Σε περίπτωση συρροής ελαφρυντικών, κατ' άρθρο 85 ΠΚ, το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να επιβάλει το κατώτατο όριο της ποινής που
προβλέπεται από το άρθρο αυτό, αναγόμενο στη διακριτική ευχέρεια του
δικαστηρίου [το οποίο κατά τα προλεχθέντα, λαμβάνει υπόψη, κατά την
επιμέτρηση της ποινής, τα στοιχεία του άρθρου 79 ΠΚ]. Δηλαδή δεν είναι υποχρεωμένο να επιβάλλει χρηματική ποινή αντί φυλάκισης
Απόφαση 532 / 2022 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 532/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ζαμπέτα Στράτα, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου - Εισηγήτρια και Κωστούλα Πρίγγουρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του την 1η Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αδαμαντίας Οικονόμου, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Ι. Ε. του Β., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο - Χρυσοβαλάντη Καραβελάκη, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 410/2021 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό 11/2021 και από 8.6.2021 αίτησή του, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 692/2021.
Αφού άκουσε Την Εισαγγελέα η οποία πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 11/2021 και από 8-6-2021 αίτηση αναιρέσεως του Ι. Ε. του Β., κατοίκου ... (...), η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά της με αριθμό 410/2021 απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης (Δικαστηρίου παραπομπής), η οποία καταχωρήθηκε στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ.1 και 3 εδ.α'ΚΠΔ, στις 19-5-2021, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και περιέχει ορισμένους και παραδεκτούς λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ',Ε'και Θ'ΚΠΔ. Επομένως, είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι με τη με αριθμό 69/7-1-2019 απόφαση του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος κατ' εξακολούθηση, κατ' άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του ΑΝ 86/1967, για τις αξιόποινες πράξεις της μη έγκαιρης καταβολής, προς το ΙΚΑ: α) εργατικών και β) εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, χρονικής περιόδου από 1-10-2011 έως 31-8-2013, των εργαζομένων της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία <<... Α.Β.Ε.Ε.>>, της οποίας ήταν νόμιμος εκπρόσωπος και μετά την αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β'(των μη ταπεινών αιτίων) και περ. δ'(της ειλικρινούς μεταμελείας) του ΠΚ [καθώς και την απόρριψη του ισχυρισμού του περί συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ.2 περ. α'και ε'ΠΚ και της αυτεπαγγέλτως ερευνηθείσας ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.3 ΠΚ] του επιβλήθηκαν ποινές φυλακίσεως δέκα (10) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως δεκαπέντε (15) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Κατά της ως άνω αποφάσεως ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε την από 18-9-2019 αίτηση αναιρέσεως. Επί αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 897/2020 απόφαση Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε εν μέρει η ανωτέρω απόφαση ως προς την απόρριψη της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 περ. α'(του προτέρου εντίμου βίου), κατ' αυτεπάγγελτη εφαρμογή, της ευμενέστερης διάταξης του άρθρου αυτού του νέου ΠΚ (ν. 4619/2019) που τέθηκε σε ισχύ από 1-7-2019, ενώ απέρριψε άπαντες τους προταθέντες λόγους αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε'ΚΠΔ, σχετιζόμενους με την απόρριψη των αιτημάτων του για: α) για συνεκδίκαση της ένδικης υπόθεσης, με λοιπές συναφείς υποθέσεις του, β) για αναστολή της ποινικής διαδικασίας, λόγω ρύθμισης των σχετικών χρεών της εταιρείας του και γ) για αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 περ. ε'(της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη) του ΠΚ. Ακολούθως, δε, αναίρεσε, εν μέρει, την ως άνω απόφαση: α) ως προς την απορριπτική της διάταξη για τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό του άρθρου 84 παρ.2 περ. α'του ΠΚ, καθώς και ως προς την διάταξη αυτής περί επιβολής σ' αυτόν ποινής και β) ως προς τις διατάξεις της, περί ποινής και αναγκαίως περί συνολικής ποινής και παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο, εφόσον ήταν δυνατό από τους ίδιους δικαστές που δίκασαν προηγουμένως. Κατόπιν αυτών, εισήχθη νομότυπα η υπόθεση ενώπιον του Α'Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ως Δικαστηρίου της παραπομπής και αφού εκδικάστηκε η υπόθεση εντός του ανωτέρω πλαισίου που έθεσε η προαναφερθείσα (897/2020) απόφαση του Α.Π., εκδόθηκε η προσβαλλομένη με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, με αριθμό 410/2021 απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία το ανωτέρω Δικαστήριο, αφού αναγνώρισε τη συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, ήδη αναιρεσείοντος, της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 α' του ΠΚ, ως ισχύει, επέβαλε σ' αυτόν ποινές φυλακίσεως έξι (6) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή οκτώ (8) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία.
Ι) Από τη διάταξη του άρθρου 524§2 ΚΠΔ συνάγεται, ότι αν η νέα εκδίκαση της υπόθεσης διατάχθηκε ύστερα από αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε από τον καταδικασθέντα ή προς όφελος του, ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής η νέα συζήτηση διεξάγεται εξαρχής μεν, αν αναιρέθηκε η απόφαση εξ ολοκλήρου, κατά το μέρος δε που αναιρέθηκε, όταν η αναίρεση υπήρξε μερική, διότι, στην δεύτερη περίπτωση, κατά τα λοιπά μέρη της αναιρεθείσας απόφασης, για τα οποία δεν προβλήθηκαν λόγοι αναίρεσης ή οι τυχόν προβληθέντες απορρίφθηκαν από την αναιρετική απόφαση, η προσβληθείσα απόφαση κατέστη αμετάκλητη (άρθρο 546 ΚΠΔ), οπότε και δεν επιτρέπεται νέα συζήτηση επί των μερών τούτων, γι` αυτό και όταν προτείνονται λόγοι αναίρεσης, κατά των τοιούτων μερών, τυγχάνουν, κατ` άρθρο 57 ΚΠΔ, απαράδεκτοι, αφού προσκρούουν στο γεννηθέν δεδικασμένο περί αυτών, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι τα προσβαλλόμενα κεφάλαια είναι αυτοτελή και η υπόστασή τους δεν εξαρτάται από το αναιρεθέν μέρος. Ειδικότερα, αν αναιρεθεί καταδικαστική απόφαση, μόνο ως προς τη συνδρομή κάποιας ελαφρυντικής περίστασης στο πρόσωπο του κατηγορουμένου που έχει καταδικαστεί για ορισμένη αξιόποινη πράξη, συνακόλουθα δε και ως προς την ποινή γι` αυτή, έχει κριθεί πλέον αμετάκλητα η ενοχή ως προς την τέλεση της πράξης αυτής, αλλά και ως προς τυχόν άλλες ελαφρυντικές περιστάσεις που η αναιρεθείσα απόφαση είχε δεχθεί ότι συντρέχουν (ή ότι δεν συντρέχουν) στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ή που γι' αυτές δεν προβλήθηκαν σχετικοί λόγοι αναιρέσεως. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας στο οποίο παραπέμπεται κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ η υπόθεση, περιορίζεται στην εξέταση μόνο της συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης για την οποία αναιρέθηκε η προηγούμενη καταδικαστική απόφαση και συνακόλουθα, αν υπάρξει ανάγκη, στην επιμέτρηση της ποινής. Τούτων παρέπεται ότι το Δικαστήριο της παραπομπής επιβάλλεται να συμμορφωθεί προς την αναιρετική απόφαση, από την οποία καθορίζονται και τα όρια της εξουσίας του, η παραβίαση των οποίων συνιστά υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510§1στοιχ. Η` και ήδη Θ` λόγο αναίρεσης, η οποία υπάρχει όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή έχει μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως, οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι` αυτό κατά το νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίζει χωρίς να έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση που παραλείπει να αποφασίσει, αν και υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (ΑΠ 96/2021, ΑΠ 1376/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τους 1ο, 3ο (α'και β'σκέλη), και 4ο, λόγους αναιρέσεως, ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλόμενη (410/2021) απόφαση, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή των μνημονευομένων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, λόγω απόρριψης από το Δικαστήριο της παραπομπής, των προβληθέντων ενώπιον αυτού ισχυρισμών του: α) για αναστολή της ποινικής διαδικασίας, λόγω υφισταμένης εν ισχύι, ρύθμισης των οφειλών της ως άνω εταιρείας του, στο πλαίσιο συμφωνίας εξυγίανσης, δυνάμει της με αρ. 2165/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Πολιτικού Εφετείου Θεσσαλονίκης β) για συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής για τα αποδιδόμενα σ'αυτόν αδικήματα, γ) για αναγνώριση της συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2 ε'ΠΚ και δ) για αναγνώριση στο πρόσωπό του της συνδρομής της μη εύλογης διάρκειας της δίκης κατ'άρθρο 84 παρ.3 ΠΚ. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το ανωτέρω Δικαστήριο, απέρριψε τους παραπάνω ισχυρισμούς με τις ακόλουθες επί μέρους αιτιολογίες που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό του:
α) Σχετικά με τον ανωτέρω υπό στοιχείο α', ισχυρισμό του (περί αναστολής της ποινικής διαδικασίας): <<...ως απαραδέκτως υποβαλλόμενο, καθώς δεν περιλαμβάνεται στο αντικείμενο της παραπομπής και συνεπώς εκφεύγει της εξουσίας του παρόντος δικαστηρίου, σε κάθε δε περίπτωση το εν λόγω αίτημα, ερειδόμενο στα αυτά πραγματικά περιστατικά, υποβλήθηκε επίσης ενώπιον του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά την εκδίκαση της με αρ. εκθ. Καταθ. 234/31-1-2018 εφέσεως κατά της υπ'αριθμ. 1383/29-1-2018 απόφασης του Α'Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και απορρίφθηκε με την υπ'αριθμ. 69/7-1-2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία κατά το σκέλος αυτό δεν αναιρέθηκε με την υπ'αριθμ. 897/27-7-2020 απόφαση του Ε'Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, αλλά απορρίφθηκε σχετικός λόγος αναιρέσεως, αναγόμενος σε ελλιπή και εσφαλμένη αιτιολογία της σχετικής αποφάσεως και συνεπώς η σχετική απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη...>> (βλ. σελίδα 71 του σκεπτικού της).
β) Σχετικά με τον ανωτέρω υπό στοιχείο β' ισχυρισμό του (περί παραγραφής), ομοίως, <<.... ως απαραδέκτως προβαλλόμενο (δικονομικά ανεπίτρεπτο), δεδομένου ότι η υπόθεση παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο με την υπ'αριθμ. 897/27-7-2020 απόφαση του Ε'Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, μόνο ως προς το αίτημα να αναγνωρισθεί (ή μη) ότι συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 α'του ν. 4619/2019 και ως προς την επιβολή ποινής ( και τις αναγκαίως συνεχόμενες διατάξεις καθορισμού συνολικής ποινής, αναστολής της τυχόν επιβληθείσας συνολικής στερητικής της ελευθερίας ποινής και επιβολής εξόδων), ενώ δεν αναιρέθηκε η προαναφερόμενη απόφαση ως προς τη διάταξη αυτής περί ενοχής και συνεπώς αυτή έχει καταστεί πλέον αμετάκλητη κατ'άρθρο 546 του ν. 4620/2019, ως προς το σκέλος της ενοχής,...>> ( βλ. σελίδες 66-67 του σκεπτικού της).
γ) Σχετικά με τον ανωτέρω υπό στοιχείο γ' ισχυρισμό του (περί του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ.2 ε'ΠΚ): <<... Τουναντίον θα πρέπει να απορριφθεί αφενός ως απαραδέκτως υποβαλλόμενο το αίτημα να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 ε'του ν.4619/2019, καθώς δεν περιλαμβάνεται στο αντικείμενο της παραπομπής και συνεπώς εκφεύγει της εξουσίας του παρόντος δικαστηρίου, σε κάθε δε περίπτωση το εν λόγω αίτημα υποβλήθηκε επίσης ενώπιον του Α'Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης κατά την εκδίκαση της με αρ. εκθ. Καταθ. 234/31-1-2018 εφέσεως κατά της υπ'αριθμ. 1383/29-1-2018 αποφάσεως του Α'Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης υπό τα αυτά πραγματικά περιστατικά και απορρίφθηκε με την υπ'αριθμ. 69/7-1-2019 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η οποία κατά το σκέλος αυτό δεν έχει αναιρεθεί, αλλά έχει καταστεί αμετάκλητη>>.[Ως εκ του περισσού δε, συμπεριέλαβε στην αιτιολογία του, την επάλληλη σκέψη ότι <<Σε κάθε δε περίπτωση ακόμη και εάν το δικαστήριο είχε την εξουσία να επιληφθεί του ισχυρισμού, πέραν του παραδεκτού αυτού, το εν λόγω αίτημα θα ήταν απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, δεδομένου ότι μόνο η ύπαρξη καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής, δεν αρκούν για να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπο του κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 ε'του ν. 4620/2019, αλλά απαιτείται να καταφάσκονται πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης, την οποία έχει τελέσει και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης και ως τέτοια δεν δύναται να θεωρηθούν απλά όσα συνιστούν ενέργειες για να διασωθεί η (οικογενειακή επιχείρηση) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία <<... Α.Β.Ε.Ε.>> (λήψη μέτρων αναδιάρθρωσης της επιχείρησης, επίτευξη συμφωνίας περί εξυγίανσης, πληρωμή τρεχουσών οφειλών), δεδομένου ότι συνιστούν την αυτονόητη και αναμενόμενη συμπεριφορά στην οποία θα προβεί ένας σοβαρός επιχειρηματίας για να διασώσει την επιχείρησή του, ήτοι είναι συμπεριφορές, οι οποίες αξιολογούνται ως ουδέτερες ηθικά>>](βλ. σελίδες 80-81 του σκεπτικού της).
δ) Σχετικά με τον ανωτέρω υπό στοιχείο δ' ισχυρισμό του ( μη εύλογη διάρκεια της δίκης): <<Τέλος θα πρέπει να απορριφθεί ως απαραδέκτως υποβαλλόμενο το αίτημα του κατηγορουμένου να αναγνωρισθεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του, η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.3 του ν. 4619/2019, καθώς δεν περιλαμβάνεται στο αντικείμενο της παραπομπής και συνεπώς εκφεύγει της εξουσίας του παρόντος δικαστηρίου>>.[Ως εκ του περισσού δε, συμπεριέλαβε στην αιτιολογία του, την επάλληλη σκέψη:<<...και σε κάθε περίπτωση ως αορίστως προβαλλόμενο, καθώς μόνη η προφορική επίκληση της νομικής διάταξης, η οποία προβλέπει την ελαφρυντική περίσταση (και χωρίς το σχετικό αίτημα να υποβάλεται εγγράφως κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 141 παρ.2 του ν. 4620/2019), δεν δύναται να καταστήσει το αίτημα ως ορισμένο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η οποία προηγήθηκε>>] ( βλ. σελίδα 81 του σκεπτικού της). Από τις παραδοχές αυτές προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας, στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση, κατ' άρθρο 524 παρ.2 ΚΠΔ, ορθώς και με επαρκή αιτιολογία απέρριψε, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, τους παραπάνω ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, ως απαραδέκτως προβληθέντες, δεδομένου ότι δεσμευόταν από τις περί παραπομπής προαναφερθείσες διατάξεις της αναιρετικής απόφασης (897/2020) και ως εκ τούτου στερούνταν, δικαιοδοσίας να ερευνήσει αυτούς, ως προς τη νομική και ουσιαστική τους βασιμότητα, αφού με αυτούς πλήττονται οι διατάξεις της προηγηθείσας με αρ. 69/2019 αποφάσεως του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, περί κατάφασης της ενοχής του κατηγορουμένου και περί έλλειψης συνδρομής στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε'και 84 παρ. 3 του ΠΚ, ως προς τις οποίες η ως άνω απόφαση δεν αναιρέθηκε και κατέστη ως προς αυτές αμετάκλητη. Οπότε δεν τίθεται και θέμα παραγραφής της πράξης.
Συνεπώς, οι ανωτέρω 1ος, 3ος (ως προς αμφότερα τα σκέλη του) και 4ος λόγοι αναιρέσεως, που επιχειρείται να θεμελιωθούν στις διατάξεις του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε' του ΚΠΔ, είναι απαράδεκτοι.
ΙΙ) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 7 του ΠΚ,<<Στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε>>. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου που ορίζει ότι <<Με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος, με βάση τη βαρύτητα της πράξης και το βαθμό ευθύνης του υπαιτίου γι'αυτή. Το δικαστήριο σταθμίζει τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου και συνεκτιμά τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του>>. Από τις διατάξεις αυτές σε συνδυασμό με όσα ορίζονται στις παραγράφους 2, 3, 4, και 5 του ίδιου άρθρου, αναφορικά με τα συγκεκριμένα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο για την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος, των ειδικότερων περιστάσεων τέλεσής του, της ευθύνης του δράστη, της προσωπικότητάς του και των εν γένει ατομικών και κοινωνικών του περιστάσεων, προκύπτει ότι η επιμέτρηση της ποινής σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ανήκει στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο λαμβάνει υπόψη του και συνεκτιμά όλα τα παραπάνω στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν από τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά για την ενοχή του, χωρίς να έχει υποχρέωση να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του, για τα στοιχεία αυτά, ειδικότερη αιτιολογία (ΑΠ 1229/2019, ΑΠ 2064/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο της παραπομπής, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης, για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, για τις προαναφερθείσες αξιόποινες πράξεις, μνημόνευσε ειδικώς στο σκεπτικό του τα στοιχεία των παραγράφων 2 έως 5 του ως άνω άρθρου, καθώς και τις αναγνωρισθείσες στο πρόσωπό του (κατηγορουμένου) ελαφρυντικές περιστάσεις, που αξιολόγησε για την εκτίμηση της βαρύτητας των πράξεών του, το βαθμό της ευθύνης του και τη δίκαιη και ανάλογη τιμωρία του γι' αυτές, ενώ έλαβε επίσης, υπόψη, όπως διαλαμβάνεται ειδικότερα σ' αυτό (σκεπτικό) <<το ύψος των μη καταβληθεισών εργοδοτικών και εργατικών εισφορών, την διαγωγή του μετά την πράξη και την προθυμία του να άρει τις συνέπειες της πράξης του>>. Κατόπιν δε, αυτών, με τη σχετική απόφασή του, καταδίκασε τον αναιρεσείοντα σε ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών, για κάθε πράξη και ακολούθως σε συνολική ποινή οκτώ (8) μηνών. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, αναφέρονται ρητά στην απόφασή του, οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του Δικαστηρίου για την ποινή που επέβαλε και δεν ήταν αναγκαίο να διαλαμβάνεται σ' αυτή (απόφαση), άλλη ειδικότερη αιτιολογία.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'και Ε'του ΚΠΔ, 2ος λόγος αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν διαλαμβάνεται καμία ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σχετικά με την επιμέτρηση της ποινής, για τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων και ότι έτσι αυτή στερείται νόμιμης βάσης είναι αβάσιμος.
ΙΙΙ). Όπως προαναφέρεται, υπέρβαση εξουσίας, που στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 στοιχ. Θ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν το ποινικό δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του ή υπαγόταν στη δικαιοδοσία του αλλά δεν συνέτρεχαν οι όροι άσκησής της (θετική υπέρβαση εξουσίας) και όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα, που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του και είχε υποχρέωση να αποφασίσει (αρνητική υπέρβαση εξουσίας) (ΟΛΑΠ 6/2017, ΑΠ 19/2017). Περαιτέρω,, κατά το άρθρο 470 εδ. α` του ΚΠΔ, στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάσθηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν τα ευεργετήματα, που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Με τη διάταξη αυτή, καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως και δη είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων σε βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση), είτε με την επιβάρυνση της νομικής μεταχείρισης αυτού, δηλαδή, κυρίως, αν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (νομική χειροτέρευση), διαπιστούμενη με τη σύγκριση του περιεχομένου του διατακτικού, αφενός της απόφασης που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφετέρου αυτής που εκδίδεται από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου (ΑΠ 191/2021). Κατά δε το προαναφερόμενο άρθρο 524 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, αν η νέα συζήτηση, στο δικαστήριο, όπου παραπέμφθηκε η υπόθεση, διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που ασκήθηκε μόνον από εκείνον που καταδικάσθηκε ή προς όφελός του, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται από την απαγόρευση του άρθρου 470. Η παράβαση της ανωτέρω διάταξης συνιστά υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ` λόγο αναίρεσης (ΑΠ 2005/2019). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η θέση του κατηγορουμένου χειροτερεύει και όταν το δικαστήριο της παραπομπής, κατά την ενώπιόν του νέα συζήτηση της έφεσης του κατηγορουμένου κατά της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης, που διατάχθηκε ύστερα από αναίρεση που άσκησε ο κατηγορούμενος εναντίον προηγούμενης τελεσίδικης απόφασης του ίδιου δικαστηρίου, επιβάλλει μεγαλύτερη ποινή ή ποινή με δυσμενέστερα αποτελέσματα από εκείνη που είχε επιβάλλει με την αναιρεθείσα απόφαση και αν ακόμη η ποινή αυτή (που επέβαλε το Δικαστήριο της παραπομπής) δεν είναι μεγαλύτερη από εκείνη που επιβλήθηκε πρωτόδικα (ΑΠ 191/2021, ΑΠ 367/2018). Τοιαύτη δε χειροτέρευση της θέσης του κατηγορουμένου αποτελεί και η επιβολή χρηματικής ποινής, αντί της ποινής φυλακίσεως, όταν η εκτέλεση αυτής ( της ποινής φυλακίσεως) έχει ανασταλεί κατ' άρθρο 99 παρ.1 εδ. α'ΠΚ. Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ/φο 1 του άρθρου 1 του ΑΝ 86/1967: <<'Οστις υπέχων νόμιμο υποχρέωσιν καταβολής των βαρυνουσών αυτόν τον ίδιον ασφαλιστικών εισφορών (εργοδοτικών), ασχέτως ποσού, προς τους...Οργανισμούς Κοινωνικής και Πολιτικής ή Κοινωνικής Ασφαλίσεως...δεν καταβάλλει ταύτας...τιμωρείται δια φυλακίσεως τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10.000 δραχμών>>, ενώ σύμφωνα με την παρ/φο 2 του ίδιου άρθρου <<'Οστις παρακρατών ασφαλιστικάς εισφοράς των παρ'αυτώ εργαζομένων, επί σκοπώ αποδόσεως εις τους κατά την παράγραφον 1 Οργανισμούς, δεν καταβάλλει ή δεν αποδίδει ταύτας... τιμωρείται επί υπεξαιρέσει δια φυλακίσεως τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον 10.000 δραχμών>>. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 83 περ. δ` του ΠΚ, που ορίζει ότι: "Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής: α) ..., β)..., γ)..., δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της" και του άρθρου 85 περ. δ` του ΠΚ, που ορίζει ότι: "Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ... ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής: α) ..., β) ..., γ) ... και δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή", προκύπτει ότι όταν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έχει αναγνωρισθεί ελαφρυντικό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την αναγνώριση και δεύτερου ελαφρυντικού, θα πρέπει να μειώσει έτι περαιτέρω την επιβληθείσα από το πρωτόδικο δικαστήριο ποινή (ΑΠ 191/2021). Τέλος, κατά το άρθρο 99 εδ.α'ΠΚ <<Αν κάποιος καταδικαστεί σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής, για διάστημα από ένα έως τρία έτη, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων>>.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον 5ο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, διότι ενώ, όπως αναφέρει, του αναγνωρίστηκαν τρείς ελαφρυντικές περιστάσεις από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. α', β'και δ'ΠΚ, αντί να του επιβληθεί χρηματική ποινή, κατ' άρθρο 85 ΠΚ, ως ελαφρύτερη ποινή, του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως, με αποτέλεσμα να καταστεί χειρότερη η θέση του. Από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι για τις αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, του επιβλήθηκε πρωτοδίκως, με τη με αρ.1383/2018 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ποινή φυλακίσεως δώδεκα (12) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως 18 μηνών, η εκτέλεση της οποίας ανεστάλη επί τριετία. Ακολούθως, με την αναιρεθείσα, με αρ. 69/2019 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, μετά την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων από το άρθρο 84 παρ.2 περ. β'και δ'ΠΚ, του επιβλήθηκε, όπως προαναφέρεται, μειωμένη ποινή, ήτοι ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή δεκαπέντε (15) μηνών, η εκτέλεση της οποίας, ομοίως, ανεστάλη επί τριετία. Τέλος, με την προσβαλλόμενη (410/2021) απόφαση του Δικαστηρίου της παραπομπής, μετά την αναγνώριση και της τρίτης ελαφρυντικής περίστασης από το άρθρο 84 παρ.2 εδ.α'ΠΚ, επιβλήθηκε σ'αυτόν, λαμβάνοντας υπόψη τη συρροή λόγων μείωσης της ποινής, έτι περαιτέρω μειωμένη ποινή, ήτοι, ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών για κάθε πράξη και συνολική ποινή φυλακίσεως οκτώ (8) μηνών (για την επιβολή της οποίας, το ως άνω Δικαστήριο διέλαβε την ειδική αιτιολογία που αναφέρεται ανωτέρω στην οικεία θέση) η εκτέλεση της οποίας, ομοίως, ανεστάλη επί τριετία. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση του Δικαστηρίου της παραπομπής, επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο ελαφρότερη ποινή, τόσο σε σχέση με την επιβληθείσα από την εκκληθείσα απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και σε σχέση με την επιβληθείσα από την αναιρεθείσα απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, αφού επιβλήθηκε, αντί αυτών, πολλαπλώς μειωμένη ποινή, εντασσόμενη εντός του πλαισίου της ποινής του άρθρου 85 ΠΚ, χωρίς να έχει υποχρέωση το ως άνω Δικαστήριο να επιβάλει το κατώτατο όριο της ποινής που προβλέπεται από το άρθρο αυτό, αναγόμενο στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου [το οποίο κατά τα προλεχθέντα, λαμβάνει υπόψη, κατά την επιμέτρηση της ποινής, τα στοιχεία του άρθρου 79 ΠΚ], αφετέρου διατήρησε, όπως είχε υποχρέωση, το ευεργέτημα της αναστολής εκτελέσεως της ποινής φυλακίσεως, το οποίο του είχε χορηγηθεί με τις προαναφερόμενες αποφάσεις. Η ανασταλείσα δε ποινή φυλακίσεως είναι, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις ευμενέστερη, αφού άγει στην μη εκτέλεση της ποινής, σε αντίθεση με τη χρηματική που εκτελείται και έτσι το Δικαστήριο δεν κατέστησε χειρότερη τη θέση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Με ειδικότερο δε σκεπτικό, μετά από παράθεση νομικής σκέψης, επαρκώς αιτιολόγησε την απόφασή του αυτή, διαλαμβάνοντας σ' αυτό τα ακόλουθα: <<Στην προκειμένη περίπτωση, όπως καταφάσκεται από την αναγνωσθείσα στο ακροατήριο με αριθμό 1383/2018 εκκαλούμενη απόφαση του Α' Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, αλλά και την αναιρεθείσα υπ' αριθμ. 69/7-1-2019 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ο εκκαλών- κατηγορούμενος πρωτοδίκως έτυχε του ευεργετήματος της αναστολής εκτέλεσης της επιβληθείσης με αυτή ποινής, ευεργέτημα, το οποίο χορηγήθηκε και στα πλαίσια της κατ'έφεση δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω αναιρεθείσα απόφαση του παρόντος δικαστηρίου. Πρέπει συνεπώς, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, η οποία προηγήθηκε, να ανασταλεί κατ' άρθρο 524 παρ.2, 470 του ν. 4620/2019, η επιβληθείσα από το παρόν Δικαστήριο στον κατηγορούμενο, ποινή φυλακίσεως των οκτώ (8) μηνών για τρία έτη>>.
Συνεπώς, το Δικαστήριο της παραπομπής, δεν στέρησε την απόφασή του από την ειδική και εμπεριστατωμένη κατά τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, αιτιολογία, ορθώς ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 84 και 85 ΠΚ και 470 ΚΠΔ και με την επιβολή της ως άνω ποινής δεν κατέστησε χειρότερη τη θέση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου καθ'υπέρβαση της εξουσίας του και συνακόλουθα ο 5ος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ', Ε'και Θ'ΚΠΔ, είναι αβάσιμος.
Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ.1 ΚΠΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθμό 11/2021 και από 8-6-2021 αίτηση αναιρέσεως του Ι. Ε. του Β., κατοίκου ... (...), κατά της με αριθμό 410/2021 απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.-
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Ιανουαρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Απριλίου 2022.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish
5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"
Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ