Απόφαση 1264 / 2016 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 1264/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Βιολέττας Κυτέα, σύμφωνα με την υπ’ αριθ.38/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αγγελική Αλειφεροπούλου, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Διονυσία Μπιτζούνη και Ιωάννη Μπαλιτσάρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Ι. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άγγελο Στάϊκο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2805/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Κ. Π., κάτοικο ..., η οποία δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Δεκεμβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 69/2016
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ (όπως το τελευταίο ετροποποιήθη και ισχύει, με το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 2408/1996) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών των τελευταίων στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η κατά τ’ άνω αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή, ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως εάν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή εάν η έκδοσή των αφίεται στη διακριτική ανέλεγκτη ή ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Έτσι η απορριπτική της ενστάσεως ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος απόφαση πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, με αναφορά των περιστατικών και των συλλογισμών με βάση τους οποίους το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική του κρίση, εφ’ όσον βεβαίως η υποβολή της τοιαύτης ενστάσεως έγινε σαφώς και ορισμένως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης υπ’ αριθμ. 2805/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων παριστάμενος μετά συνηγόρου επανέφερε την και πρωτοδίκως υποβληθείσα και με σχετικό λόγο εφέσεως προβαλλόμενη, ένσταση ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος, βάσει του οποίου και κατεδικάσθη για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση και ζήτησε την ακύρωσή του, για τον λόγο ότι δεν εκτίθενται σε αυτό ποια ήσαν τα ψευδή και ποια ήσαν τα αληθή περιστατικά. Ειδικότερον, ο αναιρεσείων κατεδικάσθη για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση της εγκαλούσης Κ. Π., που διέπραξε με την ενώπιον του εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών υποβολή εναντίον της, της από 11-12-2008 μηνύσεώς του για το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, συνισταμένου στην υπ’ αυτής πλαστογράφηση της υπογραφής του υιού αυτού και εκείνης Γ. Ι. στην από 5-9-2008, υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 164820/12501/2008, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, που ο τελευταίος (υιός αυτός των διαδίκων τούτων) άσκησε στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ζητώντας από αυτόν (κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα) την επιδίκαση προσωρινής διατροφής, η οποία μήνυση απερρίφθη ως ψευδής, με σχετική διάταξη του ως άνω εισαγγελέα η οποία επικυρώθηκε από τον εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Η προσβαλλομένη απόφαση απέρριψε την άνω ένσταση, κατά λέξη, ως εξής: "Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1, 174 παρ. 2 και 321 παρ. 1 στοιχ. δ’ και 4 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται, και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ως άρθρο του ποινικού νόμου νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν, εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη, εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος έφεσης καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠΔ. (ΑΠ 440/2013, ΑΠ 808/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην κρινομένη υπόθεση, από την επισκόπηση του από 21-06-2012 κλητηρίου θεσπίσματος προκύπτει ότι αυτό περιέχει όλα τα απαιτούμενα πραγματικά περιστατικά ήτοι καθορίζονται επακριβώς τα γεγονότα όσα διαλαμβάνονται στην από 11-12-2008 μήνυση που κατέθεσε ο κατηγορούμενος σε βάρος της εγκαλούσας και ελέγχονται ως ψευδή αλλά και τα γεγονότα που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα καθώς και μνεία των άρθρων του ποινικού νόμου που προβλέπει τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, οι διατάξεις δηλονότι του ποινικού νόμου που τυποποιούν τα εγκλήματα και καθορίζουν τις απειλούμενες ποινές. Συνακόλουθα, είναι απορριπτέος ο αντίστοιχος ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί αοριστίας του κλητηρίου θεσπίσματος, ο οποίος εκφέρεται και ως λόγος εφέσεως". Εντεύθεν η αιτιολογία αυτή της παρεμπιπτούσης αποφάσεως είναι ειδική και πλήρης, όπως απαιτείται, κατά τα ανωτέρω, από το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ., αφού διαλαμβάνεται, ότι τα εκτιθέμενα στο εν λόγω κλητήριο θέσπισμα γεγονότα, είναι εκείνα που φέρονται ως ψευδή, δεν ήταν δε αναγκαία, περαιτέρω, η αναφορά των αληθών περιστατικών (ΑΠ 918/2014), όπως αβασίμως αιτιάται ο αναιρεσείων.
Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ. περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της άνω παρεμπιπτούσης απορριπτικής αποφάσεως, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι’ αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του υπ’ αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, απαιτείται αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφ’ ενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφ’ ετέρου τη θέληση αυτού να ισχυριστεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Περαιτέρω, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι κατ’ αρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων. Όταν όμως, όπως συμβαίνει επί των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας στις ανωτέρω πράξεις, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως ή η τέλεση της πράξεως με τον "σκοπό" προκλήσεως ορισμένου αποτελέσματος, δηλαδή άμεσος δόλος, η ύπαρξη αυτού πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν, ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της καταμηνύσεως κ.λ.π ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει και εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδέχθη ότι προέκυψαν, στην αληθή έννοιά του αλλά και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, διότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2805/2015 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, πρακτικά πρωτοβαθμίου δίκης, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος και η εγκαλούσα Κ. Π. υπήρξαν σύζυγοι, μετά από γάμο που τέλεσαν την 26-11-1988, από το γάμο τους δε αυτόν απέκτησαν δύο τέκνα, το Γ. γεννηθέντα την 23-05-1989 και την Ι. γεννηθείσα την 26-09-1991. Τον Ιούλιο του 2008 επήλθε διάσπαση μεταξύ των συζύγων και επακολούθησε οξύτατη αντιδικία αναφορικά με όλα τα θέματα που σχετίζονται με τη λύση του γάμου, τη διατροφή συζύγου και τέκνων κλπ. Στα πλαίσια αυτά, στις 18-09-2008 επιδόθηκε στον κατηγορούμενο η από 05-09-2008 και με αριθμό κατάθεσης 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του υιού του Γ. Ι. με την οποία ο τελευταίος αξίωνε από τον κατηγορούμενο ως προσωρινή, μηνιαία διατροφή του το ποσό των 6.986 ευρώ, η οποία (αίτηση) συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 18-11-2008. Με την από 11-12-2008 έγκληση που κατέθεσε ο κατηγορούμενος σε βάρος της εγκαλούσας - συζύγου του, με την οποία κατά τον ως άνω χρόνο τελούσε σε διάσταση, ισχυρίσθηκε ότι η τεθείσα στο κάτω μέρος του κειμένου της εν λόγω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων υπογραφή, δεν είναι του διαδίκου - υιού του, αλλά της εγκαλούσας, η οποία έθεσε αυτή (υπογραφή) χωρίς τη γνώση και βούληση του Γ. Ι. και χωρίς ο τελευταίος να έχει γνώση περί των ενεργειών της μητέρας του, νοθεύοντας έτσι το συγκεκριμένο δικόγραφο, ώστε να φέρεται ως προϊόν της βουλήσεως του υιού του η σύνταξη του ενώ στην πραγματικότητα εξέφραζε μόνο τη βούληση της εγκαλούσας. Ο κατηγορούμενος υπέβαλε την παραπάνω μήνυση σε βάρος της συζύγου του με μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική της δίωξη για τη διάπραξη του πλημμελήματος της πλαστογραφίας. Μετά την υποβολή της μηνύσεως αυτής διατάχθηκε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα η διενέργεια σχετικής προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος της εγκαλούσας για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την οποία την κατεμήνυσε ο κατηγορούμενος και αυτή υπέβαλε έγγραφες εξηγήσεις, κατ’ άρθρ. 31 παρ. 2 ΚΠΔ, αλλά ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την υπ’ αριθμ. ΕΓ 155-09/420/3Δ/2010 διάταξή του, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 197/2010 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών, απέρριψε την από 11-12-2008 έγκληση του κατηγορουμένου. Ήδη, από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας και ειδικότερα από την από 25-10-2008 δήλωση- εξουσιοδότηση του Γ. Ι. και το από 21-11-2008 με αριθμό ... συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σ. Φουρουτζόγλου αποδείχθηκε ότι τα ως άνω επικαλούμενα από τον κατηγορούμενο πραγματικά περιστατικά ήταν ψευδή, καθόσον κατά την υπογραφή της από 05-09-2008 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, η εγκαλούσα υπέγραψε η ίδια στη θέση της υπογραφής του υιού της Γ. Ι. και για λογαριασμό του, έχοντας την προς τούτο συναίνεση του τελευταίου και ο κατηγορούμενος εξέθεσε τα παραπάνω ψευδή περιστατικά στη μήνυσή του, προκειμένου να προκαλέσει την καταδίωξη της εγκαλούσας για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απόπειρας απάτης ενώπιον δικαστηρίου. Γνώριζε δε ο κατηγορούμενος το ψεύδος αυτών και ειδικότερα ότι ο υιός του βρισκόταν για σπουδές στο εξωτερικό (Αγγλία) και δεν μπορούσε να υπογράψει ο ίδιος την αίτηση, από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί του, μάλιστα επισκέφθηκε ο ίδιος τον υιό του όταν ο τελευταίος αυτός επέστρεψε για ολιγοήμερες διακοπές στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 2008, και είχε συζήτηση μαζί του για την επίδικη δίκη διατροφής. Επιπλέον όταν υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο η μήνυση σε βάρος της εγκαλούσας, την 17-12-2008, ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών είχε ήδη προηγηθεί η συζήτηση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων του υιού των διαδίκων Γ. Ι. εναντίον του κατά τη δικάσιμο της 18-11-2008, είχαν ήδη κατατεθεί από τους τότε διαδίκους όλα τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα απ’ αυτούς έγγραφα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και είχαν λάβει γνώση των εγγράφων οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι αυτών και συνεπώς και ο κατηγορούμενος είχε λάβει γνώση των σχετικών εγγράφων που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί ο πληρεξούσιος δικηγόρος του υιού του Γ. Ι. κατά την εκδίκαση της αιτήσεως και στο κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας με την υποβολή του σημειώματος και των λοιπών εγγράφων, προκειμένου να αποδείξει την ενεργητική νομιμοποίηση του υιού του και την χορηγηθείσα πληρεξουσιότητα από τον υιό του προς τον παραστάντα πληρεξούσιο δικηγόρο του Ν. Α. προς αντίκρουση σχετικής ενστάσεως ελλείψεως πληρεξουσιότητας υποβληθείσης από τον δικηγόρο του κατηγορουμένου. Ειδικότερα κατά την συζήτηση της υποθέσεως εκείνης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γ. Ι. προσκόμισε την από 25-10-2008 δήλωση-εξουσιοδότηση αυτού, στην οποία αναφέρονταν τα εξής: "...ο κάτωθι υπογεγραμμένος Γ. Ι. ... εξουσιοδοτώ την μητέρα μου ... και το δικηγόρο που αυτή διορίζει κατ’ επιλογή της να ασκήσουν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων διατροφής κατά του πατέρα μου ... Εγκρίνω όλες τις ενέργειες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα προς το σκοπό αυτό. Έχω εξουσιοδοτήσει τη μητέρα μου να υπογράψει αντ’ εμού σχετική αίτηση και εγκρίνω κάθε σχετική ενέργεια της. Εξουσιοδοτώ δε περαιτέρω τη μητέρα μου και το δικηγόρο επιλογής της να μεριμνήσουν κάθε τι αναγκαίο για την εκπλήρωση της πιο πάνω εντολής, να παρασταθούν στο Δικαστήριο, να υπογράφουν έγγραφα, να εξετάζουν μάρτυρες...Δηλώνω ότι η υπογραφή από τη μητέρα μου τέθηκε επί της ασκηθείσης αίτησης διατροφής, που εκδικάζεται τον Νοέμβριο κατόπιν εντολής μου και έχοντας πλήρη γνώση του περιεχομένου της αίτησης...". Ακολουθεί βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του Γ. Ι. από το ΚΕΠ της Ν.Α. Αθηνών - Πειραιώς με ημερομηνία 25-10-2008. Επίσης, ομοίως μέσα στην προθεσμία αντικρούσεως ισχυρισμών και προσκομίσεως εγγράφων, προσκομίστηκε και το με ημερομηνία 21-11-2008 και με αριθμό ... συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Φουρουτζόγλου, σύμφωνα με το οποίο ο Γ. Ι. εξουσιοδοτούσε τον δικηγόρο Ν. Α. να παραστεί και να τον εκπροσωπήσει κατά την εκδίκαση της επίδικης αιτήσεως κατά του πατέρα του (κατηγορουμένου) να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ήθελε θεωρηθεί απαραίτητη για την διεκπεραίωση της παραπάνω εντολής και τέλος ενέκρινε οποιαδήποτε ενέργεια είχε γίνει μέχρι τότε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο στα πλαίσια της ως άνω αναφερόμενης δικαστικής υπόθεσης. Πρέπει να αναφερθεί ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 11247/31-12-2008 απόφασή του έκανε δεκτή την αίτηση του Γ. Ι. καθώς και της εγκαλούσας, οι οποίες συνεκδικάσθησαν διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της αποφάσεως και σε σχέση με το θέμα της παραπάνω πληρεξουσιότητας τα ακόλουθα: "Να σημειωθεί ότι μετά την αμφισβήτηση του καθ’ ου της πληρεξουσιότητας του δικηγόρου του αιτούντος Ν. Α., ο αιτών προσεκόμισε το υπ’ αριθμ. .../21-11-2008 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Φουρουτζόγλου από το οποίο αποδεικνύεται η πληρεξουσιότητα του προαναφερόμενου δικηγόρου (αρ. 94 ΚΠολΔ)". Στη συνέχεια επακολούθησε και η, εκ μέρους του υιού του κατηγορουμένου, άσκηση της από 2-01-2009 και υπ’ αύξοντα αριθμό καταθέσεως 228/2009 τακτικής αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία) με αίτημα την επιδίκαση διατροφής κατά την τακτική διαδικασία και ορισθείσα δικάσιμο την 28-9-2009. Παρά την ύπαρξη δε των προαναφερομένων στοιχείων, που καταδεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την ύπαρξη εντολής εκ μέρους του υιού του προς την εγκαλούσα μητέρα του να ασκήσει για λογαριασμό του αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και συναινούσε προς τούτο και δη, όταν λίγες μόνον ημέρες μετά από την επίδοση στον κατηγορούμενο της αιτήσεως ο υιός του συνέταξε την από 25-10-2008 έγγραφη δήλωση- εξουσιοδότησή του προς τη μητέρα του, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, μόλις ο τελευταίος επέστρεψε από την Αγγλία, αποδεικνύουν ακριβώς ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος και είχε λάβει γνώση της παραπάνω δηλώσεως αλλά και του προαναφερθέντος πληρεξουσίου ήδη από 18-1V- 2008, υπέβαλε την από 17-12-2008 μήνυση σε βάρος της εγκαλούσας ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, εν γνώσει της αναλήθειάς της και με μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη σε βάρος της εγκαλούσας για το αδίκημα της πλαστογραφίας κλπ. Επιπλέον ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο, με την ανωτέρω μήνυση του, της οποίας έλαβαν γνώση πολλοί τρίτοι, όπως ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, δικαστές και δικαστικοί υπάλληλοι, εν γνώσει του, ισχυρίστηκε και διέδωσε τα αναφερόμενα πιο πάνω γεγονότα, τα οποία ήταν ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας αλλά και συνάδελφοι και προϊστάμενοι της εγκαλούσας αφού αυτός φρόντιζε να επιδίδει τα σε βάρος της εγκαλούσας δικόγραφα, με το παραπάνω ψευδές περιεχόμενο, στο χώρο της εργασίας της πρώην συζύγου του, η οποία είναι ανώτερο Τραπεζικό στέλεχος, προκειμένου ακριβώς να την εκθέσει, να την συκοφαντήσει και να της δημιουργήσει προβλήματα στην εργασία της. Με τα δεδομένα αυτά, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που του αποδίδονται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν αναφέρονται στο διατακτικό, αφού εν προκειμένω πληρούται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως όσον και της συκοφαντικής δυσφήμησης εκ μέρους του κατηγορουμένου.". Στη συνέχεια το δικαστήριο εκήρυξε ένοχο αμφοτέρων των ως άνω αξιοποίνων πράξεων τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα και τον καταδίκασε σε ανασταλείσα επί τριετία συνολική ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους και ενός (1) μηνός. Ειδικότερα τον εκήρυξε ένοχο, επί λέξει, του ότι: "Α) Στην Αθήνα, στις 17-12-2008 εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν και ειδικότερα κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών μήνυση σε βάρος της εγκαλούσης Π. Κ. με το κάτωθι, εν γνώσει της αναλήθειας αυτού, περιεχόμενο: "Με την εγκαλουμένη τελέσαμε ορθόδοξο θρησκευτικό γάμο την 26 Νοεμβρίου 1988, στον Ιερό Ναό της Αγίας Φιλοθέης Αττική και από το γάμο μας αυτόν αποκτήσαμε δύο τέκνα, τον Γ., ο οποίος γεννήθηκε στην 23.5.1989 και την Ι., η οποία γεννήθηκε την 26.9.1991. Με τη σύζυγό μου γνωριστήκαμε συνήψαμε σχέσεις και παντρευτήκαμε το Νοέμβριο 1988, ενώ το πρώτο μας τέκνο, ο Γ., γεννήθηκε έξι μήνες αργότερα την 23.5.1989. Ίσως το βιαστικό αλλά όχι και αναίτιο του πράγματος είναι το σπέρμα της μετέπειτα εκτροπής της σχέσεώς μας. Για πολλά χρόνια, οι μεταξύ μας σχέσεις ήταν αρμονικότατες, περάσαμε δε πολλές ευτυχισμένες στιγμές, με κορυφαίες αυτές της γεννήσεως των παιδιών μας. Τα προβλήματα με τη σύζυγό μου άρχισαν να εμφανίζονται πολλά χρόνια αργότερα, το 2003, και αφού είχαμε περάσει και δύσκολες οικονομικά καταστάσεις, για κάποια χρόνια, που η σύζυγός μου δεν εργαζόταν (1992-1997). Τα προβλήματα μεταξύ μας άρχισαν να δημιουργούνται ταυτοχρόνως με την είσοδο των παιδιών μας (πρώτα του Γ., ως μεγαλύτερου) στη δύσκολη περίοδο της εφηβείας. Η σύζυγός μου, παρεξηγώντας την έννοια του γονέα και θεωρώντας, εσφαλμένα, πως καλός γονέας είναι αυτός που κάνει παραχωρήσεις σε όλες τις απαιτήσεις των εφήβων και επιθυμώντας τα παιδιά μας να μην έχουν παράπονα περί, δήθεν, καταπιέσεώς τους (συχνή όσο και αδικαιολόγητη, δυστυχώς, αιτίαση των εφήβων προς τους γονείς τους), άρχισε να τηρεί εφεκτική απέναντι τους στάση υποχωρώντας ολοένα και περισσότερο σε ό, τι μας ζητούσαν. Παρά τις ρητές και κατηγορηματικές αντίθετες απόψεις μου, ότι τα παιδιά δεν πρέπει να παίρνουν πάντα ό,τι ζητούν, καθώς αυτό τους δημιουργεί το αίσθημα ότι δεν έχουν υποχρεώσεις και ότι τα πάντα στη ζωή έρχονται εύκολα, η σύζυγός μου συνέχισε την ίδια αντιμετώπιση. Αντιδρούσε στην άποψή μου ότι τα παιδιά πρέπει να καταλαβαίνουν τις υποχρεώσεις τους ότι δεν μπορούν να είναι ανεξέλεγκτα, ότι δεν μπορούν μόνο...(αδιευκρίνιστη φράση)...ότι ακόμα "είναι μικρά", διότι αυτό υποθηκεύει το μέλλον τους. Όσο εγώ προσπαθούσα να τους υποδείξω τις υποχρεώσεις τους, τόσο η μητέρα τους τα άφηνε ελεύθερα, όλο και περισσότερο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπιζόταν στο γιό μας Γ., στον οποίο έκανε όλα τα χατίρια, τον άφηνε να βγαίνει έξω μέχρι πολύ αργά το βράδυ στην ηλικία του Λυκείου, δεν έδινε τη δέουσα προσοχή στις παρέες του, τον δικαίωνε και τον επιβράβευε ακόμα και όταν υπέπιπτε σε πρόδηλο σφάλμα. Όταν ο Γ. ήταν στη Β’ Λυκείου, τον έδιωξαν από την εκδρομή του σχολείου λόγω παραπτώματος συμπεριφορά, με κατάληξη στην αρχή της Γ’ Λυκείου να τον διώξουν και από το σχολείο αλλά η απούσα του δώρισε καινούρια κιθάρα αξίας 2.500 ευρώ για να μην στενοχωρηθεί. Στο σπίτι μας επικρατούσε χάος, φίλοι των παιδιών, με εμφάνιση αταίριαστη με την παιδεία της οικογένειας μας, έμπαιναν, έβγαιναν και έμεναν επί πολλές ημέρες, χωρίς να έχω καμία γνώση, καμία προηγούμενη ενημέρωση. Στην προσπάθειά μου να επιβάλω στους στοιχειώδεις κανόνες και να δείξω στα παιδιά μου ότι στην οικογένεια δεν υπάρχουν μόνο δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις, είχα απέναντι μου τη σύζυγό μου η οποία έπαιρνε μονίμως το μέρος των παιδιών και έκανε πως δεν έβλεπε το πρόβλημα. Τα παιδιά μας, βλέποντας διαφορετική συμπεριφορά από τους δύο γονείς, στρέφονταν ασυναίσθητα και ενστικτωδώς όλο και περισσότερο προς τη μητέρα τους, αφού εκείνη ήταν "η καλή" και απομακρύνονταν από εμένα που ήμουν "ο κακός", δεν είχαν δε την ωριμότητα να διακρίνουν ποιο ήταν το μακροπρόθεσμα σωστό για τα ίδια. Μοιραία, αυτό δημιούργησε αρχικά απόσταση και, προοδευτικά, ένταση στη σχέση μου με την εγκαλουμένη, η οποία, με την πάροδο του χρόνου, χρησιμοποιούσε τα παιδιά εναντίον μου καθώς καταφερόταν εναντίον μου, για τη, δήθεν, καταπιεστική συμπεριφορά μου ακόμα και μπροστά τους. Η ψυχική και συναισθηματική απόσταση μεγάλωνε, μέχρι που, τους τελευταίους μήνες της κοινής συμβίωσης μας, χωρίσαμε και από κλίνης, η σύζυγός μου δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να κοιμόμαστε μαζί και έτσι μετέτρεψα τον καναπέ του σαλονιού σε κρεβάτι μου. Συν τοις άλλοις, η εν διαστάσει σύζυγός μου άρχισε να ξοδεύει μεγάλα ποσά, κυρίως προς ικανοποίηση των δικών της καταναλωτικών αναγκών και δεν δεχόταν καμία εκ μέρους μου σύσταση, περί συγκρατήσεως και προσαρμογής των δαπανών στα πραγματικά μας εισοδήματα. Τελικά, χρησιμοποίησε και αυτό ως μοχλό πιέσεως προς τα παιδιά για να τα απομακρύνει από εμένα, εμφανίζοντάς με, συστηματικά και μεθοδικά, ως "σφιχτοχέρη" ενώ εκείνη προσέτρεχε προς ικανοποίηση όλων των απαιτήσεών τους. Ένοιωθα ότι δεν είχα πλέον καμία θέση στο σπίτι μου, εκδιωχθείς από τη συζυγική μου κλίνη, χωρίς καμία ψυχική επαφή με τη σύζυγό μου και θεωρούμενος από τα παιδιά μου τυραννικός και σκληρός, αφού έτσι με παρουσίαζε η μητέρα τους. Η αποχώρησή μου, στην ουσία η εκδίωξή μου, από το σπίτι ήταν πλέον η μόνη διέξοδος για να περισώσω το αυτοσεβασμό μου αλλά και να μην οξύνω ακόμα περισσότερο τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια προς μεγαλύτερη ακόμα βλάβη των παιδιών. Τελικώς αποχώρησα από την οικία μας περί τα μέσα Ιουλίου 2008. Την 18.9.2008 μου επιδόθηκε η από 5.9.2008 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του υιού μου, Γ. Ι., εναντίον μου, απευθυνόμενης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στην εν λόγω αίτηση, ο υιός μου ζητά να καταδικαστώ να του καταβάλω ως διατροφή του το ποσό των 6.986 ευρώ μηνιαίως. Η ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συζητήθηκε κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 18.11.2008. Κάτωθι του κειμένου της αιτήσεως, πλην του πληρεξουσίου Δικηγόρου, φέρεται ότι έχει υπογράψει ως αιτών αυτοπροσώπως και ο υιός μου, δια της φερομένης υπογραφής... (αδιευκρίνιστη φράση)... . Όμως, η φερομένη ως υπογραφή του υιού μου, δεν είναι η δική του αλλά της εγκαλουμένης, καθώς τόσο η υπογραφή όσο και ο εν γένει γραφικός χαρακτήρας της φράσεως "Γ. Ι." είναι της εγκαλουμένης και όχι του υιού μου. Η πραγματική υπογραφή του υιού μου εμφανίζεται στο προσκομιζόμενο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο υπ’ αριθμ. .../6.12.2007 της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Γκατζάρου η οποία είναι παντελώς και ριζικώς διαφορετική, τόσο ως σύνολο όσο και ως γραφικός χαρακτήρας από την τεθείσα στο δικόγραφο υπογραφή. Στην πραγματικότητα, η εγκαλουμένη εν διαστάσει νυν σύζυγός μου, υπέγραψε η ιδία το ανωτέρω δικόγραφο και όχι ο αιτών υιός μου.
Συνεπώς, εχώρησε νόθευση εγγράφου κατά το ότι το συγκεκριμένο έγγραφο - δικόγραφο μόνον κατά τον τύπο και ψευδώς φέρεται να είναι προϊόν της βουλήσεως του υιού μου ενώ στην πραγματικότητα είναι προϊόν της βουλήσεως της εγκαλουμένης. Τούτο δε εγένετο υπ’ αυτής προκειμένου να προσδώσει στο εν λόγω δικόγραφο την ιδιαίτερη εκείνη βαρύτητα και ειδικό βάρος που έχει ένα δικόγραφο διατροφής όταν στρέφεται το τέκνο κατά του πατέρα, υπογραφέν από το ίδιο το τέκνο αυτοπροσώπως και όχι απλώς και μόνο από τον πληρεξούσιο ...(αδιευκρίνιστη φράση)... . Με την καταγγελλόμενη συμπεριφορά της, η εγκαλουμένη σκόπευε αφ’ ενός μεν στην παραπλάνηση του Δικαστηρίου σχετικά με την ιδιότητα του ...(αδιευκρίνιστη φράση).... λόγω δικογράφου, και αφ’ ετέρου στην επέλευση παρανόμου βλάβης της περιουσίας μου, ισόποσης προς το αποτέλεσμα της εν λόγω δίκης, δηλαδή, προς το ύψος της σκοπουμένης να επιδικασθεί διατροφής των 6.986 ευρώ μηνιαίως, καθώς επιδίωξή της δια της εν λόγω ενεργείας της ήταν η δημιουργία της πεποιθήσεως στο Δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων ότι τόσο τα περιγραφόμενα ως πραγματικά περιστατικά της επίδικης με αυτά υποθέσεως διατροφής όσο και το αίτημα της αιτήσεως, κατά τη νομική του βάση και το ύψος του, είναι αληθή και προέρχονται και πηγάζουν από τη βούληση του φερομένου ως υπογράψαντος ο δικόγραφο υιού μου. Στην υπό κρίση περίπτωση, η εγκαλουμένη ούτε καν προσπάθησε να μιμηθεί την υπογραφή του υιού μου Γ., φερομένου ως εκδότου και υπογράψαντος ως "Αιτών" το εν λόγω δικόγραφο αλλά έθεσε εντελώς διάφορη υπογραφή, δεικνύουσα έτσι, με την προκλητική και ανενδοίαστη πράξη της, την παντελή της περιφρόνηση προς το νόμο αλλά και το κληθέν να δικάσει την εν λόγω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων Δικαστήριο και, κατά τούτο, δεικνύεται και η ένταση του δόλου της σχετικά με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Σχετικά δε με το παθητικό υποκείμενο του εν περιγραφομένου αδικήματος, η Θεωρία και η Νομολογία παγίως δέχονται ότι δικαιούμενος στην υποβολή εγκλήσεως για το αδίκημα της πλαστογραφίας τυγχάνει και ο εμμέσως ζημιωθείς, δηλαδή, το πρόσωπο το οποίο υπέστη ζημία εκ της παρανόμου συμπεριφοράς του πλαστογράφου. Το πρόσωπο αυτό μπορεί, επομένως, να είναι και διάφορο του προσώπου του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή, όπως εν προκειμένω στην κρινομένη περίπτωση συμβαίνει. Πράγματι, στην κρινομένη υπόθεση, ζημιωθείς εκ της παρανόμου πράξεως της πλαστογραφίας τυγχάνω εγώ, ως καθ’ ου στην διανοιγείσα δίκη διά της ασκήσεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, που φερόμενος, κατ’ αυτήν, ως υπόχρεως διατροφής, διακινδυνεύω στην αντίστοιχη περιουσιακή μου βλάβη. Τελικώς κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 18.11.2008, η υπόψιν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συζητήθηκε, η δε ουσιαστική και τυπική βασιμότητά της υποστηρίχθηκε με έγγραφα και μάρτυρα. Επειδή ως νόθευση εγγράφου θεωρείται και η θέση της υπογραφής υπό άλλου προσώπου αντί του φερομένου ως εκδότου αυτού. Επειδή η εγκαλουμένη έθεσε αυτή υπογραφή κάτωθι του προμνησθέντος δικογράφου ασφαλιστικών μέτρων, υπογράψασα ως Γ. Ι. του Α., αντί του τελευταίου, φερομένου ως "Ο απών" τα ασφαλιστικά μέτρα. Επειδή η ανωτέρω πράξη της εγκαλουμένης πληρεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, διαπραχθείσας υπό την ειδικότερη μορφή της νοθεύσεως εγγράφου και δη της θέσεως πλαστής υπογραφής του προσώπου από το οποίο φέρεται να προέρχεται αυτό. Επειδή πληρούται και η υποκειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος καθώς η εγκαλουμένη έθεσε την υπογραφή της εκ δόλου και μάλιστα βαρυτάτης μορφής προς το σκοπό όπως προξενήσει σε εμένα, ως καθ’ ου η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, παράνομη περιουσιακή μου βλάβη, ισόποση προς την αιτουμένη διατροφή. Επειδή, τελικώς, η εν λόγω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συζητήθηκε κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 18.11.2008, υποστηρίχθηκε δε με προσαγωγή και επίκληση εγγράφων και με μαρτυρική επ’ ακροατηρίω κατάθεση. Επειδή δικαιούμαι στην υποβολή στης προκειμένης εγκλήσεως ως ζημιωθείς από την παράνομη και υπαίτια πράξη της εγκαλουμένης. Επειδή, ως παθών από την καταγγελλόμενη παράνομη πράξη, δικαιούμαι σε αποζημίωση παρά της εγκαλουμένης λόγω ηθικής μου βλάβης". Και όλα τα ανωτέρω έπραξε με σκοπό την ποινική της καταδίωξη για το αδίκημα της πλαστογραφίας. Επί της μηνύσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμό ΕΓ 155-09/420/3Δ/2010 απορριπτική διάταξη κατ’ άρθρο 47 ΚΠΔ του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμό 197/2010 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών και τέθηκε στο Αρχείο. Β) Στην Αθήνα, στις 17/12/2008, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίστηκε για κάποιον άλλο γεγονός την τιμή και την υπόληψή του, το δε γεγονός ήταν ψευδές και το γνώριζε. Ειδικότερα, κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο υπέβαλε την ανωτέρω υπό στοιχείο Α του παρόντος κατηγορητηρίου μήνυση σε βάρος της εγκαλούσας με την οποία ισχυρίστηκε για αυτήν εν γνώσει της αναλήθειας αυτών όσα διαλαμβάνονται στο υπό στοιχείο Α του παρόντος, μπορούσαν δε να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Έλαβαν δε γνώση πολλοί τρίτοι, όπως ο Εισαγγελέας ο γραμματέας κ.ά.". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως της μηνυτρίας Κ. Π., για τα οποία κηρύχθηκε ένοχη ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά απεδείχθησαν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,14, 26 παρ. 1 27 παρ. 1 εδ. α’ και 2, 229 παρ. 1 και 362-363 του ΠΚ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα αναφέρονται στη προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι ήταν ψευδές, το περιεχόμενο της από 11-12-2008 μηνύσεως του αναιρεσείοντος, με την οποίαν την κατεμήνυσε την μηνύτρια Κ. Π. ενώπιον του εισαγγελέως πλημμελειοδικών Αθηνών, ότι διέπραξε το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, συνιστάμενο στο ότι στην από 5.9.2008 υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περί επιδικάσεως προσωρινής διατροφής, που φέρεται ότι άσκησε κατ’ αυτού (αναιρεσείοντος) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο υιός αυτού και εκείνης (καταμηνυθείσης) Γ. Ι., υπέγραψε η ιδία με το όνομα του τελευταίου χωρίς να έχει την προς τούτο εξουσιοδότηση του αιτούντος υιού τους, ότι ο αναιρεσείων τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους, ότι την κατεμήνυσε προκειμένου να επιτύχει την ποινική δίωξή της για το αδίκημα της πλαστογραφίας του και ότι, επί πλέον, το ίδιο αυτό ψευδές γεγονός, το οποίον ισχυρίσθηκε ενώπιον των λαβόντων γνώση του περιεχομένου της μηνύσεώς του αυτής εισαγγελέως πλημμελειοδικών Αθηνών, γραμματέως της εισαγγελίας πλημμελειοδικών Αθηνών κ.α., ήταν προς τούτο πρόσφορο και μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτής. Εκτίθεται ο τρόπος, με τον οποίο, αφ’ ενός μεν επεδίωξε την άσκηση κατά της μηνύτριας - εγκαλούσης ποινικής διώξεως για πλαστογραφία, ήτοι υποβάλλοντας, για την υπό το ανωτέρω περιεχόμενο πράξη αυτή, που της απέδιδε, μήνυση στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών, αφ’ ετέρου δε ισχυρίσθηκε για την εγκαλούσα τα ως άνω ψευδή γεγονότα, ενώπιον τρίτων που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της.
Εκτίθενται ακόμη οι παραδοχές, βάσει των οποίων έκρινε, ότι τα ως άνω γεγονότα, τα οποία διέλαβε στην ως άνω μήνυσή του ο αναιρεσείων ήσαν ψευδή, και το ψευδές τους το εγνώριζε, αφού διαλαμβάνεται ειδικώς, ότι κατά 17-12-2008, που υπέβαλε την ως άνω μήνυσή του στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών, είχε ήδη συζητηθεί και δη κατά την δικάσιμο της 18-11-2008, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η προαναφερόμενη και κατ’ αυτού στρεφόμενη από 5.9.2008 υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περί επιδικάσεως προσωρινής διατροφής, που είχε ασκήσει εναντίον του ο υιός του Γ. Ι., η οποία σημειωτέον έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 11247/31-12-2008 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, και κατά την συζήτησή της ο αντίδικος υιός του αυτός, είχε προσκομίσει δια του νομικού παραστάτου του και επομένως είχε λάβει και ο ίδιος γνώση του, ως εγγράφου της δικογραφίας του αντιδίκου του αυτού, την από 25-10-2008 δήλωση-εξουσιοδότησή του, στην οποία αναφέρονταν ότι εξουσιοδοτούσε την μηνυομένη (εν προκειμένω μηνύτρια) μητέρα του και το δικηγόρο, που αυτή θα διορίσει κατ’ επιλογή της να ασκήσουν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων διατροφής κατά του πατέρα μου αυτού (αναιρεσείοντος), ότι ενέκρινε όλες τις ενέργειες που είχαν γίνει μέχρι τότε προς το σκοπό αυτό, ότι είχε εξουσιοδοτήσει τη μητέρα του να υπογράψει αντ’ αυτού την σχετική αίτηση, ότι ενέκρινε κάθε σχετική ενέργεια της, ότι εξουσιοδοτούσε την ίδια (μητέρα του) και τον δικηγόρο επιλογής της να μεριμνήσουν κάθε τι αναγκαίο για την εκπλήρωση της πιο πάνω εντολής, να παρασταθούν στο Δικαστήριο, να υπογράφουν έγγραφα, να εξετάζουν μάρτυρες και δήλωνε ότι από τη καταμηνυομένη μητέρα του τέθηκε η υπογραφή του επί της ως άνω ασκηθείσης αιτήσεως διατροφής, κατόπιν εντολής του και έχοντας πλήρη γνώση του περιεχομένου της αιτήσεως, ενώ περαιτέρω μέσα στην προθεσμία αντικρούσεως ισχυρισμών και προσκομίσεως εγγράφων, είχε προσκομισθεί και το με ημερομηνία 21-11-2008 και με αριθμό ... συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Φουρουτζόγλου, σύμφωνα με το οποίο ο αυτός υιός του αναιρεσείοντος Γ. Ι. εξουσιοδοτούσε τον δικηγόρο Ν. Α. να παραστεί και να τον εκπροσωπήσει κατά την εκδίκαση της επίδικης αιτήσεως κατά του πατέρα του να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ήθελε θεωρηθεί απαραίτητη για την διεκπεραίωση της παραπάνω εντολής και τέλος ενέκρινε οποιαδήποτε ενέργεια είχε γίνει μέχρι τότε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο στα πλαίσια της ως άνω αναφερόμενης δικαστικής υπόθεσης. Το δικαστήριο αιτιολογεί περαιτέρω τον δόλο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου με τις παραδοχές που εκθέτει στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι αφ’ ενός μεν υπέβαλε την εν γνώσει του ψευδή αυτή μήνυση στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών με τον μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την υπό του τελευταίου, ως αρμοδίου προ τούτο, ποινική δίωξη της εν προκειμένω μηνυτρίας για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, αφ’ ετέρου δε ότι επίσης εν γνώσει ψεύδους τους τελών, ισχυρίσθηκε με την ως άνω μήνυσή του ενώπιον των εισαγγελέως, γραμματέως και λοιπών προσώπων, που έλαβαν γνώση αυτής, τα προεκτεθέντα γεγονότα που της καταμαρτυρούσε, με βάση τα οποία ισχυριζόταν ενώπιόν τους ότι αυτή είχε τελέσει το έγκλημα της πλαστογραφίας, και τα οποία (γεγονότα αυτά) μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της ως ανθρώπου και ανωτέρου τραπεζικού στελέχους, γεγονός που επίσης εγνώριζε ο αναιρεσείων. Καθ’ όσον αφορά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 363 σε συνδ. με το άρθρο 362 ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε ότι θεωρούνται τρίτοι κατά την έννοια των διατάξεων αυτών ο εισαγγελέας και οι δικαστικοί υπάλληλοι, που έλαβαν γνώση της, κατά τα ανωτέρω, δυσφημιστικού της μηνύτριας περιεχομένου της κατ’ αυτής μηνύσεως του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα, διότι στην έννοια του τρίτου, κατά τις διατάξεις αυτές, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κλπ που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διαδόσεως (ΑΠ 611/2015, ΑΠ 1362/2000), β) ότι αντιφατικώς και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεως του άρθρου 363 σε συνδ. με 362 του ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του την παραδοχή ότι των ανωτέρω δυσφημιστικών ισχυρισμών και διαδόσεων της μηνυομένης έλαβαν γνώση συνάδελφοι και προϊστάμενοι της τελευταίας με την επίδοση σ’ αυτήν (μηνυομένη) του δικογράφου της ως άνω μηνύσεώς του στον χώρο της εργασίας της, είναι επίσης αβάσιμη και απορριπτέα, καθ’ όσον, όπως από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, η τοιαύτη αναφορά εγένετο πλεοναστικώς και μόνον χωρίς αναφορά περί επιδόσεως της μηνύσεως αυτής, αλλά άλλων δικογράφων και όχι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, προς στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής και αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος, ουδεμία δε αντίφασις υφίσταται από την παραδοχή αυτή προς εκείνη, ότι των εν λόγω συκοφαντικών διαδόσεων και ισχυρισμών του αναιρεσείοντος έλαβαν γνώση ο εισαγγελέας και οι δικαστικοί υπάλληλοι που επελήφθησαν αυτής. γ) ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ περί εντολής και αντιπροσωπεύσεως και χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι νομίμως η εγκαλούσα υπέγραψε την ως άνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή του προαναφερομένου αιτούντος υιού τους, έχοντας την προς τούτο εντολή του τελευταίου, ενώ διέλαβε και αντιφατική αιτιολογία από την παραδοχή αυτή, δεδομένου, ότι, κατά την αυτή αιτίαση του αναιρεσείοντος, ο αντιπρόσωπος που έχει την προς τούτο εντολή, υπογράφει το έγγραφο με το δικό του όνομα δηλώνοντας ταυτοχρόνως την σχέση αντιπροσωπεύσεως και δεν θέτει ποτέ κατ’ απομίμηση την υπογραφή του αντιπροσωπευομένου, είναι ωσαύτως αβάσιμη και απορριπτέα κατ’ αμφότερα τα σκέλη της, καθ’ όσον, κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 και 211 του ΑΚ, ο αντιπρόσωπος εντολοδόχος εκτελεί την εντολή, υπογράφοντας, όταν τούτο απαιτείται και έχει την προς τούτο εντολή, αντί του αντιπροσωπευομένου, είτε θέτοντας την δική του υπογραφή, είτε θέτοντας την υπογραφή του αντιπροσωπευομένου εντολέως, ο οποίος και δεσμεύεται από αυτό, τούτο δε έχει ως συνέπεια, ότι δεν στοιχειοθετείται η αποδιδόμενη στην μηνύτρια πλαστογραφία της ως άνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, όπως δέχθηκε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και κατ’ ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 713 και 211 του ΑΚ και η προσβαλλομένη απόφαση.
Συνεπώς οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατά τα λοιπά, οι ίδιοι λόγοι, με τους οποίους υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή αμφισβητείται η κρίση του δικαστηρίου ως προς το τι προκύπτει από κάθε αποδεικτικό μέσο, περιέχουν ανεπίτρεπτη προσβολή της αναγομένης στην εκτίμηση των πραγμάτων κρίσεως του δικαστηρίου και είναι εκ τούτου απαράδεκτοι.
Η κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς τα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς, εκείνοι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, με σαφήνεια και πληρότητα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή τη μείωση αυτής καθώς και στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Αυτοτελής ισχυρισμός κατά την ανωτέρω έννοια είναι και ο ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης του άρθρου 31 παρ. 2 του ΠΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως ο αναιρεσείων προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί συγγνωστής νομικής πλάνης του, ο οποίος διελάμβανε επί λέξει τα εξής: "Στο κρίσιμο ζήτημα της μεταγενέστερης εγκρίσεως υπό του υιού μου της υπογραφής της εναντίον μου αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων από τη μηνύτρια, προσέφυγα στη γνώμη έμπειρων νομικών για να πληροφορηθώ ότι η μεταγενέστερη έγκριση υπό του υιού μου -ακόμα και αν θεωρηθεί ως τέτοια- της εκ μέρους της μηνύτριας υπογραφής της υπόψιν αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δεν συνιστά απαλλαγή της από την πλαστογραφία αφού από την πράξη της θίγονται τα έννομα συμφέροντα εμού, ως τρίτου. Προς τούτο, μου ετέθησαν υπόψιν οι αποφάσεις ΑΠ 1708/99 ΠοινΧρ Ν’ 746, ΑΠ 905/1993 ΠοινΧρ ΜΓ’ 685 και οι απόψεις των Τούση – Γεωργίου αρθρ.216 αρ. 17 και Μυλωνόπουλου Ποιν. Δικ. Ειδικό Μέρος αρθρ. 216-223 σελ. 63 που συγκλίνουν ότι η εκ των υστέρων έγκριση της υπογραφής δεν αποκλείει το αδίκημα της πλαστογραφίας. Μου ετέθη επίσης, υπόψιν η γνώμη του έγκριτου Μ. Μ. ο οποίος αναφέρει (εις Ποιν. Κώδικα αρθρ. 216, αρ 42) ".Φρονώ ότι αν δεν θίγονται συμφέροντα τρίτου, αλλά μόνον του δικαιούχου της υπογραφής, η εκ των υστέρων έγκριση από αυτόν δεν μπορεί να καταλήξει σε ενοχή του δράστη (συνήθως τα δικαστήρια απαλλάσσουν ή για έλλειψη δόλου ή με τη λογική υπέρβαση του "πρωθύστερου", αξιολογούντα την έγκριση ως συναίνεση". (Η υπογράμμιση δική μου). Από το αμέσως ανωτέρω, συνάγεται εξ αντιθέτου αβίαστα (Argumentum a contrario) ότι, όταν υπάρχει τρίτο πρόσωπο (όπως εγώ εν προκειμένω) του οποίου θίγονται τα έννομα συμφέροντα (ήμουν καθ’ ου στην υπόψιν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων), η έγκριση του δικαιούχου της υπογραφής προς αυτόν που πραγματικά υπέγραψε, δεν απαλλάσσει τον τελευταίο, αφού η τιμωρία της πλαστογραφίας έχει τεθεί προς προστασία της ολότητας, της ασφάλειας των εγγράφων και των συναλλαγών. Κατά συνέπεια, παρά την επιμέλεια την οποία επέδειξα, έχοντας και ως δεδομένο ότι πράγματι η επί της υπόψιν αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων υπογραφή δεν ανήκε στον υιό μου αλλά στη μηνύτρια, ήμουν πεπεισμένος ότι είχε τελεστεί το αδίκημα της πλαστογραφίας αφού δεν μπορούσα να διαγνώσω τη νομική βαρύτητα της συναινέσεως ή της εκ των υστέρων εγκρίσεως -τα οποία άλλωστε αγνοούσα, κατά τα προεκτεθέντα- και να προβώ στη νομική ερμηνεία ότι αύτη αίρει αναδρομικά την αντικειμενική υπόσταση της πλαστογραφίας.". Υπ’ αυτό το περιεχόμενο και μόνον και δεδομένου ότι ουδόλως ο αναιρεσείων διέλαβε υποκειμενικά στοιχεία θεμελιωτικά του συγγνωστού της επικαλουμένης πλάνης του (ηλικία, επάγγελμα, πνευματικές ικανότητες, προσπάθεια ενημέρωσης και για τις περί του αντιθέτου νομικές απόψεις και την κρατούσα άποψη για το εν λόγω θέμα), ήτοι της αδυναμίας του, με βάση τις ιδιότητες που συνθέτουν την προσωπικότητα του, να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του, αρκέσθηκε δε μόνο στην αναφορά ότι ενημερώθηκε από τους νομικούς παραστάτες του μόνον για την άποψη που διέλαβε στον ισχυρισμό του αυτό χωρίς περαιτέρω να εκθέτει εάν του ετέθησαν υπ’ όψει και άλλες, περί του αντιθέτου νομικές απόψεις επί του ζητήματος αυτού και με ποια κριτήρια επέλεξε την πρώτη άποψη, ο ισχυρισμός του αυτός ήταν αόριστος και επομένως το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Παρά τούτο με την προσβαλλομένη απόφασή του εκ περισσού, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την εξής, επί λέξει, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. "Περαιτέρω, αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλει ο κατηγορούμενος για συγγνωστή νομική πλάνη, που προβλέπεται από το άρθρο 31 παρ.2 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη, αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πλάνη είναι συγγνωστή, όταν ο δράστης όχι μόνο αγνοεί αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλε, ενόψει των προσωπικών, πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων και ικανοτήτων και εφόσον πίστευε εύλογα ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένη εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου ή λόγω εσφαλμένης πληροφόρησης από ειδικούς (νομικούς παραστάτες ή άλλες έγκυρες πηγές). ΑΠ 20/2015, ΑΠ 684/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην κρινομένη υπόθεση, ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι πείσθηκε ότι η μεταγενέστερη έγκριση από τον υιό του της υπογραφής που έθεσε η μητέρα του - εγκαλούσα δεν απάλλασσε την τελευταία αυτή από την τέλεση πλαστογραφίας καθόσον του ετέθησαν υπόψη του, από τους νομικούς του παραστάτες, οι αποφάσεις ΑΠ 1708/1999 και οι απόψεις των Τούση - Γεωργίου και Μυλωνόπουλου, οι οποίες (κατά τον κατηγορούμενο) συγκλίνουν στην άποψη ότι η εκ των υστέρων έγκριση της υπογραφής δεν αποκλείει το αδίκημα της πλαστογραφίας καθώς και του Μ. Μ. ο οποίος εκφέρει την άποψη: "Φρονώ ότι αν δεν θίγονται συμφέροντα τρίτου, αλλά μόνον του δικαιούχου της υπογραφής, η εκ των υστέρων έγκριση από αυτόν δεν μπορεί να καταλήξει σε ενοχή του δράστη (συνήθως τα δικαστήρια απαλλάσσουν ή για έλλειψη δόλου ή με τη λογική υπέρβαση του "πρωθύστερου", αξιολογούντα την έγκριση ως συναίνεση". Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου, πέραν της αοριστίας υπό την οποία εκφέρεται - αφού ο κατηγορούμενος παραλείπει να προσδιορίσει τις πνευματικές και επαγγελματικές του ιδιότητες, οι οποίες συνθέτουν την προσωπικότητά του και προσδιορίζουν την δυνατότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του καθώς και άλλες ενέργειες στις οποίες προέβη, προκειμένου να πληροφορηθεί αν η παραπάνω συμπεριφορά του ήταν νόμιμη, ώστε να κριθεί η επιμέλειά του (βλ. ΑΠ 20/2015, ΑΠ243/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)- είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν αφού η παγία, διαχρονική και πλουσία νομολογία του ΑΠ αλλά και άλλων Δικαστηρίων κατατείνει στην άποψη ότι αυτός που συμπληρώνει έγγραφο ή υπογράφει τούτο ύστερα από εντολή του φερόμενου ως εκδότη του ή με τη συναίνεση αυτού δεν διαπράττει πλαστογραφία (ΑΠ 53/2014, ΑΠ 416/2014, ΑΠ 656/2010, ΑΠ 88/2009. ΑΠ 1113/2009, ΑΠ 1499/2008, 1740/2008, ΑΠ 2462/2008, ΑΠ 1505/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και συνεπώς δεν αιτιολογείται επαρκώς από τον κατηγορούμενο πως του ετέθησαν υπόψη μόνον κατ’ εξαίρεση προβαλλόμενες θεωρητικές νομικές απόψεις και όχι η ισχύουσα και διαχρονική νομολογία, η οποία εξάλλου αποτυπώνει και ζήτημα το οποίο είναι προσιτό και οικείο και στον μέσο κοινωνικό άνθρωπο αλλά και εξατομικευμένα και στον κατηγορούμενο, ο οποίος έχει σπουδάσει οικονομικές επιστήμες και είναι μέτοχος σε ναυτιλιακή επιχείρηση". Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη υπ’ αριθμ. 195 από 9-12-2015 αίτηση του Α. Ι. του Γ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2805/2015 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την υπ’ αριθμ. … από 9-12-2015 αίτηση του Α. Ι. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2805/2015 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Αριθμός 1264/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Βιολέττας Κυτέα, σύμφωνα με την υπ’ αριθ.38/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αγγελική Αλειφεροπούλου, Δημήτριο Χονδρογιάννη, Διονυσία Μπιτζούνη και Ιωάννη Μπαλιτσάρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Ι. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άγγελο Στάϊκο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 2805/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Κ. Π., κάτοικο ..., η οποία δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Δεκεμβρίου 2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 69/2016
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ (όπως το τελευταίο ετροποποιήθη και ισχύει, με το άρθρο 2 παρ. 5 Ν. 2408/1996) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε συνήγαγε την ύπαρξη των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος για το οποίο κατεδικάσθη ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών των τελευταίων στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η κατά τ’ άνω αιτιολογία, πρέπει να εκτείνεται όχι μόνο στην απόφαση για την ενοχή, την καταδικαστική δηλαδή, ή απαλλακτική απόφαση του δικαστηρίου, αλλά σε όλες χωρίς εξαίρεση τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως εάν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες, ή εάν η έκδοσή των αφίεται στη διακριτική ανέλεγκτη ή ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου που τις εξέδωσε. Έτσι η απορριπτική της ενστάσεως ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος απόφαση πρέπει να είναι ειδικώς αιτιολογημένη, με αναφορά των περιστατικών και των συλλογισμών με βάση τους οποίους το δικαστήριο κατέληξε στην απορριπτική του κρίση, εφ’ όσον βεβαίως η υποβολή της τοιαύτης ενστάσεως έγινε σαφώς και ορισμένως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης υπ’ αριθμ. 2805/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων παριστάμενος μετά συνηγόρου επανέφερε την και πρωτοδίκως υποβληθείσα και με σχετικό λόγο εφέσεως προβαλλόμενη, ένσταση ακυρότητος του κλητηρίου θεσπίσματος, βάσει του οποίου και κατεδικάσθη για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμιση και ζήτησε την ακύρωσή του, για τον λόγο ότι δεν εκτίθενται σε αυτό ποια ήσαν τα ψευδή και ποια ήσαν τα αληθή περιστατικά. Ειδικότερον, ο αναιρεσείων κατεδικάσθη για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση της εγκαλούσης Κ. Π., που διέπραξε με την ενώπιον του εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών υποβολή εναντίον της, της από 11-12-2008 μηνύσεώς του για το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, συνισταμένου στην υπ’ αυτής πλαστογράφηση της υπογραφής του υιού αυτού και εκείνης Γ. Ι. στην από 5-9-2008, υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 164820/12501/2008, αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, που ο τελευταίος (υιός αυτός των διαδίκων τούτων) άσκησε στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ζητώντας από αυτόν (κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα) την επιδίκαση προσωρινής διατροφής, η οποία μήνυση απερρίφθη ως ψευδής, με σχετική διάταξη του ως άνω εισαγγελέα η οποία επικυρώθηκε από τον εισαγγελέα Εφετών Αθηνών. Η προσβαλλομένη απόφαση απέρριψε την άνω ένσταση, κατά λέξη, ως εξής: "Από τις διατάξεις των άρθρων 173 παρ. 1, 174 παρ. 2 και 321 παρ. 1 στοιχ. δ’ και 4 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο, πρέπει να περιέχει μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται, και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει, ως άρθρο του ποινικού νόμου νοείται κάθε διάταξη που τυποποιεί το έγκλημα και καθορίζει την απειλούμενη ποινή. Διαφορετικά υπάρχει σχετική ακυρότητα, η οποία καλύπτεται, αν, εκείνος που κλητεύθηκε στη δίκη, εμφανιστεί και δεν προβάλλει αντιρρήσεις στην πρόοδο της δίκης. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί τότε η ακυρότητα αυτή δεν καλύπτεται και μπορεί να προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνο με λόγο έφεσης κατά της εκκλητής απόφασης. Εφόσον η εν λόγω ακυρότητα δεν προταθεί ως λόγος έφεσης καλύπτεται. Αν δεν καλυφθεί η ακυρότητα αυτή, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Β ΚΠΔ. (ΑΠ 440/2013, ΑΠ 808/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην κρινομένη υπόθεση, από την επισκόπηση του από 21-06-2012 κλητηρίου θεσπίσματος προκύπτει ότι αυτό περιέχει όλα τα απαιτούμενα πραγματικά περιστατικά ήτοι καθορίζονται επακριβώς τα γεγονότα όσα διαλαμβάνονται στην από 11-12-2008 μήνυση που κατέθεσε ο κατηγορούμενος σε βάρος της εγκαλούσας και ελέγχονται ως ψευδή αλλά και τα γεγονότα που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα καθώς και μνεία των άρθρων του ποινικού νόμου που προβλέπει τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, οι διατάξεις δηλονότι του ποινικού νόμου που τυποποιούν τα εγκλήματα και καθορίζουν τις απειλούμενες ποινές. Συνακόλουθα, είναι απορριπτέος ο αντίστοιχος ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί αοριστίας του κλητηρίου θεσπίσματος, ο οποίος εκφέρεται και ως λόγος εφέσεως". Εντεύθεν η αιτιολογία αυτή της παρεμπιπτούσης αποφάσεως είναι ειδική και πλήρης, όπως απαιτείται, κατά τα ανωτέρω, από το Σύνταγμα και τον Κ.Π.Δ., αφού διαλαμβάνεται, ότι τα εκτιθέμενα στο εν λόγω κλητήριο θέσπισμα γεγονότα, είναι εκείνα που φέρονται ως ψευδή, δεν ήταν δε αναγκαία, περαιτέρω, η αναφορά των αληθών περιστατικών (ΑΠ 918/2014), όπως αβασίμως αιτιάται ο αναιρεσείων.
Συνεπώς ο σχετικός λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Π.Δ. περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της άνω παρεμπιπτούσης απορριπτικής αποφάσεως, είναι αβάσιμος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι’ αυτήν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του υπ’ αυτής προβλεπομένου εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μηνύσεως ή ανακοινώσεως να είναι αντικειμενικώς ψευδές και ο μηνύσας ή ανακοινώσας να είχε γνώση ότι είναι ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 ΠΚ, προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, απαιτείται αντικειμενικώς μεν ισχυρισμός ή διάδοση από το δράστη για άλλον, ενώπιον τρίτου, ψευδούς γεγονότος, το οποίο μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει, αφ’ ενός μεν τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του άλλου και αφ’ ετέρου τη θέληση αυτού να ισχυριστεί ή διαδώσει ενώπιον τρίτου το γεγονός αυτό. Περαιτέρω, η δικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά καθώς και οι σκέψεις, με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο όλο. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, δεν είναι κατ’ αρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι προκύπτει από την πραγμάτωση των περιστατικών τούτων. Όταν όμως, όπως συμβαίνει επί των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως, της συκοφαντικής δυσφημήσεως, της ψευδορκίας μάρτυρα και της ηθικής αυτουργίας στις ανωτέρω πράξεις, αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η "εν γνώσει" ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως ή η τέλεση της πράξεως με τον "σκοπό" προκλήσεως ορισμένου αποτελέσματος, δηλαδή άμεσος δόλος, η ύπαρξη αυτού πρέπει να αιτιολογείται ειδικά, με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν, ότι υπήρχε το στοιχείο της γνώσης και τούτο διότι η γνώση ως ενδιάθετη βούληση επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη εις τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς, ότι το περιεχόμενο της καταμηνύσεως κ.λ.π ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Υπάρχει, όμως, και στις περιπτώσεις αυτές η εν λόγω αιτιολογία, όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός με το ψευδές γεγονός ισχυρισμός του δράστη, θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση του δράστη, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών με τη γνώση, περιστατικών. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει και εσφαλμένη είναι η εφαρμογή αυτού, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδέχθη ότι προέκυψαν, στην αληθή έννοιά του αλλά και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, διότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2805/2015 απόφαση, το Τριμελές Εφετείο Αθηνών, που την εξέδωσε δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, δέχθηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας, πρακτικά πρωτοβαθμίου δίκης, αναγνωσθέντα έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Ο κατηγορούμενος και η εγκαλούσα Κ. Π. υπήρξαν σύζυγοι, μετά από γάμο που τέλεσαν την 26-11-1988, από το γάμο τους δε αυτόν απέκτησαν δύο τέκνα, το Γ. γεννηθέντα την 23-05-1989 και την Ι. γεννηθείσα την 26-09-1991. Τον Ιούλιο του 2008 επήλθε διάσπαση μεταξύ των συζύγων και επακολούθησε οξύτατη αντιδικία αναφορικά με όλα τα θέματα που σχετίζονται με τη λύση του γάμου, τη διατροφή συζύγου και τέκνων κλπ. Στα πλαίσια αυτά, στις 18-09-2008 επιδόθηκε στον κατηγορούμενο η από 05-09-2008 και με αριθμό κατάθεσης 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του υιού του Γ. Ι. με την οποία ο τελευταίος αξίωνε από τον κατηγορούμενο ως προσωρινή, μηνιαία διατροφή του το ποσό των 6.986 ευρώ, η οποία (αίτηση) συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών στις 18-11-2008. Με την από 11-12-2008 έγκληση που κατέθεσε ο κατηγορούμενος σε βάρος της εγκαλούσας - συζύγου του, με την οποία κατά τον ως άνω χρόνο τελούσε σε διάσταση, ισχυρίσθηκε ότι η τεθείσα στο κάτω μέρος του κειμένου της εν λόγω αίτησης ασφαλιστικών μέτρων υπογραφή, δεν είναι του διαδίκου - υιού του, αλλά της εγκαλούσας, η οποία έθεσε αυτή (υπογραφή) χωρίς τη γνώση και βούληση του Γ. Ι. και χωρίς ο τελευταίος να έχει γνώση περί των ενεργειών της μητέρας του, νοθεύοντας έτσι το συγκεκριμένο δικόγραφο, ώστε να φέρεται ως προϊόν της βουλήσεως του υιού του η σύνταξη του ενώ στην πραγματικότητα εξέφραζε μόνο τη βούληση της εγκαλούσας. Ο κατηγορούμενος υπέβαλε την παραπάνω μήνυση σε βάρος της συζύγου του με μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική της δίωξη για τη διάπραξη του πλημμελήματος της πλαστογραφίας. Μετά την υποβολή της μηνύσεως αυτής διατάχθηκε από τον αρμόδιο Εισαγγελέα η διενέργεια σχετικής προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος της εγκαλούσας για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, για την οποία την κατεμήνυσε ο κατηγορούμενος και αυτή υπέβαλε έγγραφες εξηγήσεις, κατ’ άρθρ. 31 παρ. 2 ΚΠΔ, αλλά ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την υπ’ αριθμ. ΕΓ 155-09/420/3Δ/2010 διάταξή του, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 197/2010 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών, απέρριψε την από 11-12-2008 έγκληση του κατηγορουμένου. Ήδη, από το σύνολο της αποδεικτικής διαδικασίας και ειδικότερα από την από 25-10-2008 δήλωση- εξουσιοδότηση του Γ. Ι. και το από 21-11-2008 με αριθμό ... συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σ. Φουρουτζόγλου αποδείχθηκε ότι τα ως άνω επικαλούμενα από τον κατηγορούμενο πραγματικά περιστατικά ήταν ψευδή, καθόσον κατά την υπογραφή της από 05-09-2008 αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, η εγκαλούσα υπέγραψε η ίδια στη θέση της υπογραφής του υιού της Γ. Ι. και για λογαριασμό του, έχοντας την προς τούτο συναίνεση του τελευταίου και ο κατηγορούμενος εξέθεσε τα παραπάνω ψευδή περιστατικά στη μήνυσή του, προκειμένου να προκαλέσει την καταδίωξη της εγκαλούσας για τις αξιόποινες πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως και της απόπειρας απάτης ενώπιον δικαστηρίου. Γνώριζε δε ο κατηγορούμενος το ψεύδος αυτών και ειδικότερα ότι ο υιός του βρισκόταν για σπουδές στο εξωτερικό (Αγγλία) και δεν μπορούσε να υπογράψει ο ίδιος την αίτηση, από τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί του, μάλιστα επισκέφθηκε ο ίδιος τον υιό του όταν ο τελευταίος αυτός επέστρεψε για ολιγοήμερες διακοπές στην Ελλάδα, τον Οκτώβριο του 2008, και είχε συζήτηση μαζί του για την επίδικη δίκη διατροφής. Επιπλέον όταν υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο η μήνυση σε βάρος της εγκαλούσας, την 17-12-2008, ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών είχε ήδη προηγηθεί η συζήτηση της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων του υιού των διαδίκων Γ. Ι. εναντίον του κατά τη δικάσιμο της 18-11-2008, είχαν ήδη κατατεθεί από τους τότε διαδίκους όλα τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα απ’ αυτούς έγγραφα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών και είχαν λάβει γνώση των εγγράφων οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι αυτών και συνεπώς και ο κατηγορούμενος είχε λάβει γνώση των σχετικών εγγράφων που είχε προσκομίσει και επικαλεστεί ο πληρεξούσιος δικηγόρος του υιού του Γ. Ι. κατά την εκδίκαση της αιτήσεως και στο κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας με την υποβολή του σημειώματος και των λοιπών εγγράφων, προκειμένου να αποδείξει την ενεργητική νομιμοποίηση του υιού του και την χορηγηθείσα πληρεξουσιότητα από τον υιό του προς τον παραστάντα πληρεξούσιο δικηγόρο του Ν. Α. προς αντίκρουση σχετικής ενστάσεως ελλείψεως πληρεξουσιότητας υποβληθείσης από τον δικηγόρο του κατηγορουμένου. Ειδικότερα κατά την συζήτηση της υποθέσεως εκείνης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Γ. Ι. προσκόμισε την από 25-10-2008 δήλωση-εξουσιοδότηση αυτού, στην οποία αναφέρονταν τα εξής: "...ο κάτωθι υπογεγραμμένος Γ. Ι. ... εξουσιοδοτώ την μητέρα μου ... και το δικηγόρο που αυτή διορίζει κατ’ επιλογή της να ασκήσουν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων διατροφής κατά του πατέρα μου ... Εγκρίνω όλες τις ενέργειες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα προς το σκοπό αυτό. Έχω εξουσιοδοτήσει τη μητέρα μου να υπογράψει αντ’ εμού σχετική αίτηση και εγκρίνω κάθε σχετική ενέργεια της. Εξουσιοδοτώ δε περαιτέρω τη μητέρα μου και το δικηγόρο επιλογής της να μεριμνήσουν κάθε τι αναγκαίο για την εκπλήρωση της πιο πάνω εντολής, να παρασταθούν στο Δικαστήριο, να υπογράφουν έγγραφα, να εξετάζουν μάρτυρες...Δηλώνω ότι η υπογραφή από τη μητέρα μου τέθηκε επί της ασκηθείσης αίτησης διατροφής, που εκδικάζεται τον Νοέμβριο κατόπιν εντολής μου και έχοντας πλήρη γνώση του περιεχομένου της αίτησης...". Ακολουθεί βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του Γ. Ι. από το ΚΕΠ της Ν.Α. Αθηνών - Πειραιώς με ημερομηνία 25-10-2008. Επίσης, ομοίως μέσα στην προθεσμία αντικρούσεως ισχυρισμών και προσκομίσεως εγγράφων, προσκομίστηκε και το με ημερομηνία 21-11-2008 και με αριθμό ... συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Φουρουτζόγλου, σύμφωνα με το οποίο ο Γ. Ι. εξουσιοδοτούσε τον δικηγόρο Ν. Α. να παραστεί και να τον εκπροσωπήσει κατά την εκδίκαση της επίδικης αιτήσεως κατά του πατέρα του (κατηγορουμένου) να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ήθελε θεωρηθεί απαραίτητη για την διεκπεραίωση της παραπάνω εντολής και τέλος ενέκρινε οποιαδήποτε ενέργεια είχε γίνει μέχρι τότε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο στα πλαίσια της ως άνω αναφερόμενης δικαστικής υπόθεσης. Πρέπει να αναφερθεί ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 11247/31-12-2008 απόφασή του έκανε δεκτή την αίτηση του Γ. Ι. καθώς και της εγκαλούσας, οι οποίες συνεκδικάσθησαν διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της αποφάσεως και σε σχέση με το θέμα της παραπάνω πληρεξουσιότητας τα ακόλουθα: "Να σημειωθεί ότι μετά την αμφισβήτηση του καθ’ ου της πληρεξουσιότητας του δικηγόρου του αιτούντος Ν. Α., ο αιτών προσεκόμισε το υπ’ αριθμ. .../21-11-2008 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Φουρουτζόγλου από το οποίο αποδεικνύεται η πληρεξουσιότητα του προαναφερόμενου δικηγόρου (αρ. 94 ΚΠολΔ)". Στη συνέχεια επακολούθησε και η, εκ μέρους του υιού του κατηγορουμένου, άσκηση της από 2-01-2009 και υπ’ αύξοντα αριθμό καταθέσεως 228/2009 τακτικής αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία) με αίτημα την επιδίκαση διατροφής κατά την τακτική διαδικασία και ορισθείσα δικάσιμο την 28-9-2009. Παρά την ύπαρξη δε των προαναφερομένων στοιχείων, που καταδεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε την ύπαρξη εντολής εκ μέρους του υιού του προς την εγκαλούσα μητέρα του να ασκήσει για λογαριασμό του αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και συναινούσε προς τούτο και δη, όταν λίγες μόνον ημέρες μετά από την επίδοση στον κατηγορούμενο της αιτήσεως ο υιός του συνέταξε την από 25-10-2008 έγγραφη δήλωση- εξουσιοδότησή του προς τη μητέρα του, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, μόλις ο τελευταίος επέστρεψε από την Αγγλία, αποδεικνύουν ακριβώς ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος και είχε λάβει γνώση της παραπάνω δηλώσεως αλλά και του προαναφερθέντος πληρεξουσίου ήδη από 18-1V- 2008, υπέβαλε την από 17-12-2008 μήνυση σε βάρος της εγκαλούσας ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, εν γνώσει της αναλήθειάς της και με μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την ποινική δίωξη σε βάρος της εγκαλούσας για το αδίκημα της πλαστογραφίας κλπ. Επιπλέον ο κατηγορούμενος στον ίδιο τόπο και χρόνο, με την ανωτέρω μήνυση του, της οποίας έλαβαν γνώση πολλοί τρίτοι, όπως ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών, δικαστές και δικαστικοί υπάλληλοι, εν γνώσει του, ισχυρίστηκε και διέδωσε τα αναφερόμενα πιο πάνω γεγονότα, τα οποία ήταν ψευδή και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας αλλά και συνάδελφοι και προϊστάμενοι της εγκαλούσας αφού αυτός φρόντιζε να επιδίδει τα σε βάρος της εγκαλούσας δικόγραφα, με το παραπάνω ψευδές περιεχόμενο, στο χώρο της εργασίας της πρώην συζύγου του, η οποία είναι ανώτερο Τραπεζικό στέλεχος, προκειμένου ακριβώς να την εκθέσει, να την συκοφαντήσει και να της δημιουργήσει προβλήματα στην εργασία της. Με τα δεδομένα αυτά, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος των αξιόποινων πράξεων της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως, που του αποδίδονται, όπως τα πραγματικά περιστατικά που τις θεμελιώνουν αναφέρονται στο διατακτικό, αφού εν προκειμένω πληρούται τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση των αδικημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως όσον και της συκοφαντικής δυσφήμησης εκ μέρους του κατηγορουμένου.". Στη συνέχεια το δικαστήριο εκήρυξε ένοχο αμφοτέρων των ως άνω αξιοποίνων πράξεων τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα και τον καταδίκασε σε ανασταλείσα επί τριετία συνολική ποινή φυλακίσεως ενός (1) έτους και ενός (1) μηνός. Ειδικότερα τον εκήρυξε ένοχο, επί λέξει, του ότι: "Α) Στην Αθήνα, στις 17-12-2008 εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν και ειδικότερα κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών μήνυση σε βάρος της εγκαλούσης Π. Κ. με το κάτωθι, εν γνώσει της αναλήθειας αυτού, περιεχόμενο: "Με την εγκαλουμένη τελέσαμε ορθόδοξο θρησκευτικό γάμο την 26 Νοεμβρίου 1988, στον Ιερό Ναό της Αγίας Φιλοθέης Αττική και από το γάμο μας αυτόν αποκτήσαμε δύο τέκνα, τον Γ., ο οποίος γεννήθηκε στην 23.5.1989 και την Ι., η οποία γεννήθηκε την 26.9.1991. Με τη σύζυγό μου γνωριστήκαμε συνήψαμε σχέσεις και παντρευτήκαμε το Νοέμβριο 1988, ενώ το πρώτο μας τέκνο, ο Γ., γεννήθηκε έξι μήνες αργότερα την 23.5.1989. Ίσως το βιαστικό αλλά όχι και αναίτιο του πράγματος είναι το σπέρμα της μετέπειτα εκτροπής της σχέσεώς μας. Για πολλά χρόνια, οι μεταξύ μας σχέσεις ήταν αρμονικότατες, περάσαμε δε πολλές ευτυχισμένες στιγμές, με κορυφαίες αυτές της γεννήσεως των παιδιών μας. Τα προβλήματα με τη σύζυγό μου άρχισαν να εμφανίζονται πολλά χρόνια αργότερα, το 2003, και αφού είχαμε περάσει και δύσκολες οικονομικά καταστάσεις, για κάποια χρόνια, που η σύζυγός μου δεν εργαζόταν (1992-1997). Τα προβλήματα μεταξύ μας άρχισαν να δημιουργούνται ταυτοχρόνως με την είσοδο των παιδιών μας (πρώτα του Γ., ως μεγαλύτερου) στη δύσκολη περίοδο της εφηβείας. Η σύζυγός μου, παρεξηγώντας την έννοια του γονέα και θεωρώντας, εσφαλμένα, πως καλός γονέας είναι αυτός που κάνει παραχωρήσεις σε όλες τις απαιτήσεις των εφήβων και επιθυμώντας τα παιδιά μας να μην έχουν παράπονα περί, δήθεν, καταπιέσεώς τους (συχνή όσο και αδικαιολόγητη, δυστυχώς, αιτίαση των εφήβων προς τους γονείς τους), άρχισε να τηρεί εφεκτική απέναντι τους στάση υποχωρώντας ολοένα και περισσότερο σε ό, τι μας ζητούσαν. Παρά τις ρητές και κατηγορηματικές αντίθετες απόψεις μου, ότι τα παιδιά δεν πρέπει να παίρνουν πάντα ό,τι ζητούν, καθώς αυτό τους δημιουργεί το αίσθημα ότι δεν έχουν υποχρεώσεις και ότι τα πάντα στη ζωή έρχονται εύκολα, η σύζυγός μου συνέχισε την ίδια αντιμετώπιση. Αντιδρούσε στην άποψή μου ότι τα παιδιά πρέπει να καταλαβαίνουν τις υποχρεώσεις τους ότι δεν μπορούν να είναι ανεξέλεγκτα, ότι δεν μπορούν μόνο...(αδιευκρίνιστη φράση)...ότι ακόμα "είναι μικρά", διότι αυτό υποθηκεύει το μέλλον τους. Όσο εγώ προσπαθούσα να τους υποδείξω τις υποχρεώσεις τους, τόσο η μητέρα τους τα άφηνε ελεύθερα, όλο και περισσότερο. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εντοπιζόταν στο γιό μας Γ., στον οποίο έκανε όλα τα χατίρια, τον άφηνε να βγαίνει έξω μέχρι πολύ αργά το βράδυ στην ηλικία του Λυκείου, δεν έδινε τη δέουσα προσοχή στις παρέες του, τον δικαίωνε και τον επιβράβευε ακόμα και όταν υπέπιπτε σε πρόδηλο σφάλμα. Όταν ο Γ. ήταν στη Β’ Λυκείου, τον έδιωξαν από την εκδρομή του σχολείου λόγω παραπτώματος συμπεριφορά, με κατάληξη στην αρχή της Γ’ Λυκείου να τον διώξουν και από το σχολείο αλλά η απούσα του δώρισε καινούρια κιθάρα αξίας 2.500 ευρώ για να μην στενοχωρηθεί. Στο σπίτι μας επικρατούσε χάος, φίλοι των παιδιών, με εμφάνιση αταίριαστη με την παιδεία της οικογένειας μας, έμπαιναν, έβγαιναν και έμεναν επί πολλές ημέρες, χωρίς να έχω καμία γνώση, καμία προηγούμενη ενημέρωση. Στην προσπάθειά μου να επιβάλω στους στοιχειώδεις κανόνες και να δείξω στα παιδιά μου ότι στην οικογένεια δεν υπάρχουν μόνο δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις, είχα απέναντι μου τη σύζυγό μου η οποία έπαιρνε μονίμως το μέρος των παιδιών και έκανε πως δεν έβλεπε το πρόβλημα. Τα παιδιά μας, βλέποντας διαφορετική συμπεριφορά από τους δύο γονείς, στρέφονταν ασυναίσθητα και ενστικτωδώς όλο και περισσότερο προς τη μητέρα τους, αφού εκείνη ήταν "η καλή" και απομακρύνονταν από εμένα που ήμουν "ο κακός", δεν είχαν δε την ωριμότητα να διακρίνουν ποιο ήταν το μακροπρόθεσμα σωστό για τα ίδια. Μοιραία, αυτό δημιούργησε αρχικά απόσταση και, προοδευτικά, ένταση στη σχέση μου με την εγκαλουμένη, η οποία, με την πάροδο του χρόνου, χρησιμοποιούσε τα παιδιά εναντίον μου καθώς καταφερόταν εναντίον μου, για τη, δήθεν, καταπιεστική συμπεριφορά μου ακόμα και μπροστά τους. Η ψυχική και συναισθηματική απόσταση μεγάλωνε, μέχρι που, τους τελευταίους μήνες της κοινής συμβίωσης μας, χωρίσαμε και από κλίνης, η σύζυγός μου δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να κοιμόμαστε μαζί και έτσι μετέτρεψα τον καναπέ του σαλονιού σε κρεβάτι μου. Συν τοις άλλοις, η εν διαστάσει σύζυγός μου άρχισε να ξοδεύει μεγάλα ποσά, κυρίως προς ικανοποίηση των δικών της καταναλωτικών αναγκών και δεν δεχόταν καμία εκ μέρους μου σύσταση, περί συγκρατήσεως και προσαρμογής των δαπανών στα πραγματικά μας εισοδήματα. Τελικά, χρησιμοποίησε και αυτό ως μοχλό πιέσεως προς τα παιδιά για να τα απομακρύνει από εμένα, εμφανίζοντάς με, συστηματικά και μεθοδικά, ως "σφιχτοχέρη" ενώ εκείνη προσέτρεχε προς ικανοποίηση όλων των απαιτήσεών τους. Ένοιωθα ότι δεν είχα πλέον καμία θέση στο σπίτι μου, εκδιωχθείς από τη συζυγική μου κλίνη, χωρίς καμία ψυχική επαφή με τη σύζυγό μου και θεωρούμενος από τα παιδιά μου τυραννικός και σκληρός, αφού έτσι με παρουσίαζε η μητέρα τους. Η αποχώρησή μου, στην ουσία η εκδίωξή μου, από το σπίτι ήταν πλέον η μόνη διέξοδος για να περισώσω το αυτοσεβασμό μου αλλά και να μην οξύνω ακόμα περισσότερο τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια προς μεγαλύτερη ακόμα βλάβη των παιδιών. Τελικώς αποχώρησα από την οικία μας περί τα μέσα Ιουλίου 2008. Την 18.9.2008 μου επιδόθηκε η από 5.9.2008 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων του υιού μου, Γ. Ι., εναντίον μου, απευθυνόμενης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στην εν λόγω αίτηση, ο υιός μου ζητά να καταδικαστώ να του καταβάλω ως διατροφή του το ποσό των 6.986 ευρώ μηνιαίως. Η ανωτέρω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συζητήθηκε κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 18.11.2008. Κάτωθι του κειμένου της αιτήσεως, πλην του πληρεξουσίου Δικηγόρου, φέρεται ότι έχει υπογράψει ως αιτών αυτοπροσώπως και ο υιός μου, δια της φερομένης υπογραφής... (αδιευκρίνιστη φράση)... . Όμως, η φερομένη ως υπογραφή του υιού μου, δεν είναι η δική του αλλά της εγκαλουμένης, καθώς τόσο η υπογραφή όσο και ο εν γένει γραφικός χαρακτήρας της φράσεως "Γ. Ι." είναι της εγκαλουμένης και όχι του υιού μου. Η πραγματική υπογραφή του υιού μου εμφανίζεται στο προσκομιζόμενο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο υπ’ αριθμ. .../6.12.2007 της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Γκατζάρου η οποία είναι παντελώς και ριζικώς διαφορετική, τόσο ως σύνολο όσο και ως γραφικός χαρακτήρας από την τεθείσα στο δικόγραφο υπογραφή. Στην πραγματικότητα, η εγκαλουμένη εν διαστάσει νυν σύζυγός μου, υπέγραψε η ιδία το ανωτέρω δικόγραφο και όχι ο αιτών υιός μου.
Συνεπώς, εχώρησε νόθευση εγγράφου κατά το ότι το συγκεκριμένο έγγραφο - δικόγραφο μόνον κατά τον τύπο και ψευδώς φέρεται να είναι προϊόν της βουλήσεως του υιού μου ενώ στην πραγματικότητα είναι προϊόν της βουλήσεως της εγκαλουμένης. Τούτο δε εγένετο υπ’ αυτής προκειμένου να προσδώσει στο εν λόγω δικόγραφο την ιδιαίτερη εκείνη βαρύτητα και ειδικό βάρος που έχει ένα δικόγραφο διατροφής όταν στρέφεται το τέκνο κατά του πατέρα, υπογραφέν από το ίδιο το τέκνο αυτοπροσώπως και όχι απλώς και μόνο από τον πληρεξούσιο ...(αδιευκρίνιστη φράση)... . Με την καταγγελλόμενη συμπεριφορά της, η εγκαλουμένη σκόπευε αφ’ ενός μεν στην παραπλάνηση του Δικαστηρίου σχετικά με την ιδιότητα του ...(αδιευκρίνιστη φράση).... λόγω δικογράφου, και αφ’ ετέρου στην επέλευση παρανόμου βλάβης της περιουσίας μου, ισόποσης προς το αποτέλεσμα της εν λόγω δίκης, δηλαδή, προς το ύψος της σκοπουμένης να επιδικασθεί διατροφής των 6.986 ευρώ μηνιαίως, καθώς επιδίωξή της δια της εν λόγω ενεργείας της ήταν η δημιουργία της πεποιθήσεως στο Δικαστήριο των ασφαλιστικών μέτρων ότι τόσο τα περιγραφόμενα ως πραγματικά περιστατικά της επίδικης με αυτά υποθέσεως διατροφής όσο και το αίτημα της αιτήσεως, κατά τη νομική του βάση και το ύψος του, είναι αληθή και προέρχονται και πηγάζουν από τη βούληση του φερομένου ως υπογράψαντος ο δικόγραφο υιού μου. Στην υπό κρίση περίπτωση, η εγκαλουμένη ούτε καν προσπάθησε να μιμηθεί την υπογραφή του υιού μου Γ., φερομένου ως εκδότου και υπογράψαντος ως "Αιτών" το εν λόγω δικόγραφο αλλά έθεσε εντελώς διάφορη υπογραφή, δεικνύουσα έτσι, με την προκλητική και ανενδοίαστη πράξη της, την παντελή της περιφρόνηση προς το νόμο αλλά και το κληθέν να δικάσει την εν λόγω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων Δικαστήριο και, κατά τούτο, δεικνύεται και η ένταση του δόλου της σχετικά με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Σχετικά δε με το παθητικό υποκείμενο του εν περιγραφομένου αδικήματος, η Θεωρία και η Νομολογία παγίως δέχονται ότι δικαιούμενος στην υποβολή εγκλήσεως για το αδίκημα της πλαστογραφίας τυγχάνει και ο εμμέσως ζημιωθείς, δηλαδή, το πρόσωπο το οποίο υπέστη ζημία εκ της παρανόμου συμπεριφοράς του πλαστογράφου. Το πρόσωπο αυτό μπορεί, επομένως, να είναι και διάφορο του προσώπου του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή, όπως εν προκειμένω στην κρινομένη περίπτωση συμβαίνει. Πράγματι, στην κρινομένη υπόθεση, ζημιωθείς εκ της παρανόμου πράξεως της πλαστογραφίας τυγχάνω εγώ, ως καθ’ ου στην διανοιγείσα δίκη διά της ασκήσεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, που φερόμενος, κατ’ αυτήν, ως υπόχρεως διατροφής, διακινδυνεύω στην αντίστοιχη περιουσιακή μου βλάβη. Τελικώς κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 18.11.2008, η υπόψιν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συζητήθηκε, η δε ουσιαστική και τυπική βασιμότητά της υποστηρίχθηκε με έγγραφα και μάρτυρα. Επειδή ως νόθευση εγγράφου θεωρείται και η θέση της υπογραφής υπό άλλου προσώπου αντί του φερομένου ως εκδότου αυτού. Επειδή η εγκαλουμένη έθεσε αυτή υπογραφή κάτωθι του προμνησθέντος δικογράφου ασφαλιστικών μέτρων, υπογράψασα ως Γ. Ι. του Α., αντί του τελευταίου, φερομένου ως "Ο απών" τα ασφαλιστικά μέτρα. Επειδή η ανωτέρω πράξη της εγκαλουμένης πληρεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, διαπραχθείσας υπό την ειδικότερη μορφή της νοθεύσεως εγγράφου και δη της θέσεως πλαστής υπογραφής του προσώπου από το οποίο φέρεται να προέρχεται αυτό. Επειδή πληρούται και η υποκειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος καθώς η εγκαλουμένη έθεσε την υπογραφή της εκ δόλου και μάλιστα βαρυτάτης μορφής προς το σκοπό όπως προξενήσει σε εμένα, ως καθ’ ου η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, παράνομη περιουσιακή μου βλάβη, ισόποση προς την αιτουμένη διατροφή. Επειδή, τελικώς, η εν λόγω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συζητήθηκε κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 18.11.2008, υποστηρίχθηκε δε με προσαγωγή και επίκληση εγγράφων και με μαρτυρική επ’ ακροατηρίω κατάθεση. Επειδή δικαιούμαι στην υποβολή στης προκειμένης εγκλήσεως ως ζημιωθείς από την παράνομη και υπαίτια πράξη της εγκαλουμένης. Επειδή, ως παθών από την καταγγελλόμενη παράνομη πράξη, δικαιούμαι σε αποζημίωση παρά της εγκαλουμένης λόγω ηθικής μου βλάβης". Και όλα τα ανωτέρω έπραξε με σκοπό την ποινική της καταδίωξη για το αδίκημα της πλαστογραφίας. Επί της μηνύσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμό ΕΓ 155-09/420/3Δ/2010 απορριπτική διάταξη κατ’ άρθρο 47 ΚΠΔ του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμό 197/2010 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών και τέθηκε στο Αρχείο. Β) Στην Αθήνα, στις 17/12/2008, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίστηκε για κάποιον άλλο γεγονός την τιμή και την υπόληψή του, το δε γεγονός ήταν ψευδές και το γνώριζε. Ειδικότερα, κατά τον ανωτέρω τόπο και χρόνο υπέβαλε την ανωτέρω υπό στοιχείο Α του παρόντος κατηγορητηρίου μήνυση σε βάρος της εγκαλούσας με την οποία ισχυρίστηκε για αυτήν εν γνώσει της αναλήθειας αυτών όσα διαλαμβάνονται στο υπό στοιχείο Α του παρόντος, μπορούσαν δε να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας. Έλαβαν δε γνώση πολλοί τρίτοι, όπως ο Εισαγγελέας ο γραμματέας κ.ά.". Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα αποδειχθέντα από την ακροαματική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της ψευδούς καταμηνύσεως και της συκοφαντικής δυσφημήσεως της μηνυτρίας Κ. Π., για τα οποία κηρύχθηκε ένοχη ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά απεδείχθησαν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,14, 26 παρ. 1 27 παρ. 1 εδ. α’ και 2, 229 παρ. 1 και 362-363 του ΠΚ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δεν στερείται νομίμου βάσεως. Ειδικότερα αναφέρονται στη προσβαλλόμενη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά, που θεμελιώνουν την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι ήταν ψευδές, το περιεχόμενο της από 11-12-2008 μηνύσεως του αναιρεσείοντος, με την οποίαν την κατεμήνυσε την μηνύτρια Κ. Π. ενώπιον του εισαγγελέως πλημμελειοδικών Αθηνών, ότι διέπραξε το έγκλημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, συνιστάμενο στο ότι στην από 5.9.2008 υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περί επιδικάσεως προσωρινής διατροφής, που φέρεται ότι άσκησε κατ’ αυτού (αναιρεσείοντος) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο υιός αυτού και εκείνης (καταμηνυθείσης) Γ. Ι., υπέγραψε η ιδία με το όνομα του τελευταίου χωρίς να έχει την προς τούτο εξουσιοδότηση του αιτούντος υιού τους, ότι ο αναιρεσείων τελούσε εν γνώσει της αναληθείας τους, ότι την κατεμήνυσε προκειμένου να επιτύχει την ποινική δίωξή της για το αδίκημα της πλαστογραφίας του και ότι, επί πλέον, το ίδιο αυτό ψευδές γεγονός, το οποίον ισχυρίσθηκε ενώπιον των λαβόντων γνώση του περιεχομένου της μηνύσεώς του αυτής εισαγγελέως πλημμελειοδικών Αθηνών, γραμματέως της εισαγγελίας πλημμελειοδικών Αθηνών κ.α., ήταν προς τούτο πρόσφορο και μπορούσε να βλάψει την τιμή και την υπόληψη αυτής. Εκτίθεται ο τρόπος, με τον οποίο, αφ’ ενός μεν επεδίωξε την άσκηση κατά της μηνύτριας - εγκαλούσης ποινικής διώξεως για πλαστογραφία, ήτοι υποβάλλοντας, για την υπό το ανωτέρω περιεχόμενο πράξη αυτή, που της απέδιδε, μήνυση στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών, αφ’ ετέρου δε ισχυρίσθηκε για την εγκαλούσα τα ως άνω ψευδή γεγονότα, ενώπιον τρίτων που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της.
Εκτίθενται ακόμη οι παραδοχές, βάσει των οποίων έκρινε, ότι τα ως άνω γεγονότα, τα οποία διέλαβε στην ως άνω μήνυσή του ο αναιρεσείων ήσαν ψευδή, και το ψευδές τους το εγνώριζε, αφού διαλαμβάνεται ειδικώς, ότι κατά 17-12-2008, που υπέβαλε την ως άνω μήνυσή του στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών, είχε ήδη συζητηθεί και δη κατά την δικάσιμο της 18-11-2008, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η προαναφερόμενη και κατ’ αυτού στρεφόμενη από 5.9.2008 υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. 164820/12501/2008 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων περί επιδικάσεως προσωρινής διατροφής, που είχε ασκήσει εναντίον του ο υιός του Γ. Ι., η οποία σημειωτέον έγινε δεκτή με την υπ’ αριθμ. 11247/31-12-2008 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, και κατά την συζήτησή της ο αντίδικος υιός του αυτός, είχε προσκομίσει δια του νομικού παραστάτου του και επομένως είχε λάβει και ο ίδιος γνώση του, ως εγγράφου της δικογραφίας του αντιδίκου του αυτού, την από 25-10-2008 δήλωση-εξουσιοδότησή του, στην οποία αναφέρονταν ότι εξουσιοδοτούσε την μηνυομένη (εν προκειμένω μηνύτρια) μητέρα του και το δικηγόρο, που αυτή θα διορίσει κατ’ επιλογή της να ασκήσουν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων διατροφής κατά του πατέρα μου αυτού (αναιρεσείοντος), ότι ενέκρινε όλες τις ενέργειες που είχαν γίνει μέχρι τότε προς το σκοπό αυτό, ότι είχε εξουσιοδοτήσει τη μητέρα του να υπογράψει αντ’ αυτού την σχετική αίτηση, ότι ενέκρινε κάθε σχετική ενέργεια της, ότι εξουσιοδοτούσε την ίδια (μητέρα του) και τον δικηγόρο επιλογής της να μεριμνήσουν κάθε τι αναγκαίο για την εκπλήρωση της πιο πάνω εντολής, να παρασταθούν στο Δικαστήριο, να υπογράφουν έγγραφα, να εξετάζουν μάρτυρες και δήλωνε ότι από τη καταμηνυομένη μητέρα του τέθηκε η υπογραφή του επί της ως άνω ασκηθείσης αιτήσεως διατροφής, κατόπιν εντολής του και έχοντας πλήρη γνώση του περιεχομένου της αιτήσεως, ενώ περαιτέρω μέσα στην προθεσμία αντικρούσεως ισχυρισμών και προσκομίσεως εγγράφων, είχε προσκομισθεί και το με ημερομηνία 21-11-2008 και με αριθμό ... συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σοφίας Φουρουτζόγλου, σύμφωνα με το οποίο ο αυτός υιός του αναιρεσείοντος Γ. Ι. εξουσιοδοτούσε τον δικηγόρο Ν. Α. να παραστεί και να τον εκπροσωπήσει κατά την εκδίκαση της επίδικης αιτήσεως κατά του πατέρα του να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ήθελε θεωρηθεί απαραίτητη για την διεκπεραίωση της παραπάνω εντολής και τέλος ενέκρινε οποιαδήποτε ενέργεια είχε γίνει μέχρι τότε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο στα πλαίσια της ως άνω αναφερόμενης δικαστικής υπόθεσης. Το δικαστήριο αιτιολογεί περαιτέρω τον δόλο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου με τις παραδοχές που εκθέτει στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι αφ’ ενός μεν υπέβαλε την εν γνώσει του ψευδή αυτή μήνυση στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών με τον μοναδικό και αποκλειστικό σκοπό να προκαλέσει την υπό του τελευταίου, ως αρμοδίου προ τούτο, ποινική δίωξη της εν προκειμένω μηνυτρίας για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, αφ’ ετέρου δε ότι επίσης εν γνώσει ψεύδους τους τελών, ισχυρίσθηκε με την ως άνω μήνυσή του ενώπιον των εισαγγελέως, γραμματέως και λοιπών προσώπων, που έλαβαν γνώση αυτής, τα προεκτεθέντα γεγονότα που της καταμαρτυρούσε, με βάση τα οποία ισχυριζόταν ενώπιόν τους ότι αυτή είχε τελέσει το έγκλημα της πλαστογραφίας, και τα οποία (γεγονότα αυτά) μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή της ως ανθρώπου και ανωτέρου τραπεζικού στελέχους, γεγονός που επίσης εγνώριζε ο αναιρεσείων. Καθ’ όσον αφορά τις αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) ότι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 363 σε συνδ. με το άρθρο 362 ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, δέχθηκε ότι θεωρούνται τρίτοι κατά την έννοια των διατάξεων αυτών ο εισαγγελέας και οι δικαστικοί υπάλληλοι, που έλαβαν γνώση της, κατά τα ανωτέρω, δυσφημιστικού της μηνύτριας περιεχομένου της κατ’ αυτής μηνύσεως του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα, διότι στην έννοια του τρίτου, κατά τις διατάξεις αυτές, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κλπ που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διαδόσεως (ΑΠ 611/2015, ΑΠ 1362/2000), β) ότι αντιφατικώς και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεως του άρθρου 363 σε συνδ. με 362 του ΠΚ, το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του την παραδοχή ότι των ανωτέρω δυσφημιστικών ισχυρισμών και διαδόσεων της μηνυομένης έλαβαν γνώση συνάδελφοι και προϊστάμενοι της τελευταίας με την επίδοση σ’ αυτήν (μηνυομένη) του δικογράφου της ως άνω μηνύσεώς του στον χώρο της εργασίας της, είναι επίσης αβάσιμη και απορριπτέα, καθ’ όσον, όπως από την επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει, η τοιαύτη αναφορά εγένετο πλεοναστικώς και μόνον χωρίς αναφορά περί επιδόσεως της μηνύσεως αυτής, αλλά άλλων δικογράφων και όχι, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, προς στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής και αντικειμενικής υποστάσεως του ανωτέρω εγκλήματος, ουδεμία δε αντίφασις υφίσταται από την παραδοχή αυτή προς εκείνη, ότι των εν λόγω συκοφαντικών διαδόσεων και ισχυρισμών του αναιρεσείοντος έλαβαν γνώση ο εισαγγελέας και οι δικαστικοί υπάλληλοι που επελήφθησαν αυτής. γ) ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ περί εντολής και αντιπροσωπεύσεως και χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι νομίμως η εγκαλούσα υπέγραψε την ως άνω αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, θέτοντας κατ’ απομίμηση την υπογραφή του προαναφερομένου αιτούντος υιού τους, έχοντας την προς τούτο εντολή του τελευταίου, ενώ διέλαβε και αντιφατική αιτιολογία από την παραδοχή αυτή, δεδομένου, ότι, κατά την αυτή αιτίαση του αναιρεσείοντος, ο αντιπρόσωπος που έχει την προς τούτο εντολή, υπογράφει το έγγραφο με το δικό του όνομα δηλώνοντας ταυτοχρόνως την σχέση αντιπροσωπεύσεως και δεν θέτει ποτέ κατ’ απομίμηση την υπογραφή του αντιπροσωπευομένου, είναι ωσαύτως αβάσιμη και απορριπτέα κατ’ αμφότερα τα σκέλη της, καθ’ όσον, κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 και 211 του ΑΚ, ο αντιπρόσωπος εντολοδόχος εκτελεί την εντολή, υπογράφοντας, όταν τούτο απαιτείται και έχει την προς τούτο εντολή, αντί του αντιπροσωπευομένου, είτε θέτοντας την δική του υπογραφή, είτε θέτοντας την υπογραφή του αντιπροσωπευομένου εντολέως, ο οποίος και δεσμεύεται από αυτό, τούτο δε έχει ως συνέπεια, ότι δεν στοιχειοθετείται η αποδιδόμενη στην μηνύτρια πλαστογραφία της ως άνω αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, όπως δέχθηκε με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και κατ’ ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του του άρθρου 216 παρ. 1 του ΠΚ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 713 και 211 του ΑΚ και η προσβαλλομένη απόφαση.
Συνεπώς οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Κατά τα λοιπά, οι ίδιοι λόγοι, με τους οποίους υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή αμφισβητείται η κρίση του δικαστηρίου ως προς το τι προκύπτει από κάθε αποδεικτικό μέσο, περιέχουν ανεπίτρεπτη προσβολή της αναγομένης στην εκτίμηση των πραγμάτων κρίσεως του δικαστηρίου και είναι εκ τούτου απαράδεκτοι.
Η κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής αποφάσεως, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς τα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς, εκείνοι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, με σαφήνεια και πληρότητα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή τη μείωση αυτής καθώς και στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Αυτοτελής ισχυρισμός κατά την ανωτέρω έννοια είναι και ο ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης του άρθρου 31 παρ. 2 του ΠΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως ο αναιρεσείων προέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό του περί συγγνωστής νομικής πλάνης του, ο οποίος διελάμβανε επί λέξει τα εξής: "Στο κρίσιμο ζήτημα της μεταγενέστερης εγκρίσεως υπό του υιού μου της υπογραφής της εναντίον μου αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων από τη μηνύτρια, προσέφυγα στη γνώμη έμπειρων νομικών για να πληροφορηθώ ότι η μεταγενέστερη έγκριση υπό του υιού μου -ακόμα και αν θεωρηθεί ως τέτοια- της εκ μέρους της μηνύτριας υπογραφής της υπόψιν αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δεν συνιστά απαλλαγή της από την πλαστογραφία αφού από την πράξη της θίγονται τα έννομα συμφέροντα εμού, ως τρίτου. Προς τούτο, μου ετέθησαν υπόψιν οι αποφάσεις ΑΠ 1708/99 ΠοινΧρ Ν’ 746, ΑΠ 905/1993 ΠοινΧρ ΜΓ’ 685 και οι απόψεις των Τούση – Γεωργίου αρθρ.216 αρ. 17 και Μυλωνόπουλου Ποιν. Δικ. Ειδικό Μέρος αρθρ. 216-223 σελ. 63 που συγκλίνουν ότι η εκ των υστέρων έγκριση της υπογραφής δεν αποκλείει το αδίκημα της πλαστογραφίας. Μου ετέθη επίσης, υπόψιν η γνώμη του έγκριτου Μ. Μ. ο οποίος αναφέρει (εις Ποιν. Κώδικα αρθρ. 216, αρ 42) ".Φρονώ ότι αν δεν θίγονται συμφέροντα τρίτου, αλλά μόνον του δικαιούχου της υπογραφής, η εκ των υστέρων έγκριση από αυτόν δεν μπορεί να καταλήξει σε ενοχή του δράστη (συνήθως τα δικαστήρια απαλλάσσουν ή για έλλειψη δόλου ή με τη λογική υπέρβαση του "πρωθύστερου", αξιολογούντα την έγκριση ως συναίνεση". (Η υπογράμμιση δική μου). Από το αμέσως ανωτέρω, συνάγεται εξ αντιθέτου αβίαστα (Argumentum a contrario) ότι, όταν υπάρχει τρίτο πρόσωπο (όπως εγώ εν προκειμένω) του οποίου θίγονται τα έννομα συμφέροντα (ήμουν καθ’ ου στην υπόψιν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων), η έγκριση του δικαιούχου της υπογραφής προς αυτόν που πραγματικά υπέγραψε, δεν απαλλάσσει τον τελευταίο, αφού η τιμωρία της πλαστογραφίας έχει τεθεί προς προστασία της ολότητας, της ασφάλειας των εγγράφων και των συναλλαγών. Κατά συνέπεια, παρά την επιμέλεια την οποία επέδειξα, έχοντας και ως δεδομένο ότι πράγματι η επί της υπόψιν αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων υπογραφή δεν ανήκε στον υιό μου αλλά στη μηνύτρια, ήμουν πεπεισμένος ότι είχε τελεστεί το αδίκημα της πλαστογραφίας αφού δεν μπορούσα να διαγνώσω τη νομική βαρύτητα της συναινέσεως ή της εκ των υστέρων εγκρίσεως -τα οποία άλλωστε αγνοούσα, κατά τα προεκτεθέντα- και να προβώ στη νομική ερμηνεία ότι αύτη αίρει αναδρομικά την αντικειμενική υπόσταση της πλαστογραφίας.". Υπ’ αυτό το περιεχόμενο και μόνον και δεδομένου ότι ουδόλως ο αναιρεσείων διέλαβε υποκειμενικά στοιχεία θεμελιωτικά του συγγνωστού της επικαλουμένης πλάνης του (ηλικία, επάγγελμα, πνευματικές ικανότητες, προσπάθεια ενημέρωσης και για τις περί του αντιθέτου νομικές απόψεις και την κρατούσα άποψη για το εν λόγω θέμα), ήτοι της αδυναμίας του, με βάση τις ιδιότητες που συνθέτουν την προσωπικότητα του, να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του, αρκέσθηκε δε μόνο στην αναφορά ότι ενημερώθηκε από τους νομικούς παραστάτες του μόνον για την άποψη που διέλαβε στον ισχυρισμό του αυτό χωρίς περαιτέρω να εκθέτει εάν του ετέθησαν υπ’ όψει και άλλες, περί του αντιθέτου νομικές απόψεις επί του ζητήματος αυτού και με ποια κριτήρια επέλεξε την πρώτη άποψη, ο ισχυρισμός του αυτός ήταν αόριστος και επομένως το δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση. Παρά τούτο με την προσβαλλομένη απόφασή του εκ περισσού, απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την εξής, επί λέξει, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. "Περαιτέρω, αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλει ο κατηγορούμενος για συγγνωστή νομική πλάνη, που προβλέπεται από το άρθρο 31 παρ.2 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη, αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πλάνη είναι συγγνωστή, όταν ο δράστης όχι μόνο αγνοεί αλλά και δεν μπορούσε να γνωρίζει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης οποιαδήποτε επιμέλεια και προσπάθεια και αν κατέβαλε, ενόψει των προσωπικών, πνευματικών και επαγγελματικών δυνατοτήτων και ικανοτήτων και εφόσον πίστευε εύλογα ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένη εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου ή λόγω εσφαλμένης πληροφόρησης από ειδικούς (νομικούς παραστάτες ή άλλες έγκυρες πηγές). ΑΠ 20/2015, ΑΠ 684/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην κρινομένη υπόθεση, ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι πείσθηκε ότι η μεταγενέστερη έγκριση από τον υιό του της υπογραφής που έθεσε η μητέρα του - εγκαλούσα δεν απάλλασσε την τελευταία αυτή από την τέλεση πλαστογραφίας καθόσον του ετέθησαν υπόψη του, από τους νομικούς του παραστάτες, οι αποφάσεις ΑΠ 1708/1999 και οι απόψεις των Τούση - Γεωργίου και Μυλωνόπουλου, οι οποίες (κατά τον κατηγορούμενο) συγκλίνουν στην άποψη ότι η εκ των υστέρων έγκριση της υπογραφής δεν αποκλείει το αδίκημα της πλαστογραφίας καθώς και του Μ. Μ. ο οποίος εκφέρει την άποψη: "Φρονώ ότι αν δεν θίγονται συμφέροντα τρίτου, αλλά μόνον του δικαιούχου της υπογραφής, η εκ των υστέρων έγκριση από αυτόν δεν μπορεί να καταλήξει σε ενοχή του δράστη (συνήθως τα δικαστήρια απαλλάσσουν ή για έλλειψη δόλου ή με τη λογική υπέρβαση του "πρωθύστερου", αξιολογούντα την έγκριση ως συναίνεση". Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου, πέραν της αοριστίας υπό την οποία εκφέρεται - αφού ο κατηγορούμενος παραλείπει να προσδιορίσει τις πνευματικές και επαγγελματικές του ιδιότητες, οι οποίες συνθέτουν την προσωπικότητά του και προσδιορίζουν την δυνατότητά του να αντιληφθεί το άδικο της πράξεώς του καθώς και άλλες ενέργειες στις οποίες προέβη, προκειμένου να πληροφορηθεί αν η παραπάνω συμπεριφορά του ήταν νόμιμη, ώστε να κριθεί η επιμέλειά του (βλ. ΑΠ 20/2015, ΑΠ243/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)- είναι απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν αφού η παγία, διαχρονική και πλουσία νομολογία του ΑΠ αλλά και άλλων Δικαστηρίων κατατείνει στην άποψη ότι αυτός που συμπληρώνει έγγραφο ή υπογράφει τούτο ύστερα από εντολή του φερόμενου ως εκδότη του ή με τη συναίνεση αυτού δεν διαπράττει πλαστογραφία (ΑΠ 53/2014, ΑΠ 416/2014, ΑΠ 656/2010, ΑΠ 88/2009. ΑΠ 1113/2009, ΑΠ 1499/2008, 1740/2008, ΑΠ 2462/2008, ΑΠ 1505/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και συνεπώς δεν αιτιολογείται επαρκώς από τον κατηγορούμενο πως του ετέθησαν υπόψη μόνον κατ’ εξαίρεση προβαλλόμενες θεωρητικές νομικές απόψεις και όχι η ισχύουσα και διαχρονική νομολογία, η οποία εξάλλου αποτυπώνει και ζήτημα το οποίο είναι προσιτό και οικείο και στον μέσο κοινωνικό άνθρωπο αλλά και εξατομικευμένα και στον κατηγορούμενο, ο οποίος έχει σπουδάσει οικονομικές επιστήμες και είναι μέτοχος σε ναυτιλιακή επιχείρηση". Μετά ταύτα, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως για έρευνα, η κρινόμενη υπ’ αριθμ. 195 από 9-12-2015 αίτηση του Α. Ι. του Γ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2805/2015 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ) και τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει, την υπ’ αριθμ. … από 9-12-2015 αίτηση του Α. Ι. του Γ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2805/2015 αποφάσεως του Α’ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Είχα την ελπίδα ότι σιγά-σιγά θα παγιωνόταν νομολογία που δεν θα θεωρούσε "τρίτους" τα παραπάνω πρόσωπα. Ειδικά δε, ως προς τον γραμματέα και τον δικαστικό επιμελητή, απορώ πως μπορεί να αποδειχθεί (και μάλιστα πέραν πάσης αμφιβολίας) ότι κάποιος γραμματέας διάβασε μια (συνήθως πολυσέλιδη) αγωγή ή μια (συνήθως πολυσέλιδη) μήνυση ή ένας δικαστικός επιμελητής διάβασε ένα (συνήθως πολυσέλιδο) εξώδικο... Αλλά και ολιγοσέλιδα να είναι, τα διαβάζουν?
ΑπάντησηΔιαγραφήΜία έγκληση κατά ενός δικαστή π.χ. που θα ήταν ψευδής και συκοφαντική, εάν ακολουθούθαμε την άποψη των πρωτοδικείων, θα έμπαινε απλά στο αρχείο, χωρίς τη δυνατότητα του εγκαλουμένου να προστατευθεί και να δικαιωθεί ηθικά αποζημιωτικά.
ΔιαγραφήΕνοψει της ανωτερω νομολογίας (που, κατα την αποψη μου, ορθως ερμηνευει την εννοια του "τριτου"), κρισιμο πλεον ειναι το ζητημα της "γνωσεως" του ως ανω τριτου περι του δυσφημηστικού ισχυρισμου: προσφατως, στο Μονομελες Πλημ/κείο Αθηνών, επι κατηγορίας για συκοφαντικη δυσφημηση δια εξωδικου δηλωσεως (που ως "τριτος" θεωρηθηκεο δικαστικος επιμελητης που την επεδωσε), το Δικαστηριο κατεληξε σε απαλλακτικη κριση (αποφαση 46.623/2017), καθοσον εξεταστηκε ως μαρτυρας η δικαστικη επιμελητρια, η οποία ρητως διεψευσε οτι διαβασε το εξωδικο και ειπε οτι απλως το παρεδωσε - επεδωσε, χωρις καν να το επισκοπησει , αρα δεν υπηρχε το τεκμηριο της "γνωσεως του τριτου περι των ψευδων ισχυρισμων".
ΑπάντησηΔιαγραφήΣωστό το Μονομελές!!!
ΔιαγραφήΚοιτάξτε, όμως, που οδηγούμαστε: Να καλούμε τους δικαστικούς επιμελητές και τους γραμματείς, να μας λένε εάν διάβασαν ή όχι τα εξώδικα ή τις αγωγές ή τις μηνύσεις!!! Ακόμη καλύτερα, να καλούμε τους δικαστές να μας πουν εάν είχαν διαβάσει τα δικόγραφα, σε περίπτωση που η υπόθεση τελικά αναβλήθηκε ή ματαιώθηκε...
Μήπως να το πάρουμε αλλιώς?
σωστο το σχολιο του EL JUEZ-3.
ΑπάντησηΔιαγραφήη διαδικασια θα καταντησει γελοιοποιηση με αυτην την αποψη του Μονομελους, με σωρηδον αιτηματα να ερχονται να καταθεσουν δικ επιμελητες, γραμματεις και δικαστες.. και τοτε τι θα λεμε??? επισης να αποδειχθει τι? εγω πολλες φορες διαβαζοντας την αγωγη παραλειπω εντελως τα κομματια που αρχιζουν τα εξυβριστικα, ασχετα, κτλ... αιντε τωρα να τιθεται και αυτο ως θεμα αποδειξης, τι διαβαζει και τι οχι ο καθε δικαστης...
επισης ρητα η ανωτερω αποφαση του ΑΠ αποδοκιμαζει αυτην την ερμηνευτικη εκδοχη, αρκουμενη στη ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ που ειχαν οι γραμματεις, δικ επιμελητες κτ να διαβασουν το κειμενο της αγωγης, εξωδικου, κτλ...
Ίσως να την αποδοκιμάζει εμμέσως και σιωπηρώς, ρητώς πάντως δεν το βλέπω... Δεν βλέπω στην απόφαση να γίνεται αναφορά σε δυνατότητα των ως άνω προσώπων να διαβάσουν τα παραπάνω δικόγραφα. Η μοναδική αναφορά της παραπάνω αποφάσεως στο θέμα του τρίτου είναι αυτή που στο παραπάνω κείμενο της απόφασης επισημαίνεται με κίτρινο χρώμα:
Διαγραφή"διότι στην έννοια του τρίτου, κατά τις διατάξεις αυτές, περιλαμβάνεται οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο ή αρχή, όπως ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς κλπ που έλαβαν γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού ή της διαδόσεως (ΑΠ 611/2015, ΑΠ 1362/2000)"
"Που έλαβαν γνώση", όχι που είχαν την δυνατότητα να λάβουν γνώση (η ίδια διατύπωση και στις δύο αποφάσεις του ΑΠ που παραπέμπει). Και στην μείζονα σκέψη (της συγκεκριμένης) δεν είδα να γίνεται κάποια ανάλυση του θέματος, ποιος θεωρείται τρίτος.
Νομίζω ότι λύση θα μπορούσε να δώσει μια σχετική νομοθετική παρέμβαση στο σχετικό άρθρο του ΠΚ, που θα ορίζει π.χ. ότι "τρίτος δεν θεωρείται ο δικαστής, εισαγγελέας, δικαστικός επιμελητής, γραμματέας κλπ." ή, αν κριθεί προτιμητέα η αυστηρότερη εκδοχή, να ορισθεί ως ιδιαίτερος τρόπος τελέσεώς του (μόνη) η διατύπωση δυσφημιστικού κλπ. ισχυρισμού σε αγωγές, μηνύσεις, εξώδικα κλπ., έτσι ώστε να μην απαιτείται να αποδειχθεί σε αυτές τις περιπτώσεις το "ενώπιον τρίτου".
Νομιζω οτι ξεκαθαρα δεν απαιτειται αποδειξη του τροπου γνωσης του τριτου
Διαγραφήσ αυτην την περιπτωση θα απαιτουσε ο ΑΠ να αναφερεται στην αιτιολογια ο τροπος που ελαβαν οι τριτοι δικαστες, υπαλληλοι, κτλ γνωση του κειμενου (πχ διαβαζοντας το, ενσωματωνοντας το, αντιγραφοντας το)
Αλλωστε προκυπτει και απ την κοινη λογικη. Δεν ειναι δυνατον ο ΑΠ να αρκειται σε γνωση του γραμματεα παραλαβης μηνυσεως ως τριτου, και την ιδια ωρα να θεωρει οτι απαιτειται και πραγματικη γνωση αυτου του περιεχουμενου της μηνυσης, αφου κοινο τοις πασι οτι ο γραμματεας αυτος (οπως και ολοι οι υπολοιποι) ουδεποτε διαβαζουν τις ποσες δεκαδες μηνυσεις κατατιθενται καθημερινα!!
το ιδιο ισχυει και για τις αγωγες που αναφερει οτι θεωρει ως τριτο το γραμματεα καταθεσης της αγωγής ή τον γραμματεα της εδρας
Eδω, εχουμε το εξης ζητημα: ο ΑΠ μιλα για "γνωση" του δυσφημηστικου ισχυρισμου ή διαδοσεως. Κατα την ερμηνεια της λεξεως γνωση, νοούνται ( και ειναι) "οι πληροφορίες που αποκτά κάποιος και οι παραστάσεις που σχηματίζει για τον κόσμο και τα πράγματα", μετά την αναγνωση της ψευδους μηνυσης. Αντιθετη ερμηνεια, οτι η "γνωση" τεκμαιρεται (χωρις δικαιωμα ανταπόδειξης), μονο και μονο με την καταθεση της (ψευδους) μηνυσης ή την παραλαβη του εξωδικου απο τον δικαστικο επιμελητη, καταργει την ιδια την εννοια της "γνωσης" . Ποια "γνωση" υπάρχει, όταν ερχεταιο ο δικαστικος επιμελητης (στην υποθεση του Μονομελους που αναφερα ανωτερω) και καταθετει οτι δεν διαβασε το εξωδικο ?? Θα τεκμαιρεται η "γνωση" του, οταν ο ιδιος λεει οτι ΔΕΝ την γνωριζει, ΔΕΝ γνωριζει τους ισχυρισμους που περιλαμβανονται σ ' αυτην ?
ΔιαγραφήΛοιπον, η γνωση τριτου δεν αποτελει αυτοτελη αρνητικο ισχυρισμο, που πρεπει να επικαλεσθει και αποδειξει ο κατηγορουμενος, αλλα στοιχειο της αντικειμενικης υποστασηςτου εγκληματος.. Αρα πρεπει να αποδεικνυεται απ' το δικαστηριο..
ΑπάντησηΔιαγραφήμπορειτε να μου πειτε πως αποδεικνυεται περαν πασης αμφιβολιας οτι μια αναρτηση σε blog την εχουν διαβασει τριτοι?? ενα εσωτερικο αρθρο εφημεριδας, πως αποδεικνυεται οτι το εχοιυν διαβασει οντως καποιοι τριτοι, ιδιως οταν προκειται για μικρη επαρχιακη εφημεριδα? μια ραδιοφωνικη εκπομπη, πως ξερεις οτι οντως την εχουν ακουσει τριτοι? δεν μπορει , ακομα και αμα βγω στο δρομο και φωναξω "ο Χ ειναι κλεφτης", τοτε να βρισκονται στο δρομο ενας κωφαλαλος και μια νεαρη με τα ακουστικα στα αυτια, αρα κανενας δεν το ακουσε ? πρεπει να βρω τον πραγματικο αναγνωστη της εφημεριδας και του μπλογκ, τον πραγματικο ακροατη του ραδιοφωνου, τον πραγματικο διαβατη του δρομου
Αρα καθε περιπτωση ειναι αθωωση λογω αμφιβολιων, εκτος αμα βρισκουμε με καποιο μαγικο τροπο τον πραγματικο τριτο . Τι, οχι??
ο νομος απαιτει "ενωπιον τριτου"
ΑπάντησηΔιαγραφήαπαιτει καπου γνωση τριτου και δεν το ξερω?
εχουμε καταντησει πολυ ευκολοι στο να δεχομαστε τον οποιο υπερασπιστικο ισχυρισμο. καλα τα εχει πει για τους τελευταταιους προσφατα ο ΑΠ σε μια αποφαση που αναιρεσε γνωστη αθωωτικη αποφαση για την υποθεση του χρηματιστηριου
με τον ιδιο τροπο στο εγκλημα της προστασιας μνευματικων δεδομενων ,αρκει οτι τελειται δημοσια, εστω και αν δεν ειναι μεσα στο μαγαζι κανενας
οπως και σε σωεια αλλων εγκληματων
Δεν ξέρω αν είστε δικαστής, αλλά η αποδοχή των υπερασπιστικων ισχυρισμών, αν ευσταθούν, δεν είναι "ευκολία ", αλλά υποχρέωση. Παει αυτό. Περί της γνώσεως τώρα : η "διάδοση " ενός συκοφαντικου ισχυρισμού, Δεν προϋποθέτει την "γνώση " αυτού , δηλαδή την περιελευση σε γνωση κάποιου τρίτου? Αν λοιπόν τεκμαίρεται η γνώση, δεν χρειάζεται ακροαματική διαδικασία, θα μπορεί να υπάρχει καταδίκη και με εισαγγελική διάταξη, αφού το μόνο που (θα) αρκεί, είναι η κατάθεση της μήνυσης, χωρίς καν να απαιτείται η γνώση των ψευδών ισχυρισμών.. Τί βολικό! Ούτε καν αιτιολογία δεν θα απαιτείται !
Διαγραφήορθή κρίση
ΔιαγραφήΑν εκρίνετο ως νομικά ορθή η άποψη κάποιων πρωτοδικών περί της μη στοιχειοθέτησης της έννοιας "του τρίτου" , όπως την ερμηνεύει πάγια ο ΑΠ, τότε στην πε΄ριπτωση που κάποιος καταφέρεται σε ένα δικόγραφο ή σε μήνυση εις βάρος δικαστικού λειτουργού με συκοφαντικά και ψευδή γεγονότα πώς θα προστατευθεί ο θιγόμενος;
ΑπάντησηΔιαγραφήεαν η κριση του ΑΠ ειναι ορθη,παρακαλω να ορισθει ποιος ο χρονος τελεσης του αδικηματος και με ποιον τροπο θα αποδεικνύεται και θα προσδιοριζεται αυτος με σαφηνεια στην προδικασια και στην αποφαση.Επίσης καλό ειναι να μας απασχολήσει εαν προκειται τελικα για αδικημα στιγμιαίο ή διαρκές και να αναλογιστουμε την πιθανότητα υποβολής εγκλήσεων στο διηνεκές για την ιδια πραξη καθε φορα που αλλαζουν τα προσωπα των "τριτων" πχ ο βαθμος δικαιοδοσίας ή με την εισαγωγη της υπόθεσης στο ακροατηριο.Θα τελείται εκ νεου το αδικημα επ ακροατηριω με την γνωση της πραξης απο την συνθεση που θα το δικασει; Αν αναβληθεί η εκδίκαση; Παμε για νεα τέλεση;
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναμενω με ειλικρινες ενδιαφερον τις οποιες παρατηρησεις.