Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

ΤρΕφΛαμ 1/2022 Ελευθερία της έκφρασης και Ελευθερία του Τύπου,

 

                                             ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ελευθερία της έκφρασης και Ελευθερία του Τύπου, κατά τα άρθρα 14 παρ. 1 Σ, 10 παρ. 1 ΕΣΔΑ, και 19 παρ. 3 Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και περιορισμοί των ελευθεριών αυτών. Μειωμένης εφαρμογής οι περιορισμοί, όταν αφορούν στον πολιτικό λόγο και σε θέματα δημοσίου συμφέροντος. Ευρύτερα τα όρια των κριτικών σχολίων για πρόσωπα πολιτικά ή δημόσια. Πραγματικά γεγονότα και αξιολογικές κρίσεις. Δημοσιογραφική δεοντολογία και Αρχές της υπεύθυνης δημοσιογραφίας. Άρθρο 8 ΕΣΔΑ. Προσωπική απόλαυση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής. Προσβολή προσωπικότητας από δημοσίευμα ή ραδιοτηλεοπτική εκπομπή και απορρέουσες από αυτή αξιώσεις (άρθρ. 57, 58, 59, 914 ΑΚ). Γνήσια αντικειμενική

ευθύνη ιδιοκτήτη εντύπου, ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού (Ν. 1178/1981). Ευθύνη εκδότη, διευθυντή, υπευθύνου προγράμματος, συντάκτη, παραγωγού, δημοσιογράφου-συντονιστή, παρουσιαστή. Ύψος χρηματικής ικανοποίησης κατά το ν. 1178/1981. Εξύβριση, δυσφήμιση, συκοφαντική δυσφήμιση (άρθρ. 361, 361 363 ΠΚ).  Έκφραση γνώμης - αξιολογικής κρίσης, ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος. Ένσταση περί άρσης του παρανόμου της προσβολής  κατ` άρθρ. 367 παρ. 1 ΠΚ. Αντένσταση περί υπέρβασης του αντικειμενικώς  αναγκαίου μέτρου για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και ειδικός σκοπός εξυβρίσεως (άρθρ. 367 παρ. 2 ΠΚ). Δέχεται έφεση ως προς την πρώτη εναγομένη-εφεσίβλητη, ιδιοκτήτρια του ραδιοφωνικού σταθμού, ως προς την οποία εξαφανίζει την εκκαλουμένη, κρατεί και δικάζει την αγωγή, την οποία απορρίπτει ουσία.  Απορρίπτει έφεση ως προς τους λοιπούς εναγομένους -εφεσιβλήτους.   

 

 

 

 

 

                                          ΑΡΙΘΜΟΣ     1/2022

                        

                           ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

 

          ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Βαρβάρα Πάπαρη,  Πρόεδρο Εφετών, Σωτήριο Παπακώστα, Εφέτη και Άννα Ρήγα, Εφέτη – εισηγήτρια, την οποία όρισε η Πρόεδρος Εφετών του Δικαστηρίου αυτού, και από τη Γραμματέα Καλυψώ Πολυχρονάκη.

 

…..

 

 

 

                                    ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                             ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

        1.  Η έφεση του ηττηθέντος εκκαλούντος - ενάγοντος, κατά των εφεσιβλήτων - εναγομένων και κατά της υπ’ αριθμ. 2/2019 οριστικής  απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (άρθρ. 681 Δ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρα 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1-3, 672 και 673-676 του ιδίου Κώδικα, όπως τα άρθρα αυτά ίσχυαν πριν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η αγωγή ασκήθηκε στις 7-8-2015, με έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου από 1-1-2016 για τις κατατιθέμενες από 1-1-2016 αγωγές), αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδόσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρ. 498, 19 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ), με κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 16-1-2020, προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως, εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ διετίας από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει τη δίκη (18-1-2019), αφού από το φάκελο της δικογραφίας δεν  προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης και πάροδος της προθεσμίας προς άσκηση έφεσης, ούτε οι διάδικοι  επικαλούνται ότι έλαβε χώρα επίδοση αυτής. Για το παραδεκτό της εφέσεως, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 του ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου. Πρέπει, επομένως, να γίνει αυτή τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 § 1 του ΚΠολΔ).

          2.   Ο ενάγων, ο οποίος κατάγεται από την Υ*** και τυγχάνει στρατιωτικός εν αποστρατεία, ισχυρίστηκε με την αγωγή του ότι, στις 15-6-2014, ήταν ο κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν ο Δήμος Λ**, η Τοπική Κοινότητα Υ*** και ο εκπολιτιστικός επιμορφωτικός σύλλογος Υ** «Α***», για να τιμήσουν την επέτειο του Ολοκαυτώματος της Υ***, το οποίο έλαβε χώρα στις 17-6-1944, όταν οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής πυρπόλησαν την Υ*** και εκτέλεσαν τους αμάχους πολίτες της. Ότι η ομιλία του είχε ενωτικό χαρακτήρα και αναφερόταν στο ιστορικό του Ολοκαυτώματος και στα προσωπικά του βιώματα, στους ναζί και τα αποτρόπαια εγκλήματα τους σε βάρος του ελληνικού λαού, στο κατοχικό δάνειο και στις γερμανικές αποζημιώσεις, καθώς και στη σημερινή δεινή οικονομική συγκυρία που βιώνει ο ελληνικός λαός και στις ευθύνες του συνόλου του πολιτικού κόσμου για την κατάσταση αυτή, ο ίδιος δε, μετά το πέρας της δέχθηκε συγχαρητήρια από πλήθος παρισταμένων. Ότι στις 18-6-2014, κατά τη διάρκεια του μεσημβρινού δελτίου ειδήσεων που παρουσίασε ο δεύτερος των εναγομένων στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό «L***», ιδιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, στο οποίο συμμετείχαν τηλεφωνικά οι υπόλοιποι εναγόμενοι, οι παραπάνω, σχολιάζοντας την ως άνω ομιλία του, διαστρέβλωσαν πλήρως το αληθινό της νόημα, απομονώνοντας συγκεκριμένα χωρία αυτής και διέδωσαν ενώπιον των ακροατών της εν λόγω ραδιοφωνικής εκπομπής, τα αναφερόμενα στην αγωγή ψευδή, συκοφαντικά και δυσφημιστικά για το πρόσωπό του γεγονότα, εν γνώσει της αναλήθειάς τους, με σκοπό να πλήξουν την τιμή και υπόληψή του, όπως, μεταξύ άλλων, ότι ο ίδιος στην ομιλία του εκθείασε τους Έλληνες συνεργάτες των ναζί, ότι ενστερνίζεται ναζιστικές και φασιστικές ιδεολογίες, καθώς και ότι με την ομιλία του αυτή παραχάραξε την ιστορία, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι αποσπάσματα της παραπάνω εκπομπής αναρτήθηκαν από τον δεύτερο εναγόμενο, την ίδια ημέρα, στην ιστοσελίδα www.l****, ιδιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης. Ότι η τρίτη εναγόμενη, υπό την ιδιότητα της προέδρου του εκπολιτιστικού επιμορφωτικού συλλόγου Υ*** «Α***», εξέδωσε και δημοσίευσε στην τριμηνιαία εφημερίδα του Συνδέσμου Υ*** και Φίλων της Υ*** «Ο ***», το από 17-06-2014 δελτίο τύπου, το οποίο αναρτήθηκε και στην ιστοσελίδα www.l*** και, αποσπάσματα αυτού, στην ιστοσελίδα www.l****, στο οποίο επαναλαμβάνονταν, εν γνώσει της αναλήθειάς τους, οι ανωτέρω ψευδείς, συκοφαντικοί και δυσφημιστικοί για το πρόσωπό του ισχυρισμοί, με σκοπό να πλήξουν την τιμή και υπόληψή του. Ότι συνεπεία των ως άνω παράνομων και υπαίτιων ενεργειών των δευτέρου, τρίτης, τέταρτου και πέμπτης των εναγομένων, αυτός (ενάγων) προσβλήθηκε παράνομα στην προσωπικότητά του και για το λόγο αυτό διατηρεί σε βάρος τους αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ότι η πρώτη εναγόμενη, ως ιδιοκτήτρια του ραδιοφωνικού σταθμού, ευθύνεται για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ίδιος από την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του από όσα λέχθηκαν κατά τη διάρκεια της ανωτέρω ραδιοφωνικής εκπομπής, αντικειμενικά, άλλως υποκειμενικά, ως έχουσα ηθική και νομική υποχρέωση να ελέγχει εκ των προτέρων εάν είναι σύννομο το περιεχόμενο των ραδιοφωνικών εκπομπών που εκπέμπονται από το σταθμό της. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι : α) να άρουν την προσβολή της προσωπικότητάς του, με την ανάρτηση επικυρωμένου (σαρωμένου) αντιγράφου της εκδοθησόμενης απόφασης στην ιστοσελίδα του ραδιοφωνικού σταθμού ιδιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης και με ανάγνωση του συνόλου της απόφασης κατά το χρόνο μετάδοσης του μεσημβρινού δελτίου ειδήσεων από τη συχνότητα του εν λόγω ραδιοφωνικού σταθμού, καθώς και με δημοσίευση, εντός πενήντα (50) ημερών από την τελεσιδικία της απόφασης, με δική τους δαπάνη, στην τριμηνιαία εφημερίδα του Συνδέσμου Υ*** ** «Ο ***», κειμένου περιέχοντος το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης, με την απειλή, για την περίπτωση άρνησής τους, χρηματικής ποινής υπέρ αυτού, ύψους 300 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης και β) να μην επαναλάβουν την προσβολή της προσωπικότητάς του στο μέλλον, καθώς επίσης γ) να αναγνωριστεί η υποχρέωσή τους να του καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την ως άνω παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, το ποσό των 30.000 ευρώ έκαστος, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, όπως το αίτημα αυτό παραδεκτά μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας),  καθώς και με τις νομότυπα ενώπιον αυτού κατατεθείσες προτάσεις του (άρθρα 223, 295 παρ. 1, 297 ΚΠολΔ). Οι εναγόμενοι, με δηλώσεις των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στο ακροατήριο του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκαν επιγραμματικά στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συζήτησης και με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις τους, αρνήθηκαν την αγωγή και περαιτέρω ισχυρίστηκαν ότι δεν προέβησαν στις επίμαχες αναφορές με κακόβουλη προαίρεση και σκοπό εξύβρισης του ενάγοντος ως προσώπου, αλλά από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, ο δεύτερος ως δημοσιογράφος για την πληροφόρηση του κοινού, η τρίτη ως πρόεδρος του εκπολιτιστικού επιμορφωτικού συλλόγου Υ** «Α***», ο οποίος ήταν συνδιοργανωτής της επίμαχης εκδήλωσης και δέχθηκε κριτική για την επιλογή του συγκεκριμένου ομιλητή, όταν αυτός εξέφρασε τις συγκεκριμένες ιστορικές ανακρίβειες, ο τέταρτος ως εκλεγμένος μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κ***, εκλεγμένος δημοτικός σύμβουλος του συνδιοργανωτή της επίμαχης εκδήλωσης Δήμου Λ*** και επικεφαλής δημοτικής παράταξης της αντιπολίτευσης, προκειμένου να εκθέσει και να ενημερώσεις τους δημότες για τις απόψεις που εκπροσωπεί, επί του δημοσίου λόγου (ομιλίας) του ενάγοντος και η πέμπτη υπό διττή ιδιότητα, επιστημονική και πολιτική, ήτοι ως καθηγήτρια φιλόλογος-ιστορικός, διδάσκουσα επί σειρά ετών στο Λύκειο το μάθημα της ιστορίας, αλλά και ως πρώην υποψήφια δήμαρχος, εκλεγμένη δημοτική σύμβουλος του συνδιοργανωτή της επίμαχης εκδήλωσης Δήμου Λ*** και επικεφαλής δημοτικής παράταξης της αντιπολίτευσης, προκειμένου να εκθέσει και αυτή και να ενημερώσει τους δημότες για τις απόψεις που εκπροσωπεί επί του δημόσιου λόγου του ενάγοντος και, άπαντες οι εναγόμενοι, για την προάσπιση της ιστορικής αλήθειας. Προς αντίκρουση του ισχυρισμού αυτού, ο οποίος εκτιμήθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως  ένσταση καταλυτική της αγωγικής αξίωσης του ενάγοντος, λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολής της προσωπικότητάς του (άρθρ. 367 παρ. 1 του ΠΚ), ο ενάγων πρόβαλε την καταλυτική της ανωτέρω ένστασης, αντένσταση του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ, ισχυριζόμενος ότι οι προσβλητικές αναφορές των εναγομένων, περιείχαν τα συστατικά στοιχεία της συκοφαντικής δυσφήμησης και ότι έγιναν με σκοπό εξύβρισης, περιφρόνησης, προσωπικής επίθεσης και αμφισβήτησης της ηθικής και κοινωνικής αξίας του, καθόσον αυτοί θα μπορούσαν, για την προστασία του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός τους, να εκφράσουν την αντίθεσή τους στην επίμαχη ομιλία του και να του ασκήσουν έντονη κριτική για αυτή, όχι όμως και να τον χαρακτηρίσουν φασίστα, ναζιστή, παραχαράκτη και βιαστής της ιστορίας, υμνητή της «Χ****» και ολοκληρωτικών καθεστώτων, χαρακτηρισμούς τους οποίους οι τελευταίοι χρησιμοποίησαν για να τον βλάψουν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού απέρριψε : Α) ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας, τα κεφάλαια της αγωγής : α) περί της ευθύνης της πρώτης εναγόμενης ιδιοκτήτριας του ραδιοφωνικού σταθμού και β) περί παράλειψης της προσβολής της προσωπικότητάς του στο μέλλον, με την αιτιολογία ότι, ως προς μεν το πρώτο αίτημα, ο ενάγων δεν επικαλέστηκε με την αγωγή, ότι ο δεύτερος εναγόμενος δημοσιογράφος-παρουσιαστής παραβίασε υπαίτια αυτή του την υποχρέωση, ώστε να γεννηθεί αντικειμενική ευθύνη αυτής προς αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, ούτε ανέφερε ότι ήταν νόμιμος εκπρόσωπός της ώστε να γεννηθεί υποκειμενική ευθύνη αυτής, ως προς δε το δεύτερο, ότι στην αγωγή δεν γίνεται ούτε εμμέσως επίκληση ύπαρξης βάσιμης απειλής και πραγματικού κινδύνου επικείμενης προσβολής της προσωπικότητάς του ενάγοντος στο μέλλον από τους εναγόμενους, με την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και Β) ως μη νόμιμα, μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, τα κεφάλαια της αγωγής : α) περί ανάρτησης επικυρωμένου (σαρωμένου) αντιγράφου της εκδοθησόμενης απόφασης στην ιστοσελίδα του ραδιοφωνικού σταθμού ιδιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης και περί ανάγνωσης του συνόλου της απόφασης κατά το χρόνο μετάδοσης του μεσημβρινού δελτίου ειδήσεων από τη συχνότητα του εν λόγω ραδιοφωνικού σταθμού, καθώς και περί δημοσίευσης, εντός πενήντα (50) ημερών από την τελεσιδικία της απόφασης, με δαπάνη των εναγομένων, στην τριμηνιαία εφημερίδα του Συνδέσμου Υ***** «Ο **», κειμένου περιέχοντος το σκεπτικό και το διατακτικό της απόφασης, με την απειλή χρηματικής ποινής για τον εξαναγκασμό των εναγομένων να προβούν στις ανωτέρω ενέργειες, β) περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και γ) περί απειλής προσωπικής κράτησης σε βάρος των εναγομένων, ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, έκρινε νόμω βάσιμη την αγωγή προς τα λοιπά κεφάλαιά της, ως προς τα οποία απέρριψε αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, κάνοντας δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την κατ` άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ ένσταση των εναγομένων απορρίπτοντας, αντίστοιχα, ως ουσία αβάσιμη την κατ` άρθρο 367 παρ. 2 ΠΚ αντένσταση του ενάγοντος στην ένσταση τους αυτή.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του και ζητεί την εξαφάνισή της, για τους αναφερόμενους σ` αυτή λόγους,  προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του ως ουσιαστικά βάσιμη.

          3.     Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία θεμελιώνουν αυτή κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως που απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ` αυτών, με ανταπόδειξη ή ένσταση (ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1424/2017, δημ. Νόμος). Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκηση της αγωγής και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω της αοριστίας είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 367/2020, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 837/2019, ΑΠ 119/2018, ΑΠ 1004/2017, δημ. Νόμος).  Η αοριστία της αγωγής μπορεί να είναι νομική, να συνδέεται, δηλαδή, με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, όταν το δικαστήριο, για τον σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής και την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα ή διαφορετικά στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο, κρίνοντας αυτήν ως αόριστη ή, αντίθετα, αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, κρίνοντας αυτήν ως ορισμένη. Πρόκειται, δηλαδή, και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ως προς τη διαπίστωση ή όχι νομικής αοριστίας της αγωγής ή της ένστασης (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 16/1998, ΑΠ 367/2020, ΑΠ 5/2020, δημ. Νόμος). Η αοριστία, όμως, της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική, όταν στο δικόγραφο αυτής, δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα δικαίου, στον οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 στοιχ. α` και β` ΚΠολΔ, στηρίζεται το αίτημά της ή, ποιοτική, όταν γίνεται, απλά, επίκληση των όρων του νόμου, χωρίς ν` αναφέρονται τα θεμελιούντα την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 367/2020, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1118/2007, δημ. Νόμος). Κατά πάγια δε νομολογία, βάσει των άρθρων 224 και 236 ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, όχι όμως και τη νομική αοριστία αυτής, η οποία (νομική αοριστία) υπάρχει, όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό εκείνο περιστατικό που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης. Εξάλλου, κατά το άρθρο μόνο παρ. 1 του ν. 1178/1981 "Περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων", ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση για την παράνομη περιουσιακή ζημία, καθώς και σε χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που προξενήθηκε υπαίτια με δημοσίευμα, το οποίο θίγει την τιμή ή την υπόληψη κάθε ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 του ΑΚ υπαιτιότητα, η κατά το άρθρο 919 του ΑΚ πρόθεση και η κατά το άρθρο 920 του ΑΚ γνώση ή υπαίτια άγνοια, συντρέχει στο συντάκτη του δημοσιεύματος ή αν ο τελευταίος είναι άγνωστος στον εκδότη ή στο διευθυντή συντάξεως του εντύπου, κατά δε την παράγραφο 6, σε περίπτωση που γίνει δεκτή αγωγή του άρθρου αυτού σε βάρος εφημερίδας, το δικαστήριο, εφόσον έχει υποβληθεί αίτημα το αργότερο ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, διατάσσει με την καταψηφιστική απόφασή του, και την καταχώριση στην εφημερίδα αυτή, περιλήψεως της αποφάσεως. Σύμφωνα δε με το άρθρο 3 παρ.1 στοιχ. β` του ν. 2328/1995, «οι κάθε είδους εκπομπές (συμπεριλαμβανομένων και των διαφημίσεων), που μεταδίδουν οι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί, πρέπει να σέβονται την προσωπικότητα, την τιμή, την υπόληψη, τον ιδιωτικό και οικογενειακό βίο, την επαγγελματική, κοινωνική, επιστημονική, καλλιτεχνική, πολιτική ή άλλη συναφή δραστηριότητα κάθε προσώπου, η εικόνα του οποίου εμφανίζεται στην οθόνη ή το όνομα του οποίου ή στοιχεία επαρκή για τον προσδιορισμό του οποίου μεταδίδονται». Με τις διατάξεις αυτές, καθιερώνεται γνήσια αντικειμενική ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου, τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού σταθμού, υπό την  προϋπόθεση ότι συντρέχει η κατά τα ανωτέρω υποκειμενική ευθύνη στο πρόσωπο του συντάκτη. Εκτός δε από το συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος, υποκειμενική ευθύνη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 914, 919 και 920 Α.Κ., ενδέχεται να έχει παράλληλα και ο εκδότης ή και ο διευθυντής του εντύπου κ.λ.π, ο οποίος υπαίτια και εν γνώσει του προσβλητικού της προσωπικότητας τρίτου περιεχομένου του, περιέλαβε το επιλήψιμο δημοσίευμα στη δημοσιευτέα ύλη ή ως προστήσας τον συντάκτη (Α.Κ. 922) ή ως συμμέτοχος του τελευταίου. Όλοι δε, ιδιοκτήτης, εκδότης, διευθυντής και συντάκτης, ευθύνονται εις ολόκληρον κατά το άρθρο 926 Α.Κ. (ΑΠ 1395/2005, ΑΠ 1462/2005, ΑΠ 387/2005, δημ. Νόμος). Προϋπόθεση βέβαια της ως άνω αντικειμενικής ευθύνης του ιδιοκτήτη κάθε εντύπου, η οποία γεννιέται ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι σχέση πρόστησης ανάμεσα σ` αυτόν και τα άλλα πρόσωπα που συνδέονται με το δημοσίευμα ( Π. Φίλιου, Ενοχικό Δίκαιο, εκδ. 1998, σελ. 60 επ.), είναι η συνδρομή υπαιτιότητας στο πρόσωπο του συντάκτη του επιλήψιμου δημοσιεύματος ή, αν αυτός (συντάκτης) είναι άγνωστος, στο πρόσωπο του εκδότη ή του διευθυντή συντάξεως του εντύπου (ΑΠ 1395/2005, 387/2005, ΑΠ 1553/2004, ΑΠ 72/2004, δημ. Νόμος). Κατά συνέπεια, εάν δεν συντρέχει στο πρόσωπο των προαναφερθέντων υπαιτιότητα, δεν υπάρχει και ευθύνη του εκδότη και, ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης των θιγομένων από το επίμαχο δημοσίευμα προσώπων (ΑΠ 576/2006, ΑΠ 6/2004, ΑΠ 1252/2003 δημ. Νόμος). Δέον να σημειωθεί ότι, όσον αφορά στους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, ως «εκδότης» νοείται ο νόμιμος ή οι περισσότεροι νόμιμοι εκπρόσωποι της αδειούχου εταιρίας, ως «διευθυντής» ο υπεύθυνος προγράμματος και, προκειμένου για ειδησεογραφικές εκπομπές, ο διευθυντής του τμήματος ειδήσεων, ως «συντάκτης» δε του δημοσιεύματος, ο παραγωγός ή ο δημοσιογραφικός υπεύθυνος ή ο δημοσιογράφος συντονιστής ή παρουσιαστής της εκπομπής, ανάλογα με το είδος και τη δομή της.  Σύμφωνα δε με την παρ. 2 του ως άνω άρθρου μόνου του ν. 1178/1981, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο μόνο παρ. 4 του ν. 2243/1994, η κατά το άρθρο 932 του ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από κάποια από τις προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις, ορίζεται, εφόσον αυτές τελέσθηκαν δια του τύπου, κατά την κρίση του δικαστή, όχι κατώτερη των αναφερόμενων κατά περίπτωση ποσών, ενώ με το άρθρο 4 παρ. 10 του ν. 2328/1995, ορίζεται ότι, στο άρθρο μόνο του ν.1178/1981 (όπως αυτό έχει τροποποιηθεί), υπάγονται και οι τηλεοπτικοί και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί και, στα κατά το άρθρο αυτό «δημοσιεύματα», περιλαμβάνονται και οι τηλεοπτικές και οι ραδιοφωνικές εκπομπές. Εν προκειμένω, με τον πρώτο λόγο της έφεσης, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και δη, των ως άνω διατάξεων, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την αγωγή, ως προς το κεφάλαιό της περί θεμελίωσης της ευθύνης της πρώτης εναγόμενης ιδιοκτήτριας του ραδιοφωνικού σταθμού, διότι δεν έλαβε υπόψη του ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης ισχυρισμούς του, περί της υπαιτιότητας του 2ου των εναγομένων, εκ της οποίας προκύπτει η αντικειμενική ευθύνη της (1ης εναγομένης), καθώς και  περί της ιδιότητας αυτού ως ομορρύθμου εταίρου και νομίμου εκπροσώπου της (1ης εναγομένης), λόγος εκ του οποίου προκύπτει η υποκειμενική ευθύνη της τελευταίας προς αποζημίωσή του. Από την παραδεκτή κατά το στάδιο αυτό προεπισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, προκύπτει ότι ο ενάγων, οσάκις αναφέρεται στην αγωγή του στον δεύτερο εναγόμενο, επικαλείται αποκλειστικά και μόνο την δημοσιογραφική ιδιότητα του τελευταίου και το γεγονός ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, αυτός απασχολούνταν ως δημοσιογράφος - παρουσιαστής, στον κατά την αγωγή ραδιοφωνικό σταθμό, ιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης (βλ. σχετ. σελ. 3 παρ. 4, σελ. 9 παρ. 3, σελ. 18 παρ. 5 της αγωγής), χωρίς να κάνει, σε κανένα σημείο της αγωγής, λόγο για άλλη ιδιότητα αυτού, ενώ παράλληλα, θεμελιώνει την αντικειμενική, άλλως, υποκειμενική ευθύνη της πρώτης εναγομένης, στην «εκ του νόμου ηθική και νομική υποχρέωσή της να ελέγχει εκ των προτέρων για να διαπιστώνει εάν είναι σύννομο, το περιεχόμενο των ραδιοφωνικών εκπομπών που εκπέμπονται από τη συχνότητα του ραδιοφωνικού της σταθμού». Αναφέρει επίσης, ότι ο δεύτερος εναγόμενος «ενεργώντας ενάντια στη δημοσιογραφική δεοντολογία και τους κανόνες της ηθικής, τέλεσε εν πλήρη επιγνώσει, υπαίτια, εσκεμμένα και δόλια, το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως». Με βάση τα ανωτέρω, εφόσον ως «συντάκτης» του δημοσιεύματος, θεωρείται κατά νόμο, προκειμένου περί ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών εκπομπών, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρονται, ο παραγωγός ή ο δημοσιογραφικός υπεύθυνος ή ο δημοσιογράφος συντονιστής ή παρουσιαστής της εκπομπής, ανάλογα με το είδος και τη δομή της και, εφόσον ο ενάγων προσδιορίζει στην αγωγή, τόσο την ιδιότητα του δευτέρου εναγομένου ως δημοσιογράφου - παρουσιαστή της επίμαχης εκπομπής, όσο και την συνδρομή υπαιτιότητας στο πρόσωπο του τελευταίου, αναφορικά με το προσβλητικό για τον ίδιο (ενάγοντα) περιεχόμενο αυτής (χωρίς ν' απαιτείται  η αναφορά περί γνώσεως και της πρώτης εναγομένης και δη του εκπροσώπου της, η οποία είναι απαραίτητη μόνον επί υποκειμενικής ευθύνης, στην οποία επικουρικά στηρίζεται η αγωγή) η αγωγή, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρονται, τυγχάνει πλήρως ορισμένη ως προς το σκέλος της θεμελίωσης της αντικειμενικής ευθύνης της πρώτης των εναγομένων και αόριστη ως προς το σκέλος της (επικουρικής) θεμελίωσης της υποκειμενικής ευθύνης της τελευταίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε αόριστη την αγωγή ως προς το σκέλος της θεμελίωσης της αντικειμενικής ευθύνης της πρώτης εναγομένης, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και ειδικότερα των ανωτέρω διατάξεων, γενομένου δεκτού ως ουσιαστικά βάσιμου του πρώτου λόγου της έφεσης. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση ως προς την πρώτη εναγομένη-εφεσίβλητη να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και, αφού εξαφανισθεί στο σύνολό της η εκκαλουμένη ως προς αυτή (1η εναγομένη) και, αναγκαίως, και κατά τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί η αγωγή ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και ως προς την 1η εναγομένη.

        4.   Κατά το άρθρο 14 παρ.1 του Συντάγματος, καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικώς, γραπτώς και δια του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του Κράτους, ενώ, κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου, ο τύπος είναι ελεύθερος, η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται. Επίσης, κατά το άρθρο 10 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (κυρ. ν.δ. 53/1974), όλοι έχουν δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης, ως και την ελευθερία λήψης και μετάδοσης πληροφοριών και ιδεών, χωρίς επέμβαση της δημόσιας αρχής και ανεξαρτήτως συνόρων.  Το δικαίωμα, όμως αυτό, υπόκειται, σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ.2 της ΕΣΔΑ και 19 παρ.3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα - κυρ. ν. 2462/1997), σε περιορισμούς και κυρώσεις, που προβλέπονται από το νόμο και αποσκοπούν, εκτός άλλων, στην προστασία της υπολήψεως και των δικαιωμάτων τρίτων. Ειδικότερα, σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, η ελευθερία της έκφρασης αποτελεί ένα από τα βασικά θεμέλια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την πρόοδό της και για την αυτοεκπλήρωση κάθε ατόμου. Με την επιφύλαξη του ανωτέρω άρθρου 10 παρ. 2, η ελευθερία αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο στις πληροφορίες ή τις ιδέες που τυγχάνουν ευνοϊκής υποδοχής ή θεωρούνται αβλαβείς ή αδιάφορες ως θέμα, αλλά και σε εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν, καθόσον αυτά είναι τα αιτήματα του πλουραλισμού, της ανοχής και της ευρύτητας των αντιλήψεων, χωρίς τα οποία δεν υπάρχει δημοκρατική κοινωνία (ΕΔΔΑ, Υπόθεση Μπαλάσκας κατά Ελλάδας, αριθμ. απόφασης 6329/2020). Από τις ανωτέρω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι οι περιορισμοί της ελευθερίας της έκφρασης, τυγχάνουν περιορισμένης εφαρμογής σε δύο τομείς και, συγκεκριμένα, στον πολιτικό λόγο και στα θέματα δημοσίου συμφέροντος [ ΕΔΔΑ, Υπόθεση Surek κατά Τουρκίας  (Ευρείας Σύνθεσης), αριθμός προσφυγής 26682/95, παρ. 61]. Κατά συνέπεια, όταν οι παρατηρήσεις αφορούν ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, παρέχεται κανονικά ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της ελευθερίας της έκφρασης, με τις Αρχές να έχουν έτσι ένα ιδιαίτερα στενό περιθώριο εκτίμησης (ΕΔΔΑ,  Υπόθεση Gouveia  Gomes Fernandes και Freitas e Costa κατά Πορτογαλίας, αριθμός προσφυγής 1529/08, § 47, 29 Μαρτίου 2011). Το «δημόσιο συμφέρον», αφορά ζητήματα που επηρεάζουν το κοινό σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορεί νομίμως να ενδιαφέρεται για αυτά, τα οποία προσελκύουν την προσοχή του ή τα οποία το αφορούν σε σημαντικό βαθμό, ιδίως για το ότι επηρεάζουν την ευημερία των πολιτών ή τη ζωή της κοινότητας. Αυτό ισχύει επίσης για θέματα που μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντική διαμάχη, τα οποία αφορούν ένα σημαντικό κοινωνικό ζήτημα, ή που συνεπάγονται ένα πρόβλημα, για το οποίο το κοινό θα είχε συμφέρον να ενημερωθεί σχετικά [ΕΔΔΑ, Υπόθεση Couderc και Hachette Fillipacci Associes κατά Γαλλίας (Ευρείας Σύνθεσης), αρ. προσφυγής 404541/07, § 93]. Με τις αποφάσεις του περί ελευθερίας της έκφρασης, το ως άνω Δικαστήριο (ΕΔΔΑ), διακρίνει σαφώς, κατά πάγια νομολογία, μεταξύ ιδιωτών και ατόμων που ενεργούν σε δημόσιο πλαίσιο, ως πρόσωπα πολιτικά ή δημόσια, καθόσον για τα δημόσια πρόσωπα, τα όρια των κριτικών σχολίων είναι ευρύτερα, καθώς αυτά είναι  αναπόφευκτα, αφού τα συγκεκριμένα πρόσωπα εκτίθενται εν γνώσει τους στον έλεγχο του κοινού και, επομένως, πρέπει να επιδεικνύουν ιδιαίτερα υψηλό βαθμό ανοχής στα κατ` αυτών κριτικά σχόλια. Προκειμένου δε, να εκτιμηθεί η αιτιολόγηση μιας προσαπτόμενης δήλωσης, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ των δηλώσεων των πραγματικών περιστατικών και των αξιολογικών κρίσεων, με βάση τις περιστάσεις της υπόθεσης και το γενικό τόνο των παρατηρήσεων, λαμβανομένου υπόψη ότι οι ισχυρισμοί για θέματα δημοσίου συμφέροντος μπορούν, στη βάση αυτή, να συνιστούν εκτιμήσεις αξίας και όχι δηλώσεις πραγματικών περιστατικών. Δέον να σημειωθεί ότι ενώ η ύπαρξη των γεγονότων μπορεί να αποδειχθεί, η αλήθεια των αξιολογικών κρίσεων δεν είναι επιδεκτική της απόδειξης. Ειδικότερα, η απαίτηση για απόδειξη της αλήθειας μιας αξιολογικής κρίσης, είναι αδύνατο να εκπληρωθεί και παραβιάζει την ίδια την ελευθερία γνώμης, η οποία αποτελεί θεμελιώδες μέρος του δικαιώματος που διασφαλίζεται από το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Η ταξινόμηση μιας δήλωσης ως ένα γεγονός ή ως μια αξιολογική κρίση, είναι θέμα που εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησης των εθνικών αρχών, ιδίως των εθνικών δικαστηρίων. Εντούτοις, ακόμη και όταν μια δήλωση ισοδυναμεί με αξιολογική κρίση, πρέπει να υπάρχει επαρκής πραγματική βάση για να την υποστηρίξει, αφού εάν αυτή δεν υπάρχει, η κρίση μπορεί να αποδειχθεί υπερβολική [ΕΔΔΑ, Υπόθεση Pedersen  και Baadsgaard κατά Δανίας (Ευρείας Σύνθεσης), αρ. προσφυγής 49017/99, § 76, Υπόθεση Μήκα κατά Ελλάδας, αρ. προσφυγής 10347/10, § 31, 19 Δεκεμβρίου 2013]. Ωστόσο, παρά τον ουσιαστικό ρόλο του Τύπου σε μια δημοκρατική κοινωνία, η παράγραφος 2 του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, δεν εγγυάται εντελώς την απεριόριστη ελευθερία έκφρασης, ακόμη και σε σχέση με την κάλυψη υπό του Τύπου, θεμάτων σοβαρού ενδιαφέροντος του κοινού. Πράγματι, η προστασία που παρέχεται από το άρθρο 10 της Σύμβασης στους δημοσιογράφους, καθώς και στους εκδότες με έμμεσο τρόπο, υπόκειται στην προϋπόθεση ότι αυτοί ενεργούν με καλή πίστη και με σαφή πραγματική βάση και παρέχουν ακριβείς και αξιόπιστες πληροφορίες, σύμφωνα με τις αρχές της υπεύθυνης δημοσιογραφίας, ήτοι της δεοντολογίας της δημοσιογραφίας [ΕΔΔΑ, Υπόθεση Fressoz και Roire κατά Γαλλίας, (Ευρείας Σύνθεσης), αρ. προσφυγής 291831/95, παρ. 54], λαμβανομένου υπόψη, άλλωστε, ότι το δικαίωμα του προσώπου στην προστασία της φήμης, είναι δικαίωμα που διασφαλίζεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ως μέρος του δικαιώματός του περί σεβασμού της ιδιωτικής του ζωής [ΕΔΔΑ, Υπόθεση Tiriac κατά Ρουμανίας, 30-11-2021 (αρ. προσφ. 51107/16),  Υπόθεση Milosavljevic κατά Σερβίας της 25-5-2021 (αρ. προσφ. 57574/14), αμφότερες δημοσιευμένες στο Echrcaselaw.com]. Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ, όταν καλείται να εξετάσει την αναγκαιότητα μιας επέμβασης σε μια δημοκρατική κοινωνία, προς το συμφέρον της φήμης ή των δικαιωμάτων των τρίτων, καλείται να εξακριβώσει εάν οι εγχώριες αρχές πέτυχαν δίκαιη ισορροπία, κατά την προστασία, δύο αξιών που εγγυάται η Σύμβαση (ΕΣΔΑ), και οι οποίες ενδέχεται να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους σε ορισμένες περιπτώσεις και, συγκεκριμένα, της ελευθερίας της έκφρασης αφενός, που προστατεύεται από το άρθρο 10 αυτής και του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής αφετέρου, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 (ΕΔΔΑ, Υπόθεση MGN Limited κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. προσφυγής 399541/08 παρ. 142, 18-1-2011). Ωστόσο, για να τεθεί σε εφαρμογή το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, μια επίθεση κατά της φήμης ενός ατόμου, πρέπει να φθάσει σε ένα ορισμένο επίπεδο σοβαρότητας και να πραγματοποιηθεί κατά τρόπο που να θίγει την προσωπική απόλαυση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής [ΕΔΔΑ, Υπόθεση Axel Springer AG κατά Γερμανίας (Ευρείας Σύνθεσης) αρ. προσφυγής 399541/08, παρ. 83, 7-2-2012]. Όταν το δικαίωμα στην ελευθερία της έκφρασης εξισορροπείται με το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, τα σχετικά κριτήρια που προβλέπει η νομολογία του Δικαστηρίου, περιλαμβάνουν: (α) τη συμβολή σε συζήτηση δημοσίου συμφέροντος, (β) το πόσο γνωστός είναι ο ενδιαφερόμενος, (γ) το αντικείμενο του δελτίου ειδήσεων, (δ) την προηγούμενη συμπεριφορά του ενδιαφερομένου και (ε) το περιεχόμενο, τη μορφή και τις συνέπειες της δημοσίευσης. Όταν εξετάζει μια προσφυγή που υποβάλλεται ενώπιόν του, δυνάμει του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο εξετάζει επίσης (στ) τον τρόπο με τον οποίο ελήφθησαν οι πληροφορίες και την αληθοφάνειά τους και (ζ) τη βαρύτητα της ποινής που επιβλήθηκε στους δημοσιογράφους ή τους εκδότες [ΕΔΔΑ Υπόθεση Coyderc Hachette Fillipacci Associes κατά Γαλλίας (Ευρείας Σύνθεσης], αρ. προσφυγής 404541/07, § 93].  Περαιτέρω, κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, ενώ αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, δεν αποκλείεται. Από τη διάταξη αυτή και τις όμοιες του επόμενου άρθρου 58 ΑΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 914 ΑΚ, προκύπτει ότι επί της προσβολής αυτής, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση της προσβολής και την παράλειψή της στο μέλλον, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, απαιτείται και το στοιχείο της υπαιτιότητας. Ως άρση προσβολής, νοείται ο άμεσος παραμερισμός της πράξης που συνθέτει την προσβολή και, συνεπώς, κατευθύνεται στην αποκατάσταση των πραγμάτων στην πριν από την ολοκλήρωση της προσβολής κατάσταση. Η παράνομη προσβολή πρέπει να είναι ενεργός, ενώ αν έχει ήδη ολοκληρωθεί ή, εκ της φύσεως της προσβλητικής πράξης δεν νοείται ανάκλησή της, παρά μόνο παραμερισμός των αποτελεσμάτων της, τότε προστασία δύναται να παρασχεθεί μόνο με τη διάταξη του άρθρου 59 ΑΚ, η οποία προβλέπει και άλλα μέσα ικανοποίησης της προκληθείσας ηθικής βλάβης, που δεν κατονομάζει και, συνεπώς, απόκειται ο καθορισμός αυτών στην κρίση του δικαστηρίου, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Τέτοιο μέσο μπορεί να αποτελέσει και η ανάκληση της προσβολής υπό την έννοια της άρσης των αποτελεσμάτων της, που μπορεί να γίνει, μεταξύ άλλων, με αποκαταστατικό της αλήθειας δημοσίευμα, με αίτηση συγνώμης χωρίς όρους ή και δημοσίευσης της σχετικής απόφασης (Β. Βαθρακοκοίλης, ΕΡΝΟΜΑΚ, τομ. Α΄, σελ. 279-298, παρ. 30, 297 επ. παρ. 3, επ. 300, παρ. 7), ενώ, σημειωτέον, για την περίπτωση της τυχόν παράβασης της υποχρέωσης για παράλειψη στης προσβολής της προσωπικότητας στο μέλλον, απειλούνται και οι κυρώσεις του άρθρου 947 παρ. 1 ΚΠολΔ. Ήτοι, κατά το άρθρο 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και, ειδικότερα, να τον υποχρεώσει σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι, με τα ως άνω άρθρα, η προσωπικότητα και, κατ` επέκταση, η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε, η προσωπικότητα, πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά, δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας, σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές, συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή, η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη, είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου, που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου, κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει, όταν αυτή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της εννόμου τάξεως είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα, όταν πρόκειται, ειδικότερα, για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (Ολ. ΑΠ 2/2008, ΑΠ 158/2020, ΑΠ 129/2020,  δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας, συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρο 57 παρ. 2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης, είναι η φύση της διατάξεως που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι, μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή, πολύ περισσότερο, συκοφαντικούς, κατά την έννοια των άρθρων 361-363 ΠΚ, που μπορεί να περιέχονται και σε εκπομπή τηλεοπτικού σταθμού, αφού η κατοχυρωμένη με το άρθρο 14 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος ελευθεροτυπία, υπόκειται στους περιορισμούς του νόμου, με τους οποίους επιδιώκεται όχι η παρεμπόδιση αυτής, αλλά η προστασία των ατόμων από την καταχρηστική άσκησή της (άρθρο 25 παρ. 3 Συντ.). Όριο προς αυτή την κατεύθυνση, αποτελούν ακριβώς τα άρθρα 361-363 ΠΚ και, επομένως, με πρόσχημα την ελευθεροτυπία, δεν επιτρέπεται η προσβολή της προσωπικότητας με τηλεοπτικές εκπομπές, εξυβριστικές ή δυσφημιστικές για το άτομο. Ειδικότερα, κατά τα άρθρα αυτά, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο (361 παρ. 1 ΠΚ), ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον, γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης (362 ΠΚ) και, αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμισης (363 ΠΚ). Ως γεγονός, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφ` όσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά αποδείξεως. Δεν αποκλείεται δε, στην έννοια του γεγονότος, να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως, ακόμη και χαρακτηρισμός, οσάκις αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία, στην συγκεκριμένη περίπτωση, συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνον όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικώς να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα, άλλως μπορεί να αποτελούν εξύβριση, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 361 του ΠΚ. Ισχυρισμό δε, του γεγονότος, συνιστά κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος, συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοινώσεως που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης, απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός, είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου, και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και, συνεπώς, όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή, που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και, κατ` αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξεώς του, τόσο ως ποινικό, όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρων 361-367 ΠΚ, εφαρμόζονται αναλογικά, για την ενότητα της εννόμου τάξεως, και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής που γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρο 367 παρ. 1γ ΠΚ), το οποίο ως νομική έννοια ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο. Δικαιολογημένο ενδιαφέρον προς ενημέρωση και, μέσω αυτής, σε διαμόρφωση και αποκρυστάλλωση της πολιτικής άποψης του εκλογικού σώματος, αναγνωρίζεται και στα πρόσωπα που συμμετέχουν ενεργώς στην πολιτική ζωή της χώρας (πολιτικοί), τα οποία, αποβλέποντας στα ανωτέρω, δικαιούνται να ασκούν κριτική σε πρόσωπα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο, αναφορικά με τις πράξεις και την εν γένει συμπεριφορά τους.  Δικαιολογημένο ενδιαφέρον, που πηγάζει από την συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του Τύπου (άρθρο 14 παρ. 1-2 του Συντάγματος σχετικό και το άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α` και β` της ΕΣΔΑ), έχουν και τα πρόσωπα που συνδέονται με τη λειτουργία του, όπως προπάντων οι δημοσιογράφοι, για τη δημοσίευση και προβολή - δημοσιοποίηση ειδήσεων και σχολίων σχετικών με τις πράξεις και τη συμπεριφορά φυσικών ή νομικών προσώπων ή ομάδων προσώπων, που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο. Για το λόγο αυτό, μπορεί να γίνει τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή ειδήσεων και σχολίων για τη σχετική πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού και με οξεία ακόμη κριτική ή δυσμενείς χαρακτηρισμούς σε βάρος φυσικού ή νομικού προσώπου. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της τηλεοπτικής εκπομπής, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος και, συνεπώς, παραμένει η ποινική ευθύνη των κατά το νόμο υπευθύνων, άρα και η υποχρέωσή τους προς αποζημίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 παρ. 2, δηλαδή, όταν οι επίμαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως του άρθρου 363 ΠΚ ή όταν, από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη της απλής δυσφημήσεως, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως από μέρους του δράστη, είτε υπό την μορφή της εξυβρίσεως (άρθρο 361 ΠΚ) είτε υπό την μορφή της δυσφημήσεως κατ` άρθρο 362 ΠΚ (ΑΠ 158/2020, ΑΠ 129/2020 δημ. Νόμος), που υπάρχει όταν ο τρόπος εκδηλώσεως της προσβλητικής συμπεριφοράς, δεν ήταν κατ` αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του (ΑΠ 158/2020, ΑΠ 129/2020, δημ. Νόμος). Δεν είναι δε, αναγκαίο, να προσδιορισθούν ειδικώς και οι φράσεις και οι εκφράσεις, οι οποίες ήταν δυνατόν χρησιμοποιηθούν από τον προσβάλλοντα, αντί των χρησιμοποιηθεισών εξυβριστικών λέξεων και φράσεων, για να αποδοθεί το νόημα των τελευταίων, χωρίς να θιγεί η τιμή και η υπόληψη του παθόντος (ΑΠ 158/2020, ΑΠ 129/2020, ΑΠ 628/2014, δημ. Νόμος). Το ζήτημα εάν οι εκδηλώσεις που προαναφέρθηκαν, ήταν πρόσφορες και αναγκαίες αντικειμενικά για τη διαφύλαξη του δικαιώματος του εναγομένου και περί του κατά πόσον οι εκδηλώσεις αυτές υπερέβησαν τελικά το αναγκαίο μέτρο για τη διαφύλαξη του ίδιου δικαιώματος, αποτελεί νομική έννοια υποκείμενη στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 158/2020, ΑΠ 129/2020, ΑΠ 1030/2009, δημ. Νόμος). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 367 παρ. 2 του Π.Κ. (περί της συνδρομής ειδικού σκοπού εξύβρισης), 25 του Συντάγματος κατά την καθιερουμένη με αυτή αναλογικότητα κατά την άσκηση των δικαιωμάτων και 5 παρ. 4 του Π.Δ/τος 77/2003 (Κώδικας δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών), προκύπτει ότι η, κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής, κατ` επανάληψη μετάδοση δυσφημιστικού υλικού, όταν δεν εισφέρεται με αυτή νέο στοιχείο που παρουσιάζεται ως είδηση, υπερβαίνει το ανάλογο αναγκαίο μέτρο που απαιτείται για την άσκηση του νομίμου δημοσιογραφικού δικαιώματος ενημέρωσης της κοινής γνώμης και δεν εξυπηρετεί τους σκοπούς της ενημέρωσης αυτής, ώστε δεν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης του δημοσιογράφου, ούτε ο διαφαινόμενος σκοπός εξύβρισης του θιγόμενου, εκτός εάν η επανάληψη έγινε, κατ` αντικειμενική κρίση, για την εξυπηρέτηση της προόδου της διαλογικής συζητήσεως των προσώπων που συμμετείχαν σε συνεχιζόμενη για ικανό χρόνο τηλεοπτική εκπομπή, και την αντίκρουση των διϊσταμένων απόψεών τους, αλλά και την ενημέρωση των τηλεθεατών που δεν παρακολούθησαν από την αρχή τη συνεχιζόμενη τηλεοπτική εκπομπή, και από την επανάληψη αυτή, που δεν κρίνεται πλέον αδικαιολόγητη, δεν διαφαίνεται σκοπός εξύβρισης του θιγόμενου (ΑΠ 158/2020, ΑΠ 129/2020, ΑΠ 447/2012, δημ. Νόμος). Περαιτέρω, στην περίπτωση που το δικαστήριο δέχεται ότι δεν υπήρξε ειδικός σκοπός εξυβρίσεως, πρέπει να αναφέρει εκείνα τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο τρόπος που εκφράστηκε ο δράστης, ήταν αναγκαίος για την προστασία του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος. Αν δεν το πράξει, παραβιάζει εκ πλαγίου τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 και 2 του ΠΚ και η παραβίαση του αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, είναι λόγος αναιρέσεως της αποφάσεώς του (ΑΠ 158/2020, ΑΠ 129/2020, ΑΠ 1302/2012, δημ. Νόμος). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση επί της ενστάσεως αυτής, συνιστά ο κατ` άρθρο 367 παρ. 2 ΠΚ ισχυρισμός του ενάγοντος, ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφημίσεώς του από τον εναγόμενο, επειδή ο τελευταίος ενήργησε με ειδικό σκοπό εξυβρίσεώς του (ΑΠ 158/2020, ΑΠ 129/2020, ΑΠ 257/2017, δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των προπαρατεθεισών Συνταγματικών διατάξεων, αυτών της ΕΣΔΑ και των κοινών νόμων, ουδόλως συνάγεται, ότι αποκλείεται ευθύνη του ιδιοκτήτη του εντύπου ή του συντάκτη δημοσιεύματος προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, σε περίπτωση που, σε δημοσίευμα ή τηλεοπτική εκπομπή, παραλείπονται να αναφερθούν τα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα, και από την αντίστοιχη παράλειψη προξενείται η προσβολή της υπολήψεως άλλου (ΑΠ 158/2020, ΑΠ 129/2020, δημ. Νόμος). Ο δημοσιογράφος οφείλει να εξακριβώνει, πριν από τη δημοσίευση, την αλήθεια των όλων δυσφημιστικών γεγονότων, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί, σε αντίθετη περίπτωση, ότι η παράδοση σε δημόσια ανυποληψία του δυσφημούμενου προσώπου, τελεί σε αναλογία με την κοινωνική αποστολή του τύπου για ενημέρωση του κοινού ή ότι αποτελεί αυτή το επιβεβλημένο μέσον άσκησης του έργου της ενημέρωσης, εάν δε, συντρέχει τέτοια περίπτωση, ο άδικος χαρακτήρας της πράξεως του δημοσιογράφου δεν αίρεται (ΑΠ 158/2020, ΑΠ 129/2020, ΑΠ 1587/2017, δημ. Νόμος).

        5.    Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων και τα υπ` αριθμ. 219/2017 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας (στα οποία εμπεριέχονται οι καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως), που λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, το προαναφερθέν Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο (βλ. ΑΠ 1505/1995, ΕλλΔ/νη 1997/1541, ΕφΠειρ. 162/2020, δημ. Νόμος, Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ Συμπλ. Τομ. 2001 αρθρ. 339 αρ. 14 σελ. 378), καθώς και ο ψηφιακός δίσκος με την επίμαχη εκπομπή που προσκομίζεται με απομαγνητοφωνημένο κείμενο (άρθρο 443 αρ. 3 σε συνδ. με άρθρα 454 ΚΠολΔ) και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενάγοντος βεβαιώνει την ακρίβεια της μεταφοράς ( ΟλΑΠ 1/2001, ΑΠ 1092/2009, ΑΠ 748/2000, δημ. Νόμος, Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα άρθρο 444, αρ. 7-10), από την με αριθμό 102/2-12-2015 ένορκη βεβαίωση του Σ** ***, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ***, μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων (όπως προκύπτει από τις υπ` αριθμ. 1749,1750, 1751,1752Γ/8-9-2015 και 1763Γ/9-9-2015 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Λαμίας ***), από τις συναγόμενες κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ ομολογίες των διαδίκων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων γεννήθηκε το 1940 στην Υ*** Φ*** και τυγχάνει πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, πτυχιούχος αγρονόμος τοπογράφος μηχανικός του ΕΜΠ, κάτοχος τίτλου μεταπτυχιακών σπουδών στην Ολλανδία και υποστράτηγος του Ελληνικού Στρατού εν αποστρατεία. Στις 15-6-2014, υπήρξε ο κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση που συνδιοργανώθηκε στην Υ*** από το Δήμο Λ***, την Τοπική Κοινότητα Υ*** και τον εκπολιτιστικό επιμορφωτικό σύλλογο Υ*** «Α***», για την επέτειο της συμπλήρωσης 70 χρόνων από το Ολοκαύτωμα της Υ***, το οποίο συνέβη στις 17-6-1944, όταν στρατιωτικά τμήματα των τότε κατοχικών γερμανικών δυνάμεων, επιτέθηκαν κατά της Υ***, εκτελώντας 28 αμάχους πολίτες της, τραυματίζοντας 30 και καταστρέφοντας 375 από τα 400 σπίτια της πόλης, βυζαντινές εκκλησίες και ιστορικά αρχοντικά. Εξάλλου, η πρώτη εναγόμενη είναι ιδιοκτήτρια του ραδιοφωνικού σταθμού «L*** **», ο οποίος καλύπτει την ευρύτερη περιοχή της Λ** και στο καθημερινό πρόγραμμά του περιλαμβάνεται και το μεσημβρινό δελτίο ειδήσεων, με παρουσιαστή τον δεύτερο εναγόμενο δημοσιογράφο. Κατά τον ίδιο χρόνο, από τους υπόλοιπους εναγόμενους, η τρίτη ήταν πρόεδρος του εκπολιτιστικού επιμορφωτικού συλλόγου Υ** «Α***», ο τέταρτος εκλεγμένο μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κ**, εκλεγμένος δημοτικός σύμβουλος στο Δήμο Λ*** και επικεφαλής της δημοτικής παράταξης «Λ** ** *» και η πέμπτη από αυτούς, καθηγήτρια φιλολογίας, πρώην υποψήφια Δήμαρχος, εκλεγμένη δημοτική σύμβουλος του Δήμου Λ** και επικεφαλής της δημοτικής κίνησης «Π** ** **». Αποδείχτηκε επίσης ότι η ομιλία του ενάγοντος κατά τη συγκεκριμένη εκδήλωση, περιείχε τρεις ενότητες : Η πρώτη αναφερόταν στο ιστορικό και στα προσωπικά του βιώματά του από το Ολοκαύτωμα, η δεύτερη αναφερόταν στους ναζί και τα αποτρόπαια εγκλήματα που διέπραξαν, στο κατοχικό δάνειο, τις γερμανικές αποζημιώσεις και την κλοπή αρχαίων μνημείων, και η τρίτη αναφερόταν στη σημερινή δεινή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και τις ευθύνες του συνόλου του πολιτικού κόσμου για την κατάσταση αυτή. Η ομιλία αυτή, που είχε σαφώς τόσο ιστορικό όσο και πολιτικό χαρακτήρα, το πλήρες κείμενο της οποίας προσκομίζεται από τον ενάγοντα, προκάλεσε πλείστες αντιδράσεις, με αφορμή δύο, κυρίως, σημεία της και δη, τις κάτωθι φράσεις του ενάγοντος : «Ο Ελληνικός λαός, δεξιοί, αριστεροί, φασίστες και δημοκράτες μονοιασμένος και ενωμένος σαν μια γροθιά, μακριά από τα διχάζοντα κόμματα και τους προστάτες πολιτικούς, οι οποίοι είχαν λιποταχτήσει στο εξωτερικό για να σώσουν το σαρκίο τους, αντιστάθηκε σθεναρά κατά του κατακτητή» και «Κατοχή τότε, κατοχή και τώρα. Μόνο που τότε οι Τσολάκογλοι, οι Λογοθετόπουλοι και οι Ράλληδες πιθανότατα την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενοι αποδέχθηκαν να παίξουν τον επονείδιστο εκείνο ρόλο. Ενώ οι σύγχρονοι Τσολάκογλοι, Λογοθετόπουλοι και Ράλληδες είναι αυτόκλητοι και αυτοδιόριστοι, μάλιστα δε κομπάζουν, αυτοκομπορημονούν και επαίρονται για χιλιάδες ανθρώπους που έχουν εγκλείσει στις φυλακές και γενικά για την επαίσχυντη πολιτική τους και την ανάλγητη στάση και συμπεριφορά τους». Ειδικότερα, σε απάντηση των ανωτέρω, την επόμενη ημέρα, εξεδόθη δελτίο τύπου της τοπικής επιτροπής Φ** του Κ**, στην οποία αναφέρονταν τα εξής: «....Η ομιλία του υποστράτηγου ε.α Ζ** αποτέλεσε μνημείο παραχάραξης της ιστορίας αφού ο ομιλητής έκανε αναφορές για αντίσταση που έκαναν «όλοι» αριστεροί, δεξιοί, φασιστές ενάντια στους Γερμανούς. Σε όλη την ομιλία του προσπάθησε να βγάλει λάδι τους Ράλληδες Ταγματασφαλίτες λέγοντας ότι «ποιούσαν την ανάγκη φιλοτιμία» συνεργαζόμενοι με τους κατακτητές, την ίδια στιγμή, που όχι μόνο συνεργάζονταν αγαστά αλλά πρωτοστατούσαν σε εγκλήματα ενάντια στον αγωνιζόμενο λαό όπως στο Χορτιάτη και αλλού σε όλη την Ελλάδα. Σε άλλο σημείο της ομιλίας του ανέφερε πως ο Τσολάκογλου γνωστός πρωθυπουργός της κατοχικής κυβέρνησης ήταν εξ ανάγκης και όχι με την θέλησή του συνεργάτης των κατακτητών. Προσπάθησε μέσα από την ομιλία του να αμβλύνει την ωμή ιστορική αλήθεια που λέει ότι μαζί με τους Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους φασίστες κατακτητές εγκλήματα κατά του λαού έκαναν και οι ντόπιοι συνεργάτες τους φασίστες. Η παραχάραξη της ιστορίας, η γραφή της με το κεφάλι προς τα κάτω ένα στόχο έχει, να μην μάθει ποτέ ο λαός και ιδιαιτέρα η νεολαία ότι όταν οι Γερμανοί μπήκαν και κατέλαβαν την Ελλάδα, η αστική τάξη και οι βασιλείς έφυγαν στο εξωτερικό και ένα τμήμα της αστικής τάξης συνεργάστηκε ανοιχτά μαζί τους. Την αντίσταση απέναντι στον φασισμό την έκανε ο ελληνικός λαός με πρωτεργάτη την οργάνωση του το ΚΚΕ που πολλά μέλη και στελέχη του φυλακισμένα από τον δικτάτορα Μεταξά που παραδοθήκαν στους κατακτητές. Αυτός ο λαός κατάφερε με το αίμα του να συμβάλει στην συντριβή του Ναζισμού. Αυτή είναι η ιστορική αλήθεια που προσπάθησε επιμελώς να παραχαράξει ο Ζ***. Ευθύνη όμως για αυτό έχουν και οι οργανωτές της εκδήλωσης: ο Δ** Λ**, η τοπική κοινότητα και ο εκπολιτιστικός σύλλογος «Α**» που επέλεξαν για ομιλητή έναν άνθρωπο παραχαράκτη της ιστορίας. Τέτοιοι ομιλητές δεν προσβάλουν μόνο την ιστορική αλήθεια αλλά και τα θύματα του ολοκαυτώματος που τιμήσαμε εχθές». Το παραπάνω ανακοινωθέν αναρτήθηκε σε διάφορες ιστοσελίδες ειδησεογραφικού περιεχομένου. Απαντώντας στην ανακοίνωση του Κ**, με την οποία του καταλογιζόταν ευθύνη για την επιλογή του ενάγοντος ως ομιλητή της επίμαχης εκδήλωσης, ο εκπολιτιστικός σύλλογος «Α***», εξέδωσε στις 17-6-2014 δελτίο τύπου, όπου αναφέρονται τα εξής: «Ο εκπολιτιστικός επιμορφωτικός σύλλογος Υ*** οι «Α**» αναλαμβάνοντας το μερίδιο ευθύνης που του ανήκει ως συνδιοργανωτή των εκδηλώσεων μνήμης για τα 70 χρόνια από το Ολοκαύτωμα της Υ**, είχε διαχωρίσει εξ αρχής τη θέση του όσο αφορά στην επιλογή του κεντρικού ομιλητή κατά τη διάρκεια της τελετής μνήμης, η οποία ανήκει αποκλειστικά στην Τοπική Κοινότητα Υ**ς και στο Δήμο Λ**. Η επί 37 συναπτά έτη πορεία του συλλόγου μας στα κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα της περιοχής της Φ** και όχι μόνο, έχει αποδείξει επανειλημμένως, με λόγια αλλά και εμπράκτως ότι απέχει μακράν από ακραίες ιδεολογίες που δεν συνάδουν με τις ανθρωπιστικές αξίες και τα ιδανικά που κληρονομήσαμε από το ένδοξο ηρωικό και ιστορικό παρελθόν της πόλης μας. Οι «Α***» με τις δράσεις τους και τις συνεργασίες τους πρωτοπορούν στον αντιρατσιστικό -αντιφασιστικό αγώνα, δίνοντας καθημερινά «μάχες» απέναντι σε τέτοιου είδους φαινόμενα. Δυστυχώς, η παραχάραξη της ιστορίας και η χρησιμοποίησή της κατά το δοκούν, είναι αποτέλεσμα αλλότριων συμφερόντων και αντιλήψεων, που, ως ελπίσουμε ότι θα είναι το τελευταίο ατόπημα των τοπικών αρχών ενώ οι «Α***» από την πλευρά τους θα αγωνίζονται για την εξάλειψή τους». Το παραπάνω ανακοινωθέν δημοσιεύθηκε στο 75 ο φύλλο του έτους 2014 της τριμηνιαίας εφημερίδας του Συνδέσμου Υ** ** «Ο ***», ενώ ανάρτηση του περιεχομένου του έγινε στην ειδησεογραφικού περιεχομένου ιστοσελίδα I**.**. Ανακοίνωση εξέδωσε και η «Α** ** ** ** *», υπενθυμίζοντας το περιεχόμενο του «όρκου των προδοτών γερμανοτσολιάδων», ενώ με τα σχετικά γεγονότα ασχολήθηκε και η καθημερινή τοπική εφημερίδα «Η**», στα υπ` αριθμ. 1154/18-6-2014, 1155/16-6-2014 και 1156/20-6-2014 φύλλα της, ασκώντας μάλιστα και κριτική στους συνδιοργανωτές της επίμαχης εκδήλωσης για την επιλογή του συγκεκριμένου ομιλητή και κάνοντας λόγο για πολιτική ευθύνη του Δημάρχου Λ***. Στις 18-6-2014, στο μεσημβρινό δελτίο ειδήσεων του ραδιοφωνικού σταθμού «L** **», που παρουσίασε ο δεύτερος των εναγομένων, κατά το χρονικό διάστημα από το 9ο έως το 37ο  λεπτό της διάρκειάς αυτού, έγινε δημοσιογραφική κάλυψη του θέματος του εορτασμού της επετείου του Ολοκαυτώματος της Υ** (με τη συμμετοχή και μιας ακόμη δημοσιογράφου, η οποία δεν κατέστη διάδικος), το οποίο είχε αναδειχθεί σε μείζον ζήτημα και, συνακόλουθα, με έντονο ενδιαφέρον για την τοπική κοινή γνώμη και, αφού αναγνώσθηκαν τα δύο ως άνω δελτία τύπου, ακολούθησε σχολιασμός του θέματος, κατά τη διάρκεια του οποίου παρενέβησαν τηλεφωνικά στην εκπομπή η τρίτη, ο τέταρτος και η πέμπτη των εναγομένων, οι οποίοι ήταν παρόντες στην παραπάνω εκδήλωση, εκφράζοντας επικριτικά σχόλια για την ομιλία του ενάγοντος και καταλογίζοντας ευθύνες σε αυτούς που επέλεξαν τον τελευταίο ως ομιλητή, κριτική με την οποία συντάχθηκε πλήρως και υιοθέτησε και ο παρουσιαστής της ραδιοφωνικής εκπομπής. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ελέχθησαν και τα εξής: (2ος εναγόμενος-δημοσιογράφος): Ένταση στην Υ** για την ομιλία του απόστρατου υποστράτηγου Ζ** που εμμέσως εξεθείασε τους Έλληνες συνεργάτες των ναζί την ημέρα του Ολοκαυτώματος και υπήρχαν και καταγγελίες .... Σ` αυτή την εκδήλωση λοιπόν ήταν, δεν ξέρουμε ποιος τελικά είχε τη συγκεκριμένη επιλογή να είναι κεντρικός ομιλητής ένας υποστράτηγος ε.α. ο κ. Ζ***, ο ** Ζ** ήταν ομιλητής, ο οποίος τους έκανε όλους να κοκκινίσουν από ντροπή βέβαια, διότι αυτά που είπε τα καταγγέλλουν .... βλέπουμε εδώ το Κ** .... Στην ουσία προσπάθησε να βγάλει λάδι όλους τους συνεργάτες των Γερμανών εκείνης της εποχής. Τώρα γιατί οι πολιτικοί που ήσαν εκεί, πρώτο και καλλίτερο θα λέγαμε τον Αναπληρωτή Υπουργό, τον κ. Σ***και οι άλλοι βουλευτές, ο Δήμαρχος Λ** και όλοι οι άλλοι συνέχισαν να παραμένουν εκεί. Βέβαια παρέα …. πήγαν για να τιμήσουν το Ολοκαύτωμα, όχι τον συγκεκριμένο ομιλητή, αλλά θα `πρεπε τουλάχιστον να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους. Πρώτη λοιπόν αντίδραση είναι από την τοπική επιτροπή Φ** του Κ** (στη συνέχεια ο δημοσιογράφος διαβάζει το προαναφερόμενο δελτίο τύπου του Κ**) .... Και τότε σημειώθηκαν και αποχωρήσεις, κάποιοι αποχώρησαν (αναφέρεται στην αντίστοιχη εκδήλωση της προηγούμενης χρονιάς, όπου είχαν παραστεί εκπρόσωποι του κόμματος της «Χ** *» και για το λόγο αυτό αποχώρησαν ορισμένοι παριστάμενοι). Με την προκλητική αυτή ομιλία δεν αποχώρησε κανείς (στη συνέχεια ο δημοσιογράφος διαβάζει και την ανακοίνωση των «Α***») .... Πάμε λοιπόν στην εκπρόσωπο των Α*** να μας δώσει περισσότερα στοιχεία, γιατί πραγματικά ήταν μια πρόκληση ακριβώς την ημέρα που τιμούσαμε τα θύματα αυτής της θηριωδίας, αυτού του ολοκαυτώματος, αυτού του εγκλήματος εκ μέρους των ναζί και να βγαίνει κάποιος απόστρατος στρατιωτικός και να λέει ότι εν πάση περιπτώσει και όσοι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές κατ` ανάγκη το έκαναν, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν θα `πρεπε καν ο Μεταξάς να πει το όχι και να πούμε στους Γερμανούς περάστε και δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα, κατά τον κ. Ζ***προφανώς ....» (Ακολουθεί τηλεφωνική παρέμβαση της 3ης εναγόμενης και διάλογος με τον δημοσιογράφο) 3η εναγόμενη: «Εν πάση περιπτώσει, να σας πω κάτι. Εμείς είχαμε ειδοποιήσει για τον κ. Ζ*** και τις θέσεις που εκπροσωπεί. Μας είχε πει ότι δεν υπάρχει κανένα, μας εξήγησε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα (εννοεί την δημοτική αρχή που επέλεξε τον συγκεκριμένο ομιλητή) ....» 2ος εναγόμενος: «Εσείς καλά κάνατε αλλά βέβαια από κει και πέρα κάποιοι δεν φρόντισαν να τη διαφυλάξουν την ιερότητα της στιγμής, την .... τον συμβολισμό της εκδήλωσης και τη μνήμη αυτών που έχασαν τη ζωή τους άδικα εκείνη την εποχή...» 3η εναγόμενη: «Θα έπρεπε ίσως να είχε ζητηθεί το κείμενο του κ. Ζ*** ...» 2ος εναγόμενος : « Ναι αλλά πέρυσι που είχαμε την παρουσία της «Χ** *» εκεί έγινε ολόκληρο θέμα, θα `πρεπε να έχουν βάλει μυαλό κάποιοι ....» 3η εναγόμενη: «Θα σας πω κάτι προσωπικά. Την ώρα που ο κ. Ζ** εκφωνούσε το λόγο, φώναξα απαράδεκτα τα λεγάμενά του και μάλιστα κάποιοι θελαν να φύγουν από τους επισήμους. Τελικά βέβαια δεν αποχώρησαν. Αλλά ίσως αν ήταν καθολική αυτή η αποχώρηση κάποιοι να συναισθάνονταν το βάρος και το χρέος που εμάς τους Υ** τουλάχιστον, όπως γνωρίζετε πολύ καλά, μας διακατέχει ...». (Ακολουθεί τηλεφωνική παρέμβαση του 4ου εναγομένου και σχετικός διάλογος με τον δημοσιογράφο) 4ος εναγόμενος: «.... Και πως δεν αντιλήφθηκα. Μα εγώ αισθάνομαι ένοχος αυτή τη στιγμή γιατί δεν διέκοψα την εκδήλωση .... Σας το λέω έτσι ευθέως και το έχω κρίμα ...».  2ος εναγόμενος : «Σας τιμά αυτό που λέτε. Το είπα κι εγώ προηγουμένως, ότι θα μπορούσαν να αποχωρήσουν και όλοι. Αλλά πάνω απ` όλα δεν τιμήσατε τον συγκεκριμένο ομιλητή. Αλλά τιμήσατε, όσοι είσαστε εκεί, τη μνήμη των ανθρώπων και την επέτειο ενός ολοκαυτώματος ...». 4ος εναγόμενος: «... Αισθάνθηκα ότι βιάζεται η ιστορία εκείνη την ώρα. Αισθάνθηκα ότι δεν κάνουμε εκδήλωση μνήμης και τιμής στα θύματα όταν μιλά ο ομιλητής κατ` αυτόν τον τρόπο. Μάλιστα εκείνη την ώρα παρενέβην στον Δήμαρχο και του είπα ποιος επέλεξε τον ομιλητή. Παρενέβην στο τοπικό σύμβουλο και του ζήτησα τον λόγο. Παρενέβην στην κ. Λ*** που ήταν εκπρόσωπος του πολιτιστικού συλλόγου. Και απορούσαν όλοι εν πάση περιπτώσει γιατί τα λέει αυτά, εν πάση περιπτώσει ο ένας έριχνε στον άλλον το βάρος της ευθύνης .... Εν πάση περιπτώσει εγώ σας λέω ότι το `χω κρίμα γιατί σκεπτόμενος το γεγονός ακριβώς ότι εκείνη την ώρα τιμάμε τα θύματα δεν θα ήθελα εγώ με την παρουσία μου και τη στάση μου να αμαυρώσω ή να δημιουργήσω κάποιο επεισόδιο ....». 2ος εναγόμενος : «Άλλοι αμαύρωσαν την τελετή» κ. Μ****....». 4ος εναγόμενος: «.... Ωστόσο θεωρώ ότι ολιγώρησα. Θεώρησα ότι δεν στάθηκα στο ύψος των περιστάσεων σκεπτόμενος ωριμότερα αυτή τη στιγμή. Με κάποιο τρόπο θα `πρεπε να βάλω τα πράγματα στη σωστή τους διάσταση. Αυτό ακριβώς μου δημιουργεί, αισθάνομαι μιας τάξεως ενοχή να το πω έτσι. Τώρα από κει και πέρα εμείς στο Κ***, επειδή άκουσα όλα αυτά που γράφει η ανακοίνωση με τα ίδια μου τα αυτιά, πραγματικά θεωρώ ότι είναι μνημείο παραχάραξης της ιστορίας, πραγματικά μνημείο παραχάραξης.... Χωριά και πόλεις καήκανε με τη συμμετοχή και την πρωταγωνιστική ιδιότητα των ταγματασφαλιτών. Δεν μπορεί να λέγονται ότι ποιούσαν την ανάγκη φιλοτιμία. Έτσι η φράση είναι αχαρακτήριστη......». 2ος εναγόμενος: «Είναι δυνατόν τότε ένα πρόσωπο όπως ο Τσολάκογλου να συνεργάζεται με την κατοχική κατάσταση, με τους καταπατητές εδώ κάθε ιερού και όσιου, με τους εγκληματίες που σκότωσαν τους Έλληνες πολίτες, σε αντίποινα τους τόσους εδώ στην .... στο Δίστομο, στην Υπάτη κάτω στη .... που αλλού σε άλλες περιοχές της χώρας μας ....». 4ος εναγόμενος: «Αυτό λοιπόν επειδή πέρυσι έγινε μια προσπάθεια και εκφράσαμε την αντίθεση μας ώστε να μην παρευρίσκονται εκεί θιασώτες και υποστηρικτές, πως το λένε, αυτής της ιδέας του ναζισμού και του φασισμού που έχουν θύματα. Ε.... τώρα ξέρω βάλαμε ομιλητή ο οποίος εμφορείται από τέτοιου είδους αντιλήψεις ...». 2ος  εναγόμενος: «….Εν πάση περιπτώσει πέρυσι ας πούμε πως κατά κάποιον τρόπο αιφνιδιάσθηκαν ορισμένοι αλλά φέτος, τώρα έχοντας την εμπειρία της περσινής χρονιάς και επειδή βλέπω εδώ ο συγκεκριμένος έχει ορθογραφήσει, είναι σε κάποιο σύλλογο αποστράτων κλπ που έχει κάποιες ανάλογες τέτοιες ιδέες .... Τώρα να του ζητήσουν την ομιλία του εγώ είμαι κατά της λογοκρισίας ακόμη και γι` αυτούς τους ανθρώπους...». (Ακολουθεί τηλεφωνική παρέμβαση τής 5ης εναγομένης και σχετικός διάλογος με τον 2ο εναγόμενο δημοσιογράφο). 2ος εναγόμενος : «Ακούσατε και σεις αυτά τα φοβερά που είπε ο στρατηγός εκεί;». 5η εναγόμενη: «Ναι με οργή θα έλεγα. Με οργή και μάλιστα η κ. Λ*** είπε ότι κάποιοι σκέφθηκαν να αποχωρήσουν. Εγώ δεν είχα πει αυτό. Είχα πει να αποχωρήσουμε όλοι. Βέβαια το συζητήσαμε και με τον κ. Μ***και με τους υπόλοιπους εκεί και είπαμε ότι εδώ ήλθαμε να τιμήσουμε τους νεκρούς, να καταθέσουμε στεφάνι, ας μην το κάνουμε. Έγινε μια έτσι .... φάνηκε ότι υπήρχε αναστάτωση. Ρώτησα την κ. Λ***ποιος είχε την ευθύνη γι` αυτόν τον ανεκδιήγητο κύριο που μίλησε. Μου λέγει δεν ήταν δική μου ευθύνη, ήταν προσωπική επιλογή της προέδρου (εννοεί της Τοπικής Κοινότητας Υ***) και του Δημάρχου. Έτσι είπε, αυτά τα θέματα τα ρυθμίζει ο κ. Δήμαρχος με την πρόεδρο. Ήταν προσωπική επιλογή της προέδρου σε συνεργασία με τον Δήμαρχο. .... Να θέλουμε να παραχαράξουμε πέρα για πέρα την ιστορία. Δεν γίνεται να θέλουμε να τιμήσουμε τους νεκρούς και να ακούμε από αυτό τον άνθρωπο ανεκδιήγητα πράγματα, ανεκδιήγητα όμως. Από τους φασίστες που μαζί αντιτάχθηκαν στον εχθρό, από τους ταγματασφαλίτες οι οποίοι κάνανε την ανάγκη φιλοτιμία. Όπως σωστά το ανέφερες στο δελτίο τύπου του Κ** και μια σειρά άλλα πράγματα και να μένουμε άφωνοι με έναν άνθρωπο που μιλούσε ακατάσχετα ώρες και μιλούσε, μόνο τον Μέγα Αλέξανδρο δεν ανέφερε. Πως το είχε σχεδιάσει η δημοτική αρχή στο μυαλό της. Πέρυσι είχε φέρει, είχε καλέσει την Χ** *, διότι σύμφωνα με το πρωτόκολλο κλπ κλπ....Φέτος τι έκανε; .... Όταν σήμερα θέλουμε να αντιπαλέψουμε το φασισμό και το ναζισμό θα καλέσουμε αυτούς τους ανθρώπους να παραχαράσσουν αδίστακτα την ιστορία.... Εγώ θέλω να καλέσω τον Δήμαρχο, να βγει ανοικτά και να πάρει θέση για να μας εξηγήσει το γιατί και το πως επιλέχθηκαν όλα αυτά....Να ζητήσει συγγνώμη (αναφέρεται στον Δήμαρχο Λ**)....Σε τελευταία ανάλυση ας ζητήσει συγγνώμη από τους συγγενείς και όχι μόνο που ένοιωσαν να προσβάλλεται βάναυσα η μνήμη των θυμάτων (αναφέρεται πάλι στον Δήμαρχο Λ**)». 2ος εναγόμενος: «Μάλιστα δηλαδή αυτή η προκλητική παρουσίαση μονοδιάστατης της ιστορίας κατά τον νου και τη λογική του συγκεκριμένου ομιλητή νομίζω ότι πραγματικά είναι όχι απλώς ατόπημα, αλλά είναι θα έλεγα ηθικό έγκλημα, όπως είπατε πολύ σωστά…. Και κυρίως είπατε πολύ σωστά, προσβολή στη μνήμη των ανθρώπων που χάθηκαν άδικα και στους συγγενείς τους που έχω την αίσθηση ότι εκείνη την ώρα, άκουγαν όσοι εν πάση περιπτώσει έχουν περάσει και αρκετά τώρα χρόνια, αντιλήφθηκαν τι είπε, θα ένοιωσαν πραγματικά όχι απλώς άσχημα, αλλά συντετριμμένοι .....». Πέραν των ανωτέρω, την ίδια ημέρα, στην ειδησεογραφικού περιεχομένου ιστοσελίδα I***, που διατηρεί η πρώτη εναγόμενη και διαχειρίζεται ο δεύτερος εξ` αυτών, έγινε ανάρτηση με τον τίτλο «Ομοβροντία αντιδράσεων για την ομιλία στο Ολοκαύτωμα της Υ**», με φωτογραφία του ενάγοντος από την εκδήλωση και συνοπτική αναφορά στην προηγηθείσα ραδιοφωνική κάλυψη και το περιεχόμενο αυτής. Όσον αφορά, ειδικότερα, στις φράσεις του μεσημβρινού δελτίου ειδήσεων του ως άνω ραδιοφωνικού σταθμού, της 18/06/2014, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τον ενάγοντα ως συκοφαντικοί σε βάρος του ισχυρισμοί, δέον να σημειωθούν τα εξής : 1) Ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, Έ****, δημοσιογράφο - παρουσιαστή της επίμαχης ραδιοφωνικής εκπομπής : α) Η φράση του «…έκανε να κοκκινίσουν όλοι από ντροπή διότι αυτά που είπα τα καταγγέλουν, βλέπουμε εδώ το Κ**….», εκφράστηκε στα πλαίσια  δημοσιογραφικού ρεπορτάζ από τον τελευταίο, που στόχο του είχε να περιγραφούν οι αντιδράσεις των παρευρισκόμενων στην εν λόγω εκδήλωση κατά τη διάρκεια της ομιλίας του ενάγοντος και, επομένως, δεν αποτελεί γεγονός, αλλά έκφραση γνώμης, η οποία ήταν δικαιολογημένη, λόγω του δημοσιογραφικού του καθήκοντος να ερευνήσει και να μεταφέρει στο κοινό τα τεκταινόμενα κατά την επίμαχη εκδήλωση και δη, γνώμης εισφέρουσας αξιολογική κρίση βασιζόμενης επί πραγματικού γεγονότος (αντιδράσεις των παρευρισκομένων στις ως άνω συγκεκριμένες τοποθετήσεις του ομιλητή). β) Η φράση του «……και τότε σημειώθηκαν και αποχωρήσεις, κάποιοι αποχώρησαν. Με την προκλητική αυτή ομιλία δεν αποχώρησε κανείς….», αναφερόμενη στις αποχωρήσεις που είχαν λάβει χώρα στην αντίστοιχη εκδήλωση κατά το έτος 2003, ως προς μεν την πρώτη αναφορά, αποτελεί μετάδοση πραγματικού γεγονότος προς ενημέρωση του κοινωνικού συνόλου, ως προς δε το χαρακτηρισμό της ομιλίας ως «προκλητικής», αποτελεί έκφραση γνώμης (αξιολογική κρίση), πηγάζουσα από το συνταγματικά κατοχυρωμένο, δικαιολογημένο ενδιαφέρον του δευτέρου εναγομένου, υπό την ιδιότητά του ως δημοσιογράφου, αλλά και από την ελευθερία και την κοινωνική αποστολή του τύπου (άρθρο 14 §§ 1-2 του Συντάγματος και άρθρο 10 § 1 εδ. α` και β` της ΕΣΔΑ), καθώς  η ανωτέρω προβολή - δημοσιοποίηση της είδησης και του σχετικού σχολίου, είχε έντονο ενδιαφέρον για την ενημέρωση του κοινού. γ) Η φράση του «Οι Α***(το σωματείο που εκπροσωπεί η 3η των εναγομένων) με τις δράσεις τους και τις συνεργασίες τους, αναφέρει παρακάτω η ανακοίνωση, το δελτίο τύπου, πρωτοπορούν στον αντιρατσιστικό-αντιφασιστικό αγώνα, δίνοντας καθημερινά «μάχες» απέναντι σε τέτοιου είδους φαινόμενα», αποτελούσε επίσης έκφραση γνώμης του δευτέρου εναγομένου στα πλαίσια του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος ενημέρωσης του κοινωνικού συνόλου, και αφορούσε αποκλειστικά και μόνο το σωματείο «Α***», που συνδιοργάνωσε την επίμαχη εκδήλωση και σε καμία περίπτωση  το πρόσωπο του ενάγοντος. δ) Η φράση του «.Εσείς καλά κάνατε αλλά βέβαια από κει και πέρα κάποιοι δεν φρόντισαν να τη διαφυλάξουν την ιερότητα της στιγμής, την … τον συμβολισμό της εκδήλωσης και τη μνήμη αυτών που έχασαν τη ζωή τους άδικα εκείνη την εποχή», την οποία ο δεύτερος εναγόμενος απηύθυνε προς την τρίτη εναγόμενη, εκπρόσωπο των ΑΙ**, συνιστούσε κριτική που δεν αφορούσε στον ενάγοντα, αλλά γενικά στους υπεύθυνους της οργάνωσης της εκδήλωσης και επιλογής ομιλητών και στους παριστάμενους στην εκδήλωση πολιτικούς παράγοντες, τους οποίους ο δεύτερος εναγόμενος έκρινε ονομαστικά, αλλά και στο ίδιο το κοινό, καθώς όλοι τους εξακολουθούσαν να παρακολουθούν την ομιλία του ενάγοντος, χωρίς σοβαρή αντίδραση. ε) η φράση του, απευθυνόμενη προς τον τέταρτο εναγόμενο «…..Σας τιμά αυτό που λέτε (το ότι δηλαδή το ο συγκεκριμένος «το είχε κρίμα» που δεν διέκοψε την εκδήλωση αποχωρώντας). Το είπα κι εγώ προηγουμένως, ότι θα μπορούσαν να αποχωρήσουν και όλοι.», δεν αποτελούσε διάδοση γεγονότος ικανού να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, αλλά έκφραση γνώμης στα πλαίσια αφενός μεν του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος του δευτέρου εναγομένου περί ενημέρωσης του κοινωνικού συνόλου, αφετέρου δε, της πολυφωνίας και του πλουραλισμού, έννοιες που αποτελούν ακριογωνιαίο λίθο στην ομαλή λειτουργία της δημοκρατικής κοινωνίας. στ) Η φράση του «…..Εν πάσει περιπτώσει πέρσι ας πούμε πως κατά κάποιον τρόπο αιφνιδιάστηκαν ορισμένοι (αναφερόμενος στη συμμετοχή, στην αντίστοιχη εκδήλωση του προηγούμενου έτους, εκπροσώπων του κόμματος της «Χ* *») αλλά φέτος τώρα έχοντας την εμπειρία της περσινής χρονιάς βλέπω εδώ ο συγκεκριμένος έχει αρθρογραφήσει, είναι σε κάποιο σύλλογο απόστρατων κλπ. που έχει κάποιες ανάλογες τέτοιες ιδέες….», επίσης δεν συνιστούσε διάδοση γεγονότος  ικανού  να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, καθώς επρόκειτο και σε αυτήν την περίπτωση για έκφραση της αρνητικής γνώμης του δευτέρου εναγομένου, ως προς τις απόψεις που εξέφρασε ο ενάγων σε δημοσιευμένα άρθρα του, αλλά και στην δημόσια ομιλία του στη συγκεκριμένη εκδήλωση, γνώμη η οποία, όπως αναφέρεται ανωτέρω, εμπίπτει στο πλαίσιο της ελευθερίας του δημοσιογραφικού λόγου. ζ) Η φράση του «…Ακούσατε κι εσείς αυτά τα φοβερά που είπε ο στρατηγός εκεί; …..Μάλιστα, δηλαδή αυτή η προκλητική παρουσίαση μονοδιάστατης της ιστορίας κατά τον νουν και την λογική του συγκεκριμένου ομιλητή, νομίζω ότι πραγματικά είναι όχι απλώς ατόπημα, αλλά είναι θα έλεγα και ηθικό έγκλημα, όπως είπατε πολύ σωστά», την οποία απηύθυνε προς την πέμπτη εναγόμενη, καλεσμένη του στην επίμαχη ραδιοφωνική εκπομπή, αποδεχόμενος τη σχετική άποψή της, δεν υπήρξε συκοφαντική για το πρόσωπο του ενάγοντος, αλλά συνιστούσε έκφραση αξιολογικής κρίσης του δευτέρου εναγομένου, στα πλαίσια της ελευθερίας της έκφρασης και ειδικότερα, του δημοσιογραφικού λόγου. η) η φράση του «…να βγαίνει κάποιος απόστρατος στρατιωτικός και να λέει ότι, εν πάσει περιπτώσει, και όσοι συνεργάστηκαν με του κατακτητές κατ` ανάγκη το έκαναν, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν θα `πρεπε καν ο Μεταξάς να πει το όχι και να πούμε στους Γερμανούς περάστε και δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα κατά τον κ. Ζ***προφανώς», δεν «βάζει λόγια στο στόμα του ενάγοντος τα οποία αυτός δεν είπε», όπως ο τελευταίος ισχυρίζεται κατά την αγωγή του, ούτε έχει συκοφαντικό περιεχόμενο, αλλά αποτελεί έκφραση και δημοσιοποίηση προσωπικής άποψης του δευτέρου εναγομένου και άσκησης κριτικής από μέρους του, στην δημόσια τοποθέτηση του ενάγοντος, κατά την επίμαχη εκδήλωση, αναφορικά με το συγκεκριμένο θέμα. θ) Ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι ο δεύτερος εναγόμενος, υιοθετούσε τις απόψεις των συνομιλητών του, παρουσιάζοντάς τον ως υπερασπιστή των Ναζί, τυγχάνει επίσης απορριπτέος, καθόσον ο δεύτερος εναγόμενος, δεν απηύθυνε από την εκπομπή του,  συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς ή ύβρεις, αναφορικά με την εν γένει προσωπικότητα του ενάγοντος, αλλά με τη στάση του αυτή, άσκησε δημόσια κριτική, έστω και οξεία (οριοθετούμενη όμως αποκλειστικά και μόνο από τις δημόσιες τοποθετήσεις του ενάγοντος κατά τη συγκεκριμένη ομιλία του, καθώς και από αντίστοιχη αρθρογραφία του τελευταίου), σε δημοσιογραφική εκπομπή, το αντικείμενο της οποίας απασχολούσε έντονα, κατά το συγκεκριμένο χρόνο, την τοπική κοινωνία και την κοινή γνώμη, τηρώντας την δημοσιογραφική δεοντολογία, στα πλαίσια της ελευθερίας του λόγου, που  όχι μόνο προστατεύεται από το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τους Νόμους, αλλά και επιβάλλεται στο πλαίσιο μίας δημοκρατικής κοινωνίας, στην οποία όλες οι απόψεις πρέπει να ακούγονται. 2. Αναφορικά με την τρίτη εναγόμενη, * Λ**, που παρευρέθηκε στη συγκεκριμένη εκδήλωση, ως εκπρόσωπος του Συλλόγου «Α**», συνδιοργανωτή αυτής :  α) Ως προς το από  17/06/2014 δελτίο τύπου, το οποίο εξέδωσε ο Σύλλογος και αφενός μεν δημοσιεύτηκε ολόκληρο στην τριμηνιαία εφημερίδα Υ***και Φίλων της Υ** «Ο ***», καθώς και στην ιστοσελίδα «http://***» του «**.gr» αφετέρου δε, αποσπάσματα αυτού στην ιστοσελίδα «http//**», ιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, 

στο οποίο αναφέρονται χαρακτηριστικά τα εξής : «….Ο Εκπολιτιστικός Επιμορφωτικός Σύλλογος Υ** «ΟΙ Α**», αναλαμβάνοντας το μερίδιο ευθύνης που του ανήκει ως συνδιοργανωτή των Εκδηλώσεων Μνήμης για τα 70 χρόνια από το Ολοκαύτωμα της Υ**, είχε διαχωρίσει εξ` αρχής τη θέση του όσον αφορά στην επιλογή του κεντρικού ομιλητή κατά τη διάρκεια της τελετής μνήμης, η οποία ανήκει αποκλειστικά στην τοπική Κοινότητα Υ*** και στο Δήμο Λ***. Η επί 37 συναπτά έτη πορεία του Συλλόγου μας στα κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα της περιοχής της Φ***και όχι μόνο, έχει αποδείξει επανειλημμένως, με λόγια αλλά και εμπράκτως ότι απέχει μακράν από ακραίες ιδεολογίες που δεν συνάδουν με τις ανθρωπιστικές αξίες και τα ιδανικά που κληρονομήσαμε από το ένδοξο και ιστορικό παρελθόν της πόλης μας. «ΟΙ ***» με τις δράσεις τους και τις συνεργασίες τους πρωτοπορούν στον αντιρατσιστικό - αντιφασιστικό αγώνα, δίνοντας καθημερινά «μάχες» απέναντι σε τέτοιου είδους φαινόμενα. Δυστυχώς η παραχάραξη της ιστορίας και η χρησιμοποίησή της κατά το δοκούν, είναι αποτέλεσμα αλλότριων συμφερόντων και αντιλήψεων, που ας ελπίσουμε ότι θα είναι το τελευταίο ατόπημα των Τοπικών Αρχών, ενώ «ΟΙ **» από την πλευρά τους θα αγωνίζονται για την εξάλειψή τους.», είναι προφανές ότι η έκδοση αυτού κρίθηκε αναγκαία από την πρόεδρό του, τρίτη εναγόμενη, προκειμένου να διευκρινισθεί, μετά από το σχετικό θόρυβο που είχε ξεσπάσει από την επίμαχη ομιλία και, κυρίως, μετά από την προηγηθείσα ανακοίνωση του Κ**, η οποία καταλόγιζε ευθύνη στους συνδιοργανωτές της εκδήλωσης για την επιλογή του ομιλητή, ότι ο εν λόγω σύλλογος, παρόλο που ήταν συνδιοργανωτής της, δεν είχε καμία ευθύνη για τα τεκταινόμενα, γιατί δεν επέλεξε αυτός τον συγκεκριμένο ομιλητή. Στο εν λόγω δελτίο τύπου, γίνεται αναφορά και περιγραφή της δράσης του συλλόγου, χωρίς καμία αναφορά στο όνομα του ενάγοντος και σε όσα αυτός ανέφερε στην επίμαχη ομιλία του. Ουδόλως, επομένως, με το ως άνω δελτίο τύπου, τη σύνταξη του οποίου επιμελήθηκε η τρίτη εναγόμενη, χαρακτηρίζεται ο ενάγων, εμμέσως πλην σαφώς, ως ρατσιστής, φασίστας ή φαινόμενο ρατσισμού και φασισμού, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αγωγή. β) Η φράση της τρίτης εναγομένης, κατά την επίμαχη ραδιοφωνική εκπομπή  «Εμείς είχαμε ειδοποιήσει για τον κ. Ζ*** και τις θέσεις που εκπροσωπεί. Μας είπε ότι δεν υπάρχει κανένα, μας εξήγησε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα…..», αποτελεί επίσης αναφορά της τρίτης εναγόμενης σε ένα πραγματικό γεγονός, που έλαβε χώρα πριν από την εκδήλωση, με βάση αξιολογικές κρίσεις των εκπροσώπων του Συλλόγου. γ) Η φράση της, την οποία απηύθυνε προς τον δεύτερο εναγόμενο δημοσιογράφο, ότι «θα έπρεπε ίσως να είχε ζητηθεί το κείμενο του κυρίου Ζ** για να ελεγχθεί ο λόγος του»,  εκφράζει την προσωπική της άποψη, μετά την ομιλία του ενάγοντος στην εκδήλωση και την αντίθεσή της με το περιεχόμενο αυτής, και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε μομφή ή συκοφαντία προς τον ίδιο. δ) Οι φράσεις της «….Θα σας πω κάτι προσωπικά. Την ώρα που ο κ. Ζ** εκφωνούσε τον λόγο, φώναξα απαράδεκτα τα λεγόμενά του και μάλιστα κάποιοι θέλαν να φύγουν από τους επισήμους. Τελικά βέβαια δεν αποχώρησαν. Αλλά ίσως αν ήταν καθολική αυτή η αποχώρηση κάποιοι να συναισθάνονταν το βάρος και το χρέος που εμάς τους Υ** τουλάχιστον, όπως γνωρίζετε πολύ καλά, μας διακατέχει……..» αποτελούν αφενός μεν αναφορά και περιγραφή γεγονότος που έλαβε χώρα κατά την εκδήλωση, αφετέρου δε, προσωπική εκτίμηση της ίδιας για μια ενδεχόμενη διαφορετική εξέλιξη της εκδήλωσης, τα οποία ουδόλως συνιστούν συκοφαντικά σχόλια σε βάρος του ενάγοντος. Σε κάθε δε, περίπτωση, τα ανωτέρω σχόλια έγιναν όχι από πρόθεση της τρίτης εναγόμενης να βλάψει τον ενάγοντα, αλλά από δικαιολογημένο ενδιαφέρον της, ως νομίμου εκπροσώπου του ως άνω Συλλόγου, συνδιοργανωτή της επίμαχης εκδήλωσης, απέναντι τόσο στα μέλη του Συλλόγου, όσο και στους πολίτες και στα θύματα της γερμανικής κατοχής από το ολοκαύτωμα της Υ***, προκειμένου να αιτιολογήσει τη στάση της ως προς την επιλογή του προσώπου του ομιλητή και ως προς την αντίδρασή της κατά τη στιγμή που ακούστηκαν από τον ομιλητή τα προαναφερθέντα, επίμαχα χωρία της ομιλίας του. 3. Αναφορικά με τον τέταρτο εναγόμενο, Μ*** Κ***, εκλεγμένο μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κ***, εκλεγμένο δημοτικό σύμβουλο στο Δήμο Λ** και επικεφαλής της δημοτικής παράταξης «Λα** ***», καλεσμένου της επίμαχης ραδιοφωνικής εκπομπής : α) Οι φράσεις του : «Και πως δεν αντιλήφθηκα. Μα εγώ αισθάνομαι ένοχος αυτή τη στιγμή γιατί δεν διέκοψα την εκδήλωση .... Σας το λέω έτσι ευθέως και το έχω κρίμα ....  ...Αισθάνθηκα ότι βιάζεται η ιστορία εκείνη την ώρα…Πραγματικά θεωρώ ότι είναι μνημείο παραχάραξης της ιστορίας, πραγματικά μνημείο παραχάραξης….», συνιστούν ασφαλώς κριτική, η οποία έγινε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον του ανωτέρω, ο οποίος συμμετέχει ενεργώς στην πολιτική ζωή της χώρας, προς ενημέρωση και, μέσω αυτής, προς διαμόρφωση και αποκρυστάλλωση της πολιτικής άποψης του εκλογικού σώματος, αναφορικά με τις απόψεις που εξέφρασε ο ενάγων κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, όντας εκ του ρόλου του αυτού, ο τελευταίος, πρόσωπο που παρουσίαζε ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο, αναφορικά με τις πράξεις και την εν γένει συμπεριφορά του. Β) Οι φράσεις του : «Αυτό λοιπόν επειδή πέρυσι έγινε μια προσπάθεια και εκφράσαμε την αντίθεση μας ώστε να μην παρευρίσκονται εκεί θιασώτες και υποστηρικτές, πως το λένε, αυτής της ιδέας του ναζισμού και του φασισμού που έχουν θύματα. Ε.... τώρα ξέρω βάλαμε ομιλητή ο οποίος εμφορείται από τέτοιου είδους αντιλήψεις», συνιστούν ομοίως κριτική και δη οξεία, των εκπεφρασμένων θέσεων του ενάγοντος κατά την ομιλία του στη συγκεκριμένη εκδήλωση, οι δε εκφράσεις «θιασώτες και υποστηρικτές της ιδέας του ναζισμού και του φασισμού» και «εμφορείται από τέτοιου είδους αντιλήψεις», δεν συνιστούν δυσφημιστικά γεγονότα προσβλητικά της προσωπικότητας του ενάγοντος, αλλά χρησιμοποιήθηκαν από τον τέταρτο εναγόμενο προς αντίκρουση των πιο πάνω θέσεων του ενάγοντος, όχι προς καταφρόνηση και ονειδισμό του προσώπου του τελευταίου, αλλά προκειμένου να αποδοθεί στις εκπεφρασμένες κατά την ομιλία του, προαναφερθείσες απόψεις του, ορισμένη ιδεολογία, κατά την κρίση του τετάρτου των εναγομένων πολιτικού προσώπου, ο οποίος από δικαιολογημένο ενδιαφέρον χρησιμοποίησε τους χαρακτηρισμούς αυτούς, προς άσκηση αυστηρής κριτικής στις παραπάνω θέσεις του ενάγοντος  (ΑΠ 624/2001, δημ. Νόμος). 4. Αναφορικά με την πέμπτη εναγόμενη, *Λ**, καθηγήτρια φιλολογίας, πρώην υποψήφια Δήμαρχος, εκλεγμένη δημοτική σύμβουλο του Δήμου Λ***και επικεφαλής της δημοτικής κίνησης «Π*****» : α) Η φράση της «ναι άκουσα με οργή  (δική της φράση) όσα  φοβερά είπε ο στρατηγός» (φράση του 2ου των εναγομένων)   και «είχα πει να αποχωρήσουμε όλοι» αλλά αλλάξαμε  γνώμη «γιατί είχαμε έλθει στην εκδήλωση να τιμήσουμε  τους νεκρούς και οφείλαμε να παραμείνουμε για να καταθέσουμε στεφάνι», και ότι υπήρχε αναστάτωση, συνιστά απλή αναφορά γεγονότων, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν είναι συκοφαντικά ή υβριστικά για τον ενάγοντα και δεν θίγουν την τιμή ή την υπόληψή του. β) Οι φράσεις της  προς την τρίτη εναγόμενη ** ** εκπρόσωπο του ως άνω Συλλόγου,  συνδιοργανωτή της εκδήλωσης, «ποιος είχε την ευθύνη γι` αυτόν τον ανεκδιήγητο κύριο που μίλησε», όπως και οι  φράσεις της : «Να θέλουμε να παραχαράξουμε πέρα για πέρα την ιστορία…Δεν γίνεται να θέλουμε να τιμήσουμε τους νεκρούς και να ακούμε από αυτό τον άνθρωπο ανεκδιήγητα πράγματα, ανεκδιήγητα όμως….. Πως το είχε σχεδιάσει η δημοτική αρχή στο μυαλό της. Πέρυσι είχε φέρει, είχε καλέσει την Χ* *, διότι σύμφωνα με το πρωτόκολλο κλπ κλπ....Φέτος τι έκανε; .... Όταν σήμερα θέλουμε να αντιπαλέψουμε το φασισμό και το ναζισμό θα καλέσουμε αυτούς τους ανθρώπους να παραχαράσσουν αδίστακτα την ιστορία»,  σαφώς συνιστούν αξιολογικές κρίσεις της ανωτέρω προς το πρόσωπο του ενάγοντος, κεντρικού ομιλητή της επίμαχης εκδήλωσης, βάσει του περιεχομένου της ομιλίας του. Ειδικότερα, τόσο ο όρος «ανεκδιήγητος», υπό την έννοια «αυτού που δεν έχει ειρμό και λογική, που δεν μπορούμε να τον περιγράψουμε ή να τον εξηγήσουμε»  (βλ. σχετ. ερμηνεία του όρου «ανεκδιήγητος», στο αντίστοιχο λήμμα του Λεξικού  Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη), όσο και η φράση «αυτούς τους ανθρώπους που παραχαράσσουν αδίστακτα την ιστορία», σαφώς συνιστούν οξεία κριτική προς το πρόσωπο του ενάγοντος, εκπορευόμενη όμως τόσο από την αγανάκτηση της πέμπτης των εναγομένων, ως καθηγήτριας φιλολόγου - ιστορικού, προκειμένου να υπερασπιστεί την, κατά τις πεποιθήσεις της, ιστορική αλήθεια (η οποία προφανώς διέφερε απολύτως από την, κατά τις πεποιθήσεις του ενάγοντος, ιστορική αλήθεια αυτού, αναφορικά με τα γεγονότα της περιόδου της κατοχής, στα οποία αναφέρονταν τα επίμαχα χωρία της ομιλίας του), όσο και από το δικαιολογημένο ενδιαφέρον της ως πολιτικού προσώπου, προς ενημέρωση και, μέσω αυτής, προς διαμόρφωση και αποκρυστάλλωση της πολιτικής άποψης του εκλογικού σώματος, αναφορικά με τις απόψεις που εξέφρασε ο ενάγων κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, όντας εκ του ρόλου του αυτού, ο τελευταίος, πρόσωπο που παρουσίαζε ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο, αναφορικά με τις πράξεις και την εν γένει συμπεριφορά του. γ) Οι φράσεις της «Εγώ θέλω να καλέσω τον Δήμαρχο, να βγει ανοικτά και να πάρει θέση για να μας εξηγήσει το γιατί και το πως επιλέχθηκαν όλα αυτά....Να ζητήσει συγγνώμη (αναφέρεται στον Δήμαρχο Λ***)....Σε τελευταία ανάλυση ας ζητήσει συγγνώμη από τους συγγενείς και όχι μόνο που ένοιωσαν να προσβάλλεται βάναυσα η μνήμη των θυμάτων (αναφέρεται πάλι στον Δήμαρχο Λ***)», δεν αφορούσαν στον εναγόμενο, αλλά αποτελούσαν σκληρή κριτική προς τον Δήμαρχο του Δήμου Λ***. Συμπερασματικά, οι ως άνω επίδικες φράσεις των εναγομένων στην επίμαχη ενημερωτική ραδιοφωνική εκπομπή (βλ. παραπάνω σε εισαγωγικά), ακόμη κι αν ήθελε κριθούν μειωτικές για την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, αποτελούν, σχεδόν στο σύνολό τους, αξιολογικές κρίσεις και πολιτικοϊστορικού περιεχομένου σχολιασμό της ομιλίας του, ο οποίος (σχολιασμός) διαπνέεται από πνεύμα οξείας κριτικής, πράγμα σύνηθες στα δημοσιογραφικά δρώμενα, με αφορμή τη θέση που εξέφρασε δημόσια ο ενάγων, ότι όλοι ανεξαιρέτως οι Έλληνες αντιστάθηκαν στις ξένες κατοχικές δυνάμεις, ενώ συγχρόνως ασκείται κριτική και επιρρίπτεται ευθύνη και στη διοίκηση του Δήμου Λ*** για την επιλογή του συγκεκριμένου ομιλητή. Επομένως, δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά, ούτε υποκειμενικά το αδίκημα της συκοφαντικής ή της απλής δυσφήμησης, αφού δεν πρόκειται για ισχυρισμό ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου, σε βάρος ορισμένου προσώπου, αλλά, κατ` αρχήν, εκείνο της εξύβρισης. Σε κάθε όμως περίπτωση, ακόμη και αν κάποιες από αυτές ήθελε θεωρηθεί ότι συνιστούν ισχυρισμούς γεγονότων που μπορούν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, δεν προέκυψε ότι οι εναγόμενοι τελούσαν σε γνώση της αναλήθειάς τους. Επομένως και υπό την εκδοχή αυτή, αποκλείεται η υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης, η οποία μεταπίπτει καταρχήν σε απλή δυσφήμιση. Επιπλέον, οι εναγόμενοι προέβησαν στον επίδικο σχολιασμό με την πεποίθηση ότι έτσι εκπληρώνουν το καθήκον τους και δη : α) ο δεύτερος ως δημοσιογράφος, για την πληροφόρηση του κοινού σχετικά με γεγονότα και πράξεις προσώπων που συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον του κοινωνικού συνόλου, όπως ο ενάγων, που στην προκειμένη περίπτωση εκτέθηκε δημόσια και εξέφρασε δημόσιο λόγο που προκάλεσε πλείστες αντιδράσεις, εκφράζοντας μάλιστα ο δεύτερος εναγόμενος, ως πολίτης, εμμέσως και την προσωπική του άποψη, η οποία ταυτιζόταν πλήρως με αυτή των συμμετεχόντων στην εκπομπή του, χωρίς να διαπιστώνεται από μέρους του ουδεμία ενσυνείδητη υπέρβαση κατά την άσκηση του δημοσιογραφικού του δικαιώματος, κατά την κρίση του ορθώς σκεπτόμενου ανθρώπου και μάλιστα, με άμεσο στόχο ειδικά την προσβολή της τιμής του ενάγοντος, β) η τρίτη ως πρόεδρος του τοπικού εκπολιτιστικού επιμορφωτικού συλλόγου Υ** «**», ο οποίος ήταν συνδιοργαγωτής της επίμαχης εκδήλωσης και του καταλογίσθηκε ευθύνη για την επιλογή του συγκεκριμένου ομιλητή, μεταξύ δε των σκοπών του εν λόγω συλλόγου είναι αυτονόητο ότι συγκαταλέγεται και η ανάδειξη των ιστορικών γεγονότων του Ολοκαυτώματος της Υ***, η καταδίκη των αποτρόπαιων εγκλημάτων σε βάρος των αμάχων κατοίκων της, καθώς και αυτών που τα διέπραξαν, ο σεβασμός της μνήμης των θυμάτων και η απότιση φόρου τιμής σε αυτά, γ) ο τέταρτος ως εκλεγμένο μέλος της κεντρικής επιτροπής του Κ**, εκλεγμένος δημοτικός σύμβουλος του Δήμου Λ** και επικεφαλής δημοτικής παράταξης της αντιπολίτευσης, για ενημέρωση των δημοτών για τις θέσεις που πρεσβεύει σχετικά με τα επίμαχα ιστορικά γεγονότα επί του δημοσίου λόγου του ενάγοντος και δ) η πέμπτη, ως πρώην υποψήφια Δήμαρχος του Δήμου Λ**, εκλεγμένη δημοτική σύμβουλος του ίδιου Δήμου, επικεφαλής δημοτικής παράταξης της αντιπολίτευσης και καθηγήτρια φιλολογίας, διδάσκουσα το μάθημα της ιστορίας επί σειρά ετών, για ενημέρωση των δημοτών για τις θέσεις που πρεσβεύει σχετικά με τα επίμαχα ιστορικά γεγονότα επί του δημοσίου λόγου του ενάγοντος, άπαντες δε οι ανωτέρω εναγόμενοι και για την προάσπιση της ιστορικής αλήθειας. Ενήργησαν δηλαδή αυτοί, ένας έκαστος, από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο προσβλητικός για τον ενάγοντα σχολιασμός, ήταν εύλογος και αναγκαίος για την προστασία του συμφέροντός τους, που μάλιστα δικαιολογεί και άσκηση οξείας κριτικής σε πρόσωπα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον για το κοινωνικό σύνολο, όπως ο ενάγων που εκτέθηκε δημόσια και εξέφρασε δημόσιο λόγο, δηλαδή αποτελούσε, με βάση τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, το επιβαλλόμενο και αντικειμενικώς αναγκαίο μέτρο προς διαφύλαξη του δικαιώματος, χωρίς το οποίο η διαφύλαξή του δεν ήταν δυνατή. Τις επίδικες προσβλητικές δηλώσεις, που συνδέονται με τα αποδιδόμενα σε βάρος του ενάγοντος στοιχεία, δεν μπορούσαν οι εναγόμενοι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να μην χρησιμοποιήσουν, διότι ο σκοπός τους δε θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί εξίσου αποτελεσματικά με ηπιότερες εκφράσεις, λαμβανομένης υπόψη και της στάθμισης, αφενός μεν του συμφέροντος προς ανεύρεση της αλήθειας σε τέτοια μείζονος σημασίας γεγονότα, αφετέρου δε, του συμφέροντος της προστασίας της τιμής του ενάγοντος, εκ των οποίων σαφώς στην προκείμενη περίπτωση, προέχει το πρώτο. Εξάλλου, από το συνολικό ύφος του επίδικου σχολιασμού, από τις εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν, σε συνδυασμό με το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, δεν προκύπτει σκοπός εξύβρισης, με άμεσο και ειδικό στόχο την προσβολή της τιμής και της υπόληψης του ενάγοντος. Ειδικότερα, σε κανένα απολύτως σημείο, οι εναγόμενοι δεν χαρακτήρισαν προσωπικά τον ενάγοντα ως φασίστα, ναζιστή, παραχαράκτη και βιαστή της ιστορίας, υμνητή της «Χ* *» και ολοκληρωτικών καθεστώτων, όπως αυτός αβάσιμα ισχυρίζεται (η φράση «έναν άνθρωπο παραχαράκτη της ιστορίας», περιέχεται στο ως άνω δελτίο τύπου του Κ**, το οποίο ο δημοσιογράφος ήταν υποχρεωμένος να αναγνώσει προς ενημέρωση του κοινού του), χαρακτηριστικό του ότι οι επίδικες φράσεις, καίτοι εμπεριείχαν οξύτατη κριτική, δεν σκόπευαν σε καμία περίπτωση στην απαξίωση του ενάγοντος, ούτε στην καταφρόνηση ή αμφισβήτηση της τιμής και της υπόληψής του, με τον οποίο άλλωστε στο παρελθόν οι εναγόμενοι δεν ήταν καν γνωστοί, αλλά, κατά την πεποίθηση των εναγομένων, αποκλειστικά και μόνο στην ενημέρωση του κοινού, στην άσκηση τεκμηριωμένης κριτικής και στην υπεράσπιση της ιστορικής αλήθειας, η οποία κατά την άποψή τους είναι ότι, κατά τη διάρκεια της κατοχής, δεν αντιστάθηκαν κατά των κατοχικών δυνάμεων όλοι οι Έλληνες, αλλά αντίθετα, ορισμένοι εξ` αυτών συνεργάσθηκαν ανοικτά με τις κατοχικές δυνάμεις, ευθυνόμενοι και αυτοί για τα αποτρόπαια εγκλήματα των κατοχικών δυνάμεων κατά του ελληνικού λαού, τους οποίους όμως ουδόλως καταδίκασε ο ενάγων στην ομιλία του (βλ. σχετικά και Ευαγγελία Λούβη - Δημήτριος Ξιφαράς, Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία, Γ Γυμνασίου, σελ. 134, που προσκομίζεται από τον τέταρτο εναγόμενο, Ανάλεκτα Κοινωνικής Ιστορίας, περιοδική έκδοση της εταιρείας διάσωσης ιστορικών αρχείων, 2015, τεύχος 2, σελ. 71, που προσκομίζεται από τους υπόλοιπους εναγόμενους). Όσα δε αναφέρθηκαν στην επίμαχη ραδιοφωνική εκπομπή, εξ` αφορμής της ομιλίας του ενάγοντος στην προαναφερθείσα εκδήλωση, ήταν ένα συνδυασμός δηλώσεων, καταγραφής γεγονότων και αξιολογικών κρίσεων που αφορούσαν ένα ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος, ενώ δεν έπληξαν την ιδιωτική ζωή ή την προσωπικότητα του ενάγοντος, αλλά τις προαναφερόμενες συγκεκριμένες δηλώσεις του, οι οποίες αυτές καθ` αυτές, δημιούργησαν μείζον πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα στην τοπική κοινωνία. Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από τον χαρακτηρισμό «ανεκδιήγητος κύριος», που του απέδωσε η πέμπτη εναγόμενη, καθώς ο ισχυρισμός αυτός είχε την έννοια ότι οι θέσεις του ενάγοντος ήταν ανεξήγητες, χωρίς λογική και δεν μπορούσαν να περιγραφούν, ούτε, επίσης από μόνο το γεγονός ότι, ο δεύτερος εναγόμενος δεν ενημέρωσε τον ενάγοντα, πριν ή κατά τη διάρκεια της επίμαχης εκπομπής, για το σχολιασμό της ομιλίας του, ώστε να μπορεί να παρέμβει και αυτός αν το επιθυμούσε και να υπερασπιστεί τις θέσεις του. Εξάλλου, στο από 1-10-2014 απαντητικό μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του δεύτερου εναγομένου δημοσιογράφου προς τον ενάγοντα -είχε προηγηθεί η υποβολή αιτήματος του τελευταίου στην πρώτη εναγόμενη για επανόρθωση κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 του ΠΔ 100/2000, το οποίο όμως απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμο-, ο δημοσιογράφος αναφέρει ότι βρισκόταν σε αδυναμία να τον καλέσει να συμμετέχει στη συζήτηση, καθώς δεν είχε κανένα διαθέσιμο στοιχείο επικοινωνίας μαζί του. Περαιτέρω, ο ενάγων, ως κεντρικός ομιλητής σε μια τόσο μεγάλου, σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας, ενδιαφέροντος επετειακή εκδήλωση, χαρακτηριστικό της οποίας είναι, κάθε έτος, η έντονη συγκινησιακή φόρτιση των πολιτών, καθόσον η καταστροφή της Υ**από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, υπήρξε καθολική και ιδιαίτερα βίαιη, ήταν υποχρεωμένος, αφού οι δημοσίως εκπεφρασμένες θέσεις, απόψεις και θεωρήσεις του, απασχόλησαν και προκάλεσαν αρνητικά ένα μέρος της κοινής γνώμης, να υπομείνει την αυστηρή κριτική ή τους δυσμενείς χαρακτηρισμούς, ιδίως από τη στιγμή που αιτία αυτών, υπήρξαν οι εμπρηστικές δηλώσεις του, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης ευαισθησίας του κοινού απέναντι σε τέτοια ιστορικά θέματα. Επρόκειτο, επομένως, για μια δημόσια ομιλία, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε σε δημόσιο χώρο, με την παρουσία πλήθους, στην οποία εισφέρθηκε λόγος ιστορικός και πολιτικός, κατά του οποίου ασκήθηκε δημόσια κριτική με καθαρά πολιτικό κι όχι προσωπικό χαρακτήρα, προς υπεράσπιση της ιστορικής αλήθειας των ασκούντων την κριτική αυτή. Με τα δεδομένα αυτά, η σχετική ένσταση των εναγομένων εκ του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ πρέπει  να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, απορριπτομένης της αντένστασης του ενάγοντος εκ του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ ως ουσιαστικά αβάσιμης, εφόσον οι παραπάνω εκδηλώσεις δεν περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης και ούτε από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες έλαβαν χώρα τα ανωτέρω, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης τους, που πληρεί την υπόσταση του αδικήματος της εξύβρισης (ή υπό την προαναφερόμενη δεύτερη εκδοχή, της απλής δυσφήμησης) αίρεται και αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς των εναγομένων, ως όρου της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντος, συνακόλουθα δε, δεν θεμελιώνεται ούτε και σε βάρος της πρώτης εναγομένης, που ευθύνεται αντικειμενικά, αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει, για τους ανωτέρω λόγους, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του και, αναφορικά με τους 2ο,3η,4ο και 5η των εφεσιβλήτων, έκρινε ομοίως, έστω και με συνοπτικότερη αιτιολογία, η οποία όπου είναι αναγκαίο αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρ. 534 ΚΠολΔ), ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβασίμων του δεύτερου και του τέταρτου λόγου της έφεσης.  Μετά ταύτα και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη αναφορικά με τους 2ο, 3η, 4ο και 5η των εφεσιβλήτων. Τα δικαστικά έξοδα του 2ου, 3ης, 4ου και 5ης των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει, κατά παραδοχή σχετικού νομίμου αιτήματος (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 183, 176 ΚΠολΔ), ενώ τα δικαστικά έξοδα της 1ης των εναγομένων, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει κατά το νόμιμο αίτημά της, να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να επιστραφεί στον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο που κατέθεσε με το δικόγραφο της εφέσεώς του (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

                             ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά την έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ ουσιαστικά την έφεση  ως προς την πρώτη εναγομένη-εφεσίβλητη.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ ως προς την πρώτη εναγομένη-εφεσίβλητη, την με αριθμό 2/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών που αφορούν σε προσβολές από δημοσιεύματα ή ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές (άρθρ. 681 Δ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρα 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1-3, 672 και 673-676 του ιδίου Κώδικα, όπως τα άρθρα αυτά ίσχυαν πριν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι η αγωγή ασκήθηκε στις 7-8-2015, με έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου από 1-1-2016 για τις κατατιθέμενες από 1-1-2016 αγωγές).

ΚΡΑΤΕΙ  και  ΔΙΚΑΖΕΙ  την από 15-7-2015 και με  αριθμ. καταθ. 1162/ΕΓ/213/15 αγωγή, κατά την αυτή διαδικασία ως προς την πρώτη εναγομένη.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την αγωγή.   

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα της πρώτης των εναγομένων, και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, ύψους ……. (00,00) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ουσία την έφεση ως προς τους λοιπούς εναγομένους-εφεσιβλήτους.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα των 2ου, 3ης, 4ου και 5ης των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ύψους εξακοσίων πενήντα (650,00) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την επιστροφή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της εφέσεως, παραβόλου, στον εκκαλούντα.

ΚΡΙΘΗΚΕ  και αποφασίστηκε στη Λαμία, την  14η  Δεκεμβρίου 2021 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στη Λαμία, την 11η Ιανουαρίου 2022, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους. 

 

Η          ΠΡΟΕΔΡΟΣ                     Η         ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

                                                                (Για τη δημοσίευση)

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ