Συνάφεια της ειδικής παραγραφής με την αμνηστία
"Δαπάνες ενταλμάτων γενομένων επί τη βάση ελέγχων Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου" των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού, αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020.
μειοψηφήσασα γνώμη είκοσι επτά (27) μελών του Δικαστηρίου
Απόφαση 2 / 2025 (ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Αριθμός 2/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΠΟΙΝΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Ασημίνα Υφαντή, Μαρουλιώ Δαβίου, Μαρία Κουφούδη, Αγάπη Τζουλιαδάκη Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Μαρία Σιμιτσή-Βετούλα και Αριστείδη Βαγγελάτο, Αντιπρόεδρους, Χρήστο Κατσιάνη, Γεωργία Κατσιμαγκλή, Κωστούλα Πρίγγουρη, Στέφανο - Σπυρίδωνα Πανταζόπουλο, Παρασκευή Τσούμαρη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Ελένη Χροναίου, Σωκράτη Πλαστήρα, Αγαθή Δερέ, Κλεόβουλο - Δημήτριο Κοκκορό, Γεώργιο Σχοινοχωρίτη, Ευτύχιο Νικόπουλο, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Σταύρο Μάλαινο, Χρυσούλα Πλατιά, Βαρβάρα Πάπαρη, Φώτιο Μουζάκη, Ελπίδα Σιμιτοπούλου, Μαρία-Μάριον Δερεχάνη, Αικατερίνη Χονδρορίζου, Λεωνίδα Χατζησταύρου, Ευαγγελία Γιακουμάτου, Μερόπη Τζουγκαράκη, Ιφιγένεια Ματσούκα, Παναγιώτη Λυμπερόπουλο, Μιχαήλ Αποστολάκη, Νίκη Κατσιαούνη, Φωτεινή Μηλιώνη, Αντιγόνη Τζελέπη, Μαρία Γιαννακοπούλου, Απόστολο Φωτόπουλο, Μαρία Πετσάλη, Ερασμία Λιούλη, Ζωή Καραχάλιου, Βάϊα Ζαρχανή, Σπυριδούλα Λιάτη, Στυλιανή Μπλέτα, Ηλία Γιαρένη, Ελένη Θεοδωρακοπούλου - Εισηγήτρια, Δέσποινα Βασιλοδημητράκη, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Αικατερίνη Πατσιαρά, Παναγιώτη Φιλόπουλο, Παρασκευή Γρίβα, Γεώργιο Μικρούδη, Ευαγγελία Γίτση, Αθανάσιο Νικολόπουλο, Ελένη-Παναγιώτα Λεβεντέλη, Μαρία Τατσέλου, Ειρήνη Νικολάου, Παναγιώτη Μπολτέτσο, Ιωάννα Στρατσιάνη, Χριστίνα Τζίμα, Άλκηστις Σιάννου, Βασιλική Μουγιάντση, Κωνσταντία Εμμανουηλίδου και Παναγιώτα Γιαννακοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 27 Φεβρουαρίου 2025, σύμφωνα με την υπ'αριθμ.920/2024 του Αρείου Πάγου (Ζ' Ποινικού Τμήματος) με την οποία παραπέμπεται στην Πλήρη Ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1843/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α' Βαθμού), για τον αναφερόμενο στο σκεπτικό αυτής λόγο. Με κατηγορούμενους τους: 1.Π. Ψ. του Χ., κάτοικο ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Νικολακόπουλο και 2.Δ. Ψ. του Χ., κάτοικο ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Παναγιωτάκη. Με υποστηρίζον τη κατηγορία το Ν.Π.Δ.Δ. "ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ", ως καθολικό διάδοχο του Ν.Π.Δ.Δ., με δ.τ. "ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ", το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα και το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μακρή.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α'Βαθμού) με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ' αρ. 6/30.1.2024 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου Νίκης Κορίζη και έλαβε αριθμό 6/2024 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 111/24.
Αφού άκουσε Ι)Τoν Αντεισαγγελέα, ο οποίος: α) είπε ότι με την υπ' αριθμ. 920/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου (Ζ' Ποινικού Τμήματος), παραπέμπεται στην Πλήρη Ποινική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η υπ' αρ. 6/30.1.2024 αίτησή του για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1843/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α' Βαθμού), για τον αναφερόμενο στο σκεπτικό αυτής λόγο και β) ανέπτυξε την ως άνω κρινόμενη αίτηση αναίρεσής του και πρότεινε να γίνει δεκτή.
ΙΙ)Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Παραδεκτά εισάγεται στην πλήρη Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, η από 30-1-2024 αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της αποφάσεως 18...23-24/10/2023 του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α' Βαθμού). Η αίτηση αυτή παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την υπ' αριθ. 920/2024 ομόφωνη απόφαση του Ζ' Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 2 εδ. γ' περ. γ' του Ν. 4938/2022 (Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών), στο οποίο ορίζεται ότι....''Στην πλήρη Ολομέλεια υπάγονται:........γ) οι περιπτώσεις που το τμήμα αρνείται την εφαρμογή νόμου ως αντισυνταγματικού'' (επομένως, και εξ αντιδιαστολής, και όταν τμήμα του ΑΠ καταφάσκει την αντισυνταγματικότητα νόμου), προκειμένου να κριθεί το ζήτημα αν η διάταξη του άρθρου 67 του Ν. 4735/2020 αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ. 1, 26 και 47 παρ. 3, 4 του Συντάγματος, όπως δέχθηκε και η προαναφερθείσα απόφαση. Με τις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος εισάγεται η θεμελιώδης αρχή της διάκρισης των κρατικών λειτουργιών και ορίζεται ότι: "1. Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια, οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού λαού". Κατά δε τη διάταξη δε του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος "Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενο του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα". Η έρευνα όμως της αντισυνταγματικότητας ή μη ενός κανόνος δικαίου θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη φειδώ και σύνεση καθώς και με θεσμική προσέγγιση, ενόψει του ότι και η συνταγματικώς κατοχυρωμένη νομοθετική λειτουργία πηγάζει και αυτή από τον κυρίαρχο λαό, έκφραση της δήλωσης του οποίου και συνιστά. Εξάλλου, κατά το άρθρο 47 παρ. 3 και 4 του Συντάγματος: "3. Αμνηστία παρέχεται μόνο για πολιτικά εγκλήματα, με νόμο που ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής με πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών. 4. Αμνηστία για κοινά εγκλήματα δεν παρέχεται ούτε με νόμο". Αμνηστία, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, αποτελεί μία πολιτειακή πράξη, που οδηγεί σε αναδρομική εξάλειψη του αξιόποινου ορισμένων τελεσθέντων ήδη εγκλημάτων, με αποτελέσματα το απαράδεκτο της δίωξης τους, την οριστική παύση των ασκηθεισών ποινικών διώξεων και την αναδρομική εξαφάνιση των τυχόν εκδοθεισών καταδικαστικών αποφάσεων καθώς και την εξάλειψη όλων των άμεσων ή έμμεσων αποτελεσμάτων της. Από την αμνήστευση των εγκλημάτων που τελέσθηκαν δεν επηρεάζεται η ποινική πρόβλεψη και ο άδικος χαρακτήρας των εγκλημάτων καθ' εαυτών. Η αμνήστευση αφορά μόνο τα συγκεκριμένα εγκλήματα που έχουν ήδη διαπραχθεί. Επομένως, με την αμνηστία παρέχεται νομοθετική άφεση της ποινικής ευθύνης ορισμένων δραστών. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αμνηστίας είναι ότι η χορήγηση αυτής περιορίζεται, με τη διάταξη της παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου, μόνο στα "πολιτικά εγκλήματα", με σκοπό τον κατευνασμό των πολιτικών παθών και την αποκατάσταση της κοινωνικής γαλήνης, υπό την προϋπόθεση, πάντως, της αυξημένης ως άνω πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών. Αντιθέτως, η αμνηστία για τα "κοινά εγκλήματα" αποτελεί επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής, αφού με νομοθετικό μέτρο είτε ατομικό είτε αναφερόμενο σε συγκεκριμένο κύκλο περιπτώσεων και προσώπων, κηρύσσει μη τελεσθέντα τα διαπραχθέντα ήδη εγκλήματά τους, αφαιρώντας την επ' αυτών κρίση από τα δικαστήρια και καταργώντας όσες καταδικαστικές αποφάσεις έχουν τυχόν εκδοθεί. Είναι, συνεπώς, η αμνηστία για τα κοινά εγκλήματα ασυμβίβαστη προς τη διάκριση των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντάγματος) και, για το λόγο αυτό, απαγορεύεται με την ως άνω διάταξη του άρθρου 47 παρ. 4 του Συντάγματος (ΟλΑΠ 3/2016, ΟλΑΠ 11/2011, ΟλΑΠ 12/2001). Περαιτέρω, η παραγραφή, η οποία, επίσης, επέρχεται μετά την πράξη, είναι απλή περίσταση, η οποία ανεξάρτητα από τους όρους υπό τους οποίους θεσπίζεται, επιφέρει μόνο την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης, εκ της παρόδου ορισμένου χρόνου που ορίζεται στο νόμο (άρθρα 111 επ. του ΠΚ) και την οριστική παύση της ποινικής δίωξης (άρθρα 310 παρ. 1 περ. β' και 368 περ. β' του ΚΠΔ), χωρίς να επιφέρει αναδρομική εξαφάνιση και του αξιόποινου της πράξης. Δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής, είναι η εκ της παρόδου του χρόνου αποδυνάμωση των σκοπών που επιδιώκονται με την επιβολή της ποινής, δηλαδή της ειδικής και της γενικής πρόληψης. Ποίος είναι ο χρόνος, εκ της παρέλευσης του οποίου επέρχεται η αποδυνάμωση αυτή, ορίζεται κάθε φορά στο νόμο και, κατά την επιλογή του χρόνου αυτού, ο νομοθέτης, δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Η προβλεπόμενη στον Ποινικό Κώδικα παραγραφή και οι λοιποί λόγοι εξάλειψης του αξιοποίνου διακρίνονται σαφώς από την περιστασιακή αμνηστία, διότι εκείνοι δεν θεσπίζονται εκ των υστέρων για την κατάργηση των ποινικών συνεπειών ορισμένων διαπραχθέντων ήδη εγκλημάτων αλλά αφορούν απροσώπως την πράξη. Εκτός από τη συνήθους διάρκειας γενική παραγραφή του ΠΚ, θεσπίζεται για ορισμένα εγκλήματα ή για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων, παραγραφή μεγαλύτερης ή μικρότερης της συνήθους διάρκειας (όπως για τα εγκλήματα του Τύπου), καθώς και η ειδική παραγραφή. Ειδικότερα, ο θεσμός της ειδικής παραγραφής, που αποτελεί ένα λόγο εξάλειψης του αξιόποινου, αν και δεν κατοχυρώνεται νομοθετικά, αναγνωρίζεται στη νομολογία (ΟλΑΠ 11/2001, ΟλΑΠ 672/1982) και στη θεωρία ως ένας αυτοτελής θεσμός μεταξύ της αμνηστίας και της παραγραφής. Ως νομική του βάση θεωρείται το ίδιο το Σύνταγμα και συγκεκριμένα η αναγνώριση από αυτό της αρμοδιότητας στη Βουλή να αποφασίζει για όλα τα θέματα που έχουν σχέση με τη θεμελίωση αξιοποίνου και την άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής. Για το λόγο αυτό, γίνεται δεκτό ότι ο νομοθέτης μπορεί να επαυξάνει ή να μειώνει τον χρόνο παραγραφής των εγκλημάτων, τάσσοντας προϋποθέσεις ή αιρέσεις για την εξάλειψη του αξιοποίνου, εφόσον αυτό επιβάλλεται για την αποτελεσματικότερη, κατά την γνώμη του, άσκηση της αντεγκληματικής πολιτικής και υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές ρυθμίσεις έχουν γενικό χαρακτήρα. Η εν λόγω παραγραφή χρησιμοποιείται όταν οι κοινωνικές περιστάσεις, κατά την κρίση του νομοθέτη, έχουν αποδυναμώσει, στην συγκεκριμένη περίπτωση, τους σκοπούς που θα εκπλήρωνε η επιβολή της ποινής. Η συνάφεια της ειδικής παραγραφής με την αμνηστία έγκειται στο γεγονός ότι και οι δύο θεσμοί οδηγούν σε εξάλειψη του αξιοποίνου. Ωστόσο, οι θεσμοί αυτοί δεν πρέπει να ταυτίζονται εννοιολογικά μεταξύ τους, γιατί έχουν σημαντικές διαφορές και συγκεκριμένα η ειδική παραγραφή α) θεσπίζεται μόνο στο πλαίσιο άσκησης της αντεγκληματικής πολιτικής, με στόχο την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και των φυλακών, και, ευρύτερα, την ελάφρυνση της ποινικής δικαιοσύνης, χωρίς να αποβλέπει αποκλειστικά στην εκτόνωση των πολιτικών εντάσεων, όπως η αμνηστία, β) χορηγείται και για κοινά εγκλήματα, σε αντίθεση με την αμνηστία που αναγνωρίζεται μόνο στα πολιτικά εγκλήματα, γ) θεσπίζεται για κατηγορίες εγκλημάτων, που ορίζονται με γενικά κριτήρια (όπως π.χ. όλα τα εγκλήματα που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους, εφόσον τελέσθηκαν μέχρι ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, πρβλ. και ΟλΑΠ 672/1982), σε αντίθεση με την αμνηστία που χορηγείται για εγκλήματα που προσδιορίζονται με βάση ιδιότητες που αφορούν τους δράστες ή τους στόχους τέλεσης της πράξης, δ) εξαλείφει υπό όρους το αξιόποινο, δηλαδή εφόσον ο δράστης δεν τελέσει έγκλημα εντός ορισμένης προθεσμίας, ενώ η αμνηστία εξαφανίζει αναδρομικά και οριστικά το αξιόποινο ήδη από τον χρόνο της χορήγησής της και ε) μπορεί να οδηγήσει σε εξάλειψη του αξιοποίνου μόνο όταν δεν υπάρχει αμετάκλητη καταδίκη, ενώ η αμνηστία εξαλείφει το αξιόποινο ακόμη και των εγκλημάτων για τα οποία έχουν εκδοθεί αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις. Εξάλλου, τα δικαστήρια, κατά την έρευνα της συνταγματικότητας των νόμων (άρθρο 93 παρ. 4 του Σ.), ελέγχουν, αν συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη, η οποία θεσπίζει ειδική παραγραφή, που είναι επιτρεπτή σε όλα τα εγκλήματα, υποκρύπτεται αμνηστία, που είναι επιτρεπτή μόνον επί πολιτικών εγκλημάτων, γιατί το ζήτημα αν πρόκειται για αμνηστία ή ειδική παραγραφή, είναι ζήτημα νομικό, εξαρτώμενο από τη φύση και τις συνέπειες του μέτρου. Το πότε πρόκειται για αμνηστία αποτελεί ζήτημα νομικού χαρακτηρισμού, που απόκειται στα δικαστήρια, ανεξάρτητα από την ονομασία που χρησιμοποιήθηκε στο κείμενο της νομοθετικής διάταξης (λ.χ. "εξάλειψη του αξιοποίνου", "ειδική παραγραφή"), η οποία (ονομασία) μπορεί να είναι εσφαλμένη ή να τείνει στη συγκάλυψη της πραγματικής νομικής φύσης του λαμβανόμενου νομοθετικού μέτρου (ΟλΑΠ 3/2016, ΟλΑΠ 11/2001, 12/2001). Δεν μπορεί δε ο έλεγχος αυτός να θεωρηθεί αμφισβήτηση της ειλικρίνειας του νομοθέτη και έλεγχος των σκέψεων και των ελατηρίων του, αφού ο νομοθετικός του μέτρου χαρακτηρισμός, μπορεί να είναι και εσφαλμένος και, πάντως, ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί συνταγματική υποχρέωση των δικαστηρίων. Επομένως, εναπόκειται στην ερμηνευτική εργασία του δικαστή να διαπιστώσει, με χρήση καθαρά νομικών κριτηρίων, αν μία συγκεκριμένη νομοθετική ρύθμιση, με την οποία εξαλείφεται το αξιόποινο μη πολιτικών εγκλημάτων ορισμένης κατηγορίας προσώπων, συνιστά συνταγματικά απαγορευμένη αμνηστία (με τη μορφή, δηλαδή, της "συγκεκαλυμμένης αμνηστίας" ή "κρυπτοαμνηστίας") κοινών εγκλημάτων (τουτέστιν όταν με την εισαγωγή προσωπικών αναφορών που εξατομικεύουν τις περιπτώσεις παραβιάζεται ο γενικός και αφηρημένος χαρακτήρας μιας ποινικής ρύθμισης εξαιρώντας από την εφαρμογή του νόμου συγκεκριμένα πρόσωπα), αποτρέποντας με τον τρόπο αυτόν την άλλως και εντέχνως, μέσω της δήθεν ειδικής παραγραφής, παράκαμψη και περιγραφή του νόμου (fraude a la loi) και συγκεκριμένα της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 47 παρ. 4 Σ, ή, αντιθέτως, αν θεσπίζει πράγματι επιτρεπόμενη ειδική παραγραφή, που εντάσσεται στον χώρο της νομοθετικής πολιτικής, για τον έλεγχο του ουσιαστικού περιεχομένου της οποίας η δικαστική λειτουργία δεν διαθέτει οιαδήποτε αρμοδιότητα, ακόμη και αν έκρινε ότι αυτή η νομοθετική πολιτική είναι πρόχειρη και ασυνεπής. Ειδικότερα, για την θέσπιση ειδικής παραγραφής, με νομοθετική ρύθμιση, πρέπει, όπως προεκτέθηκε, να πληρούνται οι εξής όροι: α) η εξάλειψη του αξιοποίνου να ισχύει για κατηγορίες εγκλημάτων που προσδιορίζονται με γενικά κριτήρια (συνήθως αναγόμενα στο ύψος της ποινής και το χρονικό διάστημα τέλεσης) και όχι με αναφορά σε ιδιότητες συγκεκριμένων προσώπων, τα οποία, εξαιρούμενα, μέσω της ρύθμισης, από την εφαρμογή του νόμου, απολαμβάνουν προνομιακής μεταχείρισης, β) η συγκεκριμένη διάταξη νόμου να υπηρετεί πράγματι την άσκηση μίας αντεγκληματικής πολιτικής, όπως είναι π.χ. η αποσυμφόρηση των δικαστηρίων ή των φυλακών, γ) η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση να οδηγεί σε εξάλειψη του αξιόποινου εγκλημάτων, για τα οποία δεν υπάρχει αμετάκλητη καταδίκη και δ) η ρύθμιση αυτή να εξαλείφει υπό όρους το αξιόποινο, εφόσον δηλαδή ο δράστης δεν τελέσει άλλο έγκλημα εντός ορισμένης προθεσμίας (ΟλΑΠ 672/1982). Κατά συνέπεια, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά όλοι οι προαναφερόμενοι όροι, τότε, πράγματι, μία ειδική διάταξη νόμου, που εξαλείφει το αξιόποινο συγκεκριμένων κοινών εγκλημάτων, θεσπίζει επιτρεπόμενη ειδική παραγραφή. Εάν, όμως, ελλείπει έστω και ένας από τους ανωτέρω όρους, τότε η εν λόγω διάταξη συνιστά απαγορευμένη συνταγματικά αμνηστία και όχι ειδική παραγραφή, οπότε και πρέπει η διάταξη αυτή να κριθεί αντισυνταγματική και η ποινική διαδικασία να συνεχισθεί. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 (ΦΕΚ Α' 197/12.10.2020) με τίτλο "Δαπάνες ενταλμάτων γενομένων επί τη βάση ελέγχων Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου", ορίζονται τα εξής: "Αίρεται το αξιόποινο των πράξεων αιρετών και υπαλλήλων, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού, οι οποίες αφορούν πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι 31.7.2019 και οι οποίες διενεργήθηκαν επί τη βάση ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και παύουν οριστικά οι ποινικές και πειθαρχικές διώξεις εναντίον των προσώπων αυτών, καθώς και κάθε διαδικασία καταλογισμού σε βάρος τους". Η διάταξη αυτή ψηφίστηκε κατά την "Τροποποίηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, νέο πλαίσιο επιλογής διοικήσεων στο δημόσιο τομέα....", με το περιεχόμενό της να κατατίθεται μέσω βουλευτικής τροπολογίας (υπ' αριθμόν 489/48/5.10.2020, που έγινε δεκτή από τον Υπουργό Εσωτερικών στις 8.10.2020). Ο σκοπός που αυτή εξυπηρετεί αποτυπώνεται στη (συνοπτική) αιτιολογική έκθεσή της, σύμφωνα με την οποία: "Με την προτεινόμενη ρύθμιση αποσκοπείται να αντιμετωπιστούν οι περιπτώσεις εκείνες δαπανών πληρωμής των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως α' και β' βαθμού, οι οποίες εκτελέστηκαν τόσο βάσει ενταλμάτων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών, όσο και από τους ίδιους τους Ο.Τ.Α και ελέγχθησαν προληπτικώς από το Ελεγκτικό Συνέδριο έως και τη λήξη του προληπτικού ελέγχου (31.7.2019). Πρόκειται για δαπάνες η πληρωμή των οποίων κρίθηκε νόμιμη από τις καθ' ύλην αρμόδιες Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών. Ως εκ τούτου, δεν είναι σύμφωνο με την αρχή της ασφάλειας του δικαίου να διώκονται αιρετοί και υπάλληλοι που ασκούν καθήκοντα σχετικά με τις αρμοδιότητες των οικονομικών υπηρεσιών των ως άνω φορέων, οι οποίοι καλοπίστως προέβησαν στην ενταλματοποίηση και πληρωμή των δαπανών αυτών έχοντας τη διαβεβαίωση της νομιμότητάς τους από τα μοναδικά αρμόδια όργανα δημοσιονομικού ελέγχου". Ακολούθως, όμως, στις 5.11.2020 (δηλαδή εντός 23 ημερών από τη δημοσίευση του ως άνω νόμου), ψηφίστηκε το άρθρο 93 του ν. 4745/2020 (ΦΕΚ A' 214/6.11.2020) που προβλέπει ότι: "Η αληθής έννοια του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 (Α' 197) καταλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο περιπτώσεις που έχουν ελεγχθεί από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και το Ελεγκτικό Συνέδριο έως τη λήξη του προληπτικού ελέγχου και οι οποίες κρίθηκαν νόμιμες πριν την πληρωμή τους από τους Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού, εκτός εάν τα πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου προκάλεσαν δολίως τη θεώρησή τους ή εάν διαπιστωθεί έλλειμμα ύστερα από κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των ελεγκτικών υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους". Η τελευταία αυτή διάταξη εισήχθη προς ψήφιση (ως άρθρο 68 και τελικώς ψηφίσθηκε ως άρθρο 93) στο σχέδιο νόμου "Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010, σύμφωνα με τις επιταγές της παρ. 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις", κατά δε την σχετικώς κατατεθείσα έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, αφού πρώτα γίνεται αναφορά στην προτεινόμενη νέα (ως ερμηνευτικού χαρακτήρα) ρύθμιση σε συνάρτηση με την προγενέστερη του ως άνω άρθρου 67 ν. 4735/2020, τελικώς, αναφέρεται σε αυτήν ότι "Το προτεινόμενο άρθρο 68 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του λόγου άρσης του αξιοποίνου τις περιπτώσεις που τα πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 προκάλεσαν δολίως τη θεώρηση των ενταλμάτων πληρωμής ή εάν διαπιστωθεί έλλειμα ύστερα από κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των ελεγκτικών υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Στο μέτρο κατά το οποίο το άρθρο 67 του ν.4735/2020, εφόσον δεν συγκρούεται µε το άρθρο 26 του Συντάγματος, εφαρμόζεται σε συνδυασμό µε το προτεινόμενο άρθρο 68 του παρόντος, το πεδίο εφαρμογής του λόγου άρσης του αξιοποίνου του άρθρου 67 συστέλλεται, και το προτεινόμενο άρθρο 68 συνιστά αυστηρότερη διάταξη νόμου σε σχέση µε το άρθρο 67 του ν. 4735/2020.
Συνεπώς, το προτεινόμενο άρθρο 68 δεν εφαρμόζεται αναδρομικά σε πράξεις που τελέσθηκαν προ της έναρξης ισχύος του". Όπως σαφώς προκύπτει από το ανωτέρω περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 67 του ν. 4735/2020, η συγκεκριμένη διάταξη οδηγεί σε αναδρομική και οριστική εξάλειψη του αξιοποίνου ορισμένων εγκλημάτων (που αφορούν πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι 31.7.2019 και οι οποίες διενεργήθηκαν με βάση ελέγχους των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου) και για ορισμένα (συγκεκριμένα) πρόσωπα (αιρετών και υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού), με αποτέλεσμα την άρση του αξιοποίνου αυτών, με την οριστική παύση των ποινικών και πειθαρχικών διώξεων εναντίον των προσώπων αυτών, καθώς και κάθε διαδικασία καταλογισμού σε βάρος τους και στην εξαφάνιση των σχετικών καταδικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν. Είναι φανερό ότι η ως άνω ρύθμιση δεν φέρει τα χαρακτηριστικά της ειδικής παραγραφής των αναφερόμενων σ' αυτήν εγκλημάτων, αφού δεν συντρέχουν οι παρατιθέμενοι στην προηγούμενη νομική σκέψη όροι, που απαιτούνται για την ύπαρξη αυτής. Κατ' αρχήν, με την ανωτέρω διάταξη δεν εξαλείφεται το αξιόποινο κοινών εγκλημάτων προσδιοριζόμενων με γενικά κριτήρια, αλλά, αντιθέτως, "αίρεται" το αξιόποινο μόνο των συγκεκριμένων πράξεων, στις οποίες αυτή (διάταξη) αναφέρεται, ήτοι των εγκλημάτων ορισμένης κατηγορίας προσώπων (αιρετών και υπαλλήλων οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού), σχετιζόμενων άμεσα με τις ιδιότητες των συγκεκριμένων αυτών προσώπων, αφού αφορούν τις πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι την 31.7.2019. Ακόμη, ο σκοπός θέσπισης της ανωτέρω διάταξης, όπως αυτός αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεσή της κατά τα προεκτεθέντα, είναι η ικανοποίηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ώστε να μην διώκονται "αιρετοί και υπάλληλοι που ασκούν καθήκοντα σχετικά με τις αρμοδιότητες των οικονομικών υπηρεσιών των ως άνω φορέων, οι οποίοι καλοπίστως προέβησαν στην ενταλματοποίηση και πληρωμή των δαπανών αυτών...". Ο σκοπός, όμως, αυτός ουδόλως σχετίζεται με μέτρα αντεγκληματικής ή σωφρονιστικής πολιτικής, όπως είναι η αποσυμφόρηση των φυλακών και η ελάφρυνση της ποινικής δικαιοσύνης, που άμεσα συνάπτεται με τον θεσμό της ειδικής παραγραφής, αλλά ούτε συνέχεται με αυτήν ταύτη την επίκληση της ασφάλειας δικαίου, που αποτελεί ουσιαστική έκφραση της αρχής του Κράτους Δικαίου, η οποία (ασφάλεια δικαίου) επιβάλλει σαφήνεια των κανόνων δικαίου και σταθερότητα των εννόμων καταστάσεων προς αποφυγή του κινδύνου ή αβεβαιότητας ως προς το ισχύον δίκαιο ή απότομης μεταβολής ως προ τον τρόπο εφαρμογής του. Τέλος, η με την εν λόγω διάταξη εξάλειψη του αξιοποίνου δεν συνδέεται με κάποιον όρο, αλλά παρέχεται αναδρομικά και με οριστικό τρόπο, συνέπεια, όμως, που, όπως προεκτέθηκε, γίνεται δεκτή στη χορήγηση της αμνηστίας. Από όλα τα προαναφερόμενα συνάγεται ότι, με την ως άνω διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020, εισάγεται νομοθετική ρύθμιση που υποκρύπτει αμνηστία, ώστε να αρθεί η ποινική ευθύνη των προσώπων που έχουν την συγκεκριμένη ιδιότητα των αιρετών και υπαλλήλων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού (των ασκούντων καθήκοντα σχετιζόμενα με πληρωμές ενταλμάτων), κατά των οποίων υπάρχει εκκρεμής κατηγορία ή και αμετάκλητη καταδίκη, γεγονός το οποίο αντιβαίνει ευθέως τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 4 του Συντάγματος, που ορίζει πως δεν δύναται να χορηγηθεί αμνηστία σε κοινά εγκλήματα, ενώ αντιβαίνει και στο άρθρο 26 παρ. 3 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια. Η νομοθετική αυτή εύνοια δεν ονομάζεται μεν στο νόμο αμνηστία ή ειδική παραγραφή, ενόψει όμως της φύσεως και των έννομων συνεπειών της, έχει τον χαρακτήρα αμνηστίας, που απαγορεύεται, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 47 παρ. 4 του Συντάγματος. Τα ως άνω επιρρωνύονται και από το ότι μετά τη ψήφιση της διάταξης του ως άνω άρθρου 67 του ν.4735/2020, επακολούθησε η ως άνω δήθεν ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 93 ν. 4745/2020, που περιόρισε το πεδίο εφαρμογής της πρώτης, η οποία όμως ως αυστηρότερη δεν μπορεί να έχει αναδρομική εφαρμογή, φαινόμενο που δεν εντοπίζεται στο παρελθόν νομοθετικά (σε κάθε περίπτωση δε δεν αποδεικνύει την επικαλούμενη ασφάλεια δικαίου κατά την προαναφερθείσα έννοια) στις περιπτώσεις που ο νομοθέτης θεσπίζει με συγκεκριμένες προϋποθέσεις ειδικές παραγραφές, καθιστώντας βάσιμη την άποψη ότι η ως άνω διάταξη θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως "φωτογραφική", δεδομένου ότι εντοπίζεται σε συγκεκριμένες ομάδες προσώπων που διέπραξαν σε ορισμένο χρόνο εγκληματικές πράξεις. Εξάλλου, και η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής επί του σχετικού άρθρου του ως άνω μεταγενέστερου σχεδίου νόμου "Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010.... και άλλες διατάξεις", με την από 4.11.2020 έκθεσή της, διατυπώνοντας την κρίση της ότι "Στο μέτρο κατά το οποίο το άρθρο 67 του ν.4735/2020, εφόσον δεν συγκρούεται µε το άρθρο 26 του Συντάγματος, εφαρμόζεται σε συνδυασμό µε το προτεινόμενο άρθρο 68 του παρόντος, το πεδίο εφαρμογής του λόγου άρσης του αξιοποίνου του άρθρου 67 συστέλλεται...", εκφράζει επιφύλαξη για το εάν η εν λόγω ρύθμιση του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 είναι σύμφωνη με το άρθρο 26 του Συντάγματος. Σε γενικό δε και αφηρημένο επίπεδο, η θέσπιση τέτοιων διατάξεων, όπως η προαναφερθείσα, αποδεικνύει τη σχέση έντασης της εκάστοτε νομοθετικής-εκτελεστικής λειτουργίας με την επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένη δικαιοδοτική λειτουργία και συνεπάγεται την εξαύλωση της τελευταίας και την εν τέλει ανενέργειά της σε συγκεκριμένες υποθέσεις, οι οποίες εντάσσονται πλήρως στο πεδίο της λειτουργίας της.
Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπ' αριθ. 1843/23-24.10.2023 απόφασή του, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α' βαθμού), δέχθηκε τα εξής: "....Ο πρώτος κατηγορούμενος Π. Ψ. του Χ., ήταν … του ΝΠΔΔ "Νομαρχιακή Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης" (ΝΑΘ), κατά το χρονικό διάστημα ..., αναδειχθείς στο ως άνω αξίωμα, κατά τις αυτοδιοικητικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν στις .... Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα … της ΝΑΘ, και εκ του νόμου αναπληρωτής του πρώτου κατηγορούμενου, ήταν ο δεύτερος κατηγορούμενος Δ. Ψ. του Χ., με τον οποίο συνδέονται με συγγενική σχέση (είναι αδέλφια). … της ΝΑΘ, έχοντας την ιδιότητα του αμέσως μετά τον … προϊστάμενου όλων των υπηρεσιών της (άρθρο 4 παρ. 3 Ν.3274/2004), ήταν ο ήδη αποβιώσας τρίτος κατηγορούμενος Δ. Λ. του Χ., κατά του οποίου έχει ήδη παύσει η ποινική δίωξη λόγω θανάτου. Σε βάρος των ως άνω κατηγορουμένων, κατόπιν της υπ'αρ....2018 παραγγελίας του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς του Εφετείου Θεσσαλονίκης προς την επίκουρη Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, ασκήθηκε ποινική δίωξη, συγκεκριμένα κατά των δύο πρώτων κατηγορουμένων πρώην ... και ... Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, για τα αδικήματα κατ' ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό μετά την ισχύ του Ν.4619/2019, α) της απιστίας που στρέφεται άμεσα κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου της ΝΑΘ, από κοινού κατ' εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, β) της ψευδούς βεβαίωσης που στρέφεται άμεσα κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου κατ' εξακολούθηση με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ και αντίστοιχο παράνομο όφελος στους φερόμενους αναδόχους έργων, σε βάρος δε του ήδη αποβιώσαντος Δ. Λ., πρώην … της ΝΑΘ για συνέργεια στην ανωτέρω πράξη της απιστίας. Η ως άνω ποινική δίωξη, ασκήθηκε μετά την διαβίβαση, της με αριθμό ... δικογραφίας, που σχηματίστηκε από το Σώμα Επιθεωρητών Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης προς την Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς του Εφετείου Θεσσαλονίκης, δυνάμει του υπ άρ. ...2017 εγγράφου. Αφορμή δε, για την διερεύνηση του αναφερόμενου σ' αυτή ζητήματος, και την άσκηση ποινικής δίωξης, αποτέλεσαν οι καταγγελίες στις οποίες προέβη στις 1.11.2010, 2.11.2010 και 3.11.2010, ο Μ. Τ., υποψήφιος …, κατά τον χρόνο εκείνο, υποβάλλοντας, προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, μήνυση (αριθμός μηνύσεως ...) σχετικά με παρανομίες της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, υπό την διοίκηση του πρώτου κατηγορουμένου Π. Ψ., αναφορικά με το έργο "Αποκατάσταση της ροής σε κοίτες ρεμάτων του Ν. Θεσσαλονίκης μετά τις θεομηνίες Μαρτίου και Ιουνίου του έτους 2009". Των ως άνω καταγγελιών, ακολούθησε η υπ' αρ. ... από ...2010 παραγγελία της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, στα πλαίσια της οποίας και ειδικότερα στην από 22.6.2012 ένορκη κατάθεσή του ενώπιον της Πταισματοδίκη Θεσσαλονίκης, ο ως άνω καταγγέλλων, ανέπτυξε τις καταγγελίες του, αναφέροντας μεταξύ άλλων και παραβατικές ενέργειες της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, σχετικά με την εκτέλεση έργων με την μέθοδο της σύμβασης μίσθωσης έργου. Πρέπει να σημειωθεί ότι στα πλαίσια της διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης διερευνήθηκαν και άλλα θέματα, όπως παρανομίες για απευθείας αναθέσεις, κατατμήσεις για έργα που εκτελέστηκαν από την Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της πρώην ΝΑ, που δεν αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση κατηγορίας. Για την ένδικη υπόθεση, συντάχθηκε η υπ' αρ. ...2015 Έκθεση Ελέγχου του άρθρου 2 του Ν.2343/1995 και άρθρου 3 Π.Δ. 211/1996 του Οικονομικού Επιθεωρητή Α. Γ. (με τον ν. 4254/2014 η Γ.Δ.Ο.Ε. καταργήθηκε και οι οικονομικοί Επιθεωρητές τοποθετήθηκαν στην Διεύθυνση Εσωτερικού Ελέγχου της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων). Ο ίδιος δε Οικονομικός Επιθεωρητής είχε συντάξει και τις υπ'αρ. ...2011 και ...2013 εκθέσεις ελέγχου για ανεξάρτητες της ένδικης, αλλά συναφούς περιεχομένου υποθέσεις. Σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, κατά την περίοδο ... στις Διευθύνσεις της πρώην Ν.Α.Θ Υγείας, Αλιείας, Ανάπτυξης, Παιδείας - Αθλητισμού - Τουρισμού, Τεχνικών Υπηρεσιών και Τμήμα Τύπου - Δημοσίων Σχέσεων, φέρονται να προγραμματίστηκαν έργα για εκτέλεση με την μέθοδο σύμβασης μίσθωσης έργου με αναφερόμενο τόπο εκτέλεσης τις ανωτέρω διευθύνσεις, ήτοι οκτώ έργα συνολικού ποσού 1.374.775,22 ευρώ και καθαρού ποσού (αφαιρουμένων των κρατήσεων) 1.112.548, 95 ευρώ. Για τα έργα αυτά εκδόθηκαν κατά τα έτη ... χρηματικά εντάλματα πληρωμής των αναδόχων, μετά από έλεγχο της Υ.Δ.Ε. και εξοφλήθηκαν από την Διεύθυνση Οικονομικού της πρώην ΝΑΘ. Συγκεκριμένα τα έργα που εκτελέστηκαν, ήταν τα εξής: 1° έργο: "Ταξινόμηση, καταγραφή και αρχειοθέτηση των προγραμμάτων προστασίας και προαγωγής της δημόσιας υγείας και υγιεινής που εκπονούνται και υλοποιούνται από την Δ/νση Δημόσιας Υγείας και αφορούν στην προληπτική ιατρική, οικογενειακό προγραμματισμό, χρόνια νοσήματα, ψυχική υγιεινή, αντιμετώπιση των εξαρτητικών ουσιών, κοινωνική επανένταξη χρονίως πασχόντων καθώς και την πρόληψη, αγωγή και προαγωγή της υγείας του παιδικού πληθυσμού και μεταφορά των φακέλων από το αρχείο στο χώρο καταγραφής τους και επαναφορά και τοποθέτηση στους χώρους φύλαξής τους" προϋπολογισμού 325.000,00 ευρώ με τόπο εκτέλεσης τη Δ/νση Δημόσιας Υγείας και αριθμούς αποφάσεων έγκρισης ανάθεσης έργου με σύμβαση μίσθωσης έργου, ...2007, ...2008 και ...2008, για το οποίο πραγματοποιήθηκαν πληρωμές συνολικού ποσού 312.084,51 ευρώ. Για το παραπάνω έργο εκδόθηκαν τα εξής χρηματικά εντάλματα: ...2007, ...2008, ...2008, ...2008, ...2008, ...2008, ...2008, ...2008, ...2008, ...2008, ...2008, ...2008. 2ο έργο: "Ταξινόμηση και καταγραφή σε ηλεκτρονική μορφή των Αθλητικών Ενώσεων, Ομοσπονδιών, Σωματείων Συνδέσμου διαιτητών και φιλάθλων, των αδειών λειτουργίας των ιδιωτικών γυμναστηρίων και ιδιωτικών σχολών εκμάθησης μαθημάτων, των δημοτικών γυμναστηρίων και σωματειακών του Νομού, καθώς και όλων των σχολικών χώρων που διατίθενται για χρήση κοινής ωφέλειας ή για την πραγματοποίηση εκδηλώσεων, των υποτροφιών που χορηγούνται από ιδρύματα και κληροδοτήματα, καθώς και των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων των σχολικών μονάδων του Νομού", προϋπολογισμού 449.000,00 ευρώ με τόπο εκτέλεσης τη Δ/νση Παιδείας Αθλητισμού και Τουρισμού-Πολιτισμού και αριθμούς αποφάσεων ...2009, ...2009 και ...2009,για το οποίο πραγματοποιήθηκαν πληρωμές συνολικού ποσού 381.480,60 ευρώ. Για το παραπάνω έργο εκδόθηκαν τα εξής χρηματικά εντάλματα: ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2010. 3ο έργο: "Ενημέρωση της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων του Τμήματος Προστασίας Περιβάλλοντος και Έκδοσης Οικοδομικών Αδειών με όλη την κίνηση των φακέλων εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων και η συσχέτιση των εγγράφων με τις αντίστοιχες εγκρίσεις περιβαλλοντικών όρων. Η συσχέτιση όλων των φακέλων οικοδομικών αδειών με τις αντίστοιχες άδειες εγκατάστασης και τις εγκρίσεις περιβαλλοντικών όρων. Η καταγραφή σε ηλεκτρονική μορφή όλων των απαλλακτικών που έχουν χορηγηθεί και όλων των ανελκυστήρων χωρίς στοιχεία νομιμότητας, με στοιχεία νομιμότητας, με προέγκριση και των στοιχείων με στοιχεία νομιμότητας που είναι εγκατεστημένοι πάνω από τριάντα χρόνια", προϋπολογισμού 280.000,00 ευρώ με τόπο εκτέλεσης τη Δ/νση Ανάπτυξης και αριθμό απόφασης ...2009, για το οποίο πραγματοποιήθηκαν πληρωμές συνολικού ποσού 232.205,40 ευρώ. Για το παραπάνω έργο εκδόθηκαν τα εξής χρηματικά εντάλματα: ... 2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ......2010, ...2010, ...2010. 4ο έργο: "Συντήρηση καθαρισμός και σήμανση-διαγράμμιση όλων των ιρλανδικών διαβάσεων του επαρχιακού οδικού δικτύου Ν. Θεσσαλονίκης", προϋπολογισμού 90.000 ευρώ, με τόπο εκτέλεσης τη Δ/νση Τεχνικών Υπηρεσιών και αριθμό απόφασης ...2009, για το οποίο πραγματοποιήθηκαν πληρωμές συνολικού ποσού 73.995,00 ευρώ. Για το παραπάνω έργο εκδόθηκαν τα εξής χρηματικά εντάλματα: ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ......2010, ...2010, ...2010. 5ο έργο: "Εκκαθάριση, τακτοποίηση και καταγραφή σε ηλεκτρονική μορφή των αδειών αλιείας σκαφών και αλιευτικών εργαλείων παράκτιας αλιείας, των ειδικών αδειών αλιείας μεγάλων πελαγικών ψαριών και του μητρώου των αλιευτικών σκαφών μέσης και παράκτιας αλιείας με όλες τις μεταβολές του και μεταφορά των φακέλων στο χώρο καταγραφής τους και η επαναφορά και τοποθέτησή τους στους χώρους φύλαξής τους" με προϋπολογισμό 345.000,00 ευρώ, τόπο εκτέλεσης τη Δ/νση Αλιείας και αριθμούς αποφάσεων ...2008, ...2009 και ...2009 για το οποίο πραγματοποιήθηκαν πληρωμές συνολικού ποσού 321.009,71 ευρώ. Για το παραπάνω έργο εκδόθηκαν τα εξής χρηματικά εντάλματα: ...2008, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009, ...2009. 6ο έργο: "Η καταγραφή, ο διαχωρισμός, η ανάλυση, η επεξεργασία και αρχειοθέτηση των κάθε είδους θεμάτων και πληροφοριών κατά αντικείμενο και ημερομηνία που έχουν συγκεντρωθεί στο τμήμα τύπου-δημοσίων και διεθνών σχέσεων της ΝΑΘ" με προϋπολογισμό 36.000,00 ευρώ, με τόπο εκτέλεσης το τμήμα τύπου-δημοσίων και διεθνών σχέσεων της ΝΑΘ και αριθμό απόφασης ......2007, για το οποίο πραγματοποιήθηκαν πληρωμές συνολικού ποσού 18.000 ευρώ. Για το παραπάνω έργο εκδόθηκαν τα εξής χρηματικά εντάλματα: ...2007, ...2007, ...2007, ...2008, ...2008, ...2008, ...2008, ...2008, ...2008, ...2008, ...2008, ...2008. 7ο έργο: "Η αναδιοργάνωση του ιστοχώρου του τμήματος τύπου-δημοσίων και διεθνών σχέσεων της ιστοσελίδας της ΝΑΘ, η δημιουργία ηλεκτρονικού αρχείου με συστηματική κατάταξη των δημοσιευμάτων, κατά αντικείμενο και ημερομηνία, η δημιουργία αρχείου οπτικοακουστικού υλικού με τις δραστηριότητες της υπηρεσίας, καθώς και η ψηφιοποίηση του αρχείου εγγράφων και λοιπού δημοσιογραφικού υλικού που αφορά τις δράσεις της ΝΑΘ" με προϋπολογισμό 36.000,00 ευρώ, με τόπο εκτέλεσης το τμήμα τύπου-δημοσίων και διεθνών σχέσεων της ιστοσελίδας της ΝΑΘ και αριθμό απόφασης ...2008 για το οποίο πραγματοποιήθηκαν πληρωμές συνολικού ποσού 18.000,00 ευρώ. Προκειμένου δε να λάβουν την αμοιβή τους, τα πρόσωπα που απασχολήθηκαν στις παραπάνω συμβάσεις μίσθωσης έργου, ο πρώτος κατηγορούμενος Π. Ψ. με την ιδιότητα του ως ... εξέδωσε εκατόν πενήντα τρεις (153) βεβαιώσεις εκτέλεσης τμηματικών εργασιών και ο δεύτερος κατηγορούμενος Δ. Ψ. με την ιδιότητα του αναπληρωτή ... δεκατέσσερεις (14) βεβαιώσεις, οι οποίες αφορούσαν στα ανωτέρω αναφερόμενα έργα των Διευθύνσεων της ΝΑΘ. Δυνάμει του υπ' αρ. 1796/2021 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης οι ως άνω κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν να δικασθούν στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου (Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης) δεδομένου ότι, συνέτρεξαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής εναντίον τους για να στηρίξουν δημόσια εναντίον τους κατηγορίες για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορήθηκαν και συγκεκριμένα α) για απιστία κατά συναυτουργία κατ' εξακολούθηση που στρέφεται άμεσα κατά Ν.Π.Δ.Δ. και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, για τους πρώτο και δεύτερο των κατηγορουμένων, β) συνέργεια στην ως άνω πράξη για τον αποβιώσαντα ήδη τρίτο των κατηγορουμένων, γ) ψευδή βεβαίωση κατ' εξακολούθηση που στρέφεται άμεσα κατά Ν.Π.Δ.Δ. και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, για έκαστο των πρώτου και δεύτερου των κατηγορουμένων, (άρθρα 1,2,13 εδ. α, 14,16, 17,18,26,27, 45, 47 παρ. 1 51,52, 60, 79,94 παρ. 1, 98, 242 παρ. 1-3, 256 περ. γ υποπερ. Β παλαιού Π.Κ. και ήδη κατηργημένο άρθρο 1 παρ. 1 Α.Ν. 1608/1950)". Ακολούθως, αφού δέχθηκε το ως άνω Εφετείο, ως προς την αναφορά των προαναφερθεισών ρυθμίσεων των άρθρων 67 και 93 ότι "η δεύτερη αυτή διάταξη που ψηφίστηκε ως "επεξηγηματική τροπολογία" ουσιαστικά αποτελεί καινούργια διάταξη που της δίδεται αναδρομική ισχύ ως ερμηνευτική, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 67 του Ν. 4735/2020, δεν ήταν ασαφής ή αμφίβολη κατά την ακριβή της έννοια ώστε να χρήζει ερμηνείας. Η προσφυγή δε στην αυθεντική ερμηνεία νόμου, πρέπει να περιορίζεται σ' αυτές μόνο τις περιπτώσεις και να μην επεκτείνεται και σε άλλες, όπου η "αυθεντικά ερμηνευόμενη" με νεότερο νόμο διάταξη δεν παρουσιάζει ασάφεια η αμφιβολία σχετικά με την έννοια της. Από τη διαπίστωση, και μόνο, ότι συγκεκριμένες επιλογές του νομοθέτη και κυρίως με τον τρόπο που αυτές αποτυπώθηκαν στο νόμο ήταν πρόχειρες, ίσως δικαιοπολιτικά άστοχες και μη εναρμονισμένες με τις περί δικαίου και ηθικής κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις", κατέληξε ότι με τη διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020, νομοθετείται ειδική παραγραφή των προαναφερθέντων αδικημάτων των κατηγορουμένων, η οποία δεν αντίκειται στα άρθρα 26 και 47 παρ. 4 Σ αλλά είναι συνταγματική, και έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος αυτών, ήτοι των 1) Π. Ψ. του Χ. και 2) Δ. Ψ. του Χ. για τις αξιόποινες πράξεις (κακουργήματα) α) της απιστίας κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση που στρέφεται άμεσα κατά ΝΠΔΔ και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ και β) της ψευδούς βεβαίωσης κατ' εξακολούθηση που στρέφεται άμεσα κατά ΝΠΔΔ και η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ, που φέρονται ότι τέλεσαν κατά το χρονικό διάστημα των ετών ..., με την ιδιότητα του ... και ..., αντίστοιχα, της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης και αφορούν πληρωμές ενταλμάτων που διενεργήθηκαν κατόπιν ελέγχου της Υπηρεσίας Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ)". Επομένως, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, εσφαλμένα εφαρμόσθηκε από το ως άνω δικαστήριο η διάταξη του άρθρου 67 του Ν. 4735/2020, ως αντίθετη στις διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 4 και 26 του Συντάγματος. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη υπ' αριθ. 6/2024 αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α' βαθμού) πλήττεται γιατί εφάρμοσε την ως άνω αντισυνταγματική διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020, πρέπει να γίνει δεκτή, αφού είναι βάσιμος ο μοναδικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠολΔ λόγος της για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Πρέπει δε, κατά την άποψη της πλειοψηφίας ήτοι των Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου Αλεξάνδρας Αποστολάκη και Αριστείδη Βαγγελάτου, των Αρεοπαγιτών Στέφανου - Σπυρίδωνα Πανταζόπουλου, Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστου, Ελένης Χροναίου, Σωκράτη Πλαστήρα, Σταύρου Μάλαινου, Χρυσούλας Πλατιά, Φώτιου Μουζάκη, Ελπίδας Σιμιτοπούλου, Αικατερίνης Χονδρορίζου, Λεωνίδα Χατζησταύρου, Ευαγγελίας Γιακουμάτου, Μερόπης Τζουγκαράκη, Ιφιγένειας Ματσούκα, Νίκης Κατσιαούνη, Μαρίας Πετσάλη, Βαΐας Ζαρχανή, Σπυριδούλας Λιάτη, Ηλία Γιαρένη, Δέσποινας Βασιλοδημητράκη, Παρασκευής Γρίβα, Γεώργιου Μικρούδη, Ευαγγελίας Γίτση, Αθανασίου Νικολόπουλου, Ειρήνης Νικολάου, Παναγιώτη Μπολτέτσου και Ιωάννας Στρατσιάνη, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 522 ΚΠΔ).
Κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη όμως είκοσι επτά (27) μελών του Δικαστηρίου, ήτοι της Προέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννας Κλάπα - Χριστοδουλέα, των Αντιπροέδρων του Αρείου Πάγου Ασημίνας Υφαντή, Μαρουλιώς Δαβίου, Μαρίας Κουφούδη, Αγάπης Τζουλιαδάκη και Μαρίας Σιμιτσή-Βετούλα, των Αρεοπαγιτών Χρήστου Κατσιάνη, Αγαθής Δερέ, Κλεόβουλου - Δημήτριου Κοκκορού, Ευτύχιου Νικόπουλου, Γεώργιου Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Λυμπερόπουλου, Μιχαήλ Αποστολάκη, Αντιγόνης Τζελέπη, Απόστολου Φωτόπουλου, Ερασμίας Λιούλη, Στυλιανής Μπλέτα, Ελένης Θεοδωρακοπούλου, Ιωάννη Αποστολόπουλου, Αικατερίνης Πατσιαρά, Παναγιώτη Φιλόπουλου, Ελένης-Παναγιώτας Λεβεντέλλη, Χριστίνας Τζίμα, Άλκηστις Σιάννου, Βασιλικής Μουγιάντση, Κωνσταντίας Εμμανουηλίδου και Παναγιώτας Γιαννακοπούλου, στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 47 του Συντάγματος καθορίζονται οι προϋποθέσεις και ο τρόπος παροχής της αμνηστίας. Η αμνηστία είναι πάντοτε μεταγενέστερη της αξιόποινης πράξης την οποία αφορά και - κατά την καθιερωμένη έννοιά της - ανατρέχει αναδρομικά στην τέλεση της πράξης, επιφέρει οριστική αναστολή της εφαρμογής του ποινικού νόμου ως προς τη συγκεκριμένη αυτή πράξη και εκμηδενίζει το έγκλημα που τελέσθηκε. Με αυτήν ο νομοθέτης επιδιώκει τον κατευνασμό των παθών και την αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας και της κοινωνικής γαλήνης. Γι` αυτό αμνηστία προβλέπεται μόνο για τα πολιτικά εγκλήματα. Ενα από τα αποτελέσματά της είναι ότι αίρεται αναδρομικά το αξιόποινο της πράξης και καταργούνται όλες οι τυχόν άλλες συνέπειές της από τον ποινικό νόμο, άγεται δε εν τέλει η ασκηθείσα ποινική δίωξη σε οριστική παύση (άρθρ. 368 ΚΠΔ). Δεν αίρεται όμως ο άδικος χαρακτήρας της πράξης που αμνηστεύεται. Παραλλήλως, η αμνηστία εκτείνεται και επί της καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε πριν από αυτήν και συνεπάγεται την αναδρομική εξαφάνισή της, καθώς και την εξάλειψη όλων των άμεσων ή έμμεσων αποτελεσμάτων της (ΑΠ Ολ 672/1982). Από το άλλο μέρος η παραγραφή που και αυτή επέρχεται μετά την πράξη - σύμφωνα με την ουσιαστική θεωρία που ασπάζεται ο Ποινικός μας Κώδικας- είναι απλή περίσταση που, ανεξαρτήτως των όρων υπό τους οποίους θεσπίζεται, επιφέρει μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξης λόγω της παρόδου ορισμένου χρόνου που ορίζεται στον νόμο (άρθρα 111 επ. ΠΚ) και την οριστική παύση της ποινικής δίωξης (άρθρ. 368 ΚΠΔ), δεν εξαφανίζει όμως το αξιόποινο της πράξης αναδρομικά. Εξάλλου, στην περίπτωση της παραγραφής, η εξάλειψη του αξιοποίνου είναι πρωτογενής και όχι παρεπόμενη της εκμηδένισης της πράξης, όπως στην αμνηστία. Δικαιολογητικός λόγος της παραγραφής είναι η λόγω της παρόδου του χρόνου αποδυνάμωση των σκοπών που επιδιώκονται με την επιβολή της ποινής, δηλαδή της ειδικής και της γενικής πρόληψης. Το ποιος είναι ο χρόνος, η πάροδος του οποίου επιφέρει αυτή την αποδυνάμωση, ορίζεται κάθε φορά από τον νομοθέτη. Στην επιλογή του χρόνου αυτού ο νομοθέτης δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Εκτός από τη γενική παραγραφή του ΠΚ, θεσπίζονται και επιμέρους παραγραφές, για συγκεκριμένα εγκλήματα ή για ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων, μακρύτερες ή συντομότερες της συνήθους παραγραφής (όπως για τα εγκλήματα του Τύπου), ενώ στη νομοθετική πρακτική γίνεται πολλές φορές χρήση του θεσμού της ειδικής παραγραφής που και αυτή αναγνωρίζεται ως θεσμός του ποινικού δικαίου (βλ. ΑΠ Ολ 421/1964). Η εν λόγω παραγραφή θεσπίζεται όταν οι κοινωνικές περιστάσεις κατά την κρίση του νομοθέτη έχουν - στη συγκεκριμένη περίπτωση - αποδυναμώσει τους σκοπούς που θα εκπλήρωνε η επιβολή μιας ποινής. Το κοινό χαρακτηριστικό αμνηστίας και παραγραφής, η εξάλειψη δηλαδή του αξιοποίνου, αυτό και μόνο, σε καμία περίπτωση, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι δύο λόγοι αυτοί εξάλειψης του αξιοποίνου ταυτίζονται εννοιολογικά μεταξύ τους ή στη διαπίστωση ότι ο ένας αποτελεί "κεκαλυμμένη" έκφραση του άλλου. Αυτό όμως θα συνέβαινε αν η διαφορά μεταξύ των δύο θεσμών - σε μία συγκεκριμένη περίπτωση - υπήρχε μόνο στο όνομα, ενώ θα διαπιστωνόταν ταύτισή τους ως προς τη φύση και τις έννομες συνέπειες. Αλλωστε, στη νομολογία δεν έγινε δεκτό ότι η ειδική παραγραφή είναι συγκαλυμμένη αμνηστία ούτε διαπιστώθηκε ποτέ καμία αντίθεση των νόμων, που κατά καιρούς θέσπισαν ειδικές παραγραφές, προς τα Συντάγματα τόσο του 1952 όσο και του 1975. Από όλα τα πιο πάνω συνάγεται ότι είναι βασική η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της αμνηστίας και της παραγραφής και εντοπίζεται στο ότι με την πρώτη εκμηδενίζεται αναδρομικά το έγκλημα με όλες τις συνέπειές του και η καταδίκη γι` αυτό, ενώ με τη δεύτερη εξαλείφεται μόνο το αξιόποινο της πράξης. Η από μέρους του νομοθέτη επιλογή του ενός από τα δύο αυτά μέσα κυβερνητικής αντεγκληματικής πολιτικής, της αμνηστίας (μόνο επί των πολιτικών εγκλημάτων) ή της ειδικής παραγραφής (επί όλων γενικά των εγκλημάτων), εναπόκειται στην αποκλειστική του κρίση που βασίζεται στη στάθμιση στοιχείων μη νομικών, κυρίως πολιτικών, και δεν μπορεί να υπόκειται στον έλεγχο του δικαστή. Και βεβαίως ο τελευταίος έχει την εξουσία και την υποχρέωση να μην εφαρμόζει νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος). Δεν δύναται όμως να ελέγχει τις σκέψεις ή τα ελατήρια που οδήγησαν τον νομοθέτη στην ψήφιση του νόμου. Ούτε μπορεί να αμφισβητεί την ειλικρίνεια του νομοθέτη, με το να δέχεται την άποψη ότι υπό τη συγκεκριμένη γραμματική διατύπωση ορισμένου νόμου υποκρύπτεται άλλου είδους ρύθμιση, και συγκεκριμένα ότι διάταξη νόμου που σαφώς θεσπίζει ειδική παραγραφή αξιόποινης πράξης και ομιλεί για εξάλειψη και μόνο του αξιοποίνου την οποία συνδέει με την πάροδο ορισμένου (του κατά την κρίση του νομοθέτη ενδεδειγμένου) χρόνου, συνιστά "κρυπτοαμνηστία", την οποία απαγορεύει το Σύνταγμα. Έτσι ο δικαστής θα υπερέβαινε τα όρια του ελέγχου της συνταγματικότητας του νόμου, που πραγματοποιείται με βάση το περιεχόμενό του και μόνο και με αποκλειστικά νομικά κριτήρια, και θα υποκαθιστούσε στον ρόλο του τον νομοθέτη, επεμβαίνοντας στην επιλογή του σκοπού που επιδιώκει με την ψήφιση ενός νόμου και των μέσων που για τον σκοπό αυτό θεσπίζει και ελέγχοντας τη νομοθετική επιλογή με κριτήρια πολιτικά. Με τον τρόπον αυτόν όμως η δικαιοσύνη "παρενείρει εαυτήν εις εντελώς ξένα, νομοθετικά, καθήκοντα" (ΟλΑΠ 11/2001). Με τη διάταξη του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 (ΦΕΚ Α' 197/12.10.2020) με τίτλο "Δαπάνες ενταλμάτων γενομένων επί τη βάση ελέγχων Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου", ορίζονται τα εξής: "Αίρεται το αξιόποινο των πράξεων αιρετών και υπαλλήλων, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού, οι οποίες αφορούν πληρωμές ενταλμάτων που έλαβαν χώρα μέχρι 31.7.2019 και οι οποίες διενεργήθηκαν επί τη βάση ελέγχων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΥΔΕ) και του Ελεγκτικού Συνεδρίου και παύουν οριστικά οι ποινικές και πειθαρχικές διώξεις εναντίον των προσώπων αυτών, καθώς και κάθε διαδικασία καταλογισμού σε βάρος τους". Η διάταξη αυτή, ψηφίστηκε κατά την "Τροποποίηση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, νέο πλαίσιο επιλογής διοικήσεων στο δημόσιο τομέα....", με το περιεχόμενο της να κατατίθεται μέσω βουλευτικής τροπολογίας (υπ' αριθμόν 489/48/5-10-2020, που έγινε δεκτή από τον Υπουργό Εσωτερικών στις 8/10/2020). Ο σκοπός που αυτή εξυπηρετεί αποτυπώθηκε στην αιτιολογική έκθεσή της, σύμφωνα με την οποία: "Με την προτεινόμενη ρύθμιση αποσκοπείται να αντιμετωπιστούν οι περιπτώσεις εκείνες δαπανών πληρωμής των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως α' και β' βαθμού, οι οποίες εκτελέστηκαν τόσο βάσει ενταλμάτων των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών, όσο και από τους ίδιους τους Ο.Τ.Α και ελέγχθησαν προληπτικώς από το Ελεγκτικό Συνέδριο έως και τη λήξη του προληπτικού ελέγχου (31.7.2019). Πρόκειται για δαπάνες η πληρωμή των οποίων κρίθηκε νόμιμη από τις καθ' ύλην αρμόδιες Υπηρεσίες Δημοσιονομικού ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών. Ως εκ τούτου, δεν είναι σύμφωνο με την αρχή της ασφάλειας του δικαίου να διώκονται αιρετοί και υπάλληλοι που ασκούν καθήκοντα σχετικά με τις αρμοδιότητες των οικονομικών υπηρεσιών των ως άνω φορέων, οι οποίοι καλοπίστως προέβησαν στην ενταλματοποίηση και πληρωμή των δαπανών αυτών έχοντας τη διαβεβαίωση της νομιμότητάς τους από τα μοναδικά αρμόδια όργανα δημοσιονομικού ελέγχου". Ας σημειωθεί ότι στις 5-11-2020, ψηφίστηκε το άρθρο 93 του ν. 4745/2020 (ΦΕΚ Α' 214/06.1 1.2020) που προβλέπει ότι: "Η αληθής έννοια του άρθρου 67 του ν. 4735/2020 καταλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο περιπτώσεις που έχουν ελεγχθεί από τις Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και το Ελεγκτικό Συνέδριο έως τη λήξη του προληπτικού ελέγχου και οι οποίες κρίθηκαν νόμιμες πριν την πληρωμή τους από τους Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμού, εκτός εάν τα πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου προκάλεσαν δολίως τη θεώρησή τους ή εάν διαπιστωθεί έλλειμμα ύστερα από κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των ελεγκτικών υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους". Η τελευταία αυτή διάταξη, εισήχθη προς ψήφιση στο σχέδιο νόμου "Ρυθμίσεις για την επιτάχυνση της εκδίκασης εκκρεμών υποθέσεων του ν. 3869/2010, σύμφωνα με τις επιταγές της παρ. 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α., ως προς την εύλογη διάρκεια της πολιτικής δίκης, τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων και άλλες διατάξεις", κατά δε την σχετικώς κατατεθείσα έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, αφού πρώτα γίνεται αναφορά στην προτεινόμενη νέα (ως ερμηνευτικού χαρακτήρα) ρύθμιση σε συνάρτηση με την προγενέστερη του ως άνω άρθρου 67 ν. 4735/2020, εν τέλει, αναφέρεται σε αυτήν ότι, "Το προτεινόμενο άρθρο 68 εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής του λόγου άρσης του αξιοποίνου τις περιπτώσεις που τα πρόσωπα που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 67 του ν.4735/2020 προκάλεσαν δολίως τη θεώρηση των ενταλμάτων πληρωμής ή εάν διαπιστωθεί έλλειμα ύστερα από κατασταλτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή των ελεγκτικών υπηρεσιών της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικών Ελέγχων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Στο μέτρο κατά το οποίο το άρθρο 67 του ν.4735/2020, εφόσον δεν συγκρούεται με το άρθρο 26 του Συντάγματος, εφαρμόζεται σε συνδυασμό με το προτεινόμενο άρθρο 68 του παρόντος, το πεδίο εφαρμογής του λόγου άρσης του αξιοποίνου του άρθρου 67 συστέλλεται, και το προτεινόμενο άρθρο 68 συνιστά αυστηρότερη διάταξη νόμου σε σχέση με το άρθρο 67 του ν. 4735/2020.
Συνεπώς, το προτεινόμενο άρθρο 68 δεν εφαρμόζεται αναδρομικά σε πράξεις που τελέσθηκαν προ της έναρξης ισχύος του". Περαιτέρω δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι ο νομοθέτης με τις ανωτέρω διατάξεις επέλεξε τη θέσπιση ειδικής παραγραφής και επέβαλε αποκλειστικά και μόνο την εξάλειψη του αξιοποίνου πράξεων, με συντόμευση του χρόνου παραγραφής τους, ως μέτρο για την εύρυθμη λειτουργία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και την παύση της ανασφάλειας δικαίου που προκαλεί η ύπαρξη ποινικών εκκρεμοτήτων σε βάρος των παραπάνω προσώπων για πράξεις αυτών (έκδοση χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής), όταν όμως για αυτές τις πράξεις έχει προηγηθεί έλεγχος και έχουν κριθεί νόμιμες από τις αρμόδιες αρχές και δεν υφίσταται καταλογισμός ήτοι εντοπισμός ελλειμάτων. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 67 του Ν. 4735/2020, δεν προκύπτει κανένα στοιχείο από εκείνα που χαρακτηρίζουν την αμνηστία, ούτε δίνεται στον εφαρμοστή του δικαίου η εικόνα ότι θεσπίζεται αμνηστία ή, σε κάθε περίπτωση, ότι με την εν λόγω διάταξη προβλέπεται ρύθμιση που κατά τη φύση και τις έννομες συνέπειές της ταυτίζεται με την αμνηστία. Το γεγονός ότι καθιερώνεται αποκλειστικά και μόνο εξάλειψη του αξιοποίνου, που συνδέεται με την πάροδο συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος από την τέλεση των πράξεων, και ότι η πρόβλεψη του νομοθέτη εξαντλείται στην οριστική παύση της ποινικής δίωξης, αποκλείει κάθε σκέψη για θέσπιση αμνηστίας, κατά τρόπο ευθύ ή συγκαλυμμένο. Και τούτο καθόσον η ανωτέρω διάταξη α) αφορά αδιακρίτως μία ευρύτατη κατηγορία υπαλλήλων και ειδικότερα πλέον των αιρετών εκτείνεται σε όλα τα πρόσωπα που συνδέονται με υπαλληλική σχέση με τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού, β) περιλαμβάνει όλα τα σχετικά αδικήματα που φέρεται ότι έχουν τελεσθεί πριν την 31η-7-2019 ήτοι δεν προβλέπει χρόνο έναρξης της παραγραφής και συγκεκριμένη περίοδο εντός της οποίας τα εν λόγω αδικήματα υποπίπτουν σε παραγραφή αλλά μόνο καταληκτική ημερομηνία, ενώ το αντίθετο (ήτοι η πρόβλεψη από το νομοθέτη συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος) θα δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς τη συνταγματικότητας της εν λόγω διάταξης, διότι θα περιλάμβανε συγκεκριμένες διαχειριστικές περιόδους, κατά τις οποίες τη διοίκηση των Περιφερειών - Νομαρχιών την είχαν πρόσωπα από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους και γ) αφορά μεν συγκεκριμένα αδικήματα και ειδικότερα αδικήματα που συνδέονται με τη διαδικασία έκδοσης και πληρωμής χρηματικών ενταλμάτων από αιρετούς και υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης α' και β' βαθμού, πλην όμως και στο παρελθόν ο νομοθέτης είχε θεσπίσει το καθεστώς εξαλείψεως του αξιοποίνου για συγκεκριμένη κατηγορία αδικημάτων, χωρίς να έχουν κριθεί ως αντισυνταγματικές αυτές οι διατάξεις, με χαρακτηριστική την περίπτωση του άρθρου 25 του Ν. 2721/1999 που αφορούσε τις κινητοποιήσεις των αγροτών για την επίλυση των αιτημάτων τους, με κατάληψη του οδοστρώματος δημοσίων οδών και αποκλείοντας την κυκλοφορία. Επιπροσθέτως ο νομοθέτης για την εφαρμογή της παραπάνω διάταξης και την εξάλειψη του αξιοποίνου των εν λόγω αδικημάτων θέτει δικλείδα ασφαλείας αυξημένων εγγυήσεων με την επιπλέον προϋπόθεση ότι τα σχετικά χρηματικά εντάλματα που συνδέονται με τα εν λόγω αδικήματα, έχουν εγκριθεί για τη νομιμότητά τους από τις αρμόδιες Υπηρεσίες Δημοσιονομικού Ελέγχου και το Ελεγκτικό συνέδριο. Επομένως η ως άνω ουσιαστική ποινική διάταξη, θεσπίζουσα ειδική παραγραφή αξιοποίνων πράξεων και όχι αμνηστία αυτών, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, και συγκεκριμένα στα άρθρα 4 παρ. 1, 26 και στις παρ. 3 και 4 του άρθρου 47. Επομένως, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, ορθώς εφαρμόσθηκε από το δικαστήριο της ουσίας, η διάταξη του άρθρου 67 του Ν. 4735/2020, ως μη αντικειμένη στο Σύνταγμα. Συνακόλουθα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέα του ΑΠ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, καθόσον το δικαστήριο της ουσίας, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εφαρμόζοντας τη μη αντικειμένη στο Σύνταγμα διάταξη του άρθρου 67 του Ν. 4735/2020, δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια του άρθρου 510 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 1843/23-24.10.2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α' βαθμού).
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο συγκροτούμενο από δικαστές άλλους από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2025. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7 Μαΐου 2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δεν επιτρέπονται νέα σχόλια.