ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ*
Ψηφίσθηκε πρόσφατα στη Βουλή διάταξη
που επιτρέπει υπό προϋποθέσεις τη χρήση αποδεικτικών
μέσων, τα οποία έχουν αποκτηθεί
παράνομα. Οι προϋποθέσεις είναι: Πρώτον, η αξιόποινη πράξη που μπορεί να
αποκαλυφθεί με τη χρήση αυτών των μέσων να είναι σημαντικά βαρύτερη ως προς τις
συνέπειές της από ό,τι η παρανομία της απόκτησής τους, δεύτερον, να είναι
διαφορετικά αδύνατη η απόδειξη της αλήθειας και, τρίτον, ο τρόπος απόκτησης του
μέσου να μην προσβάλλει την ανθρώπινη αξία.
...
* Ο κ. Μιχάλης Σταθόπουλος είναι
ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών - ακαδημαϊκός.
Έντυπη
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Πρόκειται για νηφάλια τοποθέτηση, μακριά από όρους εντυπωσιασμού, ως τέτοια εγείρει, βέβαια, αντίλογο: η διάταξη αυτή, ως παρ. 3 του άρθρου 19, τέθηκε, για να απαγορεύσει τη δικαστική χρήση αποδεικτικών μέσων, που αποκτήθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 19 και των άρθρων 9 και 9 Α του Σ., προστατεύονται δηλαδή τα ατομικά δικαιώματα του ασύλου της κατοικίας (άρ. 9 Σ), του απαραβίαστου των προσωπικών δεδομένων (άρ. 9 Α) και του απορρήτου της κάθε φύσης επικοινωνίας (άρ. 19). Για καθένα από τα δικαιώματα ατά, που αποτελούν ειδικότερες εκφάνσεις της ατομικής ελευθερίας, προβλέπεται ρητά στο Σ. στα οικεία άρθρα (9, 9 Α και 19 παρ. 1), το επιτρεπτό της προσβολής των δικαιωμάτων αυτών από την Πολιτεία κατά το αναγκαίο μέτρο, ήτοι με την έρευνα σε κατοικία κατά τους ορισμούς του νόμου και παρουσία εκπροσώπου δικαστικής αρχής (άρθρο 9), με τους ορισμούς του νόμου (ήτοι του ν. 2472/1997) για την άρση του απορρήτου των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9 Α), με τους ορισμούς του νόμου (ήτοι του ν. 2225/1994) για την άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών (άρθρο 19 παρ. 1). Στα προσωπικά δεδομένα του άρθρου 9 Α του Σ. εντάσσεται και το απόρρητο που θεσπίζεται από το άρθρο 1 του ν. 1059/1971 των καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύματα, το οποίο επιτρέπεται να αρθεί μόνο σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 3 του νόμου αυτού (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 ν. 1868/1989), ήτοι με παραγγελία του Εισαγγελέα ή του Δικαστικού Συμβουλίου επί προδικασίας και του δικάζοντος Δικαστηρίου επί κύριας διαδικασίας. Η εριζόμενη ωστόσο διάταξη του Σ. (19 παρ. 3), περί απαγόρευσης της χρήσης των αποδεικτικών μέσων, που κτήθηκαν με άλλο τρόπο από τους νόμιμους προαναφερόμενους, ήτοι παράνομο αφενός δεν γνωρίζει στο Σ. εξαίρεση, αφετέρου έχει δικονομικό χαρακτήρα. Οι δικονομικές διατάξεις, ως γνωστό στο φιλελεέθερο κράτος, έχουν τεθεί, για να προστατεύσουν τον πολίτη από την αυθαιρεσία της δικαστικής εξουσίας, πρόκειται δηλαδή περί συνταγματικού αυτοπεριορισμού. Τον ίδιο δικονομικό χαρακτήρα έχουν επίσης και οι διατάξεις του άρθρου 6 του Σ., με τις οποίες τίθεται ανωτάτο όριο 5 ημερών στη διάρκεια της σύλληψης για αυτόφωρο έγκλημα και 18 μηνών στη διάρκεια της προσωρινής κράτησης. Τα μέτρα αυτά δικονομικού καταναγκασμού, βάλλουν κατά της ατομικής ελευθερίας, το ίδιο και η δίκη, όπου γίνεται χρήση παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, αποσκοπεί στην προσβολή της ελευθερίας διά της κατάφασης της ενοχής και της επιβολής περιοριστικής της ελευθερίας ποινής. Γι' αυτό εξάλλου δεν χωρεί και επίκληση καταχρηστικής άσκησης δικονομικού δικαιώματος, διότι ισχύουν erga omnes, διότι δεν αξιολογείται η υπόσταση του κατηγορουμένου, εκλαμβάνεται ο καθένας ως αθώος αδικαρίτως. Εξάλλου, δεν είναι σωστό να νομιμοποιείται η παράβαση του Σ. με νόμο, όπως εν προκειμένω με τη διάταξη του άρθρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ, με την επίκληση λόγων ηθικής, όπως αναφέρεται στο άρθρο, με τη σκέψη, δηλαδή, ότι δεν είναι ηθικό να επιβραβεύεται η φοροδιαφυγή. Με τον ίδιο τρόπο δεν είναι ηθικό να επικαλείται ο δολοφόνος την πάροδο 5 ημερών από τη σύλληψή του και να αποφυκλακίζεται, εφόσον δεν έχει ληφθεί απολογία του. Αυτό όμως ορίζει το Σ. και ο παραβάτης δεσμοφύλακας διώκεται για παράνομη κατακράτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφή