Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Μερικές σκέψεις για την από κοινού επιμέλεια (συνεπιμέλεια) των ανηλίκων τέκνων μετά τη διάσταση και τη λύση του γάμου των γονέων τους.


Γεώργιος Πλαγάκος
Πρόεδρος Πρωτοδικών

1. Εισαγωγικά
Αφορμή για τη σύνταξη αυτού του κειμένου αποτελεί η ειδησεογραφία των προηγούμενων ημερών σχετικά με την πρωτοβουλία νομοθέτησης εκ μέρους του Υπουργείου Δικαιοσύνης με σκοπό την ενίσχυση της άσκησης της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων και από τους δύο γονείς, μετά από τη διάσπαση του εγγάμου βίου ή τη λύση του γάμου τους (συνεπιμέλεια). Ως δικαιολογητικός λόγος της νομοθετικής πρωτοβουλίας προβλήθηκε η ανάγκη  να υπάρξει σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο θα λαμβάνει υπ’ όψιν τις νέες κοινωνικές συνθήκες, που διαμορφώθηκαν στο θεσμό της οικογένειας, θα σέβεται τα συνταγματικά δικαιώματα των γονέων και των παιδιών και θα αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του πραγματικού συμφέροντος του παιδιού[1]. Τα τελευταία χρόνια προσπάθειες θεσμοθέτησης της συνεπιμέλειας υπήρξαν τόσο σε κοινωνικό[2] όσο και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο με την κατάθεση ακόμη και σχεδίου νόμου[3].

Στο κείμενο αυτό, το οποίο δεν αποτελεί νομική μελέτη, θα αναπτυχθούν ορισμένες σκέψεις σε αδρές γραμμές, κυρίως υπό τη μορφή επιφυλάξεων ως προς την εκτεταμένη προώθηση της συνεπιμέλειας. Ο γράφων θεωρεί ότι είναι θεμιτό και επωφελές για τα ανήλικα τέκνα των εν διαστάσει ή των πρώην συζύγων να εμπλέκονται αμφότεροι οι γονείς στην άσκηση της επιμέλειάς τους, εφ’ όσον το επίπεδο των σχέσεών τους μετά από τη διάσταση ή το διαζύγιο το επιτρέπει. Αντίθετα, παρά το εκσυγχρονιστικό πρόσημο της συνεπιμέλειας, η προσπάθεια επιβολής της, εκεί όπου δεν υπάρχει διάθεση υπέρβασης των αρνητικών συναισθημάτων του ενός γονέα κατά του άλλου και ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ τους, μάλλον θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από αυτά, που υποτίθεται ότι θα επιλύσει, και επιπλέον θα αποτελέσει αφορμή για τη διεξαγωγή περαιτέρω δικών.
2. Η έλλειψη σαφούς ορισμού-περιεχομένου της έννοιας
α. Κατ’ αρχάς, ο όρος συνεπιμέλεια ή από κοινού άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης ή τη λύση του γάμου των γονέων τους δεν έχει σαφές και με ακρίβεια οριοθετημένο περιεχόμενο. Μέχρι στιγμής, ο καθένας μπορεί, σύμφωνα με τις απόψεις και τα συμφέροντά του, να προσδίδει στην έννοια αυτή, όποιο περιεχόμενο επιθυμεί. Από την εξέταση της υπάρχουσας νομολογίας και την ανάγνωση ορισμένων απόψεων σχετικά με τη συνεπιμέλεια οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι η συνηθέστερη μορφή συνεπιμέλειας είναι αυτή της ύπαρξης εναλλασσόμενης κατοικίας για τα ανήλικα τέκνα, τα οποία θα μπορούν να διαμένουν για ίσο χρονικό διάστημα στην οικία εκάστου γονέα, π.χ. δεκαπέντε ημέρες ή ένα μήνα, οπότε και θα μετακομίζουν στην κατοικία του άλλου γονέα, για να διαμείνουν σε αυτήν άλλο τόσο χρονικό διάστημα. Ενδεχομένως, νοούνται και παραλλαγές αυτής της εκδοχής, όπως η δυνατότητα των ανηλίκων να μεταβάλλουν την κατοικία τους, όποτε το επιθυμούν, ακόμη και σε άτακτα χρονικά διαστήματα, τα οποία μπορεί να είναι πολύ μικρά, π.χ. να το πρωί να ξεκινούν για το σχολείο από την οικία της μητέρας και το μεσημέρι να μεταβούν από το σχολείο στην οικία του πατέρα.
β. Ιδίως, πρέπει να διερωτηθεί ο νομοθέτης, εάν η μορφή της συνεπιμέλειας, στην οποία το ανήλικο τέκνο θα διαμένει με έναν από τους γονείς, ο οποίος θα επιφορτίζεται με την παροχή των υπηρεσιών προσωπικής φύσης (παροχή τροφής, καθαριότητα ρούχων, προσωπική υγιεινή κλπ) και ο άλλος θα αναλαμβάνει τα της εκπαίδευσης (επιλογή σχολείου, ξένων γλωσσών, δραστηριοτήτων κλπ), είναι συμβατή με τις θέσεις της πολιτείας για την ισότητα των φύλων. Η συνεπιμέλεια με κατανομή ρόλων, όπως προαναφέρονται, ευνοεί την αναπαραγωγή των στερεοτύπων για τον παραδοσιακό ρόλο των φύλων και παραπέμπει σε συντηρητικά πρότυπα, τα οποία η πολιτεία ανέκαθεν διατείνεται ότι επιθυμεί να εξαλείψει υπέρ της ισότητας των φύλων.
3. Το επίπεδο των σχέσεων μεταξύ των εν διαστάσει ή πρώην συζύγων
α. Είναι ουσιώδες και πρέπει να γίνει ευρέως αντιληπτό ότι η από κοινού άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων προϋποθέτει ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών, βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες δεσμεύσεις και γενικώς διαρκή, ακόμη και πολυετή, συνεργασία μεταξύ των εν διαστάσει ή των διαζευχθέντων συζύγων. Η άσκηση της συνεπιμέλειας απαιτεί αρμονική συνεργασία μεταξύ των γονέων για όλες τις επιλογές (σχολείο, κοινωνικές συναναστροφές, ξένες γλώσσες, άλλες δραστηριότητες, θερινές κατασκηνώσεις, σχολικές εκδρομές κλπ), την αντιμετώπιση των προβλημάτων (υγείας, κοινωνικοποίησης, μαθησιακών δυσκολιών, διαχείρισης ιδιαίτερης-προβληματικής συμπεριφοράς, όπως ενδεικτικά περιπτώσεις εκφοβισμού με όποιο ρόλο και αν εμπλέκεται ο ανήλικος, κλπ) και γενικώς για τη διαχείριση των παραμέτρων της καθημερινότητας, που συγκαθορίζουν ουσιωδώς την ψυχοπνευματική εξέλιξη των παιδιών (πολύωρη παρακολούθηση τηλεόρασης, απασχόληση με κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικά παιχνίδια, σχέση με το διαδίκτυο, επιμονή ή όχι στη μελέτη των μαθημάτων). Αυτά τα ζητήματα δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν μόνον από τον ένα γονέα κατά τη διάρκεια των χρονικών περιόδων που το παιδί διαμένει μαζί του αλλά προϋποτίθεται η συνεργασία και σύμπλευση των εν διατάσει ή διαζευγμένων γονέων, η οποία είναι δυνατό να απαιτεί ακόμη και κοινή παρουσία τους σε διάφορες περιστάσεις, ακόμη και σε συνεδρίες με ψυχολόγο, αν αυτό απαιτεί η κατάσταση κάποιου παιδιού. Για την επίτευξη όλων των ανωτέρω, η άσκηση της συνεπιμέλειας προϋποθέτει υψηλό επίπεδο επικοινωνίας των γονέων, δηλαδή την υπέρβαση του εγωισμού με όλα τα επακόλουθά του, τα οποία είναι ορατά και ευρέως γνωστά σε πολλές οικογενειακές διαφορές (ψευδείς ή υπερβολικοί ισχυρισμοί του ενός συζύγου κατά του άλλου, υπερβολικά-ανεδαφικά αιτήματα, άκαμπτη στάση του ενός έναντι του άλλου, μικροψυχία λόγω του πληγωμένου εσωτερικού κόσμου, επιθυμία για εκδίκηση). Είναι γνωστό τοις πάσι ότι οι σύζυγοι-διάδικοι στις δίκες που άπτονται της οικογενειακής τους κατάστασης-προσωπικών σχέσεων, εμφανίζουν συχνά τον σκληρό εαυτό τους. Αρκετές φορές, πρόκειται για πρόσκαιρη κατάσταση, οφειλόμενη στο συναισθηματικό βάρος των περιστάσεων, οπότε αναμένεται εξομάλυνση ή έστω μετριασμός της συμπεριφοράς τους στο μέλλον. Ενίοτε, όμως, δεν πρόκειται για προσωρινή αρνητική διάθεση, την οποία μπορούν να υπερβούν με την πάροδο του χρόνου, αλλά για προσωπικότητες με ανωριμότητα και προβληματικές πτυχές, και είναι πολύ αμφίβολο, εάν επιθυμούν και εάν κατορθώσουν να συνεργαστούν στενά και αποτελεσματικά επί σειρά ετών για την άσκηση της από κοινού επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους. Η διαπίστωση αυτή δεν είναι υπερβολική αλλά συνάδει με όσα διαδραματίζονται καθημερινά στα ακροατήρια εκδίκασης των οικογενειακών διαφορών[4].
β. Προς την ανωτέρω κατεύθυνση, δηλαδή προς τη διαπίστωση της κατά κανόνα αδυναμίας ή απροθυμίας των πρώην συζύγων να συνεργάζονται για την από κοινού άσκηση της επιμέλειας των παιδιών τους, συνηγορεί το ακόλουθο επιχείρημα. Το ελληνικό οικογενειακό δίκαιο δεν αναγνωρίζει ρητά αλλά και δεν απαγορεύει την από κοινού άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων όσο οι γονείς τους τελούν σε διάσταση ή και μετά από τη λύση του γάμου των γονέων τους. Γι’ αυτό, έχουν εκδοθεί, έστω και λίγες, δικαστικές αποφάσεις, με τις οποίες ορίσθηκε ότι μετά από τη διάσπαση του κοινού οίκου η επιμέλεια των ανηλίκων θα ασκείται από αμφότερους τους γονείς[5]. Το σημαντικό όμως είναι ότι σύμφωνα με την πείρα που προσφέρει η δικαστηριακή πρακτική (τουλάχιστον, όσο τα συναινετικά διαζύγια ανήκαν στη δικαστική ύλη), δεν υπάρχουν παρά μόνον ελάχιστα ιδιωτικά συμφωνητικά, συναπτόμενα κατά τη συναινετική λύση του γάμου, με τα οποία οι γονείς συμφωνούν ότι θα συνεχίσουν να ασκούν από κοινού την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους. Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων οι σύζυγοι που επιλέγουν το συναινετικό διαζύγιο δεν συμφωνούν στη συνεπιμέλεια των τέκνων τους, αλλά αποφασίζουν την άσκηση της επιμέλειας από τον έναν και τη ρύθμιση της επικοινωνίας με τον άλλο γονέα. Αν και ουδείς εξωτερικός παράγων τους εμποδίζει, της νομοθεσίας περιλαμβανομένης, αυτοί δεν επιλέγουν τη συνεπιμέλεια ως πιο σύγχρονη μορφή άσκησης της επιμέλειας, αλλά το καθιερωμένο πρότυπο της άσκησης της επιμέλειας από τον έναν και της επικοινωνίας με τον άλλο γονέα. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο επειδή δεν είναι επαρκώς εξοικειωμένοι με την έννοια της συνεπιμέλειας -πώς να είναι άλλωστε, αφού η συνεπιμέλεια δεν έχει σαφές περιεχόμενο;-  αλλά και επειδή έχουν την επίγνωση ότι ο κάθε σύζυγος θα χαράξει το δικό του δρόμο στη ζωή, στον οποίο δεν θα υπάρχει πολύς χρόνος και διάθεση για συζητήσεις και συνεργασία με τον άλλο σύζυγο με σκοπό την από κοινού άσκηση της επιμέλειας των παιδιών τους. Ως εκ τούτου, ο ένας αναλαμβάνει την άσκηση της επιμέλειας, ώστε αυτός να διαθέτει την εξουσία λήψης των σχετικών αποφάσεων, ο δε άλλος παρεμβαίνει στα μείζονα ζητήματα, όταν οι σχέσεις των πρώην συζύγων το επιτρέπουν και η σοβαρότητα των περιστάσεων το επιβάλλει.  Ο νομοθέτης πρέπει να λάβει υπ’ όψιν την ισχυρή βούληση των πρώην συζύγων να γυρίσουν σελίδα στη ζωή τους και να μην επιμένει στη συνεννόηση και συνεργασία μεταξύ προσώπων, τα οποία απέδειξαν ότι δεν επιθυμούν να συνεννοούνται και να συνεργάζονται. Ο αγαθός σκοπός της ορθής ανατροφής των κοινών τέκνων δεν καθιστά απαραίτητα τους πρώην συζύγους δεκτικούς καλής συνεννόησης και συνεργασίας.
4. Η γεωγραφική απόσταση
Άλλο κρίσιμο σημείο, το οποίο πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν κατά την ενδεχόμενη νομοθέτηση της συνεπιμέλειας, είναι ότι συχνά οι εν διαστάσει ή οι διαζευχθέντες σύζυγοι δεν κατοικούν στην ίδια πόλη αλλά σε διαφορετικές πόλεις ή σε μακρινές μεταξύ τους συνοικίες της ίδιας μεγάλης πόλης. Μερικές φορές κάποιος από αυτούς εγκαθίσταται σε άλλη χώρα είτε με σκοπό την εύρεση εργασίας και το βιοπορισμό του είτε λόγω σχηματισμού νέας οικογένειας. Αυτό το φαινόμενο είναι φυσιολογικό στη σημερινή εποχή, η οποία χαρακτηρίζεται από την εξασθένηση των συνόρων, και είναι αρκετά συχνό όχι μόνο όταν ο διασπασθείς ή λυθείς γάμος τελέσθηκε με αλλοεθνή, αλλά και μεταξύ Ελλήνων. Στις περιπτώσεις αυτές, ακόμη και αν οι γονείς επιλέγουν ή το δικαστήριο διατάσσει τη συνεπιμέλεια των ανηλίκων τέκνων, αυτή θα είναι αδύνατο να υλοποιηθεί τουλάχιστον με τη συνηθέστερη μορφή της, δηλαδή αυτήν της εναλλασσόμενη κατοικίας, διότι το ανήλικο τέκνο δεν θα είναι δυνατό να αλλάζει σχολείο κάθε φορά που θα πρέπει ή θα επιθυμεί να διαμείνει για ορισμένο χρονικό διάστημα στην οικία του άλλου γονέα. Επίσης, δεν θα είναι εφικτό να συμμετέχει απρόσκοπτα στις εξωσχολικές δραστηριότητές του (ξένες γλώσσες, ωδείο, γυμναστήριο, προετοιμασία για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο κλπ), διότι δεν νοείται να μεταβάλλει το φροντιστήριο, ωδείο, γυμναστήριο κλπ, αναλόγως με την πόλη ή συνοικία της κατοικίας των γονέων. Επίσης, δεν είναι λειτουργικό, δηλαδή προς το συμφέρον του τέκνου, να υποχρεώνεται σε χρονοβόρες μετακινήσεις από την κατοικία του ενός, στην οποία  διαμένει, π.χ. κάθε ζυγό μήνα, στην πόλη ή τη συνοικία του άλλου γονέα, στην οποία βρίσκεται ο τόπος των παραπάνω δραστηριοτήτων. Ας σκεφθούμε ότι οι πρώην σύζυγοι και γονείς δύο ανηλίκων τέκνων κατοικούν: α) ο ένας στην Πάτρα και ο άλλος στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή σε μεγάλη απόσταση εντός της χώρας, β) ο ένας στον Πειραιά και ο άλλος στη Χαλκίδα, δηλαδή σε μικρή απόσταση εντός της χώρας, γ) ο ένας στο Παλαιό Φάληρο και ο άλλος στην Πετρούπολη, δηλαδή σε δύο μακρινές συνοικίες του ιδίου μεγάλου πολεοδομικού συγκροτήματος, και δ) ο ένας στην Ελλάδα και ο άλλος στη Μεγάλη Βρετανία, δηλαδή σε διαφορετικές χώρες. Τα παραδείγματα είναι ρεαλιστικά και ενδεικτικά. Ας προσπαθήσουμε να αναλογισθούμε: α) αν αυτοί οι γονείς θα μπορούν στην πράξη να ασκούν από κοινού την επιμέλεια των παιδιών τους και υπό ποια μορφή από αυτές που μπορούμε να έχουμε υπ’ όψιν, έστω και χωρίς νομοθετικό ορισμό της συνεπιμέλειας, β) κάθε πότε θα ήταν επιθυμητό ή ανεκτό να μετακινούνται τα παιδιά από τη μία κατοικία στην άλλη, ώστε να διαβιώνουν ικανό χρόνο με αμφοτέρους τους γονείς, γ) αν οι συχνές μετακινήσεις με σκοπό την υλοποίηση της συνεπιμέλειας στις παραπάνω περιπτώσεις θα άφηναν ανεπηρέαστη τη σχολική απόδοση και γενικά την εκπαίδευση και μόρφωση των παιδιών και δ) εάν τελικά η συνεπιμέλεια σε αυτές τις περιπτώσεις θα απέβαινε υπέρ του συμφέροντος των ανηλίκων τέκνων ή μάλλον θα  ικανοποιούσε ψυχολογικές ανάγκες των γονέων. Ασφαλώς, διαφορετική θα είναι η κατάσταση, όταν αμφότεροι οι γονείς κατοικούν στην ίδια συνοικία της ίδιας μεγάλης πόλης, στην ίδια επαρχιακή πόλη ή σε όμορες πόλεις ή κωμοπόλεις.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και η σχέση της συνεπιμέλειας με την ελευθερία των γονέων να μεταβάλλουν τον τόπο της κατοικίας τους, ακόμη και να εγκατασταθούν στην αλλοδαπή. Μάλλον ο εθνικός νομοθέτης δεν επιθυμεί να φέρει έμμεσα προσκόμματα στην ελευθερία εγκατάστασης των εργαζομένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης δια της θεσπίσεως διατάξεων οικογενειακού δικαίου.  
5. Προς εξυπηρέτηση του συμφέροντος των γονέων ή των παιδιών;
Το γεγονός ότι η προώθηση του θεσμού της συνεπιμέλειας στοχεύει πρωτίστως στην ικανοποίηση ορισμένων ψυχικών αναγκών και της βούλησης των γονέων και όχι απαραίτητα στην εξυπηρέτηση του συμφέροντος των ανηλίκων τέκνων μάλλον δεν μπορεί να αποκρυβεί. Προκύπτει εμμέσως από τα επιχειρήματα, στα οποία στηρίζεται η ίδια η δικαιολόγηση της προώθησης της συνεπιμέλειας. Ειδικότερα, η από κοινού άσκηση της επιμέλειας των τέκνων μετά από τη διάσπαση του εγγάμου βίου και τη λύση του γάμου προβάλλεται ως μία κοινωνικά σύγχρονη μορφή άσκησης της επιμέλειας, η οποία θα τερματίσει την ανισότητα, η οποία υπάρχει συνήθως εις βάρος του πατέρα στις δικαστικές αποφάσεις ανάθεσης της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων, θα εμποδίζει την αποξένωση του ενός γονέα από το τέκνο, θα αποτρέπει τα οικογενειακά δράματα και την πρόκληση ψυχικού πόνου σε πολλούς γονείς και παιδιά και θα συμβάλλει στην καλλιέργεια καλύτερων δεσμών των τέκνων με τους γονείς τους και συνακόλουθα στην αρμονική ανάπτυξη του συναισθηματικού κόσμου τους. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι πολλοί γονείς αισθάνονται την ανάγκη να μην στερούνται τα παιδιά τους για μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω της ανάθεσης της επιμέλειάς τους στον άλλο γονέα και, επιπλέον, επιθυμούν να συγκαθορίζουν, στο βαθμό που επιθυμούν, σαν να λειτουργούσε ακόμη ο κοινός οίκος, την εξέλιξη των τέκνων τους, πράγμα που δεν είναι εφικτό με την ανάθεση της άσκησης της επιμέλειάς τους αποκλειστικά στον άλλο γονέα. Αυτή η επιθυμία δεν είναι αθέμιτη άνευ ετέρου αλλά η πραγματοποίησή της εκ των πραγμάτων δεν είναι ευχερής. Υπάρχει όμως το ενδεχόμενο, μία μερίδα γονέων με μεγάλη επιρροή λόγω των κοινωνικών σχέσεών τους, η οποία (επιρροή) είναι ίσως δυσανάλογη του αριθμού τους, να προκαλέσει ουσιώδη μεταβολή της νομοθεσίας με σκοπό την εκ πλαγίου ανατροπή του περιεχομένου των δυσμενών γι’ αυτούς δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες εκδόθηκαν σε δίκες σχετικά με την επιμέλεια των παιδιών τους. Πρόκειται, ίσως για άποψη, η οποία θα ξενίσει τους αναγνώστες του κειμένου, αλλά πρέπει να διερωτηθούμε εάν τελικά η άσκηση της συνεπιμέλειας αποτελεί γνήσια κοινωνική απαίτηση, σοβαρή επιστημονική πρόταση, προωθείται για το συμφέρον του τέκνου ή για την ικανοποίηση μίας κατηγορίας γονέων, που επιθυμούν να προσφέρουν καλύτερο μέλλον στο παιδί τους από ότι ο άλλος γονέας -τουλάχιστον σύμφωνα με τις δικές τους αντιλήψεις- και ενδεχομένως διαθέτουν τα υλικά μέσα προς το σκοπό αυτό αλλά το αρμόδιο δικαστήριο έκρινε διαφορετικά, δέχθηκε την αγωγή του άλλου γονέα και ανέθεσε σε αυτόν (τον άλλο γονέα) την επιμέλεια. Ο νομοθέτης πρέπει εγκαίρως να λάβει υπ’ όψιν το ενδεχόμενο, μήπως τελικά νομοθετήσει όχι υπέρ του συμφέροντος των τέκνων γενικώς, στο πλαίσιο της παιδοκεντρικής αντίληψης του οικογενειακού δικαίου, αλλά υπέρ της βούλησης μίας κατηγορίας γονέων, οι οποίοι λόγω του έντονα εγωκεντρικού χαρακτήρα τους, του κοινωνικού κύρους και της οικονομικής επιφάνειάς τους δεν αποδέχονται την ήττα τους στις δίκες για την επιμέλεια των τέκνων τους και επιχειρούν να την ανατρέψουν εμμέσως δια της μεταβολής του νομοθετικού πλαισίου.
6. Η ισότητα των φύλων  
Εντυπωσιακό, αλλά μόνον επιφανειακά, είναι το επιχείρημα ότι η ισότητα των φύλων επιβάλλει τη συνεπιμέλεια, ιδίως με την επισήμανση ότι οι δικαστικές αποφάσεις στο ζήτημα της επιμέλειας παραβιάζουν την ισότητα εις βάρος του πατέρα. Βεβαίως, στη συντριπτική πλειονότητα των δικών, ακόμη και όταν για τα άλλα ζητήματα υπάρχει αντιδικία,  ο πατέρας συμφωνεί εκ των προτέρων στην άσκηση της επιμέλειας από τη μητέρα και ζητεί ικανοποιητική ρύθμιση της επικοινωνίας του με τα παιδιά. Σε περιπτώσεις αντιδικίας για την επιμέλεια, όντως  υπήρχε προτίμηση των δικαστηρίων στην ανάθεση της επιμέλειας στη μητέρα αντί του πατέρα, οι δε σχετικές δικαστικές κρίσεις αιτιολογούνταν με βάση την υπεροχή της μητέρας έναντι του πατέρα ως προς την ανατροφή των μικρών παιδιών. Στη σημερινή εποχή αυτή η κατάσταση έχει ασφαλώς μεταβληθεί, όχι όμως ριζικά. Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι η αποκατάσταση της ισότητας, στο μέτρο που διαταράσσεται εις βάρος του πατέρα λόγω της ως άνω τακτικής των δικαστηρίων, είναι μεν θεμιτός σκοπός, αλλά επιδιώκεται να πραγματοποιηθεί με εσφαλμένο μέσον. Η ανισότητα αυτή, στο βαθμό που υπάρχει ακόμη και σήμερα, οφείλεται στη νομολογιακή πρακτική και δεν ερείδεται στο νόμο, ο οποίος επιβάλλει την ισότητα και δεν απαγορεύει τη συνεπιμέλεια. Επομένως, η ανισότητα πρέπει να αποκατασταθεί με τη μεταβολή της νομολογίας και όχι της νομοθεσίας. Αυτό σημαίνει, ότι απαιτείται -αν δεν υπάρχει- εξοικείωση των δικαστών με τα νέα κοινωνικά δεδομένα (σχηματικά: η μητέρα δεν είναι πάντοτε και εξ ορισμού καταλληλότερη για την ανατροφή των παιδιών και ο πατέρας δεν είναι τόσο απομακρυσμένος από αυτά, όπως στο παρελθόν) με σκοπό την πραγμάτωση της ισότητας. Αυτή η εξοικείωση επιτυγχάνεται με τη μεταβολή της διδασκαλίας στις νομικές σχολές, τη δημοσίευση και ευρεία κυκλοφορία των σχετικών επιστημονικών, νομικών και μη εργασιών, και της έστω περιορισμένης νομολογίας υπέρ της συνεπιμέλειας. Ο Αστικός Κώδικας δεν θεσπίζει ούτε επιτρέπει την ανισότητα των φύλων ως προς την επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων τους και, ως εκ τούτου, η εμπέδωση της ισότητας των φύλων δεν θα επιτευχθεί με τη νομοθετική καθιέρωση ενός νέου θεσμού, ο οποίος δεν θα επιβάλλει την ισότητα αλλά απλώς τη συνεργασία και δη μεταξύ προσώπων, τα οποία συχνά βρίσκονται σε σφοδρή αντιδικία και δεν επιθυμούν να συνεργαστούν μεταξύ τους.  
7.  Οι κατευθύνσεις προώθησης του νέου θεσμού
α. Οι ανωτέρω σκέψεις δεν αναιρούν την ωφέλεια της συνεπιμέλειας, όπου αυτή είναι δυνατό να λειτουργήσει. Γι’ αυτό είναι σημαντικό πώς θα υλοποιηθεί η εξαγγελθείσα νομοθετική προώθησή της. Κατ’ αρχάς, απαιτείται νομοθετικός ορισμός της έννοιας. Έτσι, θα αποφευχθεί το πολύ πιθανό ενδεχόμενο, κάθε διάδικος να προσδίδει στη συνεπιμέλεια το περιεχόμενο που αυτός επιθυμεί και μέσω αυτού του σύγχρονου θεσμού να επιχειρεί να υλοποιήσει τις δικές του παράλογες επιθυμίες ή να υπονομεύσει την ομαλή άσκηση της επιμέλειας από τον άλλο γονέα. Λόγω της φύσης του οικογενειακού δικαίου, ο ορισμός αυτός ίσως δεν πρέπει να είναι εξαντλητικός, αλλά να επιδέχεται εξειδίκευσης σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις με αποκλεισμό των κατευθύνσεων, οι οποίες θα οδηγούν σε ανεπιθύμητα κοινωνικά και νομικά αποτελέσματα.
β. Επιπλέον, ο νομοθέτης, πρέπει να στοχεύσει στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υπάρχει συναινετική λύση του γάμου και ευχερής συμφωνία των γονέων για την άσκηση από κοινού της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων μετά από τη διάσπαση του εγγάμου βίου και τη λύση του γάμου. Μπορεί να ορισθεί ότι η συμφωνία αυτή θα επιτυγχάνεται είτε εξωδίκως είτε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο. Η ρύθμιση των λεπτομερειών, όπως χαρακτηριστικά, εάν το τυχόν υπογραφόμενο ιδιωτικό συμφωνητικό για τη συνεπιμέλεια θα είναι συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό έγγραφο, εάν θα αντικαθιστά τη δικαστική απόφαση ή θα χρήζει επικύρωσης κατά το πρότυπο της επικύρωσης του συμφωνητικού στο συναινετικό διαζύγιο, είναι νομοτεχνικό ζήτημα, που ενδεχομένως επιδέχεται πλείονες εξ ίσου αποτελεσματικές ρυθμίσεις.
γ. Το αντίθετο πρέπει, κατά την άποψη του γράφοντος, να ισχύσει στις υποθέσεις με αντιδικία. Στις υποθέσεις αυτές, δεν πρέπει να καθιερωθεί νομοθετικό προβάδισμα της συνεπιμέλειας έναντι της αποκλειστικής επιμέλειας, δηλαδή, δεν πρέπει να επιβληθεί στο δικαστήριο η υποχρέωση να αναθέτει την άσκηση της αποκλειστικής επιμέλειας στον έναν γονέα, μόνον εάν διαπιστώσει αιτιολογημένα ότι είναι αδύνατη η άσκηση της από κοινού επιμέλειας των ανηλίκων από αμφοτέρους τους γονείς. Η προς την αντίθετη κατεύθυνση χρήση ανθρωπιστικών επιχειρημάτων, όπως η αποτροπή της βίαιης απομάκρυνσης των παιδιών από τους  γονείς τους, ή άλλων, όπως τα αναφερόμενα σε προηγούμενες παραγράφους, δημιουργεί συναισθηματικό κλίμα, το οποίο εμποδίζει την ορθολογική αντιμετώπιση του ζητήματος. Στην πραγματικότητα, όταν υπάρχει αντιδικία για την επιμέλεια των ανηλίκων ενώπιον του δικαστηρίου, η οικογένεια έχει ήδη διαλυθεί και τα παιδιά έχουν ήδη απομακρυνθεί, έστω και προσωρινά, από τον ένα γονέα. Αυτά συμβαίνουν κατά τη διάσπαση του έγγαμου βίου με ενέργειες των γονέων και όχι κάποιου δικαστηρίου. Τα παιδιά δεν τα εργαλειοποιεί το δικαστήριο, αλλά ο ένας γονέας εναντίον του άλλου, για λόγους που σχετίζονται με τις περιουσιακές σχέσεις τους και συνηθέστερα με το ύψος της διατροφής. Το δικαστήριο οφείλει να ρυθμίσει την τεταμένη κατάσταση, που άγεται ενώπιόν του, με λειτουργικό και όχι με δυσλειτουργικό τρόπο.
Είναι αρκετά προβλέψιμο ότι, όταν οι γονείς αντιδικούν, οι διαφωνίες, οι εντάσεις και η ασυνεννοησία μεταξύ τους θα συνεχίσουν να υπάρχουν και μετά από την έκδοση της δικαστικής απόφασης, με την οποία θα αποφασίζεται η άσκηση της συνεπιμέλειας. Δεν πρέπει να υπάρχει η αυταπάτη ότι με τη θέσπιση ειδικής νομοθετικής διάταξης και την έκδοση της δικαστικής απόφασης θα μεταβληθεί η συμπεριφορά των γονέων και ότι πλέον αυτοί θα ασκούν αρμονικά τη συνεπιμέλεια, σύμφωνα με το διατακτικό της απόφασης, σαν να μην τους διχάζει οτιδήποτε. Αν οι διάδικοι των οικογενειακών υποθέσεων συμμορφωνόταν με τις δικαστικές αποφάσεις, δεν θα υπήρχαν ποινικές υποθέσεις σχετιζόμενες με τη μη καταβολή της οφειλόμενης διατροφής ή την παραβίαση της δικαστικής απόφασης, που ρυθμίζει την επικοινωνία κατ’ άρθρο 1520 ΑΚ. Το πιθανότερο είναι ότι πολύ συχνά θα προκύπτουν έντονες διαφωνίες των γονέων για διάφορα ζητήματα που άπτονται της επιμέλειας των τέκνων τους και έτσι θα ανοίγει ο δρόμος για περαιτέρω δίκες, ιδίως με αιτήσεις χορήγησης προσωρινών διαταγών και ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου τα δικαστήρια να επιλύουν τα επιμέρους ζητήματα της επιμέλειας, στα οποία δεν μπορούν ή δεν θα θέλουν να συμφωνήσουν οι γονείς, στους οποίους θα έχει ανατεθεί τη συνεπιμέλεια. Γι’ αυτό, όσο σφοδρότερη είναι η αντιδικία των γονέων και η ένταση στις μεταξύ τους σχέσεις τόσο περισσότερο η ανάθεση σε αυτούς της από κοινού επιμέλειας των τέκνων τους, θα ανοίγει το δρόμο για περαιτέρω δίκες. Αφορμή γι’ αυτές θα είναι οι κάθε είδους τριβές, που θα προκύπτουν από την εξαναγκαστή επικοινωνία και συνεργασία τους. Ως εκ τούτου, η έντονη νομοθετική προώθηση της συνεπιμέλειας, δηλαδή η επιβολή της και στις υποθέσεις με αντιδικία, θα έχει, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ως συνέπεια την εγκαθίδρυση δυσλειτουργικών σχημάτων.
Αντίθετα, το λειτουργικό είναι να διευκολυνθεί η απεμπλοκή των συζύγων-διαδίκων από περαιτέρω επαφές και τριβές, ώστε να ισορροπήσουν το ταχύτερο δυνατό σε έναν νέο τρόπο ζωής, και αυτό επιτυγχάνεται με την ανάθεση της επιμέλειας στον ένα γονέα και τη ρύθμιση του δικαιώματος της επικοινωνίας υπέρ του άλλου. Εάν η άσκηση της συνεπιμέλειας ήταν λειτουργικό σχήμα, θα εφαρμοζόταν σε μεγαλύτερη έκταση, εφ’ όσον δεν απαγορεύεται από την ισχύουσα νομοθεσία. Η αχρησία της αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Σε κάθε περίπτωση, ουδείς εμποδίζει τους συζύγους να επανακαθορίσουν αργότερα τη συμπεριφορά τους, δηλαδή να συνεργαστούν για την από κοινού άσκηση της επιμέλειας των τέκνων τους.
8. Επίλογος
Η εφαρμογή νομικών λύσεων, στηριγμένων σε ασαφείς έννοιες ευνοεί τη στρεψοδικία και οδηγεί σε ανασφάλεια. Γι’ αυτό, η νομοθέτηση της συνεπιμέλειας θα πρέπει να συνοδεύεται από τον ορισμό του περιεχομένου της. Επιπλέον, ο νομοθέτης πρέπει να προωθήσει τη συνεπιμέλεια ως επιλογή και όχι ως υποχρέωση, στις περιπτώσεις, στις οποίες υπάρχει ήδη συναίνεση ως προς τη λύση του γάμου, και στις περιπτώσεις, στις οποίες διαφαίνεται ότι συμφωνούν οι γονείς στην άσκηση της από κοινού επιμέλειας. Αντίθετα, δεν πρέπει να την προωθήσει, ή τουλάχιστον όχι έντονα, στις περιπτώσεις, στις οποίες δεν τη ζητούν οι ίδιοι οι γονείς. Ειδάλλως, η αμοιβαία καχυποψία και όλοι οι παράγοντες, που σχετίζονται είτε με την ένταση των ανθρώπινων σχέσεων, που εκδηλώνεται κατά τη διάλυση της οικογένειας και μετά από αυτή, είτε με την έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας μεταξύ των αντιδικούντων συζύγων, θα υπονομεύσουν το θεσμό της συνεπιμέλειας. Εάν αυτός ο θεσμός μπορεί πραγματικά να προσφέρει κάτι καλύτερο στα μέλη των οικογενειών που διασπώνται και ιδίως στα παιδιά τους, πρέπει να αντιμετωπισθεί με λεπτότητα και όχι να αναλωθεί με τη βεβιασμένη και αδιάκριτη νομοθέτησή του εφ’ όλων των καταστάσεων, ανεξαρτήτως, εάν προσήκει ή όχι σε αυτές.


[2] Βλ. την ιστοσελίδα https://www.synepimelia.gr/ της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρία με την επωνυμία «Ελληνικό Συμβούλιο Κοινής Ανατροφής-Σύλλογος Συνεπιμέλεια».
[4] Ενδεικτικό για τους μη διαθέτοντες, έστω και μικρή δικαστηριακή εμπειρία, είναι το άρθρο της εφημερίδας «Καθημερινή» με τον τίτλο «Όταν οι αιώνιοι όρκοι συνθλίβονται στα δικαστήρια»: https://www.kathimerini.gr/1058876/gallery/epikairothta/ellada/otan-oi-aiwnioi-orkoi-syn8livontai-sta-dikasthria
[5] ΜΠρΑθ 7131/2017, ΜΠρΑθ 60/2017, ΜΠρΝαξ 156/2017 και ΜΠρΞανθ 250/2016 ΤΝΠ Νόμος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ