Σάββατο 22 Απριλίου 2023

ΑΠ Συμβ: Υπεξαίρεση κατά Ο.Ε. - ποιος δικαιούται να υποβάλλει έγκληση - διαχρονικό δίκαιο

επί υπεξαιρέσεως περιουσίας ομόρρυθμης εταιρείας, αμέσως παθούσα είναι μόνον η εταιρεία, της οποίας η περιουσία φέρεται να υπέστη βλάβη, και όχι τρίτοι, όπως ο μηνυτής, μέλος της Ο.Ε. και εκπρόσωπός της μόνο όταν κωλύονταν οι λοιποί. Επομένως, η ποινική δίωξη του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, που γινόταν υπό το προϊσχύσαν δίκαιο αυτεπαγγέλτως, γίνεται πλέον μόνο με έγκληση και οι εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, όπως η κρινόμενη, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή έγκλησης, συνεχίζονται, μόνον εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση, εν προκειμένω η ομόρρυθμη εταιρεία, δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος (ήτοι έως 1-11-2019) ότι επιθυμεί την πρόοδο τους. Στην κρινόμενη περίπτωση, όμως, η δικαιούμενη να υποβάλει έγκληση ομόρρυθμη εταιρεία, δεν δήλωσε μέχρι και την 1-11-2019 ότι επιθυμεί την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας.

 

 

   Απόφαση 690 / 2022    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)






Αριθμός 690/2022




ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ






Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ελένη Φραγκάκη και Αγάπη Τζουλιαδάκη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.




Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Δεκεμβρίου 2021, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Μωραϊτάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 78/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ευβοίας.




Με κατηγορούμενους τους: 1. Ζ. Μ. του Η. και 2. Σ. Μ. του Η. και με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1. Γ. Μ. του Η. , 2. Μ. Μ. του Γ. και 3. Η. Μ. του Γ. .




Το Συμβούλιο Εφετών Ευβοίας, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με αριθμό και ημερομηνία 37 από 6-10-2021 έκθεση αναιρέσεως, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δέσποινας Χρονοπούλου και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 972/21.




Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Μωραϊτάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευδοκίας Πούλου με αριθμό 236/18-10-2021, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:


"Εισάγω στο Δικαστήριο Σας (σε Συμβούλιο), σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 485 §1 ΚΠΔ, την με αριθμό 37/2021 αναίρεσή μας κατά του με αριθμό 78/8-9-2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Εύβοιας και εκθέτω τα ακόλουθα:
Η παραπάνω αναίρεσή μας ασκήθηκε σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και για τους διαλαμβανόμενους σ' αυτήν νόμιμους και βάσιμους λόγους, στους οποίους και εξ ολοκλήρου αναφέρομαι. Επομένως η ως άνω αναίρεση πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που το εξέδωσαν.


Για τους λόγους αυτούς


Προτείνω:


Να γίνει δεκτή η με αριθμό 37/2021 αίτηση αναίρεση, να αναιρεθεί το με αριθμό 78/8-9-2021 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Εύβοιας και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών Εύβοιας που θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.


Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου


Πούλου Ευδοκία."




Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση.




ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ




Η υπό κρίση από 6-10-2021, υπ' αριθμό 37/2021, αίτηση της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ασκηθείσα με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου) για αναίρεση του βουλεύματος 78/8-9-2021 του Συμβουλίου Εφετών Ευβοίας, με το οποίο (βούλευμα) το εν λόγω Συμβούλιο, αφού δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την υπ' αριθμό 4, 5/2020 έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Ευβοίας κατά του υπ' αριθμόν 63/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων Ζ. Μ. του Η. και Σ. Μ. του Η. για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή, που φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτούς στην Χαλκίδα Ευβοίας κατά το έτος 2009, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 464, 483 παρ. 3 εδ. α' του ΚΠΔ) περιέχει δε παραδεκτούς λόγους αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' και στ' του ΚΠΔ (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και υπέρβαση εξουσίας) και συνεπώς, είναι παραδεκτή.
Με τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ' του ΚΠΔ, θεσπίζεται ως λόγος αναίρεσης κατά βουλεύματος και η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά νόμο για την άσκησή της στη συγκεκριμένη περίπτωση (θετική υπέρβαση εξουσίας) ή όταν παρέλειψε να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της προϋποθέσεις (αρνητική υπέρβαση εξουσίας).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 317 παρ. 1 εδ. α' και 481 του ΚΠΔ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 316 παρ. 2, 318, 319 και 477 του ίδιου Κώδικα, σαφώς συνάγεται ότι, όταν ασκηθεί έφεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, λόγω του μεταβιβαστικού αυτής αποτελέσματος, μεταβιβάζεται η υπόθεση από ουσιαστικής και νομικής πλευράς στο συμβούλιο των εφετών, το οποίο καθίσταται κυρίαρχο κατά τρόπον ώστε να επαναλαμβάνεται και πάλι ενώπιον του συμβουλίου αυτού η συζήτηση, όπως είχε εισαχθεί η κατηγορία ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, που είχε εκδώσει το εκκαλούμενο βούλευμα, η οποία (κατηγορία) έτσι κρίνεται σε δεύτερο βαθμό (ΑΠ 956/2009, 2309/2003). Εξάλλου, κατά το άρθρο 482 του ΚΠΔ, αν το βούλευμα που προσβάλλεται έχει εκδοθεί ακύρως, το συμβούλιο εφετών, αφού το κηρύξει άκυρο, κρατεί την υπόθεση και αποφαίνεται σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, δηλαδή σύμφωνα με τα άρθρα 316, 318 και 319, έχον το δικαίωμα να διατάσσει ό,τι και το συμβούλιο πλημμελειοδικών κατά τα άρθρα 309 έως και 315 του ίδιου Κώδικα. Επομένως, το συμβούλιο εφετών, οσάκις διαπιστώνει ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα εκδόθηκε ακύρως, οφείλει και αυτεπαγγέλτως, προκειμένου περί απολύτου ακυρότητας, ανεξαρτήτως δηλαδή της υπάρξεως λόγου εφέσεως για απόλυτη ακυρότητα, να ακυρώσει τούτο και κρατώντας παρ' εαυτώ την υπόθεση, να αποφασίσει επί της ουσίας (ΑΠ 1221/1985). Τέτοια απόλυτη ακυρότητα δημιουργείται σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. α' του ΚΠΔ, από τη συμμετοχή στη σύνθεση του δικαστικού συμβουλίου δικαστή, ο οποίος σε προγενέστερο διαδικαστικό στάδιο της αυτής υποθέσεως άσκησε δικαιοδοτικά καθήκοντα. Και τούτο διότι από την άσκηση διαδοχικώς δικαιοδοτικών καθηκόντων από τον ίδιο δικαστή στην ίδια υπόθεση, παραβιάζεται η αρχή της αμεροληψίας του δικαστή, που διασφαλίζεται από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. (ΑΠ 222/2009).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Κατά των κατηγορουμένων Ζ. Μ. του Η. και Σ. Μ. του Η. , κατοίκων ... ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκίδας ποινική δίωξη για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή, που φέρεται ότι τελέσθηκε απ' αυτούς στη Χαλκίδα Ευβοίας, κατά το έτος 2009, σε βάρος της εδρεύουσας στη Χαλκίδα ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Η. Μ. και Υιοί ΟΕ". Μετά το πέρας της διενεργηθείσας προανάκρισης εκδόθηκε το βούλευμα 31/2018 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των ανωτέρω κατηγορουμένων για την ως άνω κακουργηματική πράξη της υπεξαίρεσης. Κατά του βουλεύματος αυτού ασκήθηκε έφεση από τον Εισαγγελέα Εφετών Ευβοίας, επί της οποίας εκδόθηκε το βούλευμα 63/2018 του Συμβουλίου Εφετών Ευβοίας, με το οποίο ακυρώθηκε το προσβαλλόμενο ανωτέρω βούλευμα προς το σκοπό διενέργειας κυρίας ανακρίσεως. Ακολούθως, μετά το πέρας της διενεργηθείσης κυρίας ανακρίσεως, εκδόθηκε το βούλευμα 63/2020 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, με το οποίο έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων για την ως άνω πράξη, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου συνεπεία μη υποβολής έγκλησης, της δικαιούμενης προς τούτο ως άνω ομορρύθμου εταιρείας, μέχρι την 1-11-2019. Κατά του βουλεύματος αυτού ασκήθηκε έφεση από τον Εισαγγελέα Εφετών Ευβοίας αιτούμενος την ακύρωσή του για τους λόγους: α) ότι εσφαλμένα έπαυσε οριστικά η ασκηθείσα ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων για την ανωτέρω πράξη, ενώ έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη ελλείψει υποβολής εγκλήσεως και β) ότι το προσβαλλόμενο 63/2020 βούλευμα εκδόθηκε ακύρως, διότι στη σύνθεση του Συμβουλίου που το εξέδωσε συμμετείχε ο Μ. Ν. , Πρόεδρος Πρωτοδικών, ο οποίος συμμετείχε και στη σύνθεση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, που εξέδωσε το βούλευμα 31/2018. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε το βούλευμα 78/2021 του Συμβουλίου Εφετών Ευβοίας, το οποίο έκανε τυπικά και κατ' ουσίαν δεκτή την έφεση, εξαφάνισε το προσβαλλόμενο βούλευμα και ακολούθως, κρατώντας την υπόθεση, κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων για την ανωτέρω πράξη της υπεξαίρεσης, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου έφεσης, κρίνοντας μετά ταύτα ότι παρέλκει η έρευνα του δευτέρου λόγου έφεσης. Κατά του τελευταίου αυτού βουλεύματος η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, με τον πρώτο λόγο της οποίας αιτιάται ότι το Συμβούλιο Εφετών Ευβοίας παρέλειψε να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, καίτοι συνέτρεχαν οι απαιτούμενες για την άσκησή της προϋποθέσεις, καθόσον δεν αποφάνθηκε επί του δευτέρου λόγου της έφεσης του Εισαγγελέα Εφετών περί κακής σύνθεσης του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που εξέδωσε το υπ' αρ. 63/2020 προσβαλλόμενο ενώπιόν του βούλευμα, υπερβαίνοντας έτσι αρνητικά την εξουσία του. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι, σύμφωνα και με τις προπαρατεθείσες διατάξεις και νομικές σκέψεις, ακόμη και στην περίπτωση που εμφιλοχώρησε πράγματι τέτοια ακυρότητα κατά την έκδοση του βουλεύματος 63/2020 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, αφού το Συμβούλιο Εφετών έκανε τυπικά και κατ' ουσίαν δεκτή την έφεση του Εισαγγελέα Εφετών, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αυτής, και εξαφάνισε - ακύρωσε το προσβαλλόμενο ενώπιόν του βούλευμα, ακολούθως κράτησε παρ' εαυτώ την υπόθεση, κατ' άρθρο 482 του ΚΠΔ και ερεύνησε αυτήν εκ νέου από νομικής και ουσιαστικής πλευράς ως δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, οπότε παρήλκε η έρευνα του δευτέρου λόγου έφεσης, η τυχόν παραδοχή του οποίου θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στην εξαφάνιση - ακύρωση του πρωτοβαθμίου βουλεύματος, στη διακράτηση της υπόθεσης από το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο και στην εκ νέου έρευνα της υπόθεσης από αυτό, σύμφωνα με τα άρθρα 318 και 319 του ΚΠΔ (άρθρο 481 ΚΠΔ). Επομένως, το Συμβούλιο Εφετών Ευβοίας δεν παρέλειψε να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος ώστε να υπερβεί αρνητικά την εξουσία του, αφού δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στο δεύτερο λόγο της έφεσης του Εισαγγελέα.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ' του ΚΠΔ, πρώτος αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος.
Με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α' 95/11-6-2019) κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1η Ιουλίου 2019. Στο άρθρο 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ, που είναι ανάλογου περιεχομένου με την αντίστοιχη διάταξη του προϊσχύσαντος ΠΚ, ορίζεται ότι: "Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, είναι ο νόμος, που ορίζει ότι η πράξη διώκεται κατ' έγκληση, ενώ προηγουμένως διωκόταν αυτεπαγγέλτως.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 και 2 του προϊσχύσαντος ΠΚ, "1.Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη δέκα ετών. 2.Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα 120.000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση", ενώ με τις διατάξεις της παρ. 1 και 2 του ιδίου άρθρου του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, "1. Όποιος ιδιοποιείται παράνομα ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή. Αν πρόκειται για αντικείμενο που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. 2. Αν η αξία του αντικειμένου στην παράγραφο 1 υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή".
Εξάλλου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 381 παρ. 1 εδ. α' του ισχύοντος ΠΚ, "Για την ποινική δίωξη των εγκλημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 374Α, 375 παρ. 1 και 2 , 377 και 378 παρ. 1 εδ. β' απαιτείται έγκληση" και κατά το άρθρο 464 του ιδίου και πάλι Κώδικα "Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις για την δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα Κώδικα, ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδό τους".
Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, που είναι επιεικέστερες για τον κατηγορούμενο και εφαρμόζονται αυτεπάγγελτα, προκύπτει ότι η ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων και του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, που γινόταν κατ' αρχήν αυτεπάγγελτα, γίνεται πλέον μόνο με έγκληση και οι εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή έγκλησης, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος ότι επιθυμεί την πρόοδό τους, διαφορετικά, ήτοι στην περίπτωση που ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση δεν δηλώσει εντός της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του νέου ΠΚ, ήτοι μέχρι και την 1-11-2019, ότι επιθυμεί την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας, συντρέχει νόμιμη περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο των ως άνω επιεικέστερων για τους κατηγορούμενους διατάξεων και πρέπει να κηρύσσεται απαράδεκτη η ποινική δίωξη για τις παραπάνω πράξεις κατ' άρθρο 311 παρ. 1 εδάφ. τελευτ. του ΚΠΔ (ΑΠ 658/2020, 259/2020).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 115 παρ. 1 του νέου ΠΚ (άρθρο 118 παρ. 1 του παλαιού ΠΚ), "έγκληση δικαιούται να υποβάλει ο αμέσως παθών από την αξιόποινη πράξη, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά". Ειδικότερα, αν η αξιόποινη πράξη στρέφεται κατά ομόρρυθμης εταιρείας, η οποία είναι νομικό πρόσωπο διακριτό και διαφορετικό από τα φυσικά πρόσωπα - μέλη του νομικού προσώπου, μόνο η ομόρρυθμη εταιρεία έχει δικαίωμα να υποβάλει έγκληση και να παραστεί ως υποστηρίζουσα την κατηγορία στην ποινική διαδικασία, και όχι οι ομόρρυθμοι εταίροι, οι οποίοι μόνο έμμεση περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη μπορούν να υποστούν από τη σχετική αξιόποινη πράξη και για το λόγο αυτό δεν νομιμοποιούνται ενεργητικά σε ατομική υποβολή εγκλήσεως ή παράσταση πολιτικής αγωγής, ανεξάρτητα από το αν στρέφονται κατά των λοιπών εταίρων ή κατά του διαχειριστή και νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας ή κατά τρίτου (Ολ. ΑΠ 1, 5/1994, ΑΠ 282/2020, 1996/2019, 1355/2019, 1218/2016, 263/2015). Αντίθετο δε συμπέρασμα δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 22 του Εμπ. Νόμου, γιατί το ρυθμιζόμενο από αυτή ζήτημα της εξ ολοκλήρου ευθύνης των ομορρύθμων εταίρων ανάγεται στην παθητική και όχι στην ενεργητική νομιμοποίηση (Ολ. ΑΠ 1/1984, ΑΠ 661/2002). Σε κάθε περίπτωση οι ομόρρυθμοι εταίροι - μέλη του νομικού προσώπου της ομορρύθμου εταιρείας και μη εκπρόσωποι αυτής προστατεύονται επαρκώς, σε περίπτωση που οι διαχειριστές - εκπρόσωποι της εταιρείας κωλυσιεργούν ή αρνούνται να υποβάλουν έγκληση για αξιόποινες πράξεις φερόμενες ως τελεσθείσες σε βάρος της εταιρείας, ιδίως δε σε περιπτώσεις, όπου ο δράστης των αδικημάτων είναι ο διαχειριστής - εκπρόσωπος αυτής, οπότε υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων, αφού αυτοί (μη διαχειριστές εταίροι) έχουν τη δυνατότητα, κατ' άρθρο 69 του ΑΚ, να προκαλέσουν το διορισμό προσωρινής διοίκησης από το αρμόδιο δικαστήριο, με ειδικό σκοπό την υποβολή της έγκλησης για λογαριασμό της ομορρύθμου εταιρείας και τη διεξαγωγή της σχετικής δίκης κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 69 ΑΚ και 786 ΚΠολΔ.
Περαιτέρω, έλλειψη της απαιτούμενης, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του απαλλακτικού βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για τη μη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και β) αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται, όμως, να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά από αυτά κατ' επιλογή.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Ευβοίας, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του υπ' αριθμό 78/2021, αφού δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την υπ' αρ. 4, 5/2020 έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Ευβοίας κατά του υπ' αρ. 63/2020 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, εξαφάνισε το βούλευμα αυτό, κράτησε την υπόθεση και κήρυξε απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων Ζ. Μ. του Η. και Σ. Μ. του Η. , κατοίκων ... για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή, κατά συναυτουργία, που φέρεται ότι τελέστηκε από αυτούς στη Χαλκίδα Ευβοίας κατά το έτος 2009, σε βάρος της εδρεύουσας στη Χαλκίδα ομορρύθμου εταιρείας, με την επωνυμία "Η. Μ. και Υιοί ΟΕ". Για να καταλήξει στην ανωτέρω κρίση του, το Συμβούλιο Εφετών Ευβοίας, διέλαβε, στο σκεπτικό του, κατά λέξη τα ακόλουθα: "Από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από την διενεργηθείσα κύρια ανάκριση και την προηγηθείσα προανάκριση και προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, συμπεριλαμβανομένων των μηνυτών Γ. Μ. , Μ. Μ. και Η. Μ. , από όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, την από 30-9-2017 έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πραγματογνώμονα Ε. - Ι. Ο. και την από 19-2-2019 έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πραγματογνώμονα Α. Κ. και τις χωρίς όρκο καταθέσεις και έγγραφες εξηγήσεις των κατηγορουμένων κατά την προκαταρκτική εξέταση, καθώς και το από 2526/30-10-2020 υπόμνημα των ως άνω μηνυτών προς το Συμβούλιο τούτο, προέκυψαν τα ακόλουθα: Κατά των κατηγορουμένων Ζ. Μ. του Η. και Σ. Μ. του Η. , κατοίκων ... , ασκήθηκε ποινική δίωξη για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπερβαίνουσας το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή, κατά συναυτουργία (άρθρα 26 παρ. 1α', 27 παρ. 1, 45 και 375 παρ. 2α και β-1 του προϊσχύσαντος ΠΚ), που φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτούς στην Χαλκίδα Εύβοιας, κατά το έτος 2009 και κατά ημερομηνία που δεν εξακριβώθηκε σε βάρος της εδρεύουσας στην Χαλκίδα ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "Η. Μ. και Υιοί O.Ε.". Η σχετική (υπ' αριθ. Α.Β.Μ. Η15/5) δικογραφία σχηματίσθηκε σε βάρος τους κατόπιν υποβολής της από 22-9-2015 μήνυσης των: α) Η. Μ. του Γ., β) Μ. Μ. του Γ.και γ) Γ. Μ. του Η., κατοίκων ... . Η ανωτέρω ποινική δίωξη ασκήθηκε ύστερα από διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Χαλκίδας την 28-6-2017 και δόθηκε από τον ίδιο παραγγελία διενέργειας προανάκρισης στο Διοικητή του Τμήματος Ασφαλείας Χαλκίδας (ΕΓ17/5136). Μετά το πέρας αυτής, υποβλήθηκε η υπ' αριθ. 198/2017 πρόταση του προαναφερθέντος Εισαγγελέα προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, το οποίο εξέδωσε το υπ' αριθ. 31/2018 βούλευμα, με το οποίο αποφάνθηκε να μη γίνει V κατηγορία κατά των ανωτέρω κατηγορουμένων για την κακουργηματική πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή, κατά συναυτουργία (άρθρα 45 και 375 παρ. 2α και β-1 του προϊσχύσαντος ΠΚ), την οποία φέρονταν ότι είχαν τελέσει στην Χαλκίδα, την 17-3-2009, με την παράνομη ιδιοποίηση ποσού 173.530,01 ευρώ, κυριότητας της εκπροσωπούμενης από εκείνους ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας. Κατά του ως άνω βουλεύματος ασκήθηκε έφεση από τον Εισαγγελέα Εφετών Εύβοιας και με το υπ' αριθ. 63/2018 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Εύβοιας έγινε δεκτή η έφεση και, για τον αναφερόμενο σ1 αυτό λόγο, ακυρώθηκε το ανωτέρω βούλευμα προς τον σκοπό διενέργειας ανάκρισης για την μηνυόμενη πράξη από τον Ανακριτή Χαλκίδας. Ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Χαλκίδας με την από 1-8-2018 παραγγελία του προς τον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Χαλκίδας παρήγγειλε την διενέργεια κύριας ανάκρισης, η οποία διενεργήθηκε από τον Ανακριτή του Α' Τμήματος του Πρωτοδικείου Χαλκίδας και περατώθηκε νομότυπα χωρίς κλήτευση και απολογία των κατηγορουμένων, επειδή, κατά την κρίση του ως άνω Ανακριτή, δεν προέκυψαν καθόλου ενδείξεις εναντίον των κατηγορουμένων για την τέλεση της προαναφερόμενης πράξης (άρθρο 270 παρ. 1 του νέου ΚΠΔ). Μετά την κατά τα ανωτέρω νομότυπη περάτωση της κύριας ανάκρισης, εισήχθη η υπόθεση ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας που εξέδωσε το προσβαλλόμενο υπ' αριθμό 63/2020 βούλευμα, με το οποίο κρίθηκε ότι, επειδή η δικαιούμενη σε έγκληση - αμέσως παθούσα (εδρεύουσα στην Χαλκίδα ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "Η. Μ. και Υιοί Ο.Ε.") από την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπερβαίνουσας το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή, κατά συναυτουργία, δεν υπέβαλε έως την 1-11-2019, δηλαδή εντός της οριζόμενης στο άρθρο 464 του Νέου ΠΚ τετράμηνης προθεσμίας, δήλωση για συνέχιση της ποινικής διαδικασίας που άνοιξε χωρίς την υποβολή εκ μέρους της έγκλησης, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων για την ως άνω πράξη, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου, κατ' άρθρο 114 παρ. 1 του ΠΚ. Κατ' αυτού του βουλεύματος ασκήθηκε εμπροθέσμως, κατ' άρθρο 75 παρ. 1 του Ν. 4690/2020 σε συνδυασμό με τα άρθρα 479 και 480* του Κ.Π.Δ., και νομοτύπως ενώπιον της γραμματέως του Πρωτοδικείου Χαλκίδας, έφεση του Εισαγγελέα Εφετών Ευβοίας. Στην ως άνω από 22-9-2015 μήνυση των: α) Η. Μ. του Γ., β) Μ. Μ. του Γ. και γ) Γ. Μ. του Η., κατοίκων ... , οι κατηγορούμενοι καταμηνύθηκαν από τους ανωτέρω τρεις μηνυτές για το ότι ως ομόρρυθμα μέλη της ομόρρυθμης εταιρείας "Η. Μ. και Υιοί ΟΕ", ασκώντας από κοινού την διαχείριση της ως άνω ΟΕ κατά πλειοψηφία, σύμφωνα με το άρθρο 7 του καταστατικού της εταιρείας, στην οποία ομόρρυθμο εταίρος ήταν και ο αδελφός τους και μηνυτής Γ. Μ. , το 2009 υπερβαίνοντας την διαχειριστική και εκπροσωπευτική τους εξουσία, αφού έλαβε από την Τράπεζα "ALPHA BANK" δάνειο ποσού 350.000 ευρώ η ως άνω ΟΕ, με δανειακή σύμβαση την οποία υπέγραψε μόνο ο κατηγορούμενος Ζ. Μ. , ως διαχειριστής, ακολούθως παράνομα ιδιοποιήθηκαν το ως άνω ποσό του δανείου με την ως άνω ιδιότητα τους και δεν το εισήγαγαν στην ΟΕ. Άμεσα παθούσα λοιπόν, σύμφωνα και με την ως άνω υπό στοιχείο Α νομική σκέψη του παρόντος βουλεύματος (ΑΠ 263/2015 ο.π.) ήταν μόνο η ομόρρυθμη εταιρεία, της οποίας η περιουσία φέρεται να υπέστη βλάβη, και όχι τρίτοι, ήτοι ο Γ. Μ. , που ήταν μέλος της ΟΕ και εκπρόσωπος της μόνο όταν κωλύονταν οι λοιποί ούτε οι λοιποί μηνυτές, τέκνα αυτού, μη σχετιζόμενα με την εταιρεία. Ενόψει επομένως των επίσης αναφερόμενων στην υπό στοιχείο Β νομική σκέψη του παρόντος βουλεύματος ρυθμίσεων του νέου ΠΚ (άρθρα 375 παρ. 1 και 2, 381 παρ. 1 και 464 του ΠΚ), που είναι επιεικέστερες για τους κατηγορούμενους και εφαρμόζονται αυτεπαγγέλτως, προκύπτει ότι η ποινική δίωξη του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, που γινόταν υπό το προϊσχύσαν δίκαιο αυτεπαγγέλτως, γίνεται πλέον μόνο με έγκληση και οι εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, όπως η κρινόμενη, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή έγκλησης, συνεχίζονται, μόνον εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση, εν προκειμένω η ομόρρυθμη εταιρεία, δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος (ήτοι έως 1-11-2019) ότι επιθυμεί την πρόοδο τους. Στην κρινόμενη περίπτωση όμως η δικαιούμενη να υποβάλει έγκληση ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία "Η. Μ. και Υιοί ΟΕ" δεν δήλωσε μέχρι και την 1-11-2019 ότι επιθυμεί την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας.
Συνεπώς πρέπει κατ' εφαρμογή των διατάξεων (των άρθρων 375 παρ. 1 και 2, 381 παρ. 1 και 464 του ΠΚ), αφού γίνει δεκτός ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης του Εισαγγελέα Εφετών (με τον οποίο εκθέτει ότι εσφαλμένα το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Χαλκίδας έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων αντί να κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη, διότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να προβεί στο μέλλον στην υποβολή εγκλήσεως, δικαιολογώντας το εκπρόθεσμο της, ο δικαιούμενος προς τούτο για λογαριασμό της αμέσως παθούσας από την πράξη ομόρρυθμης εταιρείας) και εξαφανιστεί το προσβαλλόμενο υπ' αριθμό 63/2020 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας, που εσφαλμένα έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη κατά των κατηγορουμένων (παρελκούσης της έρευνας του 2ου λόγου της έφεσης μετά την εξαφάνιση του προσβαλλόμενου βουλεύματος) και κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Συμβούλιο, κατ' άρθρο 482 του Κ.Π.Δ., να κηρυχθεί απαράδεκτη η ποινική δίωξη, κατ' άρθρο 368 εδ. γ' περ. 3α' του Κ.Ποιν.Δ., για την πράξη για την οποία διώκονται οι κατηγορούμενοι, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσης". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Ευβοίας διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την επιβαλλόμενη από τις προμνημονευόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, όλα τα περιστατικά που απαιτούνται, κατά νόμον, για την κήρυξη απαράδεκτης της ασκηθείσης ποινικής δίωξης και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στη διάταξη του άρθρου 368 εδ. γ' του ΚΠοινΔ, ήτοι: α)τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, υπερβαίνουσας το ποσό των 120.000 ευρώ, που το είχαν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή, β)ότι το εν λόγω έγκλημα της υπεξαίρεσης στρέφεται κατά της ομορρύθμου εταιρείας, με την επωνυμία "Η. Μ. και Υιοί Ο.Ε.", της οποίας η περιουσία φέρεται ότι υπέστη βλάβη και η οποία, ως άμεσα παθούσα από αυτό (έγκλημα) είναι η μόνη δικαιούμενη να υποβάλει έγκληση κατά των κατηγορουμένων, γ)ότι η ως άνω ομόρρυθμη εταιρεία δεν δήλωσε μέχρι και την 1η-11-2019 ότι επιθυμεί την πρόοδο της ποινικής διαδικασίας και δ)ότι, κατ' εφαρμογή των επιεικεστέρων, για τους κατηγορουμένους, διατάξεων των άρθρων 381 παρ. 1 εδ. α' και 464 του νέου ΠΚ, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η ασκηθείσα κατ' αυτών ποινική δίωξη, κατ' άρθρο 368 εδ. γ' του ΚΠοινΔ, για την ανωτέρω πράξη. Η ειδικότερη, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, αναιρετική αιτίαση ότι το Συμβούλιο Εφετών παρέλειψε να διαλάβει στο προσβαλλόμενο βούλευμα ειδική αιτιολογία ως προς την ενεργητική νομιμοποίηση του Γ. Μ. για την υποβολή εγκλήσεως για λογαριασμό της ομορρύθμου εταιρείας "Η. Μ. και Υιοί ΟΕ", είναι αβάσιμη, ως εδραζόμενη επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθώς, από την επιτρεπτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων και της από 29-2-2016 ενόρκου καταθέσεως του Γ. Μ. ενώπιον της Πταισματοδίκη Μαρίας Καλλιρώση - Μακρυγιάννη, προκύπτει ότι ο τελευταίος δεν υπέβαλε έγκληση κατά των κατηγορουμένων για λογαριασμό της ανωτέρω εταιρείας, ώστε να έπρεπε να ερευνηθεί η ενεργητική προς τούτο νομιμοποίησή του, αλλά ατομικά για τον εαυτό του, ως ομορρύθμου εταίρου. Εξάλλου, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή. Ειδικότερα, από την αναφορά στο προοίμιο του σκεπτικού του ότι έλαβε υπόψη του και τις καταθέσεις, μεταξύ των άλλων, και του μηνυτή Γ. Μ. , καθώς και όλα τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, καθίσταται σαφές ότι έλαβε υπόψη του και την προαναφερόμενη ένορκη κατάθεση του Γ. Μ. , καθώς και όλα τα έγγραφα που εισήχθησαν στη δικογραφία, μετά την υποβολή της εισαγγελικής πρότασης, που είναι: η υπ' αριθ. …/…-5-21 εξώδικη απάντηση - δήλωση - αναφορά - καταγγελία και αίτηση άρθρου 1667 ΑΚ μετά της από 24/2/21 εξώδικης δήλωσης Ζ. Μ. , το υπ' αριθ…./…-6-21 έγγραφο, το υπ' αριθ. …/…-3-2021 έγγραφο - πρωτ. Εισαγ. Εφ. Ευβοίας, η υπ' αριθ. 13/21 απόφαση Ειρηνοδικείου Χαλκίδας, το υπ' αριθ. ../17 ειδικό πληρεξούσιο, η από 18/5/21 εξουσιοδότηση, το υπ' αριθ. 248/17 έγγραφο Αρχής Καταπολέμησης και Νομιμοποίησης εσόδων, η από 1/3/21 αίτηση - συμπληρωματικά στοιχεία, η υπ' αριθ. 298/1-3-2021 αίτηση μετά της από 5/2/21 αίτησης Γ.Μ. προς ΕΤΕ, η από 1/3/2021 αίτηση / νέα συμπληρωματικά στοιχεία προς Συμβούλιο Εφετών Ευβοίας, η υπ' αριθ. 13/2021 απόφαση Ειρηνοδικείου Χαλκίδας, οι από 261/2021, 26/2/21 αναφορές - καταγγελίες Μ. και Γ. Μ. , η υπ' αριθ. …/…-12-20 εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία - πρόσκληση Γ.Μ. με δύο σελίδες από Evid Top της 26/11/20. Κατόπιν τούτων, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση αίτησης, από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ, με τον οποίο πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμος. Κατ' ακολουθίαν τούτων και, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της.




ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ




Απορρίπτει την από 6-10-2021, υπ' αριθμό 37/2021, αίτηση της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση του βουλεύματος 78/2021 του Συμβουλίου Εφετών Ευβοίας.




Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Φεβρουαρίου 2022.




Και,




Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 2022.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ