Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

ΜΟΔ ΒΟΛΟΥ 5-11/2020: Βιασμός - Σύμβαση Κων/λης. - Σύνδρομο τονικής ακινησίας.- αυτοτελείς ισχυρισμοί ελαφρυντικών περ. α΄ και ε΄ της παρ. 2 του αρ. 84 Π.Κ


Βιασμός. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Σύμβαση Κων/λης. Σύνδρομο τονικής ακινησίας. Επικίνδυνη σωματική βλάβη. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας. Στοιχεία αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης. Συρροή βιασμού και επικίνδυνης σωματικής βλάβης. Απόπειρα.

Άρθρο 2 ΠΚ. Εφαρμογή επιεικέστερου νόμου. Κηρύσσει, ομόφωνα, ένοχο τον κατηγορούμενο για απόπειρα βιασμού και επικίνδυνη σωματική βλάβη. Απορρίπτει αυτοτελή ισχυρισμό περί ορθού νομικού χαρακτηρισμού της πράξης από απόπειρα βιασμού σε προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας. Απορρίπτει αυτοτελή ισχυρισμό περί ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό (34,36 ΠΚ) λόγω κατανάλωσης αλκοόλ. Απορρίπτει αυτοτελείς ισχυρισμούς περί χορήγησης των ελαφρυντικών περιστάσεων της περ. α΄ και ε΄ της παρ. 2 του αρ. 84 Π.Κ. Αποφαίνεται η τυχόν ασκηθείσα έφεση από τον κατηγορούμενο να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη.



Αριθμός: 5-11/2020
 ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ
ΤΟΥ ΜΙΚΤΟΥ ΟΡΚΩΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΒΟΛΟΥ
 Συνεδρίαση της  20ης  Ιανουαρίου 2020

Άννα Ρήγα
Πρόεδρος Πρωτοδικών

Λεοντής Πασχαλίδης
Μιχαήλ Σαμαράς
Πρωτοδίκες

Θωμάς Καρυοφύλλης
Εισαγγελέας

  
                       
                        ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 της Σύμβασης για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης) του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία αποτελεί την πιο εξελιγμένη διεθνή σύμβαση για την αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών και υπογράφηκε από τα 23 Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Κωνσταντινούπολη, στις 11-5-2011, τέθηκε σε υποχρεωτική ισχύ για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη το 2014 και επικυρώθηκε από την Ελλάδα με νόμο, τον Μάρτιο του 2018 : «1. Οι σκοποί της παρούσας Σύμβασης συνίστανται στα εξής: α. την προστασία των γυναικών ενάντια σε όλες τις μορφές βίας, καθώς και την πρόληψη, την ποινική δίωξη και εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών καθώς και της ενδοοικογενειακής βίας. β. τη συνεισφορά στην εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών και στην προώθηση ουσιαστικής ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών συμπεριλαμβανομένης της παροχής ενδυνάμωσης στις γυναίκες. γ. το σχεδιασμό ενός ολοκληρωμένου πλαισίου, πολιτικών και μέτρων για την προστασία και την υποβοήθηση όλων των θυμάτων βίας κατά των γυναικών καθώς και της ενδοοικογενειακής βίας. δ. την προαγωγή διεθνούς συνεργασίας με σκοπό την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας. ε. την παροχή υποστήριξης και συνδρομής σε οργανισμούς και φορείς επιβολής του δικαίου για αποτελεσματική συνεργασία τους με στόχο την υιοθέτηση μίας συνεκτικής προσέγγισης που οδηγεί στην εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 1 και 2 της Σύμβασης : «1.Τα Μέρη (ενν. τα συμβαλλόμενα μέρη) θα λαμβάνουν τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλιστεί η ποινικοποίηση των ακόλουθων εκ προθέσεως συμπεριφορών : α. διάπραξη μη συναινετικής κολπικής, πρωκτικής ή στοματικής διείσδυσης σεξουαλικού χαρακτήρα στο σώμα άλλου ατόμου με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε σωματικού μέρους ή αντικειμένου. β. διάπραξη άλλων μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα με άτομο. γ. πρόκληση σε άλλο άτομο της πρόθεσης διάπραξης μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα με τρίτο άτομο. 2. Η συγκατάθεση πρέπει να παρέχεται εκουσίως, ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ατόμου, η οποία αξιολογείται στο πλαίσιο των συνοδών περιστάσεων.» Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του Ν. 4619/2019 : «Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή σε ανοχή της, τιμωρείται με κάθειρξη». Η εν λόγω διάταξη τροποποιήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του Ν. 4619/2019 (με έναρξη ισχύος από 1-7-2019), ως εξής : 1. «Όποιος με σωματική βία ή απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, τιμωρείται με κάθειρξη. 2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις». Εν τέλει, με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 4637/2019 (με έναρξη ισχύος από 18-11-2019), η διάταξη του άρθρου 336 ΠΚ τροποποιήθηκε εκ νέου ως εξής : «Όποιος με σωματική βία ή απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών. 2. Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από 01-07-2019 (άρθρο δεύτερο του Ν. 4619/2019) Ποινικού Κώδικα, «Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου», δηλαδή αυτή με την εφαρμογή της οποίας, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων με το σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από κάθε μία από αυτές. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα, οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν και δεν αποκλείεται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος νόμος και εν μέρει ο νεότερος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή (ΑΠ 1466/2019 ΠοινΔνη 2019.959). Εάν δε, από την σύγκριση νόμων,  προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος ο οποίος ίσχυσε κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξεως, άλλως ο νεότερος επιεικέστερος. Με βάση τα ανωτέρω, λαμβανομένης υπόψη της διάταξης του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, παρέπεται ότι εκ των τριών ως άνω μορφών κατάστρωσης του άρθρου 336 ΠΚ (εφόσον αυτές ίσχυσαν διαδοχικά κατά το χρονικό διάστημα από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκαση αυτής), ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο για βιασμό διατάξεις  περιέχει το άρθρο 336 ΠΚ ως αυτό διαμορφώθηκε με τη διάταξη του άρθρου  12 παρ. 2 του Ν. 4619/2019 (με έναρξη ισχύος από 1-7-2019), σύμφωνα με το οποίο : 1. «Όποιος με σωματική βία ή απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, τιμωρείται με κάθειρξη». Και τούτο καθόσον : 1)  αναφορικά με το προϊσχύσαν αυτού άρθρο 336 : α) ως μέσο τέλεσης του εγκλήματος διατηρείται μεν η σωματική βία, ωστόσο εξειδικεύεται το περιεχόμενο της απειλής, η οποία δεν αρκεί να αφορά σπουδαίο και άμεσο εν γένει κίνδυνο, αλλά σοβαρό και άμεσο κίνδυνο για τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα (βλ. σχετ. την αντίστοιχη αιτιολογική έκθεση του Νέου ΠΚ, κεφ. 19ο, σελ. 67, υπό άρθρο 336) και β) ο εξαναγκασμός σε επιχείρηση ή ανοχή άλλης «ασελγούς πράξης», αντικαθίσταται από τον εξαναγκασμό σε επιχείρηση ή ανοχή «γενετήσιας πράξης», ήτοι πράξης ίσης βαρύτητας με τη συνουσία (παρ. 2 άρθρου 336 νέου ΠΚ) και 2) αναφορικά με το μεταγενέστερο αυτού άρθρο 336 νέου ΠΚ (όπως αυτό τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρ. 12 του Ν. 4637/2019), διότι ενώ η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος του βιασμού παραμένει ίδια και στις δύο διατάξεις, το πλαίσιο ποινής, σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη, οριοθετείται, από κάθειρξη (ήτοι κάθειρξη τουλάχιστον πέντε ετών), την οποία προέβλεπε το άρθρο 336 ΠΚ μετά την τροποποίησή του με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 4619/2019, σε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών (άρθρο 336 Νέου ΠΚ, μετά την τροποποίησή του με τη διάταξη του άρθρου 12 του Ν. 4637/2019). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 336 Νέου ΠΚ (και δη, ασχέτως του πλαισίου ποινής αυτής), προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτείται : α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, σε ακούσια συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση άλλης γενετήσιας πράξης και β) ο εξαναγκασμός αυτός να γίνεται με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας ή και δι` αμφοτέρων. Ειδικότερα, ο εξαναγκασμός του θύματος από τον δράστη, συνιστά αυτοτελώς τυποποιούμενο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 336 Νέου ΠΚ (Βλ. Ν. Παρασκευόπουλου/ Ε. Φυτράκη, Αξιόποινες σεξουαλικές πράξεις, σελ. 104. 49), το οποίο πρέπει να επικαλύπτεται υποκειμενικά και από τον αντίστοιχο δόλο του δράστη, δηλαδή ο δράστης του εγκλήματος απαιτείται να γνωρίζει ότι (και να θέλει να) εξαναγκάζει το θύμα. Ως εξαναγκασμός νοείται η υποχρέωση ενός ατόμου σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή ενάντια στη ή χωρίς τη βούλησή του (ΑΠ 571/1999, ΠοινΧρον 2000.213 επ., ΑΠ 1356/1997, ΠοινΧρον 1998.478 επ.). Είναι η κάμψη της αντίθετης βούλησης του θύματος, που εκδηλώθηκε ήδη ή πρόκειται να εκδηλωθεί, ήτοι το δεδομένο που καταλύει τη γενετήσια ελευθερία του θύματος και δη, το δικαίωμά του να αποφασίζει ελεύθερα και χωρίς εξαναγκασμούς αν, πότε και με ποιον θα συνάψει γενετήσια σχέση οποιασδήποτε μορφής. Επομένως, η αντίθετη βούληση του θύματος συνιστά θεμελιώδες συστατικό στοιχείο της έννοιας του εξαναγκασμού και, κατ` επέκταση, της έννοιας του βιασμού. Για την κατάφαση του εξαναγκασμού δεν απαιτείται κατ` ανάγκη το θύμα να αντιστέκεται ενεργά, με μυϊκές κινήσεις (Βλ. ΑΠ 1862/2010, ΠραξΛογΠΔ 2011.150, ΑΠ 205/2010, ΠραξΛογΠΔ 2010.223, ΑΠ 33/2010, ΠοινΧρον 2012.374-375, ΠλημΗρ 33/2010, ΠοινΧρον 2012.374 - 376, ΣυμβΠλημΑθ 2057/1996, ΠοινΧρον ΜΖ΄.301 επ.), αλλά αρκεί το ότι η γενετήσια επαφή λαμβάνει χώρα παρά την αντίθετη βούληση του τελευταίου, την οποία εξωτερικεύει με οποιονδήποτε τρόπο το θύμα και γίνεται εμφανής στο δράστη και ότι ο δράστης ασκεί σωματική βία, η οποία εξουδετερώνει τη βούληση του θύματος να αντισταθεί. Η αντίθετη βούληση του θύματος μπορεί να εκφραστεί και λεκτικά (λ.χ. προσπάθεια αποτροπής, παρακλήσεις προς τον δράστη, φωνές, κλήση σε βοήθεια, κ.λπ.), μόνη δε η σιωπή του θύματος, δεν αποτελεί ένδειξη για τη συναίνεσή του. Στοιχειοθετείται ως εκ τούτου βιασμός και όταν το θύμα, λόγω του αιφνιδιασμού ή του φόβου των συνεπειών προβολής αντίστασης ή των ασθενών σωματικών του δυνάμεων ή άλλων περιστάσεων, που κρίνονται κατά περίπτωση, θεώρησε εύλογα ανέφικτη ή μάταιη την αντίσταση και δεν αντιστάθηκε καθόλου στη σωματική βία του δράστη (βλ. ΑΠ 205/2010, ΠοινΔικ 2011.8 επ, ΠλημΗρακλ 199/2006, ΠοινΧρον 2008.565 επ., ΠλημΧαλκιδικ 35/2001, ΠοινΧρον 2001.648 επ.,  Α. Σαρέλη, Βιασμός, Η τυποποίησή του στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, σελ. 126, Ν. Παρασκευόπουλου/ Ε. Φυτράκη, ό.π., σελ. 109, Γ.Α. Μαγκάκη, Τα εγκλήματα περί την γεννετήσιον και οικογενειακήν ζωήν, 1967, σελ. 29). Σύνηθες άλλωστε φαινόμενο σε περιπτώσεις βιασμού, αποτελεί η κατάσταση ακούσιας προσωρινής παράλυσης του θύματος, η κατάσταση δηλαδή εκείνη κατά την οποία το θύμα δεν μπορεί να κινηθεί, γνωστή και ως «τονική ακινησία», που θεωρείται ως μια εξελικτική προσαρμοστική άμυνα σε μια επίθεση αρπακτικού, όταν όλοι οι άλλοι αμυντικοί μηχανισμοί δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν και παρατηρείται σε ανθρώπους και ζώα, όταν αυτά έρθουν σε επαφή με το αρπακτικό - όπως και στην περίπτωση του βιασμού (Πηγή: Scientific American, δημοσ. Εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», φύλλο της 10-12-2019). Δέον να σημειωθεί ότι η σωματική βία και, αντίστοιχα, η αντίσταση σ` αυτήν, δεν απαιτείται,  κατά μείζονα λόγο, να είναι διαρκής, να διαρκεί δηλαδή μέχρι την αποπεράτωση της πράξης (ΑΠ 1329/2015, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 873/2014, ΑΠ 669/2014). Πρόδηλο φυσικά είναι ότι, σε όσα εγκλήματα, όπως ο βιασμός, ο νόμος αξιώνει ρητά ως στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως την εναντίον ή χωρίς τη βούληση του παθόντος τέλεση της πράξης, εφόσον υπάρχει συναίνεση του τελευταίου, δεν πληρούται καν η αντικειμενική τους υπόσταση. Προϋποθέσεις δε της ύπαρξης συναίνεσης είναι: α) η γνησιότητα της βούλησης, ώστε ο συναινών να έχει πλήρη επίγνωση της σημασίας της, η δε απόφασή του να είναι προϊόν ελεύθερης επιλογής,  β) η προϋπαρξη αυτής από την προσβολή του έννομου αγαθού και η μη ανάκλησή της όσο διαρκεί η τελευταία, έτσι ώστε να καλύπτει όχι μόνο το αποτέλεσμα, αλλά και αυτή τη συγκεκριμένη κατά τόπο, χρόνο και περιστάσεις συμπεριφορά του δράστη, η δε μεταγενέστερη συναίνεση, δηλαδή η έγκριση, δεν αρκεί για να αποκλείσει αναδρομικώς τον άδικο χαρακτήρα της προσβολής του έννομου αγαθού, αλλά αποτελεί απλή παροχή συγγνώμης από πλευράς του παθόντος, που δεν είναι ικανή να παραμερίσει την γεννηθείσα ήδη κρατική αξίωση να επιβληθεί ποινή για την τελεσθεία εγκληματική πράξη (ΠλημΙωανν. 206/1998 δημ. Νόμος, Ανδρουλάκης «Πανεπιστημιακαί Παραδόσεις», σελ. 411/412, Γάφος «Γενικό Μέρος», τ. Α`, 1973, σελ.185/186, Μαγκάκης «Ποινικό Δίκαιο», 1984, σελ. 233, Κατσαντώνης «Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος», τ. Α`, 1972, σελ. 192, Καρανίκας «Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος», τ. Α`, 1960, σελ. 78), γ) θετική κατάφαση (της συναίνεσης) και όχι απλή ανοχή (Ανδρουλάκης ό.π. 411), δ) η εξωτερίκευση της συναίνεσης καθ` οιονδήποτε τρόπο, δηλαδή με συμπεριφορά από την οποία αυτή συνάγεται έστω συμπερασματικώς και όχι κατ` ανάγκην eχρressis νerbis, ακριβώς επειδή αποτελεί πράξη διαθέσεως (εκδήλωση ελευθερίας), προορισμένη για το κοινωνικό περιβάλλον (Ανδρουλάκης, ό.π. 412/413, Γάφος ό.π. 187, Μαγκάκης ό.π. 233/234) και ε) η γνώση του δράστη περί της υπάρξεώς της (Ανδρουλάκης ό.π413, Γάφος  ό.π. 187/188, Μαγκάκης όπ. 234, cοntra Καρανίκας ό.π. 79, Κατσαντώνης  ό.π. 194/195). Η συναίνεση είναι δυνατόν ν` ανακληθεί σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της ερωτικής συνεύρεσης, οπότε εάν αυτή συνεχισθεί με άσκηση βίας, τελείται βιασμός (ΠλημΙωαν 206/1998 δημ. Νόμος, Α. Ψαρούδα-Μπενάκη ΠοινΧρ Κ` 307 και Απόφ. Γερμ. Ακυρ. της 16-4-1969 ΠοινΧρ Κ` 318). Πράγματι, η ερωτική συνεύρεση αποτελεί ισότιμη ψυχοσωματική επικοινωνία των ατόμων που συμμετέχουν σ` αυτή,  από την οποία κάθε μέρος μπορεί ανά πάσα στιγμή και για οποιονδήποτε λόγο να απόσχει, υποχρεούμενου του ετέρου μέρους να σεβαστεί αυτήν την υπαναχώρηση και να μην επιζητήσει να συνεχίσει την ερωτική συνεύρεση μονομερώς, με βίαια μέσα. Τυχόν δε αντίθετη άποψη, αφενός μεν συνιστά κατάφωρη παραβίαση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της αυτοδιάθεσης του ατόμου, ως ειδικότερης έκφανσης του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρ. 5 Σ), στο οποίο περιλαμβάνεται ως προστατευόμενη επιμέρους εκδήλωση της προσωπικότητας η σεξουαλική ελευθερία, δηλαδή το δικαίωμα του προσώπου να αναπτύσσει σεξουαλική δραστηριότητα εφόσον, καθόσον, όποτε, όπως και με όποιον θέλει (Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, σελ. 183, Δοκουμετζίδη, Η σεξουαλική ελευθερία, άρθρο στο ΔΚΠ), αφετέρου δε οδηγεί σε ανεπίτρεπτο περιορισμό της ατομικής ελευθερίας και προσβολή του εσώτατου πυρήνα της προσωπικότητας του ατόμου. Γίνεται μάλιστα δεκτό ότι βιασμός υπάρχει και όταν το θύμα σταμάτησε να προβάλλει αντίσταση, συνεπεία του ακουσίως προκληθέντος σεξουαλικού ερεθισμού του (βλ. ΑΠ 1862/2010, ΠραξΛογΠΔ 2011.150, ΣυμβΑΠ 426/1971, ΠοινΧρον Κα΄.827 επ., ΠλημΗρακλ 199/2006, ΠοινΧρον 2008.565 επ., Καρανίκα, ό.π., σελ. 134). Ειδικότερα,  ακόμη κι όταν ο τελευταίος (σεξουαλικός ερεθισμός) εξικνείται μέχρις αποκορυφώσεως, ουδόλως μπορεί να ερμηνευθεί ως παροχή συναινέσεως, ακριβώς επειδή κατ` αυτόν τον τρόπο δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις της συναίνεσης ως εκούσιας πράξης επιλογής. Περαιτέρω, σωματική βία, κατά μία άποψη, είναι η άσκηση υλικής δύναμης, δηλαδή η χρησιμοποίηση μιας ενέργειας οποιασδήποτε φύσης (μυϊκής, ζωικής, μαγνητικής, μηχανικής, ηλεκτρικής), η οποία μεταβιβάζεται κατά τρόπο φυσικό πάνω σε πρόσωπο ή πράγμα, με σκοπό την κάμψη την αντίστασης του θύματος (βλ. Ε. Συμεωνίδου- Καστανίδου, Το έγκλημα της παράνομης βίας, ό.π., σελ. 973, Ν. Παρασκευόπουλου/ Ε. Φυτράκη, ό.π., σελ. 114), που είτε εκδηλώθηκε ήδη είτε πρόκειται να εκδηλωθεί, ήτοι με σκοπό τον εξαναγκασμό του θύματος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Κατ` άλλη άποψη (βλ. Μανωλεδάκης Ι. Προσβολές κατά της Πολιτειακής Εξουσίας σελ. 46/50), ως σωματική βία νοείται η αφαίρεση σωματικής δυνατότητας που εμποδίζει την ελεύθερη κίνηση του ανθρώπου ή την επικοινωνία με το περιβάλλον (η οποία επέρχεται είτε μέσα από τη χρήση υλικής δύναμης πάνω σε άνθρωπο είτε με κάποια κίνηση) και που αποσκοπεί στον εξαναγκασμό του θύματος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Τρία είναι, κατά σύνολο, σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, τα εννοιολογικά στοιχεία της βίας: α) η χρήση υλικής δύναμης, η οποία υποδεικνύει τη φυσική έννοια του όρου σωματική βία, β) η αφαίρεση σωματικής δυνατότητας από το θύμα (Α. Σαρέλη, ο.π., σελ. 108), η οποία παραπέμπει στην κοινωνική έννοια του όρου και γ) το στοιχείο του εξαναγκασμού. Κατά την κρατούσα δε στη νομολογία άποψη, σωματική βία είναι η φυσική δύναμη η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και η οποία, επιδρώντας στο σώμα του παθόντος, αναγκάζει αυτόν να υποστεί, παρά τη θέλησή του, σαρκική μείξη ή να ανεχθεί ή να επιχειρήσει γενετήσια (πλέον) πράξη. Δέον να σημειωθεί πως η έννοια της σωματικής βίας, ως ενός εκ των στοιχείων της υπόστασης του εγκλήματος του βιασμού, δεν περιλαμβάνει κατ` αρχήν αναγκαίως την έννοια της σωματικής βλάβης, η οποία συγκροτεί αυτοτελές έγκλημα, στρεφόμενο κατά του εννόμου αγαθού της σωματικής ακεραιότητας, ενώ το έγκλημα του βιασμού στρέφεται κατά του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, οπότε συρρέει αληθινά με εκείνο της αντίστοιχης, κατά τα άρθρα 308 επ. ΠΚ σωματικής βλάβης (ΑΠ 295/1994 ΠοινΧρ ΜΔ 479, ΑΠ 97/92 ΠοινΧρ 707, ΑΠ 736/84 ΛΕ 39).    Εξάλλου, ως «γενετήσια πράξη» νοείται, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 336 Nέου ΠΚ (τόσο υπό το Ν. 4619/2019, όσο και υπό το Ν. 4637/2019), η συνουσία, καθώς και άλλες πράξεις με την ίδια, από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας, βαρύτητα, όπως είναι, ενδεικτικά, η «παρά φύσιν» συνεύρεση, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειξία, η αιδιολειξία, ο ετεροαυνανισμός ή η χρήση υποκατάσταστων μέσων (βλ. σχετ. Αιτιολογική Έκθεση  του Ν. 4619/2019, 19ο Κεφάλαιο, Εγκλήματα της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής, σελ. 66), ήτοι πράξεις που δεν συνιστούν πάντοτε ή δεν προϋποθέτουν διεισδύσεις. Η κρίση του Δικαστηρίου περί ενδεικτικής και όχι αποκλειστικής απαρίθμησης των ανωτέρω πράξεων ως «γενετήσιων», προκύπτει αδιαμφισβήτητα τόσο από την αναφορά στην αιτιολογική έκθεση αυτή καθ` εαυτή, ότι ο όρος «γενετήσια πράξη» έχει την έννοια που προσδιορίζει η νομολογία και η επιστήμη, όσο και από την φράση «όπως είναι», που προηγείται της αναφοράς των επιμέρους αυτών πράξεων και η οποία, γραμματικά, καταδεικνύει τη μη αποκλειστική απαρίθμησή τους, αλλά την αναφορά τους ως παραδειγμάτων. Ως εκ τούτου και, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο βιασμός αποσκοπεί στην ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, όταν η πράξη του δράστη δεν είναι μια ήσσονος σημασίας ερωτική πράξη (όπως στιγμιαίος εναγκαλισμός και ασπασμός), αλλά είναι μια πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, που κατατείνει στην διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη του παθόντος, τότε πρόκειται για γενετήσια πράξη, ίσης βαρύτητας με τη συνουσία και δεν συντρέχει προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας κατά το άρθρο 337 του ΠΚ (βλ. σχετ. ΑΠ 118/2017 δημ. ΝΟΜΟΣ). Τέλος, απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, είναι κάθε απειλή άμεσου και σοβαρού κινδύνου που στρέφεται κατά του σώματος ή της ζωής του υφιστάμενου την απειλή βίας και που μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο περί επικείμενου κινδύνου κατ` αυτού, έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες, η απειλή αυτή κρίνεται σαν αστήρικτη ή ακόμη και μη δυνάμενη να δημιουργήσει τις καταστάσεις που ο απειλούμενος υπέλαβε κατά το χρόνο της απειλής, αρκεί ο απειλούμενος, κατά τον χρόνο που υφίσταται την απειλή, να πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Η σπουδαιότητα του κινδύνου κρίνεται με το συνδυασμό αντικειμενικού και υποκειμενικού κριτηρίου (βλ. ενδεικτικά ΑΠ 925/2011, ΠλημΑθ 2020/2007, ΠοινΧρον 2008.1010 επ., ΑΠ 1307/2009, www.areiospagos.gr, ΑΠ 769/2009, www.areiospagos.gr,, ΑΠ 571/1999, ΠοινΧρον 1999.213, ΠλημΚατερ 43/1993, ΠοινΧρον ΜΔ΄.100 επ. κ.α. βλ., όμως, και ΑΠ 205/2010, ΠοινΔικ 2011. 8 επ.  ΠραξΛογΠΔ 2010.223 επ., η οποία επισημαίνει ότι δεν είναι αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας να αναφέρεται ρητά ότι οι δυνάμεις του κατηγορουμένου αποτέλεσαν φυσική δύναμη που δεν μπορούσε να απωθηθεί από τους παθόντες). Σε κάθε περίπτωση, για την κατάφαση της άσκησης σωματικής βίας στο έγκλημα του βιασμού, είναι αδιάφορη τόσο η έντασή της, όσο και η ειδικότερη μορφή υπό την οποία αυτή ασκήθηκε, αρκεί, λαμβανομένων υπόψη των ειδικότερων χαρακτηριστικών του θύματος (λ.χ. ηλικία, σωματική διάπλαση, συναισθηματική φόρτιση, σχέση με το δράστη κ.λπ), να έχει εξαναγκαστική δύναμη, να είναι δηλαδή πρόσφορη, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να επιφέρει το επιδιωκόμενο από τον δράστη αποτέλεσμα, ήτοι τον εξαναγκασμό του θύματος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, δεδομένου ότι κυρίαρχο ρόλο στην αντίσταση του θύματος διαδραματίζει η προσωπικότητά του, καθόσον δεν υπάρχει «κοινό μέτρο» στις αντιδράσεις κάθε ατόμου, υπό τα ίδια πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις. Δεν απαιτείται, επίσης, για την κατάφαση της άσκησης σωματικής βίας, να έχει επέλθει εν τέλει και σωματική βλάβη του παθόντος. Η σωματική βία δεν απαιτείται να καλύπτει χρονικά ολόκληρη την τέλεση της ασελγούς πράξης, αλλά δύναται να προηγείται, να διακόπτεται, να ασκείται εκ νέου κλπ., αρκεί να καθιστά δυνατή την τέλεση της πράξης αυτής. Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, που είναι υπαλλακτικώς μικτό, αρκεί και ο ένας τρόπος τελέσεως (άσκηση σωματικής βίας ή απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας), χωρίς όμως να αποκλείεται η συνύπαρξη και των δύο τρόπων εξαναγκασμού. Υποκειμενικώς, για την πράξη του βιασμού, απαιτείται έστω και ενδεχόμενος δόλος, που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των παραπάνω στοιχείων του εγκλήματος αυτού, δηλαδή στη βούληση του δράστη, όπως, με σωματική βία ή απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας ή και με τις δύο μαζί, εξαναγκάσει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης και περιλαμβάνει και τη γνώση ότι το θύμα δεν συναινεί στη στην πράξη αυτή (βλ. σχετ.  ΑΠ 1495/2017 ΠοινΧρ 2019.110, ΑΠ 1337/2017,  ΑΠ 79/2017, ΑΠ 57/2017 δημ. Νόμος). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 337 παρ.1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με τo Ν. 4619/2019, «Όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, αρκεί να λάβουν χώρα ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις, προσβλητικές, κατά τρόπο βάναυσο, της αξιοπρέπειας του άλλου, στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής. Σε αντίθεση με τις ασελγείς πράξεις, οι «ασελγείς χειρονομίες» είναι ελαφρότερες ερωτικές πράξεις, που δεν φθάνουν στο σημείο της ασελγούς πράξεως, αλλά πάντως τελούνται σε σωματική επαφή, όπως ψαύσεις ή θωπείες του παθόντος. Οι «προτάσεις» μπορούν να γίνουν ρητά ή με χειρονομίες που πρέπει να αφορούν στην τέλεση ασελγών πράξεων και δεν προϋποθέτουν σωματική επαφή, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της πράξεως (ΑΠ 1450/2019, ΑΠ 409/2017, δημ. ΝΟΜΟΣ).  Ήδη, σύμφωνα με την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το Ν. 4619/2019 : «Όποιος με χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα, με προτάσεις που αφορούν γενετήσιες πράξεις που τελούνται ενώπιον άλλου ή με επίδειξη των γεννητικών του οργάνων, προσβάλλει βάναυσα την τιμή του άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή. Για την ποινική δίωξη απαιτείται έγκληση». Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του άνω εγκλήματος απαιτείται δόλος, συνιστάμενος στη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των στοιχείων της πράξεως. Ως «χειρονομίες γενετήσιου χαρακτήρα» νοούνται πράξεις ήσσονος βαρύτητας, οι οποίες όμως προσβάλλουν τη γενετήσια αξιοπρέπεια, όπως χειρονομίες ή θωπείες ή ψαύσεις του σώματος, που δεν εξικνούνται σε γενετήσια πράξη. Τέλος «πράξεις γενετήσιου χαρακτήρα» είναι συμπεριφορές ή χειρονομίες οι οποίες κατά την κοινή αντίληψη υπαινίσσονται ή καταδεικνύουν ή παρωθούν σε γενετήσιες πράξεις  (Αιτιολ. Έκθ. Νέου ΠΚ, κεφ. 19ο, σελ. 66). Από τη σύγκριση των δύο ανωτέρω μορφών της διάταξης του άρθρου 337 παρ. 1 ΠΚ, σαφώς προκύπτει  ότι ο κατηγορούμενος για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας επιβαρύνεται το ίδιο, αφού σε βάρος του απειλείται ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή, ενώ για την ποινική δίωξη της πράξης απαιτείται σε αμφότερες τις περιπτώσεις έγκληση. Ως εκ τούτου εφαρμοστέα τυγχάνει η διάταξη που ίσχυε κατά τον χρόνο τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 Π.Κ., ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το Ν. 4619/2019 : «Όποιος, έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83)". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι για την ύπαρξη απόπειρας, απαιτείται πράξη την οποία επιχειρεί ο δράστης με το δόλο τελέσεως ορισμένου εγκλήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως. Ως τέτοια θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη με την οποία αρχίζει να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και η οποία, αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο, οδηγεί αναμφισβήτητα στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συνάφειας, ώστε, κατά την κοινή αντίληψη, να θεωρείται ως τμήμα αυτής. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του αυτού ως άνω άρθρου όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4619/2019 (με έναρξη ισχύος από 1-7-2019): «Όποιος, έχοντας αποφασίσει να τελέσει έγκλημα, αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο αξιόποινη πράξη, τιμωρείται, αν το έγκλημα δεν ολοκληρώθηκε, με μειωμένη ποινή (άρθρο 83).» Σύμφωνα με τη νέα αυτή διάταξη, για μεν τα εγκλήματα των οποίων ο τρόπος τέλεσης της πράξης ή της παράλειψης περιγράφεται αναλυτικά στο νόμο (όπως λ.χ. συμβαίνει στα εγκλήματα της κλοπής ή της απάτης), το έγκλημα μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε απόπειρα μόνο όταν έχει πραγματωθεί, έστω και κατ` ελάχιστο, ένα τμήμα της αντικειμενικής του υπόστασης, ενώ για τα εγκλήματα των οποίων ο τρόπος τέλεσης της πράξης ή της παράλειψης δεν περιγράφεται στο νόμο (όπως λ.χ. συμβαίνει στα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας ή της σωματικής βλάβης), ο δράστης αρχίζει να εκτελεί την περιγραφόμενη στο νόμο πράξη ή παράλειψη, όταν έχει εξαπολύσει κατά του εννόμου αγαθού την ενέργεια, η οποία, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, είναι ικανή να επιφέρει την αξιόποινη βλάβη αν δεν ανακοπεί από άλλη πράξη του ιδίου ή τρίτου ή από επιγενόμενο τυχαίο γεγονός  (βλ. σχετ. Αιτιολογ. Έκθεση Ν. 4619/2019, κεφ. 3ο, υπό άρθρο 42, σελ. 14). Στο έγκλημα του βιασμού, ειδικότερα, για να υπάρχει απόπειρα, πρέπει να μην έχει πραγματωθεί ένα τουλάχιστον από τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και αρκεί να έχει γίνει έναρξη της σωματικής βίας ή της απειλής σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, με το σκοπό εξαναγκασμού του προσώπου σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, η οποία, όμως, δεν πραγματώθηκε εν τέλει από άλλα περιστατικά, τυχαία και ανεξάρτητα από τη θέληση του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περίπτωση κατά την οποία ο παθών ή η παθούσα αντιστάθηκε σθεναρώς. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 ΠΚ, όπως η τελευταία ισχύει μετά την τροποποίησή της με το Ν. 4610/2019 (και η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω κατ` άρθρο 2 ΠΚ, ως περιέχουσα ευμενέστερες, σε σχέση με την προϊσχύουσα, για τον κατηγορούμενο διατάξεις), «Όποιος προξενεί σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. Αν η κάκωση ή βλάβη της υγείας που του προξένησε είναι εντελώς ελαφρά, τιμωρείται με παροχή κοινωφελούς εργασίας», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309 ΠΚ, όπως η τελευταία ισχύει μετά την τροποποίησή της με το Ν. 4610/2019 (και η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω κατ` άρθρο 2 ΠΚ, ως περιέχουσα ευμενέστερες, σε σχέση με την προϊσχύουσα, για τον κατηγορούμενο διατάξεις),  «Αν η πράξη του προηγούμενου άρθρου τελέστηκε με τρόπο που μπορούσε να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά σωματική βλάβη, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή". Εν όψει της διαζευκτικής διατύπωσης της δεύτερης από τις διατάξεις αυτές, είναι απαραίτητο, στην καταδικαστική για επικίνδυνη σωματική βλάβη απόφαση, να καθορίζεται ποια από τις ως άνω δύο διακινδυνεύσεις δέχεται το δικαστήριο ότι συνέτρεξε στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή διακινδύνευση για τη ζωή ή για βαριά σωματική βλάβη. Δεν δημιουργεί βεβαίως αντίφαση η σωρευτική αναφορά και κινδύνου ζωής και βαριάς σωματικής βλάβης, εκτός αν στο σκεπτικό καθορίζεται η μία μορφή και στο διατακτικό η άλλη ή στο σκεπτικό καθορίζεται η ως άνω σωρευτική αναφορά και στο διατακτικό η διαζευκτική τοιαύτη. Αυτό δεν στερείται εννόμων συνεπειών, διότι η παραδοχή της μιας ή της άλλης περίπτωσης, αν και στις δύο περιπτώσεις η πράξη τιμωρείται με τα αυτά όρια ποινής, πρακτικώς οδηγεί σε διαφοροποίηση της ποινικής μεταχείρισης του δράστη, αφού στην πρώτη πλήττεται έννομο αγαθό υπέρτερο από τη σωματική υγεία και ακεραιότητα και η ποινή θα καθορισθεί βάσει των κατ` άρθρο 79 Π.Κ. κριτηρίων. Απαιτούμενα στοιχεία, για την αξιόποινη πράξη της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, είναι: α) σωματική βλάβη κατά την έννοια του άρθρου 308 του Π.Κ., β) η πράξη να τελέσθηκε κατά τρόπο που να μπορεί να προκαλέσει στον παθόντα κίνδυνο της ζωής του ή βαριά σωματική βλάβη και γ) δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πρόκλησης της σωματικής κάκωσης και των περιστάσεων από τις οποίες προκύπτει αντικειμενικά κίνδυνος της ζωής ή βαριά σωματική βλάβη (ΑΠ 801/2019, 735/2019 και 618/2019 δημ. ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά με τη διάταξη του άρθρου 309 νέου ΠΚ, δέον να σημειωθεί ότι πρόκειται για έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, για τη στοιχειοθέτηση του οποίου αρκεί αντικειμενικά (και όχι κατά την υποκειμενική αντίληψη των μερών) να προκύπτει κίνδυνος της ζωής του παθόντος ή βαριάς σωματικής βλάβης αυτού, χωρίς να αξιολογείται το επελθόν αποτέλεσμα, αλλά η δυνατότητα επέλευσής του. Στην εν λόγω διάταξη δεν απαριθμούνται τα «επικίνδυνα μέσα», αφού για το χαρακτηρισμό αυτών προσβλέπει ο εφαρμοστής του δικαίου ιδίως στον τρόπο ενέργειας του δράστη, στο ευπαθές ή μη του πληγέντος τμήματος του ανθρώπινου σώματος, στην προσφορότητα του μέσου κλπ. (ΑΠ 1757/94 δημ. ΝΟΜΟΣμε την οποία κρίθηκαν ως επικίνδυνες σωματικές βλάβες τα χτυπήματα με χέρια και πόδια στο κεφάλι, Μ. Μαργαρίτης, Ποινικός Κώδικας (ερμηνεία-εφαρμογή), 3η έκδοση, σ.932,933).
Εν προκειμένω, από όλη τη σχετική με την απόδειξη κύρια διαδικασία, την ανωμοτί κατάθεση της παριστάμενης για την υποστήριξη της κατηγορίας, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, την απολογία του κατηγορουμένου και από όλη γενικά τη συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Την 22/05/2019 και περί ώρα 03.15, η παθούσα Σ**** , επέστρεφε με μία φίλη της μετά από νυχτερινή έξοδο πεζή στην οικία της, η οποία βρίσκεται σε πολυκατοικία κείμενη επί της οδού ********* , στην πόλη της ****** . Αφού αποχώρησε η φίλη της στη διασταύρωση των οδών *** η Σ*** συνέχισε να κατευθύνεται μόνη πλέον προς την οικία της, η οποία απέχει λίγα μέτρα από το σημείο της διασταύρωσης. Περί ώρα 03.35 η παθούσα έφτασε στην είσοδο της πολυκατοικίας στην οποία διαμένει, έβγαλε τα κλειδιά της από την τσάντα της, άνοιξε την πόρτα της εισόδου και πριν προλάβει να την κλείσει, την προσέγγισε αιφνιδιαστικά και χωρίς να γίνει αντιληπτός από αυτήν ο κατηγορούμενος, ο οποίος, σπρώχνοντας την πόρτα, κατάφερε να την ανοίξει παρά την προσπάθεια της τελευταίας να  αντισταθεί.  Αμέσως  μετά  τη  βίαιη  είσοδό του στην είσοδο της πολυκατοικίας, ο κατηγορούμενος, χρησιμοποιώντας σωματική βία, αφού έκαμψε με τις υπέρτερες σωματικές του δυνάμεις την αντίσταση της παθούσας, έχοντας αποκλειστικό σκοπό να έλθει σε συνουσία μαζί της, επιχείρησε, παρά τη σθεναρή της αντίσταση, να την εξαναγκάσει να ανεχθεί γενετήσια πράξη. Ειδικότερα, αφού αρχικά τράβηξε με δύναμη τα μαλλιά της παθούσας, χτύπησε το κεφάλι της στον τοίχο και κατόπιν συνέχισε να τη χτυπά κεφάλι με λακτίσματα. Στη συνέχεια, την έριξε στο πάτωμα και αφού την ακινητοποίησε, συνέχισε να τη χτυπάει κλοτσώντας της στο κεφάλι με τα πόδια του, ενώ ταυτόχρονα ξεκούμπωσε τη ζώνη και το παντελόνι του, προκειμένου να έρθει σε συνουσία μαζί της. Καθ` όλη τη διάρκεια των παραπάνω περιγραφόμενων πράξεων, η παθούσα πρόβαλλε σθεναρή αντίσταση, φωνάζοντας διαρκώς, προκειμένου να προστρέξει κάποιος σε βοήθεια, ενώ παράλληλα, με τα κλειδιά που κρατούσε στο χέρι της, άρχισε, αμυνόμενη, να χτυπάει τον κατηγορούμενο στο πρόσωπο, ώστε να τον αποτρέψει από την τέλεση της πράξης την οποία ήθελε να ολοκληρώσει. Ο τελευταίος, παρά τη διαρκή, σθεναρή αντίσταση της παθούσας, συνέχισε να την χτυπά με δύναμη στο κεφάλι, τόσο με τα χέρια, όσο και με τα πόδια του, κρατώντας την πεσμένη στο πάτωμα. Τις φωνές της παθούσας άκουσαν οι ένοικοι του πρώτου ορόφου, οι οποίοι θορυβημένοι άνοιξαν την πόρτα του διαμερίσματός τους, προκειμένου να διαπιστώσουν τι ακριβώς συνέβαινε. Στο άκουσμα της πόρτας που άνοιξε, ο κατηγορούμενος, φοβούμενος προφανώς τη σύλληψη, τράπηκε σε φυγή χωρίς να ολοκληρώσει την πράξη του, ενώ η παθούσα, αφού μετέβη στο διαμέρισμά της, κάλεσε την αστυνομία και κατήγγειλε το περιστατικό. Από την επίθεση που δέχτηκε η Σ***** με τα πολλαπλά χτυπήματα στο κεφάλι της, υπέστη, σύμφωνα με την με αρ. πρωτ. ******* ιατροδικαστική έκθεση, εκχυμωτικό μώλωπα αριστερής ζυγωματικής χώρας, μώλωπες τριχωτού κεφαλής και ερυθρότητα επιπεφυκότος αριστερού οφθαλμού, σωματικές βλάβες οι οποίες, σύμφωνα με την παραπάνω έκθεση, χαρακτηρίζονται ως απλές, είναι όμως σαφές ότι ο τρόπος με τον οποίο προκλήθηκαν (ήτοι, τα συνεχόμενα και πολλαπλά, βίαια χτυπήματα τα οποία κατάφερε ο κατηγορούμενος στο κεφάλι της παθούσας, χρησιμοποιώντας με μανία και δύναμη τα χέρια και τα πόδια του, χτυπώντας και κλοτσώντας την, ακόμη κι όταν εκείνη βρίσκονταν πεσμένη και ακινητοποιημένη στο πάτωμα), μπορούσε να προκαλέσει σε αυτήν κίνδυνο βαριάς σωματικής βλάβης, δοθέντος ότι το κεφάλι είναι ιδιαιτέρως ευπαθές σημείο του ανθρώπινου σώματος, τυχόν δε σφοδρή πλήξη αυτού σε συγκεκριμένα σημεία, είναι δυνατό να οδηγήσει σε μόνιμες, βαρύτατες βλάβες της υγείας, ακόμα δε και σε θάνατο. Απολογηθείς ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την κατηγορία, ισχυριζόμενος ότι είχε καταναλώσει αλκοόλ πριν το περιστατικό κι ότι σκοπός του δεν ήταν να βιάσει την παθούσα, αλλά μόνο να την τρομάξει επιδεικνύοντας το μόριό του, προσβάλλοντάς τη, με τον τρόπο αυτό, στο πεδίο της γενετήσιας αξιοπρέπειάς της. Περαιτέρω δε, ισχυρίστηκε ότι αποχώρησε από το σημείο οικεία βουλήσει,  προτού καταφθάσει στο χώρο κάποιο τρίτο πρόσωπο. Οι ισχυρισμοί αυτοί του κατηγορουμένου είναι απολύτως αβάσιμοι και απορριπτέοι, λαμβανομένων υπόψη αφενός μεν των κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, αφετέρου δε των πλείστων αντιφάσεων, στις οποίες ο ίδιος υπέπεσε κατά την απολογία του. Ειδικότερα, απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος κρίνεται ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι σκοπός του ήταν απλώς και μόνο η επίδειξη του μορίου του στην παθούσα, προκειμένου να την τρομάξει, αλλά και να προσβάλλει και να μειώσει αυτήν στο πεδίο της γενετήσιας αξιοπρέπειάς της, καθόσον: α)  ενώ όπως ο ίδιος κατέθεσε στην απολογία του, αντιληφθείς τις δύο γυναίκες (ήτοι την παθούσα και τη φίλη της) όταν περπατούσαν, στην επιστροφή από την έξοδό τους, τις παρακολούθησε για αρκετά λεπτά πριν αυτές χωριστούν, με σκοπό «να τις μειώσει, να τους δείξει το μόριό του γιατί τον είχε πληγώσει η κοπέλα που είχε», παρά ταύτα  δεν έπραξε τούτο ενώ είχε τη δυνατότητα να το πράξει (ενώ μπορούσε δηλαδή ευχερώς, κατά το χρονικό αυτό διάστημα, στον άδειο από κόσμο δρόμο, να πραγματοποιήσει τον σκοπό του, επιδεικνύοντας το μόριό του σε αμφότερες, επιφέροντας με την πράξη του αυτή ταπείνωση δύο γυναικών ταυτόχρονα, ήτοι διπλή προσβολή, λαμβάνοντας ο ίδιος, κατ` αποτέλεσμα, διπλή «ικανοποίηση»), αλλά αντίθετα, εξακολούθησε να τις ακολουθεί περιμένοντας υπομονετικά να χωριστούν  περίμενα να φύγει η μία»), αφενός μεν διότι φοβόταν την αντίδρασή τους όσο αυτές βρίσκονταν μαζί στο δρόμο («φοβόμουν ότι μπορεί και να φώναζαν»), αφετέρου δε διότι ήθελε, ευκαιρίας δοθείσης, να επιτεθεί σε μία από αυτές, ώστε να καταφέρει να έλθει σε συνουσία μαζί της, β) ακόμη κι όταν η παθούσα έμεινε μόνη της, διανύοντας μια απόσταση 50 περίπου μέτρων από τη διασταύρωση όπου αποχαιρέτησε τη φίλη της μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας στην οποία διέμενε, εντούτοις, ο κατηγορούμενος δεν την προσέγγισε ώστε να της επιδείξει το μόριό του, όπως επίσης είχε την ευκαιρία, αλλά αντίθετα περίμενε, όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε στην απολογία του, να εισέλθει αυτή στην είσοδο της πολυκατοικίας και μετά να της επιτεθεί («Μόλις έμεινε μόνη η παθούσα, την πήρα από πίσω. Ήθελα να φθάσει σπίτι της. Περίμενα να δω πού θα πάει. Μόλις έβαλε το κλειδί στην πόρτα, τράβηξα μία κλοτσιά στην πόρτα»), γ) παρά το γεγονός ότι εισήλθε ο ίδιος αιφνιδίως και βιαίως, εντός της εισόδου της πολυκατοικίας στην οποία διέμενε η παθούσα, και πάλι δεν αρκέστηκε να επιδείξει στην τελευταία το μόριό του και να αποχωρήσει, όπως είχε τη δυνατότητα, αλλά αντίθετα, την άρπαξε βίαια από τα μαλλιά, χτύπησε το κεφάλι της στον τοίχο, την έριξε στο πάτωμα και αφού την ακινητοποίησε, άρχισε να τη χτυπά με μανία («Τη χτύπησα πολύ»), με λακτίσματα και κλωτσιές στην περιοχή της κεφαλής της, καταφέροντάς της δυνατά χτυπήματα, προκειμένου να κάμψει ολοσχερώς την αντίστασή της και να την εξαναγκάσει σε ανοχή γενετήσιας πράξης και δη, συνουσίας.  Άλλωστε, αν ο σκοπός του ήταν απλώς η επίδειξη του μορίου του στην παθούσα, δεν θα είχε προβεί ο ίδιος σε τόσο βίαιη επίθεση σε βάρος της, με πολλαπλά και σφοδρά χτυπήματα στο κεφάλι της, ούτε θα ήταν απαραίτητο να την  ρίξει στο έδαφος και να την κρατήσει ακινητοποιημένη. Η ως άνω βίαιη συμπεριφορά του κατηγορουμένου, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ξεκούμπωσε τη ζώνη και το παντελόνι του, καταδεικνύει τη βούλησή του να εξαναγκάσει την παθούσα να ανεχτεί γενετήσια κατά την έννοια του νόμου πράξη και δη συνουσία και όχι απλώς να την τρομοκρατήσει, σκοπός που θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί και χωρίς την άσκηση της σωματικής βίας σε βάρος της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξε πρόδηλος εκ μέρους του κατηγορουμένου ο σκοπός εξαναγκασμού της παθούσας να ανεχτεί γενετήσια πράξη και, συγκεκριμένα συνουσία, αφού η ένταση της βίας η οποία ασκήθηκε εναντίον της, ήταν ικανή να περιάγει αυτήν σε τρόμο, αλλά και σε αδυναμία αντίστασης, ώστε να υποστεί ή να ανεχτεί την πράξη αυτή. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι η πράξη του κατηγορουμένου, μετά την έναρξη της σωματικής βίας προς την παθούσα, δεν ολοκληρώθηκε, ήτοι δεν επετεύχθη ο εξαναγκασμός αυτής σε ανοχή γενετήσιας πράξης, από εξωτερικά, τυχαία και ανεξάρτητα της βούλησής του αίτια και, συγκεκριμένα, επειδή κατάλαβε ότι είχε γίνει αντιληπτός από τους ενοίκους του πρώτου ορόφου της οικοδομής, οι οποίοι ακούγοντας τις φωνές της παθούσας, εξήλθαν του διαμερίσματός τους προκειμένου να διαπιστώσουν τι ακριβώς συνέβαινε και επιχείρησαν να κατέβουν από τις σκάλες, στην είσοδο της πολυκατοικίας, οπότε ο κατηγορούμενος, μόλις τους αντιλήφθηκε, ετράπη σε φυγή, πριν αυτοί προλάβουν να τον δουν. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, εάν πραγματικά είχε φύγει οικειοθελώς, χωρίς να εξαναγκασθεί να πράξει τούτο από εξωτερικά, τυχαία και ανεξάρτητα της βούλησής του αίτια, ασφαλώς θα είχε προλάβει να ολοκληρώσει το σκοπό του, που, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, ήταν να επιδείξει στη παθούσα το μόριό του. Συνεπώς και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι αποχώρησε από το σημείο της επίθεσης με τη θέλησή του, χωρίς τη μεσολάβηση εξωτερικού παράγοντα, είναι ουσιαστικά αβάσιμος και απορριπτέος. Χαρακτηριστικό, μάλιστα, της επιμονής του να ολοκληρώσει την επιχείρηση γενετήσιας πράξης με την παθούσα, παρά τη σφοδρή αντίστασή της τελευταίας, είναι το γεγονός ότι, παρά τα δυνατά χτυπήματα που δέχθηκε από αυτήν στο πρόσωπο με τα κλειδιά της εισόδου της πολυκατοικίας, τα οποία η τελευταία κρατούσε στα χέρια της, ο ίδιος δεν απομακρύνθηκε, αλλά αντίθετα, εξακολούθησε να ασκεί σε βάρος της σωματική βία, προκειμένου να κάμψει την αντίστασή της, ώστε να έρθει σε συνουσία μαζί της, πρόθεση την οποία παραδέχθηκε προανακριτικά εξάλλου και ο ίδιος (βλ. σχετ. την από ********* έκθεση εξέτασης κατηγορουμένου στο Τμήμα Ασφάλειας *******). Οι ενέργειες αυτές του κατηγορουμένου εναντίον της παθούσας, έγιναν με την εκ μέρους του χρήση σωματικής βίας εναντίον της, καταδεικνύουσα σκοπό να καμφθεί η αντίστασή της στις σεξουαλικές ορέξεις του, παρά την αντίθετη θέλησή της, η οποία προκύπτει από τις παραδοχές ότι αυτή, εκτός από τις εκκλήσεις της να την αφήσει να φύγει, αμύνονταν απωθώντας τον και χτυπώντας τον στο πρόσωπο με τα κλειδιά της πόρτας εισόδου της πολυκατοικίας, τα οποία κρατούσε στα χέρια της, καλώντας συνάμα σε βοήθεια. Συνιστούν δε οι πράξεις αυτές, παράλληλα, τμήμα της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος του βιασμού, αφού κατέτειναν ευθέως και αμέσως στον εξαναγκασμό της παθούσας να ανεχθεί (τουλάχιστον) γενετήσια πράξη, δοθέντος ότι η πράξη του κατηγορουμένου να ξεκουμπώσει τη ζώνη και το παντελόνι του, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες ενέργειές του, εκδηλώνουν έντονο γενετήσιο χαρακτήρα. Έτσι, με βάση τις παραδοχές αυτές, υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση αρχή εκτελέσεως της πράξεως του βιασμού, η οποία ανακόπηκε και δεν ολοκληρώθηκε για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως του κατηγορουμένου και, συγκεκριμένα, από την αιφνίδια εμφάνιση και παρεμβολή των ενοίκων του πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας στην οποία διέμενε η παθούσα, γεγονός το οποίο, σύμφωνα με τις παραδοχές αυτές, τον ανάγκασε να απομακρυνθεί. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα και για όλους τους προαναφερθέντες λόγους, σαφώς προκύπτει ότι η πράξη αυτή ουδόλως συνιστά απλή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας της παθούσας (στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως της οποίας δεν αποτελεί η άσκηση σωματικής βίας κατά του θύματος, η οποία έλαβε χώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αποδείχτηκαν), απορριπτομένου, ως εκ τούτου, ως αβάσιμου κατ` ουσίαν, του αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου περί ορθού νομικού χαρακτηρισμού της εν λόγω αποδιδόμενης σ` αυτόν πράξης, από απόπειρα βιασμού της παθούσας, σε προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας αυτής.
Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι ο κατηγορούμενος,  στον ως άνω τόπο και χρόνο, στα πλαίσια της απόπειρας βιασμού που διέπραξε, όπως αυτή περιγράφεται αμέσως ανωτέρω, κατάφερε στην παθούσα Σ***** πολλαπλά χτυπήματα στο κεφάλι (με λακτίσματα, κλωτσιές, χτυπήματα στον τοίχο) με αποτέλεσμα να προκαλέσει σ' αυτήν εκχυμωτικό μώλωπα αριστεράς ζυγωματικής χώρας, μώλωπες τριχωτού κεφαλής, ερυθρότητα επιπεφυκότος αριστερού οφθαλμού. Η πράξη του αυτή, από τον βίαιο τρόπο που τελέσθηκε (λακτίσματα, κλωτσιές) και το σημείο του σώματος που επλήγη (κεφάλι), μπορούσε να προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη στην παθούσα, δεδομένου ότι τέτοιου είδους χτυπήματα στο κεφάλι (χτύπημα στον τοίχο, συνεχή, ιδιαίτερα βίαια λακτίσματα και κλωτσιές) είναι δυνατόν να προξενήσουν αιμορραγία, αμνησία, απώλεια όρασης, διάσειση, αστάθεια στη βάδιση, ίλιγγο ή να προξενήσουν σοβαρές εν γένει για την υγεία του ατόμου συνέπειες, δυνάμενες να εκδηλωθούν είτε αμέσως, είτε σε χρονική απόσταση από την καταφορά του χτυπήματος. Ο δε κατηγορούμενος, ενήργησε εν προκειμένω με δόλο, δηλαδή με απόφαση ληφθείσα σιωπηρώς, με γνώση και θέληση της πρόκλησης σωματικής βλάβης της υγείας της παθούσας και των περιστάσεων από τις οποίες αντικειμενικά προέκυψε ο κίνδυνος πρόκλησης βαριάς σωματικής βλάβης σ` αυτήν. Τέλεσε συνεπώς αυτός, σε βάρος της, το έγκλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης (άρθρ. 309 σε συνδ. με άρθρο 308 ΠΚ), η οποία συγκροτεί αυτοτελές έγκλημα, στρεφόμενο κατά του εννόμου αγαθού της σωματικής ακεραιότητας της παθούσας και συρρέει αληθινά με την απόπειρα βιασμού, η οποία στρέφεται κατά του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας της τελευταίας. 
Εξάλλου, ο υφέρπων στην απολογία του, αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί ελαττωμένης ικανότητάς του προς καταλογισμό κατ` άρθρο 36 ΠΚ σε συνδυασμό με άρθρο 34 ΠΚ, διότι τέλεσε τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις ευρισκόμενος υπό την επήρεια αλκοόλ, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθόσον ουδόλως αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο τέλεσης των πράξεων της απόπειρας βιασμού της παθούσας και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης αυτής, είχε μειωθεί σημαντικά η ικανότητά του για καταλογισμό, δηλαδή η ικανότητά του να αντιληφθεί το άδικο των ανωτέρω πράξεών του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό, λόγω διατάραξης της συνείδησής του από την κατανάλωση αλκοόλ. Αντίθετα, από τα πραγματικά περιστατικά της κατά τα ανωτέρω σε βάρος της παθούσας επίθεσης και δη, από τον τρόπο με τον οποίο ο κατηγορούμενος στόχευσε, απομόνωσε και επιτέθηκε στην παθούσα, προκύπτει ότι αυτός επέδειξε εξαιρετική επιμέλεια κατά την εκτέλεση των εν λόγω εγκλημάτων, τα οποία υπήρξαν αποτέλεσμα στοχευμένων ενεργειών του, στις οποίες αυτός προέβη έχοντας πλήρη ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο αυτών, αφού : α) αντιληφθείς τις δύο γυναίκες (ήτοι την παθούσα και τη φίλη της) όταν περπατούσαν, στην επιστροφή από την έξοδό τους, τις παρακολούθησε για αρκετά λεπτά περιμένοντας υπομονετικά να χωριστούν, αφενός μεν διότι φοβόταν την αντίδρασή τους όσο αυτές βρίσκονταν μαζί στο δρόμο, αφετέρου δε διότι ήθελε, ευκαιρίας δοθείσης, να επιτεθεί σε μία από αυτές, β) όταν η παθούσα έμεινε μόνη της, διανύοντας μια απόσταση 50 περίπου μέτρων από τη διασταύρωση όπου αποχαιρέτησε τη φίλη της, μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας στην οποία διέμενε, δεν την προσέγγισε άμεσα, αλλά αντίθετα περίμενε να εισέλθει αυτή στην είσοδο της πολυκατοικίας και μετά να της επιτεθεί, γ) περίμενε να ανοίξει η παθούσα την πόρτα της εισόδου της πολυκατοικίας προκειμένου αιφνιδιαστικά να εισέλθει κι ο ίδιος από πίσω της, κλωτσώντας την πόρτα, δ) εισερχόμενος στην είσοδο της πολυκατοικίας, επιτέθηκε αμέσως αιφνιδιαστικά και βίαια στην παθούσα, την οποία έριξε κάτω και  ακινητοποίησε, έχοντας ξεκουμπώσει παράλληλα τη ζώνη και το παντελόνι του,  ε) τράπηκε σε φυγή αμέσως μόλις αντιλήφθηκε τους ενοίκους του πρώτου ορόφου της πολυκατοικίας (που, ακούγοντας τις φωνές της παθούσας, εξήλθαν του διαμερίσματός τους και προσέτρεξαν σε βοήθεια), προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη, στ) μόλις διαπίστωσε ότι έφερε τραύματα στο πρόσωπό του, ανησυχώντας για την κατάσταση της υγείας του, προσέτρεξε στο Νοσοκομείο, όπου έδωσε ψευδή δικαιολογία για την αιτία του τραυματισμού του, επικαλούμενος πτώση από σκάλα, ώστε να αποφύγει τη σύλληψη, αδιαφορώντας πλήρως για την τύχη της παθούσας («Δεν σκέφτηκα τι μπορεί να έπαθε η κοπέλα»). Τα ανωτέρω στοιχεία, σε συνδυασμό με την προαναφερόμενη ψύχραιμη, μεθοδική και επινοητική συμπεριφορά του κατηγορουμένου, καταδεικνύουν σαφώς όχι μόνο την πλήρη διαύγεια και αντιληπτική του ικανότητα κατά το χρόνο τέλεσης των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων, αλλά και τη σκληρότητά του ως χαρακτήρα και την πλήρη αδιαφορία του απέναντι στα έννομα αγαθά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της γενετήσιας αξιοπρέπειας της παθούσας.
Επομένως, πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες εν προκειμένω κατηγορείται και οι οποίες στοιχειοθετούνται πλήρως τόσο κατά την αντικειμενική, όσο και κατά την υποκειμενική τους υπόσταση, σύμφωνα και με τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

                            ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντα τον κατηγορούμενο *********,  

ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο, ομόφωνα, ένοχο, για τις πράξεις της απόπειρας βιασμού και της επικίνδυνης σωματικής βλάβης ********


Μετά την έκδοση της παραπάνω αποφάσεως, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, πρόβαλε αυτοτελή  ισχυρισμό περί  αναγνώρισης του ελαφρυντικού του άρθρου 84§2α και ε του ΠΚ και ειδικότερα ότι ο κατηγορούμενος μέχρι την ημέρα της σύλληψής του έζησε μία έντιμη, ατομική, κοινωνική και οικογενειακή ζωή και ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμη και κατά την κράτησή του.
            Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, πρότεινε να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός του συνηγόρου του καταδικασμένου  κατηγορουμένου για την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84§2α και ε του ΠΚ στον  καταδικασμένο κατηγορούμενο.
            Ο συνήγορος υπερασπίσεως του καταδικασμένου  κατηγορουμένου, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησε να γίνει δεκτός ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός για την αναγνώριση ελαφρυντικών στον εντολέα του.
            Το ίδιο ζήτησε και ο κατηγορούμενος.
        Στη συνέχεια το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Βόλου, αποσύρθηκε προς διάσκεψη στον ειδικό γι’ αυτό χώρο, πλην του Εισαγγελέως, και αφού διασκέφθηκε μυστικά, παρούσας και της Γραμματέως, κατάρτισε την απόφασή του και μετά από λίγο επανήλθε στην έδρα του, παρουσία και της Γραμματέως και των υπολοίπων παραγόντων της δίκης, διά της Προέδρου του, δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την υπ΄αριθμ. 6/ 2020 απόφασή του, η οποία έχει ως εξής:
                                 
                               ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
     Αυτοτελείς είναι οι ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 170§2 και 333§2 του ΚΠΔ, στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως, τον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής. Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την θεμελίωσή τους κατά την οικεία διάταξη, ώστε να μπορεί ο δικαστής ύστερα από αξιολόγηση να κάνει δεκτούς ή να απορρίψει αυτούς, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα για την απόρριψή τους. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και ο περί συνδρομής ορισμένης ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84§2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ιδίου Κώδικα, υπό την προϋπόθεση της προβολής του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Όταν δε, συντρέχουν περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 85 του ΠΚ, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά μόνο, το δικαστήριο όμως, προκειμένου να προβεί στην επιμέτρηση της ποινής, θα λάβει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το εν λόγω γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από 01-07-2019 (άρθρο δεύτερο του Ν. 4619/2019) Ποινικού Κώδικα, μεταξύ άλλων και : i) Η υπό στοιχείο α` περίσταση, που συνίσταται στο «ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα». Κριτήριο, επομένως, για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες Δικαίου, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής, του Δικαστού δυνάμενου να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από το άρθρο 178 του ΚΠΔ. Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη αυτή (84 παρ. 2α) του ισχύοντος από 01-07-2019 ΠΚ, είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας διάταξης, που όριζε ότι η υπό στοιχείο α` ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο «ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή», αφού με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της «νόμιμης» ζωής, έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της «έντιμης» ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα «απαραβίαστη» προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου. ii) Η υπό στοιχ. ε`, που συνίσταται στο ότι «ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του, ακόμα και κατά την κράτησή του». Η σχετική διάταξη που αφορά στην ελαφρυντική αυτή περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας, καθόσον η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου αξιολογείται ως ελαφρυντική περίσταση ακόμα και όταν υφίσταται τον εξαναγκασμό της φυλακής. Για την αναγνώριση της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης, δεν αρκεί αρνητική αναφορά ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, αλλά απαιτείται αναφορά συγκεκριμένων θετικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η καλή αυτή συμπεριφορά και δη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση, οι ως άνω προβαλλόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι, καθόσον : α) Ως προς τον πρώτο ισχυρισμό, ο κατηγορούμενος ανέφερε ενώπιον του ακροατηρίου τούτου, κατά την απολογία του, ότι στο πολύ πρόσφατο παρελθόν και, συγκεκριμένα, λίγες μόλις ημέρες πριν επιτεθεί στην παθούσα, επιτέθηκε με παρόμοιο τρόπο σε άλλη γυναίκα, στη ***** , την οποία επίσης γρονθοκόπησε και έριξε επί του οδοστρώματος της οδού στην οποία εκείνη βάδιζε, προκειμένου να της επιδείξει το μόριο του, πράξη για την οποία έχει ήδη ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη ότι για την κατάφαση από το Δικαστήριο της προϋπόθεσης ότι ο κατηγορούμενος δεν έζησε σύννομα ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα, δεν απαιτείται αμετάκλητη καταδίκη του, προκύπτει ότι ο ως άνω κατηγορούμενος δεν έζησε, ως το χρόνο που τέλεσε τις πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκε, σύννομη ζωή και ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ομοίως, απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός του ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, καθόσον α) αφενός μεν δεν αρκεί μόνο η αναφορά ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την πράξη του, αλλά απαιτείται αναφορά συγκεκριμένων θετικών περιστατικών, από τα οποία να προκύπτει η καλή αυτή συμπεριφορά, τα οποία εν προκειμένω ουδόλως αναφέρονται και β) αφετέρου, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου, από το χρόνο τέλεσης των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε (22-05-2019), μέχρι και σήμερα (20-01-2020), δεν διέδρα
με σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα (διάστημα μόλις 7 μηνών).
          Επομένως, οι σχετικοί αυτοτελείς ισχυρισμοί του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθούν ομόφωνα ως ουσιαστικά αβάσιμοι.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ