Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

ΑΠ ποιν. 1210/2023 ne bis in idem - Τελωνειακός Κώδικας



ne bis in idem κριτήρια ΕΔΔΑ



Σχέση στέρησης της ελευθερίας του δράστη (φυλάκιση ή κάθειρξη) και των χρηματικών κυρώσεων του αντιστοίχου διοικητικού αδικήματος

Η επιβολή περισσότερων πολλαπλών κυρώσεων σε παράλληλες διαδικασίες για την αυτή, κατά βάση, συμπεριφορά, δεν πρέπει ν' αποβαίνει σε βάρος του κατηγορουμένου, ο οποίος εκτός του υπέρογκου ποσού που υποχρεώνεται να καταβάλει εν είδει διοικητικής κύρωσης με σαφή ποινικό χαρακτήρα, να υφίσταται την επιβολή μεγάλων ποινικών κυρώσεων λόγω καταδίκης του για το αδίκημα της λαθρεμπορίας

Το εφετείο υπερέβη αρνητικά την εξουσία του διότι αρνήθηκε να εξετάσει την ουσία της ποινικής υπόθεσης λαθρεμπορίας και να ερευνήσει τη βασιμότητα της κατηγορίας

αφού, η υπόθεση εκκρεμεί ακόμη ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, ενόψει του ότι δεν προσκομίζεται σχετική βεβαίωση περί αμετακλήτου

 

 

Απόφαση 1210 / 2023    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


Αριθμός 1210/2023

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


A' Ποινικό Τμήμα Διακοπών
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Παπαγεωργίου, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Χρυσούλα Πλατιά, Βαρβάρα Πάπαρη - Εισηγήτρια, Αικατερίνη Χονδρορίζου και Λεωνίδα Χατζησταύρου, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 25 Ιουλίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Οικονόμου και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. ... αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, με κατηγορούμενο τον Ν. Τ. του Κ., κατοίκου Ν. Αγχιάλου Μαγνησίας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Σινέλη.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος Παπαγεωργίου, ζητεί τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από ... κρινόμενη αίτηση, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Δέσποινας Χρονοπούλου, και έλαβε αριθμό ..., η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ....

Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση σε νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως, καθώς και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του κατηγορουμένου, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 του ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε αποφάσεως μέσα στην προθεσμία του άρθρου 479 παρ. 2, δηλαδή μέσα σε ένα μήνα από την καταχώρηση της προσβαλλόμενης αποφάσεως καθαρογραμμένης στο ειδικό βιβλίο του άρθρου 473 παρ .3 του ΚΠΔ. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δικαιούται να ασκεί αναίρεση κατά πάσης αποφάσεως αθωωτικής ή καταδικαστικής ή εκείνης που παύει οριστικά την ποινική δίωξη ή την κηρύσσει απαράδεκτη, οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους του άρθρου 510 παρ. 1 του ΚΠΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η υπέρβαση εξουσίας (άρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Θ' ΚΠΔ).Επομένως, η ασκηθείσα την ... με αριθμό εκθέσεως ... αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για αναίρεση της υπ'αριθμ.... αθωωτικής κατά πλειοψηφία αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, που δίκασε ως Εφετείο, η οποία δημοσιεύθηκε με παρόντα τον κατηγορούμενο Ν. Τ. του Κ., κάτοικο ... και καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο στις 26-5-2023, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, περιέχει δε παραδεκτούς λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.θ' και Δ' του ΚΠΔ (υπέρβαση εξουσίας και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
2. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 155 παρ. 1α και β, του ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", η ισχύς του οποίου κατά το άρθρο 185 αυτού, άρχισε από 1-1-2002, λαθρεμπορία είναι α) η εντός των συνόρων του κράτους εισαγωγή ή εξ αυτών εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας τελωνειακής αρχής, ή σε άλλον από τον ορισμένο παρ' αυτής τόπο ή χρόνο και β) πάσα οιαδήποτε ενέργεια, που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ' αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή τα εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο από εκείνο που ορίζει ο νόμος. Ως λαθρεμπορία, θεωρείται και η αγορά, πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που έχουν εισαχθεί ή τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Εξάλλου, κατά μεν την διάταξη του άρθρου 53 του νόμου 2960/2001, επιβάλλεται Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή προϊόντα, στο οινόπνευμα και τα αλκοολούχα ποτά και βιομηχανοποιημένα καπνά και καθορίζονται τα περί παραγωγής, μεταποίησης, κατοχής και κυκλοφορίας των προϊόντων αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντα Κώδικα, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 118 παρ. 5 αυτού, η με οποιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής των οφειλομένων φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων καθώς και η μη τήρηση των διατυπώσεων που προβλέπονται από το τρίτο μέρος του παρόντα Κώδικα, με σκοπό τη μη καταβολή των ως άνω φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων χαρακτηρίζονται και τιμωρούνται διοικητικούς και ποινικώς ως λαθρεμπορία κατά τις διατάξεις των άρθρων 142 και επόμενα του Κώδικα αυτού και επισύρουν την επιβολή κατά των με οποιονδήποτε τρόπο συμμετεχόντων στην παράβαση των διατυπώσεών του που αναφέρονται στο άρθρο 142 και στα άρθρα 152 και 155 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα προστίμων και πολλαπλών τελών. Από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνη του αναφερομένου άνω άρθρου 155 του ίδιου νόμου, που καθορίζει την έννοια της λαθρεμπορίας προκύπτει ότι και υπό την ισχύ του ως άνω νέου Τελωνειακού Κώδικα, η καθοιονδήποτε τρόπο διαφυγή ή απόπειρα διαφυγής της καταβολής του οφειλομένου για τα πετρελαιοειδή προϊόντα, το οινόπνευμα και τα αλκοολούχα ποτά και βιομηχανοποιημένα καπνά, ειδικού φόρου καταναλώσεως είναι πράξη ποινικώς κολάσιμη χαρακτηριζόμενη ως λαθρεμπορία και τιμωρουμένη με τις προβλεπόμενες γι' αυτήν από τον ως άνω νόμο, της παρ.1 του άρθρου 157, σχετικές ποινές (ΑΠ 366/2013).Εξάλλου, κατά το άρθρο 157 του ίδιου Κώδικα: 1 Η κατά το άρθρο 155 του παρόντα Κώδικα λαθρεμπορία τιμωρείται: α) Με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. Εάν όμως το αντικείμενο της λαθρεμπορίας δεν έχει σημαντική αξία και προορίζεται για ατομική χρήση ή ανάλωση του υπαίτιου, το ελάχιστο όριο της ποινής μειώνεται στο ένα έκτο.β) Με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους στις εξής περιπτώσεις εάν διαπράχθηκε καθ' υποτροπήν, εάν διαπράχθηκε ενόπλως ή υπό τριών ή περισσοτέρων μαζί, εάν οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και άνω και εάν ο υπαίτιος μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα. 2. Σε περίπτωση υποτροπής ουδέποτε δύναται να επιβληθεί ποινή ελαφρότερη αυτής που έχει προηγουμένως επιβληθεί. 3. Σε περίπτωση απόπειρας επιβάλλεται η ποινή που επιβάλλεται στην τετελεσμένη λαθρεμπορία, στους δε συνεργούς δύναται να επιβληθεί η ποινή που επιβάλλεται κατά των αυτουργών. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρ. 4 παρ.1 του κυρωθέντος με το ν. 1705/1987 7ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), κανένας δεν μπορεί να διωχθεί ή καταδικασθεί ποινικά από τα δικαστήρια του ίδιου Κράτους για μια παράβαση για την οποία ήδη αθωώθηκε ή καταδικάσθηκε με αμετάκλητη απόφαση σύμφωνα με το νόμο και την Ποινική Δικονομία του Κράτους αυτού. Η ανωτέρω διάταξη εκφράζει την αρχή ne bis in idem, αποτελεί, επίσης, γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιβεβαιώνεται στο άρθ. 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης (2000/C 364/01), έχοντας και την τυπική ισχύ θεμελιώδους δικαιώματος της Ένωσης, κατά ο οποίο "Κανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με οριστική απόφαση Ποινικού Δικαστηρίου σύμφωνα με τον Νόμο". Προϋπόθεση για την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem είναι η ύπαρξη μιάς προηγούμενης "αμετάκλητης" απόφασης,δηλαδή απόφασης με ισχύ δεδικασμένου ("res judicata").Τούτο ισχύει, βέβαια, όταν πρόκειται για δύο ποινικές διαδικασίες, αλλά και όταν η εν λόγω αρχή διεκδικεί εφαρμογή στην περίπτωση των δυαδικών κυρώσεων(ποινικών και διοικητικών), που αμφότερες έχουν χαρακτήρα ποινής, υπό το πρίσμα της νομολογίας του ΕΔΔΑ και ΔΕΕ, σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια, γνωστά και ως κριτήρια Engel (ΔΕΕ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) (C- 524/15) της 20.03. 2018, ΕΔΔΑ Γουλανδρής και Βαρδινογιάννης κατά Ελλάδας, της 16.06.2022 (αριθμ.προσφ.1735/13), ΕΔΔΑ Milosevic κατά Κροατίας της 31.08.2021 (αριθμ. προσφ. 12022/16), ΕΔΔΑ Tsonyo Tsonev κατά Βουλγαρίας της 06.04.2021 (αριθμ. προσφ. 35623/11), ΕΔΔΑ Mihalache κατά Ρουμανίας της 08-07-2019 (αριθμ.προσφ. 54012/10) ΤΜΗΜΑ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΕΩΣ, ΕΔΔΑ: Bjarni Armannsson κατά Ισλανδίας της 16.04.2019 (αριθμ. προσφ. 72098/14), Nodet κατά Γαλλίας της 06.06.2019 (αριθμ. προσφ. 47342/14), ΕΔΔΑ Α και Β κατά Νορβηγίας της 15.11.2016, Σισμανίδης κατά Ελλάδος της 9.6.2016, Καπετάνιος κλπ κατά Ελλάδος της 30.4.2015). Ειδικότερα, για να υπαγάγει μια φορολογική διοικητική κύρωση στο ποινικό πεδίο το ΕΔΔΑ, αναζητά τον αληθινό χαρακτήρα των κυρώσεων. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιεί τα εξής κριτήρια: α) το νομικό χαρακτηρισμό της ως ποινικής από το εθνικό δίκαιο, αν και ο νομικός χαρακτηρισμός από το εθνικό δίκαιο μίας παράβασης ως διοικητικής δεν αρκεί για να αποκλείσει την εφαρμογή της Σύμβασης, β) τη φύση της παράβασης, ήτοι (i) αν πρόκειται για κύρωση που εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους πολίτες (υπό την ιδιότητά τους ως φορολογούμενοι) και όχι μόνον σε μια ειδική κατηγορία προσώπων υπό ειδικό καθεστώς, όπως π.χ. στους στρατιωτικούς, ii) αν έχει σκοπό αποτρεπτικό και ταυτόχρονα κατασταλτικό, δηλαδή ο σκοπός της κύρωσης να είναι κυρίως η τιμωρία για την αποτροπή νέας παράβασης και όχι η χρηματική αποκατάσταση της ζημίας του Δημοσίου και iii) αν με την πρόβλεψη της ποινής προστατεύεται ένα έννομο αγαθό που εμπίπτει στη σφαίρα προστασίας του ποινικού δικαίου και γ) τη βαρύτητα της επαπειλούμενης κύρωσης, η οποία δεν εξαρτάται από αυτή που εν τοις πράγμασι επιβλήθηκε, αλλά από αυτή που προβλέπεται στον νόμο. Τα δύο πρώτα κριτήρια εκτιμώνται συνολικά. Όσον αφορά την αρχή ne bis in idem, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η προβλεπόμενη σε αυτήν απαγόρευση, απαιτείται να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) να υπάρχουν περισσότερες της μίας διακεκριμένες διαδικασίες επιβολής κύρωσης, οι οποίες δεν συνδέονται στενά μεταξύ τους, κατ' ουσίαν και κατά χρόνον, (β) οι διαδικασίες αυτές πρέπει να είναι "ποινικές" κατά την αυτόνομη έννοια της ΕΣΔΑ, ήτοι βάσει των κριτηρίων Engel, κατ' εφαρμογή των οποίων μπορούν να θεωρηθούν ως "ποινικές" και κυρώσεις που επιβάλλονται από διοικητικά όργανα, ενόψει της φύσεως των σχετικών παραβάσεων ή/και του είδους και της βαρύτητας των προβλεπόμενων για αυτές διοικητικών κυρώσεων, (γ) η μία από τις εν λόγω διαδικασίες πρέπει να έχει περατωθεί με αμετάκλητη απόφαση (είτε καταδικαστική είτε αθωωτική, υπό τον όρο ότι η αθώωση στηρίζεται σε επαρκή έρευνα και εκτίμηση σχετικά με την ουσία της υποθέσεως, δηλαδή την τέλεση ή μη της παραβάσεως) και (δ) οι διαδικασίες πρέπει να στρέφονται κατά του ίδιου προσώπου και να αφορούν στην ίδια κατ' ουσίαν παραβατική συμπεριφορά, ήτοι στο αυτό σύνολο συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία συνδέονται αναπόσπαστα μεταξύ τους, χρονικά και τοπικά, και η συνδρομή των οποίων είναι απαραίτητη για την επιβολή της κυρώσεως, (ΔΕΕ C 524/15 Ο.Π. Ε.Δ.Δ.Α. Α και Β κατά Νορβηγίας Ο.Π.).
Συνεπώς, στην περίπτωση των προβλεπόμενων στον Τελωνειακό Κώδικα ποινών για το ποινικό αδίκημα της λαθρεμπορίας που συνίστανται, κατά κανόνα, σε στέρηση της ελευθερίας του δράστη (φυλάκιση ή κάθειρξη) και των χρηματικών κυρώσεων του αντιστοίχου διοικητικού αδικήματος, ανακύπτει, με βάση τα προαναφερόμενα, ζήτημα εφαρμογής της αρχής ne bis in idem που διαλαμβάνεται στο αρθ. 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ καθώς και στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης, διότι η επιβολή περισσότερων πολλαπλών κυρώσεων σε παράλληλες διαδικασίες για την αυτή, κατά βάση, συμπεριφορά, δεν πρέπει ν' αποβαίνει σε βάρος του κατηγορουμένου, ο οποίος εκτός του υπέρογκου ποσού που υποχρεώνεται να καταβάλει εν είδει διοικητικής κύρωσης με σαφή ποινικό χαρακτήρα, να υφίσταται την επιβολή μεγάλων ποινικών κυρώσεων λόγω καταδίκης του για το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Ειδικότερα, η εν λόγω διοικητική κύρωση έχει "ποινικό" χαρακτήρα, κατά την έννοια του άρθρ. 4 παρ. 1 του 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του άρθρ. 50 του ΧΘΔΕΕ, ενόψει της φύσεως της σχετικής παραβάσεως (παράβαση με δόλο κανόνων τελωνειακού και φορολογικού δικαίου, δηλαδή κανόνων που επιβάλλουν γενικά υποχρεώσεις στους πολίτες, και όχι σε κάποια ειδική κατηγορία αυτών), της φύσεως και του ύψους του επίμαχου μέτρου (χρηματική κύρωση που μπορούσε να φθάσει το δεκαπλάσιο των διαφυγόντων δασμών και φόρων), καθώς και του σκοπού του (πρόληψη και καταστολή της δασμοφοροδιαφυγής).Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ' ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από τη διάταξη αυτής προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση, ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι' αυτό κατά το νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση, που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (Ολ ΑΠ 3/2005,ΑΠ 95/2022, ΑΠ 1003/2020).
3. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθ. ... απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού δέχτηκε τυπικά την υπ'αριθμ.... έφεση του κατηγορουμένου Ν. Τ. κατά της υπ' αριθμ.... απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι δεν πρέπει να εξετάσει κατ' ουσία την κατηγορία της λαθρεμπορίας, για την οποία είχε καταδικαστεί πρωτοδίκως ο εκκαλών -κατηγορούμενος, αλλά ότι η αρχή ne bis in idem "επιβάλλει την απαλλαγή του κατηγορουμένου", τον οποίο κήρυξε για το λόγο αυτό αθώο. Ειδικότερα, δέχθηκε με το σκεπτικό του σε συνδυασμό με το διατακτικό που αλληλοσυμπληρώνονται και αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα ακόλουθα: "... .Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη την συζήτηση της υποθέσεως και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως, αποδείχτηκαν κατά την πλειοψηφούσα γνώμη τα εξής: Στο πλαίσιο της προκείμενης ποινικής διαδικασίας (Α.Β.Μ. ...) έχει εκδοθεί η εκκαλουμένη υπ' αριθμ. ... απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου, δυνάμει της οποίας ο εκκαλών - κατηγορούμενος (εκεί δεύτερος κατηγορούμενος) κρίθηκε ένοχος για την πράξη της λαθρεμπορίας (παράβαση, μεταξύ άλλων, των άρθρων 155 παρ. 1β και 2ζ και 157 παρ. 1 ν. 2960/2001) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης εννέα (9) μηνών με τριετή αναστολή. Σε βάρος του τελευταίου έχει εκδοθεί όσον αφορά την ίδια πράξη (υπό την έννοια που η ίδια πράξη οριοθετείται κατά τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη) η υπ' αριθμ. 146/2017/03-04- 2018 καταλογιστική πράξη του Προϊσταμένου του Τελωνείου Βόλου, δυνάμει της οποίας α) ο εκκαλών - κατηγορούμενος (εκεί δεύτερος προσφεύγων) είχε κριθεί, από κοινού με τον εκεί πρώτο προσφεύγοντα (πρώτο κατηγορούμενο που έχει αθωωθεί με την εκκαλουμένη απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου), υπαίτιος λαθρεμπορικής παραβάσεως (κατοχής πλεονάζουσας ποσότητας 772,87 λίτρων άνυδρης αλκοόλης, που δεν καλυπτόταν από νόμιμη παραγωγή - απόσταξη και δεν κατέχονταν βάσει φορολογικούς στοιχείων) και καταλογίσθηκαν σε βάρος των εκεί (τριών) προσφευγόντων, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, οι διαφυγόντες δασμοί ποσού 14.724,68 ευρώ και επιβλήθηκε σε βάρος τους πολλαπλό τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρ. 150 ν. 2960/2001, ποσού 44.174,04 (ήτοι το τριπλάσιο των διαφυγόντων φόρων), πλέον τελών χαρτοσήμου και εισφοράς υπέρ Ο.Γ.Α., κατ' επιμερισμό ανάλογα με το βαθμό συμμετοχής τους και δη ισομερώς στο πρώτο και δεύτερο των προσφευγόντων (εδώ εκκαλούντα - κατηγορούμενο), κηρύχθηκε δε αλληλέγγυη αστικά η τρίτη προσφεύγουσα εταιρεία και β) χαρακτηρίστηκε ως απλή τελωνειακή παράβαση (σ.σ. πράξη που δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω), τιμωρούμενη σύμφωνα με τα άρθρα 119Α και 142 παρ. 1 του ν. 2960/2001, η (καθ' υποτροπή) με επίδειξη και τήρηση βιβλίου αποθήκης του άρθρ. 8 παρ. 1 εδ. α' και ε' της Α.Υ.Ο. 883/530/16-09-1999 και επιβλήθηκε σε βάρος της τρίτης προσφεύγουσας εταιρείας πρόστιμο ποσού 1.000 ευρώ, πλέον τελών χαρτοσήμου και εισφοράς Ο.Γ.Α. (τα ανωτέρω βεβαιώνονται από την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βόλου - Τμήμα 1° Τριμελές). Κατά της καταλογιστικής αυτής πράξεως, ασκήθηκε η με ημερομηνία καταθέσεως 8-06-2018
(αρ. κατ. ΠΡ ...) προσφυγή από τους ανωτέρω ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Βόλου - Τμήμα 1° Τριμελές, εκδόθηκε δε η υπ' αριθμ. ... οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας η προσφυγή απορρίφθηκε. Ακολούθως, άσκησαν τη με χρονολογία ... έφεση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Λ., η οποία συζητήθηκε την ... και εκκρεμεί (τουλάχιστον βάσει του υπάρχοντος αποδεικτικού υλικού) η έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της ανωτέρω προσφυγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.
Συνεπώς, κατά τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη, η τυχόν αποδοχή από το παρόν Δικαστήριο της απόψεως ότι ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί ασκήσεως της ανωτέρω προσφυγής του δεν ασκεί επιρροή στην προκειμένη ποινική δίκη, όσο το ζήτημα αυτό δεν έχει κριθεί αμετάκλητα από τα διοικητικά δικαστήρια και δεν έχει οδηγήσει στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας στην ακύρωση της καταλογιστικής πράξεως, η οποία εξακολουθεί να είναι ισχυρή, θα οδηγούσε σε διεύρυνση της προσβολής του θεμελιώδους δικαιώματος του περί εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, όπως αυτή κατοχυρώνεται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και 14 παρ. 7 του ΔΣΑΠΔ. Η διεύρυνση δε αυτή της προσβολής του ως άνω δικαιώματος του κατηγορουμένου, η οποία επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατ' άρθρ. 171 παρ. 1 περ. δ' ΚΠΔ (λόγω μη τηρήσεως διατάξεως που καθορίζει άσκηση δικαιώματος που του παρέχεται από την ΕΣΔΑ και το ΔΣΑΠΔ - πρβλ. σχετ. ΑΠ 1522/2012 Νόμος), θα προκληθεί στην προκειμένη ποινική δίκη (στην οποία πράγματι η ως άνω αρχή δεν έχει άμεση εφαρμογή, αφού δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση των διοικητικών δικαστηρίων), έστω και με έμμεσο τρόπο, εάν το παρόν ποινικό δικαστήριο καταλήξει σε ενοχή αυτού για την πράξη της λαθρεμπορίας. Εφόσον, δε, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα όσον αφορά την απόρριψη του αιτήματος αναβολής, δεν υφίσταται περιθώριο άλλης αναβολής της παρούσας υποθέσεως μέχρι το τέλος της διοικητικής δίκης κατ' άρθρ. 61 νΚΠΔ (η οποία άλλως θα ήταν επιβεβλημένη), καθώς υπάρχει άμεσος κίνδυνος παραγραφής του ποινικού αδικήματος (χρόνος τελέσεως 14-01-2016), κρίνεται ότι η αρχή ne bis in idem εμμέσως εφαρμοζόμενη επιβάλλει την απαλλαγή του κατηγορουμένου για την πράξη λαθρεμπορίας που του αποδίδεται. Δεδομένου, δε, ότι εκκρεμεί η έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως και από το διοικητικό δικαστήριο για την ίδια παράβαση υπό την έννοια που εκτέθηκε στη νομική σκέψη, που δεν μπορεί να λάβει υπόψη τυχόν καταδικαστική τελεσίδικη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς η υπόθεση συζητήθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ενώπιον του την 20-09-2022 και εκκρεμεί (τουλάχιστον βάσει του υπάρχοντος αποδεικτικού υλικού) η έκδοση αποφάσεως, σε περίπτωση που το Διοικητικό Εφετείο Λ. απορρίψει την έφεση και επικυρώσει κατ' αποτέλεσμα την επιβολή του ανωτέρω καταλογιστικού τέλους που συνιστά "ποινικής φύσεως κύρωση" υπό την έννοια που εκτέθηκε στη νομική σκέψη, όπως και κρίνεται (ότι πρέπει να απορριφθεί η έφεση) βάσει του υπάρχοντος αποδεικτικού υλικού [το παρόν Δικαστήριο κρίνει και για τα ζητήματα διοικητικής φύσης που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της δίκης (άρθρ. 60 νΚΠΔ που εφαρμόζεται για την ταυτότητα του νομικού λόγου όχι μόνο σε ζητήματα αστικής, αλλά και διοικητικής φύσεως που εκκρεμούν ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων)], θα παραβιαζόταν άμεσα πλέον σε περίπτωση καταδίκης του εκκαλούντος - κατηγορουμένου με την παρούσα απόφαση η αρχή ne bis in idem, με αποτέλεσμα να ετίθετο μετά το ζήτημα ποιά ποινικής φύσεως κύρωση από τις δύο (αυτή που επέβαλε αμετάκλητα το διοικητικό ή το ποινικό δικαστήριο) θα έπρεπε να ακυρωθεί, ήτοι ποια απόφαση κατέστη μεταγενέστερα αμετάκλητη και με ποιο τρόπο θα επέλθει η ακύρωση της αποφάσεως αυτής, κάτι που αντιτίθεται στην οικονομία της δίκης. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη, ο εκκαλών - κατηγορούμενος να κηρυχθεί αθώος της αξιόποινης πράξεως που του αποδίδεται, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, παρέλκουσας καθ' ολοκληρίαν της εξετάσεως των λοιπών ισχυρισμών του". Με αυτό το σκεπτικό, χωρίς να ερευνηθεί η ουσία της κατηγορίας και να εξετασθούν οι σχετικοί με αυτήν λοιποί ισχυρισμοί του εκκαλούντος κατηγορουμένου, ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος κατά πλειοψηφία του ότι: "στη Ν.. Α. Μ., την ... ως απόλυτος ειδικός πληρεξούσιος και αντιπρόσωπος του ανωτέρω κατείχε εμπορεύματα που είχαν τεθεί στην κατανάλωση κατά τρόπο που αποστέρησε το Ελληνικό Δημόσιο από τους αντίστοιχους εισπρακτέους δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις και ειδικότερα σε γενόμενο λογιστικό-φορολογικό- τελωνειακό έλεγχο από αρμόδιους υπαλλήλους του Τελωνείου Βόλου κατελήφθη να κατέχει 772,87 λίτρα άνυδρης αιθυλικής αλκοόλης, χωρίς αυτή να δικαιολογείται από νόμιμα τελωνειακό ή φορολογικά παραστατικά και την οποία ο κατηγορούμενος είχε προηγουμένως προμηθευτεί από άγνωστα άτομα, αποστερώντας κατ' αυτόν τον τρόπο από το Ελληνικό Δημόσιο τους σχετικούς δασμούς, φόρο προστιθέμενης αξίας, ειδικό φόρο κατανάλωσης και δικαίωμα υπέρ του Ειδικού Ταμείου Ελέγχου Παραγωγής και Ποιότητας Αλκοόλης - Αλκοολούχων ποτών (Ε.Τ.Ε.Π.Π.Α.Α) συνολικής αξίας 14.724,68 ευρώ". Από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγεται ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου εσφαλμένα (κατά πλειοψηφία) στήριξε την εφαρμογή της αρχής ne bis in idem (άρθρο 4§1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ) σε ύπαρξη μη αμετάκλητης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου (λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια Engel για τις περιπτώσεις δυαδικών [ποινικής-διοικητικής] κυρώσεων), αφού, η υπόθεση εκκρεμεί ακόμη ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, ενόψει του ότι δεν προσκομίζεται σχετική βεβαίωση περί αμετακλήτου. Έτσι, σύμφωνα με τις εκτεθείσες παραπάνω νομικές σκέψεις, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του διότι αρνήθηκε να εξετάσει την ουσία της ποινικής υπόθεσης λαθρεμπορίας και να ερευνήσει τη βασιμότητα της κατηγορίας, καθιστώντας αναιρετέα την απόφασή του κατά το άρθρο 510§1 στοιχ. Θ ΚΠΔ.
Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, και παρελκούσης της έρευνας του άλλου λόγου αυτής, να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 522 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. ... απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Βόλου(Β'βαθμού).

Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Σεπτεμβρίου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 26 Σεπτεμβρίου 2023.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ



 

Δεν υπάρχουν σχόλια: