Τρίτη 5 Ιουλίου 2022

Τεχνητή Νοημοσύνη και η αλληλεπίδραση της με ΓΚΠΔ και Αστυνομική Οδηγία: Εξόχως προβληματική και πρόχειρη η προτεινόμενη ρύθμιση

 

ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ 3-7-2022 13.58

UPD: 5-7-2022 

 

Τεχνητή Νοημοσύνη και η αλληλεπίδρασή της με ΓΚΠΔ και Αστυνομική Οδηγία: Εξόχως προβληματική και πρόχειρη  η προτεινόμενη ρύθμιση

Με αφορμή τη θέση σε διαβούλευση του ΣχΝ του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης υπό τον τίτλο «Αναδυόμενες τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών, ενίσχυση της ψηφιακής διακυβέρνησης και άλλες διατάξεις» και ειδικότερα όσον αφορά τα προτεινόμενα άρθρα 1-10 αυτού μέσω των οποίων  επιχειρείται, το πρώτον, η θέσπιση τομεακού εθνικού νομοθετικού πλαισίου για την χρησιμοποίηση τεχνολογιών τεχνητής νοημοσύνης, διατυπώνω τις ακόλουθες παρατηρήσεις:

Α. Επί της Αρχής του ΣχΝ

Όπως είναι γνωστό, από πλευράς ενωσιακού νομοθέτη επιχειρείται  μέσω πρότασης κανονισμού [βλ. Πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη ( πράξη για την τεχνητή νοημοσύνη (COM(2021) 206 final] η  θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη (πράξη για την τεχνητή νοημοσύνη). Όπως περαιτέρω επισημαίνεται, σε πλείστα  όσα σημεία της αιτιολογικής έκθεσης που συνοδεύει την εν θέματι «πρόταση»,  στόχο  του Κανονισμού αποτελεί  η θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη ( βλ. σημείο 1.1. της προτάσης). Περαιτέρω, σε άλλο σημείο της πρότασης (σημείο 2.1 της πρότασης)  επισημαίνεται από την ΕΕ ότι «Η παρούσα πρόταση αποτελεί βασικό μέρος της στρατηγικής της ΕΕ για την ψηφιακή ενιαία αγορά. Πρωταρχικός στόχος της παρούσας πρότασης είναι να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς με τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων, ειδικότερα σε σχέση με την ανάπτυξη, τη διάθεση στην αγορά της Ένωσης και τη χρήση προϊόντων και υπηρεσιών που χρησιμοποιούν τεχνολογίες ΤΝ ή παρέχονται ως αυτόνομα συστήματα ΤΝ. Κάποια κράτη μέλη εξετάζουν ήδη το ενδεχόμενο θέσπισης εθνικών κανόνων για να διασφαλίσουν ότι η ΤΝ είναι ασφαλής και αναπτύσσεται και χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα. Αυτό είναι πιθανό να οδηγήσει σε δύο βασικά προβλήματα: i) στον κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς σε σχέση με ουσιώδη στοιχεία, ειδικότερα όσον αφορά τις απαιτήσεις για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες ΤΝ, την εμπορία τους, τη χρήση τους, την ευθύνη και την εποπτεία από τις δημόσιες αρχές, και ii) τη σημαντική μείωση της ασφάλειας δικαίου τόσο για τους παρόχους όσο και για τους χρήστες συστημάτων ΤΝ σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής των υφιστάμενων και των νέων κανόνων στα εν λόγω συστήματα στην Ένωση. Δεδομένης της ευρείας διασυνοριακής κυκλοφορίας προϊόντων και υπηρεσιών, τα δύο αυτά προβλήματα μπορούν να επιλυθούν καλύτερα μέσω της εναρμόνισης της νομοθεσίας σε επίπεδο ΕΕ».

Παρατηρείται λοιπόν ότι με το προτεινόμενο ΣχΝ επιχειρείται από πλευράς εθνικού νομοθέτη μία αναιτιολόγητη σπουδή ως προς τη λήψη σχετικής νομοθετικής πρωτοβουλίας, πριν ακόμη υιοθετηθεί η πρόταση του εν θέματι Κανονισμού, θα τολμούσα να πω και προχειρότητα, η οποία θα επιβαρύνει με αδικαιολόγητα κόστη τις εμπορικές εταιρείες και με γραφειοκρατικό φόρτο τους φορείς του δημόσιου τομέα και νομοτελειακά θα έχει αντίχτυπο σε τυχόν επενδυτικό ενδιαφέρον, θα βλάψει  τον ανταγωνισμό και θα έχει και δημοσιονομικό κόστος. Επισημαίνεται επίσης, ότι παρατηρείται αλληλοεπικάλυψη των προς λήψη μέτρων (δίνεται ορισμός της τεχνητής νοημοσύνης, επιβάλλεται αλγοριθμική εκτίμηση αντιχτύπου, προβλέπονται υποχρεώσεις των αναδόχων συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης κ.ο.κ). ζητήματα τα οποία κατ’εξοχήν ρυθμίζονται από τη σχετική «πρόταση» σε ενωσιακό όμως επίπεδο.

Με πληροφορίες αντλούμενες από το «ΕU AI Act Newsletter» υπό της Προεδρεία της Τσεχίας θα συζητηθεί η πρόταση  στην σχετική ομάδα εργασίας την 5.7.2022 και έως και τις 20.7.2022 αναμένεται η κοινοποίηση νέας επικαιροποιημένης πρότασης (τίθενται ζητήματα όσον αφορά τον ορισμό της τεχνητής νοημοσύνης και για τα υψηλού κινδύνου συστήματα). Ωστόσο, ο Κανονισμός, λόγω της νομικής φύσης του, δεν απαιτεί την έκδοση ιδιαίτερης νομικής πράξης εφαρμογής από τα κράτη μέλη, δεσμεύοντας άμεσα τα κρατικά όργανα, τις δημόσιες αρχές και τα δικαστήρια, καθώς και όλα τα πρόσωπα, φυσικά και νομικά, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.

Γίνονται εύκολα αντιληπτά τα προβλήματα που θα δημιουργήσει η προτεινόμενη ρύθμιση με τεχνοοικονομικούς όρους και την ανασφάλεια δικαίου που θα προκαλέσει, μόνο και μόνο από τους επιχειρούμενους με το άρθρο 3 ορισμούς!

 

Β. Επί της θέσπισης νομικής βάσης επεξεργασίας- αρχών διαφάνειας της επεξεργασίας-δικαιώματα εργαζομένων  (άρθρα 4-6 και 9 ΣχΝ)

Με το άρθρο 4, κατά την άποψή μου, επιχειρείται να θεσπισθεί  τομεακή νομική βάση επεξεργασίας, με βάση την αρχή της «επιτρεπτικότητας» που διαπνέει όλο το δίκαιο της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (Verbotsprinzip mit Erlaubnisvorbehalt), στηριζόμενη αφενός μεν στη διατύπωση του άρθρου 22 παρ.2 στοιχ β) του ΓΚΠΔ η οποία δίδει ρήτρα ανοίγματος στα ΚΜ [ βλ. Buchner:Kühling/Buchner, DS-GVO/BDSG, 3η έκδ. 2020, άρ. 22, αρ. 37-38] και του άρθρου 52 παρ. 1 του Δ΄Κεφαλαίου του ν. 4624/2019 για την ενσωμάτωση της Αστυνομικής Οδηγίας, κλείνοντας σχετική ρήτρα ανοίγματος. Πράγματι, με την παρ. 1 του άρθρου 52 του ν. 4624/2019 ενσωματώνεται η παράγραφος 1 του άρθρου 11 της οδηγίας, προβλέποντας για την προστασία των υποκειμένων των δεδομένων την «απαγόρευση της επεξεργασίας υπό την επιφύλαξη αδείας» όσον αφορά τη λήψη απόφασης που βασίζεται αποκλειστικά σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία.  Αν και το ως άνω άρθρο 52 εντάσσεται στο ΤΜΗΜΑ ΙΙ  με τίτλο «ΝΟΜΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ» του ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Δ΄ του ν. 4624/2019, εντούτοις δεν προβλέπει κανέναν επιτρεπτικό κανόνα (νομική βάση) για τις επεξεργασίες αυτές. Η απόφαση για το «εάν» και το «πως» μίας τέτοιας επιτρεπτικής διάταξης ανήκει στον εθνικό νομοθέτη και ειδικότερα αποτελεί αντικείμενο τομεακής νομικής ρύθμισης, όπως λχ. νομικής ρύθμισης του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας  ή της προτεινόμενης με το άρθρο 4 ρύθμισης.

Ωστόσο, η αλληλεπίδραση του ΣχΝ με τον ΓΚΠΔ και τον ν.4624/2019 (Α΄137) για  την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά την άποψη μου, δεν φωτίζεται επαρκώς με την επιχειρούμενη ρύθμιση ως προς τα ακόλουθα σημεία:

1.Δημιουργείται σύγχυση ως προς τους ορισμούς: Δεν καθίσταται σαφές αν το άρθρο 4 καταλαμβάνει και την κατάρτιση προφίλ και αν δεν υπάρχει τέτοια βούληση, ποιος είναι ο λόγος που περιλαμβάνεται  στους ορισμούς του άρθρου 3 του ΣχΝ  (κατά ανεπίτρεπτη επανάληψη του ορισμού του ΓΚΠΔ και περιττή επανάληψη του ν. 4624/2019). Αυτό νομίζω επιβάλλεται να διευκρινισθεί και να διορθωθεί. Φαντάζομαι οι συντάκτες του ΣχΝ αντιλαμβάνονται τη θεμελιώδη διαφορά…μάθημα δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν σκοπεύω να κάνω από αυτό το βήμα…. Περαιτέρω, είναι απορίας άξιο πως σωματεία τα οποία διατείνονται ότι μάχονται και στην Ελλάδα και διεθνώς για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα…εκκωφαντικά σιωπούν!

2. Με το άρθρο 4 δημιουργείται σύγχυση  και ως προς το πεδίο εφαρμογής της προτεινόμενης ρύθμισης και εξηγούμαι:

α) Ασαφής-γενικόλογη διατύπωση: εκ πρώτης όψεως φαίνεται να δίδεται νομική βάση επεξεργασίας, η οποία όμως και αυτή τελεί υπό την αίρεση ότι η χρήση αυτή προβλέπεται από άλλη διάταξη νόμου? Το περιεχόμενο και το εύρος  της επιχειρούμενης ρύθμισης  δεν είναι σαφές.

β) Δεν διευκρινίζεται εάν η επιχειρούμενη ρύθμιση αφορά δικαστήρια και δικαστικές-εισαγγελικές αρχές της χώρας. Επισημαίνεται ότι ο προτεινόμενος ενωσιακός Κανονισμός διαλαμβάνει απαγορεύσεις και εξαιρέσεις ως προς την εν θέματι επεξεργασία από Αρχές Επιβολής του Νόμου (facial recognition, βιομετρικά κ.λπ.) και για λόγους εθνικής ασφάλειας. Και ενώ δίδεται  εξαίρεση για επεξεργασίες από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, Προστασίας του Πολίτη κλπ., δεν καθίσταται σαφές αν η ρύθμιση καταλαμβάνει  και εν γένει τις Αρχές Επιβολής του Νόμου (Αστυνομία, Πυροσβεστική κλπ). Από τη σκοπιά της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, έχει σημασία εάν η επεξεργασία διενεργείται από διοικητικά/ πολιτικά δικαστήρια, όπου εφαρμόζεται ο ΓΚΠΔ και η σχετική εθνική νομοθεσία ( Κεφάλαια Α, Β, Γ και Ε ν. 4624/2019) ή από ποινικά δικαστήρια, εισαγγελικές αρχές ή αρχές επιβολής του νόμου (σε αυτές περιλαμβάνονται και Αρχές που δεν τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, πχ η Εθνική Αρχή Διαφάνειας, Ακτοφυλακή κ.λπ.) για τις ανάγκες και τους σκοπούς της Αστυνομικής Οδηγίας (Οδηγία 2016/680 και ενσωμάτωσή της με ν. 4624/2019), οπότε εφαρμόζονται τα Κεφάλαια Α, Β, Δ και Ε ν. 4624/2019),γεγονός κρίσιμο  περαιτέρω και για την εφαρμογή του άρθρου 6 του ΣχΝ και την υποχρέωση διαφάνειας (ενημέρωσης, πρόσβασης κ.λπ.) που εισάγεται με αυτό αλλά και για το πεδίο εφαρμογής της επιχειρούμενης ρύθμισης συνολικώς, όπως ήδη αναφέρθηκε.

Στο σημείο αυτό κρίνω αναγκαίο να αναφέρω τα ακόλουθα:

Το Κεφάλαιο Α΄ του ν. 4624/2019 «ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ» περιέχει κοινές διατάξεις για την ανάγκη λήψης μέτρων εφαρμογής του ΓΚΠΔ και για την ενσωμάτωση  της οδηγίας στην εθνική νομοθεσία και περιέχει μεταξύ άλλων:  i) τον σκοπό του νόμου, ii) το ουσιαστικό και εδαφικό πεδίο εφαρμογής, iii) τους ορισμούς iv) τη νομική βάση επεξεργασίας από τους δημόσιους φορείς και v) διατάξεις για τον ορισμό ΥΠΔ σε δημόσιους φορείς. Με το άρθρο 1 του ν. 4624/2019 καθορίζεται ο σκοπός του νόμου, ο οποίος (σκοπός) είναι, μεταξύ άλλων, και  η ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία της οδηγίας [(ΕΕ) 2016/680] για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων. Οι αρμόδιες (εθνικές) αρχές που επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή την εκτέλεση ποινικών κυρώσεων (περιλαμβανομένων της προστασίας από τις απειλές κατά της δημόσιας ασφάλειας και της αποτροπής τους) είναι η αστυνομία, οι πταισματοδίκες, οι εισαγγελείς, οι ανακριτές, τα ποινικά δικαστήρια, οι τελωνειακές ή λιμενικές αρχές,  (οι δύο τελευταίες όταν ασκούν προανακριτικό έργο). Οι αρχές αυτές αναφέρονται  εξαντλητικά και με σαφήνεια  στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4624/2019 (υπό το άρθρο 43), ούτως ώστε να μην καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία τόσο στον  εφαρμοστή όσο και στον ερμηνευτή του δικαίου ως προς τις αρμοδιότητές τους και τις υποχρεώσεις τους, όταν αυτοί επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων. Περαιτέρω, με  το άρθρο 2 του ν. 4624/2019 καθορίζεται το ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του νόμου, ενώ  με το άρθρο 43 του ιδίου ως άνω νόμου οριοθετείται ειδικώς το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι με συστηματική ερμηνεία των άρθρων 1 (σκοπός του νόμου), 2 (ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής) και 43 (πεδίο εφαρμογής) του ν. 4624/2019 προκύπτει ότι οι διατάξεις του Κεφαλαίου Δ΄ αυτού εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές μόνο για τους σκοπούς του άρθρου 43 αυτού, αφού για επεξεργασίες που δεν διενεργούνται για τους σκοπούς του άρθρου 43, εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 4624/2019, ο ΓΚΠΔ και τα λοιπά Κεφάλαια του ν. 4624/2019  (πλην του Κεφαλαίου Δ΄).

Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 5 και του 58 παρ. 1 του ν. 4624/2019, πράξεις που διενεργούνται από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας και των δικαστικών τους καθηκόντων, για λόγους διασφάλισης της δικαστικής ανεξαρτησίας και της διάκρισης των εξουσιών, εξαιρούνται, κατά ρητή πρόβλεψη των άρθρου 55 του ΓΚΠΔ και του άρθρου 45 της οδηγίας, μόνο από την εποπτική αρμοδιότητα της Αρχής. Όλα τα ανωτέρω επεξηγούνται επαρκέστατα στην αιτιολογική έκθεση του νόμου  [βλ αιτιολογική έκθεση α) επί του άρθρου 2 ν. 4624/2019 «Το ΣχΝ καλύπτει και τις πράξεις επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργούνται από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές. Οι πράξεις όμως αυτές, όταν διενεργούνται από τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας και των δικαστικών τους καθηκόντων, για λόγους διασφάλισης της δικαστικής ανεξαρτησίας και της διάκρισης των εξουσιών, εξαιρούνται, κατά ρητή πρόβλεψη των άρθρων 55 του ΓΚΠΔ και 45 της Οδηγίας, από την εποπτική αρμοδιότητα της Αρχής. Η εξαίρεση αυτή για λόγους σαφήνειας και κατανόησης επαναλήφθηκε και στο άρθρο 10 παράγραφος 5 καθώς και στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του ΣχΝ» και β)  επί του  άρθρου 43, στην οποία γίνεται ρητή αναφορά σε δικαστικές (ποινικά δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένων και των ανακριτών και πταισματοδικών) και εισαγγελικές αρχές]. Συνεπώς, προκύπτει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι όλα τα εθνικά ποινικά δικαστήρια και όλες οι εθνικές εισαγγελικές αρχές εμπίπτουν ανεξαιρέτως στο πεδίο εφαρμογής του ν. 4624/2019, η συμπερίληψη δε αυτή τονίζεται και στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4624/2019, υπό το άρθρο 43( πεδίο εφαρμογής).

Έτι περαιτέρω, διευκρινίζεται ότι: Με το άρθρο 84 του ν. 4624/2019 διατηρήθηκε σε ισχύ το δεύτερο έως και το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β΄ του άρθρου 2 του ν. 2472/1997 (Α΄50)  [διάταξη  η οποία είχε αντικατασταθεί με την παρ. 1 του άρθρου 18 του ν. 3471/2006 (Α΄133), στη συνεχεία με την παρ. 3  του άρθρου Όγδοου του ν. 3625/2007 (Α΄290), αντικαταστάθηκε δε με το άρθρο 79 του ν. 4139/2013 (Α΄74)], τα οποία (εδάφια) προβλέπουν ότι: «Ειδικά για τα σχετικά με τις ποινικές διώξεις ή καταδίκες δύναται να επιτραπεί η δημοσιοποίηση μόνον από την εισαγγελική αρχή για τα αδικήματα που αναφέρονται στο εδάφιο β΄ της παρ. 2 του άρθρου 3 με διάταξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών ή του Εισαγγελέα Εφετών εάν η υπόθεση εκκρεμεί στο Εφετείο. Η διάταξη πρέπει να είναι ειδικώς και πλήρως αιτιολογημένη, να προσδιορίζει τον τρόπο δημοσιοποίησης και το χρονικό διάστημα που θα διαρκέσει, Η δημοσιοποίηση αυτή αποσκοπεί στην προστασία του κοινωνικού συνόλου, των ανηλίκων, των ευάλωτων ή ανίσχυρων πληθυσμιακών ομάδων και προς ευχερέστερη πραγμάτωση της αξίωσης της Πολιτείας  για τον κολασμό των παραπάνω αδικημάτων. Κατά της εισαγγελικής διάταξης επιτρέπεται προσφυγή εντός 2 ημερών από τη γνωστοποίηση στον κατηγορούμενο ή κατάδικο ενώπιον του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Πρωτοδικών ή του Προϊσταμένου της Εισαγγελίας Εφετών, εάν η υπόθεση εκκρεμεί στο Εφετείο, ο οποίος αποφαίνεται εντός 2 ημερών. Μέχρι να αποφανθεί ο αρμόδιος Εισαγγελέας απαγορεύεται η εκτέλεση της διάταξης και η δημοσιοποίηση δεδομένων». Από τη διατύπωση της διάταξης προκύπτει ότι αυτή παραπέμπει στον κατάλογο των αδικημάτων του εδαφίου β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 2472/1997  (και συγκεκριμένα  στα κακουργήματα, τα  εκ δόλου διαπραττόμενα πλημμελήματα, και ιδίως τα εγκλήματα κατά της ζωής, κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κατά της προσωπικής ελευθερίας, κατά της ιδιοκτησίας, κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, παραβάσεων της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, επιβουλής της δημόσιας τάξης, ως και των τελούμενων σε βάρος ανηλίκων θυμάτων). Ωστόσο, κρίθηκε αναγκαίο η διάταξη του εδαφίου β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 2472/1997 να διατηρηθεί επίσης σε ισχύ δυνάμει του ως άνω άρθρου 84 του ν. 4624/2019 αποκλειστικά και μόνο ως προς την παραπομπή  στον  κατάλογο των αδικημάτων που αναφέρονται σε αυτήν και κατά το μέρος που τα αδικήματα αυτά αφορούν την ανωτέρω δημοσιοποίηση, ακολουθώντας ακριβώς τη νομοτεχνική επιλογή που είχε κάνει ο νομοθέτης του προϊσχύσαντος ν. 2472/1997. Σε καμία περίπτωση, λοιπόν, ο Έλληνας νομοθέτης δεν ήθελε να εξαιρέσει από το πεδίο εφαρμογής  του Κεφαλαίου Δ΄(συμπεριλαμβανομένων των Κεφαλαίου Α΄ και Β΄) του ν. 4624/2019 τις εθνικές δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές, όταν επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο των ποινικών-εισαγγελικών διαδικασιών. Η αντίθετη άποψη, η οποία έχει εκφρασθεί, ότι δηλαδή στο πεδίο εφαρμογής του νόμου 4624/2019 (Κεφάλαια Α΄, Β΄ και Δ΄) δεν εμπίπτουν οι εθνικές δικαστικές ή εισαγγελικές αρχές, όταν επεξεργάζονται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο των ποινικών-εισαγγελικών διαδικασιών μόνο ως εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία των διατάξεων του ν. 4624/2019 μπορεί να εκληφθεί, και να αποδοθεί σε παρανόηση της κατάργησης με το άρθρο 84 του ν. 4624/2019 της προϊσχύσασας διάταξης της πρώτης πρότασης της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν. 2472/1997 που όριζε ότι: «2. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων η οποία πραγματοποιείται: [εδάφιο] α) από φυσικό πρόσωπο για την άσκηση δραστηριοτήτων αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών, [εδάφιο] β) από τις δικαστικές-εισαγγελικές αρχές και τις υπηρεσίες που ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία τους στο πλαίσιο της απονομής της δικαιοσύνης ή για την εξυπηρέτηση των αναγκών της λειτουργίας τους με σκοπό τη βεβαίωση εγκλημάτων,  που τιμωρούνται ως κακουργήματα ή πλημμελήματα με δόλο και ιδίως εγκλημάτων κατά της ζωής, κατά της γενετήσιας ελευθερίας, της οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, κατά της προσωπικής ελευθερίας, κατά της ιδιοκτησίας, κατά των περιουσιακών δικαιωμάτων, παραβάσεων της νομοθεσίας περί ναρκωτικών, επιβουλής της δημόσιας τάξης, ως και των τελούμενων σε βάρος ανηλίκων θυμάτων.».

3. Απουσία μέτρων και εγγυήσεων, εκ των προβλεπόμενων στην  Αιτ.σκ 71 του ΓΚΠΔ και   στο άρθρο 11 Οδηγίας (Αιτ. σκ 37),εφόσον επιχειρείται ειδική τομεακή ρύθμιση, καμία μέριμνα για τα ευαίσθητα  δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Η θεσπισθείσα με το άρθρο 6 υποχρέωση ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων κρίνεται γενικόλογη, πρόχειρη και ανεπαρκής.

4. Ως προς το ακανθώδες ζήτημα του δικαιώματος ενημέρωσης/ πρόσβασης ή παροχής εξηγήσεων στο υποκείμενο των δεδομένων, προκειμένου για λήψη αυτοματοποιημένης απόφασης που το αφορά,  σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ.1 στοιχείο η) του ΓΚΠΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 22 του ΓΚΠΔ, αν θεμελιώνεται σχετικό δικαίωμα, το εύρος αυτού, την τυχόν πρόσκρουση με δικαιώματα βιομηχανικής ή εμπορικής ιδιοκτησίας, εκκρεμούν αυτή τη στιγμή σχετικές υποθέσεις στο ΔΕΕ [ενδεικτικώς: Υποθέσεις C-203/22 Dun & Bradstreet Austria, C-634/21 and C-552/21 SCHUFA Holding] και εκτιμώ ότι το ζήτημα δεν είναι ώριμο για υιοθέτηση εθνικής ρύθμισης, την προτεινόμενη δε ρύθμιση την  κρίνω ως  ανεπαρκή από πλευράς προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αλλά και από τεχνοοικονομική  όψη ιδιαιτέρως προβληματική. Περαιτέρω, αν η επιχειρούμενη ρύθμιση αφορά δικαστήρια και εισαγγελικές αρχές, αρχές επιβολής του νόμου, το δικαίωμα ενημέρωσης/πρόσβασης τελεί υπό άλλες  προϋποθέσεις, αυστηρότερες, οι οποίες δεν φωτίζονται με την προτεινόμενη ρύθμιση. Οι συντάκτες του ΣχΝ είναι προφανές ότι αγνοούν την ως άνω διάκριση.

5.Εξόχως προβληματικό είναι και το άρθρο 9 για τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης στον εργασιακό τομέα. Δεν διευκρινίζεται ποια είναι η έννοια «σύστημα τεχνητής νοημοσύνης», η οποία δεν ταυτίζεται με τους ορισμούς του άρθρου 3, δεν προσδιορίζεται η εθνική νομική βάση, αν τυχόν υπάρχει, για το επιτρεπτό της προτεινόμενης επεξεργασίας, η οποία άλλωστε τίθεται σοβαρώς το ενδεχόμενο να έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 22 ΓΚΠΔ και άρθρο 27 ν. 4624/2019 (Α΄137). Δεν λαμβάνονται  ειδικά προστατευτικά μέτρα έναντι των εργαζομένων, ενώ η πρόβλεψη μόνο για ενημέρωσή τους  δεν κρίνεται επαρκής. Τέλος, ενώ το άρθρο 6 θεσπίζει υποχρεώσεις διαφάνειας, έστω και με προβληματικό τρόπο, αυτό αφορά μόνο τους δημόσιους φορείς, ενώ το άρθρο 9 εφαρμόζεται μόνον στον ιδιωτικό τομέα, χωρίς να γίνεται παραπομπή και στο άρθρο 6 του ΣχΝ αναφορικά με τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται στο υποκείμενο των δεδομένων.

Και εδώ, τα ως άνω σωματεία σιωπούν…προφανώς η ρύθμιση τους καλύπτει!

Ως καταληκτική παρατήρηση, επισημαίνω την έλλειψη σαφούς περιεχομένου των ρυθμίσεων και την επαρκή θεμελίωσή τους σε σχέση με το ενωσιακό και εθνικό δίκαιο προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επανέρχομαι δε στον αρχικό προβληματισμό μου ότι η ρύθμιση είναι πρόωρη, μη αρκούντως ορισμένη, και τελικώς ανεπαρκής ως προς την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και πάντως καταδεικνύει ότι οι συντάκτες του δεν έχουν ιδιαίτερη τεχνική εξοικείωση με το ειδικό αυτό αντικείμενο και αγνοούν τις παραπάνω, κατά τι διαφορετικές, θεμελιώδεις όψεις προστασίας του (πεδίο εφαρμογής ΓΚΠΔ/ν.4624/2019 ή Αστυνομικής Οδηγίας/ ν.4624/2019).

Διατάξεις που επιχειρούν να ρυθμίσουν  δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και να επιβάλλουν σχετικές υποχρεώσεις σε οικονομικούς φορείς  δεν είναι επιτρεπτό να  ρυθμίζονται με διατυπώσεις που προσιδιάζουν σε εκθέσεις ιδεών και διακηρύξεις…ας γίνει αυτό επιτέλους αντιληπτό!

Προτείνω, χωρίς επιφύλαξη, την απόσυρση των άρθρων 3-10 του ΣχΝ, καθώς έρχονται σε σύγκρουση με το ενωσιακό δίκαιο (αρχή της συνεκτικότητας), και εμπεριέχουν σοβαρούς κινδύνους για τα θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων.

Είναι χρέος μου και υποχρέωσή μου να τοποθετηθώ δημόσια για την επιχειρούμενη ρύθμιση. Είναι  χρέος όλων όσων ασχολούνται με το δικαίωμα της ιδιωτικότητας και της προστασίας προσωπικών δεδομένων να εισφέρουν!

Σπυριδούλα Καρύδα

Πάρεδρος Συμβουλίου της Επικρατείας

LL.M. in Space, SatCom and Media Law (University of Luxembourg)

Phd (c) in International Satellite and Data Protection Law

 

=========================


ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ: Η ενημέρωση του άρθρου αφορά κάποια σημεία στίξης  

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ