Τετάρτη 12 Αυγούστου 2020

ΑΠ ποιν. 414/2020: δεν απαιτείται η άσκηση ποινικής δίωξης για φοροδιαφυγή, ώστε τα ποσά να μη συμπεριληφθούν στον πίνακα του ν. 1882/1990

Απόφαση 414 / 2020    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 414/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε'ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Μαγγίνα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη - Εισηγητή, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου και Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστασίας Δημητριάδου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α. Β. χήρα Ε., κατοίκου ... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Δημόπουλο, για αναίρεση της υπ'αριθ.4612/2019 αποφάσεως του Α' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το Α' Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.10.2019 (αριθ.πρωτ. 11392/29.10.2019) αίτησή της αναιρέσεως, η οποία επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 29.10.2019, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1588/19.
Αφού άκουσε

Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του κατ' άρθρο 519 ΚΠΔ αρμοδίου Δικαστηρίου και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η κρινόμενη από 29-10-2019 (αριθμός πρωτ: 11392/29-10-2019) αίτηση αναίρεσης της Α., χήρας Ε. Β., το γένος Α. και Δ. Π., κατοίκου ...), που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 29-10-2019, στρεφόμενη κατά της υπ' αριθμό 4612/2019 καταδικαστικής απόφασης του Α' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και είναι παραδεκτή.
II. Από το άρθρο 2 του νέου Ποινικού Κώδικα, που κυρώθηκε με το Νόμο 4619/2019 και τέθηκε σε ισχύ, κατά το άρθρο 460 του ίδιου Κώδικα, από την 1-7-2019, με το οποίο ορίζεται ότι: "1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. 2. Αν μεταγενέστερος νόμος χαρακτήρισε την πράξη μη αξιόποινη (ανέγκλητη), παύει η εκτέλεση της ποινής που επιβλήθηκε καθώς και τα ποινικά επακόλουθά της, όπως και η εκτέλεση των μέτρων ασφαλείας", προκύπτει ότι τροποποιείται ουσιωδώς η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο "όλον" και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά την πράξη ανέγκλητη. Περαιτέρω, από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 511 εδαφ. δ', 514 εδαφ. δ' περ. β' και 518 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., συνάγεται, ότι, αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης καταστεί ανέγκλητη η πράξη, για την οποίαν καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου (Ολ. Α.Π. 3/1995). Εξάλλου, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Νόμου 1882/1990 θεσπίσθηκε η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του ποσού του χρέους. Ακολούθως, το άνω άρθρο (25 του Νόμου 1882/1990) αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Νόμου 2523/1997, με το οποίο, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και, αφετέρου, αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την πράξη της μη καταβολής. Εν συνεχεία η παρ. 1 του άρθρου 25 συμπληρώθηκε με το άρθρο 34 του Νόμου 3016/2002 (Φ.Ε.Κ. 110/17-5-2002) και ακολούθως το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 34 του Νόμου 3220/2004 (Φ.Ε.Κ. Α' 15/28-1-2004). Μετά την τελευταία αντικατάσταση, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων εσόδων στις Δ.Ο.Υ. και τα τελωνεία, κατά τον, ως κατωτέρω, χρόνο καταβολής των επίδικων χρεών, 1) αντιμετωπίσθηκε ενιαία ως προς το χρόνο είσπραξής τους, ορισθέντος, ότι χρόνος είσπραξης είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, εφάπαξ ή σε δόσεις, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με την βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίσθησαν βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους και 4) αυξήθηκαν τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή, για τα οποία ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, ορισθέντος έτσι ότι: "1. Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Επακολούθησε ο Νόμος 3943/2011, με το άρθρο 3 του οποίου αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990 και ορίσθηκε ότι: "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ". Ακολούθως εκδόθηκε ο Νόμος 4321/21-3-2015 "Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας", με το άρθρο 20 του οποίου η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990 αντικαταστάθηκε ως εξής. "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Τέλος, με το άρθρο 8 του Νόμου 4337/17-10-2015 προστέθηκε νέο Κεφάλαιο δωδέκατο στο Νόμο 4174/2013, με το άρθρο 71 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε, ότι "τα ποσά των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, των περιπτώσεων α' και β', αντίστοιχα, της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990 ("Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους"), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίστανται από τα ποσά των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, αντίστοιχα". Μετά την υποβολή στον εισαγγελέα της σχετικής αίτησης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κ.λ.π., που συνοδεύεται από τον πίνακα βεβαιωμένων χρεών, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομη σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης καθενός από τα μερικότερα χρέη. Δεν πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες, προσβάλλουσες διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουσες χρονικά και συνεχόμενες μεταξύ τους, λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούσες σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, ομοειδείς πράξεις, αλλά για μία και μόνη, τελούμενη με τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο που το χρέος έπρεπε να καταβληθεί, αξιόποινη πράξη, στην οποίαν τυποποιείται η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των περιεχομένων στον πίνακα βεβαιωμένων χρεών. Πρόκειται δηλαδή για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης, που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα. Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) Ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών. Ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπολοίπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος. Και 2) Ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από το χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά το χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από το νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του Π.Κ., ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη, άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Έτσι, κρίσιμα στοιχεία θεμελίωσης του σχετικού εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να υπάρχει η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι: α) Η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του, δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από τον χρόνο που αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κ.λ.π.). Αυτή συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται, όμως, ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΕΔΕ, καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος. Τέλος, στο άρθρο 469 του νέου Π.Κ., που ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, από 1-7-2019, ορίζεται ότι "Μετά το εδάφιο β' της παρ. 1 του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ' ως εξής: "Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις". Κατ' αυτόν τον τρόπο με την τελευταία διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα επαναρρυθμίζεται το προβλεπόμενο στο άρθρο 25 του Νόμου 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη Φορολογική Διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται, ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της μεταβατικής αυτής διάταξης, η μη καταβολή της επιβληθείσας χρηματικής ποινής καταργείται πλέον ως αυτοτελές αδίκημα του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990, καθώς δυνάμει της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 80 του νέου Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο μαζί με την χρηματική ποινή ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία θα πρέπει να εκτιθεί από τον καταδικασθέντα, εάν δεν καταβάλλεται η χρηματική ποινή και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Νόμου 4174/2013 (Κ.Φ.Δ.), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι, τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Νόμου 4174/2013 σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Νόμου 4337/2015. Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή το επιδιωχθέν προϊόν των εν λόγω φορολογικών παραβάσεων αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του Κ.Φ.Δ. Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά-χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του Νόμου 2523/1997), ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), από την απόκρυψη από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώρηση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Νόμου 2523/1997), του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της Φορολογικής Διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 1 του Νόμου 2523/1997) και από τη μη έκδοση ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το Π.Δ/μα 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λ.π. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Νόμου 2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα. Ακόμη, η επιβληθείσα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Νόμου 3986/2011 ετήσια επί του εισοδήματος φορολογική επιβάρυνση (τέλος επιτηδεύματος), που ορίζεται σε πάγιο, κατά κατηγορία υπόχρεων, ποσό, στους επιτηδευματίες και στους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β' και Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ., θεσπίσθηκε ως φόρος επί του εισοδήματος. Ο νομοθέτης στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, υπό συνθήκες που περιγράφονται στο νόμο, αποφέρει ένα ελάχιστο ποσό ετήσιου εισοδήματος, στο οποίο αντιστοιχεί, ως ελάχιστη φορολογική επιβάρυνση, το προβλεπόμενο πάγιο ποσό φόρου [Σ.τ.Ε. 89/2019]. Έτσι, η αποφυγή πληρωμής του τέλους επιτηδεύματος, που αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος, τυποποιείται επίσης στο έγκλημα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ., οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται και δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου στην αίτηση και στον πίνακα χρεών, που υποβάλλονται για την άσκηση της ποινικής δίωξης από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τα Ελεγκτικά Κέντρα ή το Τελωνείο προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους.
Συνεπώς, εφόσον η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 469 του Ν.Π.Κ., όπου αναφέρεται, ότι στην αίτηση και το συνοδεύοντα αυτή πίνακα χρεών, που υποβάλλονται από τα προαναφερθέντα πρόσωπα προς άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. β' του Νόμου 1882/1990) δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα παραπάνω χρέη με τις προσαυξήσεις τους κ.λ.π. από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι ευμενέστερη, η πράξη της μη καταβολής των χρεών αυτών στο Δημόσιο έχει καταστεί ανέγκλητη. Πρέπει να επισημανθεί όμως ότι οι παραπάνω παραβάσεις δεν στοιχειοθετούν ποινικά αδικήματα ανεξαρτήτως ποσού ή χρονικού διαστήματος. Σύμφωνα με το άρθρο 66 παρ. 3 και 4 του Κ.Φ.Δ.: 3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών: α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, ή β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίσθηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος: αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση. 4. Επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς. Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της απόφασης, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά, τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατύπωσης του σκεπτικού της. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Π.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγος αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ. και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
III. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ' αριθμό 4612/2019, απόφασής του, το A' Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα επί λέξει πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, που αποτελεί αντικείμενο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης: "Η κατηγορουμένη, στον τόπο και κατά το χρόνο που αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης αυτής, έχοντας την ιδιότητα της οφειλέτριας του Δημοσίου και ενώ τα χρέη της κατέστησαν ληξιπρόθεσμα και απαιτητά κατά την ισχύ του νόμου 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή των χρεών της προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, ενώ το ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής της, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις υπερβαίνει το ποσό των 200.000 ευρώ. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της κατηγορουμένης, με την ιδιότητά της ως ομορρύθμου μέλους της προσωπικής (ομόρρυθμης) εταιρείας, με την επωνυμία "... Ο.Ε.", η οποία δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά στον τομέα της τεχνικής επεξεργασίας πρώτης ύλης, της κατασκευής και εμπορίας ειδών λατρείας, εκκλησιαστικών ειδών κ.λ.π. στη Δ.Ο.Υ. Χολαργού διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου, τα οποία με τις προσαυξήσεις και λοιπές επιβαρύνσεις ανέρχονταν- κατά το χρόνο της σύνταξης του πίνακα που θα αναφερθεί στη συνέχεια- στο συνολικό ποσό των 1.805.019,41 ευρώ (ειδικότερα δε στο ποσό των 1.632.301,84 ευρώ με τη μορφή του κεφαλαίου και στο ποσό των 172.717,57 ευρώ με τη μορφή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων), όπως τα χρέη αυτά αναλυτικά αναγράφονται στον πίνακα χρεών της προαναφερομένης Δ.Ο.Υ. με τον αριθμό ειδικού βιβλίου …/2015 που συνοδεύει, ως αναπόσπαστο μέρος αυτής, την από 6-10-2015 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. αυτής και ενσωματώνεται-ο πίνακας αυτός-στο διατακτικό της απόφασης αυτής, στον οποίο-πίνακα-εμφανίζονται τα χρέη της ομόρρυθμης εταιρείας, της οποίας η κατηγορουμένη αποτελεί μέλος από τις 24-2-1992 και στη συνέχεια, κατά τον αριθμό, την ημερομηνία βεβαίωσης, το οικονομικό έτος, το είδος του χρέους, την ανάλυση του ποσού, το απαιτητό μέρος για κάθε ένα χρέος αλλά και σε σύνολο, τον τρόπο πληρωμής, τον αριθμό των ληξιπρόθεσμων δόσεων και τις ημερομηνίες λήξης της πρώτης και της τελευταίας δόσης καταβολής, η κατηγορουμένη ηθελημένα δεν κατέβαλε τα βεβαιωμένα χρέη της ομόρρυθμης εταιρείας, προς το Δημόσιο (πρόστιμο Κ.Β.Σ.-οριστική βεβαίωση κ.λ.π.), τα οποία έχουν εγγραφεί με τους αριθμούς από 1 μέχρι και 75 στον πίνακα χρεών. Από τις οφειλές δε αυτές, αποδεικνύεται ότι δεν έχει καταβληθεί κανένα ποσό, ούτε η κατηγορουμένη έχει προβεί σε ρύθμιση των οφειλών αυτών, όπως προκύπτει από το από 29-3-2019 έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χολαργού (για τη συναγωγή των προαναφερομένων αποδεικτικών πορισμάτων, βλ. τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν κατά την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου). Στο σημείο τούτο είναι απαραίτητο να επισημανθούν και τα ακόλουθα: Με το άρθρο 469 του νέου Π.Κ. ορίζεται ότι μετά το εδάφιο β' της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Νόμου 1882/1990 προστέθηκε εδάφιο γ', το οποίο έχει το ακόλουθο περιεχόμενο: "Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις". Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νέου Π.Κ., με τη μεταβατική αυτή διάταξη, μεταξύ άλλων, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων και τα ποσά που αποτελούν προϊόν αυτών που αποκόμισε ή επιδίωξε να αποκομίσει ο δράστης, αποκλείονται από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, αφού η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Το γεγονός δε ότι το Δημόσιο χρησιμοποιεί τη διαδικασία της ταμειακής βεβαίωσης για να επιδιώξει την είσπραξη των ποσών που στερήθηκε ως συνέπεια του φορολογικού αδικήματος, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί για τον εκ νέου κολασμό του αδικήματος αυτού, καθώς τόσο η πράξη που προκάλεσε την οφειλή όσο και η ζημία του Δημοσίου παραμένουν οι αυτές. Η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος δεν θίγεται ως προς άλλες απαιτήσεις του Δημοσίου, για τις οποίες δεν υπάρχει αυτοτελής ποινική προστασία. Στην προκείμενη περίπτωση, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι στον πίνακα χρεών έχουν συμπεριληφθεί χρέη που αποτελούν το προϊόν, το οποίο αποκόμισε ή επιδίωξε να αποκομίσει η κατηγορουμένη από τη διάπραξη φορολογικών αδικημάτων, από εκείνα που τυποποιούνται ως αξιόποινες πράξεις στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, ενώ, επίσης δεν αποδεικνύεται ότι σε βάρος της κατηγορουμένης έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για τη διάπραξη τέτοιων φορολογικών αδικημάτων-τα οποία να σχετίζονται με τα χρέη που συμπεριλαμβάνονται στον προαναφερόμενο πίνακα-και επιπρόσθετα ότι η κατηγορουμένη έχει καταδικασθεί για τη διάπραξη αυτών (φορολογικών αδικημάτων). Μόνο στην περίπτωση εκείνη (εάν, δηλαδή, αποδεικνύονταν τα προαναφερόμενα), θα μπορούσε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, να τεθεί ζήτημα αποτροπής διπλής τιμώρησης της κατηγορουμένης, μία φορά για τα φορολογικά αδικήματα και μία ακόμη για το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Η ενδεχόμενη υιοθέτηση διαφορετικής εκδοχής, σύμφωνα με την οποίαν η μη συμπερίληψη στον πίνακα χρεών από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, επέρχεται ούτως ή άλλως, δηλαδή ακόμη και εάν δεν έχει προηγουμένως ασκηθεί ποινική δίωξη σε βάρος της κατηγορουμένης για ορισμένη πράξη φοροδιαφυγής και δεν έχει καταδικασθεί αυτή για την τελευταία αυτή πράξη, θα οδηγούσε σε έλλειψη τιμώρησης τόσο για το τελευταίο αυτό έγκλημα (της φοροδιαφυγής, για το οποίο ωστόσο δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη και δεν καταδικάσθηκε η κατηγορουμένη ως δράστρια αυτής), όσο και για το έγκλημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Το αποτέλεσμα όμως αυτό, είναι πρόδηλο ότι θα συνιστούσε αξιολογική αντινομία, την οποίαν αναντίρρητα δεν θέλησε να προκαλέσει ο νομοθέτης με τη θέσπιση της διάταξης του άρθρου 469 του νέου Π.Κ. και θα υπερακόντιζε το κανονιστικό πλαίσιο, αλλά και την τελολογία, της τελευταίας αυτής διάταξης, αφού την αποτροπή διπλής τιμώρησης τελικά θα την ανήγαγε σε έλλειψη τιμώρησης εν γένει. Επομένως, η κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της πράξης της παράβασης του άρθρου 25 παρ. 1 του Νόμου 1882/1990, η τέλεση της οποίας αποδίδεται σ' αυτή, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται προηγουμένως, αλλά μνημονεύονται ειδικότερα και στο διατακτικό της απόφασης αυτής, δεδομένου ότι υπέχει προσωπική ποινική ευθύνη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 εδαφ. β' του νόμου αυτού, από την οποία προκύπτει ότι οι ποινές που προβλέπονται και αναφέρονται στην παράγραφο 1 αυτού επιβάλλονται, στις πιο κάτω περιπτώσεις οφειλετών του Δημοσίου και τρίτων πλην ιδιωτών, και προκειμένου: α)....... β) Για εταιρείες ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες, στους ομόρρυθμους εταίρους και στους διαχειριστές τους. Για περιορισμένης ευθύνης εταιρείες, στους διαχειριστές αυτών και όταν ελλείπουν, αδιάφορα από το λόγο έλλειψής τους ή όταν απουσιάζουν αυτοί από την έδρα της εταιρείας χωρίς να είναι γνωστό στη δημόσια οικονομική υπηρεσία ή στο τελωνείο όπου είναι βεβαιωμένα τα χρέη που ευρίσκονται, σε κάθε εταίρο, σωρευτικά ή μη".
IV. Μετά ταύτα το Δικαστήριο της ουσίας και υπό τις παραδοχές αυτές, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την τότε κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα και επέβαλε σ' αυτήν ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, την οποία ανέστειλε για τρία (3) χρόνια, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ την κατηγορουμένη ένοχη του ότι: Στην Αθήνα, στις 31-08-2015 ούσα οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη της κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Νόμου 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρος της ομόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία "... Ο.Ε.", της οποίας τυγχάνει ομόρρυθμο μέλος, διάφορα χρέη υπέρ του Δημοσίου στη Δ.Ο.Υ. Χολαργού, όπως ακριβώς αναφέρονται στο συνημμένο πίνακα χρεών της παραπάνω Δ.Ο.Υ. (αριθμός ειδικού βιβλίου …2015) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 06-10-2015 μηνυτήρια αναφορά του Προϊσταμένου της ανωτέρω Δ.Ο.Υ., όπως κατωτέρω επισυνάπτεται, ηθελημένα δεν κατέβαλε ποσό "1.805.019,41" ευρώ, που αφορά βεβαιωμένα χρέη αυτής προς το Δημόσιο".
V. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένως εφάρμοσε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, καθόσον, ενώ στο σκεπτικό αναφέρει ότι: ".... από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει ότι στον πίνακα χρεών έχουν συμπεριληφθεί χρέη που αποτελούν το προϊόν, το οποίο αποκόμισε ή επιδίωξε να αποκομίσει η κατηγορουμένη από τη διάπραξη φορολογικών αδικημάτων, από εκείνα που τυποποιούνται ως αξιόποινες πράξεις στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.).....", στο διατακτικό και δη στον πίνακα χρεών διαλαμβάνονται χρέη, που φαίνονται να τυποποιούνται ως αξιόποινες πράξεις στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ.), τα οποία, εκτός των συλλογισμών της θεωρητικής δυνατότητας να μην περιληφθούν στον εν λόγω πίνακα, δεν διευκρινίζεται γιατί δεν τυποποιούνται ως φορολογικά αδικήματα του ως άνω άρθρου, με συνέπεια να μην αποδεικνύεται και να μην προσδιορίζονται σε κάθε περίπτωση επακριβώς τα χρέη της κατηγορουμένης, τα οποία τυχόν θα υπάγονταν κατά νόμο στην αντικειμενική υπόσταση του άρθρου 25 παρ. 1 του Νόμου 1882/1990, και το ύψος τους. Έτσι όμως καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των προαναφερθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, οι οποίες παραβιάζονται εκ πλαγίου, καθόσον, έχουν εμφιλοχωρήσει στην απόφαση ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά, ενώ στερείται αυτή της νόμιμης βάσης και της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός.
VI. Με το από 27-06-2019 έγγραφό του το Υπουργείο Δικαιοσύνης, γνώριζε στις παραλήπτριες Υπηρεσίες ότι, λόγω των βουλευτικών εκλογών της 07-07-2019, επιβαλλόταν να ανασταλούν οι εργασίες των ποινικών Δικαστηρίων των Αθηνών από την 3η έως τη 12η Ιουλίου 2019. Επίσης προβλεπόταν ότι: "..... Οι ποινικές δίκες που θα αρχίσουν στο ακροατήριο πριν από την ημερομηνία έναρξης της αναστολής και δεν θα περατωθούν την ίδια ημέρα, συνεχίζονται μετά την ημερομηνία λήξης της αναστολής...". Στην προκείμενη περίπτωση η υπό κρίση υπόθεση είχε προσδιορισθεί για να δικασθεί στις 05-02-2019, κατ' έφεση, ενώπιον του Α' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Το εν λόγω Δικαστήριο, με την υπ' αριθμό 872/2019 απόφασή του, ανέβαλε την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης, καθόσον η έφεση είχε γίνει ήδη τυπικά δεκτή, με απόφαση προηγουμένου Δικαστηρίου, στη ρητή δικάσιμο της 05-04-2019 ανακοινώνοντάς την στον παραστάντα πληρεξούσιο δικηγόρο της τότε κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας. Στις 05-04-2019 το Δικαστήριο διέκοψε την εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης για τις 21-05-2019. Τότε διέκοψε για τις 05-07-2019, οπότε, ενόψει και των εκλογών, διέκοψε και πάλι για τις 17-09-2010, όταν και εκδίκασε την υπόθεση ερήμην της κατηγορουμένης, κρίνοντάς την ωσεί παρούσα. Η αναιρεσείουσα αιτιάται, ότι δεν ήταν υποχρεωμένη, να παραστεί κατά τη δικάσιμο της 05-07-2019, αφού οι εργασίες των δικαστηρίων είχαν ανασταλεί, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζει ότι η εκδίκαση της υπόθεσής της είχε διακοπεί για τις 17-09-2019 και να δικασθεί ερήμην, ότι συνεπεία αυτού συνέβη απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, επειδή δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση, εκπροσώπηση, υπεράσπιση και άσκηση των δικαιωμάτων της ως κατηγορουμένης, το δε Δικαστήριο προχωρώντας, υπό αυτές τις συνθήκες στην εκδίκαση της υπόθεσής της, υπερέβη την εξουσία του.
VII. Σύμφωνα με το συνδυασμό των διατάξεων 502 β) 1, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του Νόμου 4637/2019 και 340 του νέου Κ.Π.Δ. κατά την εκδίκαση της έφεσης επί της ουσίας, αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανισθεί ή δεν εκπροσωπείται νομίμως από δικηγόρο δικάζεται σαν να ήταν παρών, εφόσον είχε νομίμως κλητευθεί και έχει ενημερωθεί ότι σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του ή μη εκπροσώπησής του θα δικασθεί ερήμην. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής η ενημέρωση του κατηγορουμένου πριν την έναρξη της διαδικασίας στο ακροατήριο καλύπτει και κάθε επόμενη διαδικαστική φάση μέχρι την έκδοση της επί της ουσίας απόφασης.
Συνεπώς, ενόψει των προεκτεθέντων, η κατηγορουμένη όφειλε να παρίσταται με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο στο δικαστήριο στην ορισθείσα ρητή δικάσιμο και σε κάθε νέα μετά από διακοπή δικάσιμο αυτού, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη νόμιμη ενέργεια από το Δικαστήριο, το οποίο στις 17-09-2019 προχώρησε στην εκδίκαση της υπόθεσης, με το ακόλουθο σκεπτικό: "Στο σημείο αυτό, μετά από πρόταση της Εισαγγελέα και εντολή του Προέδρου, αναγνώσθηκε το απόσπασμα της υπ' αριθμό 872/5-2-2019 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, από το οποίο προκύπτει ότι κατά τη δικάσιμο της 5ης Φεβρουαρίου 2019, κατά την οποίαν αναβλήθηκε η υπόθεση για τη σημερινή δικάσιμο, η κατηγορουμένη ήταν μεν απούσα, αλλά ανακοινώθηκε σ' αυτήν η παραπάνω δικάσιμος διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 10159), ο οποίος είχε εκπροσωπήσει την κατηγορουμένη στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας δίκης στο Δικαστήριο τούτο, καθώς και η υποχρέωσή της να προσέλθει σ' αυτή, χωρίς κλήτευση. Επομένως, πρέπει να καταδικασθεί σαν να ήταν παρούσα και να διαταχθεί η πρόοδος της δίκης". Ως εκ τούτου πλήρως αιτιολογημένα το Δικαστήριο συνέχισε την εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης επί της ουσίας, ουδεμία ακυρότητα συνέβη εξ αυτού του λόγου κατά τη διαδικασία και ουδεμία εξουσία του υπερέβη. Εξάλλου, ουδέν δικαίωμα της κατηγορουμένης παραβιάσθηκε, δεδομένου ότι αυτή γνώριζε πως η εκδίκαση της υπόθεσής της είχε ορισθεί μετά από διακοπή για τις 05-07-2019, οπότε, ακόμη και αν δεν παραστάθηκε κατά την άνω δικάσιμο, είχε τη δυνατότητα να πληροφορηθεί άμεσα την, μετά τη διακοπή, ορισθείσα νέα ημερομηνία εκδίκασης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω ο πρώτος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
IIX. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 548 του Κ.Π.Δ. το Δικαστήριο μπορεί πάντοτε να ανακαλεί τις προπαρασκευαστικές αποφάσεις του. Τέτοια απόφαση είναι και η απόφαση περί αναβολής της δίκης, κατά το άρθρο 59 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., η οποία δεν δημιουργεί δεδικασμένο ή, η αναβλητική απόφαση περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή, η αναβλητική απόφαση του άρθρου 352 παρ. 3 του Κ.Π.Δ. για νέες αποδείξεις.
Συνεπώς, και αυτή η τελευταία απόφαση μπορεί να ανακληθεί κατά τη νέα μετ' αναβολή συζήτηση της υποθέσεως. Η ανάκληση μπορεί να είναι και σιωπηρή, αν το δικαστήριο δεν εμμείνει στην προπαρασκευαστική του απόφαση και χωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης, αρκούμενο στις υπάρχουσες αποδείξεις, δεν έχει δε υποχρέωση να αιτιολογήσει, γιατί δεν θεωρεί πλέον αναγκαία την περαιτέρω συνέχιση της αναβολής για το λόγο που αρχικά είχε αναβάλει. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 25 παρ. 8 του Νόμου 1882/1990 "Μάρτυρας παρίσταται ο κατά την ημερομηνία της δικασίμου προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας ή τελωνείου ή υπάλληλος που υπηρετεί στην ίδια ή αντίστοιχη υπηρεσία. Η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο δεν είναι υποχρεωτική, εφόσον έχει λάβει χώρα έγγραφη ενημέρωση του αρμόδιου εισαγγελέα ή του δικαστηρίου εκ μέρους της Δ.Ο.Υ. σχετικά με τη διαδικαστική εξέλιξη της οφειλής, τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο". Η εν λόγω διάταξη όμως αφορά την υποχρέωση του μάρτυρα όσον αφορά την εμφάνιση και κατάθεσή του στο Δικαστήριο και ουδεμία δέσμευση γεννά στο Δικαστήριο. Κατ' ακολουθία τούτων ο δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τα λοιπά οι εκτιθέμενες αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον εξ αυτών συνάγονται, κατά την αναιρεσείουσα, αντίθετα συμπεράσματα από αυτά στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο της ουσίας, είναι απαράδεκτες, ως αφορώσες την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του εν λόγω Δικαστηρίου, την οποίαν και επιχειρούν να πλήξουν με την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της έλλειψης νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης.
Συνεπώς, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και κατά παραδοχή του τρίτου λόγου αναίρεσης περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και έλλειψης νόμιμης βάσης, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως βάσιμη στην ουσία της, αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρα 519 και 522 του Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την απόφαση, με αριθμό 4612/2019, του Α' Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Μαρτίου 2020.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ