Σάββατο 31 Μαΐου 2025

1η ΙΟΥΝΙΟΥ 1911: Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΡΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ: Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

 


 

Παν. Παναγιωτόπουλου, Επίτιμου Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου

 

      Σαν σήμερα, 1η Ιουνίου του 1911, υπογραφόταν το νέο αναθεωρημένο Σύνταγμα του Ελληνικού Κράτους, που έφερε τη σφραγίδα του Ελευθερίου Βενιζέλου και στα δικαστικά θέματα αυτήν του επί της Δικαιοσύνης υπουργού του Νικόλαου Δημητρακόπουλου.

       Ανάμεσα σε πολλά άλλα θετικά, κατοχυρωνόταν απόλυτα με το νέο  Σύνταγμα και η δικαστική ανεξαρτησία. Μάλιστα, «με πρωτοφανείς εγγυήσεις» θα γράψει ο Ν. Αλιβιζάτος (Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010, εκδ. Πόλις, ανατύπωση 2017, σελ. 165).

       Ιδρύετο δηλαδή το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, με το άρθρο 90 παρ. 1  του Συντάγματος, και οριζόταν ότι οι δικαστές και εισαγγελείς «τοποθετούνται, μετατίθενται και προάγονται δι’ αποφάσεως Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, αποτελουμένου εκ μελών του Αρείου Πάγου, καθ’ όν τρόπον νόμος ορίζει».

       Εξάλλου, με το άρθρο 88 του ιδίου Συντάγματος, θεσπίζονταν οι εγγυήσεις της προσωπικής ανεξαρτησίας όλων των δικαστών και εισαγγελέων. Μιά  που χωρίς αυτές η ίδια η ανεξαρτησία των δικαστηρίων «θα ήτο χίμαιρα» (Κ. Τσουκαλάς, Ερμηνεία Ποινικής Δικονομίας, τόμ. Α΄, εκδ. οικ. Ι.&Π. Ζαχαρόπουλου, 1943, σελ. 80).

       Έτσι, καθιερωνόταν με το νέο Σύνταγμα 1) η ισοβιότητα των δικαστών και η μονιμότητα των εισαγγελέων και ειρηνοδικών, 2) η μη παύση όλων των δικαστικών παρά μόνο συνεπεία ποινικής καταδίκης είτε ένεκα πειθαρχικών παραπτωμάτων ή νόσου ή ανεπαρκείας και 3) η ρύθμιση ότι όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί αποχωρούν από την υπηρεσία  με την συμπλήρωση ορίου ηλικίας που όριζε το ίδιο το Σύνταγμα στο ίδιο άρθρο 88. Κι έτσι ολοκληρωνόταν η δικαστική ανεξαρτησία!

       Οποία χαρά και ικανοποίηση, για τους τότε δικαστές και εισαγγελείς! Σταματούσαν επιτέλους τα δάκρυα των δικαστών και οι ολολυγμοί των οικογενειών τους,  οι άδικες παραλείψεις τους στις προαγωγές, οι σκληρές και εξοντωτικές μεταθέσεις όσων δεν συμμορφώνονταν στα κελεύσματα της εκτελεστικής εξουσίας. «Η μετάθεσις και η προαγωγή, αι ως εφιάλτης πιέζουσαι τα δικαστικά στήθη» ήσαν στα χέρια της πολιτικής, όπως παρατηρεί εισαγγελέας εφετών εκείνων των ημερών (Ν. Γερακάρη, πρ.  Εισαγγελέως Εφετών Αθηνών, Σελίδες εκ της συγχρόνου ιστορίας, τόμ. 1ος, έκδ. ‘Ελευθέρου Ανθρώπου’, 1936, σελ. 20).

       Σταματούσαν ακόμη, οι για οποιοδήποτε σοβαρό ή μη λόγο απολύσεις των δικαστών και εισαγγελέων! Απολύσεις γιατί έτσι, «έδοξε τω κυρίω Υπουργώ»!  Έχει γραφεί, και είναι απολύτως ορθό, ότι μέχρι τότε οι δικαστές τελούσαν «υπό την δαμόκλειον σπάθην της απολύσεως» ή της δυσμενούς μεταθέσεως (Ν. Γερακάρης, όπ.π., σελ. 16) και οι προαγωγές επίσης «ήτο αποκλειστικόν δικαίωμα των Υπουργών Δικαιοσύνης» (Ν. Γερακάρης, όπ.π., σελ. 17).

       Η πλήρης ανεξαρτησία και αυτοδιοίκηση της δικαιοσύνης της πατρίδας μας με τις πιο πάνω ρυθμίσεις, των οποίων εισηγητής ήταν ο επί της Δικαιοσύνης υπουργός του Ελ. Βενιζέλου, Νικόλαος Δημητρακόπουλος (ο οποίος  γενικότερα υπήρξε πρωτεργάτης της αναδιοργανώσεως της Ελληνικής δικαιοσύνης) ήταν μία επανάσταση. Αφού άλλωστε, η επανάσταση του 1909, που έφερε τον Ελ. Βενιζέλο κυβερνήτη της Χώρας, ήταν εκείνη που μαζί με τον Βενιζέλο απελευθέρωσαν την δικαιοσύνη «εξ ολοκλήρου των δεσμών της πολιτικής» (Ν. Γερακάρη, όπ.π., σελ. 22).

       Ο Στάμος Παπαφράγκος (πρόεδρος του ΔΣΑ, 1926-1928, και ακολούθως πρόεδρος του ΣτΕ, 1936-1941) σε πόνημά του, του έτους 1897, διεκτραγωδών την κατάσταση στη δικαιοσύνη (πριν από τις ανωτέρω ρυθμίσεις) θα υψώσει θαρραλέα φωνή και θα πεί ότι «εφ’ όσον η μετάθεσις και η προαγωγή του δικαστού ήρτηνται εκ της αποκλειστικής θελήσεως του υπουργού, όπερ δηλοί του βουλευτού και του κομματάρχου, ο δικαστής είνε φύσει αδύνατον να ίσταται, όπου πρέπει να ίσταται» (Στάμου Παπαφράγκου, Η δικαιοσύνη παρ΄ημίν, εκ του τυπογραφείου Παρασκευά Λεωνή, εν Αθήναις, 1897, και σε αναδημοσίευση, Ο ασάλευτος χρόνος της Ελληνικής Δικαιοσύνης, επιμ. Παν. Τσούκα, εκδ. Καλλιγράφος, Αθήνα 2012, σελ. 16].

       Έτερος δε δικαστικός λειτουργός, γνωρίζων εκ των ένδον επί 30 χρόνια τα ζητήματα της δικαιοσύνης, θα γράψει χαρακτηριστικά, για τους ειρηνοδίκες, αλλά βεβαίως αυτά αρμόζουν για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς: «Ο κομματαρχίσκος της έδρας του Ειρηνοδικείου ήτο ο τύραννος αυτών. Η μη, προς τας θελήσεις του, υποταγή αναγκαίαν συνέπειαν είχε την άμεσον μετάθεσιν, της οποίας ο τόπος ήτο ανάλογος προς το μέγεθος της εναντίον του οργής του τυράννου»! (Ν. Γερακάρη, όπ.π., σελ. 20).

       Και συνεχίζει ο πρ. εισαγγελέας εφετών Αθηνών, Ν. Γερακάρης, να ομιλεί και για άλλα σκληρότερα: «Πολλάκις άμα τη αφίξει (των δυσμενώς μετατεθέντων) εις την νέαν έδραν της περιφερείας των, εύρισκον άλλο διάταγμα νέας εκείθεν μεταθέσεώς των, διότι η φήμη της προς το καθήκον προσηλώσεώς των, είχε προτρέξει της αφίξεως αυτών».

       Ήταν δε κοινή η αντίληψη, και για τους πλέον ευγενείς και ηθικούς πολιτικούς, ότι μετά κάθε κυβερνητική αλλαγή, έπρεπε οπωσδήποτε, αφενός να παυθεί ο Νομάρχης, αφετέρου να μετατεθεί τουλάχιστον ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, σε πολλές δε περιπτώσεις και ο Πρόεδρος Πρωτοδικών του νομού, έστω κι αν δεν υπήρχαν παράπονα γι΄αυτούς, έστω κι αν είχαν ανεπίληπτο δικαστικό βίο και υπηρεσιακή διαδρομή!!

       Εκείνες τις πολύ δύσκολες για τη δικαιοσύνη εποχές, ο υπουργός της Δικαιοσύνης μετακινούσε, μετέθετε, απέλυε κατά την κρίση του τους δικαστικούς λειτουργούς, φθάνοντας λ.χ. μέχρι σημείου να αλλάζει και να ορίζει μόνος αυτός ο ίδιος και τους τακτικούς ανακριτές (Στάμου Παπαφράγκου, όπ.π., σελ. 31).

       Απολύοντας μη αρεστούς αντεισαγγελείς πρωτοδικών και στη θέση τους διορίζοντας άλλων ειδικοτήτων ανθρώπους που «παρίσταναν» τους εισαγγελείς, και οι οποίοι δεν ήσαν νομικοί, ήσαν «εμπειρικοί» και οι πλείστοι δεν συνδέονταν με την νομική επιστήμη «ούτε δια συμπεθεριάς» (όπως όλως γλαφυρά γράφει στην εφημερίδα ‘Ακρόπολις’  «ανώνυμος δικαστικός», βλ. γι’ αυτό, Ο ασάλευτος χρόνος της Ελληνικής Δικαιοσύνης, όπ.π., σελ. 69).

       Ή όταν εν μια νυκτί ο υπουργός της Δικαιοσύης απέλυε το 1/3 των μη αρεστών στην κυβέρνησή του Εισαγγελέων Εφετών της Χώρας και τις επόμενες μέρες απέλυε άλλους 12 Εισαγγγελείς Πρωτοδικών και διπλάσιους αυτών Ειρηνοδίκες, ή όταν με νόμο περί ορίου ηλικίας, αφού αυτό δεν ήταν συνταγματικά κατοχυρωμένο, (προσωρινής βέβαια ισχύος, μέχρις ότου απολυθούν οι «μη συμμορφούμενοι») απελύοντο μέλη του Αρείου Πάγου και της Εισαγγελίας ΑΠ, διαπρεπείς  περί τα νομικά και εξαίρετοι σε ήθος  δικαστικοί.

       Όλα όμως αυτά σταμάτησαν την 1η Ιουνίου 1911 και από της ημέρας εκείνης οι διορισμοί, οι προαγωγές και οι μεταθέσεις όλων των δικαστών και εισαγγελέων γίνονταν μόνο, δια, και από το θεσπισθέν Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, συγκροτούμενο εκ μελών του Αρείου Πάγου, χωρίς καμμιά έξωθεν παρέμβαση.

       Σήμερα, ίσως, δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την τεράστια σημασία των ως άνω ρυθμίσεων, διότι θεωρούμε δεδομένο την πλήρη ανεξαρτησία και την αυτοδιοίκηση της δικαιοσύνης, και δεν μπορούμε να διανοηθούμε καν την οποιαδήποτε επέμβαση του υπουργού της Δικαιοσύνης στις προαγωγές και μεταθέσεις μας και σε όλες τις υπηρεσιακές μεταβολές μας.

       Αλλά, παραφράζοντας λίγο τον καθηγητή Κων. Τσουκαλά (: Τα ορκωτά δικαστήρια, Ι, 1929, σελ. 4) βλέποντας κανείς τους εν λόγω θεσμούς «οίτινες σήμερον φαίνονται φυσικοί προς τας κρατούσας αντιλήψεις, θα διακρίνη εντούτοις εις το βάθος» τις θαρραλέες εκείνες φωνές για την καθιέρωση των εν λόγω θεσμών, αλλά θα διακρίνει και τα δάκρυα και τις πικρίες των δικαστών των ημερών εκείνων, πριν δηλαδή ανατείλει το μέγα άστρο που φέρει την ονομασία: Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο!  

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: