, πρέπει από τη διάταξη των πραγμάτων, η εξουσία να σταματά την εξουσία.΄΄. Ο έλεγχος των πράξεων των αρχόντων και η καθιέρωση της δυνατότητας εποπτείας αυτών ανάγεται σε κρίσιμο στοιχείο του πολιτεύματος και δείκτη της δημοκρατικότητας αυτού. Η θεωρητική αυτή σύλληψη που αποτέλεσε βασική επιδίωξη και απαίτηση της επανάστασης μορφοποιείται σχηματικά στο θεσμό της νομικής ευθύνης των προσώπων που ασκούν την εξουσία στο κράτος.
Α. Η ευθύνη των πολιτικών προσώπων.
Εννοιολογικό στοιχείο της ιδέας του δημοκρατικού πολιτεύματος αποτελεί η παράλληλη εξισορρόπηση και έλεγχος των εξουσιών που την διοικούν. Σε ένα κράτος Δικαίου δεν νοείται να περιγράφεται οποιαδήποτε εξουσία (εκτελεστική , νομοθετική, δικαστική) χωρίς να προβλέπεται παράλληλα ο άμεσος και πλήρης έλεγχος αυτής.
Στα πλαίσια του τύπου του σύγχρονου φιλελεύθερου δυτικού κράτους δικαίου η ευθύνη[2] στην οποία υπόκεινται τα πρόσωπα που διαχειρίζονται την εκτελεστική εξουσία δηλαδή τα μέλη της Κυβερνήσεως διαχωρίζεται σε τρεις κατηγορίες. Στη κοινοβουλευτική ή πολιτική ευθύνη, την αστική ευθύνη και την ποινική ευθύνη. Το κριτήριο διακρίσεως μεταξύ των τριών παραπάνω κατηγοριών ευθυνών ανευρίσκεται στο είδος των νομικών επιπτώσεων που επισύρουν αλλά και στις προϋποθέσεις εφαρμογής τους που προέρχεται από τον αντίστοιχο κλάδο δικαίου που τους προβλέπει.
Στα πλαίσια της σύγχρονης πολιτικής λειτουργίας η αντίστοιχη ευθύνη που κομίζει η ανάληψη μίας δημόσιας θέσης διακρίνεται στη κοινοβουλευτική,αστική και ποινική ευθύνη. Η ποινική ευθύνη των μελών της κυβέρνησης συνιστά ένα σύστημα κανόνων δικαίου που σκοπό έχει τον έλεγχο και τιμωρία των αξιόποινων πράξεων που τελούν τα μέλη μίας Κυβέρνησης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αποτυπώνει τη νομική και ειδικότερα ποινική ευθύνη που φέρουν οι Υπουργοί όταν παραβαίνουν τις διατάξεις των ποινικών νόμων και προβλέπει τη διαδικασία που ακολουθείται για την εξέλεγξη και τιμωρία των παράνομων ως άνω πράξεων[3].
Η αστική ευθύνη των μελών της Κυβερνήσεως εντάσσεται στα πλαίσια της έννοιας της υποχρέωσης αποζημιώσεως του αστικού δικαίου και περιλαμβάνει την υποχρέωση αποκαταστάσεως της ζημιάς, που προξενείται στο Δημόσιο και στους ιδιώτες από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των μελών της Κυβερνήσεως κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αντίθετα με την νομοθεσία που ίσχυε στο παρελθόν[4] ο ισχύων εκτελεστικός του Συντάγματος νόμος 3126/2003 δεν περιέχει ειδικές ρυθμίσεις για την αστική ευθύνη των υπουργών πλην της ήδη ομοίως καταργηθείσας διάταξης του άρθρου 15 παρ. 5 που ορίζε ότι η αγωγή αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ασκείται και εκδικάζεται κατά τις ισχύουσες διατάξεις. Επομένως η άσκηση της αγωγής δεν προϋποθέτει όπως στο προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς την καταδίκη του Υπουργού από το Ειδικό Δικαστήριο, ενώ δεν ισχύει για αυτόν ούτε η απαλλαγή από την προσωπική ευθύνη που καθιερώνει το άρθρο 38 παρ.1 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν.3528/2007)[5] που ισχύει για τους δημοσίους υπαλλήλους, επειδή ο υπουργός δεν είναι υπάλληλος κατά την έννοια του ανωτέρω Κώδικα.[6],[7]. Συνεπώς οι Υπουργοί ευθύνονται εις ολόκληρον με το Δημόσιο για τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί σύμφωνα με το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ[8], ενώ η επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου αυτού στερείται πλέον αντικειμένου αφού δεν υφίστανται ειδικές διατάξεις για την αστική ευθύνη των υπουργών.
Η κοινοβουλευτική ευθύνη είναι όπως ακριβώς και η ποινική και αστική ευθύνη, νομική ευθύνη, δηλαδή διέπεται από κανόνες δικαίου. Η κοινοβουλευτική ή πολιτική ευθύνη περιλαμβάνει τη σχέση εξαρτήσεως της Κυβέρνησης ή μέλους της από το Κοινοβούλιο -και έχει σαν συνέπεια τη νομική υποχρέωση παραιτήσεως στην περίπτωση άρσεως της εμπιστοσύνης αυτού. Η πολιτική ευθύνη αφορά στις πράξεις και παραλείψεις των μελών της Κυβερνήσεως που ελέγχονται από τη Βουλή με τα μέσα του κοινοβουλευτικού ελέγχου και προβλέπεται από τις διατάξεις του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής.[9] Η ευθύνη αυτή σχετίζεται με την άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής γενικότερα και των υπουργικών αρμοδιοτήτων ειδικότερα(αρ. 82 παρ.1 Σ.) και εξειδικεύεται αφενός με την αρμοδιότητα της Βουλής να καλεί τους υπουργούς να λογοδοτήσουν ενώπιον της για πράξεις ή παραλείψεις τους, ασκώντας κοινοβουλευτικό έλεγχο και αφετέρου με την έκφραση δυσπιστίας προς τη Κυβέρνηση ή προς συγκεκριμένο μέλος της(αρ. 84 παρ.2 Σ.).
Ι. Οι Εξεταστικές Επιτροπές του Συντάγματος
Στα πλαίσια του ελληνικού συνταγματικού δικαίου η Βουλή συνιστά το όργανο που κανοναρχεί σε μεγάλο βαθμό την κοινοβουλευτική διαδικασία. Βρίσκεται στο επίκεντρο του αντιπροσωπευτικού και του κοινοβουλευτικού συστήματος, η εμφάνιση, η διαμόρφωση, η θεσμική εξέλιξη και η λειτουργία των οποίων είναι αδύνατη χωρίς την ύπαρξη και λειτουργία ενός συλλογικού πολυμελούς αντιπροσωπευτικού οργάνου που να ασκεί κατά βάση τη νομοθετική εξουσία[10]. Το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα ακολουθεί την παράδοση της ΄΄ μονήρους΄΄ Βουλής, δηλαδή του ενός κοινοβουλευτικού σώματος, το οποίο αναδεικνύεται με άμεση, ίση και καθολική ψοφοφορία[11].
Οι αρμοδιότητες της Βουλής είναι η νομοθεσία, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των πράξεων και παραλείψεων της Κυβέρνησης, η ανάδειξη ορισμένων κρατικών οργάνων και ο δημόσιος κοινοβουλευτικός διάλογος. Οι καίριες αυτές αρμοδιότητες για τη λειτουργία της πολιτείας ανύψωσαν δικαιολογημένα τη Βουλή στη πρώτη, μετά το Εκλογικό Σώμα, θέση, στην ιεραρχία των οργάνων της πολιτείας, καθώς στην πραγματικότητα είναι ο θεσμός που εκφράζει τη λαϊκή κυριαρχία και δρα εν ονόματι του Εκλογικού Σώματος, με την ψήφο του οποίου αναδεικνύεται.
Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των πράξεων και παραλείψεων της Κυβέρνησης συνίσταται στη θεσμοποιημένη κριτική των έργων της κυβέρνησης και την ταυτόχρονη προβολή των θέσεων της αντιπολίτευσης ενώ σε κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις αποσκοπεί στον καταμερισμό της κοινοβουλευτικής ευθύνης. Τα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου της κυβέρνησης είναι ο συνήθης κοινοβουλευτικός έλεγχος, ο επίκαιρος κοινοβουλευτικός έλεγχος, η συζήτηση προ ημερησίας διατάξεως, η σύσταση εξεταστικής επιτροπής και η θέση του ζητήματος εμπιστοσύνης[12].
Η σύσταση εξεταστικής επιτροπής (αρ. 68 παρ.2,3 Σ και αρ.144-148 ΚτΒ) αποτελεί την αυστηρότερη μορφή κοινοβουλευτικού ελέγχου. Σκοπός των επιτροπών αυτών είναι η διελεύκανση ζητημάτων που προκύπτουν κατά την άσκηση του κυβερνητικού έργου δηλαδή η άσκηση ελέγχου της εκτελεστικής εξουσίας όταν όλα τα προηγούμενα μέσα κοινοβουλευτικού ελέγχου έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή. Οι εξεταστικές επιτροπές, όμως, δεν είναι μόνο μέσο άσκησης κοινοβουλευτικού ελέγχου, καθώς μπορεί να συσταθούν για κάθε θέμα που εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Βουλής. Ο σκοπός των επιτροπών είναι προπαρασκευαστικός των αποφάσεων της Βουλής, ενώ διερευνούν τις υποθέσεις συλλέγοντας και αξιολογώντας το απαραίτητο αποδεικτικό υλικό. Επιπλέον δύνανται να διενεργούν έρευνες προκειμένου να διελευκάνουν διάφορα καταγγελόμενα περιστατικά που αναφέρονται στην λειτουργία των εκτελεστικών οργάνων και σχετίζονται με πιθανές καταχρήσεις ή παραβιάσεις του νόμου. Η αρμοδιότητα της Βουλής να ελέγχει τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας θεωρείται ως η ασφαλέστερη εγγύηση κατά των ενδεχομένων αυθαιρεσιών της εκτελεστικής εξουσίας. Παρότι φορέας της εξεταστικής αρμοδιότητας είναι η ολομέλεια της Βουλής, η αρμοδιότητα της αυτή ωστόσο ασκείται δια μέσω των εξεταστικών της επιτροπών δηλαδή τα κοινοβουλευτικά σώματα τα οποία υποκαθιστούν τη Βουλή στην έρευνα μιας συγκεκριμένης υπόθεσης.
ΙΙ. Ιστορική αναδρομή στο θεσμό των εξεταστικών επιτροπών
α. Οι εξεταστικές επιτροπές στην Αγγλία.
Η εξεταστική αρμοδιότητα της Βουλής είναι αγγλικής προέλευσης. Στη νήσο Βρετανία ανιχνεύονται ήδη από τις αρχές του 10ου αι. μ.Χ. δηλαδή σχεδόν από την ίδρυση του Βασιλείου της Αγγλίας[13] τα πρώτα ψήγματα περιορισμένης μοναρχίας τα οποία συνυπάρχουν αδιάσπαστα από εκείνη την εποχή και έπειτα με τη πρακτική αναγκαιότητα αυτής να εγκαθιδρυθεί ο έλεγχος των πράξεων των υπουργών που διόριζε ο μονάρχης είτε από τον ίδιο μόνο είτε από κοινού με τη Βουλή των Κοινοτήτων είτε αργότερα από τη Βουλή των Λόρδων[14]. Ο κοινοβουλευτικός έλεγχος εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας διαμάχης μεταξύ του αγγλικού Στέματος και της αγγλικής Βουλής ωστόσο η πρώτη χρονικά εμφάνιση των εξεταστικών επιτροπών δεν προκύπτει ανενδοίαστα. Κατά μία άποψη η αφετηρία των εξεταστικών επιτροπών εντοπίζεται στο έτος 1340, όπου κατά τη περίοδο της Βασιλείας του Εδουάρδου ΄Γ διαμορφώνεται η έννοια της ευθύνης των διαχειριστών της εκτελεστικής εξουσίας. Κατά τη περίοδο αυτή θεωρείται ότι εμφανίζεται η πρώτη κοινοβουλευτική κυβέρνηση. Σύμφωνα όμως με την επικρατέστερη άποψη η εμφάνιση των εξεταστικών επιτροπών τοποθετείται στο έτος 1689 κατά το οποίο απέκτησε νομική ισχύ η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων( Bill of Rights).[15] Εξεταστικές επιτροπές (Select Committees) αρχικά μπορούσε να σχηματίσει τόσο η Βουλή των Κοινοτήτων όσο και η Βουλή των Λόρδων ενώ μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα δεν είχαν τη δυνατότητα να ορκίσουν τους μάρτυρες, τους οποίους κλήτευαν για να καταθέσουν ενώπιον τους. Στις αρχές του 20ου αιώνα οι εξεταστικές επιτροπές συνδέονται ήδη με την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης ενώ κατόπιν οι εξεταστικές επιτροπές ελέγχου της κυβερνητικής δραστηριότητας (Select Committees at Inquiry) συστήνονται είτε από τη Βουλή των Κοινοτήτων είτε από τη Βουλή των Λόρδων με σκοπό να εξετάσουν υποθέσεις με δημόσιο ενδιαφέρον. Υπάρχουν επίσης ορισμένες εξεταστικές επιτροπές που δρουν σε μόνιμη βάση και συγκροτούνται από τη Βουλή των Κοινοτήτων και είναι: α) επιτροπές αρμόδιες για τη νομοθεσία, β) επιτροπές διερεύνησης ειδικών θεμάτων για ζητήματα μείζονος σημασίας (λ.χ. οι διεθνείς σχέσεις της Αγγλίας) και γ) ειδικές επιτροπές για θέματα δράσης της διοίκησης.
β. Οι εξεταστικές επιτροπές στη Γαλλία.
Στη Γαλλία ο θεσμός των εξεταστικών επιτροπών (Commissions d’ Enquête) εμφανίζεται κατά τη συνταγματική Μοναρχία του Βασιλιά Λουδοβίκου Φιλίππου (1830-1845) και θεωρήθηκε το σπουδαιότερο από τα μέσα του κοινοβουλευτικού ελέγχου. Στην Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία και στην Τέταρτη Γαλλική Δημοκρατία οι εξεταστικές επιτροπές αποτέλεσαν ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό όπλο στη φαρέτρα της αντιπολίτευσης καθώς η σύστασή τους θεωρούνταν πρόταση μομφής κατά της Κυβέρνησης. Οι Κυβερνήσεις ωστόσο αντιτίθετο σε αυτή τη πρακτική με τη δικαιολογία ότι η δράση τους επιβράδυνε τη λειτουργία της δικαιοσύνης που επιλαμβάνονταν των σχετικών υποθέσεων. Ένα σημαντικό εξάλλου τμήμα της επιστήμης της εποχής θεωρούσε ότι ο θεσμός των εξεταστικών επιτροπών δεν συνάδει με την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Παρά το γεγονός ότι το Σύνταγμα της Γαλλίας δεν περιείχε κάποια συγκεκριμένη διάταξη που να κατοχυρώνει την ύπαρξη και λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών, η γαλλική κοινοβουλευτική πράξη καθιέρωσε το θεσμό με αρμοδιότητες που δεν υπερβαίνουν τα όρια των αρμοδιοτήτων της Βουλής. Η λειτουργία και οι αρμοδιότητες τους κωδικοποιήθηκαν οριστικά κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Γαλλικής Δημοκρατίας[16]. Το Σύνταγμα της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας δεν προβλέπει ρητά το θεσμό, ωστόσο, η γαλλική έννομη τάξη αναγνωρίζει την σχετική αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου με τη δυνατότητα σύστασης εξεταστικών επιτροπών τόσο από τη Βουλή όσο και από τη Γερουσία.[17] Ο θεσμός των εξεταστικών επιτροπών θεωρείται το πιο αποτελεσματικό μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου ωστόσο ο περιοριστικός τρόπος λειτουργίας τους, όπως για παράδειγμα είναι οι συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών, έχει κατακριθεί έντονα από την γαλλική επιστήμη.
γ Οι εξεταστικές επιτροπές στη Γερμανία
Η αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου να συστήνει εξεταστικές επιτροπές εισήχθη στη Γερμανία τη περίοδο της Συνταγματικής Μοναρχίας. Ρητή κατοχύρωση της εξεταστικής αρμοδιότητας της Βουλής εισήχθη με το άρθρο 99 του θνησιγενούς Συντάγματος της Συνέλευσης της Φραγκφούρτης της 28ης Μαρτίου 1849(Paulskircheverfassung), ενώ τη σύσταση εξεταστικών επιτροπών κατοχύρωνε το άρθρο 82 του Πρωσικού Συντάγματος του 1850.[18] [19] Η απόφαση της Βουλής για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής λαμβανόταν με απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των μελών της. Ωστόσο εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι παρότι προβλέπεται ρητά η δυνατότητα της Βουλής να συστήνει εξεταστικές επιτροπές παραλείπει να ρυθμίσει το ακριβές περιεχόμενο της δυνατότητας αυτής. Έτσι εν τοις πράγμασι ο προσδιορισμός του πλαισίου της δικονομικής αυτής αρμοδιότητας μετατέθηκε στη κοινοβουλευτική πρακτική. Οι εξεταστικές επιτροπές όμως που συστήθηκαν ήταν ελάχιστες και σε όλες τις περιπτώσεις η αντίδραση των κυβερνώντων ήταν σφοδρή και υπερίσχυε του ελέγχου της Βουλής.
Ήδη με τη ψήφιση του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης του 1949-που αποτελεί το συνταγματικό χάρτη της χώρας-αναγνωρίζεται ρητά η δυνατότητα της Ομοσπονδιακής Βουλής να συστήνει εξεταστικές επιτροπές(άρθρο 49). Η αρμοδιότητα αυτή ενεργοποιείται κατόπιν αιτήσεως του ενός τετάρτου των μελών του Κοινοβουλίου και έργο των επιτροπών είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδείξεων σε δημόσια συνεδρίαση. Ορίζεται ότι η λειτουργία των επιτροπών καθορίζεται δικονομικά σε αντιστοιχία με τον ισχύοντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ενώ διευκρινίζεται ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Η σύσταση εξεταστικών επιτροπών προβλέπεται και στα Συντάγματα των επιμέρους κρατιδίων ωστόσο μόνο τέσσερα κρατίδια διαθέτουν εκτελεστικούς νόμους που ρυθμίζουν εκτενέστερα τη λειτουργία αυτών[20]
δ. Oι εξεταστικές επιτροπές στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο
Σύμφωνα με το άρθρο 138 Γ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση προβλεπόταν ότι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί, αιτήσει του ενός τετάρτου των μελών του, να συνιστά προσωρινή εξεταστική επιτροπή για να εξετάσει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων που έχουν δοθεί από την παρούσα συνθήκη σε άλλα όργανα ή οργανισμούς, τις καταγγελίες παραβάσεων ή κακής διοίκησης κατά την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, εκτός εάν τα καταγγελλόμενα γεγονότα εκδικάζονται ενώπιον δικαστηρίου και για όσο χρονικό διάστημα δεν έχει ολοκληρωθεί η δικαστική διαδικασία.
Ήδη το άρθρο 226 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί, αιτήσει του ενός τετάρτου των μελών που το απαρτίζουν, να συνιστά προσωρινή εξεταστική επιτροπή για να εξετάσει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων που έχουν δοθεί από τις Συνθήκες σε άλλα θεσμικά ή λοιπά όργανα, τις καταγγελίες παραβάσεων ή κακής διοίκησης κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, εκτός εάν τα καταγγελλόμενα γεγονότα εκδικάζονται ενώπιον δικαστηρίου και για όσο χρονικό διάστημα δεν έχει ολοκληρωθεί η δικαστική διαδικασία Η προσωρινή εξεταστική επιτροπή παύει να υφίσταται από τη στιγμή που καταθέτει την έκθεσή της. Οι λεπτομερείς διατάξεις άσκησης του δικαιώματος εξέτασης των πραγμάτων καθορίζονται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο αποφασίζει μέσω κανονισμών με δική του πρωτοβουλία σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία, μετά από έγκριση του Συμβουλίου και της Επιτροπής.
Σύμφωνα με το άρθρο 215 του Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ορίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 226 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 2 της απόφασης 95/167/ΕΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, το Κοινοβούλιο, μετά από αίτημα του ενός τετάρτου των βουλευτών, μπορεί να συστήσει εξεταστική επιτροπή για να εξετάζει τις καταγγελίες παραβάσεων ή κακοδιοίκησης κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες καταλογίζονται σε όργανο ή υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή σε δημόσια διοίκηση ενός κράτους μέλους, ή σε πρόσωπα στα οποία το δίκαιο της Ένωσης αναθέτει την εντολή της εφαρμογής του. Η απόφαση για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής δημοσιεύεται εντός ενός μηνός από τη λήψη της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η λειτουργία εξεταστικής επιτροπής διέπεται από τις διατάξεις του Κανονισμού οι οποίες εφαρμόζονται στις επιτροπές. Το αίτημα για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της έρευνας και να περιλαμβάνει λεπτομερή αιτιολογική έκθεση που να την υποστηρίζει. Το Κοινοβούλιο, μετά από πρόταση της Διάσκεψης των Προέδρων, αποφασίζει σχετικά με τη σύσταση επιτροπής και, αν αποφασίσει τη σύστασή της, σχετικά με την αριθμητική σύνθεσή της[21]. Η εξεταστική επιτροπή εκλέγει τον πρόεδρο και τους αντιπροέδρους της και ορίζει έναν ή περισσότερους εισηγητές. Δικαίωμα ψήφου σε οποιοδήποτε στάδιο των εργασιών εξεταστικής επιτροπής έχουν μόνο τα τακτικά μέλη της ή, κατά την απουσία τους, οι αναπληρωτές τους. Σε περιπτώσεις που εικαζόμενες παραβάσεις ή κακοδιοίκηση κατά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης υποδηλώνουν ότι πιθανόν να ευθύνεται φορέας ή αρχή κράτους μέλους, η εξεταστική επιτροπή δύναται να ζητήσει από το κοινοβούλιο του εν λόγω κράτους μέλους να συνεργαστεί στο πλαίσιο της έρευνας. Η εξεταστική επιτροπή περατώνει τις εργασίες της με την υποβολή στο Κοινοβούλιο έκθεσης σχετικά με τα πορίσματα των εργασιών της το αργότερο εντός δώδεκα μηνών από την συγκρότησή της σε σώμα. Το Κοινοβούλιο μπορεί να αποφασίσει να παρατείνει δύο φορές την προθεσμία αυτή για άλλους τρεις μήνες. Η έκθεση αυτή δημοσιεύεται. Μετά από αίτημα της εξεταστικής επιτροπής, το Κοινοβούλιο διεξάγει συζήτηση επί της τελικής αυτής έκθεσης κατά την αμέσως επόμενη από την υποβολή της έκθεσης περίοδο συνόδου. Η επιτροπή αυτή μπορεί επίσης να υποβάλει στο Κοινοβούλιο σχέδιο σύστασης προοριζόμενο για θεσμικά ή άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή για τα κράτη μέλη. Ο Πρόεδρος του Κοινοβουλίου αναθέτει στην αρμόδια επιτροπή, να εξακριβώσει τη συνέχεια που δόθηκε στα πορίσματα της εξεταστικής επιτροπής και, ενδεχομένως, τη σύνταξη σχετικής έκθεσης. Ο Πρόεδρος λαμβάνει κάθε άλλο μέτρο που θεωρείται σκόπιμο προκειμένου να προωθηθεί η ουσιαστική εφαρμογή των πορισμάτων των ερευνών.
ΙΙΙ. Ιστορία του θεσμού στα πλαίσια του ελληνικού συνταγματικού δικαίου
Ο θεσμός των εξεταστικών επιτροπών είναι γνωστός στην ελληνική έννομη τάξη ήδη από την εποχή της Εθνεγερσίας. Οι Εθνοσυνελεύσεις των ετών 1821-1829 συνοδεύονται πάντοτε από τη συγκρότηση εξεταστικών επιτροπών για τη διερεύνηση κυρίως οικονομικών θεμάτων. Στο Σύνταγμα του 1844 δεν υφίσταται πρόβλεψη για τη λειτουργία εξεταστικών επιτροπών ενώ με το Σύνταγμα του 1864 εισάγεται ρητά για πρώτη φορά ο θεσμός, ανατέμνοντας θετικά τη σχετική συζήτηση στο χώρο της θεωρίας του Συνταγματικού Δικαίου αναφορικά με την εξεταστική αρμοδιότητα της Βουλής. Η σχετική πρόβλεψη για τη λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών έμεινε αμετάβλητη με το Σύνταγμα του 1911(άρθρο 58), ενώ ομοίως τα Συντάγματα των ετών 1925,1927 επαναλάμβαναν τη σχετική ρύθμιση, αν και με διαφορετικό επιμέρους περιεχόμενο. Το Σύνταγμα του 1952 κατοχύρωνε επίσης ρητά τη σύσταση εξεταστικών επιτροπών(αρ.58 εδ.΄β) ενώ ο νέος Κανονισμός λειτουργίας της Βουλής περιελάμβανε αυτή τη φορά λεπτομερείς ρυθμίσεις σχετικά με τη λειτουργία τους.
Β. ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΔΙΚΑΙΟ
Το εν ισχύ Σύνταγμα 1975/1986/2001/2008/2019 κατοχυρώνει ρητά τον θεσμό των εξεταστικών επιτροπών. Στο άρθρο 68 §§ 2[22] ορίζεται ότι ΄΄Η Βουλή συνιστά από τα μέλη της εξεταστικές επιτροπές, με απόφασή της που λαμβάνεται με πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών που δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δύο πέμπτων του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση του ενός πέμπτου του όλου αριθμού των βουλευτών. Προκειμένου να συσταθούν εξεταστικές επιτροπές για ζητήματα που ανάγονται στην εξωτερική πολιτική και την εθνική άμυνα, απαιτείται απόφαση της Βουλής που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Η Βουλή μπορεί να συνιστά δύο ανά κοινοβουλευτική περίοδο εξεταστικές επιτροπές, εφόσον η σχετική πρόταση δέκα τουλάχιστον βουλευτών υπερψηφισθεί από τα δύο πέμπτα του συνόλου των βουλευτών, ανεξαρτήτως πλειοψηφίας. Τα σχετικά με τη συγκρότηση και τη λειτουργία των επιτροπών αυτών καθορίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής΄΄. Στη παράγραφο δε 3 του ιδίου ως άνω άρθρου ορίζεται ότι ΄΄Οι κοινοβουλευτικές και εξεταστικές επιτροπές, καθώς και τα κατά τα άρθρα 70 και 71 Τμήματα της Βουλής, συνιστώνται ανάλογα με τη δύναμη των κομμάτων, των ομάδων και των ανεξαρτήτων, όπως ορίζει ο Κανονισμός΄΄
Περαιτέρω ο Κανονισμός της Βουλής περιλαμβάνει ειδικό κεφάλαιο ήτοι το Κεφάλαιο ΄Δ, με τίτλο ΄΄Εξεταστικές Επιτροπές του Κανονισμού της Βουλής΄΄[23] όπου εμπεριέχονται οι διατάξεις που αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών και ειδικότερα τα άρθρα 144-149. Το άρθρο 144 του Κανονισμού της Βουλής καθορίζει τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας των εξεταστικών επιτροπών, ενώ το άρθρο 145 προσδιορίζει τις λειτουργικές αρμοδιότητες τους. Στο άρθρο 146 καθορίζονται τα θέματα εξεταστικής αρμοδιότητας που αφορούν στη συλλογή πληροφοριών και εγγράφων ενώ το άρθρο 147 προσδιορίζει τα λοιπά αποδεικτικά μέσα στα οποία μπορεί να καταφύγει η Βουλή. Το άρθρο 148 κάνει λόγο για το πόρισμα της εξεταστικές επιτροπής ενώ το άρθρο 149 του Κανονισμού προβλέπει σχετικά με τις επιτροπές δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών.
Ι. Ερμηνευτικές δυσχέρειες της διάταξης του αρ.68 παρ.2 Συντάγματος
Ένα ιδιαίτερο ζήτημα που ανέκυψε κατά την ερμηνεία της συνταγματικής διάταξης του αρ.68 παρ.2 Σ. αφορά στην εξακρίβωση του απαιτούμενου αριθμού[24] των βουλευτών για την απόφαση σύστασης εξεταστικές επιτροπής. Ειδικότερα το πρόβλημα δημιουργείται εξ αιτίας της ιδιαίτερης γραμματικής διατυπώσεως των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής. Έτσι στο άρθρο 68 του Συντάγματος ορίζεται ότι η Βουλή συνιστά από τα μέλη της εξεταστικές επιτροπές, με απόφασή της που λαμβάνεται με πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών που δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δύο πέμπτων του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση του ενός πέμπτου του όλου αριθμού των βουλευτών, ενώ παράλληλα ο Κανονισμός της Βουλής ορίζει ότι η απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής για σύσταση εξεταστικής επιτροπής λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, που δε μπορεί να είναι μικρότερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών(αρ.144 παρ.5).
Το ερμηνευτικό πρόβλημα παρουσιάστηκε ως πρόβλημα προσδιορισμού του απαιτούμενου αριθμού των βουλευτών για την απόφαση σύστασης της εξεταστικής επιτροπής ήτοι αν απαιτείται απόφαση λαμβανομένη με υπερψήφιση από τουλάχιστον εκατόν είκοσι βουλευτές με παράλληλη πλειοψηφία των παρόντων ή απλώς θετική ψήφος εκατόν είκοσι βουλευτών χωρίς να απαιτείται πλειοψηφία των παρόντων. Είναι σαφές ότι το ερώτημα αυτό συναρτάται με τη προβληματική του εάν ο θεσμός των εξεταστικών επιτροπών συνιστά ή όχι δικαίωμα της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας[25]. Το ζήτημα απασχόλησε τόσο τη θεωρία όσο και τη κοινοβουλευτική πράξη. Οι περισσότεροι θεωρητικοί υποστήριξαν ότι, όταν δεν πρόκειται για ζήτημα εξωτερικής πολιτικής ή εθνικής άμυνας, αρκεί την πρόταση που υποβάλλει το ένα πέμπτο του συνόλου των βουλευτών να την ψηφίσουν 120 βουλευτές[26]. Ωστόσο υποστηρίχθηκε από μερίδα της θεωρίας και η πλειοψηφική εκδοχή, ήτοι ότι εν προκειμένω χρειάζεται απόφαση με πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, που δεν μπορεί να είναι λιγότεροι των δύο πέμπτων του συνόλου των βουλευτών. Το πρόβλημα βέβαια τίθεται στις περιπτώσεις όπου οι βουλευτές που καταψηφίζουν την πρόταση, είναι περισσότεροι από όσους την υπερψηφίζουν. Η ορθότερη πάντως προσέγγιση στον ως άνω προβληματισμό πρέπει να ξεκινήσει από τη διαπίστωση ότι ο συνταγματικός νομοθέτης απαιτεί πάντοτε πλειοψηφία. Επομένως στις περιπτώσεις της σύστασης εξεταστικής επιτροπής για θέματα εξωτερικής πολιτικής ή εθνικής άμυνας, η πλειοψηφία πρέπει να είναι απόλυτη, ήτοι 151 βουλευτές. Στις περιπτώσεις όλων των λοιπών θεμάτων η πλειοψηφία πρέπει να είναι των δύο πέμπτων του συνόλου των βουλευτών δηλαδή για να γίνει δεκτή η πρόταση του ενός πέμπτου των βουλευτών (60 βουλευτές) πρέπει να υπερψηφιστεί από τα δύο πέμπτα των βουλευτών (120 βουλευτές) και η απόρριψή της να ψηφιστεί από λιγότερους βουλευτές. Διαφορετικά, δεν μπορεί να συσταθεί νομίμως εξεταστική επιτροπή[27]
ΙΙ. Η σύσταση και η συγκρότηση των εξεταστικών επιτροπών
Σύμφωνα με τη θεωρία του δημοσίου δικαίου η πράξη με την οποία ιδρύεται ένα συλλογικό όργανο ονομάζεται σύσταση.[28] Στη περίπτωση των εξεταστικών επιτροπών η σύσταση τους προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 68 § 2 εδ. α΄ - β΄ του Συντάγματος ενώ ο Κανονισμός της Βουλής στα άρθρο 144 εξειδικεύει τους ορισμούς του Συντάγματος. Ειδικότερα ορίζεται ότι η Ολομέλεια της Boυλής συνιστά εξεταστικές επιτροπές από μέλη της για την εξέταση ειδικών ζητημάτων δημοσίου ενδιαφέρoντoς. H πρόταση για τη σύσταση μιας επιτροπής πρέπει να υπογράφεται από το ένα πέμπτo (1/5) του όλου αριθμού των Boυλευτών ενώ σε αυτήν θα πρέπει να καθoρίζονται οι λόγoι για τους oπoίoυς ζητείται η σύστασή της και τo θέμα με τo oπoίo πρόκειται να ασχoληθεί. Η διαδικασία μετά την υποβολή της πρότασης έχει ως εξής: η πρόταση ανακοινώνεται στη Boυλή, τυπώνεται και διανέμεται στoυς Boυλευτές ενώ εγγράφεται και στην ημερήσια διάταξη συνεδρίασης κoινoβoυλευτικoύ ελέγχoυ. H συζήτηση της πρότασης αρχίζει με την αγόρευση ενός Boυλευτή πoυ oρίζεται με ανάλoγη εφαρμoγή των διατάξεων τoυ άρθρoυ 91 παρ. 5, ήτοι από τo Boυλευτή πoυ oρίζεται από τoυς λoιπoύς Boυλευτές πoυ συνυπoγράφoυν με κoινή δήλωσή τoυς πρoς τoν Πρόεδρo, αλλιώς, από τo Boυλευτή πoυ υπoγράφει πρώτoς τη συλλoγική πρόταση. Η συζήτηση διεξάγεται κατά τις διατάξεις για γενικευόμενη επερώτηση δηλαδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 137 του Κανονισμού της Βουλής και, κατόπιν παραπομπής, κατά τα άρθρα 136 § 2 και 97 §§ 1-3 του Κανονισμού της Βουλής, που ορίζουν ειδικότερα σχετικά με τον χρόνο ομιλίας. Η συζήτηση ολοκληρώνεται υπoχρεωτικά σε μία συνεδρίαση. H απόφαση της Boυλής πρέπει να ορίζει τoν αριθμό των μελών της επιτρoπής και να καθoρίζει την πρoθεσμία υπoβoλής τoυ σχετικoύ πoρίσματoς. H πρoθεσμία αυτή μπoρεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να παρατείνεται με ειδικές απoφάσεις της Oλoμέλειας της Boυλής H συγκρότηση και η λειτoυργία των εξεταστικών επιτρoπών διέπoνται από τις αντίστoιχες διατάξεις πoυ ρυθμίζoυν τη συγκρότηση και τη λειτoυργία των διαρκών επιτρoπών δηλαδή από τα άρθρο 31 έως 41 του Κανονισμού
α. Ειδικότερες μορφές εξεταστικών επιτροπών
Το άρθρο 68 του Συντάγματος προβλέπει τη σύσταση εξεταστικής επιτρoπής για ζητήματα πoυ ανάγoνται στην εξωτερική πoλιτική και την εθνική άμυνα. Η απόφαση για τη σύσταση της εν λόγω επιτροπής λαμβάνεται με την απόλυτη πλειoψηφία τoυ όλoυ αριθμoύ των Boυλευτών. Οι ως άνω εξεταστικές επιτροπές διαφοροποιούνται τόσο ως προς το αντικείμενο του έργου τους όσο και ως προς την αριθμητική προϋπόθεση σύστασής τους. Η σύσταση ειδικών εξεταστικών επιτροπών για ζητήματα εξωτερικής πoλιτικής και εθνικής άμυνας δικαιολογείται εξαιτίας της ιδιαίτερης φύσης των διερευνώμενων ζητημάτων και των απορρήτου των πληροφοριών που διακινούν αλλά και της κρισιμότητας των κυβερνητικών επιλογών. Ουσιαστικά ο έλεγχος στις περιοχές αυτές της κυβερνητικής δράσης καθίσταται εφικτός μόνο αν συναινέσει η ίδια η ελεγχόμενη Κυβέρνηση καθώς ο αριθμητικός περιορισμός αποτρέπει τη δυνατότητα αυτή στη κοινοβουλευτική μειοψηφία.
Μία άλλη ειδική εξεταστική επιτροπή είναι αυτή που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 68 §§ 10-12 του Κανονισμού της Βουλής. Η εξεταστική αυτή επιτροπή συστήνεται όταν το μέλoς της Boυλής ή της Kυβέρνησης στo oπoίo, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης στη Boυλή, απoδίδoνται πράξεις ή παραλείψεις πoυ πρoσβάλλoυν την τιμή και την υπόληψή τoυ, ζητήσει με γραπτή αίτησή τoυ τη σύσταση επιτρoπής έρευνας των κατηγoριών. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι να εξοπλίσει το θιγόμενο μέλoς της Boυλής ή της Kυβέρνησης με ένα δραστικό διαδικαστικό μέσο ενάντια στις συκοφαντικές και ψευδείς αιτιάσεις που του αποδίδονται. Σύμφωνα με τη παράγραφο 1 του άρθρου 68 του Κανονισμού πρoσωπικό ζήτημα θεωρείται η μoμφή πoυ περιέχει υβριστική εκδήλωση ατoμικά εναντίoν Boυλευτή ή μέλoυς της Kυβέρνησης, καθώς και η απόδoση σε oμιλητή διαφoρετικής γνώμης από εκείνη που εξέφρασε. Ενώ λοιπόν η διαδικασία συζήτησης επι προσωπικού ζητήματος διενεργείται στην ίδια συνεδρίαση στην οποία δημιουργήθηκε[29], η διαδικασία εξέτασης των κατηγοριών ή αιτιάσεων δια της συστάσεως ειδικής εξεταστικής επιτροπής ακολουθείται στις περιπτώσεις όπου έχει συμβεί προσβολή της τιμής ή της υπόληψης του θιγόμενου μέλους. Η διάταξη αυτή παραπέμπει εννοιολογικά στις αντίστοιχες διατάξεις του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα που αφορούν στα εγκλήματα κατά της τιμής και ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 361,362,363 Π.Κ. όπου τυποποιούνται αντίστοιχα τα αδικήματα της εξύβρισης, δυσφήμησης και συκοφαντικής δυσφήμησης[30]. Ο Κανονισμός της Βουλής βέβαια δεν εξαρτά τη εκκίνηση της ειδικής κοινοβουλευτικής διαδικασίας του αρ. 68§ 10 από την εκκίνηση ή εξέλιξη της σχετικής ποινικής διαδικασίας ούτε απαιτεί την υποβολή σχετικής έγκλησης του παθόντος. Και αυτό διότι ο σκοπός της σύστασης της ειδικής εξεταστικής επιτροπής δεν είναι η τιμωρία του δράστη αλλά η διερεύνηση των καταγγελιών, η ανεύρεση της αλήθειας και η αποκατάσταση της τιμής του παθόντος. Εξάλλου όπως προκύπτει από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης γίνεται λόγος για ΄΄απόδοση΄΄ στο πρόσωπο του θιγομένου πράξεων ή παραλείψεων πoυ πρoσβάλλoυν την τιμή και την υπόληψή τoυ. Η καταγγελία δηλαδή αυτή μπορεί να γίνεται από ορισμένο πρόσωπο μέλος της Βουλής ή της Κυβέρνησης ή και ανωνύμως. Δεν καθιερώνει λοιπόν η συγκεκριμένη διάταξη του Κανονισμού μία θεσμική αντιδικία μεταξύ του καταγγέλοντος και του καταγγελόμενου καθώς το πρόσωπο του καταγγέλοντος δεν μπορεί να συμμετέχει ως τέτοιο με κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα στην εν εξελίξει διαδικασία. Ωστόσο είναι φανερό ότι ο Κανονισμός της Βουλής παραπέμπει και αναφέρεται σχετικά με τον προσδιορισμό των νομικών στοιχείων της κατηγορίας(έννοια της τιμής, έννοια της υπόληψης, έννοια της προσβολής) στους νομοτεχνικούς ορισμούς του ουσιαστικού δικαίου του Ποινικού Κώδικα.
H συζήτηση της αίτησης για τη σύσταση της ειδικής εξεταστικής επιτροπής ολοκληρώνεται σε μία συνεδρίαση και σε αυτήν μετέχουν εκείνος που ζητεί τη σύσταση της επιτρoπής, τα μέλη της Kυβέρνησης και oι Πρόεδρoι των Koινoβoυλευτικών Oμάδων. H σχετική απόφαση της Boυλής λαμβάνεται με μυστική ψηφoφoρία και με την πρoβλεπόμενη από τo άρθρο 67 τoυ Συντάγματoς πλειοψηφία δηλαδή απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών που δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός τετάρτου του όλου αριθμού των βουλευτών, άρα απαιτείται θετική ψήφος τουλάχιστον εβδομήντα πέντε βουλευτών. Για τη συγκρότηση και τη λειτoυργία της επιτρoπής αυτής εφαρμόζoνται αναλόγως oι διατάξεις των άρθρων 144 έως 148 για τις εξεταστικές επιτροπές.
Μια άλλη μορφή εξεταστικής επιτροπής είναι αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 149 του Κανονισμού της Βουλής σύμφωνα με το οποίο η Boυλή μπoρεί να συνιστά με απoφάσεις της εξεταστικές επιτρoπές με αντικείμενo την παρακoλoύθηση και τoν έλεγχo κάθε oργανισμoύ ή επιχείρησης τoυ δημόσιoυ τoμέα. Στις επιτροπές αυτές προβλέπεται διαφορετικό αντικείμενο έρευνας. Η σύσταση εξεταστικών επιτροπών με αντικείμενο τις δημόσιες επιχειρήσεις είναι δυνατή ακριβώς λόγω του ελέγχου και της εποπτείας που ασκείται από το κράτος στις πράξεις των διοικητικών οργάνων τους[31] Παραδεκτή είναι εξάλλου η σύσταση εξεταστικών επιτροπών για θέματα της έμμεσης διοίκησης, ήτοι όταν το κράτος πραγματώνει τους σκοπούς του μέσω ειδικών αυτοτελών νομικών οργανισμών χαρακτηριζόμενων ως νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου[32]
Μία περίπτωση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής είναι και αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 86 § 5 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τη τελευταία αυτή διάταξη αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας. Η διάταξη αυτή η οποία προσετέθη κατά την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 αποβλέπει όπως και η ρύθμιση του αρ.16 Α ν.3126/2003 στον έλεγχο της ουσίας της κατηγορίας σε αυτές τις περιπτώσεις όπου δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δύναται κατόπιν αίτησης του κατηγορουμένου ή των κληρονόμων του η Βουλή να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας. Η Βουλή αποφασίζει κατ ανάλογη εφαρμογή του αρ.86 παρ.3 Σ. με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών ο νόμος όμως δε θέτει κανένα κριτήριο για την αποδοχή η μη αυτής της πρότασης. Η επιτροπή του άρθρου 86 § 5 του Συντάγματος[33] χαρακτηρίζεται από μερίδα της θεωρίας ως ειδική εξεταστική επιτροπή[34] ενώ έτσι χαρακτηριζόταν και από τον προϊσχύσαντα Κανονισμό της Βουλής[35] Η πρόβλεψη ωστόσο της συμμετοχής μη κοινοβουλευτικών προσώπων στην επιτροπή του άρθρου 86 § 5 του Συντάγματος αποτελεί το αποφασιστικό στοιχείο ώστε να μη μπορεί να χαρακτηριστεί η επιτροπή αυτή ως εξεταστική επιτροπή κατά την έννοια του άρθρου 68 § 2 του Συντάγματος.[36]
ΙΙΙ. Η λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών
Η λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών προβλέπεται στο άρθρο 144 του Κανονισμού της Βουλής και ειδικότερα στη παράγραφο 8. Σύμφωνα με τη τελευταία αυτή διάταξη για τα σχετικά ζητήματα εφαρμόζονται κατ’ αρχάς οι αντίστοιχες διατάξεις που ρυθμίζουν τη λειτουργία των διαρκών επιτροπών, ήτοι εν προκειμένω τα άρθρα 31 – 41Β του Κανονισμού της Βουλής, εκτός εάν ειδικά προβλέπεται άλλως. Οι βουλευτές που είναι μέλη εξεταστικών επιτροπών, κατά ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 37 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής έχουν υποχρέωση να παρευρίσκονται στις συνεδριάσεις της επιτροπής[37]. Κάθε εξεταστική επιτροπή διαθέτει δική της γραμματεία. Κατόπιν ανάλογης εφαρμογής του άρθρου 38 § 1 του Κανονισμού της Βουλής, οι συνεδριάσεις των εξεταστικών επιτροπών είναι δημόσιες, με εξαίρεση την ακρόαση εξωκοινοβουλευτικών προσώπων κατά τις παραγράφους 6,7,8 του ίδιου άρθρου, εφόσον αυτό αποφασιστεί από την επιτροπή με εισήγηση του 1/3 των μελών της ή του Προέδρου της.
Το θεματικό αντικείμενο των εξεταστικών επιτροπών δεν μπορεί να υπερβεί τα θέματα αρμοδιότητας της Βουλής. Επιπλέον, όμως, περιορισμούς της εξεταστικής αρμοδιότητας της Βουλής επιβάλλει η εμπλοκή με ζητήματα σχετικά με τα συνταγματικά δικαιώματα και ελευθερίες του πολίτη, όπως για παράδειγμα ζητήματα που σχετίζονται με τον ιδιωτικό βίο ή ζητήματα που αφορούν ή σχετίζονται ή αρύονται από τη λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης.
α. Οι εξεταστικές και ανακριτικές αρμοδιότητες της εξεταστικής επιτροπής
Οι εξεταστικές και ανακριτικές αρμοδιότητες των εξεταστικών επιτροπών καθορίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής στα άρθρα 145-147. Το εύρος των αρμοδιοτήτων αυτών προσδίδουν στις εξεταστικές επιτροπές ιδιαίτερη θέση μεταξύ των κοινοβουλευτικών επιτροπών και μεταξύ των λοιπών μέσων κοινοβουλευτικού ελέγχου. Σύμφωνα λοιπόν με τη διάταξη του άρθρου 145 του Κανονισμού οι εξεταστικές επιτρoπές έχoυν όλες τις αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών, καθώς και τoυ εισαγγελέα πλημμελειoδικών, και ενεργoύν κάθε αναγκαία, κατά την κρίση τoυς, έρευνα για την επίτευξη τoυ σκoπoύ για τoν oπoίo συστάθηκαν. Ο σκοπός αυτός διαφέρει από τον σκοπό που υπηρετεί η ανακριτική αρμοδιότητα στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας ωστόσο υπάρχουν και αρκετά σημεία σύγκλισης[38]. Οι ως άνω αρμοδιότητες ασκoύνται υπό τις προϋποθέσεις και τους όρoυς που ορίζει ο Kώδικας Πoινικής Δικoνoμίας και δεν αναστέλλoνται με τη λήξη της τακτικής συνόδoυ, παύoυν όμως με τη διάλυση της Boυλής πoυ τις διόρισε ή με τη λήξη της βoυλευτικής περιόδoυ. H Boυλή πάντως έχει σε κάθε περίπτωση την αρμοδιότητα να περιoρίσει τις εξoυσίες της εξεταστικής επιτρoπής.
Οι αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών και του εισαγγελέα πλημμελειοδικών καθορίζονται στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων(ν. 4938/2022 ). Πρέπει ωστόσο να διευκρινίσουμε ότι η διάταξη του άρθρου 145 του Κανονισμού που χορηγεί στις εξεταστικές επιτροπές όλες τις αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών, και του εισαγγελέα πλημμελειoδικών και αποτυπώνεται με μία γενική διατύπωση, κατά την ορθότερη τελολογική προσέγιση παραπέμπει στις διατάξεις αυτές του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων που καθορίζουν τις ανακριτικές αρμοδιότητες αυτών και όχι σε εκείνες που αφορούν σε άλλα καθήκοντα διοικητικά ή δικαστικά. Έτσι για παράδειγμα οι διατάξεις του άρθρου 29 του νόμου 4938/2022 όπου ορίζεται ότι στις αρμοδιότητες του εισαγγελέα υπάγονται η διεύθυνση της προανάκρισης, η εποπτεία και ο έλεγχος των αστυνομικών αρχών αναφορικά με την πρόληψη και τη δίωξη των εγκλημάτων, η κίνηση της ποινικής δίωξης, ο έλεγχος των δικαστικών επιμελητών, των συμβολαιογράφων κλπ δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής και να αποτελέσουν αντικείμενο θεσμικής αρμοδιότητας των εξεταστικών επιτροπών καθώς εκφεύγουν του θεματικού αντικειμένου για τη εκπλήρωση του οποίου προβλέπεται η σύστασή τους. Περαιτέρω σύμφωνα με τον ισχύοντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στη ποινική διαδικασία επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικού μέσου ενώ τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα είναι: α) οι ενδείξεις· β) η αυτοψία· γ) η πραγματογνωμοσύνη· δ) η ομολογία του κατηγορουμένου· ε) οι μάρτυρες και στ) τα έγγραφα[39]. Τα αποδεικτικά αυτά μέσα μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαδικαστικής χρήσης από την εξεταστική επιτροπή η οποία δύναται κατά κρίση να χρησιμοποιεί εκείνο το αποδεικτικό μέσο που μπορεί να οδηγήσει ευχερέστερα στην ανακάλυψη της ουσιαστικής αλήθειας. Ένα ερώτημα που πιθανόν να τίθεται είναι το εάν οι εξεταστικές επιτροπές έχουν επιπλέον και τις εξουσίες και τις διαχειριστικές αρμοδιότητες που προβλέπονται ειδικά για τους οικονομικούς εισαγγελείς. Οι εισαγγελείς οικονομικού εγκλήματος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 35 ΚΠΔ διενεργούν προκαταρκτική εξέταση είτε αυτοπροσώπως είτε παραγγέλλοντας σχετικά τους γενικούς ή ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους, για τη διακρίβωση τυχόν τέλεσης μείζονος ποινικής απαξίας, κατά την κρίση του Προϊσταμένου του Τμήματος Οικονομικού Εγκλήματος, φορολογικών, οικονομικών και οποιωνδήποτε άλλων συναφών εγκλημάτων, εφόσον αυτά τελούνται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία. Επίσης, στην αρμοδιότητά τους υπάγονται τα κακουργήματα που τελούν Υπουργοί ή Υφυπουργοί και δεν καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος, καθώς και τα κακουργήματα που τελούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητά τους, βουλευτές, μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκπροσωπούν την Ελλάδα, γενικοί και ειδικοί γραμματείς της Κυβέρνησης, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες σύμβουλοι ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κάθε υπάλληλος κατά την έννοια της περ. α` του άρθρου 13 Π.Κ. και όσοι υπηρετούν μόνιμα ή πρόσκαιρα και με οποιαδήποτε ιδιότητα ή σχέση: α) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκαν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, εφόσον τα ιδρυτικά νομικά πρόσωπα συμμετέχουν στη διοίκησή τους ή τα νομικά αυτά πρόσωπα είναι επιφορτισμένα με εκτέλεση κρατικών προγραμμάτων οικονομικής ανασυγκρότησης ή ανάπτυξης και β) σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, στα οποία, κατά τις κείμενες διατάξεις, μπορούν να διατεθούν από το Δημόσιο και από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου επιχορηγήσεις ή χρηματοδοτήσεις, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτήν, εφόσον αυτά σχετίζονται με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των ίδιων ή τρίτων ή την πρόκληση βλάβης στο Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή στα ανωτέρω νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου
Παρότι στη σχετική διάταξη του Κανονισμού της Βουλής δεν διευκρινίζεται εάν η εξεταστική επιτροπή διαθέτει και αυτές τις διευρυμένες εξουσίες των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος[40] θεωρούμε ότι η ευρεία εξεταστική αρμοδιότητα αυτής, η ευρύτητα και σπουδαιότητα των ζητημάτων με τα οποία ασχολείται αλλά και η ιδιαίτερη νομική και θεσμική της υπόσταση και θέση απαιτεί την αναγνώριση του δικαιώματος αυτής να κάνει χρήση των εξεταστικών και ανακριτικών αρμοδιοτήτων και των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος. Ένας περιορισμός στην ως άνω δυνατότητα τίθεται όσον αφορά στις αρμοδιότητες αυτές που έχουν καθαρά δικαστικό χαρακτήρα και στόχο τη θεραπεία των σκοπών της ποινικής διαδικασίας που είναι διάφορος από αυτόν των εξεταστικών επιτροπών όπως για παράδειγμα είναι οι αρμοδιότητες της παραγράφου 2 του άρθρου 36 ΚΠΔ όπου ορίζεται ότι οι εισαγγελείς του άρθρου 33, όταν διενεργούν προκαταρκτική εξέταση για τη διακρίβωση τέλεσης εγκλημάτων της αρμοδιότητάς τους, έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν, με αιτιολογημένη διάταξή τους, σε δεσμεύσεις τραπεζικών λογαριασμών, περιεχομένου τραπεζικών θυρίδων και περιουσιακών εν γένει στοιχείων (κινητών και ακινήτων), προς τον σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου.
Όσον αφορά ειδικότερα στις διαδικαστικές κα δικονομικές εξουσίες της επιτροπής ισχύουν τα εξής :μία θεμελιώδης δικονομική αρμοδιότητα και δικαίωμα της επιτροπής είναι το δικαίωμα να ζητεί πρoφoρικές ή γραπτές πληρoφoρίες από δημόσιες αρχές, διoικήσεις νoμικών πρoσώπων δημόσιoυ και ιδιωτικoύ δικαίoυ, καθώς και από τoυς πoλίτες, Έχει επίσης το δικαίωμα να ζητεί να πρoσκoμιστoύν δημόσια και άλλα έγγραφα πoυ υπάρχoυν στα αρχεία τoυ Kράτoυς. Tα έγγραφα των νoμικών πρoσώπων δημόσιoυ ή ιδιωτικoύ δικαίoυ ζητoύνται είτε απευθείας είτε διαμέσoυ τoυ Yπoυργoύ πoυ ασκεί την κατά νόμo επoπτεία ενώ οι διoικήσεις των νoμικών πρoσώπων δεν δικαιούνται να αρνηθούν αλλά έχoυν υπoχρέωση να παραδίδoυν τα έγγραφα πoυ τoυς ζητήθηκαν. Αν τα έγγραφα ζητήθηκαν από Yπoυργό της Κυβέρνησης ο τελευταίος έχει υπoχρέωση να τα πρoσκoμίζει σε πρωτότυπα ή επικυρωμένα αντίγραφα εκτός και εάν κρίνει ότι με την ανακoίνωσή τoυς απειλείται βλάβη των συμφερόντων τoυ Kράτoυς και ιδίως όταν πρόκειται για διπλωματικό ή στρατιωτικό μυστικό πoυ αφoρά την ασφάλεια τoυ Kράτoυς
H επιτρoπή για την επίτευξη του σκοπού της σύστασής της έχει δικαίωμα να καλεί και να εξετάζει μάρτυρες, να ενεργεί αυτoψία ή να διατάσσει πραγματoγνωμoσύνη με τoυς όρoυς και τις διατυπώσεις πoυ πρoβλέπoνται από τις διατάξεις τoυ Kώδικα Πoινικής Δικoνoμίας. Oι κλήσεις των μαρτύρων και τα εντάλματα βίαιης πρoσαγωγής τoυς υπoγράφoνται από τoν Πρόεδρo της επιτρoπής ή, κατά τις περιστάσεις, από τoν εντεταλμένo την ενέργεια oρισμένης έρευνας και διαβιβάζoνται στoν εισαγγελέα με την επιμέλεια τoυ oπoίoυ και εκτελoύνται, ενώ οι απoζημιώσεις των μαρτύρων, των πραγματoγνωμόνων και γενικά των πρoσώπων των oπoίων ζητήθηκε η συνδρoμή κατά την εξέταση ρυθμίζoνται σύμφωνα με τις διατάξεις τoυ Kώδικα Πoινικής Δικoνoμίας ή πρoκειμένoυ για δημoσίoυς υπαλλήλoυς σύμφωνα με τις διατάξεις τoυ Δημoσιoϋπαλληλικoύ Kώδικα πoυ καθoρίζoυν τα oδoιπoρικά έξoδα.
Σύμφωνα επίσης με τη διάταξη του άρθρου 147 παρ.3 του Κανονισμού τα άρθρα 224 και 225 τoυ Πoινικoύ Kώδικα εφαρμόζoνται και για τoυς μάρτυρες πoυ εξετάζoνται από την επιτρoπή ή από τoυς κατά την παράγραφo 6 εντεταλμένoυς. Η διάταξη αυτή η οποία έχει ψηφισθεί πριν από την εισαγωγή του νέου Ποινικού Κώδικα(νόμος 4619/2019)[41] παραπέμπει στα άρθρα 224 και 225 του προγενέστερου και ήδη καταργηθέντος Κώδικα και συγκεκριμένα στα αδικήματα της ψευδορκίας(αρ.224 Π.Κ.) και της ψευδούς ανωμοτί καταθέσεως(αρ.225 Π.Κ.). ‘Ηδη από της εισαγωγής και θέσεως σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα τα εν λόγω αδικήματα έχουν συγχωνευτεί στο αδίκημα του άρθρου 224 Π.Κ. περί ψευδούς καταθέσεως.[42]
Τέλος στη διάταξη του άρθρου 147 παρ.5 του Κανονισμού ορίζεται ότι ο Πρόεδρoς της εξεταστικής επιτρoπής έχει τις εξoυσίες ανακριτή σύμφωνα με τo άρθρo 252 παρ. 3 τoυ Kώδικα Πoινικής Δικoνoμίας σε περίπτωση διαταραχής της ησυχίας και ευταξίας των εργασιών της ή εναντίωσης στα μέτρα πoυ διέταξε. Στο άρθρο αυτό του νέου πλέον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας[43] ορίζεται ότι εάν κάποιος, όσο γίνονται οι παραπάνω ή άλλες ανακριτικές πράξεις, διαταράσσει με οποιονδήποτε τρόπο την ησυχία και την τάξη ή εναντιώνεται στα μέτρα που διατάχθηκαν, ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι έχουν δικαίωμα να διατάξουν την απομάκρυνσή του. Av αυτός επιμένει να θορυβεί ή να εναντιώνεται, μπορούν να διατάξουν την κράτησή του έως είκοσι τέσσερις ώρες[44].
H εξεταστική επιτρoπή μπoρεί για λόγους οικονομίας χρόνου ή καλύτερου συντονισμού των εργασιών της να αναθέτει την ενέργεια oρισμένων ειδικά κατoνoμαζόμενων πράξεων έρευνας σε ένα ή περισσότερα μέλη της ή σε εφέτη ή πρωτoδίκη πoυ υπηρετoύν στην περιφέρεια όπoυ πρόκειται να διεξαχθεί η σχετική έρευνα. Tην ενέργεια πράξεων έρευνας στην αλλoδαπή η επιτρoπή μπoρεί να την αναθέτει στην κατά τόπo αρμόδια πρoξενική αρχή. Oι εξoυσιoδoτημένoι για την ενέργεια συγκεκριμένων πράξεων έρευνας έχoυν, για τις πράξεις αυτές, τις ίδιες εξoυσίες πoυ έχει η εξεταστική επιτρoπή και o Πρόεδρός της, εκτός αν η επιτρoπή απoφασίσει oπoτεδήπoτε να τις περιoρίσει.
ΙV. Η λήξη των εργασιών της εξεταστικής επιτροπής
Όταν ολοκληρωθεί η έρευνα το αποδεικτικό υλικό βρίσκεται στη διάθεση της επιτρoπής, η οποία οφείλει να το αξιολογήσει και να συντάξει αιτιoλoγημένo πόρισμα, στo oπoίo καταχωρίζoνται και oι γνώμες της τυχόν μειoψηφίας. Mέσα στην πρoθεσμία πoυ oρίζει η απόφαση για τη σύσταση της εξεταστικής επιτρoπής ή για την τυχόν παράτασή της τo πόρισμα της επιτρoπής μαζί με τις απoδείξεις υπoβάλλεται στην Oλoμέλεια της Boυλής, ανακoινώνεται και καταχωρίζεται στα Πρακτικά. Mε πρόταση τoυ ενός πέμπτoυ (1/5) τoυ συνόλoυ των Boυλευτών, τo πόρισμα της εξεταστικής επιτρoπής εγγράφεται στην ημερήσια διάταξη για συζήτηση, πoυ διεξάγεται με ανάλoγη εφαρμoγή των διατάξεων τoυ άρθρoυ 137. Το πόρισμα δεν είναι δεσμευτικό για τη Βουλή, η οποία μπορεί να υιοθετήσει διαφορετική γνώμη για το υπό κρίση θέμα. Αν όμως αποδεχθεί την γνώμη της επιτροπής, τότε η Ολομέλεια της Βουλής δεσμεύεται για τη συγκεκριμένη βουλευτική περίοδο να ενεργήσει σύμφωνα με αυτό.[45]
[1]Πρώτη Δημοσίευση , ΠοινΔικ τ 8-9/.2024, σελ.788-797
[2] Ο όρος ευθύνη προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη ΄΄ εύθυνα΄΄ και εννοεί τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από μία θέση που κατέχει κάποιος ή μία ιδιότητα που έχει. Παράλληλα με την έννοια αυτή εννοείται η υποχρέωση που αναλαμβάνει το ανωτέρω πρόσωπο ως προς την εκπλήρωση των καθηκόντων και λογοδοσίας ή απολογίας για τις σχετικές ενέργειες του.
[3] Δαγκλής Η. Ποινική Ευθύνη Υπουργών, Δογματική, συγκριτική και ιστορική προσέγγιση, εκδ.Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, σελ.10
[4]
Σύμφωνα με το άρθρο 46 ν.δ. 802/1971 με τίτλο΄΄Αγωγή αποζημιώσεως - Αστική ευθύνη του Δημοσίου΄΄ οριζόταν:΄΄ 1. Εκ των εν τω παρόντι οριζομένων εγκλημάτων γεννάται κατά του καταδικασθέντος μέλους Κυβερνήσεως ή Υφυπουργού και αγωγή αποζημιώσεως υπέρ του ζημιωθέντος. Η αγωγή εγείρεται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων και εκδικάζεται κατά τάς κειμένας διατάξεις. 2. Το Δημόσιον ενέχεται είς αποζημίωσιν ένεκα παρανόμων πράξεων ή παραλείψεων μελών της Κυβερνήσεως και Υφυπουργών, εκτός εάν η πράξις ή η παράλειψις εγένετο κατά παράβασιν διατάξεως κειμένης χάριν του γενικού συμφέροντος. Μετά του Δημοσίου ενέχεται είς ολόκληρον και το μέλος της Κυβερνήσεως ή ο Υφυπουργός, εάν η πράξις ή η παράλειψις αυτού είναι υπαιτία, και εφ` όσον εχώρησεν καταδίκη.΄΄
[5] Το άρθρο 38 του ν.3528/2007 που έχει τίτλο ΄΄Αστική Ευθύνη΄΄ ορίζει:΄΄ 1. Ο υπάλληλος ευθύνεται έναντι του Δημοσίου για κάθε ζημιά την οποία προξένησε σε αυτό από δόλο ή βαρεία αμέλεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο υπάλληλος ευθύνεται επίσης για την αποζημίωση την οποία κατέβαλε το Δημόσιο σε τρίτους για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, εφόσον οφείλονται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια. Ο υπάλληλος δεν ευθύνεται έναντι των τρίτων για τις ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις του….6. Ειδικές διατάξεις για την προσωπική αστική ευθύνη των δημοσίων υπαλλήλων έναντι των τρίτων διατηρούνται σε ισχύ.΄΄
[6] Χρυσόγονος Κ, Συνταγματικό Δίκαιο,΄Β εκδ, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,2014,σελ. 556, Σπηλιωτόπουλος Ε, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, τομ. Ι, εκδ.Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 246 επ., Μαυριάς Γ.Κ, Συνταγματικό Δίκαιο, 5η εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, Δίκαιο και Οικονομία, Αθήνα, 2014,σελ. 617-618
[7] Το άρθρο εξάλλου 2 παρ.3 του εκτελεστικού νόμου 3126/2003 ορίζει ότι ΄΄Οι Υπουργοί θεωρούνται υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 περ. α` του Ποινικού Κώδικα΄΄. Διευκρινίζει δηλονότι ότι οι Υπουργοί θεωρούντα υπάλληλοι μόνο στα πλαίσια και κατά την έννοια του Ποινικού Κώδικα
[8] Το άρθρο 105 ΕισΝΑΚ(ΑΝ 2783/1941) ορίζει:΄΄ Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών.΄΄
[9] Σύμφωνα με το άρθρο 85 Συντάγματος ΄΄Τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, καθώς και οι Υφυπουργοί είναι συλλογικώς υπεύθυνοι για τη γενική πολιτική της Κυβέρνησης και καθένας από αυτούς για τις πράξεις ή παραλείψεις της αρμοδιότητάς του, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων για την ευθύνη των Υπουργών. Σε καμία περίπτωση η εγγραφή ή προφορική εντολή του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαλλάσσει τους Υπουργούς και τους Υφυπουργούς από την ευθύνη τους.΄΄
[10] Βενιζέλος Ε., Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Αναθεωρημένη έκδοση, Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 2008, σελ. 383, Τσάτσος Δ., Συνταγματικό Δίκαιο,τ.΄Β, Οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας, Αντ.Σάκκουλας εκδ.΄Β, Αθήνα-Κομοτηνή, 1993,σελ.205, Χρυσόγονος Κ, Συνταγματικό Δίκαιο,΄Β εκδ, Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη,2014,σελ. 439 επ.
[11]Αντίθετα σε αρκετά δυτικά κράτη ισχύει ο θεσμός των δύο κοινοβουλευτικών σωμάτων(δικαμεραλισμός ), όπως για παράδειγμα στις Η.Π.Α., στη Γερμανία, στη Μ.Βρετανία κ.α.
[12] Τα μέσα άσκησης του κοινοβουλευτικού ελέγχου κατοχυρώνονται στις διατάξεις του Συντάγματος και απαριθμούνται ενδεικτικά στον Κανονισμό της Βουλής.
[13] Το Βασίλειο της Αγγλίας ιδρύθηκε στα μέσα του 9ου αιώνα, ενώ αυτό που αναγνωρίζεται σήμερα ως Αγγλία δημιουργήθηκε το 927 μ.Χ., όταν και το τελευταίο από τα βασίλεια της Επταρχίας τέθηκε υπό την κυριαρχία του αγγλικού στέμματος.
[14] Το αγγλικό πολιτειακό παράδειγμα θεωρείται ως προπομπός των σύγχρονων κυβερνητικών συστημάτων, συνδυάζοντας μοναδικά ιστορικά πολιτικά χαρακτηριστικά, βλ.σχετ. Χρήστου Γ. Σγουρίτσα, Η οργάνωσις της κυβερνήσεως και η κοινοβουλευτική ευθύνη των υπουργών κατά το νέον σύνταγμα της 3ης Ιουνίου 1927,Αθήνα, 1931, σελ. 90
[15] Δερβιτσιώτης Α. Οι Εξεταστικές Επιτροπές του άρθρου 68§ 2 του Συντάγματος του 1975/1986, εκδ.Αντ.Σάκκουλα,Αθήνα-Κομοτηνή,1986, σελ.21 επ. με τις εκεί περαιτέρω παραπομπές.
[16] Πρόκειται για τον Νόμο 50-10 της 6ης Ιανουαρίου 1950 που κωδικοποίησε τα κείμενα που αφορούσαν τις δημόσιες εξουσίες, καθώς και τον συμπληρωματικό Νόμο της 8ης Δεκεμβρίου 1953.
[17] Η εξεταστική αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου προβλέπεται στο νομοθετικό διάταγμα (Ordonnance) Νο 58-1100 της 17ης Νοεμβρίου 1958
[18] Δερβιτσιώτης Α. Οι Εξεταστικές Επιτροπές του άρθρου 68§ 2 του Συντάγματος του 1975/1986,ο.π. σελ.32 επ. με πλούσια σχετική βιβλιογραφία
[19] Το άρθρο 82 του Πρωσικού Συντάγματος του 1850 αν και ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού μεταξύ του πρωσισικού θρόνου και της πρωσική Συνέλευσης ρύθμισε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα τη λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών στη Γερμανία.
[20] Τα κρατίδια αυτά είναι η Βάδη-Βυτεμβέργη, η Βαυαρία, το Βερολίνο και το Σααρλαντ
[21] Σημειωτέον ότι οι εξεταστικές επιτροπές δεν έχουν το δικαίωμα να γνωμοδοτούν προς άλλες επιτροπές.
[22] Το άρθρο 68 Σ. εμπεριέχεται στο Μέρος Τρίτο – Οργάνωση και Λειτουργίες της Πολιτείας, Τμήμα Γ΄ - Βουλή, Κεφάλαιο Τέταρτο – Οργάνωση και Λειτουργία της Βουλής
[23] Το Κεφάλαιο Δ΄ εμπεριέχεται στο Μέρος Τέταρτο με τίτλο ΄΄Ειδικές Διαδικασίες΄΄
[24]Φουντεδάκη Π., «Οι προϋποθέσεις σύστασης εξεταστικής επιτροπής. Συμβολή στην ερμηνεία του
άρθρου 68 παρ. 2 εδ. α του Συντάγματος», σε Αρμενόπουλο, τόμ. 41, 1987, σελ. 641.
[25] Καλυβιώτου Μ., σε συλλογικό έργο Φ. Σπυρόπουλος, Ξ. Κοντιάδης, Χ. Ανθόπουλος, Γ. Γεραπετρίτης, Το Σύνταγμα – Κατ’ άρθρο ερμηνεία, Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, 2017
[26]Βλ αναλυτικά τις διάφορες διατυπωθείσες θέσεις σε Δερβιτσιώτης Α. Οι Εξεταστικές Επιτροπές του άρθρου 68§ 2 του Συντάγματος του 1975/1986,ο.π. σελ.79-84
[27] Στη περίπτωση δηλαδή αυτή εφαρμόζεται η αρχή της της σχετικής πλειοψηφίας των τουλάχιστον εκατόν είκοσι βουλευτών
[28] Δαγτόγλου Π, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 7η εκδ, Σάκκουλας, Αθήνα – Θεσσαλονίκη,2015, σελ. 446 επ.
[29] Η διαδικασία της συζήτησης καθορίζεται στις παραγράφους 2-9 του άρθρου 68 του Κανονισμού της Βουλής
[30] Τα περισσότερα από τα αδικήματα του Κεφαλαίου του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα για τα εγκλήματα κατά της τιμής διώκονται κατόπιν εγκλήσεως του δικαιούχου. Για τα εγκλήματα κατά της τιμής και τα στοιχεία της νομοτυπικής τους μορφής βλ. αναλυτικά σε Παπαγεωργίου Γονατά Σ. Ο σκοπός δυσφήμησης στα εγκλήματα κατά της τιμής, εκδ.Νομική Βιβλιοθηκη,2016
[31] Δερβιτσιώτης Α. Οι Εξεταστικές Επιτροπές του άρθρου 68§ 2 του Συντάγματος του 1975/1986,ο.π. σελ.134
[32] Δαγτόγλου Π, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, ο.π. , σελ. 457 επ.
[33] Η ως άνω συνταγματική διάταξη, η διατύπωση της οποίας επαναλαμβάνεται στο άρθρο 155 § 11 εδ. α΄ του Κανονισμού της Βουλής, προβλέπει τη δυνατότητα του κατηγορηθέντος μέλους ή κληρονόμων του να επαναφέρει το ζήτημα προτείνοντας τη σύσταση ειδικής επιτροπής για έρευνα της κατηγορίας προκειμένου να αποκατασταθεί ηθικά, στις περιπτώσεις μη περάτωσης της διαδικασίας
[34] Ράικος Α., Συνταγματικό Δίκαιο, τόμ. Α΄, τεύχ. Β΄ εκδ Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 1990, σελ. 440 επ.
[35] Ο προϊσχύσας Κανονισμός της Βουλής στο άρθρο 28 υπό τον τίτλο «Ειδικαί Εξεταστικαί Επιτροπαί» όριζε: «Η Ειδική Εξεταστική Επιτροπή του άρθρου 86 § 3 του Συντάγματος απαρτίζεται εκ δώδεκα βουλευτών, οριζομένων συμφώνως προς το άρθρο 10, ως και εκ πέντε Αρεοπαγιτών εκ των προ της κατηγορίας διωρισμένων, κληρουμένων κατά την διαδικασίαν του άρθρου 86 § 1 του Συντάγματος και του άρθρου 103 § 2 του Κανονισμού. Ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής εκλέγονται υπό των κοινοβουλευτικών μελών αυτής και μεταξύ τούτων. Η Επιτροπή λειτουργεί και διαθέτει τας εξουσίας των εξεταστικών επιτροπών, υποβάλλει δε εις την Βουλήν πόρισμα επί του διεξαχθέντος παρ’ αυτής ελέγχου, κατά τα οριζόμενα σχετικώς προκειμένου περί των εξεταστικών επιτροπών. Προς διενέργειαν προανακρίσεως επί κατηγορίας κατά Υπουργού κατά το άρθρον 86 § 1 του Συντάγματος και προς έλεγχον αιτιάσεως κατά βουλευτών συγκροτούνται Ειδικαί Εξεταστικαί Επιτροπαί κατά τα εις τας παραγράφους 5 επ. του άρθρου 102 και παράγραφο 4 του άρθρου 54 οριζόμενα
[36] Δερβιτσιώτης Α. Οι Εξεταστικές Επιτροπές του άρθρου 68§ 2 του Συντάγματος του 1975/1986,ο.π. σελ.142
[37] Η ρύθμιση αυτή αποβλέπει σε δύο στόχους. Η παρουσία των βουλευτών, οι οποίοι δεν είναι μέλη της επιτροπής, καθώς και η παρουσία των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών στις συνεδριάσεις των εξεταστικών επιτροπών δεν προβλέπεται τόσο στο άρθρο 68 παρ. 2 του Συντάγματος , όσο και στις σχετικές για τις εξεταστικές επιτροπές διατάξεις των άρθρων 144 και 148 του Κανονισμού της Βουλής. Όπως είναι γνωστό το δικαίωμα εισόδου και λόγου των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών προβλέπει η διάταξη του άρθρου 66 παρ. 2 του Συντάγματος. Στην κοινοβουλευτική πράξη, η απαγόρευση της εισόδου, στις συνεδριάσεις των εξεταστικών επιτροπών, των βουλευτών, οι οποίοι δεν είναι μέλη της επιτροπής, καθώς και των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών λαμβάνεται με την απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, με την οποία συστήνεται η επιτροπή. Η διάταξη του άρθρου 37 παρ. 4 του Κανονισμού της Βουλής, η οποία κατοχυρώνει το δικαίωμα εισόδου και λόγου των Υπουργών και των Υφυπουργών στις συνεδριάσεις των διαρκών επιτροπών, δεν εφαρμόζεται αναλόγως στη διαδικασία των εξεταστικών επιτροπών
[38] Η διαφορά του σκοπού της ποινικής διαδικασίας από αυτόν της κοινοβουλευτικής επιτρέπει την παράλληλη λειτουργία και εξέλιξη των δύο διαδικασιών, χωρίς η μία να επηρεάζει το κύρος ή τη διαδικαστική πορεία της άλλης.
[39] Για τα αποδεικτικά μέσα, τα στοιχεία και τις προϋποθέσεις αυτών βλ. μεταξύ άλλων Κωνσταντινίδης Α.Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η εκδ Σάκκουλας, 2020, σελ204 επ., Παπαδαμάκης Α. Ποινική Δικονομία, 9η εκδ.Σάκκουλα,2019, σελ. 187 επ. Τριανταφύλλου Α,Ζητήματα μαρτυρικής απόδειξης στη ποινική δίκη, εκδ ΠΝ Σάκκουλας, 2014
[40] Οι σχετικές διατάξεις για την αρμοδιότητα και τις εξουσίες των εισαγγελέων οικονομικού εγκλήματος διαμορφώθηκαν ως άνω με το άρθρο 29 ν. 4800/2021,ΦΕΚ Α 81/21.5.2021.
[41] Ο νέος Ποινικός Κώδικας (ΦΕΚ Α΄ 95/11.06.2019) έχει αρχίσει να ισχύει από την 1η Ιουλίου 2019.
[42] Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα στο άρθρο 224 τυποποιείται το έγκληµα της ψευδού ςκατάθεσης, στο οποίο έχουν ενωθεί οι διατάξεις των άρθρων 224 και 225 του προγενέστερου Π.Κ. για την ψευδορκία και την ψευδή ανώµοτη κατάθεση. Η διάκριση των δύο περιπτώσεων (ένορκη ή ανώµοτη κατάθεση) δεν θεωρείται πλέον κρίσιµη και οι ποινές έχουν εξοµοιωθεί, αφού γίνεται γενικώς δεκτό, ότι ο όρκος δεν επηρεάζει πλέον την «ετοιµότητα» ψευδών καταθέσεων.
[43] Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με το νόμο 4620/2019 (ΦΕΚ Α΄ 96/11.06.2019) και η ισχύς του αρχίζει από την 1η Ιουλίου 2019
[44] Σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με την ίδια διάταξη το γεγονός αυτό της διατάραξης της τάξης, της απομάκρυνσης του θορυβούντος ή της κράτησης του αναφέρεται στην έκθεση της ανάκρισης.
[45] Δερβιτσιώτης Α. Οι Εξεταστικές Επιτροπές του άρθρου 68§ 2 του Συντάγματος του 1975/1986,ο.π. σελ.190
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.