Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Η ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ ΓΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΕΓΓΡΑΦΩΝ Ή ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ


Αθανασία Ι. Κυριάκου

Στρατιωτικός Δικαστής Α΄

Εισαγγελέας Στρατοδικείου/ Αεροδικείου Λάρισας




 

 

Μία εκ των οριζομένων στο άρθρο 23 του ΠΔ 21/2002 αρμοδιοτήτων του Εισαγγελέα του Στρατοδικείου είναι η παραγγελία παράδοσης εγγράφων από τη Διοίκηση. Συγκεκριμένα σύμφωνα με την παρ. 1 στοιχ. ιγ΄ «Ο εισαγγελέας δικαιούται να παραγγείλει στις υπηρεσίες του χώρου δικαιοδοσίας του να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφα όταν το ζητήσουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα που ορίζονται στο άρθρο 263 ΚΠΔ». Αντίστοιχη διάταξη ορίζει και την αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Πρωτοδικών στο άρθρο 29§4 στοιχ. β του νέου Ν. 4938/2022 κατά το οποίο «Ο εισαγγελέας πρωτοδικών παραγγέλλει στις υπηρεσίες του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των λοιπών φορέων γενικής κυβέρνησης του άρθρου 14 του Ν. 4270/2014, καθώς και στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αν έχει προηγηθεί αποδεδειγμένη με έγγραφα άρνηση παράδοσης ή χορήγησής τους, να παραδώσουν έγγραφα ή να χορηγήσουν αντίγραφά τους, όταν το ζητήσουν νομικά ή φυσικά πρόσωπα που έχουν δικαίωμα ή έννομο συμφέρον, εκτός αν πρόκειται για έγγραφα από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 263 του ΚΠΔ».

Δια της εισαγγελικής παραγγελίας παρέχεται στον πολίτη η άμεση και αποτελεσματική διοικητική προστασία προς ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης σε έγγραφα και γνώσης του περιεχομένου τους, ενόψει της παρατηρούμενης οκνηρίας των δημοσίων υπηρεσιών ή της αδυναμίας άμεσης ανταπόκρισης τους στη σχετική υποχρέωση τους έναντι των διοικούμενων.

Η εισαγγελική αρμοδιότητα για τη χορήγηση εγγράφων καθιερώθηκε το 1988, δύο μόλις χρόνια μετά τη θεσμοθέτηση του δικαιώματος πρόσβασης των πολιτών στη δημόσια πληροφορία, με τον Ν.1599/1986. Η εισαγωγή όμως αυτής της δυνατότητας δεν έγινε με κάποιο νομοθέτημα για τη δημόσια διοίκηση αλλά με τον οργανωτικό νόμο των πολιτικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών. Μάλιστα η εισαγγελική παραγγελία και μετά τον ΚΔΔ (1999) παρέμεινε εκτός του συστήματος χορήγησης εγγράφων που αυτός καθιέρωσε. Με τη διάταξη του Οργαν. Δικαστηρίων καθιερώνεται μια διαδικασία προστασίας του πολίτη για την ικανοποίηση του δικαιώματος πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα η οποία αποτελεί κατά μία άποψη μορφή δικαστικής προστασίας ήτοι «οιονεί» δικαστικής διασφάλισης του δικαιώματος αναφοράς ή κατ’ άλλη άποψη μέσο διοικητικής προστασίας του πολίτη. Ωστόσο η παρέμβαση του εισαγγελέα συνιστά μια “sui generis” διαδικασία αφού ναι μεν προέρχεται από δικαστικό λειτουργό δεν αποτελεί όμως δικαιοδοτική πράξη. Κατά την ορολογία μάλιστα των ανωτέρω διατάξεων ο εισαγγελέας «δικαιούται».



Η συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος




Τη δράση και λειτουργία της σύγχρονης ελληνικής[1] Δημόσιας Διοίκησης διέπει η αρχή της διαφάνειας[2] ως επέκταση της αρχής της φανερής δράσης των διοικητικών οργάνων[3]. Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, μεταξύ άλλων, τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της η διοικητική Αρχή για την έκδοση ορισμένης πράξης ή τους χειρισμούς της πρέπει να δημοσιοποιούνται[4]. Τούτο, προς αποτροπή της διαφθοράς και αυθαιρεσίας του κράτους, καθώς και για τη διασφάλιση της συμμετοχής του διοικουμένου στη διοικητική διαδικασία[5]. Το εν λόγω δικαίωμα θεμελιώνεται στο δικαίωμα πληροφόρησης (άρθρο 5Α του Σ), καθώς και στο άρθρο 10 παρ.3 του Σ[6] καθώς σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.3 του Συντάγματος η αρμόδια αρχή είναι υποχρεωμένη να απαντά στα αιτήματα των πολιτών σχετικά με τη χορήγηση εγγράφων, εντός προθεσμίας όχι μεγαλύτερης των 60 ημερών. Σε περίπτωση άπρακτης παρόδου της ανωτέρω προθεσμίας ή παράνομης άρνησης χορήγησης των αιτούμενων εγγράφων, εκτός των άλλων κυρώσεων, καταβάλλεται και ειδική χρηματική ικανοποίηση στον αιτούντα[7]. Από την ανωτέρω λοιπόν διάταξη αναγνωρίζεται ένα ατομικό, κοινωνικό και πολιτικό[8] δικαίωμα πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα σε κάθε πρόσωπο ευθέως εκ του Συντάγματος. Φορείς αυτού του δικαιώματος, είναι τόσο τα φυσικά πρόσωπα όσο και τα Ν.Π.Ι.Δ.[9]. Εξάλλου, το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) πρόσφατα έκρινε ότι υποκείμενα του δικαιώματος πρόσβασης στα διοικητικά έγγραφα δεν είναι ούτε το ίδιο το Κράτος ούτε άλλοι φορείς δημόσιας εξουσίας στις μεταξύ τους έννομες σχέσεις, αλλά αποτελεί ατομικό δικαίωμα[10].

Ως έγγραφο, κατά την έννοια του Συντάγματος, πρέπει να θεωρηθεί όχι μόνον το έντυπο, αλλά ακόμη και φωτογραφικές αναπαραστάσεις, αρχεία ηλεκτρονικών υπολογιστών και κάθε γραπτό στοιχείο έντυπης, ακουστικής[11] ή ηλεκτρονικής μορφής που είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός με έννομη συνέπεια για τον ενδιαφερόμενο. Ενόψει της σημασίας του ηλεκτρονικού εγγράφου, κατά τη σύγχρονη εποχή, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι το δικαίωμα πρόσβασης στο ηλεκτρονικό έγγραφο κατοχυρώνεται από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, «λαμβάνοντας υπόψη την τεχνολογική ιδιαιτερότητα του ηλεκτρονικού εγγράφου».

Διοικητικά έγγραφα αποτελούν εκθέσεις, μελέτες, πρακτικά[12], στατιστικά στοιχεία, εγκύκλιοι, γνωμοδοτήσεις, κ.λ.π. Όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, με τον όρο διοικητικό έγγραφο νοείται όχι μόνον το έγγραφο με τη στενή έννοια του όρου, αλλά ό,τι τηρείται στα αρχεία της διοίκησης. Το δικαίωμα αυτό ασκείται σε οποιοδήποτε στάδιο κι αν βρίσκεται η υπόθεση του διοικουμένου. Από την προπαρασκευή της υποθέσεως έως τη λήψη της σχετικής διοικητικής αποφάσεως, με την έκδοση και κοινοποίηση της σχετικής διοικητικής πράξεως.

Επισημαίνεται ότι ως διοικητικό στοιχείο - έγγραφο νοείται μόνον εκείνο του οποίου έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία έκδοσης ή τουλάχιστον κατάρτισης, δηλαδή το τελικά υπογεγραμμένο σχέδιο, και όχι εκείνο που βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της επεξεργασίας[13]. Σχέδια διοικητικών εγγράφων που φέρουν τα στοιχεία της εκδούσας διοικητικής αρχής, ημερομηνία έκδοσης, αριθμό πρωτοκόλλου καταχώρησης στην υπηρεσία και υπογραφή των αρμοδίων οργάνων θεμελιώνουν δικαίωμα πρόσβασης του διοικούμενου[14]. Τα δημόσια έγγραφα λαμβάνουν καταρχάς τη μορφή του σχεδίου, που αποτελεί το πρώτο στάδιο της διοικητικής αλληλογραφίας και περιέχει όλες τις υπογραφές των αρμοδίων οργάνων, φυλάσσεται δε στο αρχείο της υπηρεσίας[15]. Κατά διασταλτική ερμηνεία του νόμου διοικητικά έγγραφα θεωρούνται και όσα, παρόλο που δεν συντάχθηκαν από δημόσια υπηρεσία, λήφθηκαν υπόψη από τη διοικητική αρχή ή χρησιμοποιήθηκαν από αυτή για την έκδοση γνώμης ή πράξης της ή για την εν γένει διοικητική δράση της[16]. Δηλαδή διοικητικά έγγραφα θεωρούνται και τα ιδιωτικά έγγραφα που αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της αιτιολογίας της διοικητικής πράξης ή αποτέλεσαν τα νόμιμα δικαιολογητικά στα οποία στηρίχθηκε η έκδοσή της[17]. Ήτοι, ότι ενσωματώνεται στη διοικητική πράξη, αποτελώντας την αιτιολογία της, μεταπίπτει στην έννοια του διοικητικού εγγράφου και χορηγείται με τις προϋποθέσεις του δημοσίου εγγράφου, χωρίς επίκληση και απόδειξη ειδικού έννομου συμφέροντος[18]. Κρίθηκε, επίσης, ότι ακόμη και η εσωτερική αλληλογραφία της Διοικήσεως αποτελεί διοικητικό έγγραφο, για την οποία ισχύει το δικαίωμα γνώσης[19]. Επίσης, ως διοικητικά έγγραφα πρέπει να νοηθούν και εκείνα των αλλοδαπών διοικητικών οργάνων[20].

Διοικητικό ηλεκτρονικό έγγραφο είναι κάθε ηλεκτρονική αποτύπωση πράξεων, γεγονότων και δεδομένων, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν κατά την άσκηση δραστηριότητας των θεσμικών οργάνων του κράτους και της δημόσιας διοίκησης[21]. Με το Π.Δ. 25/2014 «Ηλεκτρονικό Αρχείο και Ψηφιοποίηση εγγράφων» (ΦΕΚ Α 44) καθορίσθηκε η διαδικασία τήρησης ηλεκτρονικών εγγράφων από τον δημόσιο τομέα, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3 του Ν. 3979/2011. Το άρθρο 3 § 4 του εν λόγω Π.Δ αυτού ορίζει ότι: «Τα ηλεκτρονικά έγγραφα προκειμένου να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 2690/1999 (Α 45), διακρίνονται σε διοικητικά έγγραφα και ιδιωτικά έγγραφα. Τα διαβαθμισμένα ηλεκτρονικά έγγραφα χαρακτηρίζονται με βάση την απόφαση 2011/292/ΕΕ, ως άκρως απόρρητα (Top Secret), απόρρητα (Secret), εμπιστευτικά και περιορισμένης χρήσης (Restricted). Τα ηλεκτρονικά έγγραφα που εμπεριέχουν ευαίσθητα δεδομένα με βάση το άρθρο 2 του Ν. 2472/1997 ή δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας χαρακτηρίζονται αντίστοιχα».



Η νομοθετική τυποποίηση του δικαιώματος

Το άρθρο 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και το Π.Δ 28/2015



Με το άρθρο 16 του Ν.1599/1986 τυποποιήθηκε για πρώτη φορά σε νομοθετικό επίπεδο το δικαίωμα γνώσης των διοικητικών εγγράφων από κάθε ενδιαφερόμενο. Εν προκειμένω, το ζήτημα που ανακύπτει είναι αν μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (Κ.Δ.Δ), η εν λόγω διάταξη συνεχίζει να ισχύει. Σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ.1 του Κ.Δ.Δ, από την έναρξη της ισχύος του, αν σε αυτόν δεν ορίζεται διαφορετικά, καταργείται κάθε γενική διάταξη η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν. Περαιτέρω, στην αιτιολογική έκθεση του κωδικοποιητικού νόμου επί του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι κατά βάση επαναλήφθηκαν οι ρυθμίσεις του άρθρου 16 του Ν.1599/1986, με ουσιώδεις διαφοροποιήσεις. Ως εκ τούτων, θα πρέπει πλέον να θεωρείται καταργημένος κάθε κανόνας δικαίου που ρυθμίζει θέματα σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης στα διοικητικά στοιχεία, πλην των εντελώς ειδικότερων διατάξεων[22].

Οι διατάξεις του Κ.Δ.Δ εφαρμόζονται στο Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, και μετά την τροποποίηση με το άρθρο 7 παρ.1 του Ν.4325/2015, στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι ειδικά οι διατάξεις των άρθρων 4 έως 7 και 12 του εν λόγω Κώδικα εφαρμόζονται αναλόγως στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικώς, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, στα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και τις Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμούς (ΔΕΚΟ) του Κεφαλαίου Α΄ του Ν.3429/2005, καθώς και στα νομικά πρόσωπα και τις επιχειρήσεις των Ο.Τ.Α, εντός ή εκτός της Γενικής Κυβέρνησης. Τέλος με το Π.Δ 28/2015 κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις για την πρόσβαση σε διοικητικά έγγραφα και στοιχεία.



Η υποβολή αίτησης 

 

 
Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν. 2690/1999 Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας (Κ.Δ.Δ) κάθε ενδιαφερόμενος έχει δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λάβει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Το παρόν άρθρο, όπως έχει τροποποιηθεί, περιελήφθη στην "κωδικοποίηση διατάξεων για την πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα και στοιχεία" του ΠΔ 28/2015(ΦΕΚ 34 Α΄/23-3-2015)



Καταρχήν ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει να υποβάλλει γραπτή αίτηση προς την αρμόδια υπηρεσία που έχει συντάξει το έγγραφο ή έστω βρίσκεται στην κατοχή της. Έτσι, η σχετική αίτηση μπορεί να υποβληθεί όχι μόνο στην υπηρεσία που έχει συντάξει το έγγραφο, αλλά και σ’ αυτή στην οποία το έγγραφο βρίσκεται στο αρχείο της και φυλάσσεται[23]. Μάλιστα στην 3943/1995 απόφαση του ΣτΕ, που αφορούσε αίτηση χορήγησης στοιχείων σχετικά με το περιβάλλον, πιο αυστηρά το δικαστήριο δέχθηκε ότι υπήρχε υποχρέωση της αρχής να αναζητήσει τα αιτούμενα έγγραφα και να τα χορηγήσει στον ενδιαφερόμενο, ακύρωσε δε τη σχετική ρητή άρνησή της, με την οποία η διοικητική αρχή απέρριψε την αίτηση του διοικουμένου, με την αιτιολογία ότι δεν τηρούνται τα αιτούμενα στοιχεία στο αρχείο της και είχε υποδείξει στον αιτούντα τις αρμόδιες υπηρεσίες από τις οποίες θα μπορούσε να τα αναζητήσει.

Η αίτηση του ενδιαφερομένου θα πρέπει να είναι ορισμένη, ήτοι να προσδιορίζονται σ’ αυτή τα έγγραφα που ζητούνται και έχουν συνταχθεί ή φυλάσσονται στην αρμόδια υπηρεσία[24]. Αν η αίτηση είναι αόριστη και η διοικητική αρχή μπορεί να αρνηθεί να διεκπεραιώσει το αίτημα του διοικουμένου[25] . Συνεπώς, θα πρέπει ο ενδιαφερόμενος να προσδιορίζει το ζητούμενο έγγραφο με τον αριθμό του, αναφέροντας και την εκδούσα αρχή, άλλως, αν αυτό δεν είναι δυνατόν, βάσει άλλου ειδικού κριτήριου, δυνάμενου να κατατάξει το έγγραφο σε μία συγκεκριμένη κατηγορία από την οποία θα είναι ευχερής η αναζήτησή του[26]. Εξάλλου, η αίτηση θα πρέπει να απευθύνεται στην αρμόδια αρχή. Αν αυτή υποβλήθηκε αναρμοδίως, σύμφωνα με την αρχή της ενότητας της Δημόσιας Διοίκησης, θα πρέπει να διαβιβαστεί στην αρμόδια αρχή και να ενημερωθεί ως προς τούτο ο διοικούμενος[27].

Με την αίτησή του ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει, καταρχήν, να αιτείται τη χορήγηση ενός διοικητικού εγγράφου, ήτοι εγγράφου που έχει συνταχθεί από δημόσια υπηρεσία, ανεξαρτήτως αν το έγγραφο ενσωματώνει εκτελεστή διοικητική πράξη ή μη.

Για τη θεμελίωση του δικαιώματος θα πρέπει ο αιτούμενος να δικαιολογεί εύλογο ενδιαφέρον για τη χορήγηση των διοικητικών εγγράφων και όχι έννομο συμφέρον[28]. Κατ’ άλλους, πάντως, δεν απαιτείται ούτε εύλογο ενδιαφέρον για τη θεμελίωση του δικαιώματος[29].

Το εύλογο ενδιαφέρον προκύπτει από την προσωπική έννομη σχέση που συνδέει τον αιτούντα με το περιεχόμενο των διοικητικών εγγράφων των οποίων ζητείται η γνώση[30]. Επίσης, εύλογο ενδιαφέρον έχει οποιοσδήποτε μπορεί, ως εκ της ιδιότητάς του, να επικαλεσθεί το ενδιαφέρον του για τη γνώση του περιεχομένου συγκεκριμένων διοικητικών εγγράφων[31]. Ακόμη και το ηθικό έννομο συμφέρον, ως ευρύτερο του εύλογου ενδιαφέροντος[32], μπορεί να δικαιολογήσει τη χορήγηση των εγγράφων[33]. Δεν αρκεί πάντως το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και την εύρυθμη άσκηση των καθηκόντων της υπηρεσίας[34]. Εξάλλου, ο αιτών πρέπει να αιτιολογεί στην αίτησή του τους λόγους στους οποίους θεμελιώνεται το εύλογο ενδιαφέρον του για τη χορήγηση των αιτούμενων εγγράφων, άλλως η Διοίκηση δεν τελεί παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας αν δεν του χορηγήσει τα αιτούμενα στοιχεία[35] . Εν προκειμένω, ως παράδειγμα εύλογου ενδιαφέροντος, από τον Συνήγορο του Πολίτη κρίθηκε ότι δημότης, κάτοικος πλησίον καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος, δικαιούται να ζητήσει αντίγραφο της άδειας λειτουργίας μουσικών οργάνων του παρακείμενου καταστήματος, λόγω του ότι ενοχλείται από τη μουσική[36].

Μόνο μετά την άρνηση της Διοίκησης ο πολίτης δικαιούται να προσφύγει στον αρμόδιο Εισαγγελέα προς εκτίμηση του επικαλουμένου εννόμου συμφέροντος και έκδοση σχετικής παραγγελίας. Επομένως θα πρέπει να υποβάλλεται προς την Εισαγγελία πλήρως ορισμένη έγγραφη αίτηση του διοικουμένου στην οποία θα επισυνάπτονται η αρχική έγγραφη αίτηση του χορήγησης εγγράφων προς τη δημόσια υπηρεσία που απευθύνθηκε, καθώς επίσης και η έγγραφη απορριπτική απάντηση της τελευταίας προς θεμελίωση της αρμοδιότητας του Εισαγγελικού λειτουργού και πληροφόρησης του για τις επί του θέματος θέσεις της Διοίκησης προς σχηματισμό της κρίσης του. Σε κάθε περίπτωση - είτε αποδοχής είτε απόρριψης της - ο Εισαγγελέας υποχρεούται να κρίνει αιτιολογημένα για την τύχη της.

Σχηματικά η τηρητέα διαδικασία προς έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας προς διοικητικές Αρχές για τη χορήγηση αντιγράφων εγγράφων σε πολίτες που δικαιούνται πρόσβασης σε αυτά λόγω εννόμου συμφέροντος έχει συνοπτικώς - κατά χρονική σειρά ενεργειών - ως εξής :1) υποβολή έγγραφης αίτησης του πολίτη προς την διοικητική Αρχή με σαφές και ορισμένο αίτημα και αναφορά του επικαλουμένου εννόμου ή ευλόγου συμφέροντος 2) έγγραφη και αιτιολογημένη απόρριψη της 3) υποβολή έγγραφης αίτησης προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών με συνημμένες σε αυτή την αρχική αίτηση προς τη διοικητική Αρχή και την έγγραφη απόρριψή της από την τελευταία 4) έκδοση αιτιολογημένης Εισαγγελικής παραγγελίας σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης και διαβίβαση της προς τη διοίκηση που υποχρεούται να την εκτελέσει άμεσα.



Η χορήγηση από τη Διοίκηση των ιδιωτικών εγγράφων



Σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 5 του ίδιου Κώδικα, ο πολίτης που δικαιολογεί ειδικό έννομο συμφέρον μπορεί να αιτηθεί γραπτώς τη χορήγηση όσων ιδιωτικών εγγράφων φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεσή του η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές. Ιδιωτικά έγγραφα είναι όσα έχουν συνταχθεί από ιδιώτη και δεν εμπίπτουν στην ευρύτερη έννοια του διοικητικού εγγράφου, όπως αυτή προσδιορίστηκε κατά τα ανωτέρω. Για τη χορήγηση των ιδιωτικών εγγράφων, ο αιτών πρέπει να δικαιολογεί ειδικό έννομο συμφέρον. Σύμφωνα με το Ν.Σ.Κ. η έννοια του ειδικού έννομου συμφέροντος συμπίπτει με αυτή του άρθρου 902 του Α.Κ., υπό τους όρους δε του άρθρου αυτού εξετάζει τα εν λόγω αιτήματα[37]. Αντίθετα, το ΣτΕ έχει κρίνει ότι το άρθρο 902 δεν εφαρμόζεται στη διοικητική διαδικασία χορηγήσεως των διοικητικών εγγράφων[38].



Εξαιρέσεις από την υποχρέωση χορήγησης των εγγράφων



Το άρθρο 5 παρ.3 του Κ.Δ.Δ ορίζει ότι το ανωτέρω δικαίωμα δεν υφίσταται στις εξής περιπτώσεις: (α) Το έγγραφο έχει χαρακτηρισθεί ως απόρρητο από ειδικές διατάξεις. Για παράδειγμα, σύμφωνα με γνωμοδοτήσεις του Ν.Σ.Κ., το φορολογικό απόρρητο, που σήμερα κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Ν. 4987/2022, είναι απόλυτο και δεν μπορεί να αρθεί ακόμη κι αν αιτών δικαιολογεί έννομο συμφέρον για τη χορήγηση των εγγράφων, εκτός αν ο ίδιος ο νόμος προβλέπει εξαιρέσεις ως προς αυτό[39]. Ωστόσο, στην 279/2012 γνωμοδότηση κρίθηκε ότι μπορούν να χορηγηθούν φορολογικά έγγραφα που αφορούν στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, εάν ο Πατριάρχης αποδείξει ότι υπέχει προσωπική αστική ή πειθαρχική ευθύνη για τα φορολογικά βάρη του Πατριαρχείου. Εκτός από το φορολογικό απόρρητο ισχύει το ιατρικό απόρρητο, σύμφωνα με το άρθρο 47 παρ. 6 του Ν. 2071/1992, το απόρρητο των τελωνειακών εγγράφων και στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 2960/2001 και των τραπεζικών στοιχείων, σύμφωνα με το Ν.Δ. 1059/1971. Σε κάθε περίπτωση το απόρρητο πρέπει να προβλέπεται από ειδικές διατάξεις[40]. (β) Όταν τα αιτούμενα έγγραφα αφορούν στον ιδιωτικό ή οικογενειακό βίο τρίτου προσώπου.

Στη θεωρία ασκήθηκε κριτική, διότι οι διατάξεις του Κ.Δ.Δ φαίνεται να προβαίνουν σε έναν απόλυτο περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα σε σχέση με την προστασία του δικαιώματος του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου και του απορρήτου[41]. Για τον λόγο αυτόν, προτείνεται να γίνεται σε κάθε περίπτωση στάθμιση των διακυβευομένων δικαιωμάτων ή εννόμων συμφερόντων και να επιλέγεται αυτό που θα επικρατήσει, αν δεν είναι δυνατή η πρακτική εναρμόνισή τους, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων[42]. Υπό αυτή την εκδοχή, θα πρέπει η Διοίκηση, ειδικά όταν τα έγγραφα αναφέρονται στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, να σταθμίσει από τη μία τα έννομα συμφέροντα του αιτούντος τα έγγραφα και το δικαίωμα στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή του τρίτου.

Πάντως, παρά την απόλυτη διατύπωση της διάταξης και την ερμηνεία ότι, βάσει αυτής, η διοικητική αρχή υποχρεούται να απορρίψει το αίτημα χορήγησης διοικητικών εγγράφων κατά δεσμία αρμοδιότητα, εάν αφορά στον ιδιωτικό ή οικογενειακό βίο προσώπου ή το απόρρητο, κρίθηκε ότι τα στοιχεία μεταδημότευσης πρέπει να γνωστοποιούνται σ` αυτόν που έχει έννομο συμφέρον και ειδικότερα σ` αυτόν που έχει συμμετάσχει σε εκλογές - κατά μείζονα λόγο ως υποψήφιος πρόεδρος- και έχει καταφύγει ή πρόκειται να καταφύγει στο δικαστήριο για ακύρωση των εκλογών που στηρίζεται στον άνω λόγο, έστω και αν στα έγγραφα αυτά περιέχονται και προσωπικά στοιχεία άλλων, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά εκτιμώνται από το δικαστήριο[43]. Επίσης, κρίθηκε ότι μπορούν να χορηγούνται τελωνειακά στοιχεία, παρά το προβλεπόμενο απόρρητο, ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων[44] . Ρητώς, επίσης, ότι, ναι, μεν, στοιχεία που καλύπτονται από το απόρρητο δεν χορηγούνται, καταρχήν, όμως, η Διοίκηση πρέπει να σταθμίσει το δικαίωμα του αιτούντος και το δημόσιο συμφέρον της διατήρησης του απορρήτου, αφού ο αποκλεισμός που προβλέπεται από τον νόμο δεν είναι απόλυτος[45]. Επίσης, ότι πιστοποιητικά οικογενειακής κατάστασης χορηγούνται και σε τρίτους, εφόσον δικαιολογούν έννομο συμφέρον (π.χ. θεμελίωση αγωγής κληρονομικού δικαιώματος, διατροφής). Εξάλλου, ληξιαρχικές πράξεις, οι οποίες τηρούνται στα βιβλία των ληξιάρχων που είναι δημόσια, χορηγούνται στον καθένα[46] Ως εκ τούτων, η απόλυτη διατύπωση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 5 παρ.3 του Κ.Δ.Δ έχει ήδη δεχτεί ερμηνευτικές ανατροπές με γνώμονα την πληρέστερη κατοχύρωση του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα.

Εξάλλου, η διοίκηση δικαιούται να αρνηθεί τη χορήγηση του εγγράφου:

(α) Εάν το έγγραφο αναφέρεται στις συζητήσεις του υπουργικού συμβουλίου. Σε σχέση με τον εν λόγω περιορισμό, όπως κρίθηκε στην ΣτΕ 3130/2000[47], το απόρρητο των συνεδριάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου δεν αποκλείει την άσκηση του δικαιώματος γνώσης των διοικητικών στοιχείων από τον διοικούμενο, εφόσον αυτός αιτείται στοιχεία που περιέχονται μεν στα σχετικά πρακτικά, αλλά αφορούν στην ατομική υπηρεσιακή του κατάσταση, στη δε ΟλΣτΕ 2139/1993[48], αν αφορούν αυτόν τον ίδιο.

(β) Εάν το έγγραφο αφορά σε διεξαγόμενη έρευνα αρχών σχετικά με την τέλεση εγκλήματος ή διοικητικής παράβασης και εφόσον η γνώση των αιτούμενων στοιχείων θα δυσχεράνει σοβαρά τη διεξαγόμενη έρευνα.

(γ) Το έγγραφο προστατεύεται από τη νομοθεσία περί πνευματικής ή βιομηχανικής ιδιοκτησίας[49].



Η άσκηση του δικαιώματος



Η διοίκηση οφείλει να απαντήσει στον ενδιαφερόμενο ότι αρνείται να χορηγήσει το έγγραφο, αιτιολογώντας τη σχετική απόφασή της, εντός προθεσμίας 20 ημερών από την υποβολή της αίτησης, άλλως εντός τριάντα ημερών[50].

Το δικαίωμα ασκείται είτε με μελέτη του εγγράφου από τον ενδιαφερόμενο ενώπιον υπαλλήλου της υπηρεσίας είτε με χορήγηση αντιγράφου του, εκτός αν η αναπαραγωγή του μπορεί να βλάψει το πρωτότυπο, είτε με γνωστοποίηση προφορικώς στον ενδιαφερόμενο[51]. Εξάλλου, αν με ειδική διάταξη αποκλείσθηκε η χορήγηση αντιγράφου, ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει για το δικαίωμα πρόσβασης στο έγγραφο με επιτόπια μελέτη[52]. Εξάλλου, το δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί με την παράδοση όλου του διοικητικού φακέλου στον ενδιαφερόμενο, προς αναζήτηση των εγγράφων, εφόσον εντός αυτού δεν υπάρχουν στοιχεία που υπόκεινται στις εξαιρέσεις του νόμου[53]. Εάν το διοικητικό όργανο παρανόμως δεν χορηγήσει τα αιτούμενα έγγραφα ή δεν απαντήσει αιτιολογημένα στην αίτηση του διοικουμένου, υπέχει πειθαρχική ευθύνη λόγω παράβασης καθήκοντος. Περαιτέρω σε περίπτωση μη χορήγησης των αιτούμενων εγγράφων, ο αιτών έχει τη δυνατότητα να προσφύγει στον αρμόδιο Εισαγγελέα ο οποίος αν κάνει δεκτό το αίτημά του, εκδίδει σχετική δικαστική διάταξη, η δε δημόσια διοίκηση υποχρεούται, καταρχήν, να συμμορφωθεί, σε περίπτωση δε άρνησης ενδεχόμενα μπορεί να καταλογιστούν σε βάρος του αρμοδίου οργάνου ποινικές ευθύνες για απείθεια (άρθρ. 169 ΠΚ) ή παράβαση καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ).



Η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα



Στην πράξη, τα μεγαλύτερα προβλήματα κατά την χορήγηση εγγράφων προκύπτουν λόγω της επίκλησης, από την πλευρά της διοίκησης, της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (τρίτου προσώπου), η ύπαρξη των οποίων στο αιτηθέν έγγραφο «παραλύει» το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα. Τα προσωπικά δεδομένα (απλά ή ευαίσθητα) δεν ταυτίζονται κατ’ ανάγκη με την ιδιωτική ζωή, εφόσον μπορεί να συνδέονται με τον δημόσιο βίο, όπως είναι η συμμετοχή σε πολιτικά κόμματα και συνδικαλιστικές οργανώσεις, η άσκηση ποινικών διώξεων και οι ποινικές καταδίκες, οπότε δεν καλύπτονται, κατ’ αρχήν, από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3, πρώτο εδάφιο. Εν προκειμένω έχει εφαρμογή ο Ν. 3471/2006 που τροποποίησε το Ν. 2472/1997, για την προστασία των προσωπικών δεδομένων, ο οποίος ρυθμίζει διεξοδικά τα σχετικά ζητήματα, πλην όμως δεν ελήφθη υπόψη από τον μεταγενέστερο νομοθέτη του Ν. 2690/1999. Οι εισαγγελικές παραγγελίες είναι δεσμευτικές για την υπηρεσία για τη χορήγηση αντιγράφων, έστω και αν στα τελευταία περιλαμβάνονται ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του Ν 2472/1997, δεδομένου ότι κατά την προαναφερθείσα παρ. 3 του άρθρου 5 Ν 2690/1999, το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα παύει να υφίσταται και στην περίπτωση, κατά την οποία παραβλάπεται απόρρητο, τιθέμενο υπό ειδικών διατάξεων, όπως π.χ. το φορολογικό απόρρητο (άρθρο 85 Ν. 2238/1994), ενώ τέτοιο απόρρητο δεν φαίνεται να τίθεται από τις διατάξεις του Ν 2472/1997. Σε σχέση με την προστασία προσωπικών δεδομένων, υποστηρίζεται ότι ο Εισαγγελέας δεν είναι υποχρεωμένος να εξετάζει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Ν. 2472/1997, ακόμα και αν στα έγγραφα που ζητούνται περιλαμβάνονται και ευαίσθητα δεδομένα [54]. Η άποψη αυτή στηρίζεται στα εξής επιχειρήματα: (ί) Ο Ν. 2472/1997 δεν θεσπίζει κανενός είδους απόρρητο, οπότε δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 5 παρ. 3 του Ν. 2690/1999 (ΚΔΔ). (Η) Ο Ν. 2690/1999 δεν αναφέρει καθόλου το Ν. 2472/1997 ως όριο πρόσβασης του πολίτη στα δημόσια έγγραφα. Δεδομένου, λοιπόν, ότι ο Ν. 2690/1999 είναι μεταγενέστερος και ειδικότερος του Ν. 2472/1997, αν ο νομοθέτης ήθελε να θεσπίσει απόρρητο υπέρ του τελευταίου, θα το όριζε ρητώς στο Ν. 2690/1999[55].

Το ζήτημα λοιπόν του εφαρμοστέου κανόνα έχει ιδιαίτερη σημασία, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των αυστηρών ποινικών κυρώσεων του άρθρου 22 του Ν. 2472/1997 για τους παραβάτες των διατάξεών του, και, αφετέρου, του ότι η παράνομη άρνηση πληροφόρησης στους πολίτες, στην οποία θα μπορούσε να ενταχθεί και η παράνομη άρνηση πρόσβασης, αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα του δημοσίου υπαλλήλου[56]. Πρόκειται για μια κλασική περίπτωση σύγκρουσης συνταγματικών δικαιωμάτων, αφενός του δικαιώματος πρόσβασης στα έγγραφα του άρθρου 10 παρ. 3 Συντ. αφετέρου του δικαιώματος προστασίας των προσωπικών δεδομένων του άρθρου 9Α Συντ., για την επίλυση της οποίας θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η αρχή της αναλογικότητας στο πλαίσιο της πρακτικής εναρμόνισής τους. Στις περιπτώσεις όπου υπάρχει υπόνοια παραβίασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το διοικητικό όργανο μπορεί να ζητήσει τη συνδρομή της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα[57] ή του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ώστε να ενεργήσει σύμφωνα με τον νόμο. Ο διοικούμενος από την πλευρά του, συνήθως, «εξοπλίζεται» με την προβλεπόμενη στο άρθρο 25 παρ. 4 περ. β΄ του Ν. 4938/2022 εισαγγελική παραγγελία για να εξαναγκάσει τη διοίκηση να ικανοποιήσει το δικαίωμά του. Καμία από τις τρεις αυτές περιπτώσεις δεν είναι απαλλαγμένη προβλημάτων, δεδομένου ότι, αφενός, η επέμβαση της Αρχής και του ΝΣΚ προκαλεί επιπλέον καθυστέρηση σε διαδικασία που από τη φύση της πρέπει να διεκπεραιώνεται ταχέως, αφετέρου, η νομική φύση της εισαγγελικής παραγγελίας δεν είναι αποσαφηνισμένη με αποτέλεσμα να γεννώνται περίπλοκα ερωτήματα σχετικά με την υποχρέωση του διοικητικού οργάνου να συμμορφωθεί σε αυτήν[58].



ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑΣ



Η εν λόγω εισαγγελική παραγγελία έχει διφυή χαρακτήρα ήτοι τόσο ιδιότυπης πράξης διοικητικού χαρακτήρα όσο και δικαστικής διάταξης προερχόμενη από δικαστικό λειτουργό που ενεργεί με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη εν λόγω ιδιότητα του. Έχει αμφισβητηθεί η φύση της εν λόγω εισαγγελικής παραγγελίας και έχει θεωρηθεί δογματικά προβληματική[59]. Πάντως, κατά την κρατούσα στον ΑΠ άποψη, η παραγγελία του εισαγγελέα προς τις δημόσιες αρχές και υπηρεσίες του δημόσιου τομέα για χορήγηση εγγράφων στον έχοντα δικαίωμα ή έννομο συμφέρον πολίτη έχει το χαρακτήρα δικαστικής διατάξεως[60] Άλλωστε, η δικαστική αυτή διάταξη (εισαγγελική παραγγελία) προέρχεται από ισόβιο κατά το Σύνταγμα δικαστικό λειτουργό, η άσκηση των αρμοδιοτήτων του οποίου περιβάλλεται με το κύρος της δικαστικής λειτουργίας, ο ίδιος δε απολαμβάνει τις εγγυήσεις της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας κατά τα άρθρα 87 επ. του Συντάγματος[61]. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι την κρατούσα άποψη υιοθετεί και η νομολογία του Αρείου Πάγου, δεχόμενη ότι «η σχετική παραγγελία του εισαγγελέα (κατά το άρθρο 25§4 στοιχ.β ΚΟΔΚΔΛ) έχει το χαρακτήρα δικαστικής διάταξης»[62]. Ως εκ τούτου θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να μην αποτελεί απλό διαβιβαστικό της σχετικής αίτησης, χωρίς την ρητή έκφραση γνώμης του εισαγγελικού λειτουργού.

Οι προϋποθέσεις και όροι υπό τους οποίους ενεργεί ο εισαγγελικός λειτουργός στο πλαίσιο της εν λόγω νομοθετικής αρμοδιότητας του αρμοδιότητάς του είναι:

Α) Λαμβάνει υπόψη του όχι μόνον το άρθρο 263 ΚΠΔ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 25§4 στοιχ. β ΚΟΔΚΔΛ, αλλά και το άρθρο 1 του Κώδικα πρόσβασης σε δημόσια έγγραφα και στοιχεία (ΠΔ 28/2015) και τις ισχύουσες διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία Ανεξάρτητων Αρχών και Δημόσιων Υπηρεσιών ή που καθιερώνουν απόρρητο[63].

Β) Εκφράζει ρητά την κρίση του στην παραγγελία, δηλαδή λαμβάνει σαφή θέση επί της αποδοχής της αιτήσεως για χορήγηση των εγγράφων και δεν διαβιβάζει απλώς την αίτηση «για τις περαιτέρω ενέργειες»[64]. Αναγκαία είναι και η διευκρίνιση της ταυτότητας των εγγράφων, που παραγγέλλει να χορηγηθούν, όταν η αίτηση γίνεται εν μέρει δεκτή, όταν αυτή περιέχει κύριο και επικουρικό αίτημα ή όταν σ’ αυτήν υπάρχει ασαφής προσδιορισμός των εγγράφων που ζητούνται. Ήτοι απαιτείται «σαφές διατακτικό».

Γ) Αιτιολογεί συνοπτικώς με επαρκώς δε την εισαγγελική παραγγελία αναφορικά με την ύπαρξη δικαιώματος του αιτούντος ή τη συνδρομή του εννόμου συμφέροντος του, όπως συμβαίνει όταν ο πολίτης πρόκειται να ασκήσει το εκ του άρθρου 20§1 του Συντάγματος δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας, προσφεύγοντας στα αρμόδια δικαστήρια για υπόθεση σχετιζόμενη με τα επίμαχα έγγραφα[65].

Δ) Παραγγέλλει τη χορήγηση εγγράφων όταν κρίνει, πλην των άλλων, ότι πρόκειται για έγγραφα που έχουν τελειωθεί καθώς το δικαίωμα των πολιτών για γνώση των διοικητικών ή ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται σε δημόσια αρχεία δεν μπορεί να αφορά έγγραφο που η έκδοσή του δεν έχει ολοκληρωθεί[66].

Εάν η εισαγγελική παραγγελία φέρει τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, η δημόσια διοίκηση υποχρεούται να συμμορφωθεί, σε περίπτωση δε τυχόν άρνησης είναι ενδεχόμενο να αναζητηθούν ποινικές ευθύνες για απείθεια (άρθρο 169 ΠΚ) ή παράβαση καθήκοντος (άρθρο 259 ΠΚ)[67].






[1] Για το δικαίωμα αυτό σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, βλ. Π.-Μ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ, Διοικητικό δίκαιο πληροφόρησης και δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΕφημΔΔ, 2/2015, σελ. 214-225


[2] Για την αρχή της διαφάνειας της κρατικής δράσης, βλ. Ε.-Ι. ΤΣΑΚΙΡΙΔΟΥ, Διαφάνεια της κρατικής δράσης και προστασία προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο του προγράμματος «Διαύγεια», Επιθεώρηση Διοικητικής Επιστήμης, 17/2011, σ. 21-40


[3] Η. ΓΛΥΚΟΦΡΥΔΗΣ, Η συνταγματική αρχή της φανεράς δράσεως των οργάνων του κράτους, ΕΔΔΔ, 1959, σ. 378 -386


[4] Σ. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ, Διαφάνεια της κρατικής δράσης και προστασία προσωπικών δεδομένων. Τα όρια της μεταξύ αποκάλυψης και απόκρυψης στην εκτελεστική εξουσία, 2007, σ.27-33


[5] Δ. ΡΑΙΚΟΣ, Η δημόσια διοίκηση απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς, ΔιΔικ, 2005, σ. 1-43


[6] Υποστηρίζεται, πάντως, ότι το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα (και όχι απλώς η υποχρέωση της αρχής να χορηγεί διοικητικά έγγραφα) κατοχυρώνεται με πιο θεμελιακό τρόπο στην αρχή της φανεράς δράσης των κρατικών οργάνων και στη δημοκρατική αρχή, Π.ΜΟΥΖΟΥΡΑΚΗ, άρθρο 10 σε Φ.ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ/Ξ.ΚΟΝΤΙΑΔΗΣ/Χ.ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ/Γ. ΓΕΡΑΠΕΤΡΙΤΗΣ, Σύνταγμα, 2017, σ.234-254(246)


[7] Η ειδική χρηματική ικανοποίηση προβλεπόταν από το άρθρο 7 παρ.5 του ν.1943/1991, το οποίο καταργήθηκε από το άρθρο 25 παρ.1 του ν.4120/2013. Ως εκ τούτου, για οιαδήποτε προκληθείσα ζημία του διοικουμένου από την άρνηση χορήγησης των διοικητικών εγγράφων μόνη οδός (από)παραμένει η άσκηση της αγωγής αποζημιώσεως.


[8] Χ. ΔΕΤΣΑΡΙΔΗΣ, Το δικαίωμα γνώσης των διοικητικών εγγράφων, 2006, σ.15-18


[9] Χ. ΔΕΤΣΑΡΙΔΗΣ, ό.π., σ.85-89, 13ΣτΕ 1397/1993, ΔιΔικ, 1994, σ.1117 (ανώνυμη εταιρεία), ΣτΕ 3943/1995 (σωματείο, αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία). Βλ. ΓνωμΝΣΚ 167/2001, 203/2007


[10] ΣτΕ 1187/2019, ΑΡΜ 2019/607, ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ 753008


[11] Αντίθετα με την 668/1999 ΓνωμΝΣΚ κρίθηκε ότι η κασέτα δεν αποτελεί έγγραφο ούτε καταρτισμένο σχέδιο διοικητικού εγγράφου, άλλα χρησιμοποιείται για τη διευκόλυνση της καταρτίσεως των πρακτικών, κι ως εκ τούτου, δεν αποτελεί διοικητικό έγγραφο και νομίμως δεν χορηγείται. Επίσης, ΓνωμΝΣΚ 224/2009, όπου κρίθηκε ότι δεν χορηγείται η μαγνητοταινία αλλά μόνον τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά, καθώς και ΓνωμΝΣΚ 449/2012 όπου κρίθηκε ότι το dvd όπου κατεγράφη η συζήτηση της συνεδρίασης συλλογικού οργάνου δεν αποτελεί έγγραφο που χορηγείται, αφού αυτό δεν έχει τελειωθεί ούτε αποτελεί σχέδιο εγγράφου. Ωστόσο, στη ΣτΕ 1807/2007 ακυρώθηκε παράλειψη της Διοικήσεως να χορηγήσει στον αιτούντα τόσο τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά όσο και τη μαγνητοταινία στην οποία κατεγράφησαν όσα διεξήχθησαν στη συνεδρίαση του συλλογικού οργάνου. Αντιθέτως, στη ΔΕφΑθ 723/2014 κρίθηκε ότι τα μαγνητικά μέσα που χρησιμοποιούνται για την καταγραφή των συζητήσεων των συλλογικών οργάνων δεν αποτελούν διοικητικά έγγραφα και δεν χορηγούνται.


[12] Βλ. ΣτΕ 2529/2000 για απομαγνητοφωνημένα πρακτικά


[13] Χ.ΔΕΤΣΡΙΔΗΣ, Το δικαίωμα γνώσης των διοικητικών εγγράφων, ό.π., σ.95, Α. ΤΑΧΟΣ, Ερμηνεία Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, 4η έκδ., 2009, σ.251. ΓνωμΝΣΚ 383/2000, 148/2014, 34/2017 με τις οποίες κρίθηκε ότι το έγγραφο πρέπει να υπογραφεί και να πρωτοκολληθεί, ώστε να αποτελεί διοικητικό έγγραφο κατά την έννοια του Κ.Δ.Δ


[14] ΓνωμΝΣΚ 169/2016, 68/2015


[15] ΓνωμΝΣΚ 587/1995


[16] Γνωμ.ΝΣΚ 620/1999, 243/2000, ΓνδτΕισΑΠ 1/2005, 6/2006, ΑΠ 148/2013


[17] ΓνωμΝΣΚ542/1994, 106/1999, 265/2010.


[18] Χ.ΔΕΤΣΑΡΙΔΗΣ, Το δικαίωμα γνώσης των διοικητικών εγγράφων, ό.π., σ.102


[19] ΓνωμΝΣΚ 193/2003


[20] Α.ΤΑΧΟΣ, Ερμηνεία Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας ό.π., σ.252. Contra ΓνωμΝΣΚ 462/2005


[21]Θ. ΠΑΝΑΓΟΣ, Το θεσμικό πλαίσιο σύναψης των δημοσίων συμβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα, 2009, σ.106


[22] Χ. ΔΕΤΣΑΡΙΔΗΣ, Το δικαίωμα γνώσης των διοικητικών εγγράφων, ό.π., σ.36, Ε.ΠΡΕΒΕΔΟΥΡΟΥ, To δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα (Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 23-11-2015) σε https://www.prevedourou.gr/δικαίωμα-πρόσβασης-στα-έγγραφα-γενικα


[23] Για την υποχρέωση της δημόσιας υπηρεσίας να χορηγήσει το έγγραφο αν φυλάσσεται σ’ αυτή, ακόμη κι αν δεν το έχει συντάξει, βλ. την με αριθμ.πρωτ.205051/46544/2015 έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη σε https://www.lawspot.gr/sites/default/files/images/nea/misc/stp-prosvasi-se-ggrafamenemeni.pdf. Έτσι Χ.ΔΕΤΣΑΡΙΔΗΣ, Το δικαίωμα γνώσης των διοικητικών εγγράφων, ό.π., σ.119. Επίσης, ΣτΕ 1628/2014, 986/2019: έγγραφα που έχουν εκδοθεί και φυλάσσονται στην αρμόδια υπηρεσία πρέπει να χορηγούνται στον ενδιαφερόμενο, καθώς και ΣτΕ 3855/2010: όπου κρίθηκε ότι η διοικητική αρχή έχει υποχρέωση να χορηγεί τα έγγραφα που βρίσκονται στον φάκελο του αρχείου της, ακόμη κι αν αυτά δεν εξεδόθησαν από αυτή. Η αρχή ότι η διοικητική αρχή χορηγεί τα έγγραφα ακόμη κι αν απλώς φυλάσσονται σ’ αυτή προβλέπεται και από τη σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόσβαση στα έγγραφα, η οποία δεν έχει κυρωθεί ακόμη από την Ελλάδα, Μ. ΛΕΒΕΝΤΟΠΟΥΛΟΥ, Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόσβαση στα δημόσια έγγραφα και η πρόσβαση στα έγγραφα και τις πληροφορίες του δημόσιου τομέα στην ελληνική έννομη τάξη, ΘΠΔΔ, 1/2012, σ.77 επ. Αντίθετα, με τις ΓνωμΝΣΚ 177/1989, 551/1999 κρίθηκε ότι μόνον η υπηρεσία που συνέταξε ένα έγγραφο είναι αρμόδια για τη χορήγησή του, με την αιτιολογία ότι αυτή είναι σε θέση να γνωρίζει εάν το έγγραφο εξακολουθεί να ισχύει ή εάν έχει ανακληθεί/τροποποιηθεί, καθώς και να εκτιμήσει εάν εμπίπτει στις εξαιρέσεις μη ικανοποίησης του αιτήματος


[24] ΣτΕ 986/2019, 1628/2014, 3951/2014, 2699/2008


[25] Α. Π. ΑΡΓΥΡΟΣ, Πρόσβαση σε δημόσια έγγραφα – Χορήγηση αντιγράφων εγγράφων – Εύλογο ενδιαφέρον – Διαδικασία – Αρχή διαφάνειας, ΝοΒ, 2016, σ. 796 επ.(801), ΑΠ 148/2013, ΣτΕ 2584/2015


[26] ΓνωμΝΣΚ 50/1993 : αίτηση σχετικά με τη χορήγηση αντιγράφων όλων των πράξεων του συλλόγου διδασκόντων των ετών 1945-1970 δεν μπορεί να ικανοποιηθεί ως γενική και αόριστη, αφού δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με λελογισμένη απασχόληση της δημόσιας υπηρεσίας. ΓνωμΝΣΚ 200/2001


[27] Χ.ΔΕΤΣΑΡΙΔΗΣ, Το δικαίωμα γνώσης των διοικητικών εγγράφων, ό.π., σ.119. ΣτΕ 4588/2015


[28] Α. ΓΕΡΟΝΤΑΣ/Σ. ΛΥΤΡΑΣ/Π. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ/Γ. ΣΙΟΥΤΗ/Σ. ΦΛΟΓΑΪΤΗΣ, Διοικητικό δίκαιο, 4η έκδ., 2018, σ.286. Κριτική στη θεμελίωση εύλογου ενδιαφέροντος για τη θεμελίωση του δικαιώματος άσκησε η Π.ΜΟΥΖΟΥΡΑΚΗ, άρθρο 10, ό.π., σ.249-250


[29] Χ.ΔΕΤΣΑΡΙΔΗΣ, Το δικαίωμα γνώσης των διοικητικών εγγράφων, ό.π., σ.33. Ειδικότερα, ο Λαζαράτος, ερμηνεύοντας την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 16 παρ.1 του Ν.1599/1986, υποστήριξε ότι η προϋπόθεση του εύλογου ενδιαφέροντος τέθηκε από τη νομολογία, χωρίς να προβλέπεται από την ως άνω διάταξη, κατά τελολογική συστολή του γράμματός της και χωρίς την επίκληση ιδιαίτερων επιχειρημάτων. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι το εύλογο ενδιαφέρον του αιτούντος είναι σημαντικό σε ένα μεταγενέστερο στάδιο, αν ανακύψει σύγκρουση μεταξύ του δικαιώματός του προς χορήγηση του εγγράφου και δικαιωμάτων τρίτων ή προστασίας του απορρήτου, βλ. Π.ΛΑΖΑΡΑΤΟ, Το «εύλογο ενδιαφέρον» προς χορήγηση διοικητικών εγγράφων κατ’ άρθρο 16 παρ. 1 του Ν. 1599/86 στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δίκη, 29/1998, 1229-1236


[30] ΣτΕ 1214/2000, 3938/2013.


[31] Βλ. ΟλΣτΕ 94/2013, ΣτΕ 3938/2013


[32] Π.ΛΑΖΑΡΑΤΟ, Το «εύλογο ενδιαφέρον» προς χορήγηση διοικητικών εγγράφων, ό.π.


[33] ΣτΕ 841/1997


[34] Βλ. ΓνωμΝΣΚ 312/2013, 343/2012. ΟλΣτΕ 94/2013, ΣτΕ 1214/2000, 841/1997, 2376/1996, 1397/1993


[35] ΣτΕ 3938/2013, ΓνωμΝΣΚ 34/2017. Contra, ΓνωμΝΣΚ 169/2016


[36] https://www.synigoros.gr/resources/20171213-eggrafo-stp-dimos-laureotikis.pdf


[37] ΓνωμΝΣΚ 261/1993, 25/1993
[38] ΣτΕ 3943/1995, ΑΡΜ/1996 σελ.100



[39] ΓνωμΝΣΚ 150/2012, Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ(583113)


[40] Γνωμ.ΝΣΚ 167/2001, Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ (308715)


[41] Π.ΛΑΖΑΡΑΤΟΣ, Άρθρο 10, σε Γ. ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ/Κ. ΜΑΥΡΙΑΣ, Ερμηνεία του Συντάγματος, Ι, 2 η έκδοση, 2003, (αρ.περ. 76), Σ. ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΣ, Διαφάνεια της κρατικής δράσης και προστασία προσωπικών δεδομένων, ό.π., σ.121.


[42] Π.ΛΑΖΑΡΑΤΟΣ, Άρθρο 10, ό.π.


[43]Βλ. ΟλΣτΕ 94/2013 (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ 589298) το δικαστήριο έκρινε ότι ο Δήμαρχος υποχρεούταν να χορηγήσει τα έγγραφα μεταδημότευσης που αιτήθηκαν υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι της έδρας του Δήμου, σε σχετικό δε ισχυρισμό του αναιρεσειόντος ότι δεν υπέπεσε σε παράβαση καθήκοντος λόγω του ότι για τα εν λόγω έγγραφα υπήρχε περιορισμός από το δικαίωμα προστασίας του ιδιωτικού βίου, το δικαστήριο έκρινε ότι ο Δήμαρχος εν πάση περιπτώσει δεν εξέδωσε αιτιολογημένη απορριπτική απόφαση.


[44] ΓνωμΝΣΚ 166/2016, Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ (686232)


[45] ΓνωμΝΣΚ 189/2015, Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ (689247)


[46] ΓνωμΝΣΚ 73/1994, Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ (172834)
[47]ΑΡΜ/2001 (709)

[48]ΑΡΜ/1994 (357)



[49] Μ. ‐ Δ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας ως λόγος περιορισμού του δικαιώματος γνώσης εγγράφων της Διοίκησης, ΧΡΙΔ, 2014, σ.309 επ.


[50] Γ. ΣΙΟΥΤΗ, Εγχειρίδιο δικαίου περιβάλλοντος, 3η έκδ., 2018, σ.282


[51] ΓνωμΝΣΚ 354/2006, Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ (412292)
[52]ΣτΕ 1400/1992, ΑΡΜ/1992 (849)



[53] ΓνωμΝΣΚ 354/2006, ο.π


[54] Γνωμοδότηση 1/2005 Εισ.ΑΠ , ΠοινΧρον 2006/84 και Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ (394397) καθώς και η Εγκύκλιος 6/2006 Εισ.ΑΠ, Ποιν Λογ 2006/1504 και ΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ (421843)
[55]Βλ. ΓνωμΕισΑΠ 1/2005, ΠΟΙΝΧΡ 2006/84, ΠΟΙΝΛΟΓ 2005/380



[56] Βλ άρθρο 107 παρ. 1 στοιχ. ιβ΄ του ΥΚ


[57] Βλ. Ν.4624/2019

[58] Βλ. 4/2019 ΕΠΙΤΡΟΠΗ (Αρ.Πρ.Δ.Πρ.Χ.) (ΝΟΒ 2019/874), ΝΟΜΟΣ ( 750888)




[59]Ευτ. Φυτράκη, Ο εισαγγελέας και το κράτος δικαίου, ΤοΣ 2008, 351-395, 377 επ.


[60] Βλ. ΓνωμΕισΑΠ 4/2014 και 1/2005, όπ. παρ., και ΕγκΕισΑΠ 6/2006, όπ.παρ. Πρβλ. μεμονωμένη, μη συμβατή με το άρθρο 89§3 εδ. α του Συντάγματος, και μάλλον εσφαλμένη γνώμη στην ΕγκΕισΑΠ [I. Χρυσού] 7/2007, ΠοινΔικ 2007, 985, όπου γίνεται λόγος για «διοικητική πράξη»


[61]βλ. ΓνωμΕισΑΠ 4/2014, όπ. παρ.). Για διαδικασία «δικαστικής» (εντός εισαγωγικών) προστασίας κάνει λόγο και ο Συνήγορος του Πολίτη (βλ. Πόρισμα ΣτΠ υπ’ αριθμ. 9227.2/03/29-9-2003 [εισηγητές: Ε. Φυτράκης – Δ. Παπαλουκά], ΠοινΔικ 2005, 175


[62]βλ. ΑΠ 148/2013, ΠοινΧρ 2014, 203 και ΓνΕισ. ΑΠ 13/2021(eisap-xorhfhsh-antigrafwn-praktikwn-synedriasewn-esr)
[63]βλ. ΕγκΕισΑΠ 6/2006, ΠΟΙΝΛΟΓ 2006/1498, ΠΟΙΝΧΡ 2008/467



[64] ΓνωμΕισΑΠ 9/2022, Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ (827970)
[65]βλ. ΓνωμΕισΑΠ 4/2014 (Δ/ΝΗ 2014/1526, ΠΟΙΝΧΡ 2014/634)



[66] βλ. Πόρισμα ΣτΠ 9227.2/03/29-9-2003


[67] Βλ. ΑΠ 148/2013, ΠοινΧρ 2014, 203

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ