Απόφαση 1095 / 2017 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
ΑΡΙΘΜΟΣ 1095/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου, Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αγγελική Αλειφεροπούλου-Εισηγήτρια, Γεώργιο Αναστασάκο και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαΐου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α.-Σ. Γ. του Τ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Χριστιά, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ.6427/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Φεβρουαρίου 2017 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2017.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, κατ’ άρθρο 519 Κ.Π.Δ.,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 229 παρ. 1 Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 1 παρ. 6 Ν. 3327/2005, "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη, που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα, να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος ψευδομηνυτής να γνώριζε την αναλήθειά της και να απέβλεπε με αυτήν, δηλαδή να σκόπευε, στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Εξάλλου, έλλειψη της απαιτούμενης, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφαρμόσθηκαν. Επί του προαναφερθέντος εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, το ψευδώς ενοχοποιούμενο (ποινικώς ή πειθαρχικώς) πρόσωπο, που αποτελεί τον παθόντα από το έγκλημα τούτο, πρέπει να είναι ορισμένο και να αποσαφηνίζεται στην αιτιολογία της αποφάσεως η ταυτότητά του, εφόσον μόνο συγκεκριμένο πρόσωπο μπορεί να εμφανίζεται ψευδώς ως δράστης μιας αξιόποινης πράξεως ή ως πειθαρχικώς ελεγκτέο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, οπότε διαλαμβάνεται περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται κατά το νόμο, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, και πρόσθετα στοιχεία, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (υπερχειλής δόλος), ως συμβαίνει επί ψευδούς καταμηνύσεως, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών, που δικαιολογούν, τόσο τη γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Έτσι, για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, ως προς τον άμεσο δόλο, καθώς και ως προς τον πρόσθετο υπερχειλή δόλο του παραπάνω εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, απαιτείται να εκτίθενται, τόσο τα πραγματικά περιστατικά, που δικαιολογούν τη γνώση, όσο και εκείνα, που δικαιολογούν τον άνω σκοπό, διαφορετικά η καταδικαστική απόφαση καθίσταται αναιρετέα για τον προεκτεθέντα λόγο.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθ. 6427/2016, αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: "Η κατηγορούμενη την 22-6-2009 υπέβαλε ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008 καταγγελία, η οποία κοινοποιήθηκε και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπου καταμήνυσε εν γνώσει της ψευδώς τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς: Ι. Σ., τη νόμιμη σύνθεση του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που εξέδωσε το υπ’ αριθμόν 747/2007 βούλευμα και την τότε Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Μ. Α., τη νόμιμη σύνθεση του δικαστικού Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το υπ’ αριθμόν 501/2008 βούλευμα και την τότε Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Γ. Τ., τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Α. Κ., τη νόμιμη σύνθεση του Αρείου Πάγου ως Δικαστικού Συμβουλίου που εξέδωσε το υπ’ αριθμόν 149/2009 βούλευμα και τους τότε Αντεισαγγελείς Αρείου Πάγου Δ. Π. Λ. και Ι. Χ., τη νόμιμη σύνθεση του Α’ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών που εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 3123-3129/2007 απόφαση, ότι οι προαναφερθέντες δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί προέβησαν στις αξιόποινες πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της κατάχρησης εξουσίας, επειδή η μεν πρώτη ως Ανακρίτρια εξέδωσε παράνομα εντάλματα σύλληψης εις βάρος της και του πατέρα της Τ. Γ., ότι οι λοιποί λειτουργοί κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης που αφορά σε κακουργηματική απάτη και πλαστογραφία με κατηγορούμενη την ίδια, ενήργησαν μεροληπτικά και παρέλειψαν να ασκήσουν ποινική δίωξη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες εις βάρος των Π. Σ., Κ. Σ., Γ. Σ. και Π. Σ., ενώ η αλήθεια ήταν ότι οι συγκεκριμένοι δικαστικοί λειτουργοί ενήργησαν αμερόληπτα και έκαναν το καθήκον τους κατά την απροσωπόληπτη κρίση τους, όπως τούτο αποδεικνύεται από την αναγνωσθείσα υπ’ αριθμόν …16-2-2011 διάταξη του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ε.-Ρ. Π., και η κατηγορούμενη τελούσε εν γνώσει της αναληθείας των ισχυρισμών που προέβαλε με την προαναφερθείσα καταγγελία της. Η γνώση της κατηγορούμενης της προαναφερθείσας αναλήθειας αποδεικνύεται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας. Κατόπιν αυτών πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορούμενη για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή, όπως η πράξη αυτή αναφέρεται στο διατακτικό της απόφασης". Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα ένοχη της αξιόποινης πράξεως της ψευδούς καταμηνύσεως κατά συρροή, για την οποία της επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική προς δέκα (10) ευρώ ημερησίως, με το ακόλουθο διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παραπάνω κατηγορούμενη έ ν ο χ η για του ότι: Στην Αθήνα την 22-6-2009, εν γνώσει της καταμήνυσε άλλους ψευδώς ότι τέλεσαν αξιόποινες πράξεις με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή τους γι’ αυτές και πιο συγκεκριμένα υπέβαλε ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 7 Ν 3691/2008 καταγγελία, η οποία κοινοποιήθηκε και στον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, όπου και καταμήνυε εν γνώσει της ψευδώς τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς Ι. Σ., τη νόμιμη σύνθεση του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 747/2007 Βούλευμα και την τότε Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Α. Μ., τη νόμιμη σύνθεση του Δικαστικού Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 501/2008 Βούλευμα και την τότε Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Τ. Γ., τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Κ. Α., τη νόμιμη σύνθεση του Αρείου Πάγου ως Δικαστικού Συμβουλίου που εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 149/2009 Βούλευμα και τους τότε Αντεισαγγελείς Αρείου Πάγου Λ. Δ. -Π. και Χ. Ι., τη νόμιμη σύνθεση του Α’ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών που εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 3123-3129/2007 Απόφαση, ότι οι συγκεκριμένοι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί προέβησαν στις αξιόποινες πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της κατάχρησης εξουσίας, διότι η μεν πρώτη ως Ανακρίτρια εξέδωσε παράνομα εντάλματα σύλληψης εις βάρος της και του πατέρα της Γ. Τ., ότι οι λοιποί λειτουργοί κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης που αφορά σε κακουργηματική απάτη και πλαστογραφία με κατηγορούμενη την ίδια, ενήργησαν μεροληπτικά και παρέλειψαν να ασκήσουν ποινική δίωξη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες εις βάρος των Σ. Π., Σ. Κ. και Σ. Γ. και Σ. Π., το δε αληθές είναι ότι οι συγκεκριμένοι λειτουργοί έπραξαν αμερόληπτα και κατά την απροσωπόληπτη κρίση τους, η δε κατηγορουμένη τελούσε σε γνώση της αναλήθειας των ισχυρισμών της". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, κατά το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα οποία, ως ενιαίο σύνολο, παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, δεν διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος (της ψευδούς καταμηνύσεως κατά συρροή), για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα. Ειδικότερα, στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως εκτίθεται, ότι ψευδώς ενοχοποιηθέντα από την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα πρόσωπα υπήρξαν οι κατονομαζόμενοι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, Ι. Σ., Μ. Α., Γ. Τ., Α. Κ., Δ.-Π. Λ. και Ι. Χ., φαίνεται, δηλαδή, να έχει τελέσει αυτή έξι (6) ψευδείς καταμηνύσεις. Ωστόσο, κατά τρόπο που προκαλεί ασάφεια, διαλαμβάνεται και η παραδοχή, ότι η ίδια καταμήνυσε ψευδώς και τις νόμιμες συνθέσεις του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και του Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, που εξέδωσαν τα αναφερόμενα βουλεύματα, καθώς και τη νόμιμη σύνθεση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εξέδωσε τη μνημονευόμενη απόφαση, χωρίς να διευκρινίζεται ποια συγκεκριμένα πρόσωπα μετείχαν στις συνθέσεις αυτών των (πολυμελών) δικαστικών οργάνων, τα οποία θα έπρεπε να θεωρηθούν παθόντες από την ανωτέρω πράξη. Η ασάφεια αυτή επιτείνεται και εξελίσσεται σε αντίφαση, διότι, στη συνέχεια, κατά την επιμέτρηση των ποινών, γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση για εννέα (9) παθόντες και επιβάλλονται εννέα (9) ποινές φυλακίσεως, διαρκείας ενός (1) έτους για κάθε ψευδή καταμήνυση. Ο αριθμός αυτός (εννέα) δεν είναι συμβατός ούτε με τα έξι συγκεκριμένα πρόσωπα, που κατονομάζονται ως παθόντες, ούτε μπορεί να προκύψει από τον οποιοδήποτε συνυπολογισμό και των δικαστικών λειτουργών, που συγκρότησαν τα ανωτέρω τρία Δικαστικά Συμβούλια και το Τριμελές Εφετείο Αθηνών. Ως εκ τούτου, υπάρχει προφανής ασάφεια και έχει εμφιλοχωρήσει αντίφαση στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τόσο επί της ενοχής, όσο και επί της ποινής, ώστε αυτή να καθίσταται αναιρετέα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την ταυτότητα και τον προσδιορισμό των καταμηνυθέντων προσώπων, όπως βασίμως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Η εν λόγω αιτιολογία, όμως, είναι ανεπαρκής και όσον αφορά το αξιούμενο από το νόμο πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του πιο πάνω εγκλήματος (υπερχειλή δόλο), ότι δηλαδή η αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα ψευδής καταμήνυση έγινε με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη των καταμηνυθέντων για τις αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, αφού, πέραν της τυπικής αναφοράς στο προοίμιο του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπου παρατίθεται μόνον η διατύπωση του νόμου, ότι η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα ενήργησε "με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή τους" για τις πράξεις αυτές, ουδέν διαλαμβάνεται συναφώς στο αιτιολογικό ούτε στο διατακτικό εκτίθεται οποιοδήποτε περιστατικό, που να δικαιολογεί την εν λόγω επιδίωξή της, μη αιτιολογουμένου ιδιαιτέρως του στοιχείου τούτου, όπως απαιτείται, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος. Η τελευταία αυτή πλημμέλεια, που συνιστά επίσης έλλειψη αιτιολογίας, δεν προτάθηκε από την αναιρεσείουσα, πλην όμως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, ως αναφερόμενη στον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, εφόσον η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή (άρθρ. 511 εδ. α’ Κ.Ποιν.Δ.). Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το οικείο σκέλος του, που αναφέρεται στην πρώτη από τις παραπάνω πλημμέλειες, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθία τούτων, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα των λοιπών λόγων του αναιρετηρίου, πρέπει, κατά παραδοχή της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 6427/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Μαΐου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Μαΐου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 1095/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου, Μαρία Γαλάνη-Λεοναρδοπούλου, Αγγελική Αλειφεροπούλου-Εισηγήτρια, Γεώργιο Αναστασάκο και Διονυσία Μπιτζούνη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαΐου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Α.-Σ. Γ. του Τ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Χριστιά, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ.6427/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Φεβρουαρίου 2017 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2017.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, κατ’ άρθρο 519 Κ.Π.Δ.,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 229 παρ. 1 Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρ. 1 παρ. 6 Ν. 3327/2005, "όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως απαιτείται η πράξη, που αποδίδεται σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα πρόσωπα, να είναι αξιόποινη ή πειθαρχικώς κολάσιμη και ψευδής, ο υπαίτιος ψευδομηνυτής να γνώριζε την αναλήθειά της και να απέβλεπε με αυτήν, δηλαδή να σκόπευε, στο να κινηθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη εναντίον εκείνου, κατά του οποίου στρέφεται η καταγγελία του χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Εξάλλου, έλλειψη της απαιτούμενης, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της καταδικαστικής αποφάσεως, η οποία ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της συνδρομής των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις, με τις οποίες έγινε η υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφαρμόσθηκαν. Επί του προαναφερθέντος εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, το ψευδώς ενοχοποιούμενο (ποινικώς ή πειθαρχικώς) πρόσωπο, που αποτελεί τον παθόντα από το έγκλημα τούτο, πρέπει να είναι ορισμένο και να αποσαφηνίζεται στην αιτιολογία της αποφάσεως η ταυτότητά του, εφόσον μόνο συγκεκριμένο πρόσωπο μπορεί να εμφανίζεται ψευδώς ως δράστης μιας αξιόποινης πράξεως ή ως πειθαρχικώς ελεγκτέο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, προκύπτει δε από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, οπότε διαλαμβάνεται περί αυτού (δόλου) αιτιολογία στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται κατά το νόμο, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, και πρόσθετα στοιχεία, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (υπερχειλής δόλος), ως συμβαίνει επί ψευδούς καταμηνύσεως, η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθεση των περιστατικών, που δικαιολογούν, τόσο τη γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας. Έτσι, για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, ως προς τον άμεσο δόλο, καθώς και ως προς τον πρόσθετο υπερχειλή δόλο του παραπάνω εγκλήματος της ψευδούς καταμηνύσεως, απαιτείται να εκτίθενται, τόσο τα πραγματικά περιστατικά, που δικαιολογούν τη γνώση, όσο και εκείνα, που δικαιολογούν τον άνω σκοπό, διαφορετικά η καταδικαστική απόφαση καθίσταται αναιρετέα για τον προεκτεθέντα λόγο.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθ. 6427/2016, αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν τα εξής: "Η κατηγορούμενη την 22-6-2009 υπέβαλε ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 7 του Ν. 3691/2008 καταγγελία, η οποία κοινοποιήθηκε και στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, όπου καταμήνυσε εν γνώσει της ψευδώς τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς: Ι. Σ., τη νόμιμη σύνθεση του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που εξέδωσε το υπ’ αριθμόν 747/2007 βούλευμα και την τότε Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Μ. Α., τη νόμιμη σύνθεση του δικαστικού Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το υπ’ αριθμόν 501/2008 βούλευμα και την τότε Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Γ. Τ., τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Α. Κ., τη νόμιμη σύνθεση του Αρείου Πάγου ως Δικαστικού Συμβουλίου που εξέδωσε το υπ’ αριθμόν 149/2009 βούλευμα και τους τότε Αντεισαγγελείς Αρείου Πάγου Δ. Π. Λ. και Ι. Χ., τη νόμιμη σύνθεση του Α’ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών που εξέδωσε την υπ’ αριθμόν 3123-3129/2007 απόφαση, ότι οι προαναφερθέντες δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί προέβησαν στις αξιόποινες πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της κατάχρησης εξουσίας, επειδή η μεν πρώτη ως Ανακρίτρια εξέδωσε παράνομα εντάλματα σύλληψης εις βάρος της και του πατέρα της Τ. Γ., ότι οι λοιποί λειτουργοί κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης που αφορά σε κακουργηματική απάτη και πλαστογραφία με κατηγορούμενη την ίδια, ενήργησαν μεροληπτικά και παρέλειψαν να ασκήσουν ποινική δίωξη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες εις βάρος των Π. Σ., Κ. Σ., Γ. Σ. και Π. Σ., ενώ η αλήθεια ήταν ότι οι συγκεκριμένοι δικαστικοί λειτουργοί ενήργησαν αμερόληπτα και έκαναν το καθήκον τους κατά την απροσωπόληπτη κρίση τους, όπως τούτο αποδεικνύεται από την αναγνωσθείσα υπ’ αριθμόν …16-2-2011 διάταξη του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ε.-Ρ. Π., και η κατηγορούμενη τελούσε εν γνώσει της αναληθείας των ισχυρισμών που προέβαλε με την προαναφερθείσα καταγγελία της. Η γνώση της κατηγορούμενης της προαναφερθείσας αναλήθειας αποδεικνύεται από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας. Κατόπιν αυτών πρέπει να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορούμενη για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης κατά συρροή, όπως η πράξη αυτή αναφέρεται στο διατακτικό της απόφασης". Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα ένοχη της αξιόποινης πράξεως της ψευδούς καταμηνύσεως κατά συρροή, για την οποία της επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική προς δέκα (10) ευρώ ημερησίως, με το ακόλουθο διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παραπάνω κατηγορούμενη έ ν ο χ η για του ότι: Στην Αθήνα την 22-6-2009, εν γνώσει της καταμήνυσε άλλους ψευδώς ότι τέλεσαν αξιόποινες πράξεις με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή τους γι’ αυτές και πιο συγκεκριμένα υπέβαλε ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 7 Ν 3691/2008 καταγγελία, η οποία κοινοποιήθηκε και στον Εισαγγελέα Αρείου Πάγου, όπου και καταμήνυε εν γνώσει της ψευδώς τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς Ι. Σ., τη νόμιμη σύνθεση του Δικαστικού Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 747/2007 Βούλευμα και την τότε Αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών Α. Μ., τη νόμιμη σύνθεση του Δικαστικού Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 501/2008 Βούλευμα και την τότε Αντεισαγγελέα Εφετών Αθηνών Τ. Γ., τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Κ. Α., τη νόμιμη σύνθεση του Αρείου Πάγου ως Δικαστικού Συμβουλίου που εξέδωσε το υπ’ αριθμ. 149/2009 Βούλευμα και τους τότε Αντεισαγγελείς Αρείου Πάγου Λ. Δ. -Π. και Χ. Ι., τη νόμιμη σύνθεση του Α’ Τριμελούς Εφετείου Αθηνών που εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 3123-3129/2007 Απόφαση, ότι οι συγκεκριμένοι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί προέβησαν στις αξιόποινες πράξεις της παράβασης καθήκοντος και της κατάχρησης εξουσίας, διότι η μεν πρώτη ως Ανακρίτρια εξέδωσε παράνομα εντάλματα σύλληψης εις βάρος της και του πατέρα της Γ. Τ., ότι οι λοιποί λειτουργοί κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης που αφορά σε κακουργηματική απάτη και πλαστογραφία με κατηγορούμενη την ίδια, ενήργησαν μεροληπτικά και παρέλειψαν να ασκήσουν ποινική δίωξη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες εις βάρος των Σ. Π., Σ. Κ. και Σ. Γ. και Σ. Π., το δε αληθές είναι ότι οι συγκεκριμένοι λειτουργοί έπραξαν αμερόληπτα και κατά την απροσωπόληπτη κρίση τους, η δε κατηγορουμένη τελούσε σε γνώση της αναλήθειας των ισχυρισμών της". Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, κατά το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεώς του, τα οποία, ως ενιαίο σύνολο, παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, δεν διέλαβε σ’ αυτήν την απαιτούμενη, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος (της ψευδούς καταμηνύσεως κατά συρροή), για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα. Ειδικότερα, στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως εκτίθεται, ότι ψευδώς ενοχοποιηθέντα από την κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα πρόσωπα υπήρξαν οι κατονομαζόμενοι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, Ι. Σ., Μ. Α., Γ. Τ., Α. Κ., Δ.-Π. Λ. και Ι. Χ., φαίνεται, δηλαδή, να έχει τελέσει αυτή έξι (6) ψευδείς καταμηνύσεις. Ωστόσο, κατά τρόπο που προκαλεί ασάφεια, διαλαμβάνεται και η παραδοχή, ότι η ίδια καταμήνυσε ψευδώς και τις νόμιμες συνθέσεις του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και του Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, που εξέδωσαν τα αναφερόμενα βουλεύματα, καθώς και τη νόμιμη σύνθεση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, που εξέδωσε τη μνημονευόμενη απόφαση, χωρίς να διευκρινίζεται ποια συγκεκριμένα πρόσωπα μετείχαν στις συνθέσεις αυτών των (πολυμελών) δικαστικών οργάνων, τα οποία θα έπρεπε να θεωρηθούν παθόντες από την ανωτέρω πράξη. Η ασάφεια αυτή επιτείνεται και εξελίσσεται σε αντίφαση, διότι, στη συνέχεια, κατά την επιμέτρηση των ποινών, γίνεται λόγος στην προσβαλλόμενη απόφαση για εννέα (9) παθόντες και επιβάλλονται εννέα (9) ποινές φυλακίσεως, διαρκείας ενός (1) έτους για κάθε ψευδή καταμήνυση. Ο αριθμός αυτός (εννέα) δεν είναι συμβατός ούτε με τα έξι συγκεκριμένα πρόσωπα, που κατονομάζονται ως παθόντες, ούτε μπορεί να προκύψει από τον οποιοδήποτε συνυπολογισμό και των δικαστικών λειτουργών, που συγκρότησαν τα ανωτέρω τρία Δικαστικά Συμβούλια και το Τριμελές Εφετείο Αθηνών. Ως εκ τούτου, υπάρχει προφανής ασάφεια και έχει εμφιλοχωρήσει αντίφαση στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τόσο επί της ενοχής, όσο και επί της ποινής, ώστε αυτή να καθίσταται αναιρετέα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την ταυτότητα και τον προσδιορισμό των καταμηνυθέντων προσώπων, όπως βασίμως υποστηρίζει η αναιρεσείουσα. Η εν λόγω αιτιολογία, όμως, είναι ανεπαρκής και όσον αφορά το αξιούμενο από το νόμο πρόσθετο στοιχείο της υποκειμενικής υποστάσεως του πιο πάνω εγκλήματος (υπερχειλή δόλο), ότι δηλαδή η αποδιδόμενη στην αναιρεσείουσα ψευδής καταμήνυση έγινε με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη των καταμηνυθέντων για τις αναφερόμενες αξιόποινες πράξεις, αφού, πέραν της τυπικής αναφοράς στο προοίμιο του διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, όπου παρατίθεται μόνον η διατύπωση του νόμου, ότι η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα ενήργησε "με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή τους" για τις πράξεις αυτές, ουδέν διαλαμβάνεται συναφώς στο αιτιολογικό ούτε στο διατακτικό εκτίθεται οποιοδήποτε περιστατικό, που να δικαιολογεί την εν λόγω επιδίωξή της, μη αιτιολογουμένου ιδιαιτέρως του στοιχείου τούτου, όπως απαιτείται, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, για τη θεμελίωση του εν λόγω εγκλήματος. Η τελευταία αυτή πλημμέλεια, που συνιστά επίσης έλλειψη αιτιολογίας, δεν προτάθηκε από την αναιρεσείουσα, πλην όμως εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον Άρειο Πάγο, ως αναφερόμενη στον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, εφόσον η κρινόμενη αίτηση είναι παραδεκτή (άρθρ. 511 εδ. α’ Κ.Ποιν.Δ.). Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως κατά το οικείο σκέλος του, που αναφέρεται στην πρώτη από τις παραπάνω πλημμέλειες, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, από το άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., είναι βάσιμος. Κατ’ ακολουθία τούτων, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα των λοιπών λόγων του αναιρετηρίου, πρέπει, κατά παραδοχή της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συντιθέμενο από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 6427/2016 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Μαΐου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 30 Μαΐου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish
5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"
Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ