Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

ΑΠ ποιν. 1544/2017: Το Μον. που επιλαμβάνεται της συνολικής ποινής ΔΕΝ μπορεί να προβεί σε μετατροπή και "δοσοποίηση"

Απόφαση 1544 / 2017    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 1544/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Με τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. ορίζεται ότι: "Αν πρόκειται να εκτελεστούν κατά του ίδιου προσώπου περισσότερες αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, εφαρμόζονται οι ορισμοί του Ποινικού Κώδικα για τη συρροή". Με τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 3 εδ. α’ και β’ του Κ.Ποιν.Δ. ορίζεται ότι "Για τον καθορισμό της συνολικής ποινής, ως ποινή βάσης λαμβάνεται υπόψη η
βαρύτερη από αυτές, σε περίπτωση δε ίσης διάρκειας αυτών λαμβάνεται υπόψη η νεότερη απόφαση. Αν μεταξύ των προς εκτέλεση αποφάσεων υπάρχει και απόφαση που αμετάκλητα έχει καθορίσει συνολική ποινή, για τον καθορισμό της νέας συνολικής ποινής λαμβάνεται ως βάση η καθορισθείσα συνολική ποινή, εάν αυτή είναι βαρύτερη από τις ποινές που επιβλήθηκαν με τις άλλες αποφάσεις". Και με τη διάταξη του άρθρου 551 παρ. 5 του Κ.Ποιν.Δ. ορίζεται ότι: "Το δικαστήριο αποφαίνεται αφού ακούσει τον καταδικασμένο ή το συνήγορο του, αν είναι παρόντες, καθώς και τον εισαγγελέα. Κατά της απόφασης επιτρέπεται αναίρεση στον καταδικασμένο και τον εισαγγελέα". Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 του Π.Κ. ορίζεται ότι: "Κατά του υπαιτίου δύο ή περισσότερων εγκλημάτων που πραγματώθηκαν με δύο ή περισσότερες πράξεις και τιμωρούνται κατά το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές, επιβάλλεται, μετά την επιμέτρησή τους, συνολική ποινή, η οποία αποτελείται από τη βαρύτερη από τις συντρέχουσες ποινές επαυξημένη. Αν οι συντρέχουσες ποινές είναι του ίδιου είδους και ίσης διάρκειας, η συνολική ποινή σχηματίζεται με την επαύξηση μιας απ’ αυτές. Η επαύξηση της βαρύτερης ποινής για κάθε μια από τις συντρέχουσες ποινές δεν μπορεί να είναι κατώτερη από: α) τέσσερις μήνες, αν η συντρέχουσα ποινή είναι ανώτερη από δύο έτη, β) ένα έτος, αν η ποινή αυτή είναι κάθειρξη έως δέκα έτη και γ) δύο έτη, αν η ποινή είναι κάθειρξη ανώτερη από δέκα έτη. Οπωσδήποτε, όμως, η επαύξηση δεν μπορεί να είναι ανώτερη από τα 3/4 του αθροίσματος των άλλων συντρεχουσών ποινών, ούτε μπορεί η συνολική ποινή να ξεπεράσει τα είκοσι πέντε έτη όταν πρόκειται για κάθειρξη, τα δέκα έτη όταν πρόκειται για φυλάκιση και τους έξι μήνες όταν πρόκειται για κράτηση". Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 97 του Π.Κ. ορίζεται ότι: "Οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 96 παρ. 1 εφαρμόζονται και όταν κάποιος, προτού εκτιθεί ολοκληρωτικά ή παραγραφεί ή χαριστεί η ποινή που του επιβλήθηκε για κάποια αξιόποινη πράξη, καταδικαστεί για άλλη αξιόποινη πράξη, οποτεδήποτε και αν τελέστηκε αυτή". Από τον συνδυασμό όλων των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: 1) Ότι όταν πρόκειται να εκτελεσθούν πολλές καταδικαστικές αποφάσεις κατά του ίδιου προσώπου για διαφορετικά εγκλήματα που συρρέουν, επιβάλλεται υποχρεωτικά ο καθορισμός συνολικής ποινής με προσμέτρηση των ποινών που συρρέουν, υπό τη μορφή της νομικής και όχι της αθροιστικής σώρευσης, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 94-97 του Π.Κ., για την αποφυγή της υπέρμετρης εντάσεως της τιμωρίας του υπαιτίου με την άθροιση των ποινών που έχουν καταγνωσθεί για κάθε συρρέον έγκλημα και την τιμωρία του δράστη με ποινή που να ανταποκρίνεται σε όλα τα συρρέοντα εγκλήματα και στην εγκληματική διάθεση που εκδήλωσε. 2) Ότι οι ποινές που συρρέουν και προσμετρώνται στη συνολική κατά συγχώνευση ποινή, διατηρούν την αυτοτέλειά τους και μετά τον καθορισμό της συνολικής ποινής και δεν απορροφώνται από αυτήν, χωρίς όμως να είναι δεκτικές αυτοτελούς η καθεμία εκτελέσεως, εκτελούμενες δια μέσου της συνολικής ποινής και με την εκτέλεση αυτής. 3) Ότι οι συναντώμενες κατά την εκτέλεση στερητικές της ελευθερίας ποινές, κατά του αυτού προσώπου, για διαφορετικά εγκλήματα, μέχρι να καθορισθεί γι’ αυτές συνολική ποινή, εκτελούνται διαδοχικά και όχι δια συνεκτίσεως, η οποία δεν αναγνωρίζεται στην ελληνική ποινική νομοθεσία. 4) Ότι η αναίρεση της αποφάσεως που καθορίζει κατά συγχώνευση συνολική ποινή, η οποία επιτρέπεται στον καταδικασμένο και στον εισαγγελέα, μπορεί να γίνει για όλους τους προβλεπόμενους στο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. λόγους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, αφού οι διατάξεις του ανωτέρω άρθρου 551 του Κ.Ποιν.Δ., κατά το μέρος που αφορούν τον καθορισμό συνολικής ποινής, είναι ουσιαστικές. Τέλος, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις των άρθρων 551 παρ. 1 και 3 του Κ.Ποιν.Δ., 94 και 97 του Π.Κ., προκύπτει ότι η απόφαση με την οποία καθορίζεται συνολική ποινή, έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν οι επιμέρους καταδικαστικές αποφάσεις, οι ποινές που έχουν επιβληθεί και προκύπτει ότι οι ποινές αυτές συναντώνται κατά την εκτέλεσή τους και μόνον αν καθορίζεται και συνολική χρηματική ποινή (επί συρροής ποινών σε χρήμα) πρέπει να αναφέρεται σ’ αυτήν ότι για την επαύξηση εκτιμήθηκαν και οι οικονομικοί όροι του καταδικασμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς, με την υπ’ αριθμ. AM 2144/2016 απόφασή του, δέχθηκε τη σχετική αίτηση της καταδικασθείσας και ήδη αναιρεσείουσας για καθορισμό συνολικής ποινής από συρρέουσες ποινές φυλακίσεως που της είχαν επιβληθεί με τρεις καταδικαστικές αποφάσεις για διαφορετικά εγκλήματα και προέβη στον καθορισμό συνολικής ποινής φυλάκισης έξι (6) ετών. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται λεπτομερώς οι επιμέρους καταδικαστικές αποφάσεις και οι ποινές που έχουν επιβληθεί για καθεμία από αυτές και επισημαίνεται ότι συναντώνται κατά το στάδιο της εκτέλεσής τους και δεν έχουν εκτιθεί, όπως δε προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως, για τον εν λόγω καθορισμό τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις των άρθρων 94 παρ. 1 και 97 του Π.Κ. και μάλιστα ως προς το σχηματισμό της συνολικής ποινής με την επαύξηση της ποινής βάσης, χωρίς να υπόκειται υπέρβαση του ανωτάτου προς τούτο ορίου. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθά εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 94, 97 του Π.Κ. και 551 του Κ.Ποιν.Δ. και οι περί του εναντίου λόγοι της κρινόμενης αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. είναι αβάσιμοι. Οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, αφενός μεν ότι το ποσόν της μετατροπής, ενόψει του χρόνου τέλεσης των επιμέρους πράξεων, έπρεπε να ορισθεί σε τρία (3) και όχι σε πέντε (5) ευρώ ημερησίως, κατ’ εφαρμογή της ευμενέστερης για την αναιρεσείουσα διάταξης του άρθρου 1 του Ν. 3904/2010, με την οποία το ποσό της, κατά το άρθρο 82 παρ. 3 του Π.Κ., μετατροπής οριζόταν από τρία (3) έως εκατό (100) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης, αφετέρου δε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς το ύψος του διαληφθέντος ποσού της μετατραπείσας κατά τα άνω ποινής, ανεξάρτητα από το ότι το ποσό της μετατροπής των πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης που καθορίσθηκε από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιώς είναι, σε κάθε περίπτωση, εντός των ορίων του προβλεπόμενου από το άρθρο 82 παρ. 3 του Π.Κ. πλαισίου, όπως αυτό ίσχυε κάθε φορά, προβάλλονται αλυσιτελώς και ως εκ τούτου παρίστανται αβάσιμες και απορριπτέες. Τούτο δε, διότι το Δικαστήριο που δίκασε, το οποίο επιλήφθηκε της αιτήσεως της αναιρεσείουσας για τον καθορισμό και μόνο συνολικής ποινής, αντικείμενο στο οποίο και εξαντλείται η δικαιοδοσία του, καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του προέβη στη μετατροπή αυτής και ακολούθως χορήγησε τριετή προθεσμία καταβολής του προκύπτοντος από την εν λόγω μετατροπή ποσού σε τριάντα έξι (36) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αφού για την μετατροπή της στερητικής της ελευθερίας ποινής σε χρηματική και για την χορήγηση προθεσμίας καταβολής του προκύπτοντος από την μετατροπή ποσού σε δόσεις είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφασίσει μόνον το δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση (βλ. άρθρ. 82 παρ. 1, 4 και 12, αλλά και το άρθρο 41 παρ. 3 του Ν. 4264/2014). Όμως, η πλημμέλεια αυτή της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία συνιστά λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του Κ.Ποιν.Δ., σύμφωνα με το άρθρο 511 του Κ.Ποιν.Δ., δεν επιτρέπεται να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως και να αναιρέσει το παρόν δικαστήριο την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που μετέτρεψε τη συνολική ποινή που καθόρισε και που χορήγησε τριετή προθεσμία καταβολής του προκύπτοντος από την εν λόγω μετατροπή ποσού σε τριάντα έξι (36) ισόποσες μηνιαίες δόσεις, διότι στην περίπτωση αυτή θα χειροτερεύσει τη θέση της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αναίρεση και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-7-2016 αναίρεση της Χ. Τ. του Γ. και Β., για την οποία συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. …2016 έκθεση αναιρέσεως ενώπιον της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς, περί αναιρέσεως της ΑΜ 2144/2016 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ