ΣτΕ Ολομ. 813/2019
Δικαστικοί λειτουργοί – Δήλωση περιουσιακής κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και δήλωση οικονομικών συμφερόντων Δ.Ο.Σ.) – Αρχή της διάκρισης των λειτουργιών – Αρχή της αναλογικότητας – Δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας – Δικαίωμα ιδιωτικού και οικογενειακού βίου
Δικαστικοί λειτουργοί – Δήλωση περιουσιακής κατάστασης (Δ.Π.Κ.) και δήλωση οικονομικών συμφερόντων Δ.Ο.Σ.) – Αρχή της διάκρισης των λειτουργιών – Αρχή της αναλογικότητας – Δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας – Δικαίωμα ιδιωτικού και οικογενειακού βίου
(Α) Σύνθεση του οργάνου ελέγχου των δηλώσεων
Με την περιοδική υποβολή και τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών επιδιώκεται, κατά την ουσιαστική εκτίμηση του νομοθέτη, η ενίσχυση του κύρους και η προστασία της Δικαιοσύνης από αόριστες και αβάσιμες καταγγελίες εναντίον των λειτουργών της, αλλά και η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών και των δικαστικών λειτουργών, ενώ καθίσταται ευχερέστερη όχι μόνον η πρόληψη, αλλά και η καταστολή ενδεχομένων κρουσμάτων διαφθοράς. Λαμβανομένου όμως υπόψη ότι ο ανωτέρω έλεγχος συνδέεται και με την άσκηση των καθηκόντων των δικαστικών λειτουργών, αυτός πρέπει να διενεργείται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η απαραίτητη για την άσκηση των καθηκόντων τους ανεξαρτησία αυτών έναντι των οργάνων των δύο άλλων λειτουργιών. Τούτο σημαίνει ότι το όργανο που είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο αυτόν πρέπει να έχει όχι μόνο το ανάλογο, ενόψει της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα θέσης των δικαστικών λειτουργών, θεσμικό κύρος, ως προς τα πρόσωπα από τα οποία αποτελείται, αλλά πρέπει και να συγκροτείται τουλάχιστον κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, οι οποίοι απολαύουν των ειδικών εγγυήσεων για την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία που επιφυλάσσει γι’ αυτούς το Σύνταγμα. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ανάθεση με το άρθρο 5 του ν. 4571/2018 του ελέγχου των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών σε ενδεκαμελές συλλογικό όργανο συγκροτούμενο από τέσσερις (4) ανώτατους δικαστές και δύο (2) ανώτατους εισαγγελείς, τον Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, τον Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και δύο βουλευτές, ως τακτικά μέλη και με Πρόεδρο τον αρχαιότερο από τα μέλη δικαστικό λειτουργό, δεν αντίκειται στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και στην αρχή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, δεδομένου ότι το εν προκειμένω όργανο, συγκροτούμενο κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, παρέχει κατ’ αρχήν τις απαραίτητες για την αποστολή του ως άνω θεσμικές εγγυήσεις. Το συγκροτούμενο μάλιστα κατά τον ανωτέρω πάγιο τρόπο όργανο, δεν είναι αποκλειστικά αρμόδιο για τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, αλλά είναι αρμόδιο και για τον έλεγχο κρατικών λειτουργών της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του άρθρου 21 του ν. 3023/2002 «Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από το κράτος. Έσοδα και δαπάνες, προβολή, δημοσιότητα και έλεγχος των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών», η οποία, κατά το άρθρο 29 παρ. 2 του Συντάγματος, ανατίθεται σε όργανο συγκροτούμενο και με τη συμμετοχή ανώτατων δικαστικών λειτουργών. Εν όψει ακριβώς της ιδιαίτερης κατά το Σύνταγμα αποστολής του οργάνου αυτού, ο νομοθέτης έλαβε μέριμνα ώστε η Επιτροπή του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 να διαθέτει ανάλογο θεσμικό κύρος, ως προς τα πρόσωπα από τα οποία συγκροτείται, αλλά και να περιβάλλεται από υψηλές εγγυήσεις διασφάλισης της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών της. Επομένως ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η μη συγκρότηση της Επιτροπής κατά πλειοψηφία από ανώτατους τακτικούς δικαστές αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της διάκρισης των λειτουργιών και της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
(Β) Υποχρέωση δήλωσης χρημάτων (εκτός τραπεζών) και κινητών αξίας
(i) Όπως προκύπτει από τα ως άνω αναφερόμενα στην οικεία αιτιολογική έκθεση (ιδιαίτερα δε την έκθεση του ΟΟΣΑ έτους 2018) και στις λοιπές προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης των άρθρων 2 και 3 του ν. 4571/2018, ο νομοθέτης αφού έλαβε υπόψη του τις 2649 και 3312/2017 ακυρωτικές αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και επανεκτίμησε, στα πλαίσια της διεθνούς πρακτικής στον εξεταζόμενο τομέα, την αναγκαιότητα, από τεχνικής-ελεγκτικής απόψεως, για την επίτευξη του σκοπού εντοπισμού του παράνομου πλουτισμού των κρατικών λειτουργών, της απαίτησης συμπερίληψης στις Δ.Π.Κ. των μη κατατεθειμένων σε πιστωτικά ιδρύματα χρημάτων και των κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, αιτιολόγησε ειδικώς τη ρύθμιση αυτή, επικαλούμενος λόγους εντόνου δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου στη διασφάλιση, μέσω και της πάταξης της διαφθοράς, της διαφάνειας σε κρίσιμους τομείς δημόσιας δράσης. Η επαναθέσπιση από τον νομοθέτη της απαίτησης αυτής εμπεριέχει, κατ' ανάγκη, την κρίση του ότι, υπό τις εκτεθείσες ως άνω διεθνώς παραδεδεγμένες πρακτικές, δεν θα μπορούσε να ληφθεί άλλο μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου με το ληφθέν ως άνω μέτρο σκοπού με μικρότερη επιβάρυνση των υπόχρεων σε υποβολή Δ.Π.Κ.. Εντός του πλαισίου αυτού, ο νομοθέτης, λαμβάνοντας υπόψη το παραγόμενο από τις ως άνω ακυρωτικές αποφάσεις δεδικασμένο, προέβη, αφενός μεν σε εν μέρει αναμόρφωση του περιεχομένου των Δ.Π.Κ., εισάγοντας νέα υψηλότερα όρια ύψους δηλωτέων χρημάτων και αξίας δηλωτέων κινητών (και δη πολύ υψηλότερα σε σχέση με αυτά που συστήνονται κατά τη διεθνή πρακτική) εκείνων που ελήφθησαν υπόψη κατά την εξενεχθείσα στο πλαίσιο εξέτασης της αρχής της αναλογικότητας, κρίση της Ολομελείας του Δικαστηρίου, αφετέρου δε σε θέσπιση υποχρεωτικού (δεσμευτικού) τρόπου εκτίμησης των κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, για τα οποία δεν υπάρχει παραστατικό αξίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, η προπαρατεθείσα ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018, η οποία άλλωστε εντάσσεται στο πλαίσιο της συνολικής αναμόρφωσης της νομοθεσίας αναφορικά με τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και δεν θεσπίσθηκε στο πλαίσιο ανοιγείσας διαδικασίας συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις αποφάσεις 2649 και 3312/2017 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας ενώπιον του αρμοδίου Συμβουλίου του Δικαστηρίου, δεν αντίκειται στην απορρέουσα από το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις αποφάσεις αυτές του Συμβουλίου της Επικρατείας, ούτε και στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 26 του Συντάγματος. Εν όψει τούτων και δεδομένης της θέσπισης νεότερου νομοθετικού καθεστώτος, η ανωτέρω ρύθμιση δεν παραβιάζει ούτε το παραγόμενο από τις ως άνω ακυρωτικές αποφάσεις δεδικασμένο, διότι δεν υπάρχει ταυτότητα διαφοράς υπό τη μορφή ταυτότητας νομικής βάσης. Η εφαρμογή της ρύθμισης του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018, κατά το μέρος που καταλαμβάνει και τις δηλώσεις των ετών 2016 και 2017 (βλ. άρθρα 1 παρ. 14 και 10 παρ. 4-5 του ν. 4571/2018), δεν αποτελεί, εξάλλου, παραβίαση του δεδικασμένου των ανωτέρω αποφάσεων της Ολομελείας, οι οποίες έκριναν επί της συνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 173 παρ.1 του ν. 4389/2016, χωρίς όμως να κρίνουν ειδικώς επί του ζητήματος της συνταγματικότητας της νεότερης ως άνω διαφοροποιημένης ρύθμισης. Είναι δε απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των αιτουσών Ενώσεων.
(ii) H αρχή της αναλογικότητας, απορρέουσα από την έννοια και τους θεσμούς του κράτους δικαίου, καθιερώνεται ήδη ρητώς από το Σύνταγμα (άρθρ. 25 παρ. 1). Σύμφωνα με την αρχή αυτή, οι επιβαλλόμενοι από τον κοινό νομοθέτη και τη διοίκηση περιορισμοί στην άσκηση των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να είναι μόνον οι αναγκαίοι και να συνάπτονται προς τον υπό του νόμου επιδιωκόμενο σκοπό και να μην είναι δυσανάλογοι, σε σχέση προς αυτόν. Εξάλλου, όσον αφορά τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας ενός μέτρου, ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης για τον καθορισμό των ρυθμίσεων που κρίνει πρόσφορες και αναγκαίες και, συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη, είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (ΣτΕ 3962/2014 Ολομ., 3474/2011 Ολομ., 1210/2010 Ολομ., 3031/2008 Ολομ., 2462/2018 επτ., 4569/2015 επτ., 3035/2011, 931/2010, κ.ά.). Με το θεσπισθέν με τον νόμο 3213/2003 σύστημα ελέγχου Δ.Π.Κ., που σκοπό έχουν τον περιορισμό της διαφθοράς στο δημόσιο εν γένει βίο και την πάταξη των αθέμιτων επί ζημία του Δημοσίου συναλλαγών από κρατικούς λειτουργούς, θεσπίστηκε και οργανώθηκε μια διαδικασία ελέγχου της περιουσιακής κατάστασης εκείνων, οι οποίοι, κατέχοντας κρίσιμες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, δύνανται επωφελούμενοι της ιδιότητάς τους να προσπορίσουν στον εαυτό τους ή σε τρίτους αθέμιτο περιουσιακό όφελος. Για τον λόγο αυτό επιβλήθηκε στις εν λόγω κατηγορίες προσώπων η υποχρέωση για ετήσια υποβολή δήλωσης περί των κατεχομένων από τα πρόσωπα αυτά και από τα μέλη της οικογένειάς τους κινητών και ακίνητων περιουσιακών στοιχείων, τα οποία κατά την εκτίμηση του νομοθέτη αποτυπώνουν την πραγματική περιουσιακή κατάσταση των υπόχρεων προσώπων, ώστε να καθίσταται από τεχνικής απόψεως αποτελεσματικός ο έλεγχος των δηλώσεων αυτών. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του νόμου αυτού προβλέφθηκαν ανά κατηγορίες υποχρέων, όργανα ελέγχου και επαλήθευσης των δηλώσεων αυτών και θεσπίσθηκε σύστημα χρηματικών και ποινικών κυρώσεων, μεταξύ άλλων και για την υποβολή ανακριβούς δηλώσεως, στην οποία εμπίπτει και η περίπτωση που κατά τον έλεγχο διαπιστωθεί ότι δεν δύναται να δικαιολογηθεί η προέλευση περιουσιακού οφέλους που αποκτήθηκε από τον ελεγχόμενο (ή τα μέλη της οικογένειάς του) κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στις εν λόγω κρίσιμες θέσεις (βλ. άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 3213/2003). Ενταγμένη εντός του πλαισίου αυτού, η υποχρέωση δήλωσης μετρητών χρημάτων που φυλάσσονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων και ανέρχονται σε ύψος που υπερβαίνει προδήλως εκείνο που ανταποκρίνεται στην κάλυψη των συνήθων συναλλαγών του υποχρέου, αποτελεί κατ’ αρχήν πρόσφορο μέτρο για τη διαπίστωση μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου που δεν δικαιολογείται από τα νόμιμα έσοδά του και μπορεί να συντελέσει στη διευκόλυνση του διενεργούμενου από τα αρμόδια όργανα ελέγχου. Εξάλλου, κατά τις επεξηγήσεις που δίνονται στην αιτιολογική έκθεση, κατ’ αναφορά προς το περιεχόμενο της τεχνικής έκθεσης του ΟΟΣΑ έτους 2018, η ρύθμιση αυτή δεν αποβλέπει στον έλεγχο της ακρίβειας των δηλωτέων περιουσιακών στοιχείων, αλλά αποβλέπει να παρεμποδίσει “τους (διεφθαρμένους) δημόσιους λειτουργούς να απολαμβάνουν τα παράνομα έσοδά τους”, υπό την έννοια ότι δεν θα δύνανται να δικαιολογήσουν, εν όψει και του ετήσιου ελέγχου των δηλώσεων, ιδιαίτερα υψηλές δαπάνες ή καταθέσεις, επικαλούμενοι την ανάλωση προηγούμενων εισοδημάτων. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η θέσπιση υποχρέωσης δήλωσης των ευρισκομένων εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων μετρητών χρημάτων άνω των 30.000 ευρώ συνιστά ένα απρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού μέτρο, πρέπει να απορριφθεί, διότι το συγκεκριμένο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει, και μάλιστα προδήλως, όπως απαιτείται, την αρχή της αναλογικότητας. [με μειοψηφία οκτώ μελών του Δικαστηρίου]
(iii) Η κτήση κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας (άνω των 40.0000 ευρώ) δύναται κατ’ αρχήν να θεωρηθεί ως ένδειξη μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου και, ως εκ τούτου, η υποχρέωση δήλωσής τους μπορεί ευλόγως να αναμένεται ότι θα λειτουργήσει και προληπτικά (αποτρεπτικά) για τη μη αποδοχή δωρεών κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας (πολύτιμων ειδών) (πρβλ. Conseil Constitutionnel 2013-676 DC σκ. 12-15, Ε.Δ.Δ.Α. Wypych κατά Πολωνίας, σελ. 12). Εξάλλου, κατά τις επεξηγήσεις που δίνονται στην αιτιολογική έκθεση, κατ’ αναφορά προς το περιεχόμενο της τεχνικής έκθεσης του ΟΟΣΑ έτους 2018, η ρύθμιση αυτή δεν αποβλέπει στον έλεγχο της ακρίβειας των δηλωτέων περιουσιακών στοιχείων, αλλά αποβλέπει να παρεμποδίσει “τους (διεφθαρμένους) δημόσιους λειτουργούς να απολαμβάνουν τα παράνομα έσοδά τους”, υπό την έννοια ότι δεν θα δύνανται να δικαιολογήσουν, εν όψει και του ετήσιου ελέγχου των δηλώσεων, ιδιαίτερα υψηλές δαπάνες ή καταθέσεις, επικαλούμενοι την εκποίηση νόμιμων περιουσιακών στοιχείων. Το μέτρο αυτό παρίσταται εξ άλλου και αναγκαίο, δεδομένου ότι τα προβλεπόμενα όρια αξίας των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων, που λειτουργούν ως «κατώφλι» για την ενεργοποίηση της σχετικής υποχρέωσης, θεσπίζονται σε ποσά που, κατά την κοινή πείρα, υπερβαίνουν την αξία επιμέρους κινητών πραγμάτων που έχει στην κατοχή του ο μέσος φορολογούμενος, με συνέπεια να είναι δυνατόν να θεωρηθούν εκ του νόμου ως μέσα αποταμίευσης ή επένδυσης των εισοδημάτων ή/και των κεφαλαίων του υπόχρεου. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η θέσπιση υποχρέωσης δήλωσης κάθε κινητού αξίας άνω των 40.000 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1, περ. vi του ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018) συνιστά ένα απρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού μέτρο, πρέπει να απορριφθεί, διότι το συγκεκριμένο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει, και μάλιστα προδήλως, όπως απαιτείται, την αρχή της αναλογικότητας. Απορριπτέος επίσης ως αβάσιμος είναι, όπως προβάλλεται, και ο συναφής λόγος, σύμφωνα με τον οποίο οι προπαρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 περ. vi (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 4571/2018) και 2Α που προστέθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4571/2018, παρ. 7 και 15 του ν. 3213/2003, με τις οποίες καθίσταται υποχρεωτική για τους υπόχρεους υποβολής Δ.Π.Κ. η εκτίμηση της εμπορικής αξίας των κινητών πραγμάτων των ίδιων και της οικογένειάς τους (συζύγων και ανήλικων τέκνων), για τα οποία δεν διαθέτουν παραστατικό της εμπορικής αξίας αυτών, περιορίζουν υπέρμετρα την αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας των υποχρέων και το δικαίωμά τους σε προστασία του ιδιωτικού και οικογενειακού βίου. Τούτο δε διότι η τελευταία αυτή ρύθμιση τελεί σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρύθμισης (της υποχρέωσης δήλωσης της αξίας των κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, τα οποία δύνανται να θεωρηθούν ένδειξη μεταβολής της περιουσιακής κατάστασης των υποχρέων, κατά τα προεκτεθέντα) και τον επιδιωκόμενο με αυτήν σκοπό του νομοθέτη να εξειδικεύσει πλήρως τον τρόπο εκτίμησης των κινητών μεγάλης αξίας, δεν παρίσταται δε απρόσφορη, περιττή ή και δυσανάλογη, και δη προδήλως, ώστε να συνιστά υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος στον ιδιωτικό και οικογενειακό βίο και στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Περαιτέρω, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, σε συμφωνία με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, η υποχρέωση δήλωσης κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας, τα οποία αποκτήθηκαν σε παλαιότερες χρήσεις, σε σχέση με εκείνη που αφορά η οικεία Δ.Π.Κ., περιορίζεται μόνο στη δήλωση των κινητών πραγμάτων, η αξία των οποίων κατά την καλόπιστη εκτίμηση του υποχρέου υπερβαίνει τις 40.000 ευρώ, χωρίς όμως να απαιτείται καταχώριση της αξίας τους. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η υποχρέωση δήλωσης των κατεχομένων κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας (άνω των 40.0000 ευρώ) αντίκειται στα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος).
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish
5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"
Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ