Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2019

ΑΠ ποιν 490/2019: συκοφαντική δυσφήμιση: ΔΕΝ είναι τρίτοι ο γραμματέας, ο δικαστικός επιμελητής, οι δικαστές, οι εισαγγελείς οι αστυνομικοί κλπ

Απόφαση 490 / 2019    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 490/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

E' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του ΑρείουΠάγου, Διονυσία Μπιτζούνη, Βασιλική Ηλιοπούλου - Εισηγήτρια, Βασιλική Μπαζάκη - Δρακούλη και Μαρία Βασδέκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 11 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της αποφάσεως ΑΤ2405/2018 του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Ν. Δ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Παναγιωτόπουλο. Και πολιτικώς ενάγοντα τον Σ. Κ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιπποκράτη - Αλέξανδρο Μυλωνά.

Το Α' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ' αρ. 63/2018 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1450/2018.

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει δεκτή η έκθεση αναίρεσης και τους πληρεξούσιους δικηγόρους του κατηγορουμένου και του πολιτικώς ενάγοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε τελεσίδικης ή ανέκκλητης απόφασης μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 ΚΠΔ παρ. 2 (αρθ. 483 παρ. 3), δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώριση της απόφασης καθαρογραφημένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ. 3 ΚΠΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκήσει αναίρεση κατά οποιασδήποτε απόφασης, αθωωτικής ή καταδικαστικής, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που διαλαμβάνονται στο άρθρο 510 παρ. 1 ΚΠΔ , μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (510 παρ. 1 Ε'ΚΠΔ ). (ΑΠ 168/2017, ΑΠ 731/2017)
II. Στην προκειμένη περίπτωση, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 504 παρ.1, 505 παρ.2, 509 παρ.1, 473 παρ.3, 474 παρ.1,2 του ΚΠΔ) η υπό κρίση αίτηση της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της ΑΤ 2405/2018 απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με την οποία κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης, για το λόγο της εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που διαλαμβάνεται στο άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ. Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
IΙΙ. Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης . Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης (ΟΛΑΠ 2/2011, ΑΠ 75/2016).
IV. Κατά το άρθρο 362 του ΠΚ "όποιος με οποιοδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτων ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή και την υπόληψή του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών ή με χρηματική ποινή" και κατά το άρθρο 363 του Π.Κ. "αν στην περίπτωση του άρθρου 362 το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε ότι είναι ψευδές τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης, απαιτείται: α) ισχυρισμός ή διάδοση γεγονότος ενώπιον τρίτου σε βάρος ορισμένου προσώπου, β) το γεγονός να είναι δυνατόν να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη του τελευταίου, γ) το γεγονός αυτό να είναι ψευδές και δ) άμεσος δόλος, συνιστάμενος στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διάδοσης ενώπιον του τρίτου του ψευδούς γεγονότος εν γνώσει του δράστη, με την έννοια της βεβαιότητας , ότι αυτό είναι ψευδές και δύναται να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του άλλου και δεν αρκεί απλός δόλος. Ως "ισχυρισμός" νοείται η ανακοίνωση που προέρχεται από γνώμη ή πεποίθηση του ίδιου του δράστη ή από μετάδοση άλλου προσώπου, που υιοθέτησε ο δράστης, ενώ ως "διάδοση" νοείται η μετάδοση ανακοίνωσης άλλου προσώπου από τον δράστη, χωρίς αυτός να την υιοθετεί. Ως "γεγονός" νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή στο παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Δυσμενείς αξιολογικές κρίσεις ή χαρακτηρισμοί μπορεί να θεωρηθούν ως δυσφημιστικά γεγονότα, μόνο εάν υποκρύπτουν πραγματικά συμβάντα που προσβάλλουν την προσωπικότητα άλλου προσώπου ή συνάπτονται αναπόσπαστα με τέτοια συμβάντα και προσδιορίζουν την ποιοτική και ποσοτική βαρύτητά τους. Ακόμη ως "τιμή" νοείται η ηθική και προσωπική αξία που απολαμβάνει το φυσικό πρόσωπο ως ανθρώπινο όν και ως υποκείμενο της έννομης τάξης, ενώ ως "υπόληψη" νοείται η κοινωνική αξία αυτού, δηλαδή η εκτίμηση που αναγνωρίζεται και αποδίδεται στο φυσικό πρόσωπο ως στοιχείο της προσωπικότητάς του λόγω των ηθικών, πνευματικών, επαγγελματικών και λοιπών ικανοτήτων και δεξιοτήτων αυτού και της γενικότερης θετικής στάσης και δράσης του στο πλαίσιο της έννομης τάξης, της επαγγελματικής ή καλλιτεχνικής ενασχόλησης και της κοινωνικής συμβίωσης και συναναστροφής( ΑΠ 1176/2017, ΑΠ 611/2015 , ΑΠ 196/2017) Τόσο στην απλή όσο και στη συκοφαντική δυσφήμηση, ο υπαίτιος, με την αναφορά ενώπιον τρίτων των σχετικών γεγονότων, παρέχει στους τρίτους τα στηρίγματα , στα οποία θα μπορούσαν αυτοί θα στηρίξουν τη δική τους αρνητική κρίση για το πρόσωπο του προσβαλλόμενου (ΑΠ 1238/1985) Κατά τα προαναφερθέντα << γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή κτλ >> σημαίνει ότι το γεγονός είναι πρόσφορο να επιφέρει την προσβολή της τιμής. Η προσφορότητα κρίνεται από τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος, από τον τρίτο ή τρίτους ενώπιον των οποίων διαδίδεται και γενικά από τις περιστάσεις. Έτσι, τα δικαστικά πρόσωπα, δικαστές Εισαγγελείς κ.λ.π., που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού ισχυρισμού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού του λόγου και μόνο τρίτοι ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της τιμής.
V. Στην προκείμενη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών , με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κήρυξε αθώο τον κατηγορούμενο για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης και συγκεκριμένα του ότι: <<στην …., στις 18-10-2011, με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίσθηκε για κάποιον άλλο γεγονότα ψευδή που μπορούσαν να βλάψουν την την υπόληψη του. τα δε γεγονότα ήταν ψευδή και το γνώριζε. Ειδικότερα, δια της υπ' αρ. κατάθεσης 173294/2011 ανακοπής του κατά της υπ. αριθ. ….94/1-3-2010 εκθέσεως αποβολής από την νομή του δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ι. Π., ισχυρίστηκε εν γνώσει του ψευδώς ότι ο Σ. Κ. δολίως και σκοπίμως, προκειμένου να απωλέσει ένδικα βοηθήματα1 δεν επέδωσε προς αυτόν την παραπάνω έκθεση, που ήταν εν γνώσει του ψευδώς διότι η εν θέματι έκθεση επεδόθη προς αυτόν, ως προκύπτει από την υπ' αριθ. …72/31-3-2010 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Α. Ζ. κατά την οποία το επίμαχο δικόγραφο επεδόθη στη θυγατέρα αυτού Φ. Δ. και μπορούσε, εν γνώσει του επίσης να βλάψει την τιμή και υπόληψη αυτού>>.
Για να καταλήξει στην ανωτέρω απαλλακτική του κρίση, το Δικαστήριο δέχτηκε ανελέγκτως στο σκεπτικό του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: <<Όπως όμως προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία δεν αποδείχθηκε ότι οι ελεγχόμενοι ως καταφρονητικοί της τιμής και της υπόληψης του εγκαλούντος ισχυρισμοί του κατηγορουμένου έγιναν αντιληπτοί από τρίτα πρόσωπα. Ειδικότερα οι δικαστικοί υπάλληλοι, οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με το υπηρεσιακό καθήκον παραλαβής της από 10-10-2011 ανακοπής του κατηγορούμενου (Ν. Δ.), δεν μπορούν να θεωρηθούν "τρίτοι", σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Εξάλλου, μόνον εάν γινόταν δεκτό ως "αποδεικτικό τεκμήριο" ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι που παρέλαβαν την από 10-10-2011 ανακοπή την ανέγνωσαν, θα ήταν δυνατόν να γίνει δεκτό ότι υπέπεσε στην αντίληψη τους και κατανόησαν το καταφρονητικό, κατά τον εγκαλούντα, της τιμής και της υπόληψης περιεχόμενο της. Όσον αφορά τους δικαστές που επρόκειτο να κρίνουν επ' αυτής, τούτοι, εκτός του ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν "τρίτοι" ως προς τις επίμαχες εκδηλώσεις, δεν ήταν γνωστοί στον νυν εγκαλούντα του τότε καθ' ου της από 10-10-2011 ανακοπής κατά την κατάθεσή της, ενώ αυτή όπως αποδείχθηκε ποτέ δεν συζητήθηκε και άρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ενδιαφέροντος από τους δικαστές. Ακόμα όμως και στην περίπτωση που θα συζητούντο, δεν θα ήταν δυνατή η συντέλεση της πράξης "ενώπιον τρίτου", διότι άλλως όφειλε να γίνει δεκτό ότι η δυσφήμηση αποτελεί -πράγμα που είναι αβάσιμο- έγκλημα διαρκές. Όσον αφορά τον δικαστικό επιμελητή, σύμφωνα με τα ανωτέρω δεν είναι και αυτός "τρίτος", ενώπιον του οποίου λαμβάνει χώρα ο δυσφημιστικός ισχυρισμός, από την στιγμή που, εν προκειμένω, δεν αποδείχθηκε ότι καν ανέγνωσε την επίδικη ανακοπή. Τέλος οι λοιποί "τρίτοι" που υπονοεί στην επίδικη μήνυση του ο εγκαλών (συνάδελφοι του και άλλα πρόσωπα), αποτελούν πρόσωπα στα οποία προφανέστατα (διότι αλλιώς δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα η γνώση τους) ο ίδιος ο εγκαλών δημοσιοποίησε, μετά τον χρόνο τέλεσης της πράξης, την εις βάρος του εγκληματική ενέργεια (ήτοι την φερόμενη συκοφάντησή του), η ενέργεια του αυτή όμως δεν συνδέεται αιτιωδώς με πταίσμα του δράστη αλλ' αποκλειστικά με την διάθεση του υποκειμένου να διαθέσει (εκθέσει), δημοσίως και οικειοθελώς τμήμα της προσωπικότητας του. Τέλος ούτε το αδίκημα της εξυβρίσεως μπορεί να καταλογιστεί στον κατηγορούμενο, αφενός διότι δεν προέκυψε από την αποδεικτική διαδικασία σκοπός, εκ μέρους του, που να κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του πολιτικώς ενάγοντος και αφετέρου ο τρόπος ενέργειας αυτού (κατηγορουμένου) ήταν αναγκαίος για να προασπίσει-διασφαλίσει τα κατ' αυτού δικαιώματα του, και βάσει του οποίου δεν αποδείχθηκε σκοπός εξύβρισης. Το τελευταίο προέκυψε από το γεγονός ότι αφενός το γεγονός της επίδοσης της επίδικης έκθεσης αποβολής επιδόθηκε στην θυγατέρα του κατηγορουμένου η οποία όμως δεν ενημέρωσε κανέναν και ειδικότερα τον δικηγόρο του κατηγορουμένου ο οποίος συνέταξε την ως άνω ανακοπή και αφετέρου ότι, προφανώς, μόλις ανακαλύφθηκε η πραγματοποιθείσα επίδοση, ο κατηγορούμενος δεν προχώρησε στη συζήτηση της εν λόγω ανακοπής του. Επομένως ο κατηγορούμενος-εκκαλών πρέπει να κηρυχθεί αθώος, σύμφωνα με το διατακτικό της παρούσας, της αποδιδόμενης σε αυτόν, με το κατηγορητήριο, πράξης>>.
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο, ότι δηλ. <<οι ελεγχόμενοι ως καταφρονητικοί της τιμής και της υπόληψης του εγκαλούντος ισχυρισμοί του κατηγορουμένου>> δεν έγιναν αντιληπτοί από τρίτα πρόσωπα και ειδικότερα ότι δεν έλαβαν γνώση του φερόμενου ως συκοφαντικού εριεχομένου της ανακοπής ούτε οι δικαστικοί υπάλληλοι που παρέλαβαν την από 10-10-2011 ανακοπή , ούτε ο δικαστικός επιμελητής αλλά ούτε και δικαστές , καθόσον ουδέποτε ήχθη ενώπιόν τους προς εκδίκαση η ενλόγω ανακοπή, ορθώς έκρινε ότι δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης (363 ΠΚ), αφού στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει τρίτος ενώπιον του οποίου να έγινε ο φερόμενος ως συκοφαντικός ισχυρισμός. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εισαγγελική αναίρεση, με το να αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι εσφαλμένα δέχθηκε ότι δεν υπάγονται στην έννοια του τρίτου <<οι δικαστικοί λειτουργοί, οι υπάλληλοι των δικαστηρίων και ο δικαστικός επιμελητής που έλαβαν γνώση της....ανακοπής του κατηγορουμένου>>, επί εσφαλμένης προϋποθέσεως στηρίζεται, αφού ως βάση της αποδιδόμενης αυτής πλημμέλειας θέτει ότι τα παραπάνω αναφερόμενα πρόσωπα έλαβαν γνώση της ανακοπής, ενώ στην προσβαλλόμενη απόφαση σαφώς γίνεται δεκτό ότι αυτοί δεν έλαβαν γνώση, ιδίως δε αναφορικά με δικαστές ότι η υπόθεση ουδέποτε ήχθη ενώπιον τους προς εκδίκαση.
Συνεπώς, είναι απορριπτέος ο από το 510 παρ. 1 Ε'ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αναίρεση της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αρ. 63/2018 αίτηση της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της ΑΤ 2405/2018 απόφασης του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Φεβρουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Μαρτίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

=========

1 σχόλιο:

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ