Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΠολΔ ΕΚΔΊΔΕΤΑΙ ΜΟΝΟΝ ΓΙΑ ΑΠΑΙΤΗΣΗ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

(ΑΠΌ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΑΠ)


Απόφαση 1264 / 2011    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 1264/2011



ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ



A1' Πολιτικό Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Φούκα, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη και Γεώργιο Γεωργέλλη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 4 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:



Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Τεχνικής Εταιρίας με την επωνυμία "Ε. Τσαμητας ΤΕΧΝΙΚΗ Α.Τ.Ε", που εδρεύει στον Άλιμο Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Σακκά.

Του αναιρεσιβλήτου: Νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία "ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΠΟΡΡΙΜΑΤΩΝ ΠΕΔΙΝΗΣ ΚΑΙ ΗΜΙΟΡΕΙΝΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΝΟΜΟΥ ΑΡΤΑΣ" που εδρεύει στην Άρτα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του.



Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13 Ιανουαρίου 2004 ανακοπή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 64/2005 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 242/2007 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10 Μαρτίου 2008 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Γεωργέλλης ανέγνωσε την από 30 Δεκεμβρίου 2009 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.



ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ' αριθ. 8685/23-12-2009 και 8776/26-1-2010 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Άρτας ... επιδόθηκαν με επιμέλεια της αναιρεσείουσας στον αναιρεσίβλητο αντίστοιχα, ακριβές αντίγραφο της αναίρεσης και της με αριθ. πρωτ. 20/19-1-2010 βεβαίωση του Γραμματέα του Αρείου Πάγου με την οποία βεβαιώνεται ότι η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε από την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 11-1-2010 για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας (4-10-2010) με κλήση για συζήτηση κατά τη δικάσιμο αυτή. Επομένως εφόσον ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε κατέθεσε δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση σαν να ήταν και ο διάδικος αυτός παρών (άρθρ. 576 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με το άρθρο 93 του Συντάγματος ορίζεται ότι "1. Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους" ενώ με το άρθρο 94 ότι "1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. 4. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως νόμος ορίζει. Στις αρμοδιότητες αυτές περιλαμβάνεται και η λήψη μέτρων για τη συμμόρφωση της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις. Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει".

Το Σύνταγμα, με τις προμνησθείσες διατάξεις, οργανώνει την απονομή της δικαιοσύνης με την λειτουργία δικαιοδοτικών οργάνων αντίστοιχων προς τη φύση των αναφυομένων δικαστικών διαφορών, ως ιδιωτικών ή διοικητικών, κατά τα λοιπά δε αναθέτει στον κοινό νομοθέτη την υποχρέωση να θεσπίζει τους κατάλληλους δικονομικούς κανόνες για την εκδίκαση των ιδιωτικών διαφορών από τα πολιτικά δικαστήρια και των διοικητικών διαφορών από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τα διοικητικά δικαστήρια με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξαίρεση από τον κανόνα της κατανομής της δικαιοδοσίας, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς ως ιδιωτικής ή διοικητικής, επιτρέπεται με τις τασσόμενες στο άρθρο 94 παρ. 3 του Συντάγματος προϋποθέσεις. Εξάλλου, ενόψει του προβλεπομένου από το Σύνταγμα οργανωτικού σχήματος των χωριστών δικαιοδοσιών, ο έλεγχος των αποφάσεων και λοιπών διαδικαστικών πράξεων ενεργείται υποχρεωτικά από όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο, υπό την επιφύλαξη ότι δεν πρόκειται για πράξεις που συνιστούν άσκηση αρμοδιότητας διοικητικής φύσεως (ΑΕΔ 18/2005). Η έκδοση διαταγής πληρωμής που εκδίδεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 624 έως 634 εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας, ο δε έλεγχος της ορθότητας της αποφάσεως του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας, που δέχθηκε την αίτηση εκδόσεως διαταγής πληρωμής για απαίτηση από σύμβαση δημόσιου έργου, ανήκει, κατά τα προεκτεθέντα, αποκλειστικά στα πολιτικά δικαστήρια. Περαιτέρω από το άρθρο 1 ΚΠολΔ, το οποίο καθορίζει τις διαφορές, οι οποίες υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων και ορίζει, ότι στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών ανήκουν οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια και οι υποθέσεις εκουσίας δικαιοδοσίας και δημοσίου δικαίου που ο νόμος έχει υπαγάγει σ' αυτά και το οποίο, κατά το άρθρο 591 παρ. 1 ιδίου Κώδικα, εφαρμόζεται και στις ειδικές διαδικασίες του τετάρτου βιβλίου του Κώδικα αυτού, μεταξύ των οποίων και η διαδικασία εκδόσεως διαταγής πληρωμής, σε συνδυασμό με το άρθρο 623 ιδίου Κώδικα, κατά το οποίο, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής και για χρηματικές απαιτήσεις, που αποδεικνύονται, όπως και το οφειλόμενο ποσό, με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, συνάγεται, ότι, μεταξύ των νομίμων προϋποθέσεων, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν, για την έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι να πρόκειται για απαίτηση, η οποία προέρχεται από διαφορά που υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όπως είναι οι απαιτήσεις, οι οποίες προέρχονται από διαφορές ιδιωτικού δικαίου και, συνεπώς, λόγω ελλείψεως της ανωτέρω νομίμου προϋποθέσεως, δεν είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής για απαίτηση, η οποία προέρχεται από διαφορά δημοσίου δικαίου, όπως είναι οι διαφορές από διοικητικές συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και οι συμβάσεις εκτελέσεως έργων για λογαριασμό των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως αφού πρόκειται για απαιτήσεις από διαφορές, οι οποίες δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, αλλά έχουν υπαχθεί (άρθρο 1 παρ. 2 εδ. ι' νόμου 1406/1983) στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων.

Τα ανωτέρω δεν παραλλάσσουν και με την εκδοχή, ότι στις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίες, κατά το άρθρο 94 παρ. 4 εδ. τελευταίο του Συντάγματος, εκτελούνται (πλέον) αναγκαστικά, όπως νόμος ορίζει και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, περιλαμβάνονται (παρά το εδάφιο, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 20 νόμου 3301/2004 στο άρθρο 1 του εκτελεστικού του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 94 του Συντάγματος νόμου 3068/2002) και οι διαταγές πληρωμής. Διότι η ανωτέρω συνταγματική διάταξη δεν μετέβαλε το νομικό καθεστώς σχετικά με την έκδοση διαταγών πληρωμής, επιτρέποντας γενικά την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του Δημοσίου κλπ, αλλά επέτρεψε την αναγκαστική εκτέλεση και κατά του Δημοσίου κλπ διαταγών πληρωμής, εφόσον όμως έχουν εκδοθεί εγκύρως βάσει του νομικού καθεστώτος, το οποίο ισχύει σχετικά. Με άλλα λόγια, με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη δεν μεταβλήθηκε το μέχρι τότε νομοθετικό καθεστώς σχετικά με την έκδοση διαταγής πληρωμής και, συνεπώς, ούτε στα πολιτικά δικαστήρια παρασχέθηκε δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής για απαίτηση, η οποία απορρέει από διαφορά, που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία τους, ούτε στα διοικητικά δικαστήρια παρασχέθηκε δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, σε αντίθεση με τον ΚΔιοικΔ (νόμος 2717/1999), ο οποίος δεν γνωρίζει το θεσμό αυτό. Εξάλλου, τα ανωτέρω δεν μεταβλήθηκαν ούτε από την 18/05 απόφαση του ΑΕΔ (Δ37-141), αφού, όπως ρητά αναφέρεται στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο, το οποίο την εξέδωσε, δεν αποφάνθηκε για το αν είναι κατά νόμο επιτρεπτή η έκδοση και από ποιο όργανο (θέμα, το οποίο αφορά την προκειμένη υπόθεση) διαταγής πληρωμής για απαίτηση από διοικητική σύμβαση, αλλά παρέπεμψε τα θέματα αυτά στο Δικαστήριο, υπέρ της δικαιοδοσίας του οποίου έλυσε την ενώπιόν του σύγκρουση. 

Τέλος, κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, αν εκδοθεί διαταγή πληρωμής παρά την έλλειψη της ανωτέρω νομίμου προϋποθέσεως, ακυρώνεται αυτή μετά από ανακοπή του καθ' ου η εν λόγω διαταγή πληρωμής. Με την ως άνω ερμηνεία ο δικαιούχος απαίτησης από διοικητική σύμβαση δεν στερείται του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη ούτε εκείνου της ιδιοκτησίας, αφού μπορεί να επιδιώξει την πλήρη και αποτελεσματική ικανοποίησή του δια της προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια με τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα τα οποία και είναι προσαρμοσμένα στις ιδιομορφίες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των διοικητικών διαφορών, οι οποίες και έχουν θεμελιώδεις διαφορές από εκείνες του ιδιωτικού δικαίου ,λόγο ακριβώς για τον οποίο και προβλέπονται και από το ίδιο το σύνταγμα διαφορετικές δικαιοδοσίες για την εκδίκασή τους.

Συνεπώς με την ερμηνεία αυτή δεν παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ. 1, 17 παρ. 1, 20, 25, 28 παρ. 1, 93 παρ. 3, 95 παρ. 5 του Συντάγματος, 6 παρ. 1, 13 και 14 της ΕΣΔΑ και 1 εδ. α' του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, 2 παρ. 3, 14 παρ. 1 εδ. α' και β', 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά Πολιτικά Δικαιώματα. Στη προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν συνέτρεχε νόμιμη προϋπόθεση για την έκδοση της ένδικης υπ' αριθ. 75/2003 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Άρτας διότι η απαίτηση της καθής η ανακοπή και ήδη αναιρεσείουσας για την ικανοποίηση της οποίας εκδόθηκε προέρχεται από διοικητική σύμβαση και συγκεκριμένα από την αναφερόμενη σύμβαση εκτελέσεως έργου για λογαριασμό του ανακόπτοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου. Με βάση την παραδοχή αυτή και αφού αντικατέστησε κατά ένα μέρος τη διαφορετική αιτιολογία της πρωτόδικης απόφασης απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της απόφασης αυτής με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή του αναιρεσιβλήτου και ακυρώθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις ανωτέρω διατάξεις που εφήρμοσε, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ούτε και άλλες διατάξεις δια της μη εφαρμογής τους αλλά ούτε και παρά το νόμο κήρυξε ακυρότητα καθόσον με βάση αυτά που δέχθηκε δεν συνέτρεχε νόμιμη προϋπόθεση για την έγκυρη έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής η ύπαρξη δηλαδή χρηματικής απαίτησης από ιδιωτική διαφορά.

Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 1 (κατ' εκτίμηση) και 14 του Κ.Πολ.Δ. με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι απορριπτέος.

Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί και, μάλιστα, νομίμως, στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή εξαιρέσεις.

Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αναίρεσης κατά το μέρος που προβάλλεται με αυτόν η αιτίαση ότι στη προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για διαφορά που προέρχεται από διοικητική σύμβαση υπαγόμενη στα διοικητικά δικαστήρια καθόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για το χαρακτηρισμό της σύμβασης ως διοικητικής κατά τα εις τον λόγο αυτό ειδικότερα εκτιθέμενα, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος καθόσον δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν τον λόγο αυτό προτάθηκαν στο Εφετείο.

Από τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ. που ορίζει ότι "Οι αποφάσεις της Ολομέλειας και των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν" προκύπτει ότι η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή δέσμευση αφορά τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια και όχι άλλη υπόθεση. Κατ' ακολουθίαν ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση της μη συμμόρφωσης του Εφετείου με την υπ' αριθ. 21/2001 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου που έκρινε επί άλλης υποθέσεως για ίδιο νομικό ζήτημα είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος διότι δεν πρόκειται για την ίδια αλλά για άλλη υπόθεση.



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 10 Μαρτίου 2008 αίτηση της εταιρίας με την επωνυμία "Ε. Τσαμήτας Τεχνική Α.Τ.Ε." για αναίρεση της υπ' αριθ. 242/2007 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαΐου 2011. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Ιουλίου 2011.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


==========

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ


8 σχόλια:

  1. Αυτο ήταν και το λογικό, αφού η δικαιοδοσία είναι προυπόθεση για κάθε αγωγή, ανακοπή και αίτηση στον ΚΠολΔ. Πως είναι δυνατόν η ίδια απαίτηση να δικάζεται κανονικά από τα διοικητικά δικαστήρια , αλλά και να προβλέπεται διαταγή πληρωμής από τα πολιτικά δικαστήρια; και που θα δικαστεί η ανακοπή; από τα πολιτικά δικαστήρια που δεν έχουν δικ/σία ή από τα διοικητικά που δεν μπορούν να κρίνουν διαταγές των πολιτικών δικαστηρίων; το ζήτημα ορθά λύθηκε από τον Α.Π , αλλιώς υπάρχει αδιέξοδο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. επιτελους..
    καιρος ηταν να τελειωνει η μεθοδευση να βγαινει μια αναγνωριστικη αποφαση απο διοικητικο δικαστηριο ή να μην βγαινει καθολου και με βαση μονο μια διοικητικη συμβαση, να βγαινει μετα μια διαταγη πληρωμης απο πολιτικο δικαστηριο ,ωστε να επιτυγχανεται κερδος χρονου, αλλιωση ολων γων ενστασεων που θα μπορουσαν να προβληθουν σε ενα διοικητικο δικαστηριο και κερδος των δικηγορων απ' το γεγονος οτι τα πολιτικα δικαστηρια εχουν και προφορικη διαδικασια...
    ελπιζω η επομενη αποφαση θα ειναι οτι δεν υπαρχει δικαιοδοσια των πολιτικων δικαστριων σε περιπτωση βασης αδικαιολογητου πλουτισμου απο ακυρη διοικητικη συμβαση..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Οι σχολιάζοντες ίδετε την απόφαση 7373/2010 ΜονΠρΑθ.
    Αν υπάρχει τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου ΔΕΝ παρακάμπτεται η δικαιοδοσία, καθόσον η διαταγή πληρωμής ερείδεται στην παράγουσα δεδικασμένο διάγνωση της διοικητικής δικαιοδοσίας, καταλείπεται μόνον η αξίωση εκτελέσεως που ευφυώς πράττων ο νομοθέτης δεν υλοποίησε και δια της προβλέψεως διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής από τη διοικητική δικαιοδοσία.
    Συνεπώς η αντινομία δεν υπάρχει (η διαφορά έχει διαγνωσθεί από τη διοικητική δικαιοδοσία σύμφωνα με το Σύνταγμα), μένει όμως η αντινομία της αδυναμίας εκτελέσεως την οποία ο δικαστής οφείλει να επιλύσει προς όφελος του νικήσαντος πολίτη.
    Μη συγχέουμε τα πράγματα, η παράκαμψη της δικαιοδοσίας απαιτεί παράκαμψη της αυθεντικής διαγνώσεως, όταν αυτή έχει ήδη γίνει ο πολιτικός δικαστής ως θεματοφύλακας του 20 παρ.1 οφείλει να διατάξει την εκτέλεση της απόφασης της διοικητικής δικαιοδοσίας, το οποίο αποτελεί πλέον σεβασμό προς τη δικαιοδοσία αυτή, για να μην καθίστανται ανενεργές οι αποφάσεις της.
    Δικηγόρος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Το (σοβαρό) πρόβλημα με το οποίο βρέθηκε αντιμέτωπος ο ιδιώτης διάδικος στη ΜονΠΑθ 7373/2010 έχει εν τω μεταξύ λυθεί με την προσθήκη της νέας παρ. 4 στο άρθρ. 199 ΚΔιοικΔ: Οι τελεσίδικες και οι ανέκκλητες αναγνωριστικές αποφάσεις καθίστανται καταψηφιστικές με πράξη του προέδρου του δικαστηρίου, με μόνη την καταβολή δικαστικού ενσήμου.
    Πολύ εύστοχη ρύθμιση, που θα μπορούσε να υιοθετηθεί και στην πολιτική δικονομία, καθώς μετά το ν. 4055/2012 στις εργατικές, αμοιβών, διατροφών, αυτοκινητικές διαφορές θα ασκούνται εκ νέου αναγνωριστικές αγωγές λόγω απαλλαγής από το δικαστικό ένσημο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Στο ζήτημα υπάρχει μεγάλη ανασφάλεια δικαίου. Υπενθυμίζεται ότι ο ΑΠ με την 2347/2009 απόφασή του είχε κρίνει εντελώς διαφορετικά σε σχέση με την παραπάνω απόφαση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

  6. Έχει εκδοθεί η με αριθμό 1825/2013απόφαση του Αρείου Πάγου(Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Ελλ.Δνη , 2014 , 55, σ. 61)
    η οποία είναι αντίθετη με την ανωτέρω απόφαση και σύμφωνα με την οποία είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων (Α.Π. 2347/2009) και με την οποία επαναφέρεται ορθώς στο προσκήνιο το ζήτημα της δυνατότητας έκδοσης διαταγής πληρωμής από τον αρμόδιο δικαστή κατά του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ ή των ΟΤΑ με βάση τη διοικητική σύμβαση.
    Η απόφαση αυτή εναρμονίζεται με την ΑΠ 2347/2009 ΕΠολ 2010,72, ενώ αντίθετες είναι οι ΑΠ 1264/2011 ΕΠολ 2012 51, 1265/2011 ΝοΒ 2012 659, Ελλ Δνη 2012 55, αποφάσεις που δέχθηκαν ότι μεταξύ των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι να προέρχεται η απαίτηση από διαφορά που υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων . Για το ζήτημα αυτό η θεωρία στη μεγάλη της πλειοψηφία τάσσεται υπέρ της άποψης της δυνατότητας έκδοσης δ/π διαταγής πληρωμής από τον αρμόδιο δικαστή κατά του Δημοσίου ή των ΝΠΔΔ ή των ΟΤΑ με βάση ακόμα και διοικητική σύμβαση , η δε νομολογία έχει διχαστεί. Η ως άνω θετική άποψη εναρμονίζεται με το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής κατά της δ/π που είναι η νομιμότητα (κύρος) της τελευταίας και η εξέταση της ύπαρξης των θετικών και αρνητικών προϋποθέσεων των άρθρων 623 επ Κ.Πολ.Δ. ( Ολ ΑΠ 10/1997 ΕλλΔνη 1997.768). Η έκταση του δεδικασμένου ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά του όρια καθορίζεται από διαφορετικό εκάστοτε νομοθετικό καθεστώς ανάλογα με το ποιο δικαστήριο αποφαίνεται επί της υποβαλλόμενης ενώπιόν του αίτησης παροχής δικαστικής προστασίας , ενώ τα διοικητικής φύσεως θέματα θα κριθούν παρεμπιπτόντως από το πολιτικό δικαστήριο κατ΄ άρθρο 2 Κ.Πολ.Δ., (βλ. παρατηρήσεις Σ. Πανταζόπουλου , Εφέτη Αν. καθηγητή Νομικής Σχολής Παν . Αθηνών, και ενημερωτικό σημείωμα Χ. Παπαδάκη, τέως Εφετη στην Ελλ.Δνη 2014,55).
    Στο ίδια ορθή νομική σκέψη καταλήγουν και οι πρόσφατες αποφάσεις 2836/2012 Εφ Αθ Ά Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, 2052/2012 ΕφΑθ, Ά Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, 255/2012 Εφ Λαρ. Δικογραφία 2012/361.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. γιατι δεν δημοσιευετε και την 1825/2013 απόφαση του ΑΠ η οποία είναι η πιο πρόσφατη όμοια με την 2347/2009 και αντίθετη με την 1264/2011 ΑΠ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. δηλαδη ημαρτον...
    τοσο πολυ φοβαται το υπουργειο δικαιοσυνης τους διοικητικους δικαστες και δεν μπορει με μια διαταξη να ορισει οτι τις διαταγες πληρωμης απο διοικητικες συμβασεις θα τις εκδιδουν οι διοικητικοι δικαστες? τοσο πολυ να μην κουρασθουν οι "υπερφορτωμενοι" διοικητικοι δικαστες της 1 υπηρεσιας το μηνα?

    επισης, ο ΑΠ¨δεν μπορουσε να παραπεμψει το θεμα στην Ολομελεια? δεν ειδε ποσο αντιφατικη ειναι η ιδια η νομολογια του?

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ