Πέμπτη 8 Μαΐου 2025

Παρατηρήσεις στο Σχέδιο Νόμου: "Παρεμβάσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών κλπ"

Παρατηρήσεις στο Σχέδιο Νόμου: «Παρεμβάσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και στον Κώδικα Συμβολαιογράφων και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης»



Στις 12 Απριλίου 2025 τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση το Σχέδιο Νόμου με τίτλο «Παρεμβάσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και στον Κώδικα Συμβολαιογράφων και λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης» το οποίο πλέον έχει εισαχθεί προς συζήτηση στη Βουλή1. Ακολουθούν ορισμένες παρατηρήσεις σε συγκεκριμένα άρθρα του Σχεδίου Νόμου.



Άρθρο 7 του Σχεδίου Νόμου

Χρόνος και τόπος διεξαγωγής των εξετάσεων - Στάδια του διαγωνισμού - Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 19 ν. 4871/2021

Προβλέπεται η τροποποίηση του άρθρου 19 του Ν. 4871/2021 «Μεταρρυθμίσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών και άλλες επείγουσες διατάξεις.» σύμφωνα με το οποίο: «[…] Η εξέταση στις θεματικές με αντικείμενο το δίκαιο διενεργείται μέσω της επεξεργασίας δικογράφου σχετικού ενδίκου βοηθήματος ή μέσου (ενδεικτικά αγωγής, προσφυγής, έφεσης, αίτησης ακύρωσης, έγκλησης, προτάσεων εναγομένων, ισχυρισμών καθ’ ων και υπομνημάτων) και της επίλυσης των ζητημάτων που τίθενται σχετικά από την εξεταστική επιτροπή […] Οι εξεταστές οφείλουν να προετοιμάσουν ο καθένας από δύο (2) θέματα για το προς εξέταση αντικείμενο. Την ημέρα των εξετάσεων συνέρχεται η εξεταστική επιτροπή, εγκρίνει κατά πλειοψηφία δύο (2) από τα θέματα αυτά και ο Πρόεδρος αυτής, ενώπιον όλων των μελών της Επιτροπής, διενεργεί κλήρωση και το θέμα που εξάγεται από την κληρωτίδα τίθεται στις εξετάσεις […]». Όπως όλοι γνωρίζουμε (τουλάχιστον όσοι έχουμε συμμετάσχει στις εξετάσεις για την εισαγωγή στην Ε.Σ.Δι.) μέχρι σήμερα τα θέματα των εξετάσεων συντάσσονταν με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα του ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου. Με την προτεινόμενη αλλαγή κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να επιτευχθεί, αφού τα δικόγραφα που κατατίθενται στα δικαστήρια έχουν συνταχθεί για συγκεκριμένη υπόθεση και συνεπώς τα ερωτήματα που μπορούν τα τεθούν επ’ αυτών είναι πολύ περιορισμένα. Μάλιστα, ο νόμος απαιτεί ο κάθε εξεταστής να ετοιμάζει δύο θέματα για το προς εξέταση αντικείμενο. Επομένως, το προς επεξεργασία δικόγραφο θα πρέπει να είναι πρόσφορο ώστε από το περιεχόμενό του να μπορούν να αντιμετωπιστούν πολλά θέματα και να είναι δυνατό στον κάθε εξεταστής να εξάγει από αυτό δύο θέματα. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι τα δικόγραφα είναι σχεδόν αδύνατον να αφορούν πραγματική υπόθεση και συνεπώς θα πρέπει να συντάσσονται ad hoc από την εξεταστική επιτροπή, για τη διεξαγωγή των εξετάσεων, πράγμα που σημαίνει προετοιμασία αρκετών ημερών. Επίσης, δε θα πρέπει να μην επισημανθεί το γεγονός ότι στις εξετάσεις για την εισαγωγή στην Ε.Σ.Δι., αυτό που ενδιαφέρει είναι οι νομικές γνώσεις των υποψηφίων, ενώ η επεξεργασία του δικογράφου θα λάβει χώρα κατά το στάδιο της φοίτησης - εκπαίδευσής τους. Άρα, το να απαιτείς από υποψήφιο της Ε.Σ.Δι. να επεξεργαστεί δικόγραφο, είναι σα να ζητάς από μαθητή λυκείου που δίνει στις πανελλήνιες εξετάσεις για την ιατρική σχολή, να κάνει διάγνωση από φάκελο ασθενούς ή να προβεί σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς.

Με το ίδιο Σχέδιο Νόμου προβλέπεται ότι στις εξετάσεις συμμετέχουν όσοι: «α) Έχουν ή είχαν συμπληρώσει τρία (3) έτη άσκησης δικηγορίας με τουλάχιστον τριάντα (30) παραστάσεις στα πολιτικά ή ποινικά δικαστήρια ή στα διοικητικά δικαστήρια σε ακυρωτικές διαφορές ή διοικητικές διαφορές ουσίας, ή είναι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος νομικού τμήματος με διετή άσκηση δικηγορίας στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή με τουλάχιστον είκοσι (20) παραστάσεις στα πολιτικά ή ποινικά δικαστήρια ή στα διοικητικά δικαστήρια σε ακυρωτικές διαφορές ή διοικητικές διαφορές ουσίας, ή είναι δικαστικοί υπάλληλοι με πτυχίο νομικής σχολής της ημεδαπής ή της αλλοδαπής αναγνωρισμένο με πράξη αρμοδίου οργάνου ή έχουν λάβει αναγνώριση επαγγελματικής ισοδυναμίας από το Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ) ή το Αυτοτελές Τμήμα Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας (ΑΤΕΕΝ) του Υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού ή έχουν λάβει αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων δικηγόρου του π.δ. 122/2010 (Α΄200) και έχουν συμπληρώσει έξι (6) έτη υπηρεσίας στη θέση αυτή ή έχουν την ιδιότητα του μέλους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους». Κατ’ αρχάς θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι σημαίνει το αρκτικόλεκτο Ε.Σ.Δι: Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών ή Εθνική Σχολή Δικηγόρων; Αν δεχόμαστε την πρώτη ερμηνεία, τότε το μόνον που θα έπρεπε να απαιτεί ο νόμος από τους υποψηφίους, είναι η κατοχή τίτλου σπουδών από κάποια νομική σχολή. Το ότι κάποιος είναι δικηγόρος δεν αποτελεί τεκμήριο της καταλληλότητάς του να γίνει δικαστής. Σε όλους μας έχουν τύχει νεαροί δικηγόροι ενός ή δύο ετών οι οποίοι είναι κλάσεις ανώτεροι από κάποιους δικηγόρους παρ’ Αρείω Πάγω. Δυστυχώς με την προωθούμενη διάταξη, ο νομοθέτης απαιτεί άσκηση δικηγορίας με τουλάχιστον τριάντα (30) παραστάσεις, χωρίς να έχει σκεφθεί ότι υπάρχουν και δικηγόροι οι οποίοι μπορεί π.χ. να εργάζονται σε γραφεία με βασικό μισθό και χωρίς καμία παράσταση στο ενεργητικό τους ή ότι μπορεί να παρέχουν τις υπηρεσίες τους μακριά από τα ακροατήρια όπως π.χ. στη συμβουλευτική δικηγορία. Αναρωτήθηκε κανείς πώς οι νέοι δικηγόροι που θα αποφασίσουν να δώσουν στο δικαστικό σώμα, θα αποκτήσουν 30 παραστάσεις, όταν δεν έχουν δικηγορικό γραφείο και όταν εργάζονται εν πολλοίς ως υπάλληλοι; Στο τέλος οι υποψήφιοι θα αναγκαστούν να βρουν κάποιον δικηγόρο, να τον παρακαλέσουν να δεχθεί να συμπαρασταθούν μαζί του, ώστε να συμπληρώσουν 30 παραστάσεις, το διπλότυπο των οποίων προφανώς θα καταβάλουν εξ ιδίων, με το κόστος να ανέρχεται σε τουλάχιστον 3.000 ΕΥΡΩ2.



Άρθρο 36 του Σχεδίου Νόμου

Τοποθετήσεις - Προαγωγές δικαστικών λειτουργών- Αντικατάσταση παρ. 3 άρθρου 59 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών

Σωστή διάταξη που απαντά σε ένα πάγιο αίτημα των δικαστικών – εισαγγελικών λειτουργών, με τη συμμετοχή των μελών των ανωτάτων δικαστηρίων στην εκλογή της ηγεσίας τους. Η συμμετοχή όλων των δικαστών, ανεξαρτήτως βαθμού, θα αποτελούσε ολέθριο σφάλμα, καθώς θα οδηγούσε σε φατριασμούς εντός των κόλπων της δικαιοσύνης.





Άρθρο 37 του Σχεδίου Νόμου



Επανακαθορισμός του χρόνου υπηρεσίας αποσπασμένων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης δικαστικών λειτουργών - Τροποποίηση παρ. 6 άρθρου 61 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών



Με τη διάταξη αυτή τροποποιείται το άρθρο 61 §6 του Ν. 4938/2022 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών» ως ακολούθως:



«6. Δικαστικοί λειτουργοί με βαθμό: προέδρου πρωτοδικών και εφέτη των πολιτικών και ποινικών και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας αυτού, εισαγγελέα πρωτοδικών και αντεισαγγελέα εφετών και ανωτέρων, καθώς και δικαστικοί λειτουργοί της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι δυνατόν να αποσπαστούν στο Υπουργείο Δικαιοσύνης με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Η απόσπαση αυτή γίνεται για την εκτέλεση νομοπαρασκευαστικών έργων, καθώς και καθηκόντων σχετικών με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών, με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση, και διαρκεί για χρονικό διάστημα ενός (1) έτους, με δυνατότητα ισόχρονης παράτασης μέχρι τη συμπλήρωση πενταετίας.»



Στην αρχική του μορφή το άρθρο, όταν άρχισε να ισχύει ο Ν. 4938/2022, προέβλεπε μονοετή απόσπαση, με τη δυνατότητα παράτασης μέχρι συμπληρώσεως τριετίας, ενώ με το άρθρο 120 Ν.5072/2023, η τριετία έγινε τετραετία. Με την νέα ρύθμιση η τετραετία θα γίνει πενταετία. Θέλω να πιστεύω πως αποτελεί κοινή παραδοχή ότι  η εργασία του δικαστή είναι να δικάζει. Όλες οι άλλες ενασχολήσεις αποτελούν παράλληλες εργασίες. Επομένως, όταν οι αποσπάσεις τραβούν επί μακρόν, ο δικαστής εκ των πραγμάτων αποκόβεται από το αντικείμενό του. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι ανακριτές αποκλειστικής απασχόλησης, οι οποίοι μετά από θητεία τεσσάρων και πλέον ετών καλούνται να εκδικάσουν και πάλι αστικές υποθέσεις. Να επισημάνουμε επίσης ότι: α) μια πλήρης βουλευτική περίοδος έχει τέσσερα έτη3, β) η θητεία των Προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και των Γενικών Επιτρόπων δεν μπορεί να υπερβεί τα τέσσερα έτη4, γ) η θητεία του γενικού Διευθυντή της Ε.Σ.Δι. και των Διευθυντών Κατάρτισης και Επιμόρφωσης είναι τριετής χωρίς δικαίωμα παράτασης5 και δ) η θητεία του συμβουλίου διοίκησης των μεγάλων δικαστηρίων λήγει μετά από την πάροδο δύο (2) ετών6 . Συνεπώς, ενώ όλοι οι ανωτέρω έχουν τριετή ή τετραετή θητεία, με την προωθούμενη διάταξη οι αποσπασμένοι σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές ή σε καθήκοντα εκπαίδευσης των δικαστικών λειτουργών θα μπορούν να απουσιάζουν από τα δικαστικά τους καθήκοντα για πέντε ολόκληρα χρόνια (αν τα πέντε έτη δεν γίνουν αργότερα έξι), πιο πολύ και από το συνταγματικό βίο μιας Κυβέρνησης. Δηλαδή, ένας Πρόεδρος Πρωτοδικών ή Εφέτης, θα μπορεί να αποσπαστεί για πέντε έτη στην Ε.Σ.Δι., την ίδια στιγμή που ο Αρεοπαγίτης Γενικός Διευθυντής θα έχει θητεία τριών ετών. Θα αντιλαμβανόμουν το αντίθετο, ήτοι την θητεία του Γενικού Διευθυντή για πέντε έτη, δεδομένων των ζητημάτων που ανακύπτουν κατά τη διοίκηση της Ε.Σ.Δι. και της ανάγκης ύπαρξης ομαλότητας κατά τη διεύθυνσή της. Όμως, γιατί ένας Πρόεδρος Πρωτοδικών ή Εφέτης μιας ημέρας (ο νόμος δεν κάνει διάκριση) θα πρέπει για πέντε έτη να απέχει από τα καθήκοντά του και να φτάνει στα όρια της προαγωγής (αν δεν προαχθεί στην πενταετία) χωρίς να έχει γράψει ούτε μία απόφαση, την ίδια στιγμή που ομοιόβαθμοί του δικαστές εκτελούν κανονικά τα καθήκοντά τους και τελούν υπό τον κίνδυνο να βρεθούν εγκαλούμενοι για εκκρεμότητα η οποία θα τους στοιχίσει την προαγωγή στον επόμενο βαθμό; Σε κάθε περίπτωση θα περίμενα ότι, αφού ο αποσπασθείς δικαστής κρίνεται αναντικατάστατος και πρέπει να παραταθεί η θητεία του, θα ορίζονταν στο νόμο αυξημένα τυπικά προσόντα που θα δικαιολογούσαν την πενταετία, όπως π.χ. : α) ότι θα έχει τουλάχιστον το βαθμό του Προέδρου Εφετών που σημαίνει πλούσια πείρα και γνώσεις ή β) ότι θα έχει ελάχιστο χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στο βαθμό του, με την εκδίκαση υποθέσεων και έκδοση αποφάσεων, άλλως ο τίτλος του Προέδρου Πρωτοδικών ή του Εφέτη είναι άνευ ουσίας (ένας Πρόεδρος Πρωτοδικών μιας ημέρας είναι ισάξιος, ως προς την πείρα, με έναν υπό προαγωγή Πρωτοδίκη) ή γ) ότι θα κατέχει ένα διδακτορικό τίτλο ή δ) θα έχει εκδώσει κάποιο βιβλίο κ.λ.π..



Άρθρο 38 του Σχεδίου Νόμου

Ένταξη πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας στη γενική -Τροποποίηση παρ. 4 και 5 άρθρου 90 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών



Στην τέταρτη παράγραφο του άρθρου 90 του Ν. 4938/2022 «Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών» προστίθεται δεύτερο εδάφιο και το κείμενο διαμορφώνεται ως ακολούθως: «4. Οι εντασσόμενοι στη γενική επετηρίδα των πρωτοδικών, κάθε φορά, τοποθετούνται μετά από τον τελευταίο πρωτοδίκη, με βάση τη σειρά που κατείχε ο καθένας εξ αυτών στην ειδική επετηρίδα κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης και καταλαμβάνουν τις οργανικές θέσεις των πρωτοδικών γενικής επετηρίδας των πρωτοδικείων στα οποία τοποθετούνται. Κατά την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα δεν μετατίθενται για μια τριετία χωρίς αίτησή τους.»

Τι εννοεί το τελευταίο εδάφιο ότι οι εντασσόμενοι στη γενική επετηρίδα «δεν μετατίθενται για μια τριετία χωρίς αίτησή τους»; Αν ένας πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας του Πρωτοδικείου Αθηνών μεταταχθεί στη γενική επετηρίδα, θα παραμείνει στην Αθήνα ή θα τοποθετηθεί εκτός Αθηνών σε άλλο πρωτοδικείο από όπου δε θα μπορεί να μετατεθεί για τρία έτη χωρίς δική του αίτηση; Σύμφωνα με τη μία εκδοχή, ο μετατασσόμενος πρωτοδίκης θα τοποθετείται σε ένα δικαστήριο, άσχετο με εκείνο που υπηρετεί, από το οποίο δε θα μετατίθεται για τρία έτη χωρίς δική του αίτηση. Αν το νόημα της νέας διάταξης είναι αυτό, τότε μάλλον είναι άνευ ουσίας, αφού και με το υπάρχον καθεστώς οι δικαστικοί λειτουργοί μπορούν να παραμείνουν για μια τριετία στο δικαστήριο όπου υπηρετούν. Επομένως υποχρεωτικά οδηγούμαστε στη δεύτερη ερμηνεία, κατά την οποία ο μετατασσόμενος θα παραμείνει στην τόπο που υπηρετούσε ως πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας για μία τριετία. Ας δούμε το ακόλουθο παράδειγμα: Ο Α, πάρεδρος πρωτοδικών Αθηνών, προάγεται σε πρωτοδίκη και με Φ.Ε.Κ. της 10.8.2025 τοποθετείται στην Κεφαλονιά. Ο Β, πρωτοδίκης της ειδικής επετηρίδας Αθηνών, μετατάσσεται στη γενική επετηρίδα και με Φ.Ε.Κ. της 1.9.2025 τοποθετείται μετά τον αρχαιότερό του Α. Εξαιτίας της νέας διάταξης δημιουργείται η εξής παραδοξότητα: ο αρχαιότερος Α θα πάει στην Κεφαλονιά και θα επιστρέψει στην Αθήνα μετά από δύο ή τρία χρόνια, ενώ ο νεότερος Β θα παραμείνει για τρία έτη στην Αθήνα. Και όπως ξέρουμε «ουδεν μονιμοτερο του προσωρινου», ειδικά όταν πλέον είσαι τριών ετών πρωτοδίκης και ήδη στην επετηρίδα έχουν εισέλθει νεότεροι δικαστές. Η πρόβλεψη μιας τέτοιας εξαίρεσης δημιουργεί κακό προηγούμενο για το μέλλον. Ποιος μας εγγυάται ότι αργότερα τα τρία έτη δε θα γίνουν πέντε ή ότι δε θα προστεθεί διάταξη εξαίρεσης από την ανάκριση ή την προεδρία στα τριμελή; Ένταξη στη γενική επετηρίδα σημαίνει ίδιοι όροι εργασίας για όλους τους ομοιοβάθμους με σεβασμό στην αρχαιότητα. Σημαίνει ότι ο μετατασσόμενος (ο οποίος υπέβαλε την αίτηση ένταξης στη γενική επετηρίδα οικειοθελώς και κατόπιν ωρίμου σκέψεως) γνωρίζει πως μπορεί άμα την τοποθέτησή του να βρεθεί στη Ρόδο όπου ίσως να υπηρετήσει και ως ανακριτής. Εν κατακλείδι, η πρόβλεψη για τριετή «μη μετάθεση» των μετατασσόμενων, είναι εσφαλμένη καθώς εισάγει ανεπίτρεπτη διάκριση και στην ουσία αποτελεί εκ πλαγίου παραβίαση της επετηρίδας.

Άρθρο 39 του Σχεδίου Νόμου

Δυνατότητα επίδοσης με ηλεκτρονικά μέσα στους δικαστικούς λειτουργούς - Προσθήκη άρθρου 126Α στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών

Προβλέπεται, πολύ σωστά, ότι οι υπηρεσιακές επιδόσεις μπορούν να γίνονται και με ηλεκτρονικά μέσα στους δικαστικούς λειτουργούς



Άρθρο 49 του Σχεδίου Νόμου

Αύξηση οργανικών θέσεων δικαστικών λειτουργών πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης με τον βαθμό του εφέτη.



Πολύ σωστά οι οργανικές θέσεις των δικαστικών λειτουργών πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης με τον βαθμό του εφέτη αυξάνονται κατά τριάντα (30). Ειδικά ορισμένα Εφετεία όπως η Χαλκίδα, η Καλαμάτα ή το Ναύπλιο έχουν άμεση ανάγκη από επιπλέον δικαστές και δη για την εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων.

 



Ιωάννης Χήνος



Εφέτης





3 Άρθρο 53 του Συντάγματος

4 Άρθρο 90§5 του Συντάγματος

5 Άρθρα 8 και 11 του Ν. 4871/2021

6 Άρθρο 17§5 του Ν. 4938/2022. Μάλιστα «Επανεκλογή του ίδιου προσώπου ως προέδρου ή τακτικού μέλους συμβουλίου στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας δεν επιτρέπεται».