Τα τελευταία χρόνια, όλο και πιο συχνά
επανέρχεται στο προσκήνιο το θέμα της αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων.
Πόσο εκτεταμένες πρέπει να είναι οι αιτιολογίες μιας δικαστικής απόφασης;
Πρέπει όλες να αιτιολογούνται βάσει της συνταγματικής επιταγής; Μπορούν να
υπάρξουν αποφάσεις χωρίς καθόλου αιτιολόγηση; Πριν απαντηθούν τα ανωτέρω
ερωτήματα, και πριν ο καθένας από μας βιαστεί να πάρει θέση υπέρ της μιας ή της
άλλης άποψης, ας επιχειρήσουμε να αναλύσουμε γιατί χρειαζόμαστε την αιτιολογία
των δικαστικών αποφάσεων.
Η αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων
προβλέπεται από το αρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος, το αρ. 6 της Ευρωπαϊκής
Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), καθώς και από διατάξεις των
δικονομικών νομοθεσιών ως conditio sine qua non, για τη θεμελίωση και έκδοση
των δικαστικών αποφάσεων. Ως αναγκαίο δομικό και οντολογικό στοιχείο της
δικαστικής απόφασης η αρχή της αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί εγγύηση
του θεσμού της δικαιοσύνης, καθώς μέσω αυτής ελέγχεται ο τρόπος εφαρμογής από
τα δικαστήρια των κανόνων δικαίου σε κάθε δικαζόμενη υπόθεση. Ο νομικός
συλλογισμός και η τεκμηρίωση αποτελούν απόρροια της έρευνας των πραγματικών
περιστατικών και της ορθής υπαγωγής στους κανόνες δικαίου. Εξάλλου οι αποφάσεις
διά του δικανικού συλλογισμού αποτελούν τον διάλογο του δικαστή με τους κανόνες
δικαίου και τις μεθόδους ερμηνείας σε ένα επίπεδο επιστημονικό. Βασικό δε
στοιχείο της δικανικής κρίσης είναι η αξιολόγηση –προηγείται λογικά της
αιτιολόγησης–, που συνιστά θεμελιώδες έργο και αποτελεί αυτόνομη εργασία
αναγκαία για τη διαπίστωση της τελικής δικαστικής κρίσης.
Οι δικαστές καθημερινά καλούνται να φέρουν
εις πέρας ένα σύνθετο έργο μέσα από την εκδίκαση υποθέσεων, και κυρίως μέσα από
την έκδοση των αποφάσεών τους. Το άρθρο
1.5 του Ευρωπαϊκού Καταστατικού Χάρτη του Κανονισμού των ∆ικαστών (European
Charter on the Statute for Judges, Έκδοση Συμβουλίου Ευρώπης DAJ/DOC/98/23)
επιβάλλει µετριοπάθεια κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και αποφάσεις που διέπονται
από τις αρχές εγγύησης και διασφάλισης των ανθρωπίνων δικαιωµάτων. Ο δικαστικός
λόγος αποδίδεται αυθεντικά στις δικαστικές αποφάσεις και αποτελεί την τελεσίδικη
κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο –έχοντας αξιολογήσει τα ενώπιόν του δεδομένα,
τόσο πραγματικά γεγονότα, όσο και νομικά
επιχειρήματα– τέμνει τη διαφορά στη συγκεκριμένη υπόθεση. Το όλο εγχείρημα εκ
μέρους των δικαστών απαιτεί, λοιπόν, ένα υψηλό βαθμό ικανότητας. Διότι στην
πράξη, αιτιολογώντας τις αποφάσεις τους, μεταποιούν τις γενικές και ασάλευτες πανανθρώπινες
αξίες σε συγκεκριμένες έννοιες στο ατομικό επίπεδο. Κατ’ αρχάς ο δικαστής
πρέπει να λειτουργεί σ’ ένα σύγχρονο ελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα το οποίο αποδέχεται
τις θεμελιώδεις ελευθερίες του ατόμου και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.
Διαφορετικά, οποιαδήποτε αξιολόγηση και αιτιολόγηση θα πέσει στο κενό και δεν
θα είναι παρά μια επίπλαστη και φαινομενική άσκηση δικαστικής κρίσης.
Σήμερα πλέον γίνεται απ’ όλους αποδεκτό ότι η
συνταγματική επιταγή της ειδικής τεκμηριώσεως των δικαστικών αποφάσεων
συμβάλλει σημαντικά στην καθυστέρηση της
απονομής της δικαιοσύνης λόγω και του τεράστιου όγκου της δικαστικής ύλης, με
αποτέλεσμα την καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΑΔ για παραβίαση του άρθρου 6 της
ΕΣΔΑ. Ενόψει της αναμενόμενης αναθεώρησης του Συντάγματος πρέπει να αναληφθεί
πρωτοβουλία για τη διατύπωση εμπεριστατωμένης πρότασης για τον λειτουργικό
περιορισμό της αιτιολογίας της δικαστικής απόφασης χωρίς έκπτωση των θεμελιωδών
συνταγματικών δικαιωμάτων, προασπιστής των οποίων είναι ο δικαστής. Είναι
αναγκαίο να αιτηθούμε ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ της συνταγματικής διάταξης με την οποία θα περιοριστεί
η αιτιολογία επί αποφάσεων πολιτικής δίκης, όπως για παράδειγμα στις υποθέσεις
των ασφαλιστικών μέτρων, όπου η παροχή της έννομης προστασίας είναι να δυνατό
να γίνει όχι με την έκδοση αποφάσεων, αλλά με την έκδοση δικαστικών διαταγών ή
δικαστικών πράξεων, όπως είναι η διαταγή πληρωμής και η διαταγή απόδοσης
μισθίου (όπως στην περίπτωση του άρθρ. 17 §§ 14, 17 και 24 ν. 4055/2012 για τη
σύσταση και την τροποποίηση καταστατικού σωματείου, η πράξη για την κήρυξη
ιδιόγραφης διαθήκης ως κύριας και η διάταξη παροχής κληρονομητηρίου). Ομοίως
στις περιπτώσεις ερημοδικίας, ομολογίας ή αποδοχής, με τη δημοσίευση αρχικά
μόνο του διατακτικού της απόφασης, συνοδευόμενου με τελείως συνοπτική αναφορά
της ιστορικής και νομικής αιτίας της έννομης σχέσης που διαγνώστηκε. Τέλος, με
τη συγκρότηση ομάδας μελέτης από την ΕΔΕ είναι δυνατή η σύνταξη –όπως συνέβη
και στο παρελθόν– σχεδίων αποφάσεων με περιορισμένη αιτιολογία προς διευκόλυνση
των συναδέλφων δικαστών.
Αικατερίνη
Μπετσικώκου
Πρόεδρος
Πρωτοδικών Αθηνών
Υποψήφια
για το ΔΣ της ΕΔΕ