Δευτέρα 21 Μαρτίου 2022

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΕΕ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.

 


Αριθμ. Πρωτ.:37-21/3/2022              

 

      Ενωση Εισαγγελέων Ελλαδοσ  

                                                      

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ

 

          Αγαπητοί συνάδελφοι,

---------

         Σας ενημερώνουμε ότι σήμερα, 21/03/2022, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος απέστειλε στον κ. Υπουργό Δικαιοσύνης τις παρακάτω παρατηρήσεις – προτάσεις επί του σχεδίου του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών:

 

Η επιστολή:

 

Αξιότιμε κ. Υπουργέ,

Επί του σχεδίου του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που μας κοινοποιήθηκε, προκειμένου να προβούμε σε παρατηρήσεις, επισημαίνουμε ότι αναμφίβολα στο σχέδιο νόμου περιέχονται διατάξεις προς την ορθή κατεύθυνση, που στοχεύουν αφενός μεν στον εκσυγχρονισμό και στην εναρμόνιση των διατάξεών του, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές και διεθνείς εξελίξεις στο χώρο της οργάνωσης της Δικαιοσύνης, αφετέρου δε στην εξάλειψη των δυσλειτουργιών, που διαπιστώθηκαν κατά την περίοδο εφαρμογής του ισχύοντος Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.. Παράλληλα όμως, εκφράζουμε τις παρακάτω αντιρρήσεις μας σε επιμέρους διατάξεις, που κατά την κρίση μας χρήζουν  βελτίωσης ή πλήρους απάλειψης και προτείνουμε σχετικά:

1. ΆΡΘΡΟ 16 παρ. 2  εδ. γ’ και δ’: Ολομέλεια εισαγγελίας

Στο άρθρο 16 παρ. 2 εδ. γ’ και δ’ προβλέπεται ότι: «2. Την ολομέλεια συγκαλεί αυτός που διευθύνει την εισαγγελία και προεδρεύει αυτής. Η σύγκληση της ολομέλειας είναι υποχρεωτική εντός τριάντα (30) ημερών, όταν:γ) ζητηθεί με απόφαση του οικείου δικηγορικού συλλόγου για θέματα που άπτονται της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος, κατά τη συζήτηση των οποίων δικαιούται ο πρόεδρος ή εκπρόσωπος του οικείου δικηγορικού συλλόγου να παρίσταται και να συμμετέχει στη συζήτηση, αποχωρεί δε από την έναρξη της ψηφοφορίας, δ) ζητηθεί από τον προϊστάμενο της γραμματείας της εισαγγελίας μετά από απόφαση της υπηρεσιακής συνέλευσης, η οποία λαμβάνεται με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των μελών της. Η απόφαση αυτή θα αφορά θέματα που άπτονται της λειτουργίας των γραμματειών του δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση των οποίων θα μπορεί να παρίσταται και ο προϊστάμενος της γραμματείας, ο οποίος θα αποχωρεί πριν την έναρξη της ψηφοφορίας».

Προτείνεται να απαλειφθούν τα εδ. γ’ και δ’, σύμφωνα με τα οποία είναι υποχρεωτική η σύγκληση της ολομέλειας της εισαγγελίας όταν ζητηθεί με απόφαση του οικείου δικηγορικού συλλόγου ή από τον προϊστάμενο της γραμματείας της εισαγγελίας μετά από απόφαση της υπηρεσιακής συνέλευσης και τούτο διότι, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι στην αρμοδιότητα της ολομέλειας υπάγονται : α. η κατάρτιση, συμπλήρωση, τροποποίηση, αντικατάσταση ή κατάργηση διατάξεων του κανονισμού της εισαγγελίας, β. η λήψη αποφάσεων για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος, οργάνωσης και λειτουργίας της εισαγγελίας και απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, γ. η κατάρτιση των τμημάτων δικαστικών διακοπών, δ. η λήψη απόφασης ή η γνωμοδότηση για όσα θέματα έχουν υπαχθεί στην αρμοδιότητά της από τον κανονισμό ή από ειδικές διατάξεις, δεν υφίσταται νομιμοποίηση των οργάνων αυτών (οικείος δικηγορικός σύλλογος και προϊστάμενος της γραμματείας της Εισαγγελίας), ώστε, μετά από αίτημά τους, να συγκαλείται υποχρεωτικά η ολομέλεια της εισαγγελίας, αφού η κατά νόμο αποστολή και υπηρεσία τους δεν ταυτίζεται, ούτε συμβαδίζει με την εισαγγελική λειτουργία. Η εισχώρηση αυτών με τον τρόπο αυτό  στη λειτουργία της ολομέλειας πλήττει την δικαστική - εισαγγελική ανεξαρτησία, νοθεύει την αποστολή της και μειώνει τη δυναμική της. Η σύγκληση και λειτουργία της ολομέλειας αποτελεί ευθύνη και αρμοδιότητα μόνο των εισαγγελικών λειτουργών. Σημειώνεται, μάλιστα, ότι η δυνατότητα σύγκλησης της ολομέλειας της εισαγγελίας όταν ζητηθεί από τον προϊστάμενο της γραμματείας της εισαγγελίας μετά από απόφαση της υπηρεσιακής συνέλευσης δεν προβλέπεται ούτε για τη σύγκληση της ολομέλειας του δικαστηρίου (άρθρο 15) και προφανής λόγος που να δικαιολογεί μια τέτοια διαφοροποίηση στη σύγκληση των ολομελειών δικαστηρίου και εισαγγελίας δεν υφίσταται.

Προτείνουμε η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 να ορίζει τα παρακάτω: «2. Την ολομέλεια συγκαλεί αυτός που διευθύνει την εισαγγελία και προεδρεύει αυτής. Η σύγκληση της ολομέλειας είναι υποχρεωτική εντός τριάντα (30) ημερών, όταν:  α) το ζητήσουν εγγράφως τα 2/5 των εισαγγελικών λειτουργών που κατά το χρόνο της αίτησης υπηρετούν στην εισαγγελία, β) ζητηθεί από τον πρόεδρο του δικαστηρίου ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης και εφόσον η σύγκλησή της αφορά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος οργάνωσης και λειτουργίας της εισαγγελίας του δικαστηρίου. Ο πρόεδρος του οικείου δικηγορικού συλλόγου δύναται να υποβάλλει εγγράφως  προς τον διευθύνοντα την εισαγγελία αίτημα για σύγκληση της ολομέλειας για θέματα που άπτονται της άσκησης του δικηγορικού λειτουργήματος. Σε περίπτωση που το αίτημα γίνει δεκτό και κριθεί  ότι συντρέχει λόγος σύγκλησης της ολομέλειας τότε ο πρόεδρος ή εκπρόσωπος του οικείου δικηγορικού  δικαιούται να παρίσταται και να συμμετέχει  στη συζήτηση, αποχωρώντας πριν την έναρξη της ψηφοφορίας».

           

 

2. ΆΡΘΡΟ 18 παρ. 2: Διεύθυνση εισαγγελιών

Στο άρθρο 18 παρ. 2 προβλέπεται ότι: «Η Εισαγγελία Εφετών Αθηνών και οι Εισαγγελίες Πρωτοδικών Αθηνών και Θεσσαλονίκης διευθύνονται από τον εισαγγελέα που εκλέγεται με μυστική ψηφοφορία από τις ολομέλειες των οικείων εισαγγελιών, οι οποίες συνέρχονται αυτοδικαίως για το σκοπό αυτόν ανά διετία … . Υποψήφιοι είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι εισαγγελείς σε αριθμό ίσο με το 1/2 κατά σειρά αρχαιότητας από τους υπηρετούντες».

Προτείνεται οι υποψήφιοι για την ανάδειξη των Διευθυνόντων τις Εισαγγελίες, να είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι εισαγγελείς σε αριθμό ίσο με το 1/3 κατά σειρά αρχαιότητας από τους υπηρετούντες στην Εισαγγελία Εφετών και Πρωτοδικών Αθηνών και  σε αριθμό ίσο με το 1/2 κατά σειρά αρχαιότητας από τους υπηρετούντες στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, δεδομένου ότι μετά την αύξηση των οργανικών θέσεων στις Εισαγγελίες Εφετών και Πρωτοδικών των Αθηνών ο αριθμός των υποψηφίων είναι υπέρμετρος (ενδεικτικά αναφέρεται ότι με την πρόβλεψη ότι υποψήφιοι είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι εισαγγελείς σε αριθμό ίσο με το 1/2 κατά σειρά αρχαιότητας από τους υπηρετούντες, στην μεν Εισαγγελία Εφετών Αθηνών συμμετείχαν ως υποψήφιοι στις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη διευθύνοντος υποχρεωτικά, εκ του νόμου, 22 Εισαγγελείς και στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών συμμετείχαν ως υποψήφιοι στις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη διευθύνοντος υποχρεωτικά, εκ του νόμου, περίπου 30 Εισαγγελείς).

 

 

3. ΆΡΘΡΟ 20 παρ. 8: Κλήρωση των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων

Στο άρθρο 20 παρ. 8 προβλέπεται ότι: «όταν για οποιοδήποτε λόγο αναβάλλεται ή ματαιώνεται η ουσιαστική εκδίκαση ποινικής υπόθεσης από το τριμελές πλημμελειοδικείο ή από το ποινικό εφετείο ή το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο ή το Μικτό Ορκωτό Εφετείο αυτή προσδιορίζεται σε δικάσιμο κατά την οποία προεδρεύει ο ίδιος δικαστής. Για το σκοπό αυτό και ύστερα από σύμφωνη πρόταση του Εισαγγελέα, η υπηρεσία των προεδρευόντων προκαθορίζεται για όσο χρόνο κρίνεται αναγκαίο από το τριμελές συμβούλιο ή το δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο με βάση τον αριθμό των υποθέσεων που είναι κάθε φορά εκκρεμείς σε κάθε δε περίπτωση τουλάχιστον για τις δικασίμους στις οποίες είναι ήδη προσδιορισμένες για εκδίκαση υποθέσεις με αριθμό ίσο ή ανώτερο του προβλεπομένου ως ανωτάτου ορίου από τον οικείο εσωτερικό κανονισμό».

Προτείνεται η απόσυρση της σχετικής διάταξης, διότι η πρόβλεψη αυτή έχει ισχύσει κατά το παρελθόν, δημιούργησε όμως δυσεπίλυτα υπηρεσιακά προβλήματα και, αφού έγινε αντιληπτή η αδυναμία εφαρμογής στην πράξη, καταργήθηκε. Ουδείς εκ των προεδρευόντων μπορεί να δεσμευτεί με συγκεκριμένες προκαθορισμένες ημερομηνίες, δεδομένου ότι μεσολαβούν αποσπάσεις, μεταθέσεις ή προαγωγές. Επίσης δεν μπορεί να εφαρμοστεί πρακτικά, όταν η υπόθεση αναβάλλεται σε δικάσιμο πέραν αυτών για τις οποίες έχει γίνει η κλήρωση των προεδρευόντων και ιδίως για το επόμενο δικαστικό έτος.

4. ΑΡΘΡΟ 29 παρ. 1 στοιχ. θ’: Αρμοδιότητες

Στο άρθρο 29 παρ. 1 στοιχ. θ’ προβλέπεται ότι: «Στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα υπάγεται ο έλεγχος των συμβολαιογράφων, των φυλάκων μεταγραφών, υποθηκών, νηολογίων, κτηματολογίων, υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, των ληξιάρχων και των υπαλλήλων, επιμελητών και άμισθων δικαστικών επιμελητών».

Προτείνεται η τροποποίηση  της σχετικής διάταξης διότι οι εισαγγελείς  είναι ενταγμένοι στη δικαστική λειτουργία και έχουν ως αποστολή την τήρηση της νομιμότητας και την προστασία του κοινωνικού συνόλου. Οι ανωτέρω διοικητικές αρμοδιότητες δεν αρμόζουν με τη φύση του εισαγγελικού λειτουργού, απηχούν απαρχαιωμένες αντιλήψεις, κατά τις οποίες ο εισαγγελέας ήταν ο εκτελεστικός βραχίονας της διοίκησης και ο υπηρεσιακά επικεφαλής των κατασταλτικών μηχανισμών, αφαιρώντας τη δικαστική του ιδιότητα. Παράλληλα, συνιστούν παράγοντα επιβάρυνσης από την άσκηση των κατ’ εξοχήν καθηκόντων του. Στην πραγματικότητα ο τακτικός ετήσιος έλεγχος είναι τυπικός και συνίσταται μόνο στη διακρίβωση της τήρησης των υποχρεωτικών εκ του νόμου βιβλίων καθώς και στην καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών, ενώ κατ’ ουσίαν ο έλεγχος  της τήρησης της νομιμότητας των συμβολαιογραφικών πράξεων και των λοιπών πράξεων που συντάσσουν οι ως άνω υπηρεσίες και φυσικά πρόσωπα είναι ανέφικτος λόγω του μεγάλου αριθμού αυτών. Προτείνεται η σχετική διάταξη να τροποποιηθεί και να προβλέπει μόνο τη διενέργεια έκτακτου ελέγχου από τον εισαγγελέα πρωτοδικών με τροποποίηση των διατάξεων των αντίστοιχων κωδίκων (π.χ. άρθρο 41 παρ.1 εδ. β’ Ν. 2803/2000 κώδικας περί συμβολαιογράφων, άρθρο 34 παρ. 2 Ν. 2318/1995 κώδικας δικαστικών επιμελητών, άρθρο 7 παρ. 1 Ν. 344/1976), έχοντας το ακόλουθο περιεχόμενο: «Στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα υπάγεται ο έκτακτος έλεγχος των συμβολαιογράφων, των φυλάκων μεταγραφών, υποθηκών, νηολογίων, κτηματολογίων, υποθηκολογίων πλοίων και αεροσκαφών, των ληξιάρχων και των υπαλλήλων, επιμελητών και άμισθων δικαστικών επιμελητών, σε περίπτωση που περιέλθει σε γνώση του, με οποιοδήποτε τρόπο, πληροφορία για παράβαση των υποχρεώσεων και απαγορεύσεων που προβλέπονται από το νόμο και από τις λοιπές κανονιστικές διατάξεις ή εγκύκλιους που συνδέονται με την υπηρεσιακή κατάσταση ή την άσκηση του λειτουργήματός τους, καθώς και τη σύννομη κατάρτιση όλων των πράξεων ή εγγράφων που εκδίδουν».

 

 

5. ΑΡΘΡΟ 47 παρ. 3 σχεδίου νόμου σε συνδυασμό με το άρθρο 40 παρ.4 Ν. 1756/1988: Θεμελιώδη καθήκοντα του δικαστικού λειτουργού

Στο άρθρο 47 παρ. 3 προβλέπεται ότι: «Ο δικαστικός λειτουργός οφείλει να διαμένει στην πόλη, όπου είναι η έδρα του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετεί ή σε προάστιό της».

Αντίστοιχα στο σχέδιο νόμου απαλείφθηκε η παράγραφος 4 του άρθρου 40 του Ν. 1756/1988, που προέβλεπε τη δυνατότητα απομάκρυνσης του δικαστικού λειτουργού από την έδρα του κατά τις ημέρες στις οποίες δεν έχει υπηρεσιακή απασχόληση.

Προτείνεται η διατήρηση της παραγράφου 4 του άρθρου 40 του ισχύοντος σήμερα Ν. 1756/1988, που ορίζει τα κάτωθι: «4. Επιτρέπεται η απομάκρυνση του δικαστικού λειτουργού από την έδρα του κατά τις ημέρες στις οποίες δεν έχει υπηρεσιακή απασχόληση, όπως αυτή καθορίζεται από τις κείμενες διατάξεις, τους κανονισμούς εσωτερικής υπηρεσίας, τις πράξεις των οργάνων που διευθύνουν τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες και τις γενικές οδηγίες που εκδίδονται από τα όργανα των περιπτώσεων β’ , γ’ και δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 19». Τούτο δε, διότι για την εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και των εισαγγελιών αρκεί να παρευρίσκεται πάντοτε ο αναγκαίος αριθμός δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, οι οποίοι θα πρέπει να μην απομακρύνονται από την έδρα τους όσο διαρκεί η υπηρεσία τους, κατά τις εργάσιμες ημέρες, αλλά και μετά τη λήξη του ωραρίου εργασίας, πλην όμως καθίσταται δυσανάλογα επαχθής και άνευ αντικειμένου, η δέσμευση του συνόλου  των υπηρετούντων στους οποίους φρονούμε ότι θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα να μεταβούν στον τόπο όπου γεννήθηκαν και όπου διαβιώνει η οικογένεια τους.

 

 

6. ΑΡΘΡΟ 49 παρ. 1 και 2: Κωλύματα εντοπιότητας (μόνιμη εγκατάσταση)

Στο άρθρο 49 παρ. 1 και 2 προβλέπεται ότι: «1. Οι πρόεδροι εφετών, εφέτες ποινικών-πολιτικών και διοικητικών δικαστηρίων, εισαγγελείς και αντεισαγγελείς εφετών δεν επιτρέπεται να υπηρετούν στην πόλη, όπου βρίσκεται η έδρα του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας και όπου ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι κατά την τελευταία δεκαετία πριν από το διορισμό τους επί μία τουλάχιστον τριετία, ή ήταν ή εξακολουθούν να είναι εγκαταστημένοι αυτοί ή οι σύζυγοί τους ή τα πρόσωπα με τα οποία συνήψαν σύμφωνο συμβίωσης. 2. Οι πρόεδροι πρωτοδικών, πρωτοδίκες και πάρεδροι πρωτοδικείου των πολιτικών-ποινικών και των διοικητικών δικαστηρίων, οι εισαγγελείς, αντεισαγγελείς και πάρεδροι εισαγγελίας, καθώς και οι ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες δεν επιτρέπεται να υπηρετούν σε δικαστήρια ή εισαγγελίες, στην περιφέρεια των οποίων αυτοί ή οι σύζυγοί τους ή τα πρόσωπα με τα οποία συνήψαν σύμφωνο συμβίωσης ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι κατά την τελευταία πενταετία πριν από το διορισμό τους επί μία τουλάχιστον τριετία ή ήταν ή εξακολουθούν να είναι εγκαταστημένοι αυτοί ή οι σύζυγοί τους ή τα πρόσωπα με τα οποία συνήψαν σύμφωνο συμβίωσης. Για τους ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες τα κωλύματα αυτά ισχύουν για ολόκληρη την περιφέρεια του πρωτοδικείου, στο οποίο υπάγεται το ειρηνοδικείο ή πταισματοδικείο».

Προτείνεται: α) η διατήρηση του κωλύματος της μόνιμης εγκατάστασης να ανατρέχει για όλους τους βαθμούς σε βάθος πενταετίας, άλλως εισάγεται μια δυσμενής διάκριση ως προς τους υπηρετούντες στον β’ βαθμό, για τους οποίους το κώλυμα ισχύει για μια δεκαετία, έναντι αυτών του α’ βαθμού, για τους οποίους το κώλυμα ισχύει για μια πενταετία και β) η προσθήκη διάταξης, που θα ορίζει τα κατωτέρω: «κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται στους αναφερόμενους στις παρ. 1 και 2 δικαστικούς λειτουργούς να υπηρετούν σε δικαστήρια ή εισαγγελίες, στην περιφέρεια των οποίων οι σύζυγοί τους ή τα πρόσωπα με τα οποία συνήψαν σύμφωνο συμβίωσης ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι, εφόσον οι τελευταίοι φέρουν την ιδιότητα στελέχους των ενόπλων δυνάμεων ή σωμάτων ασφαλείας». Τούτο δε, διότι εξ αυτού του λόγου και μόνο οι σύζυγοι ή τα πρόσωπα με τα οποία συνήψαν σύμφωνο συμβίωσης οι δικαστικοί λειτουργοί, είναι υποχρεωμένοι να εγκατασταθούν μόνιμα σε συγκεκριμένη περιοχή.

 

 

7. ΑΡΘΡΟ 49  παρ. 4 και 5: Άρση Κωλυμάτων μόνιμης εγκατάστασης και δικηγορίας

Στο άρθρο 49 παρ. 4 και 5  προβλέπεται η άρση των κωλυμάτων εντοπιότητας σε ορισμένες πόλεις, λαμβάνοντας υπόψη πληθυσμιακά κριτήρια καθώς και τις ανάγκες λειτουργίας των μικρότερων σε αριθμό υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών δικαστηρίων. Ειδικότερα προβλέπεται ότι δεν υφίστανται τα κωλύματα εντοπιότητας για τους δικαστικούς λειτουργούς που υπηρετούν σε δικαστήρια των πόλεων Αθηνών, Πειραιώς, Θεσσαλονίκης, Πατρών, Λάρισας, Βόλου, Ηρακλείου, Ιωαννίνων, Τρικάλων, Χαλκίδας, Σερρών, Αλεξανδρούπολης, Ξάνθης, Κατερίνης, Καλαμάτας, Καβάλας, Χανίων και Λαμίας.

Προτείνεται η άρση του κωλύματος εντοπιότητας (μόνιμης εγκατάστασης και δικηγορίας) των δικαστικών λειτουργών, συζύγων ή συγγενών μέχρι δευτέρου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας, όσο διαρκεί ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης, να επεκταθεί περαιτέρω στις έδρες των εφετείων Δωδεκανήσου, Δυτικής Στερεάς, Θράκης, Δυτικής Μακεδονίας και Βορείου Αιγαίου, ήτοι της Ρόδου, του Αγρινίου, της Κομοτηνής, της Κοζάνης και της Μυτιλήνης, που εξυπηρετούν τις ανάγκες περισσότερων νομών (π.χ. η νήσος Ρόδος έχει πληθυσμό, με βάση τα δημογραφικά δεδομένα του 2011, που ανέρχεται στους 115.490 κατοίκους και στο οικείο πρωτοδικείο εκδικάζονται υποθέσεις και των κατοίκων της Σύμης, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσου, Τήλου και Μεγίστης, με αποτέλεσμα ο συνολικός πληθυσμός της ως άνω περιφέρειας να ξεπερνά τις 130.000). Η άρση των κωλυμάτων θα συμβάλει στην αποτελεσματικότερη άσκηση των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών, που υπηρετούν στα περιφερειακά δικαστήρια λόγω της εγγύτητας προς τον τόπο κατοικίας τους, την ενίσχυση του οικογενειακού θεσμού και την αντιμετώπιση των πρόσθετων οικονομικών επιβαρύνσεων, δηλαδή των αναγκαίων κατά μήνα εξόδων της (οδικής, θαλάσσιας ή εναέριας) μετακίνησης και διαμονής τους. Περαιτέρω, από καθαρά υπηρεσιακή άποψη, η κατάργηση των κωλυμάτων πρόκειται να συμβάλει στην αρτιότερη στελέχωση των δικαστηρίων των επαρχιακών πόλεων, ακριβώς λόγω του εύλογου ενδιαφέροντος των εν λόγω δικαστών για την άμεση τοποθέτηση ή μετάθεσή τους στα δικαστήρια αυτά. Οποιαδήποτε υπόνοια μεροληψίας αντιμετωπίζεται θεσμικώς, εκ μέρους μεν των διαδίκων με την δυνατότητα άσκησης αίτησης εξαίρεσης, με πρωτοβουλία δε των δικαστών διά της αποχής αυτών από την άσκηση των καθηκόντων τους σε συγκεκριμένη υπόθεση. Σε κάθε περίπτωση, ποινικώς ή πειθαρχικώς κολάσιμες συμπεριφορές ή δεοντολογικώς αποκλίνουσες δραστηριότητες δικαστικών λειτουργών αντιμετωπίζονται με θεσπισμένες διαδικασίες, τις οποίες τα αρμόδια μέλη του ίδιου του Δικαστικού Σώματος κινούν αμέσως, με στόχο την κάθαρσή του και την συνακόλουθη βελτίωση της, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους.

8. ΑΡΘΡΟ 51 παρ. 2: Ειδικές εγγυήσεις

Προτείνεται η τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 51, ώστε να προστεθεί σε αυτήν και η περίπτωση ατυχήματος. Ειδικότερα, θα πρέπει η ως άνω διάταξη να αναδιαμορφωθεί ως ακολούθως: «2. Σε περίπτωση θανάτου ή ανικανότητας, σε ποσοστό τουλάχιστον 67%, δικαστικού λειτουργού συνεπεία ατυχήματος, τρομοκρατικής ή οιασδήποτε άλλης εγκληματικής ενέργειας κατά την εκτέλεση του υπηρεσιακού του καθήκοντος και ένεκα αυτού, ο σύζυγος ή ο συνδεόμενος με σύμφωνο συμβίωσης ή ένα τέκνο αυτού προσλαμβάνεται υποχρεωτικά, κατόπιν αιτήσεως του, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης ή σε οποιαδήποτε δικαστική υπηρεσία, ως μόνιμος ή επί συμβάσει αορίστου χρόνου διοικητικός ή δικαστικός υπάλληλος, αναλόγως των προσόντων του, κατ’ εξαίρεση των ισχυουσών διατάξεων περί προσλήψεων και ανεξαρτήτως ύπαρξης κενής οργανικής θέσης, επιφυλασσομένων των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων περί κωλυμάτων διορισμού. Η αίτηση για πρόσληψη των δικαιουμένων προσώπων υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την απόκτηση των απαραιτήτων προσόντων διορισμού τους σε οποιαδήποτε θέση».

 

 

9. ΑΡΘΡΟ 54 παρ. 3: Αναρρωτική άδεια - περίθαλψη δικαστικών λειτουργών

Στο άρθρο 54  παρ. 3 προβλέπεται ότι: «3. Το Δημόσιο έχει υποχρέωση να παρέχει νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη καθώς και να καταβάλλει τα έξοδα κηδείας των δικαστικών λειτουργών, των συζύγων και των τέκνων τους. Οι λεπτομέρειες ορίζονται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Υγείας, Δικαιοσύνης και Οικονομικών. Ωσότου εκδοθεί το διάταγμα αυτό, εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις».

Προτείνεται να προστεθεί και ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας στους συναρμόδιους υπουργούς (με διαμόρφωση της σειράς αυτών, σύμφωνα με τη με αριθμό Υ33/9.9.2021 Απόφαση του Πρωθυπουργού – ΦΕΚ Β’ 4198/10.9.2021), ώστε να καταστεί εφικτή η περίθαλψη των δικαστικών λειτουργών και στα Στρατιωτικά Νοσηλευτικά Ιδρύματα της χώρας, με τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν κυρίως και πρωτίστως για τους βουλευτές, εν ενεργεία και τέως και τα μέλη των οικογενειών τους (βλ. ΥΑ Φ900/2180/4663/19.6.2001- ΦΕΚ Β ‘ 833/2001), όσο και σε άλλες περιπτώσεις (ΥΑ Φ 700/ΑΔ218421/Σ.560 ΦΕΚ Β 1357/2010 για τους εν ενεργεία και συνταξιούχους πολιτικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, για το μόνιμο εν ενεργεία και εν αποστρατεία ένστολο προσωπικό των σωμάτων ασφαλείας και τα προστατευόμενα μέλη των οικογενειών τους, ΥΑ Φ750 /ΑΔ.217991 ΦΕΚ Β 934/2003 για τους εν ενεργεία πολιτικούς υπαλλήλους της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών και τα μέλη των οικογενειών τους), σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που θα καθοριστούν με την προβλεπόμενη από τη διάταξη κοινή υπουργική απόφαση (και όχι με προεδρικό διάταγμα). Ειδικότερα, θα πρέπει η ως άνω διάταξη να αναδιαμορφωθεί ως ακολούθως: «3. Το Δημόσιο έχει υποχρέωση να παρέχει νοσοκομειακή, ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη καθώς και να καταβάλλει τα έξοδα κηδείας των δικαστικών λειτουργών, των συζύγων και των τέκνων τους. Οι λεπτομέρειες ορίζονται με κοινή υπουργική απόφαση, που εκδίδεται από τους Υπουργούς Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας, Υγείας και Δικαιοσύνης. Ωσότου εκδοθεί η κοινή υπουργική απόφαση, εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις».

 

 

10. ΑΡΘΡΟ 59 παρ. 7: Προαγωγές

Στο άρθρο 59 παρ. 7 προβλέπεται ότι για την εκτίμηση των ουσιαστικών προσόντων των υπό προαγωγή κρινόμενων δικαστικών λειτουργών λαμβάνονται υπόψη οι εκθέσεις επιθεώρησης, οι ατομικοί φάκελοι, τα στατιστικά στοιχεία της απόδοσής τους και κάθε άλλο πρόσφορο στοιχείο.

Προτείνεται η απάλειψη του κριτηρίου των στατιστικών στοιχείων απόδοσης, αφού η χαμηλή παραγωγικότητα μπορεί να είναι αποτέλεσμα της χαμηλής ροής υποθέσεων που εισάγονται για εκδίκαση σε ένα συγκεκριμένο δικαστήριο και αντίστοιχα ο μικρός αριθμός των υπηρετούντων ή και η δυσχέρεια – πολυπλοκότητα της κάθε υπόθεσης μπορεί εξίσου να οδηγήσει σε παραπλανητικά στατιστικά στοιχεία. Είναι αυτονόητο ότι ο αριθμός των πράγματι οριστικά εκδικασθεισών ποινικών υποθέσεων ή η χρονική συνέπεια στην έκδοση αποφάσεων, ανεξάρτητα της ποιότητάς τους δεν μπορούν να διεκδικούν από μόνα τους (ως στατιστικά στοιχεία)  τη θέση αξιόπιστου κριτηρίου προαγωγής. Η στατιστική παρακολούθηση του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης θα επιτρέψει στην πραγματικότητα να διαπιστωθεί τεκμηριωμένα σε ποιο ακριβώς επιμέρους πεδίο της ποινικής διαδικασίας και σε ποια επιμέρους ύλη αυτής παρατηρούνται καθυστερήσεις, ώστε να γίνουν θεμελιωμένες  προτάσεις τυχόν θεσμικής βελτίωσης του συστήματος με εισαγωγή νέων θεσμών (π.χ. αποκαταστατικής δικαιοσύνης), αλλά ακόμη και με απλές οργανωτικές παρεμβάσεις εξορθολογισμού αυτού (π.χ. με την κατανομή δικαστών και υπαλλήλων ανά δικαστική περιφέρεια με βάση τον αριθμό των υποθέσεων που δικάζονται ανά δικάσιμο, τον μέσο όρο των δικασίμων ανά δικαστήριο κ.ο.κ.) στο πλαίσιο του εσωτερικού κανονισμού των δικαστηρίων. Τα στατιστικά στοιχεία απόδοσής των δικαστικών λειτουργών, μόνο υπό αυτή την έννοια μπορούν να νοηθούν και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αποτελέσουν κριτήριο για την εκτίμηση των ουσιαστικών προσόντων προαγωγής. Τα κριτήρια που θα πρέπει να αξιολογούνται για κάθε υποψήφιο προς προαγωγή δικαστή είναι: α) το ήθος, το σθένος και ο χαρακτήρας του, β) οι νομικές του γνώσεις και η ικανότητα εφαρμογής τους (επιστημονική κατάρτιση, κρίση και αντίληψη), γ) η αποτελεσματικότητα και οι οργανωτικές ικανότητές του, δ) ικανότητα επικοινωνίας και συνεργασίας του με τους συναδέλφους του, ε) η ικανότητά του προς πλήρη αξιοποίηση του δικαστικού του χρόνου (ταχύτητα στην απονομή δικαιοσύνης), στ) ο τρόπος προσέγγισης των συνηγόρων και διαδίκων και γενικά ο όλος τρόπος συμπεριφοράς του κατά την εκτέλεση των δικαστικών του καθηκόντων (κοινωνική παράσταση).

 

 

11. ΑΡΘΡΟ 59 παρ. 10: Προαγωγές

Στο άρθρο 59 παρ. 10 προβλέπεται ότι: «Μη προακτέος κρίνεται ο δικαστικός λειτουργός ο οποίος έχει τιμωρηθεί πειθαρχικά σε οποιαδήποτε ποινή για καθυστέρηση στην εν γένει εκτέλεση των καθηκόντων του, τουλάχιστον δύο φορές την τελευταία δεκαετία».

Προτείνεται η διατήρηση της παραγράφου 10 του άρθρου 49 του ισχύοντος σήμερα Ν. 1756/1988, που προβλέπει τη μη προαγωγή σε περίπτωση πειθαρχικής τιμωρίας σε οποιαδήποτε ποινή για καθυστέρηση στην εν γένει εκτέλεση των καθηκόντων του, τουλάχιστον  δύο φορές την τελευταία επταετία. Φρονούμε ότι η υπέρβαση του εύλογου  αυτού χρονικού διαστήματος (από επταετία στη δεκαετία) είναι ιδιαίτερα δυσμενής, αφού στερεί το δικαίωμα προαγωγής λόγω καθυστέρησης που μπορεί να είχε συμβεί πριν από πολλά έτη (σε βάθος δεκαετίας), παραγνωρίζοντας ότι ο μη προακτέος δικαστικός λειτουργός κατά τον μετέπειτα  της πειθαρχικής τιμωρίας υπηρεσιακό του βίο μπορεί να ήταν απόλυτα συνεπής και εμπρόθεσμος στην  επεξεργασία των δικογραφιών και το ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση των καθηκόντων μπορεί να μην οφείλεται απόλυτα και δογματικά σε ανεπάρκεια, αλλά ενδεχομένως και σε λόγους ανωτέρας βίας (π.χ. λόγοι οικογενειακοί, λόγοι υγείας, υπερβολικός φόρτος εργασίας, επεξεργασία δυσχερών υποθέσεων με δυσεπίλυτα νομικά θέματα). Ενδεχομένως δε, εντός της δεκαετίας να έχει ήδη κριθεί προακτέος στον προηγούμενο βαθμό και να έχει αξιολογηθεί και πάλι η ίδια ποινή (διπλή αξιολόγηση της ίδιας ποινής).

12. ΑΡΘΡΟ 60  παρ. 5 εδ. β’ και γ’: Μεταθέσεις

Στο άρθρο 60 παρ. 5 εδ. β’ και γ’ προβλέπεται ότι: «5. … Δημόσιος υπάλληλος και υπάλληλος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, σύζυγος δικαστικού λειτουργού ή συνδεόμενος με σύμφωνο συμβίωσής με αυτόν μετατίθεται, ύστερα από αίτησή του, στην περιφέρεια όπου υπηρετεί ο σύζυγός του ή ο συνδεόμενος με σύμφωνο συμβίωσης  σε αντίστοιχη δημόσια υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Αν δεν καθίσταται δυνατή η μετάθεση, ο δημόσιος υπάλληλος και ο υπάλληλος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου αποσπάται, κατά παρέκκλιση των ισχυουσών διατάξεων, κατά προτεραιότητα και με βάση τις υπηρεσιακές ανάγκες, σε αντίστοιχη δημόσια υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου στην περιφέρεια, όπου υπηρετεί ο σύζυγός του δικαστικός λειτουργός ή ο συνδεόμενος με σύμφωνο συμβίωσης μ’ αυτόν δικαστικός λειτουργός και για όσο χρόνο υπηρετεί στην περιφέρεια αυτή».

Προτείνεται η προσθήκη και άλλων ειδικών κατηγοριών εργαζομένων που υποχρεωτικά και κατά παρέκκλιση των διατάξεων που προβλέπουν άλλως, μετατίθενται ή αποσπώνται σε υπηρεσία στην περιφέρεια της οποίας υπηρετεί δικαστικός λειτουργός. Ειδικότερα, η εν λόγω διάταξη θα πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Δημόσιος υπάλληλος, υπάλληλος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αλλά και όποιος φέρει την ιδιότητα στελέχους των ενόπλων δυνάμεων ή των σωμάτων ασφαλείας, σύζυγος δικαστικού λειτουργού ή συνδεόμενος με σύμφωνο συμβίωσής με αυτόν μετατίθεται, ύστερα από αίτησή του, κατά παρέκκλιση διατάξεων που προβλέπουν άλλως,  στην περιφέρεια όπου υπηρετεί ο σύζυγός  ή ο συνδεόμενος με σύμφωνο συμβίωσης δικαστικός λειτουργός, σε αντίστοιχη δημόσια υπηρεσία, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή υπηρεσία των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Αν δεν καθίσταται δυνατή η μετάθεση, ο δημόσιος υπάλληλος, ο υπάλληλος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου αλλά και όποιος φέρει την ιδιότητα στελέχους των ενόπλων δυνάμεων ή των σωμάτων ασφαλείας αποσπάται, κατά παρέκκλιση διατάξεων που προβλέπουν άλλως, κατά προτεραιότητα και με βάση τις υπηρεσιακές ανάγκες, σε αντίστοιχη δημόσια υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή υπηρεσία των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας στην περιφέρεια, όπου υπηρετεί ο σύζυγός ή ο συνδεόμενος με σύμφωνο συμβίωσης δικαστικός λειτουργός και για όσο χρόνο υπηρετεί στην περιφέρεια αυτή».

 

 

13. ΑΡΘΡΟ 89 παρ. 7: Προαγωγές λοιπών δικαστικών λειτουργών πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης.

Στο άρθρο 89 παρ. 7 προβλέπεται ότι: «Οι προαγωγές των παρ. 1 - 6 διενεργούνται μόνο εφόσον οι υπό προαγωγή δικαστικοί λειτουργοί έχουν ολοκληρώσει την παρακολούθηση των υποχρεωτικών προγραμμάτων επιμόρφωσης της παρ. 2 του άρθρου 40 του ν. 4871/2021».

Προτείνεται η τροποποίηση της σχετικής διάταξης, αφού κριτήριο μη προαγωγής δεν μπορεί να αποτελεί η μη παρακολούθηση προγραμμάτων επιμόρφωσης. Τα κριτήρια αξιολόγησης για την προαγωγή των δικαστικών λειτουργών θα πρέπει να είναι αντικειμενικά και κατά βάση να αφορούν τον τρόπο άσκησης των καθηκόντων τους, ήτοι την  αξιολόγηση των αποφάσεων, διατάξεων, προτάσεων που εκδίδουν, αλλά και την αξιολόγηση της παρουσίας τους στην ακροαματική διαδικασία, ενώ τυχόν άλλες ποιοτικές παράμετροι, πέραν των δικαστικών κρίσεων, όπως επιπρόσθετες σπουδές, επιμόρφωση, γνώσεις ξένων γλωσσών, εκπροσώπηση της χώρας σε διεθνή/ενωσιακά όργανα θα πρέπει απλώς να συνεκτιμώνται, χωρίς να ανάγονται σε ουσιώδη κριτήρια μη προαγωγής. Επιπροσθέτως δε, η διατήρηση της διάταξης αυτής εγκυμονεί υπέρτατους κινδύνους ανάσχεσης της υπηρεσιακής εξέλιξης των δικαστικών λειτουργών χωρίς υπαιτιότητα τους, αφού η σχολή δικαστών δεν είναι σε θέση να καλύψει τις ανάγκες επιμόρφωσης του συνόλου των δικαστικών λειτουργών. Ήδη, κατά το αρχικό αυτό στάδιο εφαρμογής των υποχρεωτικών προγραμμάτων επιμόρφωσης οι προβλεπόμενες θέσεις συμμετοχής δια ζώσης, σε έκαστο εξ αυτών, ανέρχονται σε 120, με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός αιτήσεων να μην γίνονται δεκτός λόγω της άμεσης συμπλήρωσης  του ανώτατου αριθμού των συμμετεχόντων. Ειδικότερα, η εν λόγω διάταξη θα πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Για τις προαγωγές των παρ. 1 - 6 συνεκτιμάται και η ολοκλήρωση ή μη της παρακολούθησης  των υποχρεωτικών προγραμμάτων επιμόρφωσης της παρ. 2 του άρθρου 40 του ν. 4871/2021».

Σχετικές διατάξεις: 59 παρ. 3, 74 παρ. 3, 77 παρ. 4, 90 παρ. 10

 

 

14. ΑΡΘΡΟ 89 παρ. 12: Προαγωγές λοιπών δικαστικών λειτουργών πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης

Στο άρθρο 89 παρ. 12 προβλέπεται ότι: «Σε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προάγεται  αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, αρεοπαγίτης που μπορεί να προαχθεί σε αντιπρόεδρο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 60 παρ. 3 ή αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου με δύο τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτό, τα οποία έχουν συμπληρωθεί την  1η Ιουλίου του έτους, κατά το οποίο κενώνεται η θέση».

Προτείνεται να βελτιωθεί η διατύπωση της διάταξης, ώστε αυτή να προβλέπει και μόνο για λόγους συμβατότητας με το Σύνταγμα, την κατ’ εξαίρεση και για σπουδαίο μόνο λόγο προαγωγή στη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντιπρόεδρου του Αρείου Πάγου (και όχι αεροπαγίτη με δύο τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό), όταν π.χ. δεν υφίσταται ο αναγκαίος αριθμός Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου που διαθέτει τα αναγκαία τυπικά προσόντα. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου θα πρέπει να επιλέγεται μόνον από τους Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, όπως προβλεπόταν και στο σχέδιο Αναθεωρήσεως του Συντάγματος, το έτος 2001, το οποίο κατά το σημείο τούτο άλλαξε, κατά τη συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας της Βουλής και ειδικότερα, να επιλέγεται μεταξύ των Αντεισαγγελέων με δύο τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτό, λόγω της αυτοτέλειας και της θεσμικής ανεξαρτησίας του Εισαγγελικού Λειτουργού στην οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας, αλλά και του διακριτού ρόλου του κλάδου στην απονομή της Δικαιοσύνης. Η τυχόν προτίμηση της διαζευκτικής επιλογής  για τη θέση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου από τα μέλη του Αρείου Πάγου, πλήττει καίρια τη συνταγματικά κατοχυρωμένη πλήρη ισοτιμία Δικαστικών και Εισαγγελικών λειτουργών, αλλά και  το εισαγγελικό γόητρο, καθώς η προαγωγή στην εν λόγω θέση αποτελεί προσδοκώμενη θεμιτή υπηρεσιακή κορύφωση κάθε Εισαγγελικού λειτουργού εκ των αξίων, για την πλήρωσή της, Αντεισαγγελέων Αρείου Πάγου. Ειδικότερα, η εν λόγω διάταξη θα πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Σε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου προάγεται αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου με δύο (2)  τουλάχιστον έτη υπηρεσίας στο βαθμό αυτό, τα οποία έχουν συμπληρωθεί την 1η Ιουλίου του έτους, κατά το οποίο κενώνεται η θέση και μόνον κατ’ εξαίρεση σε περίπτωση που για οποιονδήποτε σπουδαίο λόγο δεν είναι αυτή εφικτή, προάγεται αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου με τις ίδιες προϋποθέσεις».

 

 

15. ΑΡΘΡΟ 93 παρ. 2 α): Συμβούλιο και όργανα επιθεώρησης

Στο άρθρο 93 παρ. 2 α) προβλέπεται ότι: «Την επιθεώρηση ενεργούν: α) στα εφετεία, στα πρωτοδικεία και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου».

Προτείνεται να απαλειφθεί η πρόβλεψη περί επιθεώρησης των εισαγγελιών από αεροπαγίτες και αυτή να ανατίθεται αποκλειστικά σε αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, με αντίστοιχη αναδιαμόρφωση των περιφερειών επιθεώρησης (άρθρο 94 σχεδίου) αφού είναι πρόδηλο ότι αρμόδιοι προς τούτο είναι οι Εισαγγελείς που γνωρίζουν τον τρόπο λειτουργίας των Εισαγγελιών, τα καθήκοντα των Εισαγγελέων και τον τρόπο που πρέπει να δρουν για να τα εκπληρώσουν καθήκοντα τους, εν όψει της συνεχούς και πολυετούς υπηρεσίας τους στις Εισαγγελίες. Ειδικότερα, η εν λόγω διάταξη θα πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Την επιθεώρηση ενεργούν: α) στα εφετεία, στα πρωτοδικεία αρεοπαγίτες και στις εισαγγελίες εφετών και πρωτοδικών, αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου». Έτσι, καθίσταται σαφές ότι την επιθεώρηση στις εισαγγελίες εφετών και πρωτοδικών, ενεργούν αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου.

«Αναδιαμόρφωση άρθρου 94  παρ.1 - Περιφέρειες Επιθεώρησης

1. Οι περιφέρειες της επιθεώρησης ορίζονται σε εννέα (9) και καθεμία από αυτές περιλαμβάνει αντιστοίχως:

Η πρώτη (Α’), τα Εφετεία Αθηνών, Λαμίας και Ευβοίας, τα Πρωτοδικεία  Αθηνών, Λαμίας και Ευβοίας, πλην του Πρωτοδικείου Αθηνών.

Η δεύτερη (Β’), το Πρωτοδικείο Αθηνών.

Η τρίτη (Γ’) τις Εισαγγελίες Εφετών Αθηνών, Λαμίας,  Ευβοίας, Ναυπλίου, Καλαμάτας και τις υπαγόμενες σε αυτές Εισαγγελίες Πρωτοδικών. Ως επιθεωρητής ορίζεται αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

Η τέταρτη (Δ’) τις Εισαγγελίες Εφετών Θεσσαλονίκης, Πειραιά, Θράκης, Δυτικής Μακεδονίας, Κρήτης, Ανατολικής Κρήτης και τις υπαγόμενες σε αυτές Εισαγγελίες Πρωτοδικών. Ως επιθεωρητής ορίζεται αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

Η πέμπτη (Ε’), τα Εφετεία Πειραιώς, Ναυπλίου και Καλαμάτας, τα υπαγόμενα σε αυτά Πρωτοδικεία.

Η έκτη (ΣΤ’), τα Εφετεία Κρήτης, Ανατολικής Κρήτης, Δωδεκανήσου, Αιγαίου και Βορείου Αιγαίου, τα υπαγόμενα σε αυτά Πρωτοδικεία.

Η έβδομη (Ζ’), τα Εφετεία Λάρισας, Ιωαννίνων, Πατρών, Δυτικής Στερεάς Ελλάδος και Κέρκυρας και τα υπαγόμενα σε αυτά Πρωτοδικεία.

Η όγδοη (Η’), τις Εισαγγελίες Εφετών Λάρισας, Ιωαννίνων, Πατρών, Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, Κέρκυρας, Αιγαίου, Βόρειου Αιγαίου και Δωδεκανήσου με τις υπαγόμενες σε αυτές Εισαγγελίες Πρωτοδικών. Ως επιθεωρητής ορίζεται αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

Η ένατη (Θ’), τα Εφετεία Θεσσαλονίκης, Θράκης και Δυτικής Μακεδονίας, καθώς και τα υπαγόμενα σε αυτά Πρωτοδικεία».

 

 

16. ΑΡΘΡΟ 93 παρ. 9: Συμβούλιο και όργανα επιθεώρησης

Στο  άρθρο 93 παρ. 9 προβλέπεται ότι: «9. Κάθε επιθεωρητής κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων του επικουρείται από πρωτοδίκη, τον οποίο ορίζει με απόφαση της η Ολομέλεια, και δύναται να έχει μειωμένη χρέωση».

Προτείνεται να βελτιωθεί η διατύπωση της διάταξης ώστε αυτή να προβλέπει ως επίκουρο του επιθεωρητή και τον αντεισαγγελέα πρωτοδικών πλην του πρωτοδίκη, δεδομένου ότι ορισμένες περιφέρειες επιθεωρούνται μόνο από Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα, η εν λόγω διάταξη θα πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Κάθε επιθεωρητής κατά το χρονικό διάστημα της άσκησης των καθηκόντων του επικουρείται από πρωτοδίκη ή αντεισαγγελέα πρωτοδικών, αντίστοιχα, τον οποίο ορίζει με απόφαση της η Ολομέλεια, και δύναται να έχει μειωμένη χρέωση».

 

 

17. ΑΡΘΡΟ 93 παρ. 12: Συμβούλιο και όργανα επιθεώρησης

Στο άρθρο 93 παρ. 12 προβλέπεται ότι σε επιθεώρηση υπόκεινται όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί έως και το βαθμό του προέδρου εφετών ή του εισαγγελέα εφετών. Οι πρόεδροι και εισαγγελείς εφετών επιθεωρούνται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης.

Προτείνεται η διατήρηση της παραγράφου 11 του άρθρου 80  του ισχύοντος σήμερα Ν. 1756/1988, που προβλέπει την κατ’ εξαίρεση επιθεώρηση του προέδρου και του εισαγγελέα εφετών και ορίζει ότι: «Σε επιθεώρηση υπόκεινται όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί έως και το βαθμό του εφέτη ή του αντεισαγγελέα εφετών. Οι πρόεδροι και εισαγγελείς εφετών μπορεί, κατόπιν εντολής του Προέδρου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντιστοίχως, να επιθεωρούνται από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Επιθεώρησης». Τούτο δε, διότι η επιθεώρηση των προέδρων εφετών και εισαγγελέων εφετών εμφανίζεται περιττή, καθόσον η προαγωγή τους γίνεται κατ’ απόλυτη εκλογή [άρθρο 89 παρ. 14] και προϋποθέτει την ύπαρξη εξαιρετικών ουσιαστικών προσόντων στο πρόσωπο των ανωτέρω δικαστικών λειτουργών που έχουν τα τυπικά προσόντα [Ως ουσιαστικά προσόντα αξιολογούνται ιδίως, το ήθος, το σθένος, η κρίση και αντίληψη, η ποσοτική και ποιοτική απόδοση, η ταχύτητα στην απονομή δικαιοσύνης, η επιστημονική κατάρτιση και η κοινωνική παράσταση - άρθρο 59 παρ. 5], η συνδρομή των οποίων διαπιστώνεται κατά την προαγωγή τους από το ΑΔΣ με ευρεία σύνθεση, ήτοι από το ΑΔΣ αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και άλλα δεκατρία μέλη [άρθρο 91 παρ. 2]. Με δεδομένο συνεπώς ότι η προαγωγή τους δεν στηρίζεται αποκλειστικά στο κριτήριο της αρχαιότητας, η επιθεώρηση των ανώτατων δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που κρίθηκαν ως ικανοί για την προαγωγή τους, μετά την επί σειρά ετών ουσιαστική και σε βάθος αξιολόγηση τους καθίσταται ως άνευ αντικειμένου και μόνο ως υποβάθμιση της θέσης που κατέχουν μπορεί να νοηθεί. Εξάλλου, η σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο τόσο της ιδιότητας του επιθεωρητή [άρθρο 93 παρ. 10], όσο και εκείνης του επιθεωρούμενου [άρθρο 93 παρ. 12], μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα.

 

 

18. ΑΡΘΡΟ 99:  Διενέργεια  επιθεώρησης - Επιμόρφωση

Στο άρθρο 99  προβλέπεται ότι: «Πριν την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, τα μέλη των Συμβουλίων Επιθεώρησης και οι Επιθεωρητές παρακολουθούν υποχρεωτικά έκτακτα προγράμματα επιμόρφωσης που διοργανώνονται από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔΙ)».

Προτείνεται η απόσυρση της σχετικής διάταξης περί υποχρεωτικής παρακολούθησης προγραμμάτων επιμόρφωσης για τους επιθεωρητές, διότι δεν μπορεί να νοηθεί ως έννοια η  πρόσθετη μόρφωση (επιμόρφωση) των επιθεωρητών με σκοπό την ανάπτυξη των γνώσεων και των ικανοτήτων τους, ούτε και μπορεί να διακριθεί κάποιος ιδιαίτερος σκοπός για την εφαρμογή των έκτακτων αυτών προγραμμάτων. Η διάταξη υποβαθμίζει το κύρος της Δικαιοσύνης, αφού απαιτεί να επιμορφώνονται ανώτατοι Δικαστικοί λειτουργοί οι οποίοι αποτελούν την ηγεσία της Δικαιοσύνης και έχουν όλα τα προσόντα και εχέγγυα δικαστικής κρίσης. Εξάλλου, ήδη προβλέπεται στο άρθρο 104 η κατάρτιση ενιαίου πλαισίου οδηγιών, πρακτικών και κατευθύνσεων επιθεώρησης με απόφαση της ολομέλειας κάθε ανώτατου δικαστηρίου με σκοπό τη διασφάλιση του ενιαίου μέτρου και της αποτελεσματικότητας της επιθεώρησης των δικαστηρίων και εισαγγελιών, των διευθυνόντων τους και των λοιπών δικαστικών λειτουργών. Άλλωστε, στον πρόσφατο νόμο για την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών προβλέπεται η υποχρεωτική επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών μέχρι και τον βαθμό του Εφέτη ή του Αντεισαγγελέα Εφετών και όχι του ανώτατου βαθμού του Αεροπαγίτη ή του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που φέρουν οι επιθεωρητές (βλ. άρθρο 40 παρ.2 Ν. 4871/2021) .

 

 

19. ΑΡΘΡΟ 101 παρ. 1 β’, δ’ και 2 σε συνδ. με άρθρο 102  παρ. 1 και 2: Εκθέσεις επιθεώρησης - Κριτήρια επιθεώρησης

Στο άρθρο 101 παρ.1 β’, δ’ και 2 προβλέπεται ότι: «1. Οι επιθεωρητές συντάσσουν …: α. Έκθεση με την οποία αξιολογείται η λειτουργία κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας της περιφέρειάς τους για το επιθεωρούμενο χρονικό διάστημα και περιγράφονται τα απαιτούμενα μέτρα για την εύρυθμη λειτουργία τους, β. Έκθεση με την οποία αξιολογούνται οι διευθύνοντες τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες σε σχέση με τη διεξαγωγή της υπηρεσίας αυτών, υπό την κατά το άρθρο 17 παρ. 7 διεύθυνσή τους. … δ. Έκθεση με την οποία αξιολογούνται όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας. 2. Σε περίπτωση που στο πρόσωπο του επιθεωρούμενου δικαστικού λειτουργού συντρέχουν περισσότερες από μία από τις ιδιότητες των περ. β, γ και δ της παρ. 1, οι επιθεωρητές συντάσσουν για αυτόν ενιαία έκθεση. Στο άρθρο 102 παρ.1 προβλέπονται ειδικότερα τα κριτήρια αξιολόγησης του διευθύνοντος την εισαγγελία».

Προτείνεται να απαλειφθεί η πρόβλεψη περί επιθεώρησης, αυτοτελώς με τη σύνταξη ιδιαίτερης έκθεσης, της λειτουργίας κάθε δικαστηρίου και εισαγγελίας, αλλά και του διευθύνοντος τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες. Εκτός από τα αμιγώς δικαστικά καθήκοντα, οι δικαστές και εισαγγελείς καλούνται, στη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, να ασκήσουν και διοικητικά καθήκοντα. Συνήθη περίπτωση άσκησης αμιγώς διοικητικών καθηκόντων αποτελεί η διοίκηση – διεύθυνση ενός Δικαστηρίου και μιας Εισαγγελίας, είτε με την ιδιότητα του αρχαιότερου προέδρου ή αρχαιότερου εισαγγελέα για τα περιφερειακά δικαστήρια, είτε με την ιδιότητα του προέδρου ή μέλους τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης για τα μεγάλα δικαστήρια της χώρας. Φρονούμε ότι με τη διάταξη αυτή θίγεται η δικαστική ανεξαρτησία και το “αυτοδιοίκητο” των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, με τη παροχή της δυνατότητας παρέμβασης των ανώτερων στην ιεραρχία επιθεωρητών στους κατώτερους δικαστικούς λειτουργούς οι οποίοι θα κρίνονται για τον τρόπο διοίκησης των δικαστηρίων. Στην πραγματικότητα με την διάταξη αυτή οι επιθεωρητές θα έχουν την ευχέρεια να παρεμβαίνουν στην διοίκηση (άλλως διεύθυνση) των δικαστηρίων, ελέγχοντας τον προγραμματισμό, την οργάνωση, τη διεύθυνση, το συντονισμό και τον έλεγχο των δικαστηρίων, ως δημοσίων υπηρεσιών, προκειμένου τούτα να λειτουργήσουν ομαλά και να αποδώσουν υπερέργο. Όπως ήδη αναφέρθηκε όμως, στο πλαίσιο διασφάλισης της δικαστικής ανεξαρτησίας, ανακύπτει ανάγκη προάσπισης του ελεύθερου φρονήματος των δικαστών και εισαγγελέων από επεμβάσεις προερχόμενες, τόσο από τη νομοθετική και εκτελεστική, όσο και από τη δικαστική εξουσία (ενδοδικαστική ανεξαρτησία). Το τελευταίο φαίνεται λογικό, αφού, όπως στο εσωτερικό κάθε εξουσίας, έτσι και στο εσωτερικό της δικαστικής, είναι δυνατόν να αναπτυχθούν εξουσιαστικές νοοτροπίες διά της άσκησης ελέγχου και εποπτείας από τους επιθεωρητές προς τους διευθύνοντες τα δικαστήρια και τις εισαγγελίες. Η διαφάνεια και ο αυτοέλεγχος, όπως και η πάταξη φαινομένων παρατυπιών ή αδικαιολόγητων καθυστερήσεων μπορούν εξίσου να επιτευχθούν στο πλαίσιο αυτοδιοίκησης των δικαστηρίων. Οποιαδήποτε άποψη θεωρεί  την ιεραρχική επιβολή ως μοναδικό εχέγγυο της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης υποδηλώνει έλλειψη σεβασμού προς το σώμα των δικαστών και υπονομεύει  την ανεξαρτησία του.

 

 

20. ΑΡΘΡΟ 117 παρ. 3: Άσκηση πειθαρχικής δίωξης

Στο άρθρο 117 παρ. 3 προβλέπεται ότι: «3. Αν τα στοιχεία που προέρχονται στον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης και όσα συλλέγει ο ίδιος δεν πιθανολογούν την διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος ή αν τα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώνονται δε συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα ή δεν επισύρουν πειθαρχική κύρωση λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου ή λήξης της πειθαρχικής ευθύνης, η υπόθεση τίθεται στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη του κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης».

Προτείνεται στην παραπάνω διάταξη να προστεθεί στο τέλος εδάφιο που θα ορίζει τα εξής: «Στην περίπτωση αυτή, όπως και στις περιπτώσεις της παρ. 4 του άρθρου 109 και της παρ. 1 του άρθρου 116, δεν καλείται για προφορικές ή έγγραφες εξηγήσεις ο δικαστικός λειτουργός που φέρεται να υπέπεσε σε πειθαρχικό παράπτωμα».

Με τον τρόπο αυτό δίδεται η δυνατότητα στον αρμόδιο για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης να μην καλεί τον δικαστικό λειτουργό, που φέρεται ότι έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα, σε προφορικές ή έγγραφες εξηγήσεις (κατ’ εξαίρεση των όσων ορίζονται στο άρθρο 117 παρ. 10), ώστε να αποφεύγεται η επιβάρυνσή του με πρόσθετες υποχρεώσεις, δεδομένου ότι καταγράφεται με ολοένα ταχύτερους ρυθμούς η συστηματική αμφισβήτηση, εκ μέρους των αντιδίκων, της νομιμότητας των ενεργειών των δικαστικών λειτουργών σε περίπτωση που δεν «συντάσσονται» με τα αιτήματα τους.

 

 

21. ΑΡΘΡΟ 117 παρ. 11: Άσκηση πειθαρχικής δίωξης

Στο άρθρο 117 παρ. 11 προβλέπεται ότι: « 11. Ο αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης, αν από την προκαταρκτική εξέταση καταλήξει στην κρίση ότι δεν συντρέχει λόγος να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, θέτει την υπόθεση στο αρχείο με αιτιολογημένη πράξη που κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης».

Προτείνεται στην παραπάνω διάταξη να προστεθεί στο τέλος εδάφιο που θα ορίζει τα εξής: «Η σχετική πράξη δεν αναγράφεται στο μητρώο δικαστικών λειτουργών τίθεται στο αρχείο της υπηρεσίας και δεν επιτρέπεται εφεξής να αποτελεί στοιχείο κρίσης του».

 

 

22. ΑΡΘΡΟ 124 παρ.1 εδ. β’: Συνέπειες αποφάσεων

Στο άρθρο 124 παρ. 1 προβλέπεται ότι  «1. Όταν η απόφαση γίνει τελεσίδικη, είναι εκτελεστή και ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου διατάσσει να επιδοθεί κυρωμένο αντίγραφό της σ` αυτόν που διώχθηκε πειθαρχικά. Ακολούθως διαβιβάζει όλο το φάκελο, με το αποδεικτικό επίδοσης της απόφασης, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο φροντίζει για τις ενέργειες εκτέλεσης. Οι πειθαρχικές αποφάσεις καταχωρίζονται στο μητρώο αυτού που διώχθηκε και αντίγραφό τους τίθεται στον ατομικό φάκελό του, όπου και αν τηρείται. Οι πειθαρχικοί φάκελοι φυλάσσονται στο αρχείο της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης».

Προτείνεται η τροποποίηση του εδ. β’ και η προσθήκη εδ. γ’ ώστε στο μητρώο των δικαστικών λειτουργών (άρθρο 58) να καταχωρίζονται μόνο οι πειθαρχικές ποινές και όχι οι απαλλακτικές πειθαρχικές αποφάσεις. Ειδικότερα, η εν λόγω διάταξη θα πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής: «1. Όταν η απόφαση γίνει τελεσίδικη, είναι εκτελεστή και ο πρόεδρος του πειθαρχικού συμβουλίου διατάσσει να επιδοθεί κυρωμένο αντίγραφό της σ’ αυτόν που διώχθηκε πειθαρχικά. Ακολούθως διαβιβάζει όλο το φάκελο, με το αποδεικτικό επίδοσης της απόφασης, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο φροντίζει για τις ενέργειες εκτέλεσης. Οι πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλλουν ποινές καταχωρίζονται στο μητρώο αυτού που διώχθηκε και αντίγραφό τους τίθεται στον ατομικό φάκελό του, όπου και αν τηρείται. Οι πειθαρχικοί φάκελοι φυλάσσονται στο αρχείο της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Απαλλακτική πειθαρχική απόφαση δεν αναγράφεται στο μητρώο του δικαστικού λειτουργού, τίθεται στο αρχείο της υπηρεσίας, όπως και κάθε άλλο σχετικό έγγραφο που περιλήφθηκε στο φάκελο της πειθαρχικής διαδικασίας και δεν επιτρέπεται εφεξής να αποτελούν στοιχείο κρίσης του».

 

 

23. ΑΡΘΡΟ 126: Δυνατότητα άσκησης διοικητικής φύσεως δημόσια υπηρεσία

Στο άρθρο 126 προβλέπεται ότι σε περίπτωση που οι πάρεδροι εισαγγελίας κριθούν, μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής τους υπηρεσίας, μη διοριστέοι σε θέση ισόβιου δικαστικού λειτουργού δικαιούνται να διορισθούν ως  δικηγόροι στην περιφέρεια οποιουδήποτε άλλου δικαστηρίου επιθυμούν, εκτός από εκείνα στα οποία υπηρέτησαν μέχρι την απόλυσή τους, εφόσον είχαν αποκτήσει την ιδιότητα του δικηγόρου προ του διορισμού τους. Ομοίως στους αντεισαγγελείς εφετών, εισαγγελείς και αντεισαγγελείς πρωτοδικών στους οποίους επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης παρέχεται η ίδια δυνατότητα.

Προτείνεται η διατήρηση του άρθρου 108 του ισχύοντος σήμερα Ν. 1756/1988, που προβλέπει το διορισμό χωρίς διαγωνισμό των μη διοριστέων σε θέση ισόβιου δικαστικού λειτουργού και των οριστικά παυθέντων, σε ανάλογη προς τα προσόντα τους θέση διοικητικού υπαλλήλου σε δημόσια υπηρεσία, εφ’ όσον έχουν τα προσόντα που προβλέπονται από τον Υπαλληλικό Κώδικα και κρίνονται επαρκείς προς τούτο με την περί απολύσεώς τους απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.

 

24. Προσθήκη νέας διάταξης στο άρθρο 126: Δυνατότητα άσκησης διοικητικής φύσεως δημόσια υπηρεσία

Προτείνεται ο τίτλος του άρθρου 126 να μετονομαστεί σε «Δυνατότητα άσκησης διοικητικής φύσεως δημόσια υπηρεσία - Αποχώρηση από την υπηρεσία δικαστικών λειτουργών» και σε αυτό να προστεθεί η εξής διάταξη: «Κάθε δικαστικός λειτουργός μέχρι τη συμπλήρωση πέντε (5) ετών από το διορισμό του, μπορεί να ζητήσει την έξοδό του από την υπηρεσία, σε περίπτωση που αδυνατεί να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στα δικαστικά του καθήκοντα ή δεν είναι κατάλληλος για την άσκηση δικαστικών καθηκόντων, εξαιτίας προβλημάτων υγείας ή οποιωνδήποτε άλλων λόγων  και αντίστοιχα το διορισμό του στη γραμματεία των δικαστηρίων ή των εισαγγελιών ή σε δημόσια διοικητική θέση, εφ’ όσον έχει τα προσόντα που προβλέπονται από τον Υπαλληλικό Κώδικα και κρίνεται επαρκής προς τούτο με απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου. Η αίτηση αυτή δεν ανακαλείται, οποιαδήποτε αίρεση, προθεσμία ή όρος που την συνοδεύουν λογίζεται ότι δεν υπάρχει, κατατίθεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και διαβιβάζεται στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο προκειμένου το τελευταίο να κρίνει και να αποφασίσει για την παραδοχή ή την απόρριψη της. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να διαφωνήσει με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου για την αποδοχή ή την απόρριψη των αιτήσεων, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή των σχετικών αποφάσεων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Δικαίωμα προσφυγής, εντός της αυτής προθεσμίας από την κοινοποίηση της αποφάσεως, έχει και εκείνος του οποίου απορρίφθηκε η αίτηση. Η διαφωνία του Υπουργού και οι προσφυγές των ενδιαφερομένων εισάγονται, εντός μηνός από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας, στην Ολομέλεια του οικείου Ανώτατου Δικαστηρίου που αποφασίζει οριστικά».

 

 

25. Προσθήκη νέας διάταξης στο άρθρο 58 – Μητρώο δικαστικών λειτουργών.

Προτείνεται ο τίτλος του άρθρου 58 να μετονομαστεί σε «Μητρώο και Δελτίο ταυτότητας δικαστικών λειτουργών» και σε αυτό να προστεθεί η εξής διάταξη: «Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Πρόεδρος και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, εκδίδουν ειδικά υπηρεσιακά δελτία για τη βεβαίωση της ιδιότητας των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, τα οποία ανανεώνονται σε περίπτωση προαγωγής του κατόχου. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, καθορίζονται ο τύπος, το περιεχόμενο και η διαδικασία έκδοσης των δελτίων υπηρεσιακών ταυτοτήτων των δικαστικών λειτουργών, καθώς και κάθε αναγκαίο θέμα για την εφαρμογή του παρόντος» (βλ. το ΠΔ 166/2006 για τους δικαστικούς λειτουργούς των ενόπλων δυνάμεων).

 

Για το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ