Απόφαση 626 / 2019 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 626/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Αναστασάκο, Μαρία Γεωργίου και Σταματική Μιχαλέτου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 5 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της αποφάσεως 3628/2018 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Με κατηγορουμένη την Α. Λ. του Μ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη. Και με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Ζ. του Κ., κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδων Οικονόμου.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πλιώτας, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ' αριθμ. 76/2018 από 24 Δεκεμβρίου 2018 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 6/2019.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 505§2 του ΚΠΔ, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία του όρθρου 479 του ιδίου Κώδικα, δηλαδή, μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της απόφασης στο υπό του άρθρου 473 § 3 του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο ειδικό βιβλίο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά οποιασδήποτε αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης εκδοθείσας από οποιοδήποτε ποινικό Δικαστήριο και για όλους τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 510 §1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 §1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ]. Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6§2 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και δεδομένου, ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορούμενου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον σχετικό λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν δεν διαλαμβάνονται στην απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση. Έτσι, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν το Δικαστήριο δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορούμενου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά ή όταν δεν είναι βέβαιο ότι έλαβε υπόψη του στο σύνολο τους κάποια έγγραφα ή το συνολικό περιεχόμενο μαρτυρικών καταθέσεων ή ότι δεν πραγματοποίησε τον επιβαλλόμενο από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177§1 και 178 ΚΠΔ λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων. Η ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους, δηλαδή, που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170§2 και 333§2 του ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην κατηγορία, αφού σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του έχει ως συνέπεια τον μη καταλογισμό της πράξης στο δράστη και επομένως και στην απαλλαγή του, είναι και εκείνος περί συγγνωστής νομικής πλάνης, ο οποίος θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 31§2 του ΠΚ, κατά την οποίαν η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, αν αυτός πίστεψε, λόγω πλάνης,ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή, δηλαδή είναι λόγος συγνώμης του υπαιτίως πράξαντος, ως περίπτωση της ανθρωπίνως μη φευκτής υπαιτιότητας που αίρει τον καταλογισμό της πράξης σε βάρος του δράστη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πλάνη είναι συγγνωστή όταν ο δράστης, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης όχι μόνο αγνοεί, αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλε, ενόψει των προσωπικών πνευματικών και επαγγελματικών του δυνατοτήτων και ικανοτήτων και εφόσον πίστευε εύλογα ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένα εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου, ή από εσφαλμένη πληροφόρηση από ειδικούς (νομικούς παραστάτες ή άλλες έγκυρες πηγές). Τούτων παρέπεται ότι τα δημιουργικά της επικαλούμενης από το δράστη αξιόποινης πράξης πραγματικά περιστατικά, πρέπει να έχουν προηγηθεί ή να είναι σύγχρονα της πράξης του, διότι μόνον έτσι αιτιολογείται η δημιουργία εύλογης πεποίθησης ότι δικαιούνταν να τελέσει αυτή. Έτσι, απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού αυτού, είναι εκτός από εκείνα που συνιστούν την ίδια την πλάνη και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί για το ισχύον δίκαιο, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο. Εφόσον λοιπόν ο ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης προβληθεί παραδεκτά, η απόρριψη αλλά και η παραδοχή του πρέπει να αιτιολογούνται ιδιαιτέρως από το Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της §2 περ. β του άρθρου 370 Α του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 10§1 του Ν.3674 /2008, "2. Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου".
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την από 24-12-2018 αίτηση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και για την οποία συντάχτηκε η υπ' αριθμ.76/2018 έκθεση, ζητεί την αναίρεση της υπ' αριθμ.3628/2018 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε αθώα η κατηγορουμένη Α. Λ. του Μ. της αξιόποινης πράξης της αποτύπωσης από το δράστη σε υλικό φορέα ήχου, του περιεχομένου συνομιλίας του με άλλον, χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου, επικαλούμενος έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και προβάλλοντας συγκεκριμένες πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης, που συνιστούν παραδεκτό και ορισμένο λόγο αναίρεσης θεμε- λιούμενο στη διάταξη του άρθρου 510§1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 3628/2018 απόφαση, για να στηρίξει την ως άνω απαλλακτική κρίση του, διέλαβε στο σκεπτικό, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, την εξής, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: "Η κατηγορουμένη Α. Λ. του Μ. γεννήθηκε στην … στις 29-06-1982 και ο εν διαστάσει σύζυγος της και πολιτικώς ενάγων, Γ. Ζ. γεννήθηκε στις 13-04- 1987 στο …. Γνωρίστηκαν το έτος 2009, όταν εργάζονταν στην ίδια εταιρία του ιδιωτικού τομέα, και ξαναβρέθηκαν δύο (2) χρόνια αργότερα, το έτος 2011. Συνήψαν ερωτικό δεσμό, συνεπεία του οποίου η κατηγορουμένη κατέστη έγκυος. Εν όψει της προχωρημένης εγκυμοσύνης της (έξι μηνών), τέλεσαν πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο …. στις 21- 06-2012 και μετά από τρεις (3) μήνες, στις 20-09-2012, γεννήθηκε ο υιός τους, Κ. - Μ.. Από την 1η Μαρτίου 2013 η τριμελής οικογένεια κατοίκησε σε μισθωμένη οικία, επί της οδού ..., ιδιοκτησίας του Ν. Κ., του Β.. Η μεταξύ των συζύγων σχέση, όμως, δεν εξελίχθηκε ομαλά και το φθινόπωρο του έτους 2013 αποφάσισαν από κοινού να επισκεφθούν κάποιον σύμβουλο γάμου, προκειμένου να σώσουν τον γάμο τους. Ο πολιτικώς ενάγων Γ. Ζ. πρότεινε, και η κατηγορουμένη συμφώνησε, να απευθυνθούν στον ψυχίατρο - ψυχοθεραπευτή Ε. Μ., που διατηρεί ιατρείο επί της οδού .... Απευθύνθηκαν αρχικά σε αυτόν, αν και δεν ήταν σύμβουλος γάμου, διότι αυτός παρακολουθούσε τον Γ. Ζ. ήδη από τετραετίας πριν το έτος 2014, δηλαδή από το έτος 2010, "για ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις συναισθηματικής διαταραχής (εναλλαγές διάθεσης, ευερεθιστότητα, άγχος και ανησυχία), έχοντας παράλληλα ιστορικό χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών". Αυτά προκύπτουν από την αναγνωσθείσα, με ημερομηνία σύνταξης 31-03-2014, ιατρική γνωμάτευση του ψυχιάτρου - ψυχοθεραπευτή Ε. Δ. Μ.. Αυτός είχε δύο με τρεις συναντήσεις με το ζεύγος, σε μη καθορισθείσες ακριβώς ημερομηνίες (βλ. την ένορκη μαρτυρική κατάθεση του Ε. Μ. στη σελίδα 5 της αποφάσεως), και στη συνέχεια τους παρέπεμψε σε πιο εξειδικευμένο συνάδελφο του. Ο συνάδελφός του αυτός είναι ο ψυχολόγος Ε. Μ., που είναι εξειδικευμένος στην ψυχοθεραπεία ζεύγους. Αυτός έκανε δύο συνεδρίες με το ζεύγος Ζ. - Λ., στο ιατρείο του επί της οδού ..., στις 7 και στις 14 Δεκεμβρίου 2013. Στις συνεδρίες αυτές παραβρέθηκε και η παιδοψυχίατρος Ρ. Γ., επειδή, όπως εξήγησε ο Ε. Μ., εξεταζόμενος ως μάρτυρας με πολιτικό όρκο στο ακροατήριο, είναι διεθνής πρακτική να υπάρχουν δύο θεραπευτές για να μην υπάρχουν υπόνοιες ότι υπάρχει "συμμαχία" μεταξύ του ενός θεραπευτή και κάποιου από τους συζύγους. Όπως κατέθεσαν ρητά οι δύο (2) προαναφερθέντες επιστήμονες ψυχικής υγείας, εξεταζόμενοι ενόρκως ως μάρτυρες στο ακροατήριο του δικαστηρίου, οι συνεδρίες που έλαβαν χώρα μεταξύ αυτών και του ζεύγους Ζ. - Λ. είναι απόρρητες, καλύπτονται από το ιατρικό απόρρητο και καμία συνθήκη δεν επιτρέπει την ηχογράφηση των συνεδριών. Οι συνεδρίες δεν καταγράφονται ποτέ και δεν υπάρχει συναίνεση για ηλεκτρονική καταγραφή των συνεδριών. Εν τούτοις η κατηγορουμένη, χωρίς την συναίνεση των προαναφερθέντων, ούτε και του πολιτικώς ενάγοντος συζύγου της, την οποία (συναίνεση) δεν ζήτησε καν από αυτούς, κατέγραψε τις συνεδρίες της 04-11-2013, όταν επεσκέφθη μόνη της τον Ε. Μ., τις κοινές συνεδρίες, μαζί με τον σύζυγό της, με τους ψυχολόγους Ε. Μ. και Ρ. Γ. στις 7-12-2013 και στις 14-12-2013 και τη συνεδρία στις 28-01-2014, μαζί με τον σύζυγό της, στο ιατρείο του Ε. Μ., με το κινητό της τηλέφωνο, το οποίο έφερε μαζί της μέσα στη μεγάλη τσάντα που κρατούσε, ενώ ο παρευρισκόμενος πολιτικώς ενάγων Γ. Ζ. δεν έφερε μαζί του καμία τσάντα ή τσαντάκι. Παρά τις προσπάθειες αυτές των συζύγων, επισκεπτόμενοι εξειδικευμένους επιστήμονες να σώσουν τον γάμο τους, αυτό δεν κατέστη δυνατό και ο γάμος τους διασπάστηκε περί το τέλος Φεβρουαρίου 2014. Ειδικώτερα, όπως αποδεικνύεται από την αναγνωσθείσα, με ημερομηνία συντάξεως 03-06-2014, υπεύθυνη δήλωση σε έντυπο του άρθρου 8 του νόμου 1599 / 1986, του εκμισθωτή της συζυγικής οικίας επί της οδού ..., Ν. Κ., την οποίαν (υπεύθυνη δήλωση) προσεκόμισε, μαζί με άλλα έγγραφα που επίσης αναγνώστηκαν, ο πολιτικώς ενάγων Γ. Ζ., η κατηγορουμένη μαζί με τον ανήλικο υιό του ζεύγους απεχώρησε από την προαναφερθείσα οικογενειακή στέγη στις 26-02-2014 ενώ ο πολιτικώς ενάγων Γ. Ζ. απεχώρησε περίπου ένα μήνα αργότερα, στις 31 Μαρτίου 2014, έχοντας τακτοποιήσει όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις τους σε σχέση με την μισθωμένη αυτή οικία.
Μετά την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης η κατηγορουμένη κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στις 28-02-2014 την με ίδια ημερομηνία αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων με γενικό αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ….50/2014 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Α.Κ.Δ.) ….51/2014, κατά του εν διαστάσει συζύγου της Γ. Ζ., με την οποίαν, επικαλούμενη την επελθούσα μεταξύ τους διάσταση περί τα τέλη Φεβρουαρίου 2014 και αναλυτικά τα έξοδα του υιού τους Κ. - Μ., με τον οποίον αυτή συγκατοικεί και τον φροντίζει, ζήτησε - ως είθισται σε παρόμοιες περιπτώσεις - να ανατεθεί σε αυτήν, ως μητέρα και καταλληλότερη των δύο γονέων, η επιμέλεια του ανηλίκου υιού τους, να υποχρεωθεί ο καθ' ού πατέρας να της καταβάλλει μηνιαία διατροφή, για λογαριασμό του ανηλίκου υιού τους, το ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ και να εκδοθεί προσωρινή διαταγή, με την οποία να ανατεθεί σε αυτήν η επιμέλεια του ανηλίκου υιού και να υποχρεωθεί ο καθ' ου πατέρας να προκαταβάλλει μηνιαία διατροφή για τον υιό του ποσού 350,00 ευρώ. Η αίτηση αυτή υπογράφεται από την πληρεξούσια δικηγόρο, τότε, της αιτούσας και ήδη κατηγορουμένης Μ. Κ., Α.Μ./Δ.Σ.Α. ….875, η οποία και την κατέθεσε. Αυτή παρέστη μάλιστα για λογαριασμό της και κατά τη συζήτηση του αιτήματος χορήγησης προσωρινής διαταγής, το οποίον έγινε εν μέρει δεκτό, στις 5 Μαρτίου 2014, μετά την συζήτηση του οποίου την ίδια ημέρα (05-03-2014) ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων η 2α Απριλίου 2014. Κατά παρέκκλιση, όμως, όσων συνήθως συμβαίνουν στη δικαστηριακή πρακτική, ήτοι να επείγεται η εν διαστάσει σύζυγος, η έχουσα και την άτυπη επιμέλεια του ενός ή των περισσοτέρων εκ του γάμου τέκνων, να δικάσει όσον το δυνατόν ταχύτερα την αίτησή της διατροφής (κυρίως) κατά του εν διαστάσει συζύγου της προκειμένου να εκδοθεί η σχετική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, εν προκειμένω η ίδια η διάδικος, η αιτούσα και ήδη κατηγορουμένη Α. Λ. κατέθεσε στη γραμματεία ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 27-03-2014 την φέρουσα την ίδια ημερομηνία νεώτερη αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων, με γενικό αριθμό Κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …9.692/2014 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Α.Κ.Δ.) …70/2014, κατά του εν διαστάσει συζύγου της Γ. Ζ., με την οποίαν, παραιτούμενη ρητά και στην αρχή της αίτησης από την προηγούμενη, με ημερομηνία 28-02-2014 αίτησή της, ζητούσε τα ίδια ακριβώς που ζητούσε και με την αίτηση, από την οποία παραιτήθηκε, δηλαδή να της ανατεθεί η επιμέλεια του υιού των διαδίκων, να υποχρεωθεί ο καθ' ου πατέρας να καταβάλλει σε αυτήν, για λογαριασμό του υιού τους, μηνιαία διατροφή ύψους τετρακοσίων (400,00) ευρώ και να εκδοθεί προσωρινή διαταγή, με την οποία να ανατεθεί στην ίδια η επιμέλεια του υιού των διαδίκων και να υποχρεωθεί ο καθ' ου πατέρας να της προκαταβάλλει μηνιαία διατροφή, για λογαριασμό του υιού τους, ύψους τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ. Οι μόνες διαφορές με την αρχική αίτηση είναι, πρώτον, ότι την νέα, από 27- 03-2014, αίτηση δεν την υπογράφει η πληρεξούσια δικηγόρος της Μ. Κ. - αν και η δικηγόρος αυτή παρέστη για λογαριασμό της κατά την συζήτηση του αιτήματος προσωρινής διαταγής την 1η Απριλίου 2014, ως αποδεικνύεται από την χειρόγραφη επισημείωση του δικάσαντος Προέδρου Υπηρεσίας δίπλα από το ονοματεπώνυμο της αιτούσας, στην αρχή του δικογράφου της αίτησης - αλλά η ίδια η Α. Λ., και δεύτερον, ότι η νέα αυτή αίτηση, εκτός από τους ισχυρισμούς περί σεξουαλικών διαστροφών του καθ* ου, περιέχει και αποσπάσματα από τις απόρρητες συνεδριάσεις της 28-01-2014, του ψυχιάτρου Ε. Μ. με το ζεύγος Ζ. - Λ., της 04-11-2013 που πραγματοποίησε μόνη η κατηγορουμένη με τον ψυχίατρο Ε. Μ. και της 14-12-2013 που πραγματοποίησε το ζεύγος Ζ. - Λ. με τους ψυχολόγους Ε. Μ. και Ρ. Γ. και αναφέρονται λεπτομερώς στο διατακτικό της παρούσας. Των προαναφερθεισών παρανόμως καταγραφεισών συνομιλιών, οι οποίες καλύπτονται από το ιατρικό απόρρητο, η κατηγορουμένη έκανε για δεύτερη φορά χρήση κατά τη συζήτηση της ανωτέρω δεύτερης αιτήσεώς της ασφαλιστικών μέτρων, η οποία έλαβε χώρ^ ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 20-06-2014;- προσκομίζοντας μαζί με το από 26-06-2014 σημείωμά της, το οποίο υπογράφεται πάλι μόνον από την ίδια την αιτούσα, ως σχετικό υπ1 αριθ. 5 σε έγγραφο εκτάσεως τεσσάρων (4) σελίδων την έγγραφη απομαγνητοφωνημένη παράνομη καταγραφή των προαναφερθεισών συνεδριών της 28-01-2014, της 4-11-2013, της 07-12-2013 και της 14-12-2013. Αμφότερες οι προαναφερόμενες αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων της κατηγορουμένης, το από 26-06-2014 σημείωμά της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η επικαλούμενη με αυτό ως σχετικό με αριθμό 5 έγγραφη απομαγνητοφώνηση της παράνομης καταγραφής των απορρήτων ιατρικών συνεδριών αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου.
Αν και η κατηγορουμένη τέλεσε το κακούργημα της αποτύπωσης σε υλικό φορέα του περιεχομένου της ιδιωτικής και απόρρητης συνομιλίας της με άλλους, χωρίς τη ρητή συναίνεση αυτών, και την εν συνεχεία χρήση των αποτυπωθεισών σε έγγραφο παρανόμως κτηθεισών ιδιωτικών συνομιλιών, εν τούτοις αυτή πρέπει να κηρυχθεί αθώα, κατά παραδοχή του παραδεκτώς προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού της περί συγγνωστής νομικής πλάνης. Η συγγνωστή αυτή νομική πλάνη έγκειται, όχι βεβαίως στον προβληθέντα και απορριφθέντα ως ουσιαστικά αβάσιμο (= αναπόδεικτο) ισχυρισμό της ότι προέβη στη καταγραφή των ιδιωτικών και απορρήτων συνεδριών με τους προαναφερθέντες ειδικούς επιστήμονες ψυχικής υγείας κατόπιν προηγουμένης συμφωνίας με τον πολιτικώς ενάγοντα, σύζυγο της (τότε), προκειμένου, τάχα, "...να μπορούμε εκ των υστέρων να συζητούμε τα μεταξύ μας προβλήματα και να ανατρέχουμε στις συζητήσεις που είχαμε καταγράψει, σε μία ύστατη προσπάθεια να σώσουμε το γάμο μας", αλλά στο ότι στη τότε πληρεξούσια δικηγόρο Μ. Κ. είπε ότι στη καταγραφή προέβη με τη σύμφωνη γνώμη του συζύγου της Γ. Ζ. και τότε αυτή της πρότεινε να χρησιμοποιήσει τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες ενώπιον των Δικαστηρίων, όπως και έπραξε. Πρέπει, λοιπόν, η κατηγορουμένη να κηρυχθεί αθώα για τα κακουργήματα, για τα οποία παραπέμφθηκε για να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών με το υπ' αριθ. 3.082/12-09-2016 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, λόγω όμως της νομικής συμβουλής που της έδωσε η τότε πληρεξούσια δικηγόρος της Μ. Κ., αφού πρώτα η κατηγορουμένη της είπε ότι μαζί με τον τότε σύζυγό της Γ. Ζ. προέβη στη καταγραφή των ιδιωτικών και απορρήτων συνεδριών, ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει (η κατηγορουμένη) την έντυπη αποτύπωση των ιδιωτικών αυτών συνομιλιών ενώπιον των Δικαστηρίων, πρέπει να διαβιβαστούν αντίγραφα της παρούσης αποφάσεως και των ηλεκτρονικών μηνυμάτων επικοινωνίας ( e - mails ) της κατηγορουμένης με την τότε πληρεξούσα δικηγόρο της Μ. Κ. στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, προκειμένου αυτός να διερευνήσει αν ευθύνεται η δικηγόρος Μ. Κ. για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στη μη δόλια χρήση των παρανόμως κτηθεισών συνομιλιών από την εδώ κατηγορουμένη Α. Λ., ως διάδικος στις πολιτικές δίκες με τον εν διαστάσει σύζυγό της Γ. Ζ..
Η ως άνω όμως αιτιολογία, που παραθέτει το Δικαστήριο, για τη θεμελίωση της απαλλακτικής για την κατηγορουμένη κρίση του, δεν είναι η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπό την έννοια που αναπτύσσεται στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας, αλλά είναι ελλιπής, αντιφατική, ασαφής και με λογικά κενά. Ειδικότερα, από την παρατεθείσα ως άνω αιτιολογία, προκύπτει ασάφεια και αντίφαση στις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ενόψει του ότι δέχτηκε μεν το Δικαστήριο ότι η κατηγορουμένη τέλεσε το κακούργημα της αποτύπωσης σε υλικό φορέα ήχου του περιεχομένου ιδιωτικής και απόρρητης συνομιλίας της με άλλους, χωρίς τη ρητή συναίνεσή τους, αλλά κήρυξε αυτή αθώα, δεχόμενο ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο της λόγος συγγνωστής νομικής πλάνης, ώστε να μην της καταλογιστεί η ως άνω αξιόποινη πράξη, δεχόμενο ως δημιουργικά της νομικής πλάνης αυτής γεγονότα αναγόμενα σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Πιο συγκεκριμένα ενώ, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η ως άνω αξιόποινη πράξη της αποτύπωσης φέρεται τελεσθείσα στις 4-11-2013,7-12-2013, 14-12-2013 και 28- 1-2014, όμως, τα δημιουργικό της νομικής πλάνης στην οποία δέχτηκε το Δικαστήριο ότι τελούσε η κατηγορουμένη γεγονότα, δηλαδή, οι νομικές συμβουλές που της έδωσε η τότε πληρεξούσια δικηγόρος της, έλαβαν χώρα στις 28-2-2014, με αφορμή κατάθεση αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων της κατηγορουμένης ως αιτούσας κατά του εν διαστάσει συζύγου της, Γ. Ζ.,ο οποίος μετείχε στις αποτυπωθείσες συνομιλίες, δηλαδή, μετά την τέλεση της πράξης, με συνέπεια να δημιουργείται αντίφαση μεταξύ των συγκεκριμένων παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία έτσι στερείται και νόμιμης βάσης. Πέραν τούτων όμως, η προαναφερθείσα αιτιολογία είναι ελλιπής και για το λόγο ότι δεν προσδιορίζονται στην ως άνω απόφαση, τόσο τα στοιχεία εκείνα από τα οποία προέκυπτε με βεβαιότητα ότι η κατηγορουμένη τελούσε σε κατάσταση νομικής πλάνης, όσο και εκείνα που καθιστούσαν αυτή συγγνωστή, διότι δεν εκτίθενται οι προσωπικές πνευματικές και επαγγελματικές δυνατότητες και ιδιότητες αυτής, οι οποίες συνθέτουν την προσωπικότητά της και καταδεικνύουν την ανικανότητά της να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης της, οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλε, ούτε προσδιορίζονται τα στοιχεία που καθιστούσαν εύλογη την πεποίθησή της ότι δικαιούνταν να προβεί σ' αυτή από εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου. Κατ' ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων, ο από το άρθρο 510 § 1Δ ΚΠΔ λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι βάσιμος και πρέπει κατά παραδοχή αυτού να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που δίκασε, δεδομένου ότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμόν υπ' αριθμόν 3628/2018 απόφαση του Α' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που την είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε κλπ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Μαρτίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Μαρτίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αριθμός 626/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρτεμισία Παναγιώτου, Γεώργιο Αναστασάκο, Μαρία Γεωργίου και Σταματική Μιχαλέτου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 5 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της αποφάσεως 3628/2018 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Με κατηγορουμένη την Α. Λ. του Μ., κατοίκου ..., που δεν παρέστη. Και με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Ζ. του Κ., κάτοικο ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σπυρίδων Οικονόμου.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Πλιώτας, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ' αριθμ. 76/2018 από 24 Δεκεμβρίου 2018 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον του Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σωφρονιάδη και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 6/2019.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 505§2 του ΚΠΔ, να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία του όρθρου 479 του ιδίου Κώδικα, δηλαδή, μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της απόφασης στο υπό του άρθρου 473 § 3 του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο ειδικό βιβλίο. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά οποιασδήποτε αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης εκδοθείσας από οποιοδήποτε ποινικό Δικαστήριο και για όλους τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 510 §1 ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 §1 στοιχ.Δ' ΚΠΔ]. Ειδικά, προκειμένου για αθωωτική απόφαση, ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6§2 της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 53/1974 και δεδομένου, ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορούμενου, τέτοια έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον σχετικό λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν δεν διαλαμβάνονται στην απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και θεμελιώνουν την ανυπαρξία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε αθωωτική για τον κατηγορούμενο κρίση. Έτσι, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν το Δικαστήριο δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορούμενου από τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρονται στα πρακτικά ή όταν δεν είναι βέβαιο ότι έλαβε υπόψη του στο σύνολο τους κάποια έγγραφα ή το συνολικό περιεχόμενο μαρτυρικών καταθέσεων ή ότι δεν πραγματοποίησε τον επιβαλλόμενο από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177§1 και 178 ΚΠΔ λειτουργικό συσχετισμό, συνεκτίμηση και συναξιολόγηση του περιεχομένου όλων των αποδεικτικών μέσων. Η ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους, δηλαδή, που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170§2 και 333§2 του ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή στη μείωση της ποινής. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην κατηγορία, αφού σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητάς του έχει ως συνέπεια τον μη καταλογισμό της πράξης στο δράστη και επομένως και στην απαλλαγή του, είναι και εκείνος περί συγγνωστής νομικής πλάνης, ο οποίος θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 31§2 του ΠΚ, κατά την οποίαν η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη, αν αυτός πίστεψε, λόγω πλάνης,ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή, δηλαδή είναι λόγος συγνώμης του υπαιτίως πράξαντος, ως περίπτωση της ανθρωπίνως μη φευκτής υπαιτιότητας που αίρει τον καταλογισμό της πράξης σε βάρος του δράστη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πλάνη είναι συγγνωστή όταν ο δράστης, κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης όχι μόνο αγνοεί, αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης, οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλε, ενόψει των προσωπικών πνευματικών και επαγγελματικών του δυνατοτήτων και ικανοτήτων και εφόσον πίστευε εύλογα ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένα εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου, ή από εσφαλμένη πληροφόρηση από ειδικούς (νομικούς παραστάτες ή άλλες έγκυρες πηγές). Τούτων παρέπεται ότι τα δημιουργικά της επικαλούμενης από το δράστη αξιόποινης πράξης πραγματικά περιστατικά, πρέπει να έχουν προηγηθεί ή να είναι σύγχρονα της πράξης του, διότι μόνον έτσι αιτιολογείται η δημιουργία εύλογης πεποίθησης ότι δικαιούνταν να τελέσει αυτή. Έτσι, απαραίτητα στοιχεία του ισχυρισμού αυτού, είναι εκτός από εκείνα που συνιστούν την ίδια την πλάνη και η προσωπική κατάσταση του δράστη που προσδιορίζεται από την ηλικία, τις πνευματικές ικανότητες, το επάγγελμα, την προσπάθεια που αυτός κατέβαλε για να ενημερωθεί για το ισχύον δίκαιο, ακόμη και τον πνευματικό του περίγυρο. Εφόσον λοιπόν ο ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης προβληθεί παραδεκτά, η απόρριψη αλλά και η παραδοχή του πρέπει να αιτιολογούνται ιδιαιτέρως από το Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της §2 περ. β του άρθρου 370 Α του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 10§1 του Ν.3674 /2008, "2. Όποιος αθέμιτα παρακολουθεί με ειδικά τεχνικά μέσα ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα προφορική συνομιλία μεταξύ τρίτων ή αποτυπώνει σε υλικό φορέα μη δημόσια πράξη άλλου, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Με την ίδια ποινή τιμωρείται η πράξη του προηγούμενου εδαφίου και όταν ο δράστης αποτυπώσει σε υλικό φορέα το περιεχόμενο της συνομιλίας του με άλλον χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου".
Στην προκειμένη περίπτωση, ο Αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την από 24-12-2018 αίτηση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και για την οποία συντάχτηκε η υπ' αριθμ.76/2018 έκθεση, ζητεί την αναίρεση της υπ' αριθμ.3628/2018 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε αθώα η κατηγορουμένη Α. Λ. του Μ. της αξιόποινης πράξης της αποτύπωσης από το δράστη σε υλικό φορέα ήχου, του περιεχομένου συνομιλίας του με άλλον, χωρίς τη ρητή συναίνεση του τελευταίου, επικαλούμενος έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και προβάλλοντας συγκεκριμένες πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης, που συνιστούν παραδεκτό και ορισμένο λόγο αναίρεσης θεμε- λιούμενο στη διάταξη του άρθρου 510§1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 3628/2018 απόφαση, για να στηρίξει την ως άνω απαλλακτική κρίση του, διέλαβε στο σκεπτικό, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, την εξής, κατά πιστή μεταφορά, αιτιολογία: "Η κατηγορουμένη Α. Λ. του Μ. γεννήθηκε στην … στις 29-06-1982 και ο εν διαστάσει σύζυγος της και πολιτικώς ενάγων, Γ. Ζ. γεννήθηκε στις 13-04- 1987 στο …. Γνωρίστηκαν το έτος 2009, όταν εργάζονταν στην ίδια εταιρία του ιδιωτικού τομέα, και ξαναβρέθηκαν δύο (2) χρόνια αργότερα, το έτος 2011. Συνήψαν ερωτικό δεσμό, συνεπεία του οποίου η κατηγορουμένη κατέστη έγκυος. Εν όψει της προχωρημένης εγκυμοσύνης της (έξι μηνών), τέλεσαν πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο …. στις 21- 06-2012 και μετά από τρεις (3) μήνες, στις 20-09-2012, γεννήθηκε ο υιός τους, Κ. - Μ.. Από την 1η Μαρτίου 2013 η τριμελής οικογένεια κατοίκησε σε μισθωμένη οικία, επί της οδού ..., ιδιοκτησίας του Ν. Κ., του Β.. Η μεταξύ των συζύγων σχέση, όμως, δεν εξελίχθηκε ομαλά και το φθινόπωρο του έτους 2013 αποφάσισαν από κοινού να επισκεφθούν κάποιον σύμβουλο γάμου, προκειμένου να σώσουν τον γάμο τους. Ο πολιτικώς ενάγων Γ. Ζ. πρότεινε, και η κατηγορουμένη συμφώνησε, να απευθυνθούν στον ψυχίατρο - ψυχοθεραπευτή Ε. Μ., που διατηρεί ιατρείο επί της οδού .... Απευθύνθηκαν αρχικά σε αυτόν, αν και δεν ήταν σύμβουλος γάμου, διότι αυτός παρακολουθούσε τον Γ. Ζ. ήδη από τετραετίας πριν το έτος 2014, δηλαδή από το έτος 2010, "για ψυχοπαθολογικές εκδηλώσεις συναισθηματικής διαταραχής (εναλλαγές διάθεσης, ευερεθιστότητα, άγχος και ανησυχία), έχοντας παράλληλα ιστορικό χρήσης ψυχοδραστικών ουσιών". Αυτά προκύπτουν από την αναγνωσθείσα, με ημερομηνία σύνταξης 31-03-2014, ιατρική γνωμάτευση του ψυχιάτρου - ψυχοθεραπευτή Ε. Δ. Μ.. Αυτός είχε δύο με τρεις συναντήσεις με το ζεύγος, σε μη καθορισθείσες ακριβώς ημερομηνίες (βλ. την ένορκη μαρτυρική κατάθεση του Ε. Μ. στη σελίδα 5 της αποφάσεως), και στη συνέχεια τους παρέπεμψε σε πιο εξειδικευμένο συνάδελφο του. Ο συνάδελφός του αυτός είναι ο ψυχολόγος Ε. Μ., που είναι εξειδικευμένος στην ψυχοθεραπεία ζεύγους. Αυτός έκανε δύο συνεδρίες με το ζεύγος Ζ. - Λ., στο ιατρείο του επί της οδού ..., στις 7 και στις 14 Δεκεμβρίου 2013. Στις συνεδρίες αυτές παραβρέθηκε και η παιδοψυχίατρος Ρ. Γ., επειδή, όπως εξήγησε ο Ε. Μ., εξεταζόμενος ως μάρτυρας με πολιτικό όρκο στο ακροατήριο, είναι διεθνής πρακτική να υπάρχουν δύο θεραπευτές για να μην υπάρχουν υπόνοιες ότι υπάρχει "συμμαχία" μεταξύ του ενός θεραπευτή και κάποιου από τους συζύγους. Όπως κατέθεσαν ρητά οι δύο (2) προαναφερθέντες επιστήμονες ψυχικής υγείας, εξεταζόμενοι ενόρκως ως μάρτυρες στο ακροατήριο του δικαστηρίου, οι συνεδρίες που έλαβαν χώρα μεταξύ αυτών και του ζεύγους Ζ. - Λ. είναι απόρρητες, καλύπτονται από το ιατρικό απόρρητο και καμία συνθήκη δεν επιτρέπει την ηχογράφηση των συνεδριών. Οι συνεδρίες δεν καταγράφονται ποτέ και δεν υπάρχει συναίνεση για ηλεκτρονική καταγραφή των συνεδριών. Εν τούτοις η κατηγορουμένη, χωρίς την συναίνεση των προαναφερθέντων, ούτε και του πολιτικώς ενάγοντος συζύγου της, την οποία (συναίνεση) δεν ζήτησε καν από αυτούς, κατέγραψε τις συνεδρίες της 04-11-2013, όταν επεσκέφθη μόνη της τον Ε. Μ., τις κοινές συνεδρίες, μαζί με τον σύζυγό της, με τους ψυχολόγους Ε. Μ. και Ρ. Γ. στις 7-12-2013 και στις 14-12-2013 και τη συνεδρία στις 28-01-2014, μαζί με τον σύζυγό της, στο ιατρείο του Ε. Μ., με το κινητό της τηλέφωνο, το οποίο έφερε μαζί της μέσα στη μεγάλη τσάντα που κρατούσε, ενώ ο παρευρισκόμενος πολιτικώς ενάγων Γ. Ζ. δεν έφερε μαζί του καμία τσάντα ή τσαντάκι. Παρά τις προσπάθειες αυτές των συζύγων, επισκεπτόμενοι εξειδικευμένους επιστήμονες να σώσουν τον γάμο τους, αυτό δεν κατέστη δυνατό και ο γάμος τους διασπάστηκε περί το τέλος Φεβρουαρίου 2014. Ειδικώτερα, όπως αποδεικνύεται από την αναγνωσθείσα, με ημερομηνία συντάξεως 03-06-2014, υπεύθυνη δήλωση σε έντυπο του άρθρου 8 του νόμου 1599 / 1986, του εκμισθωτή της συζυγικής οικίας επί της οδού ..., Ν. Κ., την οποίαν (υπεύθυνη δήλωση) προσεκόμισε, μαζί με άλλα έγγραφα που επίσης αναγνώστηκαν, ο πολιτικώς ενάγων Γ. Ζ., η κατηγορουμένη μαζί με τον ανήλικο υιό του ζεύγους απεχώρησε από την προαναφερθείσα οικογενειακή στέγη στις 26-02-2014 ενώ ο πολιτικώς ενάγων Γ. Ζ. απεχώρησε περίπου ένα μήνα αργότερα, στις 31 Μαρτίου 2014, έχοντας τακτοποιήσει όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις τους σε σχέση με την μισθωμένη αυτή οικία.
Μετά την διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης η κατηγορουμένη κατέθεσε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στις 28-02-2014 την με ίδια ημερομηνία αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων με γενικό αριθμό κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) ….50/2014 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Α.Κ.Δ.) ….51/2014, κατά του εν διαστάσει συζύγου της Γ. Ζ., με την οποίαν, επικαλούμενη την επελθούσα μεταξύ τους διάσταση περί τα τέλη Φεβρουαρίου 2014 και αναλυτικά τα έξοδα του υιού τους Κ. - Μ., με τον οποίον αυτή συγκατοικεί και τον φροντίζει, ζήτησε - ως είθισται σε παρόμοιες περιπτώσεις - να ανατεθεί σε αυτήν, ως μητέρα και καταλληλότερη των δύο γονέων, η επιμέλεια του ανηλίκου υιού τους, να υποχρεωθεί ο καθ' ού πατέρας να της καταβάλλει μηνιαία διατροφή, για λογαριασμό του ανηλίκου υιού τους, το ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ και να εκδοθεί προσωρινή διαταγή, με την οποία να ανατεθεί σε αυτήν η επιμέλεια του ανηλίκου υιού και να υποχρεωθεί ο καθ' ου πατέρας να προκαταβάλλει μηνιαία διατροφή για τον υιό του ποσού 350,00 ευρώ. Η αίτηση αυτή υπογράφεται από την πληρεξούσια δικηγόρο, τότε, της αιτούσας και ήδη κατηγορουμένης Μ. Κ., Α.Μ./Δ.Σ.Α. ….875, η οποία και την κατέθεσε. Αυτή παρέστη μάλιστα για λογαριασμό της και κατά τη συζήτηση του αιτήματος χορήγησης προσωρινής διαταγής, το οποίον έγινε εν μέρει δεκτό, στις 5 Μαρτίου 2014, μετά την συζήτηση του οποίου την ίδια ημέρα (05-03-2014) ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων η 2α Απριλίου 2014. Κατά παρέκκλιση, όμως, όσων συνήθως συμβαίνουν στη δικαστηριακή πρακτική, ήτοι να επείγεται η εν διαστάσει σύζυγος, η έχουσα και την άτυπη επιμέλεια του ενός ή των περισσοτέρων εκ του γάμου τέκνων, να δικάσει όσον το δυνατόν ταχύτερα την αίτησή της διατροφής (κυρίως) κατά του εν διαστάσει συζύγου της προκειμένου να εκδοθεί η σχετική απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, εν προκειμένω η ίδια η διάδικος, η αιτούσα και ήδη κατηγορουμένη Α. Λ. κατέθεσε στη γραμματεία ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 27-03-2014 την φέρουσα την ίδια ημερομηνία νεώτερη αίτησή της ασφαλιστικών μέτρων, με γενικό αριθμό Κατάθεσης (Γ.Α.Κ.) …9.692/2014 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Α.Κ.Δ.) …70/2014, κατά του εν διαστάσει συζύγου της Γ. Ζ., με την οποίαν, παραιτούμενη ρητά και στην αρχή της αίτησης από την προηγούμενη, με ημερομηνία 28-02-2014 αίτησή της, ζητούσε τα ίδια ακριβώς που ζητούσε και με την αίτηση, από την οποία παραιτήθηκε, δηλαδή να της ανατεθεί η επιμέλεια του υιού των διαδίκων, να υποχρεωθεί ο καθ' ου πατέρας να καταβάλλει σε αυτήν, για λογαριασμό του υιού τους, μηνιαία διατροφή ύψους τετρακοσίων (400,00) ευρώ και να εκδοθεί προσωρινή διαταγή, με την οποία να ανατεθεί στην ίδια η επιμέλεια του υιού των διαδίκων και να υποχρεωθεί ο καθ' ου πατέρας να της προκαταβάλλει μηνιαία διατροφή, για λογαριασμό του υιού τους, ύψους τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ. Οι μόνες διαφορές με την αρχική αίτηση είναι, πρώτον, ότι την νέα, από 27- 03-2014, αίτηση δεν την υπογράφει η πληρεξούσια δικηγόρος της Μ. Κ. - αν και η δικηγόρος αυτή παρέστη για λογαριασμό της κατά την συζήτηση του αιτήματος προσωρινής διαταγής την 1η Απριλίου 2014, ως αποδεικνύεται από την χειρόγραφη επισημείωση του δικάσαντος Προέδρου Υπηρεσίας δίπλα από το ονοματεπώνυμο της αιτούσας, στην αρχή του δικογράφου της αίτησης - αλλά η ίδια η Α. Λ., και δεύτερον, ότι η νέα αυτή αίτηση, εκτός από τους ισχυρισμούς περί σεξουαλικών διαστροφών του καθ* ου, περιέχει και αποσπάσματα από τις απόρρητες συνεδριάσεις της 28-01-2014, του ψυχιάτρου Ε. Μ. με το ζεύγος Ζ. - Λ., της 04-11-2013 που πραγματοποίησε μόνη η κατηγορουμένη με τον ψυχίατρο Ε. Μ. και της 14-12-2013 που πραγματοποίησε το ζεύγος Ζ. - Λ. με τους ψυχολόγους Ε. Μ. και Ρ. Γ. και αναφέρονται λεπτομερώς στο διατακτικό της παρούσας. Των προαναφερθεισών παρανόμως καταγραφεισών συνομιλιών, οι οποίες καλύπτονται από το ιατρικό απόρρητο, η κατηγορουμένη έκανε για δεύτερη φορά χρήση κατά τη συζήτηση της ανωτέρω δεύτερης αιτήσεώς της ασφαλιστικών μέτρων, η οποία έλαβε χώρ^ ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 20-06-2014;- προσκομίζοντας μαζί με το από 26-06-2014 σημείωμά της, το οποίο υπογράφεται πάλι μόνον από την ίδια την αιτούσα, ως σχετικό υπ1 αριθ. 5 σε έγγραφο εκτάσεως τεσσάρων (4) σελίδων την έγγραφη απομαγνητοφωνημένη παράνομη καταγραφή των προαναφερθεισών συνεδριών της 28-01-2014, της 4-11-2013, της 07-12-2013 και της 14-12-2013. Αμφότερες οι προαναφερόμενες αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων της κατηγορουμένης, το από 26-06-2014 σημείωμά της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και η επικαλούμενη με αυτό ως σχετικό με αριθμό 5 έγγραφη απομαγνητοφώνηση της παράνομης καταγραφής των απορρήτων ιατρικών συνεδριών αναγνώστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου.
Αν και η κατηγορουμένη τέλεσε το κακούργημα της αποτύπωσης σε υλικό φορέα του περιεχομένου της ιδιωτικής και απόρρητης συνομιλίας της με άλλους, χωρίς τη ρητή συναίνεση αυτών, και την εν συνεχεία χρήση των αποτυπωθεισών σε έγγραφο παρανόμως κτηθεισών ιδιωτικών συνομιλιών, εν τούτοις αυτή πρέπει να κηρυχθεί αθώα, κατά παραδοχή του παραδεκτώς προβληθέντος αυτοτελούς ισχυρισμού της περί συγγνωστής νομικής πλάνης. Η συγγνωστή αυτή νομική πλάνη έγκειται, όχι βεβαίως στον προβληθέντα και απορριφθέντα ως ουσιαστικά αβάσιμο (= αναπόδεικτο) ισχυρισμό της ότι προέβη στη καταγραφή των ιδιωτικών και απορρήτων συνεδριών με τους προαναφερθέντες ειδικούς επιστήμονες ψυχικής υγείας κατόπιν προηγουμένης συμφωνίας με τον πολιτικώς ενάγοντα, σύζυγο της (τότε), προκειμένου, τάχα, "...να μπορούμε εκ των υστέρων να συζητούμε τα μεταξύ μας προβλήματα και να ανατρέχουμε στις συζητήσεις που είχαμε καταγράψει, σε μία ύστατη προσπάθεια να σώσουμε το γάμο μας", αλλά στο ότι στη τότε πληρεξούσια δικηγόρο Μ. Κ. είπε ότι στη καταγραφή προέβη με τη σύμφωνη γνώμη του συζύγου της Γ. Ζ. και τότε αυτή της πρότεινε να χρησιμοποιήσει τις απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες ενώπιον των Δικαστηρίων, όπως και έπραξε. Πρέπει, λοιπόν, η κατηγορουμένη να κηρυχθεί αθώα για τα κακουργήματα, για τα οποία παραπέμφθηκε για να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών με το υπ' αριθ. 3.082/12-09-2016 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, λόγω όμως της νομικής συμβουλής που της έδωσε η τότε πληρεξούσια δικηγόρος της Μ. Κ., αφού πρώτα η κατηγορουμένη της είπε ότι μαζί με τον τότε σύζυγό της Γ. Ζ. προέβη στη καταγραφή των ιδιωτικών και απορρήτων συνεδριών, ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει (η κατηγορουμένη) την έντυπη αποτύπωση των ιδιωτικών αυτών συνομιλιών ενώπιον των Δικαστηρίων, πρέπει να διαβιβαστούν αντίγραφα της παρούσης αποφάσεως και των ηλεκτρονικών μηνυμάτων επικοινωνίας ( e - mails ) της κατηγορουμένης με την τότε πληρεξούσα δικηγόρο της Μ. Κ. στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, προκειμένου αυτός να διερευνήσει αν ευθύνεται η δικηγόρος Μ. Κ. για την πράξη της ηθικής αυτουργίας στη μη δόλια χρήση των παρανόμως κτηθεισών συνομιλιών από την εδώ κατηγορουμένη Α. Λ., ως διάδικος στις πολιτικές δίκες με τον εν διαστάσει σύζυγό της Γ. Ζ..
Η ως άνω όμως αιτιολογία, που παραθέτει το Δικαστήριο, για τη θεμελίωση της απαλλακτικής για την κατηγορουμένη κρίση του, δεν είναι η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπό την έννοια που αναπτύσσεται στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας, αλλά είναι ελλιπής, αντιφατική, ασαφής και με λογικά κενά. Ειδικότερα, από την παρατεθείσα ως άνω αιτιολογία, προκύπτει ασάφεια και αντίφαση στις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ενόψει του ότι δέχτηκε μεν το Δικαστήριο ότι η κατηγορουμένη τέλεσε το κακούργημα της αποτύπωσης σε υλικό φορέα ήχου του περιεχομένου ιδιωτικής και απόρρητης συνομιλίας της με άλλους, χωρίς τη ρητή συναίνεσή τους, αλλά κήρυξε αυτή αθώα, δεχόμενο ότι συνέτρεχε στο πρόσωπο της λόγος συγγνωστής νομικής πλάνης, ώστε να μην της καταλογιστεί η ως άνω αξιόποινη πράξη, δεχόμενο ως δημιουργικά της νομικής πλάνης αυτής γεγονότα αναγόμενα σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Πιο συγκεκριμένα ενώ, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η ως άνω αξιόποινη πράξη της αποτύπωσης φέρεται τελεσθείσα στις 4-11-2013,7-12-2013, 14-12-2013 και 28- 1-2014, όμως, τα δημιουργικό της νομικής πλάνης στην οποία δέχτηκε το Δικαστήριο ότι τελούσε η κατηγορουμένη γεγονότα, δηλαδή, οι νομικές συμβουλές που της έδωσε η τότε πληρεξούσια δικηγόρος της, έλαβαν χώρα στις 28-2-2014, με αφορμή κατάθεση αίτησης λήψης ασφαλιστικών μέτρων της κατηγορουμένης ως αιτούσας κατά του εν διαστάσει συζύγου της, Γ. Ζ.,ο οποίος μετείχε στις αποτυπωθείσες συνομιλίες, δηλαδή, μετά την τέλεση της πράξης, με συνέπεια να δημιουργείται αντίφαση μεταξύ των συγκεκριμένων παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία έτσι στερείται και νόμιμης βάσης. Πέραν τούτων όμως, η προαναφερθείσα αιτιολογία είναι ελλιπής και για το λόγο ότι δεν προσδιορίζονται στην ως άνω απόφαση, τόσο τα στοιχεία εκείνα από τα οποία προέκυπτε με βεβαιότητα ότι η κατηγορουμένη τελούσε σε κατάσταση νομικής πλάνης, όσο και εκείνα που καθιστούσαν αυτή συγγνωστή, διότι δεν εκτίθενται οι προσωπικές πνευματικές και επαγγελματικές δυνατότητες και ιδιότητες αυτής, οι οποίες συνθέτουν την προσωπικότητά της και καταδεικνύουν την ανικανότητά της να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης της, οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλε, ούτε προσδιορίζονται τα στοιχεία που καθιστούσαν εύλογη την πεποίθησή της ότι δικαιούνταν να προβεί σ' αυτή από εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου. Κατ' ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων, ο από το άρθρο 510 § 1Δ ΚΠΔ λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι βάσιμος και πρέπει κατά παραδοχή αυτού να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που δίκασε, δεδομένου ότι είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους Δικαστές (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθμόν υπ' αριθμόν 3628/2018 απόφαση του Α' Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές εκτός από εκείνους που την είχαν δικάσει προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε κλπ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Μαρτίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 28 Μαρτίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish
5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"
Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ