Τετάρτη 2 Ιουλίου 2025

Δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς –

 


Ένα σχόλιο στα άρ. 32 και 147 του Σχεδίου Νόμου για τις εκ νέου παρεμβάσεις στον ΚΠολΔ

Γιώργος Λαζαρίδης, Πρόεδρος Πρωτοδικών

 

 

 

 

 

 

 

 

Στις διατάξεις των άρ. 32 και 147 του Σχεδίου Νόμου,  αποτυπώνεται η κεντρική φιλοσοφία της σχεδιαζόμενης ρύθμισης για την επιτάχυνση στην πολιτική δίκη. Ως βασική μέθοδος για την επίτευξη του εύλογου στόχου επιλέγεται α) η περαιτέρω μείωση του χρονικού διαστήματος, εντός του οποίου προβλέπεται η υποχρέωση έκδοσης απόφασης ανά διαδικασία (6 μήνες στην τακτική και τις ειδικές διαδικασίες, αντί 8 μηνών, και 4 μήνες, αντί  8 μηνών στην εκουσία δικαιοδοσία), αλλά και β) η σύνδεση της αδυναμίας τήρησης των νέων κατά τα ως άνω ορίων με άμεσο και έτι δραστικότερο πειθαρχικό έλεγχο του Δικαστή από τα αρμόδια για την άσκηση του οικείου ελέγχου όργανα κατά τον ΚΟΔΚΔΛ. Η υπηρεσιακή εξέλιξη του Δικαστή τονίζεται εμφατικά ότι διέρχεται από και συναρτάται με την τήρηση των τιθεμένων ορίων (πχ αδυναμία προαγωγής, αν δεν δημοσιεύονται οι αποφάσεις επί υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων σε τριάντα ημέρες από τη συζήτηση). Ταυτόχρονα γ) επιλέγεται οριζόντια, ανεξαρτήτως διαδικασίας, ως αριθμός, που λογίζεται εύλογος για την έκδοση αποφάσεων εντός των ως άνω χρονικών διαστημάτων, αυτός των 150 αποφάσεων επί πολιτικών δικογραφιών ετησίως, με τη σημείωση, μάλιστα, ότι σε αυτόν (τον δυσθεώρητο ούτως ή άλλως σε κάποιες περιπτώσεις) αριθμό δεν συνυπολογίζονται οι υποθέσεις, μεταξύ άλλων, ασφαλιστικών μέτρων και εκουσίας δικαιοδοσίας. Μολονότι, μάλιστα, δεν αναφέρεται ρητά, πρόδηλο είναι ότι δεν συνυπολογίζεται και η επιβάρυνση από την άσκηση των καθηκόντων του ποινικού Δικαστή. Με εξαίρεση, δηλαδή, το Πρωτοδικείο Αθηνών, που το πρώτον κατά το τρέχον δικαστικό έτος δοκιμάστηκε ο χωρισμός πολιτικών και ποινικών υποθέσεων και υπηρετούντων στα οικεία τμήματα Δικαστών, στα λοιπά Πρωτοδικεία, αλλά και σε άπαντα τα Εφετεία της Χώρας, ο Δικαστής δεν είναι μόνον πολιτικός, αλλά και ποινικός Δικαστής. Προετοιμάζεται για τις υποθέσεις, που θα δικάσει, χωρίς να γνωρίζει, αν και ποιες θα αναβληθούν, εκδικάζει τις υποθέσεις αυτές και στη συνέχεια συντάσσει τα σκεπτικά επί των ποινικών αποφάσεων. Στις ποινικές υποθέσεις υπενθυμίζεται πως ο Δικαστής έχει την εκ του νόμου εξουσία να καταγνώσει ενοχή ή να κηρύξει την αθωότητα, να επιβάλλει ποινές ή και να στερήσει ακόμα την ελευθερία. Δεν είναι πάρεργο. Είναι καθήκον ιερό και δυσχερές. Στις ποινικές αποφάσεις, όμως, αναφορά δεν γίνεται, ως να ήταν η ενασχόληση με αυτές μια επουσιώδης απασχόληση του Δικαστή.

Η ρύθμιση δεν είναι ρεαλιστική, δεν συνιστά πρωτότυπη και ρηξικέλευθη αντιμετώπιση του υφισταμένου προβλήματος, αλλά, κυρίως, είναι βαθιά προσβλητική για τους δικαστικούς λειτουργούς της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και θα οδηγήσει μετά βεβαιότητας σε υπονόμευση του Κράτους Δικαίου, δηλαδή θα λειτουργήσει σε βάρος των πολιτών, προς όφελος των οποίων υιοθετούνται οι σχετικές ρυθμίσεις.

Το ότι η ρύθμιση δεν είναι ρεαλιστική καταδεικνύεται με ένα απλό παράδειγμα από την υπηρεσιακή ζωή ενός νεοπροαχθέντος Προέδρου Πρωτοδικών, που επιλέγεται ως ενδεικτικό και τυχαίο παράδειγμα : Με χρέωση 150 πολιτικών δικογραφιών στην ειδική διαδικασία, που θα τοποθετηθεί σε ένα μεγάλο Πρωτοδικείο, όπως το Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αλλά και 70 ασφαλιστικών μέτρων, ο συνολικός αριθμός αποφάσεων που θα πρέπει να εκδοθεί ανέρχεται σε 220. Το ότι μπορεί να χρεωθεί 130 δικογραφίες ειδικής διαδικασίες και 90 υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων αποτελεί ασφαλώς λεπτομέρεια και όχι ουσιαστικό ζήτημα. Αν σε αυτές προστεθεί και ένα πινάκιο εκουσίας δικαιοδοσίας για τον ορισμό προσωρινών διοικήσεων επί εταιριών, όπως συμβαίνει άπαξ ετησίως στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ο συνολικός αριθμός μπορεί να ανέλθει σε 240 δικογραφίες. Ταυτόχρονα, ο Δικαστής αυτός πρέπει να μελετήσει περί τις 25 ποινικές δικογραφίες ανά δικάσιμο Τριμελούς ή Μονομελούς Πλημμελειοδικείου και να προεδρεύσει σε κατά μέσο όρο δύο δικασίμους τέτοιου δικαστηρίου μηνιαίως. Άπαξ ή και δις ετησίως και πάντως πολύ περισσότερο στα επαρχιακά δικαστήρια, θα πρέπει να προεδρεύσει στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο. Επιπλέον, πρέπει να εκτελέσει χρέη Προέδρου Υπηρεσίας, αφού πρώτα μελετήσει τις υποθέσεις, επί των οποίων ζητείται η έκδοση προσωρινής διαταγής και ακολούθως να εκδώσει τις προσωρινές διαταγές. Κάθε βαθμός έχει τις ιδιαιτερότητές του ασφαλώς, το παράδειγμα, όμως, είναι ρεαλιστικό και εύγλωττο. Το έτος έχει 365 ημέρες. Μολονότι σπανίως περισσεύει στον πολιτικό και ποινικό Δικαστή μία ημέρα εβδομαδιαίως για την αναγκαία σε όλους τους ανθρώπους ανασυγκρότηση - ανάπαυση, ας υποθέσουμε ότι τούτο δεν παρίσταται ως προπετής αξίωση και ότι οι διαθέσιμες ημέρες ετησίως είναι (365-52=) 313 ημέρες και αφαιρουμένων 13 ημερών για Πάσχα – Χριστούγεννα και θερινές διακοπές (: με την ελπίδα ότι ούτε αυτός ο αριθμός παρίσταται ως θρασεία εκδήλωση και πάντως περισσότερο για λόγους στρογγυλοποίησης), τότε απομένουν 300 ημέρες. Για την προετοιμασία των προαναφερθεισών ποινικών δικών σε ένα περιβάλλον – ας μη λησμονούμε- χαοτικής πολυνομίας και πολυπλοκότητας, ο Δικαστής είναι αδύνατον να μην αφιερώσει ετησίως περί τις 20 ημέρες. Αν δεν το πράξει, θα είναι απροετοίμαστος, με εικόνα επιζήμια για τη Δικαιοσύνη και τους πολίτες. Χρειάζεται ασφαλώς και 15 ημέρες κατ’ ελάχιστον για να συντάξει τα ποινικά σκεπτικά. Απομένουν, συνεπώς, 265 ημέρες. Επιπλέον, κατ’ ελάχιστον, 5-6 ημέρες μηνιαίως ο Δικαστής αυτός θα πρέπει να ευρίσκεται στο Δικαστήριο για την εκτέλεση της υπηρεσίας του. Στον δεύτερο βαθμό, λόγω της σοβαρότητας των ποινικών υποθέσεων και της διάρκειας των δικών αυτών επί υποθέσεων ως επί το πλείστον κακουργηματικού χαρακτήρα, ο Δικαστής καλείται να ευρίσκεται στην Υπηρεσία σημειωτέον πολλές περισσότερες ημέρες μηνιαίως (: ενίοτε περί τις 10 ή και περισσότερες). Αυτές τις ημέρες, εργαζόμενος και τα απογεύματα, δεν μπορεί να είναι εκ των πραγμάτων ιδιαίτερα παραγωγικός, αφού η εκδίκαση των υποθέσεων στα σχετικά ακροατήρια, με υπερένταση της προσοχής, όπως αναγκαία απαιτείται, είναι συχνά εξαντλητική διαδικασία. Εκ των πραγμάτων, δηλαδή, κατά μέσο όρο, στους 10 μήνες πλήρους λειτουργίας των δικαστηρίων ετησίως (αφαιρουμένου του χρόνου των θερινών τμημάτων δηλαδή)  απομένουν διαθέσιμες στον Δικαστή περί τις 215 ημέρες. Και εγείρεται το ερώτημα : Μπορεί σε αυτές τις 215 ημέρες (με ετήσια ανάπαυση για Χριστούγεννα – Πάσχα και καλοκαίρι 13 ημέρες και με εβδομαδιαία ανάπαυση μίας ημέρας) να μελετήσει αγωγές, προτάσεις, προσθήκες και αποδεικτικό υλικό, να μελετήσει τα νομικά ζητήματα, αλλά και να επιλύσει τις αποδεικτικές δυσχέρειες επί 150 ή 220 ή 240 υποθέσεων ; Μπορεί να μελετά και ταυτόχρονα να συντάσσει απόφαση για τέτοιο αριθμό υποθέσεων σε 215 ημέρες ; Η απάντηση είναι γνωστή σε όλους τους παροικούντες τη δικαστική Ιερουσαλήμ. Και είναι απερίφραστα και ανενδοίαστα αρνητική. Παραμένει δε τέτοια, ακόμα και αν αφιερωθούν και οι 365 ημέρες του έτους.

Ειδικότερα πρέπει να γίνουν οι ακόλουθες παρατηρήσεις : 1. Κομίζει γλαύκα εις Αθήνας ο υπομιμνήσκων ότι ζούμε σε μια εποχή με πολύ περισσότερες προκλήσεις έναντι του παρελθόντος. Μια πρόχειρη σύγκριση ανάμεσα σε δυο τεύχη ενός νομικού περιοδικού με απόσταση μεταξύ τους εικοσαετίας επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Η νομική επιστήμη παρακολουθεί τις έννομες σχέσεις και όσο πολυπλοκότερες αυτές, νομικά ή και ηθικά, τόσο πιο δυσχερές και το νομικό περιβάλλον, που ρυθμίζει τον τρόπο λειτουργίας τους. Η πολυπλοκότητα και η δυσχέρεια μιας υπόθεσης, όμως, προκαλεί με τη σειρά της την αναγκαιότητα αφιέρωσης πλείονος χρόνου για την επεξεργασία της σχετικής με αυτήν δικογραφίας. 2. Η πολυνομία, η αντιφατικότητα πολλών ρυθμίσεων, η συχνά παρατηρούμενη προχειρότητα κατά τη νομοθέτηση, αλλά και οι αλλεπάλληλες, χωρίς μακρόπνοο όραμα και σχεδιασμό αλλαγές σωρεύουν δεινά κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή. Η επίλυση, όμως, των αναφυομένων ζητημάτων απαιτεί χρόνο. 3. Τα δικόγραφα, επί των οποίων καλείται πλέον να κρίνει ο Δικαστής στην ελληνική πραγματικότητα, αριθμούν συχνά σελίδες επί σελίδων. Αρκεί η επισκόπηση μιας συνήθους ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής ή κατά της εκτέλεσης, αλλά και ενός δικογράφου επί οικογενειακής διαφοράς, για να αντιληφθεί κάποιος το μέγεθος του ζητήματος, παρά το γεγονός ότι οι ως άνω μνημονευόμενες κατηγορίες υποθέσεων δεν δικαιολογούν συχνά την παρατηρούμενη έκταση στα δικόγραφα. Ο Δικαστής, όμως, δεν έχει άλλη επιλογή από την επιμέλεια. Πρέπει, δηλαδή, να μελετήσει την κάθε σελίδα, τον κάθε ρητά εκπεφρασμένο ή υπονοούμενο ισχυρισμό και να απαντήσει στον ισχυρισμό αυτό, αφού η ακρόαση καθίσταται άλλως μια νομική φενάκη. Πρέπει εν τέλει να αποδώσει δίκαιο. Σε αυτό έδωσε όρκο. Όχι στον πίνακα εκκρεμότητάς του. 4. Δεν συναριθμούνται οι υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων και εκουσίας δικαιοδοσίας, αναγράφεται στο σχέδιο νόμου, προκειμένου να διαγνωσθεί, αν υπήρξε υπέρβαση του ανώτατου ορίου υποθέσεων, μέχρις εξάντλησης του οποίου στοιχειοθετειται σχεδόν πάντα πειθαρχική ευθύνη κατά το μάλλον ή ήττον. Θα έπρεπε, ωστόσο, να είναι γνωστό ότι στις μεν υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων η παροχή προσωρινής έννομης προστασίας, έστω σε επίπεδο πιθανολόγησης, διέρχεται από την αξιολόγηση της ύπαρξης ασφαλιστέου δικαιώματος. Αυτό λογίζεται ως κάτι υποδεέστερο ή όλως ευχερές, ώστε να μην υπολογίζεται στη χρέωση ; Και δεν είναι γνωστό στον νομοθέτη ότι για λόγους ευελιξίας της διαδικασίας σειρά υποθέσεων, ων ουκ έστι αριθμός, παραπέμπονται προς εκδίκαση με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, παρότι είναι μη γνήσιες υποθέσεις αυτής, που υποκρύπτουν και αντιδικία ; Το εταιρικό δίκαιο, ένα δίκαιο δυσχερές και σημαντικό για την επένδυση κεφαλαίου ειρήσθω εν παρόδω, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, ενώ στην ίδια λογική εντάσσεται και πλήθος υποθέσεων του πτωχευτικού δικαίου ή εν γένει του δικαίου αφερεγγυότητας. Η εποχή της εκουσίας των συναινετικών διαζυγίων έχει παρέλθει προ πολλού με απόφαση του ίδιου του νομοθέτη. Δεν εξομοιώνεται εξ απόψεως δυσκολίας μια υπόθεση δικαστικής συμπαράστασης με μια υπόθεση αποκλεισμού εταίρου πχ ούτε και με μια δίκη περί τον διορισμό προσωρινής διοίκησης σε ΑΕ. Με ποια λογική, συνεπώς, οι υποθέσεις αυτές δεν συνυπολογίζονται ; Αν υπολαμβάνεται ότι τούτο οφείλεται στην ευχέρεια του αντικειμένου, τότε ή κάποια πλάνη έχει εμφιλοχωρήσει ή κάποια αδικαιολόγητη άγνοια για τα τεκταινόμενα στη δικαστική καθημερινότητα. 5. Στην ίδια λογική λογίζεται ως ήσσονος αντικειμένου η απόδοση της ποινικής δικαιοσύνης ; Δεν είναι γνωστό ότι υποθέσεις διακόπτονται και δίκες διαρκούν συχνά επί μακρόν λόγω του πολυπρόσωπου χαρακτήρα τους ή της βαρύτητας του αντικειμένου τους ; Θεωρεί κάποιος ότι η μελέτη και εκδίκαση αυτών των υποθέσεων συμβαίνει σε κάποιο κενό χρόνου και αν ναι, δεν θα πρέπει να το πει με ειλικρίνεια και ευθύτητα στην κοινωνία, για να κριθεί η αποτελεσματικότητα της κυοφορούμενης ρύθμισης ; 6.  Καλώς ή κακώς, αποτελεί σύμφυτη με το λειτούργημα ιδιαιτερότητα η αδυναμία της εκ των προτέρων αξιολόγησης της δυσχέρειας μιας υπόθεσης. Μια υπόθεση παρίσταται prima facie ως δυσχερής, κατά τη μελέτη της, όμως, προκύπτει ένα ανυπέρβλητο ζήτημα απαραδέκτου, αλλά και, αντιθέτως, μια υπόθεση φαίνεται εκ πρώτης όψεως ευχερής και αποδεικνύεται στο τέλος ότι είχε ιδιαιτερότητες, που την καθιστούσαν πολύ περισσότερο δυσχερή από το αναμενόμενο. Χρειάζεται, συνεπώς, εμπιστοσύνη στη δικαστική εξουσία. Έναν κλάδο ετησίως επιθεωρούμενο και με πλήρη εγρήγορση στην αυτοκάθαρσή του, που επιδεικνύει τη μέγιστη αυστηρότητα σε φαινόμενα ραθυμίας, συχνά εσχάτως και καθ’ υπερβολή, στο μέτρο που ως σημαντικότερο κριτήριο αξιολόγησης προβάλλεται η ταχύτητα της επεξεργασίας των υποθέσεων. 7. Είναι γεγονός πως μια δικογραφία μπορεί να χρειάζεται για την επίλυσή της και δύο ή τρεις εβδομάδες και μια άλλη δικογραφία μία ημέρα. Ούτε μέσος όρος είναι εύκολο να εξαχθεί ούτε γενικεύσεις επιτρέπονται. Χειρισμός πάντως υπόθεσης του εταιρικού δικαίου ή του δικαίου των διακριτικών γνωρισμάτων ή του ανταγωνισμού ή συχνά και του ενοχικού δικαίου σε μια και δύο ημέρες είναι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αδύνατος. Αν, μάλιστα, ληφθεί υπόψη ότι το παραδεκτό (πχ η αοριστία) θα πρέπει κατά τις προτεινόμενες ρυθμίσεις να θεραπεύεται με υπόδειξη του Δικαστή σε προκαταρτικό στάδιο, η κατάσταση θα εξελιχθεί επί τα χείρω, αφού ο αριθμός των επί της ουσίας κρίσεων θα αυξηθεί σε σημαντικό βαθμό στο σύνολο των περιπτώσεων, ενώ ταυτόχρονα ο Δικαστής θα πρέπει σε κάποιο χρόνο να μελετά τις υποθέσεις, επί των οποίων θα εκδώσει Διάταξη, αφαιρώντας τον χρόνο αυτό προδήλως από κάπου αλλού.       

Η σύνδεση με το πειθαρχικό δίκαιο, ωστόσο, αυτή η διαρκής απειλή της πειθαρχικής κύρωσης για κάθε υπέρβαση δυνατού ή αδύνατου και δη υπό οιονεί αυτοματοποιημένη πλέον μορφή είναι το πλέον λυπηρό· Γιατί προδίδει την προαντίληψη των συντακτών του σχεδίου νόμου για τους πολιτικούς και ποινικούς Δικαστές, οι οποίοι λογίζονται ως κατ’ αρχάς ράθυμοι· Ως δυνάμενοι να επιτελέσουν τα ως άνω τεκμηριωμένα αδύνατα, αλλά την ίδια στιγμή αρνούμενοι να το πράξουν για λόγους, που ανάγονται σε κάποιου είδους οκνηρία τους, για την οποία, μάλιστα, αξίζουν τη σχεδόν αυτοματοποιημένη και αδιάκριτη τιμωρία. Υποδεικνύονται στην κοινωνία ως το αίτιο του προβλήματος, ενώ δεν είναι αυτοί που νομοθετούν, και ενώ στις πλείστες των περιπτώσεων είναι γνωστό πως υπερβάλλουν εαυτούς, προκειμένου να διασώσουν το κύρος της Δικαιοσύνης, που τιτρώσκεται από άλλους με κάθε ευκαιρία. Προβάλλονται ως (κατά μαχητό τουλάχιστον κριτήριο) οι κατ’ αρχάς υπεύθυνοι του προβλήματος.

Τι επιτυγχάνεται με κάθε τέτοια ρύθμιση λοιπόν ; Ο Δικαστής θα ευρεθεί μοιραίως προ μιας προδιαγεγραμμένης κατάστασης σύγκρουσης συμφερόντων. Το ηθικής χροιάς αίσθημα καθήκοντος, που διατηρείται σε πολλούς υψηλό, θα επιτάσσει την επιμελή και ενδελεχή επεξεργασία της δικογραφίας. Η ομοίως σεβαστή ανάγκη βιοπορισμού, όμως, θα επιτάσσει τη βιαστική επεξεργασία, χάριν αποφυγής της πειθαρχικής ευθύνης. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως η ταχύτητα ελέγχεται ευχερώς και διαρκώς μέσω των ούτω καλουμένων πινάκων εκκρεμότητας, που αποστέλλονται μηνιαίως στον Άρειο Πάγο, ενώ η ποιότητα της απόφασης, παρά τα όσα αντίθετα λέγονται, σπανιότερα αξιολογείται επί της ουσίας, ιδία αν ο επιθεωρούμενος δεν έχει υπάρξει τοσούτον ταχύς, όσο το επιθυμητόν στο πρώτο επίπεδο κρίσης και αξιολόγησής του. Και είναι ομοίως γνωστό ότι όσο μεγαλύτερη η ευσυνειδησία, τόσο επιμελέστερη και άρα και χρονικά διευρυμένη η επεξεργασία της δικογραφίας, με τα εντεύθεν αποτελέσματα. Καθώς, όμως, πολλοί (και ενδεχομένως στο σύνολό τους αποδεκτοί) δρόμοι ανοίγονται κάθε φορά για την επεξεργασία μιας δικογραφίας, είναι αδιανόητο ο Δικαστής να εμβάλλεται στον πειρασμό της επιλογής εκείνης της λύσης, που είναι η βολική εξ απόψεως αναγκαίου χρόνου επεξεργασίας της δικογραφίας. Γιατί σε εκείνο το χρονικό σημείο, που αναφύεται το δίλημμα, στο ίδιο χρονικό σημείο έχει κιόλας καταλυθεί η δικαστική Ανεξαρτησία· Ανεξάρτητη και αδέσμευτη κρίση, εξαιρουμένων ασφαλώς των περιπτώσεων αβελτηρίας, σκόπιμης καθυστερήσεως ή ραθυμίας, είναι εκείνη η κρίση, που οριοθετείται αποκλειστικά και μόνο από τον Νόμο και τη συνείδηση. Όχι από το ενδεχόμενο πειθαρχικής ευθύνης, επειδή ο Δικαστής υπήρξε επιμελής και για τον λόγο αυτό καθυστέρησε. Αυτό είναι μια παγκόσμια πρωτοτυπία, που είναι δυσχερές ακόμα και να εξηγηθεί στους συναδέλφους μας στην αλλοδαπή.

Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις κάθε επιμελής Δικαστής θα είναι δυνητικά πειθαρχικά ελεγκτέος σε κάποιο χρονικό σημείο της σταδιοδρομίας του και κατά πάσα πιθανότητα σε πλείονα τέτοια σημεία. Αυτή είναι, όμως, τελικά η επιδιωκόμενη εικόνα ; Του περιδεούς Δικαστή ; Του έμφοβου ; Του διαρκώς δυνητικά εγκαλούμενου ; Του πλήρως αποκλεισμένου από τα τεκταινόμενα στην κοινωνία, τις υποθέσεις της οποίας καλείται να κρίνει ; Του διαρκώς απολογούμενου ; Του προσερχόμενου ως ταπεινωμένου ενώπιον των πειθαρχικών Συμβουλίων προς ανατροπή της κατ’ αρχάς τεκμαιρόμενης ενοχής του, λαμβανομένης υπόψη της προηγηθείσας αφαίρεσης από αυτόν των δικογραφιών, προς ενεργοποίηση των προβλέψεων της ρύθμισης του άρ. 307 ΚΠολΔ, η οποία (- αφαίρεση και επαναχρέωση δικογραφιών σε άλλον Δικαστή) σημειωτέον, σε τέτοιες περιπτώσεις, προκαλεί μεγαλύτερη καθυστέρηση και επιβάρυνση από μια λελογισμένη αναμονή, εις τρόπον ώστε το αληθές περιεχόμενό της να είναι η παραδειγματική τιμωρία ; Αυτή είναι η συνειδητή επιλογή των άλλων δύο εξουσιών για την τρίτη εξουσία ; Αν ναι, τότε θα πρέπει κάποιος με ειλικρίνεια και ευθύτητα να το πει στην κοινωνία χωρίς περιστροφές και η θέση του να αξιολογηθεί.   

Ως πολιτικός και ποινικός Δικαστής, επιτελώ τα καθήκοντά μου με αφοσίωση στο δικαστικό λειτούργημα, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, όπως και πολλοί άλλοι συνάδελφοί μου. Το γνωρίζουμε όλοι, όσοι κοιμόμαστε και ξυπνούμε με το επίμονο πρόβλημα του άλλου στο μαξιλάρι μας να επιζητεί από εμάς μια νομικά ορθή, μα και ουσιαστικά δίκαιη επίλυση σε έναν δεσμό συχνά γόρδιο. Το γνωρίζουμε και όλοι, όσοι στερηθήκαμε αυτονόητες απολαύσεις του βίου κάθε φορά που παρέστη ανάγκη. Ο κατάλογος, μακρύς και επώδυνος, θα θέσει κάποτε σε κάποιον φιλοσοφικό καθρέπτη δυσχερή στην απάντησή τους ερωτήματα σε ατομικό επίπεδο. Το γνωρίζουμε και όλοι, όσοι δεν θελήσαμε να καθυστερήσουμε στην έκδοση μιας απόφασης, αλλά ευρεθέντες στη δύσκολη θέση, μία ή και περισσότερες φορές, προκρίναμε και πάλι την επιμελή επεξεργασία. Και επιτύχαμε στο  τέλος -με στερήσεις- και τις καθυστερήσεις, που δεν αποφύγαμε, να δαμάσουμε, και τη Δικαιοσύνη να μην πληγώσουμε. Υπήρξαμε οι ίδιοι. Και όταν καθυστερήσαμε και όταν όχι ! Και δεν αισθανθήκαμε τη ζωή μας να εξαρτάται από μία συγκυρία.

       Αυτό που δεν φανταζόμασταν είναι ότι ψευδεπίγραφα ( ; ) ανεξάρτητοι, θα διαβιούσαμε κάποτε υπό τη δαμόκλειο σπάθη της δίωξης και υπό το καθημερινό άχθος της τιμωρητικής απειλής. Δεν υφίσταται αναγκαιότητα σύστασης Επιτροπής ΚΠολΔ ή άλλου Κώδικα, που να το εισηγείται επισήμως κατά τρόπο θεσμικό. Ο Δικαστής απαιτείται να είναι νηφάλιος. Και είναι αδιανόητο τη μια στιγμή περιδεής να ασκεί τα καθήκοντά του, και την άλλη στιγμή να ενδύεται την τήβεννο της θαρρετής ανεξαρτησίας· Να αγωνιά, μήπως διωχθεί, μήπως στερηθεί τον μισθό του, μήπως στιγματιστεί, χωρίς οιαδήποτε ουσιαστική εγγύηση, επειδή εργάζεται υπεύθυνα με αντίπαλο το πολλές φορές ανέφικτο, και την ίδια στιγμή θαρραλέος να λαμβάνει αποφάσεις κατά συνείδηση.

Θα ενημερώνει το Δικαστήριο τον πολίτη για την καθυστέρηση αναγράφεται στο Σχέδιο Νόμου και προβάλλεται αυτό ως ένδειξη σεβασμού προς αυτόν. Ο Δικαστής, δηλαδή, που για λόγους που αφορούν στον νομοθέτη και συνίστανται στην ενδεχόμενη αδυναμία συγκρότησης μιας νέας, εκ θεμελίων πρωτότυπης και συνολικής πρότασης, ανταποκρινόμενης στις προκλήσεις των καιρών, θα αδυνατεί από τη μία πλευρά να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του για τους λόγους που ανωτέρω αναφέρθηκαν, θα έχει, όμως ταυτόχρονα και το επιπλέον ηθικό, αλλά και πραγματικό βάρος, να απολογείται στην κοινωνία. Αντί να ασχολείται με τις δικογραφίες, θα συντάσσει κάθε είδους εξηγήσεις προς πάσα κατεύθυνση και θα ενημερώνει ως προς το ότι ενδεχομένως πενθεί προσωρινά για την απώλεια των γονέων του, ως προς το ότι αρρώστησε, ως προς το ότι υπερχρεώθηκε, ως προς το ότι δεν πέτυχε το ανέφικτο κ.ο.κ. Ο πολίτης επιθυμεί ταχεία, αλλά και ορθή απόφαση, τα δε αιτήματά του είναι απολύτως δικαιολογημένα. Η λύση, όμως, δεν μπορεί να είναι η κατασυκοφάντηση του Δικαστή στην κοινωνία. Ούτε ο εξευτελισμός του. Η εική και ως έτυχε, πλην ταχέως εκδοθείσα απόφαση, άλλωστε, είναι ασύγκριτα πιο επιζήμια και επιβαρύνει συνολικά τον δικαιοδοτικό μηχανισμό, σε σχέση με την επιμελώς συνταχθείσα, η δε ταχεία απόφαση, όπως και πρέπει να είναι, είναι δυνατή, μόνο όταν η επιβάρυνση του Δικαστή, συγκρινόμενη με τον συνολικό αριθμό εκκρεμών υποθέσεων (και όχι τον αριθμό των πολιτών σε αναλογία προς τον αριθμό Δικαστών), είναι στα αποδεκτώς ευρωπαϊκά όρια. Η μη έχουσα ανάλογο στον ευρωπαϊκό Χώρο κατά τα ως άνω ρύθμιση θα τρώσει ακόμα περισσότερο την εικόνα του Δικαστή στην κοινωνία, η οποία έχει την ανάγκη σήμερα, περισσότερο από ποτέ, να αισθάνεται την ανακούφιση ότι μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη. Προς τούτο, όμως, απαιτείται να τον πείσουν άπαντες οι εμπλεκόμενοι παράγοντες και δη έκαστος στο μέτρο των αρμοδιοτήτων του, συμπεριλαμβανομένου και του νομοθέτη. Σε διαφορετική περίπτωση ρυθμίσεις, όπως οι προκείμενες, δεν βάλλουν κατά των Δικαστών ως μιας μορφής συνήθους συντεχνίας, όπως επιχειρείται και εικάζεται ότι θα επιχειρηθεί να προβληθεί, αλλά σε βάρος τελικώς της ίδιας της κοινωνίας. Για όσους τυχόν είναι πραγματικά ράθυμοι και για όσους τυχόν δεν μπορούν ή δεν επιθυμούν από την πλευρά των Δικαστών να ανταποκριθούν στο σύγχρονο απαιτητικό περιβάλλον, ούτε οι Δικαστές επιθυμούν την προστασία τους. Αλλά η (συνειδητά ; ) καλλιεργούμενη εικόνα της γενικευμένης ανικανότητας και πόρρω απέχει από την πραγματικότητα και είναι όλως επιζήμια σε ένα κράτος Δικαίου. Ο Δικαστής ομιλεί με τις αποφάσεις του και υπόκειται σε κριτική γι’ αυτές πρωτίστως από την επιστημονική κοινότητα, αλλά δευτερευόντως και από την κοινωνία, που είναι καθήκον της Πολιτείας να την ενημερώσει με ειλικρίνεια και διαφάνεια για τις κρατούσες συνθήκες απονομής της δικαιοσύνης στη Χώρα μας. 

Δεν είναι, άλλωστε, εγγενές στο λειτούργημα η καφκική διαμόρφωση της πραγματικότητας. Δεν είναι καλός Δικαστής ο εξαθλιωμένος από τις συνθήκες εργασίας. Καλός Δικαστής είναι ο κραταιός και ενημερωμένος περί τα νομικά, που με ευφυία και βαθιά κοινωνική αντίληψη και γνώση κρίνει δίκαια, δίδοντας τη λύση εκείνη, που είναι προσήκουσα στη συγκεκριμένη διαφορά, χωρίς να φοβάται το κόστος ή να σφυγμομετρά προηγουμένως την συχνά ανενημέρωτη κοινή γνώμη, πάντα δε ταύτα, στον εύλογο, με βάση τις συνθήκες, χρόνο. Είναι, δηλαδή, η περήφανη, εμπνευσμένη και άοκνη ανταπόκριση στις προκλήσεις της καθημερινότητας. Πώς μπορεί να τα πράξει αυτά ο Έλληνας πολιτικός και ποινικός Δικαστής με βάση την ως άνω πραγματικότητα ; 

            Λύσεις υπάρχουν. Ενδεικτικά : α) Η αντικατάσταση των ασφαλιστικών μέτρων από έναν μηχανισμό παρόμοιο της προσωρινής διαταγής για την παροχή προστασίας σε προσωρινό επίπεδο για μικρό χρονικό διάστημα, εφόσον είναι αναγκαίο. β) Η απλοποίηση της πολιτικής δικονομίας, με κατ’ αρχάς ενοποίηση των διαδικασιών και διαμόρφωση ενός συστήματος, που θα αντικατροπτρίζει εμπιστοσύνη στον Δικαστή. Με κατάλληλη τροποποίηση και της σχετικής Συνταγματικής πρόβλεψης περί αιτιολογίας, επί απλούστερων υποθέσεων (πχ αυτοκινητικών διαφορών), θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένα σύστημα, όπως το ακόλουθο : Ο Δικαστής να μελετά ενδελεχώς τον φάκελο. Κατά την ημέρα της δικασίμου να εκθέτει μια συνοπτική εισήγησή του στους διαδίκους, καθώς έχει την εμπειρία να το πράξει. Να καταλήγει σε μια πρόταση και να καταλείπει ένα μικρό χρονικό περιθώριο στους διαδίκους, για να αποφασίσουν, αν την αποδέχονται. Αν τούτο συμβεί, θα αρκεί μια Διάταξη, που θα εκδίδεται άμεσα και ο διάδικος θα έχει αποκτήσει συντομότατα έναν εκτελεστό τίτλο, χωρίς ανάγκη σύνταξης πολυσέλιδης απόφασης. Αν υπάρχει διαφωνία με τη θέση του Δικαστή, τότε θα πρέπει να υπάρχει ένα σημαντικό παράβολο για την προσφυγή σε δικαστικό σχηματισμό και την εξασφάλιση της δυνατότητας σύνταξης μιας πολυσέλιδης απόφασης. γ) Για τεχνικά ζητήματα, που απαιτούνται γνώσεις φυσικής ή ιατρικής ή μηχανικής κλπ. θα μπορούσε να υπάρχει εντός Δικαστηρίων ειδικό επιστημονικό προσωπικό, στο οποίο να μπορεί να προσφεύγει άμεσα ο Δικαστής, όταν είναι αναγκαίο. Το αυτό και για μαθηματικούς υπολογισμούς κονδυλίων, όταν ο Δικαστής έχει αποφασίσει για τα κρίσιμα, όπως πχ την ύπαρξη υπερεργασίας ή υπερωρίας στη συγκεκριμένη πχ εργατική διαφορά κλπ. δ) Να αξιοποιηθούν τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης για την κατηγοριοποίηση των υποθέσεων, ώστε σε κάθε πινάκιο να διαμορφώνεται ένα σώμα υποθέσεων με κοινά ζητήματα. Αυτό θα διευκολύνει τον Δικαστή, μέσω της επανάληψης των αναφυομένων ζητημάτων. Θα πρέπει, επίσης, να εξασφαλιστεί άμεση πρόσβαση σε όλους σε νομικές βάσεις δεδομένων. Να αξιοποιηθούν τα ηλεκτρονικά αρχεία αποφάσεων των δικαστηρίων και να επιβληθεί η τήρησή τους, όπου έχει ατονήσει, ώστε με τη βοήθεια και πάλι τεχνητής νοημοσύνης, να εντοπίζεται ευχερέστερα μια σχετική απόφαση ή ένα σχετικό σχέδιο προς υποβοήθηση του Δικαστή. Η πιθανότητα επικουρίας του Δικαστή από εξειδικευμένο προσωπικό θα πρέπει ομοίως να μην αποκλεισθεί ως πρόταση. ε) Θα πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο ευρύτερων δικαστικών σχηματισμών στην περιφέρεια, με μετάβαση των Δικαστών του κεντρικού σχηματισμού στα κατά τόπους επαρχιακά Πρωτοδικεία. Η συγκέντρωση αυτή θα επιτρέψει την εξειδίκευση (πχ οικογενειακοί Δικαστές της Περιφέρειας) με δυνατότητα αλλαγής τμήματος ανά 3ετία ή 4ετία. στ) Θα πρέπει να υπάρχει χώρος εντός Δικαστηρίου, όπου ο κάθε Δικαστής σε κλιματολογικά ανεκτές συνθήκες, με αξιοπρέπεια, θα μπορεί να εργάζεται σε κάποιον χώρο (- γραφείο), που σήμερα στις πλείστες των περιπτώσεων δεν διαθέτει. Με καλόπιστο διάλογο, αν το ζητούμενο είναι η βελτιστοποίηση του τρόπου λειτουργίας της Δικαιοσύνης, προτάσεις μπορούν να εισφερθούν και να αποδώσουν. ζ) Θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες, που θα δείχνουν στην πράξη ότι στη Χώρα μας υφίσταται ισονομία και εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη. Οι σχετικοί με την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης θεσπισθέντες κανόνες είναι στη σωστή κατεύθυνση, αρκεί και η Πολιτεία να επιδεικνύει ουσιαστικό σεβασμό στους κανόνες που η ίδια θέσπισε.      

            Απευθύνομαι με ειλικρινή αγωνία προς την Πολιτεία. Ας υπαναχωρήσει σε διατάξεις, όπως οι υπό σχολιασμό. Αντί ρυθμίσεων, όπως οι προκείμενες, ας επιλέξει τη δύσκολη ατραπό της εκ θεμελίων μεταβολής, με σχεδιασμό μακρόπνοο. Δεν είναι εχθροί της Δικαιοσύνης οι υπηρετούντες αυτήν καθημερινώς· Αυτοί, δηλαδή, που άλλοτε, κατόπιν απαιτητικών εξετάσεων, κρίθηκαν ως οι ικανότεροι εκ των σε αυτές μετασχόντων και οι πλείστοι των οποίων ως τέτοιοι επιθυμούν να παραμείνουν, επ’ ωφελεία της κοινωνίας, αλλά και ως αναγκαία συνιστώσα του αυτοσεβασμού τους. Αρκεί λοιπόν να μάθουν και να εφαρμόσουν δικαιοσύνη, υπό την ουσιαστική και πρωταρχική του όρου έννοια, άπαντες οι εμπλεκόμενοι, συμπεριλαμβανομένου και του νομοθέτη. Παρατηρείται τον τελευταίο καιρό ένα διαρκές σφυροκόπημα στη Δικαιοσύνη και τους Δικαστές, με τη συνδρομή, βέβαια, και μερίδας του τύπου, που θα απολήξει στο να παρίσταται η απονομή Δικαιοσύνης από τα Δικαστήρια ως τοσούτον αποκρουστική, ώστε να μην είναι επιθυμητή ή ελκυστική η προσφυγή σε αυτήν, αλλά να παρίσταται ως προτιμητέα η προσφυγή σε εναλλακτικούς μηχανισμούς απονομής, αν όχι και σε αυτήν την αυτοδικία. Η άδικη κριτική θα πρέπει να είναι σαφές ότι στρέφεται εν τέλει κατά του Κράτους Δικαίου. Διότι η Δικαιοσύνη είναι μια πηγή κρυστάλλινη, το νερό της οποίας κοινωνούμε άπαντες. Αν αυτό στερέψει ή δηλητηριαστεί, θα είναι κιόλας ανώφελη η διαπίστωση πως κάτι σάπιο υπάρχει στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: