Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

Μερικές παρατηρήσεις επί των προωθούμενων αλλαγών του ΚΠολΔ

Εν όψει της δημόσιας διαβούλευσης που έχει ξεκινήσει για τις τροποποιήσεις του ΚΠολΔ, θα θέλαμε να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις στο προτεινόμενο σχέδιο νόμου. Η δομή του άρθρου θα είναι η ακόλουθη: Πρώτα θα αναφέρεται η διάταξη όπως αυτή προτείνεται να τροποποιηθεί και ακολούθως θα αναγράφεται η σχετική παρατήρηση. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι παρατηρήσεις δε γίνονται σε όλα τα άρθρα. Όμως, στα πλαίσια του διαλόγου, η ανάρτηση είναι ανοικτή για νομικό σχολιασμό και συνεπώς οι αναγνώστες μπορούν να υποβάλλουν τα σχόλιά τους.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΥ ΠΡΩΤΟΥ – Άρθρο 1 Αρμοδιότητα Μονομελών Πρωτοδικείων – Τροποποίηση άρθρου 17Α ΚΠολΔ

Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 17Α του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182) αντικαθίσταται και το άρθρο 17Α διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 17Α

Στην αρμοδιότητα των μονομελών πρωτοδικείων υπάγονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων της περιφέρειάς τους. Στην περίπτωση αυτή τα μονομελή πρωτοδικεία συγκροτούνται από πρόεδρο πρωτοδικών ή τον αρχαιότερο κατά διορισμό πρωτοδίκη και αν κωλύονται αυτοί από τον αμέσως επόμενο κατά σειρά αρχαιότητας πρωτοδίκη, που ορίζεται με πράξη του προϊσταμένου ή του εκτελούντος χρέη προϊσταμένου προέδρου πρωτοδικών.».

 



ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ



Με την διάταξη αυτή καταργείται η προϋπόθεση με την οποία ο πρωτοδίκης που θα δίκαζε την έφεση θα έπρεπε να είχε πενταετή προϋπηρεσία, ενώ παραμένει το κριτήριο της αρχαιότητας. [1]

 

Άρθρο 02 Επιτάχυνση της πολιτικής δίκης – Προσθήκη άρθρου 20Α στον ΚΠολΔ

Προστίθεται άρθρο 20Α στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ως εξής:

«Άρθρο 20Α

  1. Οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα ή μέσο που ασκήθηκε ενώπιον οποιουδήποτε πολιτικού δικαστηρίου μπορεί να εισαχθεί στην πλήρη ολομέλεια του Αρείου Πάγου με απλή πράξη τριμελούς επιτροπής, που αποτελείται από τον Πρόεδρό του, τον αρχαιότερο Αντιπρόεδρο και τον Πρόεδρο του αρμόδιου καθ’ ύλην Τμήματος, ύστερα από αίτημα ενός εκ των διαδίκων ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όταν με αυτό τίθεται ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος που έχει συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων.
  2. Τα αιτήματα των διαδίκων υπογράφονται επί ποινή απαραδέκτου από δικηγόρο και συνοδεύονται από παράβολο τριακοσίων (300) ευρώ, το οποίο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου σε περίπτωση απόρριψης του αιτήματος. Το ύψος του ποσού μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Πριν από την έκδοση της πράξης, η Επιτροπή καλεί όλους τους διαδίκους και τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όταν υποβάλλει αυτός το αίτημα, να εμφανισθούν ενώπιόν της και να εκθέσουν τις απόψεις τους αυτοπροσώπως ή με υπόμνημα, που κατατίθεται σε οριζόμενη από αυτήν προθεσμία.
  3. Η πράξη της Επιτροπής δημοσιεύεται σε δύο (2) ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών και συνεπάγεται την αναστολή της εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων, στις οποίες τίθεται το ίδιο ζήτημα, με απόφαση των κατά περίπτωση επιλαμβανομένων δικαστηρίων της ουσίας. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία.
  4. Στη δίκη ενώπιον της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα άσκησης ανακοπής ή τριτανακοπής.
  5. Μετά από την επίλυση του ζητήματος, η πλήρης ολομέλεια του Αρείου Πάγου παραπέμπει το ένδικο μέσο ή βοήθημα στο αρμόδιο δικαστήριο. Η απόφαση της πλήρους ολομέλειας του Αρείου Πάγου δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες.
  6. Μετά από την επίλυση του ζητήματος κατά την παρ. 1, οι υποθέσεις, των οποίων είχε ανασταλεί η εκδίκαση, επαναφέρονται για συζήτηση σε νέα δικάσιμο με κλήση, η οποία κατατίθεται με επιμέλεια οποιουδήποτε διαδίκου στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου.».

 

 



ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ



Εισάγεται ο θεσμός της πρότυπης δίκης, όπως ισχύει στα διοικητικά δικαστήρια ήδη από το 2010 (άρθρο 1 του Ν. 3900/2010). Είναι αληθές ότι η διάταξη αυτή έχει διχάσει το νομικό κόσμο, με πολλούς να υποστηρίζουν ότι με τον τρόπο αυτό μπορεί να αυξηθεί ο χρόνος απονομής της δικαιοσύνης, καθόσον τα δικαστήρια θα αναστέλλουν την εκδίκαση των υποθέσεων μόλις περιέλθει σε γνώση τους η εισαγωγή του νομικού ζητήματος στην ΟλΑΠ, υπό τη μορφή της πρότυπης δίκης. Επίσης υπάρχει η ένσταση ότι η διάταξη έρχεται σε αντίθεση με το διάχυτο δικαστικό έλεγχο που προβλέπει το Σύνταγμα και ότι στερεί από τους πολίτες την κρίση και προστασία στους προβλεπόμενους βαθμούς δικαιοδοσίας. Πιστεύουμε ότι ο θεσμός έπρεπε να έχει εισαχθεί εδώ και πολύ καιρό στον ΚΠολΔ. Φτάνει να σκεφτούμε πόσο χρόνο κάνει για να φτάσει ενώπιον του αναιρετικού δικαστηρίου μία υπόθεση. Με την πρότυπη δίκη το νομικό ζήτημα θα επιλυθεί ταχύτερα, με συνέπεια οι διάδικοι να εξοικονομήσουν χρόνο και (το κυριότερο) χρήματα, αφού δε θα χρειάζεται να εξαντλήσουν όλα τα ένδικα μέσα και δη εκείνος της αναίρεσης. Εννοείται ότι ο διάχυτος έλεγχος που προβλέπεται από το Σύνταγμα, σε καμία περίπτωση δεν περιορίζεται, αφού οι δικαστές θα εξακολουθούν να κρίνουν παρεμπιπτόντως τη συνταγματικότητα των διατάξεων που εφαρμόζουν, εφόσον το ζήτημα δεν έχει κριθεί από τον Άρειο Πάγο. Και ας μην ξεχνάμε ότι και με τον ισχύοντα ΚΠολΔ, «Οι αποφάσεις της ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν»[2]. Δηλαδή, όταν κριθεί το ζήτημα στον Άρειο Πάγο, το δικαστήριο στο οποίο αναπέμπεται η υπόθεση δεσμεύεται ως προς την επίλυση του νομικού ζητήματος με το οποίο ασχολήθηκε το αναιρετικό δικαστήριο, ενώ και τα υπόλοιπα δικαστήρια, παρότι δε δεσμεύονται, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ακολουθούν τη νομολογία του Αρείου Πάγου. Συνεπώς όταν ένα ζήτημα είναι καινοφανές, γιατί θα πρέπει να εξαντληθούν όλα τα ένδικα μέσα, να υπάρξουν αντιφατικές νομολογίες και ανασφάλεια δικαίου, μέχρι να αποφανθεί μετά από καιρό ο Άρειος Πάγος, ενώ θα μπορούσε να λυθεί ταχύτερα με το θεσμό της πρότυπης δίκης;

Μάλιστα, ίσως θα έπρεπε να επεκταθεί η δυνατότητα υποβολής σχετικού αιτήματος και από το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, όταν διαβλέπει ότι εκκρεμεί ενώπιόν του ζήτημα ευρύτερου ενδιαφέροντος, το οποίο χρήζει επίλυσης. Προκειμένου, μάλιστα, να μη γίνεται «κατάχρηση» της δυνατότητας αυτής, θα μπορούσε να προβλεφθεί η εξής διαδικασία: ο πρόεδρος του δικαστηρίου ή ο δικαστής (εφόσον πρόκειται για μονομελές), θα υποβάλει σχετική αίτηση στο προϊστάμενο του δικαστηρίου, ο οποίος θα συγκαλεί την ολομέλεια των δικαστών που υπηρετούν σε αυτό, προκειμένου η τελευταία να κρίνει αν πρέπει να υποβληθεί σχετική αίτηση στον Άρειο Πάγο για την εισαγωγή της υπόθεσης στην ΟλΑΠ [3]. Εφόσον η απόφαση της ολομέλειας είναι καταφατική, τότε ο προϊστάμενος του δικαστηρίου υποβάλει το σχετικό αίτημα στον Άρειο Πάγο.

  

 

 

Άρθρο 17 Αδυναμία έκδοσης απόφασης – Επανάληψη συζήτησης – Τροποποίηση άρθρου 307 ΚΠολΔ

Στο άρθρο 307 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας διαγράφονται το όγδοο και το δωδέκατο εδάφιο, προστίθενται δύο τελευταία εδάφια και το άρθρο 307 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 307

Αν για οποιοδήποτε λόγο που παρουσιάστηκε μετά το τέλος της συζήτησης είναι αδύνατο να εκδοθεί η απόφαση, η συζήτηση επαναλαμβάνεται αφού οριστεί νέα δικάσιμος και κοινοποιηθεί κλήση. Ο ορισμός της δικασίμου μπορεί να γίνει και η κλήση για τη συζήτηση μπορεί να κοινοποιηθεί με την επιμέλεια είτε κάποιου διαδίκου, είτε της γραμματείας του δικαστηρίου. Το ίδιο εφαρμόζεται και όταν το δικαστήριο διατάζει να επαναληφθεί η συζήτηση. Σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις, οι κλήσεις για συζήτηση και τα αποδεικτικά της επίδοσης συντάσσονται ατελώς. Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται και στην περίπτωση, που για οποιονδήποτε λόγο δεν εκδοθεί απόφαση μέσα σε οκτώ μήνες από τη συζήτηση πολιτικής υπόθεσης. Μόλις συμπληρωθεί οκτάμηνο, ο δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία, άλλως αυτή αφαιρείται αμέσως με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης.

Μόλις συμπληρωθεί το οκτάμηνο, ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων επιλαμβάνεται και ερευνά αν είναι δικαιολογημένη ή μη η καθυστέρηση. Όταν αυτή κριθεί δικαιολογημένη, παρέχεται στον δικαστή προθεσμία δύο μηνών για τη δημοσίευση των αποφάσεων που καθυστερούν πέραν του οκταμήνου. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης, όπως και όταν παρέλθει η προθεσμία των δύο μηνών που χορηγήθηκε, κατά το προηγούμενο εδάφιο, χωρίς να έχουν δημοσιευθεί οι αποφάσεις που καθυστερούν, ο δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία, άλλως αυτή αφαιρείται αμέσως με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης αυτού. Για τις υποθέσεις αυτές ορίζεται δικάσιμος για νέα συζήτηση, υποχρεωτικώς, εντός τριών μηνών για τις υποθέσεις ειδικών διαδικασιών και έξι μηνών για τις υποθέσεις τακτικής διαδικασίας, από τη συμπλήρωση των παραπάνω προθεσμιών των οκτώ ή των δέκα μηνών.

Επιφυλασσομένων των διατάξεων των προηγούμενων εδαφίων, εάν διαπιστωθεί μετά το τέλος της συζήτησης ότι η διάσκεψη δεν μπορεί να ολοκληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου για λόγους ανωτέρας βίας, όπως μεταξύ άλλων αναρρωτικής άδειας δικαστικού λειτουργού, μέλους της σύνθεσης του δικαστηρίου, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης μπορεί να αποφασίσει την επανάληψη της συζήτησης. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων σχετικά με τον ορισμό δικασίμου, την κλήση προς συζήτηση και τα αποδεικτικά επίδοσης. Οι διάδικοι μπορούν να καταθέτουν συμπληρωματικές προτάσεις στο ακροατήριο, εφόσον είχαν παραστεί στην αρχική συζήτηση. Νέοι ισχυρισμοί και νέα αποδεικτικά μέσα δεν επιτρέπονται.».



ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Σύμφωνα με το άρθρο 307 ΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα, μόλις συμπληρωθεί το οκτάμηνο από τη συζήτηση της υπόθεσης και εφόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση, επιλαμβάνεται ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων και ερευνά αν είναι δικαιολογημένη ή μη η καθυστέρηση. Όταν αυτή κριθεί δικαιολογημένη, παρέχεται στον δικαστή προθεσμία δύο μηνών για τη δημοσίευση των αποφάσεων που καθυστερούν πέραν του οκταμήνου. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης, όπως και όταν παρέλθει η προθεσμία των δύο μηνών που χορηγήθηκε, χωρίς να έχουν δημοσιευθεί οι αποφάσεις που καθυστερούν, ο δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία, άλλως αυτή αφαιρείται αμέσως με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης αυτού. Με την προτεινόμενη αλλαγή, μετά την πάροδο οκταμήνου, ο δικαστής που εκδίκασε την υπόθεση θα επιστρέφει τη δικογραφία και ακολούθως, ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Επιθεώρησης των Δικαστηρίων επιλαμβάνεται και ερευνά αν είναι δικαιολογημένη ή μη η καθυστέρηση. Όταν αυτή κριθεί δικαιολογημένη, θα παρέχεται στον δικαστή προθεσμία δύο μηνών για τη δημοσίευση των αποφάσεων που καθυστερούν πέραν του οκταμήνου. Σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης, όπως και όταν παρέλθει η προθεσμία των δύο μηνών που χορηγήθηκε, χωρίς να έχουν δημοσιευθεί οι αποφάσεις που καθυστερούν, ο δικαστής υποχρεούται να επιστρέψει τη δικογραφία. Δηλαδή η νέα διάταξη δημιουργεί το εξής παράδοξο: ο δικαστής επιστέφει τη δικογραφία, η Επιθεώρηση ερευνά το εύλογο της καθυστέρησης και ακολούθως παρέχει προθεσμία στο δικαστή. Όμως ο δικαστής έχει ήδη επιστρέψει τη δικογραφία, πριν επιληφθεί η επιθεώρηση, σύμφωνα με τη διάταξη που προωθείται. Επί ποίας δικογραφίας θα εργαστεί; Άρα πρέπει να προβλεφθεί (το αυτονόητο) ότι αν κριθεί εύλογη η καθυστέρηση, επιστρέφεται η δικογραφία στο δικαστή. Δηλαδή, ενώ με την ισχύουσα διάταξη ο δικαστής έχει τη δυνατότητα να εργαστεί επί της δικογραφίας που πρόκειται να του αφαιρεθεί, εκμεταλλευόμενος το διαδραμώντα χρόνο μέχρι η Επιθεώρηση να αποφανθεί για το εύλογο της καθυστέρησης, με τη νέα διάταξη η δικογραφία επιστρέφεται και συνεπώς, μέχρι να κριθεί το εύλογο της καθυστέρησης, η υπόθεση μπαίνει «στο ψυγείο». Είναι, συνεπώς, προφανές ότι με τη νέα διάταξη μάλλον επιβραδύνεται ο χρόνος έκδοσης απόφασης.


 

Άρθρο 18 Οριστική απόφαση – Πότε εκδίδεται – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 308 ΚΠολΔ

Στην παρ. 1 του άρθρου 308 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται δεύτερο εδάφιο και το άρθρο 308 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 308

  1. Το δικαστήριο εκδίδει οριστική απόφαση, αν κρίνει πως η υπόθεση είναι ώριμη γι’ αυτό. Συμφωνία των διαδίκων για μη έκδοση απόφασης μετά τη συζήτηση δεν παράγει έννομες συνέπειες.
  2. Σε περίπτωση που σωρεύονται αγωγές ή που συνεκδικάζονται υποθέσεις, το δικαστήριο μπορεί, είτε να εκδώσει οριστική απόφαση για τις ώριμες υποθέσεις, είτε να αναβάλει να αποφασίσει οριστικά, εωσότου γίνουν όλες ώριμες, αν το κρίνει σκόπιμο για την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς.».

 



ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ



Μέχρι σήμερα η κοινή δήλωση των διαδίκων της δίκης, που εμφανίσθηκαν νομότυπα κατά τη συζήτηση, η οποία γίνεται μετά τη συζήτηση, να μην εκδοθεί απόφαση για την υπόθεση, ενείχε δήλωση παραιτήσεώς τους από την επίσπευση της συζητήσεως και ανακλήσεως της παραστάσεώς τους, η οποία από απόψεως των συνεπειών της θεωρείτο ότι δεν έγινε με αποτέλεσμα η συζήτηση της υποθέσεως να ματαιώνεται αναδρομικά [4]

Ως γνωστόν η πολιτική δίκη διέπεται από την αρχή της διάθεσης του αντικειμένου της από τους διαδίκους, οι οποίοι και αποφασίζουν πόση και ποια αλήθεια θα διαγνωστεί με την απόφαση. Συνεπώς, είναι ακατανόητο γιατί πρέπει να αποκλειστεί η περίπτωση οι διάδικοι, μετά τη συζήτηση, να μην επιθυμούν την έκδοση απόφασης. Δηλαδή, ο δικαστής θα πρέπει να ασχοληθεί με μία υπόθεση για την οποία πλέον οι διάδικοι δεν επιθυμούν την έκδοση απόφασης, ενώ την ίδια στιγμή θα μπορούσε να αφιερώσει το χρόνο του σε άλλη δικογραφία. Έτσι όμως, επέρχεται επιμήκυνση του χρόνου έκδοσης αποφάσεων, με την ενασχόληση του δικαστή με υποθέσεις για τις οποίες οι διάδικοι δεν έχουν πλέον κανένα ενδιαφέρον.

 

 

 

 

 

Άρθρο 21 Λήψη ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον δικηγόρου – Αντικατάσταση άρθρου 421 ΚΠολΔ

Το άρθρο 421 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 421

Οι διάδικοι μπορούν να προσκομίσουν προαποδεικτικώς ένορκες βεβαιώσεις, εφόσον αυτές λαμβάνονται ενώπιον του ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου ή δικηγόρου της έδρας του δικαστηρίου ή της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα ή ενώπιον του προξένου της κατοικίας ή της διαμονής του μάρτυρα κατά τη διαδικασία των άρθρων 422 έως 424. Η ένορκη βεβαίωση, που λαμβάνεται ενώπιον δικηγόρου, δεν μπορεί να ληφθεί ενώπιον των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων. Αμέσως μετά τη λήψη της ένορκης βεβαίωσης, ο δικηγόρος ενώπιον του οποίου αυτή δόθηκε την αποστέλλει ηλεκτρονικά στον δικηγορικό σύλλογο στον οποίο ανήκει και λαμβάνει ηλεκτρονική απόδειξη λήψης. Με την ηλεκτρονική απόδειξη η ένορκη βεβαίωση αποκτά βέβαιη χρονολογία και μοναδικό αριθμό. Ο δικηγόρος χορηγεί αντίγραφα της ένορκης βεβαίωσης μαζί με την ως άνω ηλεκτρονική απόδειξη λήψης. Όμοια αντίγραφα χορηγεί και ο οικείος δικηγορικός σύλλογος μέσω της διαδικτυακής πύλης portal.olomeleia.gr. Τα αρχεία των ένορκων βεβαιώσεων που λαμβάνονται ενώπιον δικηγόρου τηρούνται στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους, σύμφωνα με αποφάσεις των διοικητικών τους συμβουλίων.».

 

 



ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Θα πρέπει να προστεθεί η εξαίρεση ότι ο δικηγόρος που λαμβάνει την ένορκη βεβαίωση δεν θα πρέπει να εμπίπτει σε κάποιες από τις περιπτώσεις του άρθρου 52 ΚΠολΔ

 

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΥ ΠΕΜΠΤΟΥ – Άρθρο 44 Αρμόδιο δικαστήριο – Τροποποίηση παρ. 3 και προσθήκη παρ. 5 στο άρθρο 683 ΚΠολΔ

Η παρ. 3 του άρθρου 683 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας τροποποιείται ως προς την κατάργηση της αποκλειστικής αρμοδιότητας των ειρηνοδικείων, προστίθεται παρ. 5 και το άρθρο 683 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 683

  1. Τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται από τα μονομελή πρωτοδικεία.
  2. Αν η κύρια υπόθεση υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων, τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται από αυτά.
  3. Τα ειρηνοδικεία είναι αρμόδια και για την εγγραφή ή άρση προσημείωσης υποθήκης.
  4. Τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται και από το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο που βρίσκεται πλησιέστερα προς τον τόπο όπου πρόκειται να εκτελεστούν.
  5. Αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπο αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και απορρίπτει την αίτηση.».

 



ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ



Μέχρι σήμερα, το αναρμόδιο δικαστήριο εξέδιδε παραπεμπτική απόφαση και ο διάδικος μπορούσε με απλή κλήση να εισάγει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Δεν είναι κατανοητό γιατί ο νομοθέτης επιθυμεί τα ασφαλιστικά μέτρα που εισάγονται σε αναρμόδιο δικαστήριο, να απορρίπτονται αντί να παραπέμπονται, αφού με την προωθούμενη διάταξη δεν επέρχεται καμία ουσιαστική μεταβολή (επιτάχυνση) ως προς το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης.

 

 

 

 

Άρθρο 46 Αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων – Τροποποίηση παρ. 5 και 6 και προσθήκη παρ. 7 και 8 στο άρθρο 686 ΚΠολΔ

Στο άρθρο 686 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας τροποποιείται η αναφορά του δευτέρου εδαφίου της παρ. 5 ως προς την περίπτωση που το δικαστήριο της κύριας υπόθεσης δικάζει την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων μόνο κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης, η παρ. 6 τροποποιείται με την κατάργηση της δυνατότητας προφορικής άσκησης ανταίτησης, προστίθενται παρ. 7 και 8 και το άρθρο 686 διαμορφώνεται ως εξής:

                                                                   «Άρθρο 686

  1. Η αίτηση πρέπει να κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου.
  2. Η γραμματεία του δικαστηρίου υποβάλλει αμέσως την αίτηση στο δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή τον ειρηνοδίκη, ο οποίος ορίζει τόπο, ημέρα και ώρα για τη συζήτησή της, διατάζει την κλήση εκείνων κατά των οποίων απευθύνεται η αίτηση, ορίζει τον τρόπο κατά τον οποίο θα γνωστοποιηθεί σ’ αυτούς η κλήση, καθώς και το χρονικό διάστημα που πρέπει να μεσολαβήσει κατά την κρίση του μεταξύ της επίδοσης της κλήσης και της συζήτησης.
  3. Ως τόπος συζήτησης μπορεί να οριστεί και η κατοικία του δικαστή που δικάζει την υπόθεση ή άλλος κατά την κρίση του κατάλληλος για την ταχύτερη εκδίκαση της υπόθεσης. Η συζήτηση μπορεί να οριστεί και Κυριακή ή εορτή.
  4. Η γνωστοποίηση γίνεται με επίδοση εγγράφου που εκδίδεται από τη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο αναγράφεται ο τόπος, η ημέρα και η ώρα της συζήτησης ή με τηλεγραφική ή με τηλεφωνική πρόσκληση της γραμματείας του δικαστηρίου ή με ηλεκτρονικά μέσα με δαπάνες του αιτούντος. Ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου ή ο ειρηνοδίκης μπορεί συγχρόνως με την επίδοση της κλήσης να διατάξει και την επίδοση αντιγράφου της αίτησης.
  5. Κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης η αίτηση μπορεί να υποβληθεί και με τις προτάσεις. Στην περίπτωση του άρθρου 684 η αίτηση δικάζεται μόνον κατά τη συζήτηση της κύριας υπόθεσης.
  6. Στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων στο μονομελές πρωτοδικείο ή στο ειρηνοδικείο η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και προφορικά.
  7. Αν κατά τη συζήτηση της αίτησης ή της ανταίτησης στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι.
  8. Η αίτηση για εγγραφή συναινετικής προσημείωσης ή ανάκλησης συναινετικής προσημείωσης κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου. Η αίτηση μπορεί να κατατεθεί και τα δικαιολογητικά έγγραφα να υποβληθούν ηλεκτρονικά κατά την παρ. 2 του άρθρου 117 και την παρ. 4 του άρθρου 119.».

 

 




ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ



Πριν το Ν. 4335/2015 δεν προβλεπόταν η προφορική άσκηση της ανταίτησης

Με το άρθρο 23 του Ν. 4509/2017 προβλέφθηκε ότι η ανταίτηση θα ασκείται και προφορικά.

Με την προτεινόμενη διάταξη καταργείται η δυνατότητα προφορικής άσκησης της ανταίτησης.

Κατ’ αρχήν ορθά επιλέχθηκε να επανέλθει η §6 του άρθρου 686 στο καθεστώς που ίσχυε πριν το Ν. 4509/2017, ώστε η ανταίτηση να ασκείται μόνον εγγράφως και να αποφεύγεται ο αιφνιδιασμός τόσο του αντιδίκου όσο και του δικαστηρίου που θα κληθεί να εκδικάσει μια υπόθεση για την δεν έχει προετοιμαστεί. Πέραν όμως της σωστής αυτής τροποποίησης, προκαλούν αλγεινές εντυπώσεις τα νομοθετικά «εμπρός – πίσω» και η αναποφασιστικότητα του νομοθέτη ως προς το ζήτημα του τρόπου της άσκησης ανταίτησης, για το οποίο τα συμπεράσματα έχουν εξαχθεί προ πολλού (ο ΚΠολΔ άρχισε να ισχύει από το 1985 με το Π.Δ. 503/1985).



Η § 7, συνεπής ως προς το ανακριτικό σύστημα που ισχύει στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προβλέπει ότι αν κατά τη συζήτηση της αίτησης ή της ανταίτησης στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή εμφανιστεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εξής: αφού ο αιτών/ανταιτών δεν παρίσταται και δεν επιθυμεί να υποστηρίξει την αίτησή του, γιατί θα πρέπει υποχρεωτικά να εκδίδεται απόφαση, αντί η αίτηση να απορρίπτεται; Πόσο αντιφατικό είναι από τη μια μεριά να θεσπίζονται διατάξεις για την καθυστέρηση έκδοσης απόφασης από το δικαστή και από την άλλη να τον επιβαρύνουμε με την έκδοση αποφάσεων επί αιτήσεων για τις οποίες ο αιτών αδιαφορεί. Άλλωστε πέραν των άλλων υπάρχει και το πρακτικό ζήτημα των αποδεικτικών μέσων: ο αιτών που ερημοδικεί, δε θα προσκομίσει τα αποδεικτικά μέσα που αποδεικνύουν την αίτησή του, με αποτέλεσμα αυτή να απορρίπτεται ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Με άλλα λόγια, με την προτεινόμενη διάταξη το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο, με τη μόνη διαφορά ότι ο δικαστής θα δαπανήσει περισσότερο χρόνο, αφού αντί της τυπικής παραγράφου με την οποία θα απορρίπτεται η αίτηση λόγω ερημοδικίας, θα προχωρά στην εξέταση της υπόθεσης και στην κατ’ ουσία απόρριψή της. Τα αυτά, βεβαίως, ισχύουν και για την περίπτωση που απουσιάζει ο καθ’ ου, οπότε στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε η αίτηση/ανταίτηση να γίνεται δεκτή, με το τεκμήριο ομολογίας λόγω ερημοδικίας. Επομένως, μάλλον θα πρέπει να εισαχθεί αντίθετου νοήματος διάταξη, με περιεχόμενο ίδιο με τα άρθρα 271 επ. ΚΠολΔ

 

Άρθρο 47 Πιθανολόγηση – Συζήτηση της αίτησης – Τήρηση πρακτικών – Αντικατάσταση παρ. 2 και προσθήκη παρ. 3 στο άρθρο 690 ΚΠολΔ

Η παρ. 2 του άρθρου 690 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται, προστίθεται παρ. 3 και το άρθρο 690 διαμορφώνεται ως εξής:

                                           

«Άρθρο 690

  1. Σε υποθέσεις που αφορούν ασφαλιστικά μέτρα αρκεί η πιθανολόγηση των ισχυρισμών.
  2. Το δικαστήριο συζητεί την αίτηση με τη σύμπραξη γραμματέα, ο οποίος τηρεί πρακτικά, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 256.
  3. Η συζήτηση για την εγγραφή συναινετικής προσημείωσης ή ανάκλησης συναινετικής προσημείωσης διεξάγεται εγγράφως, κατά παρέκκλιση της παρ. 2 του άρθρου 115 και οι διάδικοι μπορούν να παραστούν με δήλωση, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 242.».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ



Με την §2 και στα ασφαλιστικά μέτρα θα τηρούνται πρακτικά με τη σύμπραξη γραμματέα. Συνεπώς, ο δικαστής της έδρας θα έχει πλήρη πρακτικά (αφού πλέον αυτά φωνογραφούνται) και θα μπορεί να διευθύνει καλύτερα την υπόθεση, αφού δε θα αποσπάται με την τήρηση από τον ίδιο των πρόχειρων πρακτικών, όπως γίνεται σήμερα.

 

Άρθρο 48 Ανακριτικό σύστημα – Απόφαση – Αντικατάσταση παρ. 3 άρθρου 691 ΚΠολΔ

Η παρ. 3 του άρθρου 691 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται και το άρθρο 691 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 691

  1. Το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να συγκεντρώσει όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για το σχηματισμό της κρίσης του.
  2. Η απόφαση που διατάζει ασφαλιστικά μέτρα πρέπει να ορίζει το ασφαλιστικό μέτρο, καθώς και το δικαίωμα, στην εξασφάλιση ή διατήρηση του οποίου αποβλέπει ή την κατάσταση την οποία ρυθμίζει.
  3. Η απόφαση του δικαστηρίου περιέχει συνοπτική αιτιολογία ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία του δικαιώματος του οποίου γίνεται επίκληση και τη συνδρομή ή μη επικείμενου κινδύνου ή επείγουσας περίπτωσης και δημοσιεύεται σε δημόσια συνεδρίαση μετά την περάτωση της ακροαματικής διαδικασίας.

 



ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Τροποποιείται η §3, όπως αυτή ίσχυε μετά το Ν. 4335/2015, η οποία κατά κοινή ομολογία δικαστών και δικηγόρων ήταν δυσλειτουργική και ανεφάρμοστη, καθώς απαιτούσε την έκδοση απόφασης εντός 48 ωρών από τη συζήτηση ενώ πρόβλεπε την καταχώρηση του διατακτικού κάτω από την αίτηση (!!!) προφανώς χωρίς σκεπτικό. Μία μόνον παρατήρηση: η αναφορά ότι η απόφαση δημοσιεύεται μετά την περάτωση της ακροαματικής διαδικασίας, είναι ομιχλώδης. Σημαίνει αμέσως μετά, όπως η παλιά §3 ή σε εύλογο χρόνο; Θεωρώ ότι ισχύει το δεύτερο, καθώς σε διαφορετική περίπτωση δεν υφίσταται λόγος αλλαγής της §3 .

 

Άρθρο 63 Αναστολή της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης – Προσθήκη άρθρου 938 ΚΠολΔ

Προστίθεται άρθρο 938 στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας το οποίο έχει ως εξής:

                                                                        «Άρθρο 938

  1. Με την επιφύλαξη της παρ. 2 και με εξαίρεση την κατάσχεση κινητών που υπόκεινται σε φθορά, με αίτηση του ανακόπτοντος μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης με εγγύηση ή και χωρίς εγγύηση, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση της ανακοπής. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση. Η αίτηση ασκείται στο αρμόδιο κατά τα άρθρα 933 και 936 δικαστήριο και δικάζεται κατά τα άρθρα 686 επ..
  2. Ειδικώς επί κατάσχεσης ακινήτου, η άσκηση του ενδίκου μέσου δεν αναστέλλει την πρόοδο της εκτέλεσης, εκτός εάν το δικαστήριο του ενδίκου μέσου, μετά από αίτηση του ασκούντος αυτό, που υποβάλλεται με το ένδικο μέσο ή με τις προτάσεις, δικάζοντας με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ., διατάξει την αναστολή με ή χωρίς παροχή εγγύησης, εφόσον κρίνει ότι η διενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης θα προξενήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα και πιθανολογεί την ευδοκίμηση του ενδίκου μέσου. Επίσης μπορεί να διαταχθεί να προχωρήσει η αναγκαστική εκτέλεση αφού δοθεί εγγύηση.
  3. Στις προηγούμενες περιπτώσεις είναι δυνατή η έκδοση σημειώματος με το οποίο εμποδίζεται η εκτέλεση μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αίτησης αναστολής ή επί του ενδίκου μέσου.
  4. Η αίτηση με την οποία ζητείται η αναστολή πλειστηριασμού είναι απαράδεκτη αν δεν κατατεθεί το αργότερο πέντε (5) εργάσιμες ημέρες πριν από την ημέρα του πλειστηριασμού. Η απόφαση πρέπει να δημοσιεύεται έως τις 12.00 το μεσημέρι της Δευτέρας που προηγείται του πλειστηριασμού.
  5. Η αναστολή των παρ. 1 και 2 ή η εγγυοδοσία μπορεί να διαταχθεί μόνο μέχρι να εκδοθεί η οριστική απόφαση επί της ανακοπής, ή η απόφαση επί του ενδίκου μέσου.».

 



ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ



Το άρθρο 938 ΚΠολΔ είχε καταργηθεί με το Ν. 4335/2015, με αποτέλεσμα οι σχετικές αιτήσεις να απορρίπτονται ως μη νόμιμες. Εντούτοις το πρόβλημα που δημιουργήθηκε ήταν ότι οι ανακοπές προσδιορίζονταν σε χρόνο μεταγενέστερο του πλειστηριασμού, με συνέπεια ο καθ’ ου η εκτέλεση να μένει εντελώς απροστάτευτος [5]. Για το λόγο αυτό αρκετά δικαστήρια έκριναν ότι θα έπρεπε να παρέχεται κατ` εξαίρεση η δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που, παρά την επιδειχθείσα πρόνοια του οφειλέτη, δεν καταλείπετο περιθώριο σ` αυτόν να αντιδράσει, εντός διαστήματος που θα ήταν τούτο εφικτό, με άσκηση ανακοπής και ύπαρξη αποτελέσματος επ` αυτής, οπότε υπήρχε ανάγκη αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 937 παρ. γ` ή εφαρμογή των άρθρων 731 επ. ΚΠολΔ , ώστε να αποφευχθεί τελικά η δημιουργία μόνιμων και δυσχερώς αναστρέψιμων καταστάσεων σε βάρος του οφειλέτη. Εντούτοις, η προθεσμία για την άσκηση της αίτησης (πέντε ημέρες πριν τον πλειστηριασμό) είναι εξαιρετικά μικρή, αν σκεφτούμε μάλιστα ότι στην ίδια δικάσιμο μπορεί να υπάρχουν πολλές αιτήσεις οι οποίες, λόγω της έκτασής τους και του είδους των λόγων της ανακοπής, ίσως χρειάζονται αρκετό χρόνο για να τις επεξεργαστεί ο δικαστής. Θα έπρεπε η προθεσμία να είναι 15 ημέρες, όπως προβλέπεται και στο άρθρο 954 §4 ΚΠολΔ. Επίσης ως όρος για το παραδεκτό της αίτησης, πέραν της ανεπανόρθωτης βλάβης και της ευδοκίμησης του ενδίκου μέσου, θα πρέπει να είναι και η επιμέλεια που επέδειξε ο αιτών. Αν δηλαδή ο αιτών κατά την εκδίκαση της ανακοπής ζήτησε αναβολή, αν γνωρίζει από εξαμήνου ότι επίκειται ο πλειστηριασμός και επέλεξε, χωρίς εύλογη αιτία (π.χ. δυσχέρεια συλλογής αποδεικτικών μέσων), να ασκήσει την ανακοπή μόλις λίγες ημέρες πριν τον πλειστηριασμό, τότε η αίτησή του θα πρέπει να απορρίπτεται.

 

 

Άρθρο 64 Απόδοση ή παράδοση τέκνου – Τροποποίηση παρ. 2 και κατάργηση παρ. 3 άρθρου 950 ΚΠολΔ

Στο άρθρο 950 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η παρ. 2 αντικαθίσταται, η παρ. 3 καταργείται και το άρθρο 950 διαμορφώνεται ως εξής:

 «Άρθρο 950

  1. Με την απόφαση με την οποία διατάζεται η απόδοση ή παράδοση τέκνου καταδικάζεται ο γονέας που έχει το τέκνο να εκτελέσει αυτή την πράξη και με την ίδια απόφαση, για την περίπτωση που δεν την εκτελέσει, απαγγέλλεται αυτεπαγγέλτως χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ υπέρ του αιτούντος την απόδοση ή παράδοση και σε προσωπική κράτηση έως ένα έτος. Αν το τέκνο δεν βρεθεί, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 861 έως 866.
  2. Αν παρεμποδίζεται το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο, το δικαστήριο που ρυθμίζει το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο καθορίζει τα χρονικά διαστήματα αυτής και απειλεί, και αυτεπάγγελτα, σε βάρος εκείνου που εμποδίζει κάθε φορά την επικοινωνία, για κάθε παράβαση, χρηματική ποινή έως δέκα χιλιάδες (10,000.00) ευρώ και προσωρινή κράτηση έως ένα (1) έτος. Η παρεμπόδιση του δικαιώματος της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα με το τέκνο βεβαιώνεται με έκθεση δικαστικού επιμελητή, ο οποίος παρευρίσκεται κατά τον ορισθέντα χρόνο έναρξης της επικοινωνίας.».

 

 



ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ



Κατά τη διάταξη αυτή η παρεμπόδιση του δικαιώματος της επικοινωνίας βεβαιώνεται από δικαστικό επιμελητή. Η ένσταση που υπάρχει σε αυτή τη διάταξη είναι ότι ενώ μέχρι σήμερα η βεβαίωση γινόταν από το αστυνομικό τμήμα που καλούσε ο γονέας του οποίου προσβαλλόταν το δικαίωμα της επικοινωνίας, τώρα ο τελευταίος θα αναγκάζεται να επωμιστεί και το βάρος της αμοιβής του δικαστικού επιμελητή. Εντούτοις είναι αληθές ότι τα αστυνομικά όργανα δεν βεβαίωναν την τέλεση ή μη της παραβίασης, αλλά τα όσα τα δύο μέρη υποστήριζαν εκατέρωθεν στις καταθέσεις που έδιναν στα αστυνομικά τμήματα ή στις μηνύσεις του, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και παλαιότερα (πριν το 1999) γινόταν χρήση του δικαστικού επιμελητή για την ικανοποίηση του δικαιώματος επικοινωνίας.[6] Άλλωστε θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι προτιμότερο και πιο από τα δύο δημιουργεί περισσότερο άγχος σε ένα παιδί: ένα περιπολικό της αστυνομίας με ένστολους αστυνομικούς ή ένας άγνωστος κύριος/κυρία που κάνει παρέα στο πατέρα/μητέρα (τις περισσότερες με casual περιβολή, χωρίς κουστούμι) κρατώντας μια τσάντα και ένα στυλό.

 

 

Άρθρο 65 Κατάσχεση βιβλίων – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 953

Στην παρ. 3 του άρθρου 953 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται νέα περίπτωση (γ) και το άρθρο 953 διαμορφώνεται ως εξής:

«Άρθρο 953

  1. Κατάσχεση μπορεί να γίνει στα κινητά πράγματα που βρίσκονται στα χέρια του οφειλέτη, καθώς και στα χέρια μεσεγγυούχου κατά την έννοια του άρθρου 956 παράγραφος 1 ως συνέπεια προηγούμενης κατάσχεσης.
  2. Οι διατάξεις για την κατάσχεση στα χέρια του οφειλέτη εφαρμόζονται και

α) όταν κινητά πράγματα του οφειλέτη βρίσκονται στα χέρια του δανειστή ή τρίτου πρόθυμου να τα αποδώσει,

β) όταν κατάσχεται εμπράγματο δικαίωμα του οφειλέτη επάνω σε ξένο κινητό πράγμα,

γ) όταν πρόκειται για κινητά πράγματα που είχαν μεταβιβαστεί από τον οφειλέτη σε τρίτο, εφόσον η κατάσχεση επιβάλλεται από δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της μεταβίβασης ως καταδολιευτικής κατά τα άρθρα 939 επ. του Αστικού Κώδικα.

  1. Εξαιρούνται από την κατάσχεση
  2. α) τα πράγματα που είναι απολύτως απολύτως απαραίτητα για τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του,

β) προκειμένου για πρόσωπα που με την προσωπική τους εργασία αποκτούν όσα τους χρειάζονται για να ζήσουν, τα πράγματα που είναι απαραίτητα για την εργασία τους,

γ) τα πάσης φύσεως βιβλία που δεν είναι εμπόρευμα, τα οποία, ως πολιτιστικά αγαθά, ο δικαστικός επιμελητής που δινεργεί την αναγκαστική εκτέλεση τα αφαιρεί και τα παραδίδει μετά από δημόσια πρόσκληση, σε πολιτιστικούς οργανισμούς αντί τιμήματος που συμφωνείται από τον επι του πλειστηριασμού υπάλληλο και αυτούς. Ο δικαστικός επιμελητής μπορεί να προβεί σε κάθε κατάλληλη ενέργεια για την εξασφάλιση δημοσιότητας. Αν διαφωνήσει εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται ή εκείνος κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, αποφασίζει το ειρηνοδικείο του τόπου της εκτέλεσης, που δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ..

  1. Αν τα κατασχεμένα πράγματα είναι ασφαλισμένα η κατάσχεση ισχύει και για την αποζημίωση που οφείλεται από την ασφάλιση.».

 



ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ

Μια απλή επισήμανση. Η §3 του άρθρου 953 ΚΠολΔ μετά το Ν. 4335/2015 δεν χωριζόταν ποτέ σε περιπτώσεις α, β κ.τ.λ. Συνεπώς δεν αρκεί η απλή προσθήκη περίπτωσης «γ», αλλά πρέπει να δημιουργηθούν και οι περιπτώσεις α και β.

 

 

Ιωάννης Χήνος

Πρόεδρος Πρωτοδικών

 





[1] βλ. και ΑΠ 1077/2020 βάση νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ αναφορικά με τα προβλήματα που είχαν προκύψει και την κακή συγκρότηση των μονομελών πρωτοδικείων που δίκαζαν εφέσεις




[2] Άρθρο 580 §4 ΚΠολΔ
[3] βλ. και το άρθρο 14 §4 του Ν. 1756/1988 «4. Η ολομέλεια μπορεί να συγκληθεί για ν' ανταλλάξουν τα μέλη της απόψεις σε νομικά ζητήματα. Τα πορίσματα των σχετικών συζητήσεων δεν δεσμεύουν τα δικαιοδοτικά όργανα του δικαστηρίου.»






[4] σχετ. ΕφΑθ 8862/2000 ΕλΔικ 43/846, ΕφΑθ 9289/1992 Αρμεν. 47/156




[5] Βλέπε και την ΑΠ (Συμβ.) 11/2017 βάση δεδομένων Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
[6] Το άρθρο 950 §1 ΚΠολΔ πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 27 του Ν 2721/1999 είχε την εξής διατύπωση «1. Αν η απόφαση διέταξε να αποδοθεί ή να παραδοθεί τέκνο, ο δικαστικός επιμελητής, συνοδευόμενος από όργανο της Κοινωνικής Υπηρεσίας, αφαιρεί το τέκνο και το παραδίδει στο πρόσωπό που ορίζει η απόφαση. Αν το τέκνο δεν βρεθεί, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 861 έως 866». Η συγκεκριμένη διάταξη τροποποιήθηκε, και ορθά, καθώς κρίθηκε ότι η εφαρμογή της μάλλον έβλαπτε παρά ωφελούσε το τέκνο

1 σχόλιο:

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ