Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

ΟλΣτΕ 2511/2016 : Δικαστικοί Λειτουργοί– Άδεια ανατροφής τέκνου

Αριθμός 2511/2016

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
 ΠΕΡΙΛΗΨΗ : Δικαστικοί Λειτουργοί– Άδεια ανατροφής τέκνου
Νικ. Σακελλαρίου, Πρόεδρος,
Μέλη: Γ. Παπαγεωργίου, Μ. - Ε. Κωνσταντινίδου, Α. - Γ. Βώρος, Μ. Γκορτζολίδου, Σπ. Μαρκάτης, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου (εισηγήτρια) , Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Ο. Ζύγουρα, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Τ. Κόμβου, Π. Μπραΐμη, Σ. Βιτάλη, Α. - Μ. Παπαδημητρίου, Ελ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Μ. Αθανασοπούλου, Μ. Σταματοπούλου, Ι. Μιχαλακόπουλος,
Δικηγόροi Παναγιώτα Πετρόγλου ,Βασιλική Πανταζή,

………
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή η αιτούσα, Πρωτοδίκης Διοικητικών Δικαστηρίων, ζητεί να ακυρωθεί η * πράξη της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού, Οργάνωσης και Λειτουργίας Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία απορρίφθηκε αίτημά της να της χορηγηθεί άδεια εννέα μηνών, με αποδοχές, για την ανατροφή του τέκνου της.

3. Επειδή, στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Περαιτέρω, στις παραγράφους 1 και 5 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζονται τα εξής: «1. Η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους. 2. … 5. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, καθώς και η λήψη των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους». Τέλος, στην παράγραφο 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το ως άνω Ψήφισμα της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζονται τα εξής: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. … Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».

4. Επειδή, η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως διαμορφώθηκε με τη Συνθήκη της Λισαβόνας της 13.12.2007, η οποία κυρώθηκε με το ν. 3671/2008 (Α΄ 129) και ισχύει από 1.12.2009 (βλ. ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2010/C 83/01), ορίζει στο άρθρο 6 (πρώην άρθρο 6 Συνθήκης Ε.Ε.) ότι: «Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης … ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες». Περαιτέρω, στο άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2010/C 83/02) ορίζεται ότι: «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι έναντι του νόμου». Στο άρθρο 24 του ίδιου Χάρτη ορίζεται ότι: «1. Τα παιδιά έχουν δικαίωμα στην προστασία και τη φροντίδα που απαιτούνται για την καλή διαβίωσή τους. … 2. Σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. 3. …». Τέλος, στο άρθρο 33 του ίδιου ως άνω Χάρτη ορίζεται ότι: «1. Εξασφαλίζεται η νομική, οικονομική και κοινωνική προστασία της οικογένειας. 2. Κάθε πρόσωπο, προκειμένου να μπορεί να συνδυάζει την οικογενειακή με την επαγγελματική ζωή του, έχει … δικαίωμα αμειβόμενης άδειας μητρότητας και γονικής άδειας μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία παιδιού».

5. Επειδή, με τα άρθρα 48 έως 54 του ν. 4075/2012 (Α΄ 89) ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η οδηγία 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Μαρτίου 2010 (EE L 68 της 18.3.2010), σχετικά με την εφαρμογή της αναθεωρημένης συμφωνίας - πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη από τις οργανώσεις BUSINESSEUROPE, UEAPME, CEEP και ETUC και την κατάργηση της οδηγίας 96/34/ΕΚ. Στο άρθρο 49 του νόμου αυτού (ρήτρα 1 της συμφωνίας - πλαίσιο Παράρτημα της οδηγίας) ορίζονται τα εξής: «Πεδίο εφαρμογής. 1. … 2. (όπως η παρ. αυτή τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 39 του ν. 4144/2013, Α΄ 88) Οι διατάξεις των άρθρων 48 έως 54 του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται σε όλους τους εργαζόμενους γονείς, φυσικούς, θετούς ή ανάδοχους, που απασχολούνται στον ιδιωτικό, το δημόσιο τομέα, τα Ν.Π.Δ.Δ., τους Ο.Τ.Α. και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, …, με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή μορφή απασχόλησης, … 3.…». Ακολούθως, στο άρθρο 50 (ρήτρες 2 έως 4 της συμφωνίας - πλαίσιο Παράρτημα της οδηγίας) ορίζονται τα εξής: «Γονική άδεια ανατροφής - Δικαιούχοι. Όροι και προϋποθέσεις. 1. Ο εργαζόμενος γονέας έχει δικαίωμα γονικής άδειας ανατροφής του παιδιού μέχρις ότου συμπληρώσει την ηλικία των έξι (6) ετών, … 2. … 3. Η γονική άδεια ανατροφής είναι άνευ αποδοχών, χορηγείται εγγράφως για περίοδο τουλάχιστον τεσσάρων (4) μηνών και αποτελεί ατομικό δικαίωμα κάθε γονέα, χωρίς δυνατότητα μεταβίβασης. 4. … 8. …». Περαιτέρω, στο άρθρο 54 (ρήτρα 8 της συμφωνίας - πλαίσιο Παράρτημα της Οδηγίας) ορίζονται τα εξής: «Τελικές διατάξεις. 1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη που ρυθμίζει δυσμενέστερα τα θέματα του παρόντος, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του ν. 1483/1984 (Α΄ 153) και του άρθρου 25 του ν. 2639/1998 (Α΄ 205). 2. Δεν θίγονται με τον παρόντα νόμο ειδικές διατάξεις νόμων, διαταγμάτων, κανονισμών, Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, Διαιτητικών Αποφάσεων ή συμφωνιών εργοδοτών και εργαζομένων που ρυθμίζουν ευνοϊκότερα θέματα γονικής άδειας ανατροφής παιδιών. 3. … 4. …». Παρόμοιες διατάξεις περιείχε και η παρ. 1 του άρθρου 5 του προηγούμενου ν. 1483/1984 (Α΄ 153), όπως η παράγραφος αυτή είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 25 του ν. 2639/1998 (Α΄ 205), προκειμένου να μεταφερθούν στην ελληνική έννομη τάξη οι διατάξεις της προηγούμενης οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, σχετικά με τη συμφωνία - πλαίσιο για τη γονική άδεια, που είχε συναφθεί από την UNICE, τη CEEP και τη CES, (EE L 145 της 19.6.1996), όπως η οδηγία αυτή είχε τροποποιηθεί με την οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997 (EE L 10 της 16.1.1998) και η οποία καταργήθηκε από 8.3.2012 με το άρθρο 4 της οδηγίας 2010/18/ΕΕ. Κατά τη ρήτρα 2 της συμφωνίας - πλαίσιο του Παραρτήματος Α της οδηγίας 96/34/ΕΚ, «παρέχεται ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας στους εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες, λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, ώστε να μπορέσουν να ασχοληθούν με το παιδί αυτό τουλάχιστον επί τρεις μήνες», κατά την παρ. 1 δε του άρθρου 5 του ν. 1483/1984, όπως το άρθρο αυτό είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 25 του ν. 2639/1998, «Ο γονέας που έχει τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 1 και έχει συμπληρώσει ένα (1) χρόνο εργασίας στον ίδιο εργοδότη δικαιούται να λάβει γονική άδεια ανατροφής του παιδιού, στο χρονικό διάστημα από τη λήξη της άδειας μητρότητας μέχρις ότου το παιδί συμπληρώσει ηλικία τριών και μισό (3 ½) ετών. Η άδεια αυτή είναι χωρίς αποδοχές, η διάρκειά της μπορεί να φθάσει τους τρεις και μισό (3 ½) μήνες για κάθε γονέα και δίνεται από τον εργοδότη, με βάση τη σειρά προτεραιότητας των απασχολούμενων στην επιχείρηση για κάθε ημερολογιακό έτος. Οι ρυθμίσεις της παρούσας παραγράφου ισχύουν και για τους απασχολούμενους στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. …».

6. Επειδή, εξάλλου, κατά την παράγραφο 20 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1756/1988 (Α΄ 35), «Η δικαστική λειτουργός που κυοφορεί έχει δικαίωμα άδειας πριν και μετά τον τοκετό, κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του κράτους». Με την απόφαση 3216/2003 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η διάταξη αυτή, ερμηνευόμενη ενόψει του άρθρου 21 του Συντάγματος που θέτει τη μητρότητα και την παιδική ηλικία υπό την προστασία του κράτους και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της Χώρας, έχει την έννοια ότι παραπέμπει στις εκάστοτε ισχύουσες για τους δημοσίους υπαλλήλους διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν όχι μόνο τις άδειες μητρότητας (κύησης και λοχείας, βλ. και άρθρο 105 του προϊσχύσαντος Υπαλληλικού Κώδικα - π.δ. 611/1977, Α΄ 198), αλλά και κάθε άλλη άδεια που αποβλέπει στην προστασία της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας. Περαιτέρω, με την ανωτέρω απόφαση κρίθηκε ότι η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται και από το γεγονός ότι ο έλληνας νομοθέτης δεν έχει προβλέψει ειδικά ρυθμίσεις για την ανατροφή των τέκνων των δικαστικών λειτουργών που προσιδιάζουν στις συνθήκες άσκησης του λειτουργήματός τους, όπως έχει θεσπίσει για τις περισσότερες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, σε εκπλήρωση της υποχρέωσης η οποία απορρέει τόσο από το άρθρο 21 του Συντάγματος όσο και από την αρχή του κοινοτικού δικαίου περί συμφιλιώσεως της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, που εκφράζεται και με τις διατάξεις της οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, με τις οποίες προβλέπεται η χορήγηση γονικής άδειας σε όλους τους εργαζόμενους. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η ανωτέρω διάταξη του Κώδικα, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος και του κοινοτικού δικαίου, έπρεπε να θεωρηθεί ότι παρέπεμπε όχι μόνο στη διάταξη του άρθρου 52 παρ. 1 του τότε ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999, Α΄ 19), που προέβλεπε άδεια μητρότητας δύο μήνες πριν και τρεις μήνες μετά τον τοκετό, αλλά και στη διάταξη του άρθρου 53 παρ. 2 αυτού, που προέβλεπε δικαίωμα εννεάμηνης ειδικής άδειας με αποδοχές για ανατροφή τέκνου, κατά το μέρος που ήταν εφικτή η εφαρμογή της στις μητέρες δικαστικές λειτουργούς. Λίγους μήνες πριν από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής της Ολομέλειας του Δικαστηρίου (στις 7.11.2003), με την παρ. 2 του άρθρου 58 του ν. 3160/2003 (Α΄ 165) είχε προστεθεί στο άρθρο 44 του πιο πάνω Κώδικα η εξής παράγραφος 22: «Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν. 1483/1984, όπως αντικαταστάθηκαν από τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 2639/1998, ισχύουν και για τους δικαστικούς λειτουργούς».

7. Επειδή, μετά την προαναφερόμενη απόφαση 3216/2003 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας δημοσιεύθηκε ο ν. 3258/2004 (Α΄ 144), με το άρθρο 1 του οποίου θεσπίστηκαν ειδικές διατάξεις για τη χορήγηση άδειας ανατροφής τέκνου με αποδοχές στις δικαστικές λειτουργούς. Ειδικότερα, με το άρθρο αυτό προστέθηκαν στο άρθρο 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών μετά την παράγραφο 20 οι παράγραφοι 21 και 22 με το εξής περιεχόμενο: «21. Στη μητέρα δικαστικό λειτουργό χορηγείται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης και ύστερα από αίτησή της, άδεια εννέα (9) μηνών με αποδοχές για ανατροφή παιδιού. Η ημερομηνία έναρξής της ορίζεται: α) … 22. Στις Ειρηνοδίκες και Πταισματοδίκες η άδεια της προηγούμενης παραγράφου χορηγείται: 1) …». Κατόπιν αυτού, με το ίδιο άρθρο 1 του ν. 3258/2004 οι παράγραφοι 21 και 22 αριθμήθηκαν ως παράγραφοι 23 και 24 του άρθρου 44 του ανωτέρω Κώδικα. Όπως κρίθηκε (Σ.τ.Ε. 1113/2014 7μελούς, 794/2014, 845/2013 7μελούς, 3331/2013, 4519/2012 7μελούς), μετά τη θέσπιση, με το άρθρο 1 του ν. 3258/2004, της χορήγησης και στις δικαστικές λειτουργούς της άδειας ανατροφής τέκνου, με αποδοχές, πρέπει να θεωρηθεί ότι, κατά την έννοια της παρ. 20 του άρθρου 44 του Κώδικα, είναι πλέον συμπληρωματικώς, κατά παραπομπή, εφαρμοστέες, και εφόσον προσιδιάζει η εφαρμογή τους και στους δικαστικούς λειτουργούς, οι λοιπές σχετικές διατάξεις του εκάστοτε ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα, οι οποίες ρυθμίζουν συναφή με τη χορήγηση της γονικής άδειας θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρύθμιση στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3258/2004. Μεταξύ των διατάξεων αυτών κρίθηκε (Σ.τ.Ε. 1113/2014 7μελούς) ότι περιλαμβάνεται και η διάταξη του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 53 του ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα (ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007, Α΄ 26). Σύμφωνα δε με τη διάταξη αυτή «Αν η σύζυγος του υπαλλήλου δεν εργάζεται ή δεν ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα, ο σύζυγος δεν δικαιούται να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παραγράφου 2 [που προβλέπει μείωση του χρόνου εργασίας του γονέα υπαλλήλου ή δικαίωμα εννέα μήνες άδειας με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, αν δεν κάνει χρήση του μειωμένου ωραρίου], εκτός αν λόγω σοβαρής πάθησης ή βλάβης κριθεί ανίκανη να αντιμετωπίζει τις ανάγκες ανατροφής του παιδιού, σύμφωνα με βεβαίωση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται ο υπάλληλος».

8. Επειδή, μεταγενεστέρως, δημοσιεύθηκε ο ν. 4055/2012 (Α΄ 51) με έναρξη ισχύος στις 2.4.2012. Με το άρθρο 89 του νόμου αυτού όπως αναφέρεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση, «αναπροσαρμόζονται και στοιχούνται προς τις διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του Κράτους οι διατάξεις που αναφέρονται στην άδεια πριν και μετά τον τοκετό, καθώς και της άδειας για ανατροφή παιδιού». Συγκεκριμένα, με το άρθρο αυτό επήλθαν, μεταξύ άλλων οι εξής τροποποιήσεις στο άρθρο 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών: η παρ. 21 του άρθρου αυτού του Κώδικα αντικαταστάθηκε ως εξής: «Στο γονέα δικαστικό λειτουργό χορηγείται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ύστερα από αίτησή του, άδεια πέντε (5) μηνών με αποδοχές για ανατροφή παιδιού. Η ημερομηνία έναρξης ορίζεται: α) …». Η διάταξη όμως αυτή δεν επηρεάζει την κρινόμενη περίπτωση, αφού κατά τον κρίσιμο χρόνο της απόρριψης του αιτήματος της αιτούσας η παρ. 21 του άρθρου 44 του Κώδικα είχε ήδη αντικατασταθεί με το άρθρο 8 παρ. 1.Α. του ν. 4239/2014 (Α΄ 43), το οποίο ορίζει ότι: «Στο γονέα δικαστικό λειτουργό χορηγείται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ύστερα από αίτησή του, άδεια εννέα (9) μηνών με αποδοχές για ανατροφή τέκνου. …». Επίσης, με το άρθρο 89 του προαναφερθέντος νόμου (4055/2012) προστέθηκε στο άρθρο 44 του Κώδικα παράγραφος με αριθμό 24, η οποία έχει ως εξής: «Αν ο σύζυγος δικαστικού λειτουργού δεν εργάζεται ή δεν ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα, ο δικαστικός λειτουργός δεν δικαιούται να κάνει χρήση της άδειας ανατροφής παιδιού, εκτός αν λόγω σοβαρής πάθησης ή βλάβης κριθεί ο σύζυγος του δικαστικού λειτουργού ανίκανος να αντιμετωπίζει τις ανάγκες ανατροφής του παιδιού, σύμφωνα με βεβαίωση της Δευτεροβάθμιας Υγειονομικής Επιτροπής στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται ο δικαστικός λειτουργός».

9. Επειδή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015 (C-222/14, Κωνσταντίνος Μαϊστρέλλης), η οποία εκδόθηκε, κατά το άρθρο 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), επί προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε στο Δικαστήριο το Συμβούλιο της Επικρατείας με την προαναφερόμενη 1113/2014 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του Γ΄ Τμήματος [ως προς την ερμηνεία των οδηγιών 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 1996, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, καθώς και 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006 (EE L 204)] ενόψει της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 44 παρ. 20 και 21 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και 53 παρ. 3 εδάφιο τρίτο του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης κατά την εκδίκαση συναφούς με την ένδικη υπόθεση αίτησης ακυρώσεως, αποφάνθηκε ως εξής: «τόσο από το γράμμα της συμφωνίας - πλαίσιο όσο και από τους σκοπούς και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται συνάγεται ότι καθένας από τους γονείς έχει δικαίωμα γονικής αδείας, στοιχείο που συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη δεν δύνανται να θεσπίζουν ρύθμιση βάσει της οποίας ο πατέρας δημόσιος υπάλληλος στερείται του δικαιώματος τέτοιας αδείας σε περίπτωση κατά την οποία η σύζυγός του δεν εργάζεται ή δεν ασκεί κανένα επάγγελμα» (σκέψη 41) και, συνεπώς, «αντιβαίνει στις διατάξεις της οδηγίας 96/34/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/75/ΕΚ εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι δημόσιος υπάλληλος δεν έχει δικαίωμα γονικής αδείας σε περίπτωση κατά την οποία η σύζυγός του δεν εργάζεται ή δεν ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα, εκτός αν, λόγω σοβαρής πάθησης ή βλάβης, κριθεί ανίκανη να αντιμετωπίσει τις ανάγκες ανατροφής του παιδιού». Εξάλλου, μετά την κίνηση της διαδικασίας παράβασης κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας και προτού δημοσιευθεί η ανωτέρω απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 4210/2013 (Α΄ 254) καταργήθηκε η διάταξη του τρίτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 53 του Υπαλληλικού Κώδικα, όχι όμως και η συναφής διάταξη της παρ. 24 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 89 του ν. 4055/2012.
10. Επειδή, από το άρθρο 21 του Συντάγματος, που αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της χώρας και θέτει τη μητρότητα και την παιδική ηλικία υπό την προστασία του κράτους, απορρέει υποχρέωση του κοινού νομοθέτη να θεσπίζει ρυθμίσεις για τη χορήγηση άδειας με σκοπό την ανατροφή των τέκνων των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι δικαστικοί λειτουργοί. Η υποχρέωση αυτή απορρέει, επίσης, από το άρθρο 33 παρ. 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελεί δε αρχή του ενωσιακού δικαίου περί συμφιλιώσεως της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής, η οποία εκφράσθηκε αρχικά με τις διατάξεις της οδηγίας 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου και ήδη με τις διατάξεις της οδηγίας 2010/18/ΕΕ του Συμβουλίου. Προς εκπλήρωση αυτής της συνταγματικής και ενωσιακής επιταγής ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία ευχέρεια ως προς τον καθορισμό των προϋποθέσεων χορήγησης της άδειας ανατροφής τέκνου, της χρονικής διάρκειάς της, με μόνη δέσμευση το ελάχιστο όριο των τεσσάρων μηνών που θέτει η οδηγία 2010/18/ΕΕ, καθώς και του τρόπου χορήγησής της (βλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 3590 - 3591/2013).
11. Επειδή, το θέμα της χορήγησης στους δικαστικούς λειτουργούς άδειας ανατροφής τέκνου με αποδοχές συνδέθηκε από το νομοθέτη με τις ισχύουσες κάθε φορά ρυθμίσεις για τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους. Συγκεκριμένα, όπως έχει εκτεθεί, μετά την απόφαση 3216/2003 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο νομοθέτης καθιέρωσε ειδικές ρυθμίσεις, με το ν. 3258/2004, για την άδεια ανατροφής τέκνου με αποδοχές στις μητέρες δικαστικές λειτουργούς, και, αφού έλαβε υπόψη τη φύση των καθηκόντων και τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος, όρισε την ίδια χρονική διάρκεια με αυτήν που προβλέπει ο Υπαλληλικός Κώδικας για τους δημοσίους υπαλλήλους, δηλαδή εννέα μήνες (βλ. άρθρο 1 του ν. 3258/2004 και ήδη άρθρο 8 παρ. 1.Α. του ν. 4239/2014), κατ’ επίκληση της συνταγματικής επιταγής του άρθρου 21 για την προστασία της μητρότητας, προκειμένου να αντιμετωπισθεί το οξύ δημογραφικό πρόβλημα της Χώρας. Τούτο, μάλιστα, έθεσε ο νομοθέτης παραλλήλως προς τις διατάξεις των άρθρου 25 του προγενέστερου νόμου 2639/1998 (οδηγία 96/34/ΕΚ) (βλ. και άρθρο 58 παρ. 2 του ν. 3160/2003) και ήδη προς τις διατάξεις των άρθρων 48 έως 54 του νεότερου νόμου 4075/2012 (οδηγία 2010/18/ΕΕ) σχετικά με την παροχή σε κάθε γονέα ατομικού και αμεταβίβαστου δικαιώματος γονικής άδειας ανατροφής χωρίς αποδοχές. Λαμβάνοντας δε υπόψη ο νομοθέτης την ανάγκη ομαλής λειτουργίας των δικαστηρίων καθώς και τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης του δικαστικού λειτουργήματος, εισήγαγε διαφορετική ρύθμιση για τις δικαστικές λειτουργούς, σε σχέση με τις γυναίκες δημοσίους υπαλλήλους, μόνο ως προς τον χρόνο έναρξης της άδειας ανατροφής τέκνου με αποδοχές, για τον οποίο όρισε ότι πρέπει να προσδιορίζεται το συντομότερο δυνατόν, ήτοι εντός δύο μηνών από το πέρας της άδειας κυοφορίας. Η τελευταία αυτή ρύθμιση επαναλαμβάνεται, κατά βάση, στις διατάξεις των άρθρων 89 του ν. 4055/2012 και 8 παρ. 1.Α. του ν. 4239/2014, τόσο για τη μητέρα όσο και για τον πατέρα δικαστικό λειτουργό, δικαιολογείται δε από τους προεκτεθέντες λόγους δημοσίου συμφέροντος (πρβ. Σ.τ.Ε. 3590 - 3591/2013 Ολομ.). Περαιτέρω, ο νομοθέτης με τις διατάξεις του άρθρου 89 του ν. 4055/2012, συστοίχως προς τις ρυθμίσεις που ισχύουν για τους πολιτικούς διοικητικούς υπαλλήλους του Κράτους σχετικά με την άδεια για ανατροφή τέκνου, εισήγαγε και στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, μεταξύ άλλων, ρύθμιση (παρ. 24 του άρθρου 44) παρόμοια με εκείνη του τρίτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 53 του Υπαλληλικού Κώδικα. Ακολούθως όμως, ο νομοθέτης με την παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 4210/2013 (Α΄ 254) κατάργησε μόνο τη διάταξη αυτή του Υπαλληλικού Κώδικα, ενώ δεν έθιξε, με οποιοδήποτε τρόπο, τη συναφή διάταξη της παρ. 24 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, με την οποία καταργήθηκε για ορισμένη κατηγορία δικαιούχων γονέων και συγκεκριμένα, για τους γονείς δικαστικούς λειτουργούς των οποίων οι σύζυγοι δεν εργάζονται ή δεν ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα, το δικαίωμα άδειας ανατροφής τέκνου με αποδοχές. Εξάλλου, στις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4055/2012 δεν γίνεται επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος σχετικά με προβλήματα εύρυθμης λειτουργίας κατά την απονομή της δικαιοσύνης, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν τη μη χορήγηση άδειας ανατροφής τέκνου με αποδοχές στη συγκεκριμένη κατηγορία δικαστικών λειτουργών (πρβ. Σ.τ.Ε. 3590 - 3591/2013 Ολομ.). Επομένως, η επίμαχη διάταξη της παρ. 24 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 89 του ν. 4055/2012, αντίκειται στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος.

12. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, με την από 10.10.2014 αίτησή της προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (με αριθ. πρωτ.: *), η αιτούσα, Πρωτοδίκης Διοικητικών Δικαστηρίων, ζήτησε, κατ’ εφαρμογή των παρ. 21 και 22 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988), όπως το άρθρο αυτό είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 1 του ν. 3258/2004, σε συνδυασμό με το άρθρο 53 παρ. 2 του προϊσχύσαντος Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999, Α΄ 19), να της χορηγηθεί άδεια εννέα μηνών, με αποδοχές, για την ανατροφή του τέκνου της, που είχε γεννηθεί στις **. Με το */έγγραφο της Αναπληρώτριας Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Λειτουργίας Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών κλήθηκε η αιτούσα να υποβάλει δικαιολογητικά ως προς το σύζυγό της και συγκεκριμένα, αν αυτός ασκούσε ιδιωτική εργασία ή ήταν δημόσιος υπάλληλος. Στη συνέχεια, μετά την υποβολή των δικαιολογητικών αυτών, με την προσβαλλόμενη *./17.11.2014 πράξη η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού, Οργάνωσης και Λειτουργίας Δικαιοσύνης του ως άνω Υπουργείου απάντησε στην αιτούσα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 21 και 24 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, όπως ισχύουν, το αίτημά της δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιηθεί και η αίτησή της τέθηκε στο αρχείο της υπηρεσίας, δεδομένου ότι ο σύζυγός της «δεν εργάζεται (βάσει της από 15.10.2014 υπεύθυνης δήλωσής του … είναι συνταξιούχος)». Με νεότερη δε αίτησή της (με αριθ. πρωτ. *) η αιτούσα ζήτησε και πάλι να της χορηγηθεί άδεια ανατροφής τέκνου λόγω αδυναμίας του συζύγου της να αντιμετωπίζει τις ανάγκες ανατροφής του τέκνου, συνυποβάλλοντας την *.2015 γνωμάτευση της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Αθηνών, σύμφωνα με την οποία ο σύζυγός της «κρίνεται ανίκανος προσωρινά δεδομένης της απαρχής τενοντίτιδας για διάστημα ενός μηνός». Με το * έγγραφο της Προϊσταμένης της ίδιας Διεύθυνσης του ως άνω Υπουργείου ζητήθηκαν από τη Δευτεροβάθμια Επιτροπή Αθηνών σχετικές διευκρινίσεις. Τελικώς, στη νεότερη αυτή αίτηση της αιτούσας καμιά απάντηση δεν έδωσε η Διοίκηση. Σύμφωνα όμως με όσα έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη σκέψη, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία, όπως συνάγεται από το περιεχόμενό της, απορρίφθηκε η αίτηση της αιτούσας να της χορηγηθεί άδεια ανατροφής τέκνου κατ’ επίκληση της αντισυνταγματικής διάταξης της παρ. 24 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που προστέθηκε με το άρθρο 89 του ν. 4055/2012, δεν είναι νόμιμη. Για το λόγο αυτόν, που βασίμως προβάλλεται, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών λόγων ακυρώσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή.
Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.
Ακυρώνει την 93019οικ./17.11.2014 πράξη της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Στρατηγικού Σχεδιασμού, Οργάνωσης και Λειτουργίας Δικαιοσύνης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με το σκεπτικό.




ΣΧΟΛΙΟ: «ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΣΚΛΗΡΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ  ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΟΥ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΔΙΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»
1.-Η σχολιαζομένη Απόφαση αποτελεί λαμπρό παράδειγμα δικαστικής Αποφάσεως που επιβεβαιώνει τον κανόνα ότι το ΣτΕ ακολουθώντας την ιστορική παράδοση υπερασπίζεται  με πάθος τά ανθρώπινα δικαιώματα.
Με το νόμο 4055/2012 προστέθηκε στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν 1756/88) , στο άρθρο 44 η παράγραφος 24, η οποία αναφέρει: «Αν ο σύζυγος δικαστικού λειτουργού δεν εργάζεται ή δεν ασκεί οποιοδήποτε επάγγελμα, ο δικαστικός λειτουργός δεν δικαιούται να κάνει χρήση της άδειας ανατροφής παιδιού, εκτός αν λόγω σοβαρής πάθησης ή βλάβης κριθεί ο σύζυγος του δικαστικού λειτουργού ανίκανος να αντιμετωπίζει τις ανάγκες ανατροφής του παιδιού». Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την σχολιαζομένη  απόφασή της, έκρινε ότι ολοι οι δικαστικοί λειτουργοί δικαιούνται την άδεια ανατροφής παιδιού και η σχετική διάταξη νόμου που θέτει προϋποθέσεις για τη χορήγησή της, είναι αντίθετη στο άρθρο 21 του Συντάγματος, που προστατεύει τη μητρότητα και την παιδική ηλικία.
 Η κρίση αυτή απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων του Συντάγματος(4 παρ.1 και 2), αλλά και το Ενωσιακό Δίκαιο  «περί της Εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, που είναι άμεσα εφαρμοστέες από τα εθνικά δικαστήρια και διέπουν την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις, θεσπίζεται η αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα. Μία θεμιτή μορφή απόκλισης είναι η λήψη θετικών μέτρων για την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και την μητρότητα, Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (Σ.Ε.Ε.), όπως διαμορφώθηκε με τη Συνθήκη της Λισσαβώνας της 13.12.2007, η οποία κυρώθηκε με τον ν. 3671/2008 (ΕτΚ Α΄, φ. 129) και ισχύει από την 1.12.2009, [βλ. ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης C 83/30.3.2010] ορίζει στο άρθρο 6 (πρώην άρθρο 6 Συνθήκης Ε.Ε.) ότι: «Η Ένωση αναγνωρίζει τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τις αρχές που περιέχονται στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης … ο οποίος έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες». Περαιτέρω, στο άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2010/C 83/02) ορίζεται ότι: «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι έναντι του νόμου». Στο άρθρο 24 του ίδιου Χάρτη ορίζεται ότι: «1. Τα παιδιά έχουν δικαίωμα στην προστασία και τη φροντίδα που απαιτούνται για την καλή διαβίωσή τους… 2. Σε όλες τις πράξεις που αφορούν τα παιδιά, είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. 3. …». Τέλος, στο άρθρο 33 του ίδιου ως άνω Χάρτη ορίζεται ότι: «1. Εξασφαλίζεται η νομική, οικονομική και κοινωνική προστασία της οικογένειας. 2. Κάθε πρόσωπο, προκειμένου να μπορεί να συνδυάζει την οικογενειακή με την επαγγελματική ζωή του, έχει … δικαίωμα αμειβόμενης άδειας μητρότητας και γονικής άδειας μετά τη γέννηση ή την υιοθεσία παιδιού.». Η  Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματική την επίμαχη διάταξη καταλήγοντας πως στο νόμο 4055/2012 «δεν γίνεται επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος σχετικά με προβλήματα εύρυθμης λειτουργίας κατά την απονομή της Δικαιοσύνης, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν τη μη χορήγηση άδειας ανατροφής τέκνου με αποδοχές στη συγκεκριμένη κατηγορία δικαστικών λειτουργών». Ετσι ορθά κρίθηκε  ότι  «απορρέει η υποχρέωση του νομοθέτη να θεσπίζει ρυθμίσεις για τη χορήγηση άδειας με σκοπό την ανατροφή των τέκνων των εργαζομένων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι δικαστικοί λειτουργοί». Η ίδια υποχρέωση απορρέει στο  Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποτελεί αρχή του ενωσιακού δικαίου περί «συμφιλιώσεως της οικογενειακής και της επαγγελματικής ζωής».
2.1- Με την απόφαση ΣτΕ 569/2010  κρίθηκε ότι: «..οι διατάξεις της παρ. 21 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών (ν. 1756/1988, Α` 35) που προστέθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3258/2004 (Α`144/29.7.2004) σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 53 του Υ.Κ., ερμηνευόμενες υπό το φως τόσο της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας των δύο φύλων όσο και των προαναφερθεισών αρχών του κοινοτικού δικαίου περί της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά και της εναρμόνισης (συμφιλίωσης) μεταξύ της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, έχουν εφαρμογή όχι μόνο για τη μητέρα δικαστική λειτουργό αλλά και για τον πατέρα δικαστικό λειτουργό, ο οποίος μπορεί επίσης να ζητήσει να του χορηγηθεί ειδική άδεια μετ` αποδοχών διάρκειας εννέα μηνών, προκειμένου να ασχοληθεί με την ανατροφή του τέκνου του (βλ. ΣτΕ 2, 1550, 2357, 2358/2006). Περαιτέρω, από τη διάταξη της παρ. 21 του άρθρου 44 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών προβλέπεται, μεταξύ άλλων, εν όψει της ιδιαιτερότητας των συνθηκών εργασίας των δικαστικών λειτουργών και προς αποφυγή της δημιουργίας σημαντικών προβλημάτων κατά τη λειτουργία των δικαστηρίων της χώρας συνεπεία της χορηγήσεως μεγάλου αριθμού σχετικών αδειών, κατ` απόκλιση των προβλεπομένων για τους δημόσιους και τους δικαστικούς υπαλλήλους (βλ. και την εισηγητική έκθεση του ν. 3258/2004), ότι η ημερομηνία έναρξης της εν λόγω άδειας ανατροφής τέκνου, όταν το σχετικό αίτημα υποβάλλεται από μητέρα δικαστικό λειτουργό, «πρέπει να προσδιορίζεται το συντομότερο δυνατόν οπωσδήποτε όμως μέσα σε δύο (2) μήνες από το πέρας της άδειας που έλαβε η ίδια δικαστική λειτουργός λόγω της κυοφορίας της». Από την ίδια διάταξη συνάγεται, επίσης, ότι η σχετική αίτηση για τη χορήγηση της ανωτέρω άδειας σε πατέρα δικαστικό λειτουργό για την ανατροφή του τέκνου του πρέπει να υποβάλλεται το συντομότερο δυνατό μετά τη λήξη της χορηγηθείσας στην εργαζόμενη μητέρα του τέκνου του άδειας λόγω κυοφορίας (βλ. ΣτΕ 2/2006), σε περίπτωση δε που η σύζυγος του δικαστικού λειτουργού δεν λαμβάνει άδεια λόγω κυοφορίας, η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται το συντομότερο δυνατό μετά την ημερομηνία κατά την οποία θα έληγε η άδεια λόγω κυοφορίας, την οποία, με βάση το χρόνο του τοκετού, θα ελάμβανε η μητέρα δικαστική λειτουργός (ΣτΕ 437/2007, 893/2007 κ.α.).»
2.2.- Με την απόφαση 845/2013 ΣτΕ κρίθηκε ότι, είναι δυνατή η  χορήγηση εννεάμηνης άδεια σε δικαστές με αποδοχές, για την ανατροφή τέκνων. Σε περίπτωση πολύδυμης κύησης, η άδεια προσαυξάνεται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 52 του Υπαλληλικού Κώδικα, κατά τρεις μήνες, για κάθε τέκνο πέραν του ενός.
2.3..- Με την απόφαση. 4088/2015 του Γ΄ Τμήματος. ΣτΕ κρίθηκε ότι, οι δικαστικοί λειτουργοί, ως  γονείς υιοθετημένων παιδιών δικαιούνται να λάβουν 9μήνη άδεια ανατροφής τέκνου με αποδοχές. ««σε περίπτωση υιοθεσίας από δικαστικό λειτουργό,  με την ίδια δικαστική απόφαση, δυο τέκνων διαφορετικής ηλικίας, ο θετός γονέας δικαστικός λειτουργός δικαιούται να λάβει πέραν της άδεια ανατροφής 9 μηνών, με αποδοχές, για το πρώτο θετό τέκνο και επιπλέον άδεια ανατροφής 6 μηνών, με αποδοχές για το δεύτερο τέκνο».
2.4.- Με την απόφαση ΣτΕ 1/2006 του Γ΄ Τμήματος. ΣτΕ κρίθηκε ότι, Οι σχετικές διατάξεις, ερμηνευόμενες υπό το φως τόσο της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας των δύο φύλων όσο και των αρχών του κοινοτικού δικαίου περί της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά και της εναρμονίσεως μεταξύ της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν εφαρμογή όχι μόνο για την μητέρα δικαστική λειτουργό αλλά και για τον πατέρα δικαστικό λειτουργό, ο οποίος δικαιούται επίσης να ζητήσει να του χορηγηθεί η ειδική άδεια μετ' αποδοχών διαρκείας εννέα μηνών προκειμένου να ασχοληθεί με την ανατροφή του τέκνου του


ΑΝΤΩΝΗΣ Π.ΑΡΓΥΡΟΣ
argyros.office@gmail.com


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ