Τρίτη 19 Ιουλίου 2022

Τα ζητήματα από τις αποδείξεις στην ποινική δίκη υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ, όπως αυτά προκύπτουν από τη μη εμφάνιση των μαρτύρων στη δίκη, την αξιοποίηση των εξ ακοής μαρτύρων και την αξιοποίηση των εμμέσων αποδείξεων


Τα ζητήματα από τις αποδείξεις στην ποινική δίκη υπό το φως της νομολογίας του ΕΔΔΑ, όπως αυτά προκύπτουν από τη μη εμφάνιση των μαρτύρων στη δίκη, την αξιοποίηση των εξ ακοής μαρτύρων και την αξιοποίηση των εμμέσων αποδείξεων

Επιμέλεια:

Λάμπρος Σ. Τσόγκας

Αντεισαγγελέας Εφετών Λάρισας

 

Από την επισκόπηση της νομολογίας του ΕΔΔΑ σχετικά με τις αποδείξεις στην ποινική δίκη πρέπει να επισημανθούν τα εξής:

 

=== 1ον. Οι καταδίκες, που έχουν βασιστεί σε κάποιο βαθμό σε εξ ακοής μάρτυρες, δεν θεωρούνται αυτόματα για τον λόγο και μόνο αυτό ότι συνδέονται με παραβίαση του δικαιώματος στη δίκαιη δίκη κατά την έννοια του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Ωστόσο σε κάθε περίπτωση οι αποδείξεις από τους εξ ακοής μάρτυρες πρέπει να έχουν μικρότερη αξία από αυτές των αυτοπτών ή αυτήκοων μαρτύρων.

 

===2ον. Η βαρύτητα των εμμέσων αποδείξεων μπορεί να αποτελεί καθοριστικό ζήτημα στην ποινική δίκη, όπως όταν αυτές απαιτούν εξηγήσεις από τον κατηγορούμενο και ο τελευταίος απλά ασκεί το δικαίωμα της σιωπής. Έτσι δικαιολογείται η εξαγωγή συμπεράσματος, που έρχεται σε αντίθεση με τη στάση σιωπής του κατηγορουμένου. Οι έμμεσες αποδείξεις απαντώνται στη νομολογία του ΕΔΔΑ με τον όρο ‘’circumstantial evidence’’. Χαρακτηριστική απόφαση του ΕΔΔΑ, που φωτίζει την έννοια των εμμέσων αποδείξεων, είναι η απόφαση Korban v. Ukraine, 2019 , και αφορά την εφαρμογή του άρθρου 18 της ΕΣΔΑ, η δε σχετική μνεία στις έμμεσες αποδείξεις γίνεται στη σκέψη 215. Στη σκέψη λοιπόν αυτή παρατίθεται ότι έμμεσες αποδείξεις στο πλαίσιο εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου είναι πληροφορίες σχετικά με τα κύρια γεγονότα ή τα συμφραζόμενα γεγονότα ή τις ακολουθίες γεγονότων, που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για συμπεράσματα σχετικά με τα κύρια γεγονότα.

 

 

===3ον. Οι επαρκείς έμμεσες αποδείξεις κρίθηκε ότι συνιστούν αποδεκτή βάση για την επιβολή προληπτικών μέτρων, όπως η δέσμευση περιουσιακών στοιχείων από παράνομες δραστηριότητες (όταν μάλιστα τούτες επιβεβαιώνονται από τη μη αντίκρουσή τους), αρκεί να γίνεται σαφής  διάκριση των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων από τις απλές υποψίες ή τις υποκειμενικές εικασίες (βλ. σελ. 97 της απόφασης M. vs Italy No 12386/86).

 

===Για τις πιο πάνω παραδοχές παρατίθενται οι ακόλουθες αποφάσεις του ΕΔΔΑ με σκοπό την κατανόησή τους. Ειδικότερα:

Α. Στην υπόθεση BAYBASIN v. GERMANΥ το ΕΔΔΑ επεσήμανε ότι όλα τα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει κανονικά να προσκομίζονται παρουσία του κατηγορουμένου σε δημόσια ακρόαση με σκοπό την κατ' αντιμωλία συζήτηση. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η κατάθεση ενός μάρτυρα πρέπει πάντα να γίνεται στο ακροατήριο, προκειμένου να γίνει δεκτή ως αποδεικτικό μέσο. Τούτο μπορεί να αποδειχθεί αδύνατο σε ορισμένες περιπτώσεις. Ως εκ τούτου, η χρήση των καταθέσεων, οι οποίες ελήφθησαν σε προηγούμενα στάδια της διαδικασίας, δεν είναι από μόνη της ασυμβίβαστη με τις παραγράφους 3 στοιχείο δ’ και 1 του άρθρου 6 της Σύμβασης, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν γίνει σεβαστά τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου (Asch v. Austria 1991). Όταν όμως η καταδικαστική απόφαση βασίζεται αποκλειστικά ή σε αποφασιστικό βαθμό σε καταθέσεις, που έχουν γίνει από πρόσωπο, το οποίο ο κατηγορούμενος δεν είχε την ευκαιρία να εξετάσει είτε κατά τη διάρκεια της έρευνας είτε κατά τη διάρκεια της δίκης, τα δικαιώματα υπεράσπισης περιορίζονται σε βαθμό ασυμβίβαστο με τις εγγυήσεις, που παρέχονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (Lucà v. Italy, no. 33354/96, § 40, ECHR 2001). Επίσης το ΕΔΔΑ σημειώνει ότι το εθνικό δικαστήριο (που ασχολήθηκε με την υπόθεση του προσφεύγοντος) λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις, που απορρέουν από το άρθρο 6 §§ 1 και 3 (δ) της Σύμβασης και συγκεκριμένα να αντιμετωπίζονται τα έμμεσα αποδεικτικά στοιχεία πολύ προσεκτικά, αξιολόγησε την αξιοπιστία του ιδιώτη μάρτυρα και των αστυνομικών και τόνισε ότι τα έμμεσα αποδεικτικά στοιχεία επιβεβαιώθηκαν από ουσιαστικές άμεσες αποδείξεις. Συγκεκριμένα, το Περιφερειακό Δικαστήριο βασίστηκε στις αποδείξεις, που αφορούν οι καταθέσεις των μαρτύρων, τους οποίους ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να εξετάσει και σε περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία, όπως τηλεφωνικές συνομιλίες, τη συμπεριφορά του ίδιου του προσφεύγοντος, τις μεταβαλλόμενες θέσεις του κατά τη διάρκεια της δίκης και τη ροή χρημάτων, που διαχειρίστηκε και προέβη σε διεξοδική ανάλυση των διαφόρων αμέσων και εμμέσων αποδεικτικών στοιχείων, που είχε στη διάθεσή του. Υπό αυτές τις συνθήκες αυτές το ΕΔΔΑ δέχθηκε ότι τα υπερασπιστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος  δεν περιορίστηκαν σε βαθμό ασυμβίβαστο με τις εγγυήσεις, που παρέχει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

 

Β. Στην υπόθεση  O’DONNELL v. UNITED KINGDOM το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη ότι κατά την αστυνομική έρευνα στην οικία του προσφεύγοντος βρέθηκαν ένα μαχαίρι με αίμα μέσα σε μια πλαστική σακούλα και ρούχα, που ήταν βαμμένα με αίμα. Επίσης τα ανευρεθέντα ρούχα είχαν ετικέτα με το όνομα του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων στη δίκη στα εθνικά δικαστήρια άσκησε το δικαίωμα σιωπής. Το ΕΔΔΑ τόνισε (βλ. σκέψη στην παράγραφο 49) ότι θα ήταν ασυμβίβαστο με το δικαίωμα σιωπής να βασίζεται η καταδίκη αποκλειστικά ή κυρίως στη σιωπή του κατηγορουμένου ή στην άρνησή του να απαντήσει σε ερωτήσεις ή να καταθέσει ο ίδιος. Εντούτοις, το ΕΔΔΑ, όπως έχει κρίνει και στο παρελθόν, αποφάνθηκε ότι το εν λόγω δικαίωμα δεν μπορεί και δεν πρέπει να εμποδίζει τους ενόρκους από το να λαμβάνουν υπόψη τη σιωπή του κατηγορουμένου σε καταστάσεις, που σαφώς απαιτούν εξηγήσεις από αυτόν (John Murray κατά του Ηνωμένου Βασιλείου και Condron κατά Ηνωμένου Βασιλείου). Περαιτέρω το ΕΔΔΑ στη σκέψη 58 της ίδιας απόφασης κατέληξε στη διαπίστωση ότι λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένης και της βαρύτητας των εμμέσων αποδείξεων κατά του προσφεύγοντος, που απαιτούσαν εξηγήσεις, τα αντίθετα ιατρικά αποδεικτικά στοιχεία και τη σαφή και λεπτομερή διατύπωση οδηγιών του δικαστή προς τους ενόρκους, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6§1 σχετικά με καθοδήγηση για εξαγωγή δυσμενών συμπερασμάτων στην περίπτωση αυτή.

 

Γ. Στην υπόθεση Al-Khawaja and Tahery v. United Kingdom (application  26766/05 and 22228/06) το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι το δικαίωμα εξέτασης μάρτυρα, που προβλέπεται στο άρθρο 6§3 στοιχ. δ, βασίζεται στην αρχή ότι για να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να προσκομιστούν παρουσία του σε δημόσια ακρόαση, ώστε να μπορεί να τα αμφισβητήσει. Επομένως δύο απαιτήσεις απορρέουν από την αρχή αυτή. Πρώτον, πρέπει να υπάρχει ένας σοβαρός λόγος για τη μη παρουσία ενός μάρτυρα στο ακροατήριο. Δεύτερον, η καταδικαστική απόφαση, που στηρίζεται αποκλειστικά ή αποφασιστικά στην κατάθεση ενός απόντος μάρτυρα, θεωρείται γενικά ότι είναι ασυμβίβαστη με τις απαιτήσεις αμεροληψίας βάσει του άρθρου 6 (‘’ο μοναδικός ή αποφασιστικός κανόνας’’). Περαιτέρω το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο εν λόγω μοναδικός ή αποφασιστικός κανόνας δεν πρέπει να εφαρμόζεται με άκαμπτο τρόπο, αγνοώντας τις ιδιαιτερότητες του συγκεκριμένου νομικού συστήματος. Κάτι τέτοιο θα μετέτρεπε αυτόν τον κανόνα σε ένα άκαμπτο μέσο και θα ερχόταν σε αντίθεση με την παραδοσιακή προσέγγιση που το ΕΔΔΑ ακολουθεί όσον αφορά τον συνολικό δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας, όπως στη βαρύτητα, που προσδίδεται στη στάθμιση των αντικρουομένων συμφερόντων μεταξύ του κατηγορουμένου, του θύματος και των μαρτύρων, καθώς και στο δημόσιο συμφέρον για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης. Έτσι το ΕΔΔΑ έκρινε ότι εάν μια καταδίκη βασίζεται αποκλειστικά ή αποφασιστικά στην κατάθεση απόντος μάρτυρα, πρέπει να υπάρχουν αντισταθμιστικοί παράγοντες, μεταξύ των οποίων ισχυρές διαδικαστικές εγγυήσεις. Ωστόσο μια καταδίκη σε τέτοια περίπτωση δεν θα σήμαινε αυτόματα και παράβαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ εξέτασε τρία ζητήματα σε κάθε υπόθεση: πρώτον, αν ήταν αναγκαίο να στηριχθεί στις καταθέσεις των μαρτύρων,  δεύτερον, αν αυτά τα μη διασταυρωθέντα αποδεικτικά στοιχεία αποτέλεσαν τη μοναδική ή την αποφασιστική βάση για την καταδίκη κάθε προσφεύγοντος· και τρίτον αν υπήρξαν επαρκείς αντισταθμιστικοί παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων ισχυρών διαδικαστικών εγγυήσεων για να διασφαλίσουν ότι κάθε δίκη είναι  δίκαιη.

 

Δ. Το ΕΔΔΑ στην υπόθεση M. vs Italy No 12386/86 τόνισε ότι η δήμευση, που προβλέπεται στο άρθρο 2β του ιταλικού νόμου του 1965, προϋποθέτει προηγούμενη διαπίστωση της επικινδυνότητας του υπόπτου. Αυτό πρέπει να συνδέεται με την ιδιότητα του υπόπτου ως μέλους μιας ομάδας τύπου μαφίας. Με άλλα λόγια, δεν είναι δικονομικά εφικτή η δήμευση περιουσιακών στοιχείων, των οποίων η νόμιμη προέλευση δεν αποδεικνύεται, εάν το πρόσωπο, που τα κατέχει, δεν είναι ύποπτο για συμμετοχή σε εγκληματική ομάδα τύπου μαφίας. Ακολούθως στην ίδια ως άνω απόφαση επισημαίνεται ότι η επίμαχη δήμευση, ακριβώς όπως ο κατ' οίκον περιορισμός, βασίζεται σε επαρκείς έμμεσες αποδείξεις, που επιβεβαιώνονται από την απουσία ισχυρισμών ικανών να την άρουν. Πρόκειται για αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία -κατά την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ- πρέπει να καθορίζονται αντικειμενικά και να διακρίνονται σαφώς από τις απλές υποψίες ή τις υποκειμενικές εικασίες.

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ