Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

δωσιδικία και παραγραφή σύμφωνα με το Ν. 3904/2010

*Εν όψει εφαρμογής του νέου ν. 3904/2010, χρήσιμη η ακόλουθη απόφαση:
*
415/1999 ΕΦΠΕΙΡ (288746)
ΝΟΒ/2000 (544), ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ/2000 (575)
Απάτη. Πότε το ανωτέρω έγκλημα καθίσταται κακούργημα. Το αρμόδιο για
την εκδίκαση κακουργημάτων δικαστήριο, εάν διαπιστώσει ότι η ενώπιόν
του παραπεμφθείσα κακουργηματική πράξη, συνεπεία μεταγενέστερης
διάταξης νόμου, απέβαλε τον κακουργηματικό της χαρακτήρα και κατέστη
ήδη πλημμέλημα, οφείλει να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο
δικαστήριο, και επειδή στερείται αρμοδιότητας, δεν έχει την εξουσία
ούτε να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, εάν η ενώπιόν του αρχικώς
παραπεμφθείσα πράξη έχει τυχόν παραγραφεί λόγω μετατροπής της σε
πλημμέλημα (με σύμφωνη εισαγγελική προταση-Α.Ζύγουρα). Με παρατηρήσεις Λ.
Μαργαρίτη στην ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ.



ΤρίμΕφΠειρ 415/1999
Δικαστές: Σ. Μιτσιάλης (προεδρεύων)
Γ. Κοντός, Α. Μαγιάκου
Εισαγελέας: Α. Ζύγουρας
Η πρόταση του εισαγγελέα που έγινε δεκτή από το Δικαστήριο έχει ως εξής:
Επειδή κατ` άρθρον 386 παρ. 3 εδ. α` Π.Κ. ως αντικ. δι` αρθρ. 14 παρ. 4 ν.
2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξις μέχρι δέκα ετών, εάν ο υπαίτιος διαπράττη
απάτας κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθειαν και το συνολικόν όφελος ή η συνολική
ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών. Εκ της
διατάξεως αυτής προκύπτει σαφώς, ότι η απάτη καθίσταται κακούργημα, εάν ο
υπαίτιος διαπράττη απάτας κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθειαν και το συνολικόν
όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των πέντε εκατομμυρίων
δραχμών. Εάν το συνολικόν όφελος ή η συνολική ζημία δεν υπερβαίνουν το
ανωτέρω ποσόν, η απάτη διατηρεί τον πλημμεληματικόν της χαρακτήρα, έστω και
εάν ο υπαίτιος διαπράττη απάτας κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθειαν. Η διάταξις
αύτη τυγχάνει ηπιωτέρα, έναντι του προϊσχύσαντος νομοθετικού καθεστώτος κατά
το οποίον η απάτη κατ` επάγγελμα ή κατά συνήθειαν αποτελεί κακούργημα εις
πάσαν περίπτωσιν, ήτοι ανεξαρτήτως του συνολικού ποσού του σκοπηθέντος
παρανόμου περιουσιακού οφέλους ή της προξενηθείσης περιουσιακής ζημίας (αρθρ.
386 παρ. 3 ως αντικ. δι` άρθρου 1 παρ. 11 ν. 2408/1996). Συνεπώς η ανωτέρω
διάταξις έχει, κατ` άρθρον 2 παρ. 1 Π.Κ., αναδρομικήν ισχύν και καταλαμβάνει
και τας προς της ισχύος αυτής τελεσθείσας πράξεις. Περαιτέρω εκ των διατάξεων
των άρθρων 118 και 119 Κ.Π.Δ. προκύπτει, ότι το δικαστήριον οσάκις κρίνει ότι
δεν κέκτηται αρμοδιότητα, ίνα προβή εις την εκδίκασιν της ενώπιον του
παραπεμφθείσης αξιοποίνου πράξεως, κηρύσσει εαυτό αναρμόδιον και παραπέμπει
την υπόθεσιν εις το αρμόδιον δικαστήριον. Τούτο πράττει και το αρμόδιον προς
εκδίκασιν κακουργημάτων δικαστήριον, εάν διαπίστωση, ότι η ενώπιον του
παραπεμφθείσα κακουργηματική πράξις, συνεπεία μεταγενεστέρας διατάξεως νόμου,
απέβαλε τον κακουργηματικόν της χαρακτήρα, καταστάσα ήδη πλημμέλημα.
Αναρμόδιον δε ένεκεν του λόγου τούτου καταστάν, ουδέ να παύση οριστικώς την
ποινικήν δίωξιν λόγω παραγραφής δύναται (Α.Π. 223/1956, ΠοινΧρ. ΣΤ` σελ. 491,
Μπουροπούλου, Ερμ. του Κ.Π.Δ., εκδ. β`, τομ. α`, σελ. 174 σημ. 3). Εν
προκειμένω ο κατηγορούμενος Δ.Γ. παρεπέμφθη ενώπιον του υμετέρου Δικαστηρίου,
ήτοι του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πειραιώς, ίνα δικασθή επί τω
κακουργήματι της απάτης κατ` επάγγελμα και κατά συνήθειαν, εκ της οποίας το
επιτευχθέν παράνομον συνολικόν περιουσιακόν όφελος και η αντίστοιχος
προξενηθείσα συνολική περιουσιακή ζημία ανέρχεται εις το ποσόν των δραχμών
2.500.000, πράξεως τελεσθείσης κατά τον μήνα Απρίλιον 1991. Εφ` όσον το
συνολικόν όφελος και η συνολική ζημία δεν υπερβαίνουν το ποσό των δραχμών
5.000.000, η πράξις αύτη μετά την ισχύν της διατάξεως του άρθρου 14 παρ. 4 ν.
2721/1999 κατέστη πλημμέλημα, διο και το υμέτερον Δικαστήριον δεν κέκτηται
αρμοδιότητα να προβή εις την εκδίκασίν της. Μη υφισταμένης τοιαύτης
αρμοδιότητος, ουδέ να παύση οριστικώς την ποινικήν δίωξιν λόγω παραγραφής
δύναται το Δικαστήριον, δεδομένου ότι το αξιόποινον της εν λόγω πράξεως,
ούσης πλημμέλημα, τελεσθείσης δε κατά τον μήνα Απρίλιο 1991, υπέκυψεν ήδη εις
την παραγραφήν.
Συνεπώς δέον όπως το Δικαστήριον, εν όψει των διατάξεων των άρθρων 119 παρ. 1
και 120 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ., κήρυξη εαυτό αναρμόδιον προς εκδίκασιν ταύτης
και παραπέμψη την υπόθεσιν εις το Τριμελές Πλημμελειοδικείον Πειραιώς, όπερ
τυγχάνη αρμόδιον προς εκδίκασιν ταύτης.
Α.Σ.

========================
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ

2 σχόλια:

  1. Υπάρχουν δύο απόψεις:
    α) σύμφωνα με την μία θα πρέπει το μονομελές (εκεί κυρίως αντιμετωπίζεται το πρόβλημα) να παραπέμψει τις πράξεις που έγιναν πταισματικές με το νέο νόμο, στον εισαγγελέα και αυτό αν μεν έχουν παραγραφεί να τις θέσει στο αρχείο, σε διαφορετική περίπτωση να τις εισάγει στο πταισματοδικείο.
    β) σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη θα πρέπει το δικαστήριο να παύει οριστικά την ποινική δίωξη αν η πταισματική πράξη έχει παραγραφεί, χάριν οικονομίας της δίκης. Όμως η άποψη αυτή δεν έχει έρεισμα στο νόμο, απλά περατώνεται αμέσως η υπόθεση και δεν επιβαρύνεται με επιπλέον δικογραφίες παραγεγραμμένων υποθέσεων η εισαγγελία.
    Προσοχή, το άρθρο 119 §2 ΚΠοινΔ (Το δικαστήριο είναι αρμόδιο να δικάσει και σ' εκείνες τις περιπτώσεις όπου προκύπτει από τη συζήτηση ότι το έγκλημα ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου) δε μπορεί να στηρίξει τη β΄ άποψη διότι θα πρέπει η αναρμοδιότητα να προκύψει κατά τη συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης και να μην εισάγεται το πρώτον η πράξη σε αναρμόδιο δικαστήριο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εν όψει εφαρμογής του ν. 3904/2010 και τη μετατροπή πλημμελημάτων σε πταίσματα λεκτέα τα εξής:

    -το Μονομελές Πλημμελειδικείο ΔΕΝ είναι αρμόδιο να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη των πρώην πλημμελημάτων και ήδη πταισμάτων (ούτε καν "χάριν οικονομίας της δίκης"): ΕφΠειρ 415/1999. Πρέπει να κηρύξει εαυτό καθ' ύλην αναρμόδιο και να παραπέμψει την υπόθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ο οποίος με τη σειρά του, σε περίπτωση παραγραφής (δηλ. αν δεν προλαβαίνει να τη στείλει στο δημόσιο κατήγορο, ώστε να γίνει νέα επίδοση κλητηρίου εντός του έτους από το χρόνο τέλεσης της πράξης, εφόσον η υπόθεση επανέρχεται στην προδικασία) θα την αρχειοθετεί λόγω παραγραφής (άρθρο 33 παρ. 1 ν. 3904/2010).

    -το Τριμελές Πλημμελειδικείο, ενώπιον του οποίου εκκερεμούν εφέσεις κατά αποφάσεων επί πρώην πλημμελημάτων και ήδη πταισμάτων, ΕΙΝΑΙ αρμόδιο να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη (εφόσον, βέβαια, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμη έφεση ή συγχωρεθεί το εκπρόθεσμο αυτής), καθόσον ο προσδιορισμός της καθ' ύλην αρμοδιότητας κρίνεται κατά το χρόνο εισαγωγής της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώ μεταγενέστερος νομοθετικός χαρακτηρισμός του αδικήματος δεν επηρεάζει την υλική αρμοδιότητα του Εφετείου: ΟλΑΠ 10/2005, ΑΠ 42/2010, ΑΠ 74/2007.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ