Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου
2013 [αίτηση του Juzgado de lo Mercantil no
3 de Barcelona
(Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] —
Mohamed Aziz κατά Caixa d’Estalvis de Catalunya,
Tarragona i Manresa (Catalunyacaixa)
(Υπόθεση C-415/11) (1
)
(Οδηγία 93/13/ΕΟΚ — Συμβάσεις που συνάπτονται με
καταναλωτές — Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου — Διαδικα
σία εκτελέσεως ενυπόθηκης απαιτήσεως — Δικαιοδοσία του
εθνικού δικαστηρίου της ουσίας — Καταχρηστικές ρήτρες
— Κριτήρια εκτιμήσεως)
(2013/C 141/07)
Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική
Αιτούν δικαστήριο
Juzgado de lo Mercantil no
3 de Barcelona
Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης
Mohamed Aziz
κατά
Caixa d’Estalvis de Catalunya, Tarragona i Manresa (Catalunya
caixa)
Αντικείμενο
Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως — Juzgado de lo Mercantil —
Ερμηνεία του σημείου 1, στοιχεία e) και q), του παραρτήματος της
οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993,
σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτο
νται με καταναλωτές (ΕΕ L 95, σ. 29) — Ρήτρες έχουσες ως
αντικείμενο ή ως συνέπεια τη σε βάρος του καταναλωτή που δεν
εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του απαίτηση καταβολής δυσανάλογα
υψηλού ποσού αποζημιώσεως — Σύμβαση ενυπόθηκου δανείου —
Διατάξεις του εθνικού δικονομικού δικαίου στον τομέα της αναγκα
στικής εκτελέσεως κατά βαρυνόμενων με υποθήκη ή ενέχυρο πραγ
μάτων, οι οποίες περιορίζουν τους λόγους ανακοπής που μπορεί να
προβάλει ο καθού η εκτέλεση
Διατακτικό
1) Η οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου
1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων
που συνάπτονται με καταναλωτές, πρέπει να ερμηνευθεί υπό
την έννοια ότι αποκλείει μια κανονιστική ρύθμιση κράτους
μέλους όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία, ενώ δεν
προβλέπει στο πλαίσιο διαδικασίας εκτελέσεως ενυπόθηκης
απαιτήσεως λόγους ανακοπής αντλούμενους από τον καταχρη
στικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας η οποία αποτελεί βάση
του εκτελεστού τίτλου, δεν παρέχει στο δικαστήριο της
ουσίας, το οποίο είναι αρμόδιο για την εκτίμηση του καταχρη
στικού χαρακτήρα μιας τέτοιας ρήτρας, τη δυνατότητα
λήψεως προσωρινών μέτρων, όταν η λήψη των μέτρων
αυτών είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της πλήρους απο
τελεσματικότητας της αποφάσεώς του.
2) Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 πρέπει να
ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι:
— η έννοια της «σημαντικής ανισορροπίας», σε βάρος του
καταναλωτή πρέπει να εκτιμάται διά της αναλύσεως των
εθνικών κανόνων που ισχύουν ελλείψει συμφωνίας μεταξύ
των συμβαλλομένων, προκειμένου να εκτιμηθεί αν, και,
ενδεχομένως, σε ποιο βαθμό, η σύμβαση περιάγει τον
καταναλωτή σε έννομη κατάσταση λιγότερο ευνοϊκή σε
σχέση με εκείνη που προβλέπει η εφαρμοστέα εθνική
νομοθεσία. Ομοίως, είναι χρήσιμο προς τούτο να εξεταστεί
η νομική κατάσταση του εν λόγω καταναλωτή, λαμβανο
μένων υπόψη των μέσων που διαθέτει, σύμφωνα με την
εθνική κανονιστική ρύθμιση, για την παύση της χρήσεως
καταχρηστικών ρητρών·
— για να εξακριβωθεί η εν λόγω ανισορροπία δημιουργείται
«παρά την απαίτηση καλής πίστης», πρέπει να εξεταστεί αν
ο επαγγελματίας, έχοντας συμβληθεί νομίμως και θεμιτώς
με τον καταναλωτή, μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι ο
καταναλωτής θα δεχθεί την οικεία ρήτρα κατόπιν ατομικής
διαπραγματεύσεως.
Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/13 πρέπει να
ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το παράρτημα στο οποίο παρα
πέμπει η διάταξη αυτή περιλαμβάνει ενδεικτικό και όχι εξαντ
λητικό κατάλογο των ρητρών που μπορούν να κριθούν κατα
χρηστικές.
(1) ΕΕ C 331 της 12.11.2011.
Σημειωτέον ότι η ανωτέρω απόφαση αφορά σε ανακοπή που ασκήθηκε σε δίκη περί την εκτέλεση.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣχετικές και πρόσφατες είναι και οι παρακάτω αποφάσεις του ΔΕΕ αναφορικά με την αυτεπάγγελτη προστασία των καταναλωτών σε Κοινοτικό επίπεδο:
1) Η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτήν κανονιστική ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία δεν παρέχει την εξουσία στο εθνικό δικαστήριο, που έχει επιληφθεί αιτήσεως για την έκδοση διαταγής πληρωμής να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, κατά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας ή σε κάθε στάση της δίκης, και μολονότι διαθέτει όλα τα προς τούτο αναγκαία νομικά και πραγματικά στοιχεία, τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας περί επιτοκίου υπερημερίας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, στην περίπτωση κατά την οποία ο τελευταίος δεν έχει ασκήσει ανακοπή (ΔΕΕ C-618/10, Banco Espaniol de Credito SA κατά Joaquin Calderon Camino, απόφαση της 14-6-2012).
2) Τα άρθρα 6, παράγραφος 1 και 7, παρ1, της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχουν την έννοια ότι ο εθνικός Δικαστής που διαπίστωσε αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας συμβατικής ρήτρας δεν οφείλει, προκειμένου να είναι σε θέση να συναγάγει τις συνέπειες της διαπιστώσεως αυτής, να αναμένει εως ότου ο καταναλωτής, αφού ενημερωθεί για τα δικαιώματά του, προβεί σε δήλωση με την οποία ζητεί να ακυρωθεί η εν λόγω ρήτρα. Προκειμένου να εκτιμήσει τον ενδεχομένως καταχρηστικό χαρακτήρα της συμβατικής ρήτρας στην οποία στηρίζεται η αγωγή της οποίας έχει επιληφθεί, ο εθνικός Δικαστής πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις υπόλοιπες ρήτρες της συμβάσεως. (ΔΕΕ υπόθεση C-472/11, Banif Plus Bank Zrt κατά Csaba Csipai, Viktoria Csipai απόφαση της 21-2-2013).
3) Σύμφωνα με το άρθρο 6, παρ 1 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, έχει την έννοια ότι, κατά την εξακρίβωση του ζητήματος αν μια σύμβαση την οποία έχει συνάψει ένας επαγγελματίας με καταναλωτή και η οποία περιέχει μια ή περισσότερες καταχρηστικές ρήτρες μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις ρήτρες αυτές, ο δικάζων Δικαστής, δεν μπορεί να βασίζεται μόνο στο ότι η ακύρωση ολόκληρης της σύμβασης αυτής ενδέχεται να είναι ευνοϊκή για έναν από τους συμβαλλόμενους, εν προκειμένω για τον καταναλωτή. Η εν λόγω Οδηγία δεν απαγορεύει πάντως στα κράτη-μέλη να προβλέπουν, τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης, ότι η σύμβαση την οποία έχει συνάψει ένας επαγγελματίας με καταναλωτή και η οποία περιέχει μία ή περισσότερες καταχρηστικές ρήτρες είναι εξ ολοκλήρου άκυρη, αν η ακυρότητα αυτή παρέχει τελικά καλύτερη προστασία στον καταναλωτή (ΔΕΕ, υπόθεση C-453/10, Jana Perenicova & Vladislav Perenic κατά SOS finance spol. Sr.o).